ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΡΑΓΑΚΗ ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΑΓΚΑΒΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΤΟΥΝΑΣ
Περί Δημογραφίας και Πληθυσμιακών Εξελίξεων
|
Συγγραφή
ISBN: 978-960-603-198-4
Το παρόν έργο αδειοδοτείται υπό τους όρους της άδειας CreativeCommons Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 3.0. Για να δείτε ένα αντίγραφο της άδειας αυτής επισκεφτείτε τον ιστότοπο https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/3.0/gr/
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ |
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΑ: Αντικείμενο-Μεθοδολογία-Εφαρμογές
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Η Μακρά Ιστορία μιας Σύγχρονης Επιστήμης
1.1. Οι πρώτες περί πληθυσμού θεωρίες και ο ρόλος των δημογραφικών παραμέτρων
1.2. Η γέννηση, η καθιέρωση και η ανάπτυξη της επιστήμης
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Τι είναι Δημογραφία
2.1. Το αντικείμενο της δημογραφίας
2.3. Η Δημογραφία στο Internet
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Πηγές Δημογραφικών Δεδομένων
3.1. Απογραφές πληθυσμού
3.1.1. Τρόποι διεξαγωγής της απογραφής
3.1.2. Συλλογή πληροφοριών
3.2. Ληξιαρχικές καταγραφές δημογραφικών γεγονότων
3.3.1. Δυνατότητες και αδυναμίες δειγματοληπτικών ερευνών
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: Τα Εργαλεία της Δημογραφίας
4.2. Δημογραφικοί Δείκτες (Demographic Rates)
4.3. Μέτρα κοόρτης και μέτρα περιόδου
4.4. Δείκτες δομής και σύνθεσης του πληθυσμού
4.4.1. Κατά φύλο σύνθεση του πληθυσμού
4.4.2. Κατά ηλικία δομή του πληθυσμού
4.4.3. Πληθυσμιακές πυραμίδες
4.5. Δείκτες μέτρησης δημογραφικών φαινομένων
4.5.1. Δείκτες γονιμότητας
4.5.2. Δείκτες θνησιμότητας
4.6. Δείκτες μεταναστευτικής κίνησης
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: Μέθοδοι και Τεχνικές της Δημογραφικής Ανάλυσης
5.1. Τυποποίηση ως προς την ηλικία (Age-standardization)
5.2. Πίνακες επιβίωσης (Life Tables)
5.2.1. Κατασκευή πινάκων επιβίωσης
5.2.2. Ερμηνεία ενός πίνακα επιβίωσης
5.3. Σταθερός πληθυσμός (Stablepopulationmodel)
5.3.1. Ιδιότητες σταθερού πληθυσμού
5.4. Εκτιμήσεις και προβολές του πληθυσμού (PopulationEstimatesandProjections)
5.4.1. Πληθυσμιακές εκτιμήσεις
5.4.2.1. Απλό γραμμικό υπόδειγμα
5.4.2.2. Εκθετικό υπόδειγμα
5.4.2.3. Υπόδειγμα λογιστικής καμπύλης
5.4.2.4. Υπόδειγμα πληθυσμιακών συνιστωσών
5.4.2.5. Πληθυσμιακές προβολές κατά ηλικία και φύλο
5.5. Βασικά στάδια της μεθοδολογίας
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ: Χθες - Σήμερα - Αύριο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: Η ιστορία του παγκόσμιου πληθυσμού
6.1. Σύντομη ιστορική αναδρομή
6.2. Γιατί τότε και όχι άλλοτε;
6.3.1. Η θεωρία της δημογραφικής μετάβασης
6.3.2. Διαφορές μεταξύ λιγότερο και περισσότερο ανεπτυγμένων χωρών
6.3.3. Population Momentum
6.3.4. Demographic dividend (δημογραφικόμέρισμα)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: 20ος Αιώνας: Εκατό χρόνια Ραγδαίων Δημογραφικών Εξελίξεων
7.1. Πρωτόγνωρα υψηλοί ρυθμοί αύξησης του πληθυσμού
7.2. Θεαματική αύξηση του προσδόκιμου ζωής
7.3. Ραγδαία μείωση της γονιμότητας
7.3.1. Baby-boom: ένα μικρό διάλειμμα ανάκαμψης της γονιμότητας
7.3.2. Σταθεροποίηση της γονιμότητας ορισμένων ανεπτυγμένων περιοχών σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα
7.5. Αστική μετάβαση
7.5.1. Οι συνέπειες της αστικοποίησης
7.6. Έντονα διεθνή μεταναστευτικά ρεύματα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8: Οι Δημογραφικές Προκλήσεις του 21ου Αιώνα
8.1. Γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού
8.2. Η γονιμότητα
8.3. Θνησιμότητα
8.5. Νέα μορφή μετακινήσεων: η κλιματική μετανάστευση
8.6. Πληθυσμιακές προβολές: μια κλεφτή ματιά στο μέλλον
8.6.1. Οι βασικές δημογραφικές τάσεις των επόμενων δεκαετιών
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ:
Εξελίξεις, Προσδιοριστικοί Παράγοντες και Συνέπειες
9.1. Περιορισμοί και όρια στην μελέτη της μακροχρόνιας μεταβολής του πληθυσμού της Ελλάδας
9.2. Μέγεθος και αύξηση του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα από το 1821 έως σήμερα
9.5. Διαχρονικές μεταβολές στην κατά ηλικία σύνθεση του πληθυσμού της Ελλάδας
9.7. Η χωρική διάσταση των δημογραφικών αλλαγών και οι μεταβολές στο βαθμό αστικότητας στην Ελλάδα
9.7.1. Πληθυσμός ανά γεωγραφικό διαμέρισμα στην Ελλάδα
9.7.2. Πληθυσμός και βαθμός αστικότητας στην Ελλάδα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10: Αναπαραγωγή και Φθορά του Πληθυσμού της Ελλάδας
10.1. Συνολική και διαφορική γονιμότητα στην Ελλάδα
10.1.1. Θεωρίες γονιμότητας και διαφορική γονιμότητα
10.1.2. Θεωρητικό πλαίσιο και διαχρονικές μεταβολές της γονιμότητας στην Ελλάδα
10.1.3. Οι διαχρονικές μεταβολές στην κατά ηλικία σύνθεση του πληθυσμού της Ελλάδας
10.1.4. Μορφές διαφορικής γονιμότητας στην Ελλάδα
10.1.4.1. Διαφορική γονιμότητα κατά φύλο
10.1.4.2. Διαφορική γονιμότητα κατά επίπεδο εκπαίδευσης και κατάσταση απασχόλησης
10.1.4.3. Διαφορική γονιμότητα κατά εκπαιδευτικό επίπεδο και εκπαιδευτικό πεδίο
10.1.4.4. Διαφορική γονιμότητα κατά βαθμό αστικότητας και γεωγραφική περιοχή
10.2. Συνολική και διαφορική θνησιμότητα στην Ελλάδα
10.2.1. Το γενικό πλαίσιο και οι προσδιοριστικοί παράγοντες της μείωσης της θνησιμότητας
10.2.2. Η μακροχρόνια πτώση της θνησιμότητας στην Ελλάδα
10.2.3. Μορφές διαφορικής θνησιμότητας στην Ελλάδα
10.2.3.1. Διαφορική θνησιμότητα κατά φύλο
10.2.3.2. Η γεωγραφική διάσταση της διαφορικής θνησιμότητας
10.2.3.3. Διαφορική θνησιμότητα: η διάσταση της εθνικότητας
10.2.4. Θνησιμότητα, επιβίωση και κατάσταση υγείας
10.2.4.1. Ο προσδιορισμός της κατάστασης υγείας
10.2.4.2. Η ποσοτική αποτίμηση της κατάστασης υγείας
11.1. Εννοιολογικές αποσαφηνίσεις και στατιστική αποτύπωση της διεθνούς (εξωτερικής) μετανάστευσης
11.1.1. Μεταναστευτικές ροές (flows) και μεταναστευτικό απόθεμα (stock)
11.1.2. Μετανάστες και αλλοδαποί: εθνικότητα και χώρα γέννησης
11.1.3. Διεθνής μετανάστευση, χώρος και χρόνος αναφοράς
11.1.4. Η μετανάστευση ως διαδικασία και όχι ως απλό γεγονός
11.1.5. Διαχρονικές αλλαγές αναφορικά με τις μορφές διεθνούς μετανάστευσης
11.2. Η Ελλάδα ως χώρα εκροής μεταναστών
11.3. Η Ελλάδα ως χώρα εισροής μεταναστών
11.3.1. Εθνικότητα και αύξηση του αριθμού των αλλοδαπών στην Ελλάδα
11.3.2. Αλλαγές στην κατά εθνικότητα σύνθεση του αλλοδαπού πληθυσμού στην Ελλάδα
11.3.3. Διαφοροποιήσεις γηγενούς και αλλοδαπού πληθυσμού αναφορικά με την σύνθεση κατά ηλικία και φύλο
11.4. Γονιμότητα αλλοδαπών και γηγενών στην Ελλάδα
11.4.1. Γονιμότητα κατά εθνικότητα στην Ελλάδα το έτος 2011
11.4.1.2. Η συμβολή αλλοδαπών και γηγενών στην μέση γονιμότητα στην Ελλάδα το έτος 2011
11.4.2. Γονιμότητα γηγενών και αλλοδαπών στην Ελλάδα την περίοδο 2004-2012
11.4.2.1. Η διαχρονική εξέλιξη της γονιμότητας γηγενών και αλλοδαπών στην Ελλάδα (2004-2012)
11.5.1. Μετανάστευση αλλοδαπών και διαχρονικές μεταβολές του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας
11.5.2. Μετανάστευση αλλοδαπών και αλλαγές στην κατά ηλικία σύνθεση του πληθυσμού της Ελλάδας
12: 12.1. Η κοινωνικο-οικονομική διάσταση των δημογραφικών μεταβολών στην Ελλάδα
12.1.1. Η δημογραφική διάσταση των διαχρονικών μεταβολών του εργατικού δυναμικού
12.1.2. Προσδόκιμο επιβίωσης και στάδια του κύκλου ζωής των ατόμων στην Ελλάδα
12.1.2.1. Απασχόληση, ανεργία, εκπαίδευση και συνταξιοδότηση: το πρότυπο κατά ηλικία και φύλο
12.1.2.2. Απασχόληση, ανεργία, εκπαίδευση και συνταξιοδότηση: το πρότυπο με βάση την μέση διάρκεια ζωής
12.1.2.3. Μείωση της θνησιμότητας και μέση διάρκεια παραμονής σε επιλεγμένα στάδια του κύκλου ζωής
12.2. Δημογραφικές προβολές: Αξιοπιστία και αβεβαιότητα/βεβαιότητα
12.2.1. Σύγκριση αποτελεσμάτων που αφορούν στον συνολικό πληθυσμό και στην αύξησή του
12.2.2. Σύγκριση των αποτελεσμάτων αναφορικά με την κατά ηλικία δομή του πληθυσμού
12.3. Δημογραφικές προβολές: Η αποτύπωση των μελλοντικών αλλαγών στον πληθυσμό της Ελλάδας
12.3.2. Η αναπόφευκτη μείωση του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού τις επόμενες δεκαετίες
12.3.3. Η περαιτέρω διεύρυνση της δημογραφικής γήρανσης
ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΕΥΣΕΩΝ - ΑΚΡΩΝΥΜΙΑ
|
|
ΑΕΠ | Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν |
ΑεγχΠ | Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν |
Δ.Α.Α | Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης |
Δ.Γ.Γ | Δείκτης Γενεαλογικής Γονιμότητας |
Δ.Ο.Γ | Δείκτης Ολικής Γονιμότητας |
Ε.Ε. | Ευρωπαϊκή Ένωση |
ΕΛ.ΣΤΑΤ | Ελληνική Στατιστική Αρχή |
Ε.Σ.Υ.Ε | Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος (μετονομάστηκε σε ΕΛ.ΣΤΑΤ) |
Ο.Η.Ε | Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών |
Π.Ε. | Προσδόκιμο Επιβίωσης |
CPR | Central Population Register |
HDI | Human Development Index |
INED | Institut d’Etudes Démographiques |
PMF | Population Momentum Factor |
TFR | Total Fertility Rate |
UN | United Nations |
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Στο πλαίσιο της προσπάθειας δημιουργίας ψηφιακών συγγραμμάτων στην ελληνική γλώσσα, το παρόν σύγγραμμα αποτελεί μια εισαγωγή σε βασικά θέματα Δημογραφίας και Πληθυσμιακών Θεμάτων. Αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της δράσης Κάλλιπος «Ελληνικά Ακαδημαϊκά Ηλεκτρονικά Συγγράμματα και Βοηθήματα» με σκοπό την εισαγωγή του ηλεκτρονικού, διαδραστικού, πολυμεσικού βιβλίου στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Σκοπός αυτής της προσπάθειας είναι η δημιουργία ενός σύγχρονου εγχειριδίου δημογραφίας που όμως θα ξεφεύγει από την παραδοσιακή παρουσίαση δημογραφικών τεχνικών και δεικτών. Στόχος είναι η παρουσίαση του αντικειμένου της δημογραφίας και των εφαρμογών της. Το σύγγραμμα απευθύνεται κατά κύριο λόγο, σε προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές πανεπιστημιακών τμημάτων κοινωνικών και οικονομικών επιστημών, που ασχολούνται με τις πληθυσμιακές εξελίξεις και τις συνέπειές τους. Μπορεί όμως να αποτελέσει έναν εισαγωγικό οδηγό για οποιονδήποτε ερευνά ή ενδιαφέρεται για τη Δημογραφία και τις Πληθυσμιακές Εξελίξεις. Ελπίζουμε ότι μέσα από αυτήν τη προσπάθεια θα ενισχυθεί το ενδιαφέρον προς τα δημογραφικά θέματα και θα αυξηθεί ο αριθμός των φοιτητών και ερευνητών που ασχολούνται με αυτά. Το παρόν σύγγραμμα διαθέτει το δικό του ιστοχώρο [http://e-book.ddounas.com/joomla] με ένα φιλικό και εύχρηστο τρόπο πλοήγησης στο εκπαιδευτικό υλικό. Μέλημά μας είναι να ανανεώνεται αποτελεσματικότερα το περιεχόμενό του και να εμπλουτίζεται με εκπαιδευτικές δραστηριότητες και ασκήσεις για τους φοιτητές. |
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Δημογραφία αποτελεί ένα σχετικά νέο επιστημονικό πεδίο με αντικείμενο τη μελέτη των ανθρώπινων πληθυσμών. Ουσιαστικά, στα δημογραφικά, αυτό που κυρίως ενδιαφέρει είναι η μελέτη της αναπαραγωγής, της φθοράς και της γεωγραφικής κινητικότητας (μετανάστευσης) ενός πληθυσμού. Οι διαδικασίες αυτές καθορίζουν το μέγεθος, την αύξηση και την κατά ηλικία δομή του πληθυσμού και παραπέμπουν στα δημογραφικά φαινόμενα, δηλαδή τη γονιμότητα-γεννητικότητα, τη θνησιμότητα και τη μετανάστευση. Η μελέτη των δημογραφικών φαινομένων συναρτάται άμεσα με την διαθεσιμότητα στατιστικών δεδομένων που αφορούν στα δημογραφικά γεγονότα, τα οποία είναι οι γεννήσεις, οι θάνατοι και ο αριθμός των μεταναστών. Στις απαρχές της ανάπτυξης της Δημογραφίας, η έμφαση δόθηκε σε ζητήματα μέτρησης, εκτίμησης δημογραφικών μεγεθών σε περιπτώσεις ύπαρξης ατελών στατιστικών δεδομένων, καθώς και ανάπτυξης μεθόδων δημογραφικής ανάλυσης. Με το πέρασμα των ετών, στην προσπάθεια για μια όσο το δυνατόν πιο ακριβή και ορθή ποσοτική αποτύπωση των δημογραφικών φαινομένων, και κατ’ επέκταση των αντίστοιχων πληθυσμιακών αλλαγών, προστέθηκε η ανάγκη κατανόησης και ερμηνείας αυτών των μεταβολών. Το ενδιαφέρον διευρύνθηκε ώστε να συμπεριλαμβάνει την μελέτη των κοινωνικών και οικονομικών συνεπειών των δημογραφικών μεταβολών και εμπλουτίστηκε με την εξεύρεση κατάλληλων εργαλείων πολιτικής για την διαχείριση των πληθυσμιακών τάσεων. Με το πέρασμα του χρόνου και ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή αλλάζει η ρητορική γύρω από τα δημογραφικά θέματα, ενώ αναδεικνύονται νέα σημεία προβληματισμού σχετικά με τις μεταβολές του πληθυσμού. Αρχικά οι ανησυχίες επικεντρώνονταν στις επιπτώσεις της ταχύτατης πληθυσμιακής αύξησης: αδυναμία μακροχρόνιας βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των ατόμων, απειλή για το φυσικό περιβάλλον - ειδικότερα σε περιοχές του πλανήτη με χαμηλό βαθμό οικονομικής ανάπτυξης - αδυναμία απορρόφησης των νεο-εισερχόμενων στην αγορά εργασίας, ένταση των μεταναστευτικών ρευμάτων και ασθενείς προοπτικές οικονομικής διεύρυνσης αφού στο βαθμό που η πληθυσμιακή αύξηση απαιτεί μεταφορά πόρων σε μη-παραγωγικές επενδύσεις οι δυνατότητες για παραγωγικές επενδύσεις καθίστανται περιορισμένες. Με το πέρασμα των δεκαετιών και την επιβράδυνση των ρυθμών αύξησης, η ανησυχία για την πληθυσμιακή έκρηξη έδωσε σταδιακά τη θέση της στον προβληματισμό σχετικά με την στασιμότητα και την πιθανή μείωση του πληθυσμού των οικονομικά προηγμένων χωρών. Η συνακόλουθη γήρανση των ηλικιακών πυραμίδων συνδυάστηκε με την διερεύνηση επιπτώσεων που σχετίζονται με τις ασθενείς μεταβολές του συνολικού μεγέθους και την ηλικιακή γήρανση του εργατικού δυναμικού. Ζητήματα όπως η βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων, η κοινωνικο-οικονομική θέση και κατάσταση υγείας των ηλικιωμένων ατόμων και των υπερηλίκων, η διασφάλιση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης και η διατήρηση του κοινωνικού κράτους αποτελούν σήμερα τις μεγάλες προκλήσεις των ανεπτυγμένων οικονομιών. Από την άποψη αυτή, διαχρονικά, η Δημογραφία συνδέθηκε όλο και στενότερα με άλλους επιστημονικούς κλάδους και ειδικότερα την Οικονομία και την Κοινωνιολογία. Το εγχειρίδιο αποτελείται από τρία μέρη και συνολικά από 12 κεφάλαια. Η συγγραφική ευθύνη για τα δύο πρώτα μέρη (Κεφάλαια 1-8) ανήκει στην Αλεξάνδρα Τραγάκη και για το τρίο μέρος (Κεφάλαια 9-12) στον Χρήστο Μπάγκαβο. Ο Δημήτρης Ντούνας είχε την ευθύνη της μορφοποίησης και της τελικής ηλεκτρονικής μορφής του εγχειριδίου. Στο πρώτο μέρος παρουσιάζονται τα βασικά στοιχεία της επιστήμης της Δημογραφίας. Το Κεφάλαιο 1 παρουσιάζει την ιστορία της Δημογραφίας και την πορεία της μέχρι την αναγνώρισή της ως επιστήμη στα μέσα του 20ου αιώνα. Το Κεφάλαιο 2 περιγράφει τί είναι Δημογραφία, ποιο το αντικείμενό της, ποια τα διαφορετικά πεδία, ποιοι οι κλάδοι και ποιοι οι τομείς εφαρμογής της επιστήμης σήμερα. Στο Κεφάλαιο 3 αναλύονται οι βασικές πηγές πρωτογενών δεδομένων που χρησιμοποιούνται στη δημογραφική ανάλυση και σε μεγάλο βαθμό καθορίζουν την ποιότητα και την αξιοπιστία της. Οι δημογραφικοί δείκτες και οι δημογραφικές μέθοδοι και τεχνικές που αποτελούν τον κορμό της θεωρίας της επιστήμης παρουσιάζονται και αναλύονται στα Κεφάλαια 4 και 5, αντίστοιχα. Το δεύτερο μέρος παρουσιάζει τις βασικότερες εξελίξεις των δημογραφικών φαινομένων σε παγκόσμια κλίμακα και ανά μεγάλη γεωγραφική περιοχή, αναδεικνύοντας τις διαφοροποιήσεις μεταξύ περισσότερο και λιγότερο αναπτυγμένων περιοχών. Στο Κεφάλαιο 6 παρουσιάζεται συνοπτικά η ιστορία του ανθρώπινου πληθυσμού μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Το Κεφάλαιο 7 περιγράφει τις δημογραφικές εξελίξεις που συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια του 20ου αι., ο οποίος θα μείνει στην ιστορία του ανθρώπινου γένους, ως ο αιώνας των ραγδαίων δημογραφικών εξελίξεων και κυρίως, ως η εκατοταετία της ταχύτερης πληθυσμιακής αύξησης. Τέλος, στο Κεφάλαιο 8 παρουσιάζονται οι πιο πρόσφατες τάσεις που ήδη διαφοροποιούνται από αυτές του προηγούμενου αιώνα και αναδεικνύονται οι κυριότερες δημογραφικές προκλήσεις των επόμενων δεκαετιών. Το τρίτο μέρος επικεντρώνεται σε ζητήματα που αφορούν στον πληθυσμό της Ελλάδας. Το Κεφάλαιο 9 πραγματεύεται τις μεταβολές που αφορούν τον πληθυσμό της Ελλάδας από τη δημιουργία του σύγχρονου Ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα. Ειδικότερα, παρουσιάζονται οι εξελίξεις αναφορικά με το μέγεθος και την αύξηση του πληθυσμού, με την γεωγραφική διάσταση των πληθυσμιακών αλλαγών καθώς και με τις μεταβολές στην κατά ηλικία δομή του πληθυσμού και στην σύνθεση των νοικοκυριών και των οικογενειών. Στο επόμενο Κεφάλαιο (10) αναλύονται τα δημογραφικά φαινόμενα της γονιμότητας και της θνησιμότητας. Πέρα από την ανάλυση για τα φαινόμενα αυτά καθ’ αυτά, η έμφαση δίνεται στην ανάδειξη καταστάσεων διαφορικής γονιμότητας και θνησιμότητας, δηλαδή διαφορών που παρατηρούνται αναφορικά με την αναπαραγωγή και την φθορά του πληθυσμού μεταξύ διακριτών πληθυσμιακών ομάδων. Στο Κεφάλαιο 11 διερευνάται το φαινόμενο της διεθνούς μετανάστευσης και της μετατροπής της Ελλάδας από χώρα αποστολής σε χώρα υποδοχής μεταναστών. Η ανάλυση για τις δυσκολίες της ποσοτικής αποτύπωσης του μεταναστευτικού φαινομένου, συνοδεύεται από την περιγραφή των μεταναστευτικών ρευμάτων εκροής από την Ελλάδα προς το εξωτερικό και την διερεύνηση ορισμένων βασικών χαρακτηριστικών του μεταναστευτικού πληθυσμού που διαβιώνει στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Στο τελευταίο Κεφάλαιο (12) παρουσιάζονται ορισμένες πτυχές των κοινωνικο-οικονομικών επιπτώσεων που προκύπτουν από τις δημογραφικές μεταβολές και αναλύονται οι προοπτικές εξέλιξης του πληθυσμού της Ελλάδας με ορίζοντα το έτος 2050. Οι συγγραφείς ευελπιστούν ότι το εγχειρίδιο θα προσδώσει επιπλέον προστιθέμενη αξία στην ήδη υπάρχουσα ελληνική βιβλιογραφία αναφορικά με πληθυσμιακά και δημογραφικά ζητήματα.
Αθήνα, Οκτώβριος 2015 Οι συγγραφείς |
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Δημογραφία: Αντικείμενο-Μεθοδολογία-Εφαρμογές
Κεφάλαιο 1:
Η Μακρά Ιστορία μιας Σύγχρονης Επιστήμης
Η δημογραφία, ως η επιστήμη της μελέτης των πληθυσμών, εκτιμάται ότι γεννήθηκε στο Λονδίνο γύρω στα μέσα του 17ου αιώνα, ονοματίστηκε περίπου 200 χρόνια αργότερα από έναν Γάλλο μαθηματικό και «ενηλικιώθηκε» με την αναγνώρισή της ως επιστήμη μόλις το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Αν και ως αυτόνομη επιστήμη η δημογραφία είναι πολύ νέα, το ενδιαφέρον γύρω από θέματα που αφορούν στο μέγεθος, τη σύνθεση, τη δομή και τη δυναμική του πληθυσμού δεν είναι πρόσφατο.
Ήδη από την αρχαιότητα, οι ηγέτες των λαών είτε επρόκειτο για μονάρχες, αυτοκράτορες, στρατηγούς, πολιτικούς ή θρησκευτικούς ηγέτες, επιθυμούσαν πάντα να γνωρίζουν με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τον αριθμό των ατόμων που ζούσαν υπό την ηγεμονία τους. Σύμφωνα με τα ιστορικά ευρήματα, πληθυσμιακές καταμετρήσεις γίνονταν στην αρχαία Αίγυπτο, τη Βαβυλωνία, την Ινδία, τη Μέση Ανατολή και την Ιαπωνία, ενώ οι πιο συστηματικές προσπάθειες απογραφής του πληθυσμού καταγράφηκαν στην Κίνα τουλάχιστον 3.000 χρόνια πριν (Vilquin, 2006). Φορολογικοί, στρατιωτικοί και νομικοί λόγοι επέβαλαν την εκτίμηση τόσο του συνολικού μεγέθους όσο και κάποιων ποιοτικών χαρακτηριστικών συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων.1
Σε αντίθεση με τις σημερινές απογραφές, η καταμέτρηση δεν αφορούσε το συνολικό πληθυσμό, αλλά μόνο τους ενήλικες άρρενες κατοίκους, που ήταν ικανοί να συμμετέχουν στη στρατιωτική οργάνωση της χώρας, όπως επίσης τους αρχηγούς των νοικοκυριών και όσους είχαν φορολογικές υποχρεώσεις. Οι γυναίκες και τα παιδιά έμεναν συνήθως εκτός της καταγραφής. Οι καταμετρήσεις αυτές δεν γίνονταν σε τακτά χρονικά διαστήματα αλλά είχαν σποραδικό χαρακτήρα, και λόγω των αμιγώς διοικητικών κινήτρων, τα αποτελέσματά τους στις περισσότερες περιπτώσεις δεν καταγράφονταν αναλυτικά ούτε καταχωρούνταν σε επίσημα αρχεία. Για τους σημερινούς ερευνητές, οι απογραφές αυτές είναι μάλλον περιορισμένης αξιοπιστίας, κυρίως λόγω πολιτικών ή θρησκευτικών σκοπιμοτήτων.
Ωστόσο και παρά τις όποιες μεθοδολογικές αδυναμίες ή πολιτικές μεθοδεύσεις, οι ιστορικοί δημογράφοι έχουν καταφέρει να συλλέξουν από αυτές τις καταγραφές, πολύτιμες πληροφορίες και να εξάγουν κάποια χρήσιμα συμπεράσματα σχετικά με την εξέλιξη του πληθυσμού.Μέσα από τις πρακτικές αυτές καταδεικνύονται αφ’ ενός η χρησιμότητα των πληθυσμιακών εκτιμήσεων και αφ’ ετέρου η σημασία που αποδίδεται αιώνες τώρα στο μέγεθος, τη δομή και στη σύνθεση του πληθυσμού.
Η αναζήτηση δογμάτων και θεωριών περί πληθυσμού οδηγεί πολύ πίσω στο χρόνο. «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» ήταν μια από τις πρώτες παροτρύνσεις του Θεού προς τον άνθρωπο, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη. Οι Αρχαίοι Έλληνες είχαν φροντίσει να αναθέσουν σε περισσότερες από μία θεότητες την ευθύνη για τη γονιμότητα των γυναικών και την ευγονία των ζευγαριών. Ανάλογες θεότητες που ευνοούν την αναπαραγωγή συναντώνται στη ρωμαϊκή και αιγυπτιακή μυθολογία. Η εξήγηση είναι εξαιρετικά απλή. Κατά το μεγαλύτερο διάστημα της ανθρώπινης παρουσίας πάνω στη Γη, η διατήρηση ή η οριακή αύξηση του πληθυσμού δεν ήταν δυνατή παρά μόνο χάρη σε υψηλά ποσοστά γονιμότητας, ικανά να αντισταθμίζουν την ιδιαίτερα υψηλή θνησιμότητα που επί αιώνες έπληττε την ανθρωπότητα σε όλες τις ηλικιακές ομάδες.
1.1. Οι πρώτες περί πληθυσμού θεωρίες και ο ρόλος των δημογραφικών παραμέτρων
Ο προβληματισμός σχετικά με τις συνέπειες της πληθυσμιακής εξέλιξης, κάθε άλλο παρά πρόσφατος είναι. Πριν από όχι λιγότερα από 2.500 χρόνια, οι σημαντικότεροι από τους φιλοσόφους της αρχαιότητας ασχολήθηκαν με τη δυναμική του πληθυσμού, προβληματίστηκαν σχετικά με τις συνέπειες των πληθυσμιακών μεταβολών και έθεσαν τις βάσεις για την ανάπτυξη των πρώτων θεωριών περί πληθυσμού. Ήδη από τότε, το ενδιαφέρον έπαψε να είναι αποκλειστικά αριθμητικό και το επίκεντρο του προβληματισμού μετατοπίστηκε στην αλληλεπίδραση μεταξύ πληθυσμιακών τάσεων, διαθέσιμων πόρων, οικονομικών εξελίξεων και εύρυθμης λειτουργίας της κοινωνίας.
Η αύξηση του πληθυσμού αποτελούσε επιδίωξη για τον Κομφούκιο (περίπου 500 π.Χ.) που θεωρούσε ότι μεγαλύτερος αριθμός άνθρωπων δημιουργεί μεγαλύτερη παραγωγή και είναι κατά συνέπεια προϋπόθεση για την ευημερία του πληθυσμού. Αντιλαμβανόμενος ότι υπάρχει μια σχέση ισορροπίας ανάμεσα στην έκταση της καλλιεργήσιμης γης και το μέγεθος του πληθυσμού που αυτή μπορεί να «αντέξει», κατέληξε στη διαπίστωση ότι κάθε σημαντική απόκλιση από το αναφερόμενο ως «σημείο ισορροπίας» αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης της φτώχειας.
Τροφή και εκπαίδευση αποτελούσαν τις βασικές προϋποθέσεις στη θεωρία του Κομφούκιου για τη διασφάλιση μιας βιώσιμης πληθυσμιακής ανάπτυξης, ενώ παράλληλα ιδιαίτερη βαρύτητα απέδωσε στη σωστή και δίκαιη διακυβέρνηση. Απέδιδε στους κυβερνώντες την ευθύνη και την υποχρέωση διασφάλισης της ισορροπίας μεταξύ πληθυσμιακών πιέσεων και πόρων και θεωρούσε θεμιτές τις μαζικές μετακινήσεις ατόμων από τις περισσότερο προς τις λιγότερο πυκνοκατοικημένες περιοχές. Η Σχολή του Κομφούκιου παρατήρησε, επίσης, ότι κάποιοι εξωτερικοί παράγοντες μπορεί να ελέγχουν τους ρυθμούς αύξησης του πληθυσμού. Για παράδειγμα παρατήρησε ότι η θνησιμότητα αυξάνει όταν η τροφή είναι ανεπαρκής, η πρόωρη γαμηλιότητα ενισχύει τη βρεφική θνησιμότητα, οι πόλεμοι επιβραδύνουν τον ρυθμό πληθυσμιακής αύξησης. Δεν επιχείρησαν ωστόσο να ερμηνεύσουν τις επιπτώσεις από τις μεταβολές της θνησιμότητας, της γονιμότητας, της γαμηλιότητας και των μεταναστευτικών κινήσεων στην ισορροπία μεταξύ πληθυσμού και φυσικών πόρων (Sprengler, 1998).
Όσον αφορά στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, παρατηρείται ότι, αν και υπάρχουν λεπτομερείς αναφορές σχετικά με τον τρόπο ζωής και την καθημερινότητα των αρχαίων Ελλήνων, οι πληροφορίες που σχετίζονται με τη δημογραφική κατάσταση της Αρχαίας Ελλάδας, είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με πληθυσμιακές καταμετρήσεις, ενώ τα αριθμητικά μεγέθη που καταγράφονται από τους ιστορικούς της εποχής περιορίζονται στην εκτίμηση των εμπλεκομένων σε μάχες στρατιωτών.
Εντούτοις, και παρά τις όποιες δημογραφικές αβεβαιότητες, φαίνεται ότι τα επίπεδα γονιμότητας ήταν ιδιαίτερα χαμηλά στην Αρχαία Ελλάδα του 5ου και 4ου π.Χ. αιώνα. Η διαπίστωση αυτή είναι κοινή ανεξαρτήτως πολιτεύματος: αφορά εξίσου την δημοκρατική Αθήνα, αλλά και την ολιγαρχική Σπάρτη. Σε μια ενδιαφέρουσα ανάλυση της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής στην Αρχαία Ελλάδα, ο Joseph Moreau (1949) ισχυρίζεται ότι τα αίτια της χαμηλής γονιμότητας εντοπίζονται στην κοινωνική δομή και την οικονομική οργάνωση των πόλεων-κρατών. Πιο συγκεκριμένα, οι ελεύθεροι πολίτες της Αθήνας απείχαν πλήρως από κάθε παραγωγική δραστηριότητα. Η αγροτική παραγωγή, η βιοτεχνία και ο κύριος όγκος των οικιακών ασχολιών ήταν αρμοδιότητες των μετοίκων και των δούλων. Κάθε ελεύθερος Αθηναίος πολίτης, ακόμα και οι λιγότερο εύρωστοι οικονομικά, όφειλε να έχει στην υπηρεσία του τουλάχιστον δύο δούλους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κοινωνικής οργάνωσης, η ανατροφή και εκπαίδευση των παιδιών ήταν όχι μόνο δαπανηρή, αλλά σαφώς λιγότερο αποδοτική από την απόκτηση και συντήρηση δούλων οι οποίοι συνέβαλαν στην παραγωγική διαδικασία (Moreau, 1949. p. 600).
Όπως είναι φυσικό, η οικονομία αδυνατούσε να συντηρεί ένα συνεχώς αυξανόμενο αριθμό μη εργαζόμενων Αθηναίων πολιτών. Έτσι, η διατήρηση ή η οριακή αύξηση του πληθυσμού των πόλεων-κρατών οφείλονταν αποκλειστικά στη μεταναστευτική κίνηση με αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση του αριθμού των «πολιτών» και την αντίστοιχη αύξηση των «μετοίκων» και των «δούλων». Παρά την εντελώς διαφορετική κοινωνική και πολιτική οργάνωση, αντίστοιχα δύσκολη, αν όχι δυσκολότερη, ήταν η πληθυσμιακή διατήρηση της αριστοκρατίας στην πόλη της Σπάρτης (Moreau, 1949. p. 602).
Ως Αθηναίος ευγενής, ο Πλάτων, έδειξε ιδιαίτερη ευαισθησία στους κινδύνους που ενέχει η υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα, ενώ παράλληλα έδειχνε προβληματισμένος από την αριθμητική συρρίκνωση του πληθυσμού των Αθηναίων πολιτών. Στους Νόμους του (360 πΧ) ανέδειξε για πρώτη φορά τη σημασία ενός στάσιμου πληθυσμού. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, μια πόλη-κράτος έπρεπε να είναι αρκετά μεγάλη πληθυσμιακά ώστε να προασπίζει με επιτυχία την εδαφική της ακεραιότητα και να εξασφαλίζει τον απαραίτητο καταμερισμό εργασίας για το εργατικό δυναμικό της, αλλά όχι τόσο μεγάλη ώστε να αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες των κατοίκων της (Sprengler, 1998). Επιπλέον, το μέγεθος μιας πόλης έπρεπε να είναι τέτοιο ώστε οι πολίτες να γνωρίζονται μεταξύ τους, προϋπόθεση ιδιαίτερης σημασίας, αφού, η ανωνυμία αποτελούσε εχθρό της δημοκρατίας (Weeks, 2002).
Ωστόσο, πρέπει να τονισθεί, ότι στον «πληθυσμό» ο Πλάτων προσμετρούσε μόνο τους πολίτες, αδιαφορώντας για τις άλλες κατηγορίες κατοίκων μιας πόλης-κράτους. Όρισε το ιδανικό πληθυσμιακό μέγεθος2 περισσότερο με πολιτικούς παρά οικονομικούς όρους (Moreau, 1949:604) και εξέφρασε τις απόψεις του περί κοινωνικής δικαιοσύνης (Charbit, 2011:13). Προκειμένου να διατηρείται ο πληθυσμός σταθερός στο «επιθυμητό» επίπεδο, πρότεινε πολιτικές που περιελάμβαναν μέτρα ενίσχυσης ή περιορισμού της γονιμότητας (ηλικία γάμου, έλεγχος γεννήσεων) και ελέγχου της μετανάστευσης (όπως η ίδρυση αποικιών, σε περιόδους πληθυσμιακής αύξησης ή η προσέλκυση μετοίκων, σε αντίθετη περίπτωση).
Σύμφωνα με διάφορους μελετητές (όχι απαραίτητα και υποστηρικτές του), ο Πλάτων αναγνωρίζεται ως ένας από τους πρόδρομους της δημογραφικής σκέψης, για τρεις βασικούς λόγους. Πρώτον, έχοντας στο επίκεντρο της μελέτης του τον πληθυσμό μιας καλά ορισμένης χωρικής μονάδας, ανέδειξε τη σχέση του με το περιβάλλον. Δεύτερον, εντόπισε τις δημογραφικές παραμέτρους που συμβάλλουν στην δυναμική του πληθυσμού και τρίτον διατύπωσε σαφείς πληθυσμιακές πολιτικές εστιάζοντας στον έλεγχο των γεννήσεων και των μεταναστευτικών ροών (Charbit, 2011).
Ο σπουδαιότερος από τους μαθητές του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης (340 πΧ), εισήγαγε την έννοια του βέλτιστου πληθυσμού, υποστηρίζοντας ότι μια πυκνοκατοικημένη πόλη είναι σχεδόν αδύνατον να κυβερνηθεί σωστά. Παραλλήλιζε μάλιστα το μέγεθος μιας πόλης με αυτό οποιουδήποτε ζωντανού οργανισμού, είτε πρόκειται για ζώο ή φυτό, που χάνει τις φυσικές του ιδιότητες και δυνάμεις όταν είναι είτε πολύ μικρό είτε τεράστιο (Weeks, 2002).
Κανένας βέβαια από τους προαναφερθέντες φιλοσόφους δεν υποψιαζόταν ότι μέσα από αυτές τις προτάσεις πολιτικής διατύπωνε δημογραφικές θεωρίες. Άλλωστε, την εποχή εκείνη, η λέξη δημογραφία δεν είχε καν επινοηθεί. Έπρεπε να περάσουν περίπου 25 αιώνες, ιδιαίτερα κρίσιμων για την πορεία της ανθρωπότητας ιστορικών γεγονότων, μέχρι να αναπτυχθεί η επιστήμη. Η ακμή και η παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η άνοδος και η πτώση του Βυζαντίου, ο Μεσαίωνας, οι Σταυροφορίες, η Αναγέννηση, η ανακάλυψη της Αμερικής, η Γαλλική Επανάσταση, η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, κάθε ένα από αυτά τα ιστορικά γεγονότα είτε υποκινήθηκε είτε επιταχύνθηκε από τις διαφορετικές, αλλά σε κάθε περίπτωση καθοριστικής σημασίας δημογραφικές εξελίξεις. Αύξηση ή απότομη συρρίκνωση του πληθυσμιακού μεγέθους, λοιμοί και επιδημίες, μεταβολές στην κατά ηλικία και εθνικότητα σύνθεσή του, απότομη αύξηση της πληθυσμιακής συγκέντρωσης ή έλλειψη πόρων αποτέλεσαν σε κάθε στιγμή της ανθρωπότητας, ίσως όχι τους καθοριστικούς, αλλά σίγουρα σημαντικούς ερμηνευτικούς παράγοντες πίσω από μεγάλα γεγονότα της Παγκόσμιας ιστορίας.
Οι δημογραφικές παράμετροι θα ήταν ίσως υπερβολή να θεωρηθούν ως οι κύριες κατευθυντήριες δυνάμεις πίσω από τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Έπαιξαν όμως σε κάθε στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας ένα σιωπηλό, αλλά αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση των νέων ισορροπιών. Ελάχιστοι μελετητές έχουν αποδώσει στις πληθυσμιακές μεταβλητές την ιστορική αξία που τους αναλογεί. Οι αιτίες αυτής της παράλειψης μπορούν να αναζητηθούν στην απουσία αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων και την έλλειψη ικανών εμπειρικών προσεγγίσεων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, μπορεί κανείς με ασφάλεια να ισχυριστεί, ότι οι δημογραφικές παράμετροι σε μεγάλο βαθμό διαμόρφωσαν τη ροή και την ένταση των ιστορικών και πολιτικών εξελίξεων και διαμορφώθηκαν από αυτές.
1.2. Η γέννηση, η καθιέρωση και η ανάπτυξη της επιστήμης
Ο όρος «δημογραφία» (démographie) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1855 στο βιβλίο Eléments de Statistique Humaine, ou Démographie Comparée του Achille Guillard (1799-1876). Με σαφή ελληνική ρίζα, ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον εμπνευστή του για να περιγράψει τη «φυσική και κοινωνική ιστορία της ανθρωπότητας».
Ωστόσο, ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης, η δημογραφία προϋπήρχε του όρου. Θεωρείται ότι «γεννήθηκε» το 1662, με την έκδοση του βιβλίου Natural and Political Observations. Συγγραφέας του βιβλίου ήταν ο John Graunt (1620-1674), ένας ευκατάστατος Άγγλος έμπορος που ασχολήθηκε με την ανάλυση μακρών χρονολογικών σειρών σχετικά με τη θνησιμότητα των κατοίκων 150 ενοριών του Λονδίνου κατά το 17ο αιώνα. Εξοικειωμένος με τη χρήση των αριθμών, υπήρξε ο πρώτος που μελέτησε με συστηματικότητα και συνέπεια τις στατιστικές καταγραφές διερευνώντας θέματα όπως η αναλογία μεταξύ ανδρών και γυναικών, η ηλικιακή δομή, η θνησιμότητα και οι αιτίες θανάτου κατά ηλικία και φύλο όπως επίσης τα ποσοστά γεννήσεων και γάμων.
Στις 110 περίπου σελίδες του βιβλίου του, παρουσιάζονται σε μορφή στατιστικών πινάκων δημογραφικά στοιχεία των οποίων η αξιοπιστία ελέγχθηκε και επιβεβαιώθηκε αργότερα (Kreager, 1988). Η πρωτοποριακή, αλλά και ιδιαίτερα συστηματική δουλειά του Graunt συμπληρώθηκε με την επινόηση μεθοδολογικών εργαλείων για την ανάλυση και την παρουσίαση των δεδομένων και των μεταβολών τους και ονομάστηκε αρχικά Political Arithmetick. O όρος αυτός αποδίδεται στον William Petty (1623-1687), θερμό θαυμαστή και πιθανώς συνεργάτη του Graunt. Με τη βοήθεια μαθηματικών εργαλείων, ο Graunt προσπάθησε να εντοπίσει τους «νόμους» που διέπουν τον πληθυσμό, με την πεποίθηση ότι η εξέλιξη και οι μεταβολές του πληθυσμού καθορίζονται από νόμους ανάλογους με αυτούς που ισχύουν στην αστρονομία και τη φυσική. Η συστηματική παρατήρηση, σε συνδυασμό με τη διαίσθησή του, τον βοήθησαν να εντοπίσει κανονικότητες και περιοδικότητες μέσα στα νούμερα. Ο υπολογισμός της θνησιμότητας κατά αιτία θανάτου, η παρατήρηση ότι ο δείκτης θνησιμότητας στις αστικές περιοχές ήταν υψηλότερος από αυτόν των αγροτικών περιοχών, η διαπίστωση ότι η αναλογία των δύο φύλων κατά τη γέννηση δεν είναι ίση και ότι η μεγαλύτερη πιθανότητα γέννησης αγοριών αντισταθμίζεται από την υψηλότερη, σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, ανδρική θνησιμότητα, αποτελούν μερικά μόνο από τα ενδιαφέροντα συμπεράσματα της εμπειρικής μελέτης του. Η σημαντικότερη συνεισφορά του, όμως, εκτιμάται ότι είναι η προσέγγιση της θνησιμότητας μέσα από τον υπολογισμό της πιθανότητας επιβίωσης, προσέγγιση που αποτέλεσε το πρώτο βήμα για την κατασκευή των πινάκων επιβίωσης (life tables). Για τη συνολική συμβολή του στη συστηματική παρατήρηση και καταγραφή των πληθυσμιακών θεμάτων, ο Graunt αποκαλείται σήμερα «θεμελιωτής της δημογραφίας».
Ως ο πιο άξιος συνεχιστής του έργου του Graunt αναγνωρίζεται ο George King (1648-1712). Αν και μόνο ένα μικρό μέρος της έρευνάς του δημοσιεύτηκε όσο ήταν εν ζωή, το έργο του χαρακτηρίζεται από την ενδελεχή και συστηματική ανάλυση των πληθυσμιακών δεδομένων και την ομαδοποίησή τους κατά ηλικία, φύλο, οικογενειακή κατάσταση, κοινωνική διαστρωμάτωση κλπ.. Ο George King υπολόγισε τον πληθυσμό της Μεγάλης Βρετανίας κατά το 17ο αιώνα. Επίσης, εκτίμησε -με ικανοποιητική ακρίβεια όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων- τον πληθυσμό της Ευρώπης και τον παγκόσμιο πληθυσμό στηριζόμενος σε υποθέσεις ως προς τη διαμόρφωση της πληθυσμιακής πυκνότητας ανά υψόμετρο.
O μαθηματικός Edmund Halley (1659-1742), γνωστός κυρίως από την ενασχόλησή του με την αστρονομία και τη μελέτη των κομητών, ασχολήθηκε με τις μεταβολές στο μέγεθος και την ηλικιακή δομή των πληθυσμών. Κυριότερη δημογραφική συμβολή του ήταν η ανάλυση της κατά ηλικία θνησιμότητας, βασισμένη στα στατιστικά στοιχεία των κατοίκων της πόλης Breslau. Η ανάλυση αυτή αποτέλεσε τη βάση για την ανάπτυξη της αναλογιστικής επιστήμης. Η κατασκευή του πίνακα επιβίωσης των κατοίκων της Breslau, που στηρίχθηκε σε πρώιμη δουλειά του Graunt, θεωρείται πλέον ως σημαντικός σταθμός στην εξέλιξη της δημογραφίας, ως επιστήμης.
Από τα μέσα του 17ου έως τα τέλη του 18ου αιώνα διάφοροι γνωστοί μαθηματικοί, όπως ο Euler και ο Bernoulli, και αναλογιστές, όπως ο Williem Kersseboom και ο Nicolas Struyck, ασχολήθηκαν με τη στατιστική επεξεργασία στοιχείων που προέκυπταν από την καταγραφή γάμων, γεννήσεων, αλλά κυρίως θανάτων. Δημιούργησαν τους πρώτους κατά ηλικία και φύλο δείκτες γαμηλιότητας, γονιμότητας και θνησιμότητας, εισήγαγαν τη χρήση των πιθανοτήτων και κατασκεύασαν τους πρώτους πίνακες επιβίωσης.Την περίοδο αυτή, το ενδιαφέρον γύρω από το ερευνητικό πεδίο της αποκαλούμενης «πολιτικής αριθμητικής» ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο σε χώρες όπως η Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία, Ελβετία και Σουηδία. Ανήσυχοι ερευνητές γνωρίζονταν μεταξύ τους, αλληλογραφούσαν τακτικά εκφράζοντας προβληματισμούς, αλλά και έντονες διαφωνίες, δημοσίευαν το έργο τους σε περιοδικά. Με τον τρόπο αυτό θεμελιώθηκε σταδιακά η μαθηματική δημογραφία, ετέθησαν οι βάσεις για τις πρώτες δημογραφικές αναλύσεις και προήχθη ο προβληματισμός που οδήγησε αργότερα στην ανάπτυξη των βασικών δημογραφικών θεωριών.
Αργότερα, ο Malthus (1798) με το περίφημο δοκίμιο “Essay on the Principle of Population as its affects the future improvement of society; With remarks on the speculations of Mr Godwin, M Condorcet and other writers” πέρασε από την παρατήρηση και τη στατιστική ανάλυση στη θεωρητική μελέτη και την εκτίμηση των επιπτώσεων της πληθυσμιακής εξέλιξης. Εγκαινίασε μια μακρά περίοδο προβληματισμού σχετικά με τους υψηλούς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης και τους περιορισμούς που αυτοί θέτουν στην οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία της ανθρωπότητας. Η θεωρία του βασίζεται στην άποψη ότι η δυναμική του πληθυσμού είναι πολύ μεγαλύτερη από τη δυνατότητα της γης να παράγει την απαραίτητη για την επιβίωση του ανθρώπου τροφή. Ο ρυθμός αύξησης του ανθρώπινου πληθυσμού ακολουθεί γεωμετρική πρόοδο, ενώ η παραγόμενη ποσότητα τροφής αυξάνεται μόνο με αριθμητική πρόοδο.
Ως συνέπεια αυτής της αναντιστοιχίας μεταξύ αναγκών και πόρων, η αύξηση του πληθυσμού συνοδεύεται αναπόφευκτα με την εμφάνιση μεγάλης κλίμακας λιμού και επιδημιών. Κατά τον Malthus, το ανθρώπινο γένος αδυνατεί να ελέγξει το ρυθμό αναπαραγωγής του, έτσι το έργο αυτό αναλαμβάνει η φύση με τρόπο απότομο και αιφνιδιαστικό ώστε να «απαλλαγεί» από το «ανθρώπινο πλεόνασμα». Για την αποφυγή αυτής της δυσάρεστης έκβασης, προτείνεται η υιοθέτηση μιας «υπεύθυνης» στάσης μέσα από την εφαρμογή μέτρων περιορισμού των γεννήσεων.
Πιο συγκεκριμένα, τα φτωχά και κατώτερα κοινωνικά στρώματα προτείνεται να παντρεύονται σε μεγάλη ηλικία και να περιορίζουν τη γεννητικότητά τους στον αριθμό των παιδιών τα οποία είναι σε θέση να συντηρήσουν. Στην εποχή της, η θεωρία του Malthus υπήρξε πεδίο έντονης αντιπαράθεσης, μεταξύ θερμών υποστηρικτών που συμμερίζονταν τους κινδύνους του υπερπληθυσμού και εκείνων που αντιμάχονταν έντονα την ιδέα της επιβολής αναγκαστικών περιορισμών στον αριθμό των γεννήσεων. Σε κάθε περίπτωση, η θεψρία αυτή αποτέλεσε το έναυσμα για τη διατύπωση πολλών και διαφορετικών απόψεων σχετικά με την επίδραση της πληθυσμιακής αύξησης στην οικονομική ανάπτυξη, το βιοτικό επίπεδο των ατόμων, αλλά και τη δυνατότητα του ανθρώπινου είδους να ελέγχει τη δημογραφική συμπεριφορά και εξέλιξή του.
Η Βιομηχανική Επανάσταση και η αποικιοκρατική επέκταση της Ευρώπης οδήγησαν στην ανάπτυξη νέων κοινωνικών δομών και συνέβαλαν στη ραγδαία πληθυσμιακή αύξηση του 18ου-19ου και 20ου αιώνα. Γεγονός που ενέτεινε τον προβληματισμό σχετικά με τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της πληθυσμιακής αύξησης, συνέβαλε στην αναζήτηση μεθόδων ελέγχου των μηχανισμών εξέλιξης του πληθυσμού και ανέδειξε την χρησιμότητα συλλογής αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων για την εκπόνηση πληθυσμιακών μελετών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο άρχισε να διαφαίνεται η αναγκαιότητα ενός ερευνητικού πεδίου το οποίο παρατηρεί, κατανοεί και ερμηνεύει τη δομή και σύνθεση του πληθυσμού και τους μηχανισμούς εξέλιξής του.
Σταδιακά, συγκροτήθηκε ένα σώμα επιστημόνων διαφορετικών ειδικοτήτων που ασχολούνταν με θέματα πληθυσμού, οι οποίοι ανέπτυξαν βαθμιαία κάποια εργαλεία, χρησιμοποιώντας κυρίως τα μαθηματικά και τη στατιστική και συνέβαλαν στη διαμόρφωση της μεθοδολογίας. Η έδρα Πολιτικής Οικονομίας και Σύγχρονης Ιστορίας που δημιουργήθηκε το 1805 στο London’s East India College, αποτέλεσε την απαρχή της ακαδημαϊκής μελέτης του πληθυσμού. Το γεγονός ότι ο πρώτος κάτοχος αυτής της έδρας ήταν ο Thomas Malthus επηρρέασε το αντικείμενο και διαμόρφωσε το θεωρητικό πλαίσιο του πεδίου. Παρά το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις πληθυσμιακές στατιστικές, που άρχισαν να βρίσκουν σταδιακά τη θέση τους στα διεθνή συνέδρια κατά το τέλος του 19ου αιώνα3, η Δημογραφία άργησε να αποκτήσει την υπόσταση αυτόνομης επιστήμης, κυρίως λόγω του μεγάλου αριθμού ετερόκλητων επιστημόνων που δήλωναν ειδικοί σε θέματα πληθυσμού: στατιστικοί, οικονομολόγοι, βιολόγοι, κοινωνιολόγοι, αλλά και δικηγόροι, γεωγράφοι, ιστορικοί και πολιτικοί. Τόσες διαφορετικές φωνές ήταν εξαιρετικά δύσκολο να συνεννοηθούν χωρίς μια κοινή επιστημονική γλώσσα. Η απουσία μιας ενιαίας θεωρητικής προσέγγισης που θα ερμήνευε τις εξελίξεις και θα εδραίωνε τη σημασία των πληθυσμιακών ζητημάτων, αλλά και η έλλειψη μιας δομημένης θεματολογίας που θα αποτελούσε τη βάση για μελλοντική έρευνα, καθυστέρησαν την εξέλιξη της δημογραφίας σε αυτόνομη επιστήμη.
Για να εξελιχθεί ένα αντικείμενο από απλό πεδίο ερευνητικού ενδιαφέροντας σε επιστήμη απαιτείται ο συνδυασμός τριών βασικών προϋποθέσεων (Hodgson, 2001;1983). Πρώτον, είναι απαραίτητη η συνεργασία και ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των ατόμων που ασχολούνται με αυτό το αντικείμενο. Κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται μέσα από τη διοργάνωση συνεδρίων, την έκδοση εξειδικευμένων επιστημονικών περιοδικών και τη δημιουργία επαγγελματικών οργανώσεων. Δεύτερον, απαραίτητη θεωρείται η δημιουργία ενός Φορέα ή Οργανισμού που διευθύνει την έρευνα, ενώ παράλληλα χρειάζεται να προωθηθεί και να καθιερωθεί η διδασκαλία του αντικειμένου σε πανεπιστημιακό επίπεδο. Τέλος, καθοριστικής σημασίας είναι η προς τα έξω αναγνώριση της αξίας των επιστημονικών ευρημάτων, η εφαρμογή αυτών και η ανάδειξη συνεργιών με άλλες επιστήμες.
Οι προϋποθέσεις για να γίνει η δημογραφία αυτόνομη επιστήμη άρχισαν να πληρούνται μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα στο πλαίσιο της γενικότερης ανασυγκρότησης των εθνών. Σταδιακά αναδείχθηκε και αναγνωρίστηκε ο ρόλος των πληθυσμιακών μελετών. Την εποχή εκείνη άρχισε να γίνεται πιο σαφής η διεπιστημονική διάσταση της δημογραφίας που δανειζόταν εργαλεία και μεθοδολογικές προσεγγίσεις τόσο από τις θετικές όσο και από τις κοινωνικές επιστήμες. Στο Traité de Démographie που εκδόθηκε το 1946 υπό τη διεύθυνση του A. Landry, γίνεται για πρώτη φορά διάκριση μεταξύ «ποσοτικής δημογραφίας» και «ποιοτικής δημογραφίας».
Το 1947, ιδρύθηκε στο Παρίσι το Institut d’Etudes Démographiques (INED), το οποίο αν και δεν είχε εκπαιδευτικό ρόλο, συνεισέφερε σημαντικά στην εδραίωση της επιστήμης και εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα ερευνητικά ιδρύματα της Ευρώπης γύρω από πληθυσμιακά θέματα. Την ίδια εποχή, η έκδοση δύο ακαδημαϊκών περιοδικών με αντικείμενο τον πληθυσμό, το Population (Παρίσι) το 1946 και το Population Studies (Λονδίνο) ένα χρόνο αργότερα, βοήθησαν στην οριοθέτηση της δημογραφίας ως αντικείμενο ακαδημαϊκής έρευνας. Τέλος, με την ίδρυση σχετικού τμήματος στη γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών (Population Division, UN Secretariat) επετεύχθη τόσο η καλύτερη συνεργασία μεταξύ ατόμων και κρατών όσο και η διαμόρφωση κοινών μεθοδολογικών εργαλείων στη δημογραφική μελέτη. Το νέο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον που διαμορφώθηκε μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η άρση των αποικιοκρατικών καθεστώτων και η δημιουργία του «Τρίτου Κόσμου», η σταδιακή μείωση της θνησιμότητας σε παγκόσμιο επίπεδο και η συνεπακόλουθη ταχύτατη πληθυσμιακή αύξηση, το απρόσμενο «baby-boom» που κατέγραψαν ορισμένες ανεπτυγμένες χώρες, ενίσχυσε το ενδιαφέρον γύρω από τη μελέτη των πληθυσμιακών μεταβολών. Ήρθε εκ νέου στο προσκήνιο ο προβληματισμός σχετικά με την επίδραση των δημογραφικών εξελίξεων στην οικονομική ανάπτυξη και αναδείχθηκε ο ρόλος της δημογραφίας ως «εργαλείο πολιτικής». Κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα σημειώθηκε μεγάλη πρόοδος στην οργάνωση και ανάπτυξη της απαραίτητης υποδομής για την προώθηση και διάχυση της δημογραφίας ως αυτόνομης πλέον επιστήμης. Πέρα από την ίδρυση επιστημονικών και ερευνητικών κέντρων που προάγουν την πληθυσμιακή μελέτη, και την εισαγωγή της διδασκαλίας της δημογραφίας σε διάφορα Πανεπιστημιακά Τμήματα, ιδρύθηκαν οργανώσεις που συνδέουν επιστήμονες απ’όλο τον κόσμο. Παράλληλα, αυξήθηκε ο αριθμός των επιστημονικών περιοδικών που επικεντρώνονται σε πληθυσμιακά θέματα. Τέλος, δημιουργήθηκαν εξειδικευμένοι διαδικτυακοί τόποι που ενθαρρύνουν την άμεση επικοινωνία μεταξύ των δημογράφων, προσφέρουν καλύτερη και γρηγορότερη πρόσβαση σε στατιστικά δεδομένα και διευκολύνουν την άμεση διάδοση των νέων ιδεών και προβληματισμών.
Μέσα στη δεκαετία του 1950, το δημογραφικό ενδιαφέρον εξαπλώθηκε πέρα από το παραδοσιακό αντικείμενο μιας κοινωνικής επιστήμης. Την εποχή αυτή ξεκίνησε μια περίοδος πρωτόγνωρων δημογραφικών εξελίξεων που οδήγησαν στη ραγδαία αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού. Η σταθερή αύξηση του προσδόκιμου ζωής, οι διακυμάνσεις στη γονιμότητα, οι έντονες μεταναστευτικές ροές, η αστικοποίηση αποτελούν τις βασικότερες από αυτές τις εξελίξεις. Οι δημογράφοι πέρασαν από την απλή αντικειμενική παρατήρηση και ανάλυση των δημογραφικών εξελίξεων και των γεωγραφικών και κοινωνικών διαφοροποιήσεων τους, στη σε βάθος διερεύνησή τους και ικανοποιητική ερμηνεία τους. Άρχισαν να αναζητούν να κατανοήσουν, να ερμηνεύσουν και ακόμη να προβλέψουν τους παράγοντες που συμβάλλουν στη διαμόρφωση των τάσεων αυτών και τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις.
Ορισμένοι μελετητές ανέδειξαν τους οικονομικούς παράγοντες ως καθοριστικούς στη διαμόρφωση των δημογραφικών μεταβολών και συνέβαλαν έτσι στην ανάπτυξη του τομέα της οικονομικής δημογραφίας. Άλλοι πάλι, προσπαθώντας να ερμηνεύσουν τις δημογραφικές τάσεις και διαφοροποιήσεις μέσα από κοινωνικές παραμέτρους, όπως μεταξύ άλλων την οικογενειακή κατάσταση, το μορφωτικό επίπεδο, το επάγγελμα, τις συνθήκες διαβίωσης, ανέπτυξαν τον τομέα της κοινωνικής δημογραφίας. Ανάλογες διασυνδέσεις αναπτύχθηκαν σταδιακά μεταξύ δημογραφίας και βιολογίας, ψυχολογίας, ανθρωπολογίας, ιστορίας, γεωγραφίας και πολιτικών επιστημών. Μέσα σε αυτό το νέο πνευματικό περιβάλλον αναπτύχθηκε η θεωρία της δημογραφικής μετάβασης. Αυτή αποτέλεσε την πρώτη και ίσως την πιο συστηματική προσπάθεια ένταξης της γονιμότητας και θνησιμότητας σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο και συσχέτισης των εξελίξεών τους με το συνδυασμό διαφορετικών κοινωνικών και οικονομικών ομάδων.
Τα πληθυσμιακά δεδομένα και η ανάλυσή τους αποτέλεσαν πολύτιμο υλικό για τη λήψη πολιτικών αποφάσεων. Πολιτικοί και τεχνοκράτες άρχισαν να ενδιαφέρονται για την κατανόηση όχι μόνο των μηχανισμών εξέλιξης του πληθυσμού, αλλά των κοινωνικών και οικονομικών συνεπειών τους, καθώς επίσης για τις μελλοντικές πληθυσμιακές εξελίξεις. Γρήγορα το ενδιαφέρον, ιδιαίτερα των Αμερικανών δημογράφων, στράφηκε προς τη διαμόρφωση προτάσεων πολιτικής, δημιουργώντας ένα νέο πεδίο εφαρμογών.
Από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, η ανάπτυξη νέων στατιστικών τεχνικών ως προς τη συλλογή και επεξεργασία δεδομένων συνέβαλε στην εφαρμογή νέων μεθόδων ανάλυσης εμπλουτίζοντας σημαντικά τη δημογραφική εργαλειοθήκη. Προβλήματα που σχετίζονται με την ποιότητα ή και τη διαθεσιμότητα δημογραφικών στοιχείων, αντιμετωπίστηκαν αποτελεσματικά και επέτρεψαν στην ανάπτυξη νέων μεθόδων εκτίμησης, προσέγγισης και προβολής των πληθυσμιακών παραμέτρων. Καθοριστική ήταν η χρήση των υπολογιστών στην εφαρμογή και ανάπτυξη των δημογραφικών εργαλείων, ενώ οι νέες τεχνολογίες και ιδιαίτερα η εξάπλωση του διαδικτύου, διευκόλυναν την άμεση πρόσβαση σε πληθυσμιακά δεδομένα και τη διάχυση των αποτελεσμάτων.
Κι ενώ ως προς το μεθοδολογικό μέρος, τόσο η πρόοδος της επιστήμης όσο και η αξία των παραγόμενων αποτελεσμάτων είναι αναμφισβήτητες, διάσταση απόψεων διαπιστώνεται μεταξύ των δημογράφων σχετικά με την επάρκεια των πληθυσμιακών θεωριών. Το 1952, ο Rupert Vance στην ομιλία του με τίτλο “Is theory for demographers?” αποκάλυπτε την απογοήτευσή του για την ένδεια θεωρητικού υπόβαθρου στην επιστήμη της δημογραφίας. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών που μεσολάβησαν από αυτή την αρχική διαπίστωση έχει διευρυνθεί το θεωρητικό πλαίσιο (Hauser and Duncan, 1959; Gutman, 1960; Nam, 1979). Ωστόσο, η αμφισβήτηση ως προς την επαρκή θεωρητική υπόσταση της Δημογραφίας παρεμένει.
Ορισμένοι ακόμη θεωρούν ότι η δημογραφία εξακολουθεί να σχετίζεται άμεσα με τη στατιστική επεξεργασία στοιχείων αφού, όπως επισημαίνει ο J.Mc Falls (2003) ακόμα και σήμερα πολλοί πιστεύουν ότι «η δημογραφία είναι καμουφλαρισμένα μαθηματικά –ένα είδος στεγνής κοινωνικής λογιστικής». Για άλλους, δημογραφική θεωρία δεν αποτελούν μόνο οι θεωρίες σχετικά με το βέλτιστο πληθυσμό και τη δημογραφική μετάβαση, αλλά επίσης το πλήθος των θεωρητικών μοντέλων, των πληθυσμιακών υποδειγμάτων και των προσομοιώσεων που ευρύτατα χρησιμοποιούνται στη δημογραφική ανάλυση (Burch, 2003; Micklin and Poston Jr, 2005).
Σήμερα, η δημογραφία βρίσκεται πολύ κοντά σε αυτό που είχε οραματιστεί ο Achille Guillard 150 χρόνια πριν: μια κοινωνική επιστήμη με πολυδιάστατο χαρακτήρα, άμεσα συνδεδεμένη με τους άλλους κλάδους της γνώσης. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο G. Tapinos (1993):
............... | «…… Είναι μια οικονομική δημογραφία, μια δημογραφική ανθρωπολογία, μια ιατρική δημογραφία. Να το αγνοήσουμε, σημαίνει να υποβαθμίσουμε τον κλάδο αυτό, στην καλύτερη περίπτωση σε ένα τομέα εφαρμογής της μαθηματικής στατιστικής, στη χειρότερη περίπτωση σε μια συλλογή διαδικασιών μέτρησης. Σημαίνει να κινδυνεύσουμε να περιγράψουμε καλύτερα εξηγώντας λιγότερο.» | ............... |
Κατά τη διάρκεια των 80 σχεδόν ετών που υφίσταται ως αυτόνομο επιστημονικό πεδίο, η δημογραφία έχει βρει τον χώρο της στην τομή των κοινωνικών επιστημών και της βιολογίας χρησιμοποιώντας εργαλεία ανώτερων μαθηματικών καιστατιστικής. Διαθέτει ένα επαρκώς δομημένο θεωρητικό πλαίσιο και ένα σύνολο πολύπλοκων τεχνικών συλλογής, επεξεργασίας και ανάλυσης δεδομένων που την καθιστούν την πιο «θετική» από τις κοινωνικές επιστήμες (Greenhalgh, 1996). Ο αριθμός των δημογράφων αυξάνεται διαρκώς παράλληλα με τον αριθμό των ερευνητικών ενδιαφερόντων που εμπίπτουν στο αντικείμενο.
Ορισμένοι, όμως, από τους πλέον διακεκριμένους σύγχρονους δημογράφους αγωνιούν μήπως αυτή η ανάπτυξη οδηγήσει στον κατακερματισμό της επιστήμης, μήπως η διασύνδεσή της με άλλους ερευνητικούς τομείς αποδυναμώσει τον κύριο κορμό της δημογραφικής ανάλυσης. Ο Ronald Lee εκφράζει την ανησυχία μήπως «η δημογραφία καταλήξει σαν ένα ντόνατς, μια επιστήμη χωρίς κέντρο». Ακόμη όμως και αυτό, δείχνει ότι δεν υπάρχει εφησυχασμός, αλλά μια διαρκής ζύμωση για την ενδυνάμωση τόσο της ίδιας της επιστήμης όσο και της σχέσης της με τα άλλα επιστημονικά πεδία.
Άλλωστε, όποιο παγκόσμιο πρόβλημα κι αν σκεφτεί κανείς αποκλείεται να μην εντοπίσει τη δημογραφική παράμετρο μέσα σε αυτό.
Πίνακας 1.1 Πρόσωπα Σταθμοί στην Ιστορία της Δημογραφίας, 17ος-20ος αιώνας. |
- Burch, T. (2003) “Demography in a new key: A theory of population theory” Demographic Research, Volume 9, Article 11, pp:263-284.
- Charbit, Y. (2011) The Classical Foundations of Population Thought: From Plato to Quesnay, Springer, Science +Business Media B.V.
- Graunt J., [1662] (1975), Natural and Political Observations Mentioned in a Following Index and Made Upon the Bill of Mortality, Arno Press, New York.
- Greenhalgh, S (1996) “The Social Construction of Population Science: An Intellectual Institutional and Political History of Twentieth-Century Demography” Comparative Studies in Society and History, Vol 38(1), pp: 26-66.
- Gutman, R. (1960) “In defence of population theory” American Sociological Review, 25(3):325-333.
- Hauser, P. M. and O. D. Duncan (1959) The Nature of Demography, The Study of Population: An inventory and appraisal, edited by P. M.Hauser and O.D. Duncan, pp.29-44. Chicago: University of Chicago Press.
- Hodgson, D. (1983) Demography as Social Science and Policy Science, Population and Development Review, Vol.9(1):1-34.
- Hodgson, D. (2001) Demography: Twentieth-century history, International Encyclopedia of the Social & Behavioral Sciences edited by J. Smelser, pp.3493-3498, Pergamon.
- Kreager, P. (1988) “New light on Graunt”, Population Studies, 42(1):129-140
- McFalls, J. (2003) Population: A Lively Introduction, Population Reference Bureau.
- Micklin, M and D. Poston, Jr (2005) “Prologue: The Demographer’s Ken: 50 Years of Growth and Challenge” in Handbook of Population, Poston and Micklin (eds), pp: 1-15.
- Moreau, J. (1949) “Les théories démographiques dans l’Antiquité grecque” Population, 4e année, No 4, pp. 597-614.
- Nam, CB (1979) “The progress of demography as a scientific discipline”, Demography, 16(4):485-492.
- Sprengler, J. (1998) History of Population Theories in The Economics of Population: Classic Writings, ed. Julian L. Simon, Transaction Publishers, USA.
- Vilquin, E. (2006) The Origins of Demographic Science, Demography: Analysis and Synthesis, edited by G. Caseli, J. Vallin and G. Wunch, pp. 767- 778, Vol. IV, Elsevier.
- Weeks, J. (2009) Population, an Introduction to Concepts and Issues. 9th edition. Wadsworth.
- Ταπεινός Γ., (1993) Στοιχεία Δημογραφίας, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα.
Κεφάλαιο 2:
Τι είναι Δημογραφία
Δημογραφία είναι ο κλάδος των κοινωνικών επιστημών που μελετά τους ανθρώπινους πληθυσμούς, τη δομή και τη σύνθεσή τους και διερευνά τη σχέση τους με τις φυσικές, κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές. O επικρατέστερος και ίσως πληρέστερος ορισμός της δημογραφίας διατυπώθηκε από τους Hauser και Duncan το 1959. Σύμφωνα με αυτόν δημογραφία είναι «η μελέτη του μεγέθους, της χωρικής κατανομής, της σύνθεσης και της δομής ενός πληθυσμού, των μεταβολών του και των συντελεστών αυτών των μεταβολών, δηλαδή της γεννητικότητας, της θνησιμότητας, των γεωγραφικών αλλά και κοινωνικών μετακινήσεων»4. Κάποιες νεώτερες προσπάθειες ορισμού της δημογραφίας και του αντικειμένου της, παρουσιάζονται στο Πλαίσιο 2.1.
Η ανάλυση ποσοτικών δεδομένων, όπως ο υπολογισμός του συνολικού μεγέθους, των αναλογιών μεταξύ πληθυσμιακών υπο-ομάδων, η δημιουργία δεικτών και η εκτίμηση των ρυθμών μεταβολής τους, αποτέλεσαν αρχικά τον κορμό της δημογραφικής ανάλυσης. Σταδιακά το πεδίο της δημογραφίας διευρύνθηκε ώστε να συμπεριλαμβάνει όχι μόνο τον υπολογισμό αλλά και την ερμηνεία των πληθυσμιακών μεταβολών καθώς και την εκτίμηση των μελλοντικών τάσεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αναδείχθηκε η έντονη διαθεματικότητα του γνωστικού πεδίου και αναπτύχθηκαν ενδιαφέρουσες συνέργιες με επιστήμες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Η Δημογραφία τοποθετείται στο σημείο τομής πεδίων όπως η κοινωνιολογία, η ανθρωπολογία, η γεωγραφία, η ιστορία, οι επιστήμες υγείας, η βιολογία, τα οικονομικά, η οικολογία και η κοινωνική πολιτική. Η Δημογραφία εντάσσεται στις κοινωνικές επιστήμες, καθώς έχει ως επίκεντρο τον άνθρωπο. Οι τεχνικές και οι μέθοδοι ανάλυσής της όμως, απαιτούν περισσότερες από τις στοιχειώδεις γνώσεις μαθηματικών και στατιστικής.
Σχήμα 2.1 Η Δημογραφία τοποθετείται στο σημείο τομής διαφορετικών επιστημονικών πεδίων. |
2.1. Το αντικείμενο της δημογραφίας
Κεντρική έννοια της δημογραφίας είναι ο πληθυσμός. Σε αντίθεση με τη Στατιστική όπου ως πληθυσμός περιγράφεται ένα σύνολο στοιχείων, στη δημογραφία ο όρος «πληθυσμός» χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα σύνολο ανθρώπων. Με τη δημογραφική του έννοια, ο πληθυσμός αναφέρεται στους ανθρώπους οι οποίοι ζουν σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Για παράδειγμα η απογραφή του 2011 που διενήργησε η ΕΛ.ΣΤΑΤ., συνέλεξε και κατέγραψε στοιχεία που αφορούσαν στο μέγεθος, τα χαρακτηριστικά και τη χωρική κατανομή του Ελληνικού πληθυσμού την 16η Μαϊου 2011. Ως προς τα δημογραφικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά (όπως πχ. φύλο, ηλικία, εθνικότητα, φυλή, οικογενειακή ή επαγγελματική κατάσταση κλπ) τα άτομα κατανέμονται σε διαφορετικές ομάδες, υποσύνολα του πληθυσμού.
Παρά την ευρεία χρήση της, η έννοια της λέξης «πληθυσμός» δεν είναι τόσο απλή όσο ακούγεται. Συχνά, είναι απαραίτητες κάποιες επιπλέον διευκρινίσεις σχετικά με τα κριτήρια προσμέτρησης ενός ατόμου σε έναν πληθυσμό. Μιλώντας για παράδειγμα για τον «πληθυσμό της Ελλάδας την 16η Μαϊου 2011» πρέπει να γίνει ο διαχωρισμός ανάμεσα στο «νόμιμο», το «μόνιμο» ή τον «πραγματικό» πληθυσμό της χώρας (βλέπε § 3.1).
Ο όρος πληθυσμός χρησιμοποιείται επίσης για την περιγραφή ενός υποσυνόλου του οποίου το μέγεθος και η δομή μεταβάλλονται ανάλογα με τα άτομα που εισέρχονται σ’ αυτό ή εξέρχονται από αυτό. Η σύνθεση του ελληνικού εργατικού δυναμικού, για παράδειγμα, μεταβάλλεται ανάλογα με την ηλικία και το φύλο των νεοεισερχομένων στην αγορά εργασίας και τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά εκείνων που εξέρχονται αυτής, λόγω συνταξιοδότησης ή θανάτου.
Το δημογραφικό ενδιαφέρον εστιάζεται τόσο στην περιγραφή της κατάστασης ενός πληθυσμού όσο και στη μεταβολή του.
Τα υπό μελέτη στοιχεία είναι:
- το μέγεθος: ποιος ο αριθμός των ατόμων που αποτελούν έναν πληθυσμό;
- η σύνθεση: ποια τα επί μέρους δημογραφικά ή άλλα χαρακτηριστικά ενός συγκεκριμένου πληθυσμού; Ποια η αναλογία των ομάδων στο συνολικό πληθυσμό;
- η χωρική κατανομή: πώς κατανέμεται γεωγραφικά ο πληθυσμός;
- η δυναμική: πώς μεταβάλλονται διαχρονικά ο αριθμός και τα χαρακτηριστικά (δομή και σύνθεση, χωρική κατανομή) ενός συγκεκριμένου πληθυσμού;
Ένας πληθυσμός μεταβάλλεται, ως προς το μέγεθος (αυξάνεται ή μειώνεται), τη σύνθεση (μεταβάλλεται το σχετικό μέγεθος των υποομάδων που τον αποτελούν) και τη δυναμική (αλλάζει ο ρυθμός μεταβολής). Οι μεταβολές αυτές καθορίζονται από την άμεση επίδραση τριών βασικών παραγόντων: των γεννήσεων, των θανάτων και των μετακινήσεων. Η γεννητικότητα, η θνησιμότητα και οι μεταναστευτικές κινήσεις είναι τα κύρια δημογραφικά φαινόμενα που μελετούν οι δημογράφοι.
Μελετώντας τον πληθυσμό μιας περιοχής οι δημογράφοι προσπαθούν να απαντήσουν σε ερωτήματα όπως: Ποιό το μέγεθος του πληθυσμού; Ποιός ο ετήσιος ρυθμός αύξησης ή μείωσης; Πόσοι είναι άνδρες και πόσες γυναίκες; Ποια η ηλικιακή κατανομή του πληθυσμού; Πόσες γεννήσεις και πόσοι θάνατοι καταγράφονται στη διάρκεια ενός έτους; Ποια τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των ατόμων που αποκτούν παιδιά ή εκείνων που πεθαίνουν; Ποιες οι αιτίες θανάτου ανά ηλικία; Ποιοι και πόσοι μεταναστεύουν; Πώς αλλάζει η δημογραφική συμπεριφορά ενός πληθυσμού;
Ο προβληματισμός σταδιακά επεκτείνεται με ερωτήματα όπως: Ποιες οι συνέπειες των παρατηρούμενων μεταβολών στην οικονομία, την κοινωνία, το περιβάλλον; Είναι δυνατόν, με κάποιες παρεμβάσεις, να επιδράσει κανείς στην πορεία των μεταβολών, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι αρνητικές συνέπειες ή να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη;
Ήδη, από τις πρώτες προσπάθειες μελέτης των πληθυσμών και των μεταβολών τους, το ενδιαφέρον γύρω από τη φυσική κίνηση ενός πληθυσμού συνδυάστηκε με τον προβληματισμό σχετικά με την επίδραση της γονιμότητας και της θνησιμότητας στην κοινωνική ευημερία, την οικονομική ανάπτυξη και την πολιτική σταθερότητα. Η ανησυχία γύρω από τις πληθυσμιακές επιπτώσεις εκφράζεται συχνά με μια προσπάθεια ρύθμισης των δημογραφικών μεταβολών με τρόπο τέτοιο ώστε να επιτευχθεί το βέλτιστο αποτέλεσμα. Η ρύθμιση αυτή επιχειρείται με την εφαρμογή πληθυσμιακών πολιτικών.
Πληθυσμιακές πολιτικές είναι οι πολιτικές που εφαρμόζει μια χώρα με στόχο να φέρει τον πληθυσμό σ’ εκείνα τα επίπεδα που θεωρούνται επιθυμητά. Συνήθως, μιλώντας για πληθυσμιακές πολιτικές σκέφτεται κανείς προσπάθειες μείωσης του ρυθμού πληθυσμιακής αύξησης. Ωστόσο, υπάρχουν πολιτικές με στόχο την αύξηση του πληθυσμού, είτε μέσω της ενίσχυσης της γονιμότητας είτε με τη διαδικασία προσέλκυσης εργατικού δυναμικού από άλλες χώρες. Παράλληλα με την εφαρμογή κατάλληλων πολιτικών, είναι δυνατή η ενίσχυση επί μέρους χαρακτηριστικών ενός πληθυσμού ή η αλλαγή στις αναλογίες μεταξύ διαφορετικών πληθυσμιακών υπο-ομάδων.
Σήμερα, η δημογραφία έχει πλέον εδραιωθεί ως επιστήμη και προσφέρεται ως μάθημα σε πλήθος Πανεπιστημιακών Σχολών και Τμημάτων ανά τον κόσμο. Σε προπτυχιακό επίπεδο διδάσκεται σε φοιτητές διαφορετικών ειδικοτήτων, όπως κοινωνιολογίας, ανθρωπολογίας, γεωγραφίας, ιστορίας, οικονομικών, στατιστικής, επιδημιολογίας, βιολογίας. Η δημογραφία «δανείζει» τα εργαλεία και τις τεχνικές της για την ποσοτική προσέγγιση των πληθυσμιακών θεμάτων, συμπληρώνοντας τις μεθόδους κάθε μιας από τις παραπάνω επιστήμες. Επίσης, υπάρχουν Πανεπιστήμια που παρέχουν ολόκληρο κύκλο σπουδών στο πεδίο της Δημογραφίας ο οποίος οδηγεί σε αντίστοιχο πτυχίο είτε σε προπτυχιακό είτε σε μεταπτυχιακό επίπεδο.
Παράλληλα, η δημογραφική έρευνα εκπονείται σε Πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, στατιστικά τμήματα, ινστιτούτα και σε διάφορους διεθνείς οργανισμούς.
Πλαίσιο 2.1 Διαφορετικοί Ορισμοί της Δημογραφίας. |
Το αντικείμενο της δημογραφίας, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι ιδιαίτερα ευρύ. Η δημογραφική ανάλυση διακρίνεται σε τρία πεδία, ανάλογα με το αντικείμενο μελέτης και τον τρόπο προσέγγισης του: η Μαθηματική Δημογραφία, η Πληθυσμιακή Ανάλυση και η Εφαρμοσμένη Δημογραφία (Σχήμα 2.2).
Σχήμα 2.2 Τα πεδία της Δημογραφίας. |
Η Μαθηματική Δημογραφία (Formal Demography) τοποθετείται στο επίκεντρο της επιστήμης και ασχολείται με την ανάπτυξη των τεχνικών και μεθόδων της επιστήμης. Η μαθηματική δημογραφία αξιολογεί την ποιότητα των πρωτογενών δεδομένων, καταρτίζει δείκτες και αναπτύσσει τις τεχνικές και τις μεθόδους πάνω στις οποίες θεμελιώνεται η θεωρία της επιστήμης. Το συγκεκριμένο πεδίο της δημογραφίας εστιάζει στο μέγεθος, την κατά ηλικία και φύλο σύνθεση ενός πληθυσμού και μελετά τη φυσική του κίνηση. Στα αντικείμενα της μαθηματικής δημογραφίας περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων:
➢ | η αναζήτηση τεχνικών προκειμένου να αντιμετωπιστεί η απουσία επαρκών για τη δημογραφική ανάλυση πρωτογενών δεδομένων, είτε λόγω ελλειπούς καταγραφής είτε λόγω περιορισμένης αξιοπιστίας, |
➢ | η κατάρτιση δημογραφικών δεικτών και η δημιουργία τεχνικών προσομοίωσης των δημογραφικών μεταβολών, |
➢ | η ανάπτυξη μεθόδων προσέγγισης και επίλυσης θεωρητικών ερωτημάτων, |
➢ | η δημιουργία θεωρητικών μοντέλων για τη μελέτη των πληθυσμών, |
➢ |
η εκπόνηση πληθυσμιακών προβολών για την εκτίμηση της εξέλιξης του πληθυσμού είτε σε παγκόσμιο είτε σε τοπικό επίπεδο. |
Η Πληθυσμιακή Ανάλυση ή μελέτη των πληθυσμών (Population studies) διαφοροποιείται από τη Μαθηματική Δημογραφία τόσο ως προς τις μεταβλητές που διερευνά όσο και ως προς τα ερωτήματα που προσπαθεί να απαντήσει. Η πληθυσμιακή ανάλυση, δεν περιορίζεται στα δημογραφικά χαρακτηριστικά του ατόμου ή του πληθυσμού (ηλικία και φύλο) αλλά εξετάζει και κοινωνικά χαρακτηριστικά όπως θρησκεία, επίπεδο εκπαίδευσης, οικογενειακή κατάσταση κλπ. Επιπλέον, έχοντας διαθέσιμες από τη Μαθηματική Δημογραφία τις πληροφορίες σχετικά με το μέγεθος και την ένταση των δημογραφικών μεταβολών, επιχειρεί την ερμηνεία τους και την αναζήτηση διασυνδέσεων με κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες. Η Πληθυσμιακή ανάλυση ασχολείται με:
➢ | την κατανόηση και ερμηνεία των δημογραφικών μεταβολών |
➢ | τη μελέτη των γεωγραφικών διαφοροποιήσεων |
➢ | την αναζήτηση αλληλεπιδράσεων με άλλες μη δημογραφικές παραμέτρους ή μεταβλητές |
Ανάλογα με το είδος των μη-δημογραφικών παραμέτρων στις οποίες επικεντρώνεται η ανάλυση διακρίνονται διαφορετικοι κλάδοι της Δημογραφίας:
♦ |
Κοινωνική Δημογραφία: ο κλάδος της Δημογραφίας που μελετά τις κοινωνικές συνθήκες οι οποίες μεταβάλλουν τα δημογραφικά δεδομένα και τις κοινωνικές επιδράσεις που έχουν τα πληθυσμιακά μεγέθη και οι μεταβολές τους. |
♦ | Ιστορική Δημογραφία: είναι εκείνος ο κλάδος της Δημογραφίας ο οποίος σε συνδυασμό με την Ιστορία και την Αρχαιολογία, διερευνά διαχρονικά τους πληθυσμούς και τα χαρακτηριστικά τους, αναζητά ενδεχόμενες κυκλικές διακυμάνσεις, μελετά τις μακροχρόνιες κινήσεις των κοινωνικών και οικονομικών δομών του πληθυσμιακού δυναμικού. |
♦ | Οικονομική Δημογραφία: Η αλληλεπίδραση μεταξύ οικονομίας και δημογραφίας έχει επί μακρόν απασχολήσει τους επιστήμονες, ενώ η μακρά σχετική έρευνα έχει να επιδείξει ενδιαφέρουσες, αν και συχνά αντικρουόμενες προσεγγίσεις και ερμηνείες. Η οικονομική δημογραφία επικεντρώνεται στη μελέτη και ερμηνεία της επίδρασης των οικονομικών παραμέτρων στα χαρακτηριστικά ενός πληθυσμού και αντίστροφα στην επίδραση των πληθυσμιακών παραμέτρων στη διαμόρφωση του οικονομικού περιβάλλοντος. Επιπλέον, σταδιακά διαφαίνονται όλο και περισσότερες δυνατότητες εφαρμογής των οικονομικών μοντέλων στην κοινωνική και δημογραφική συμπεριφορά του ατόμου. Το ενδιαφέρον των οικονομικών δημογράφων επεκτείνεται σε ζητήματα που αφορούν ατομικές επιλογές σχετικά με το γάμο, το διαζύγιο, την απόκτηση παιδιών. Η σύνδεση μεταξύ οικονομίας και δημογραφίας συντελείται τόσο σε μικροοικονομικό όσο και σε μακροοικονομικό επίπεδο. |
♦ | Πολιτική Δημογραφία: Η πολιτική δημογραφία ασχολείται με τις πολιτικές παραμέτρους είτε ως ρυθμιστές είτε ως επακόλουθα των δημογραφικών τάσεων και μεταβολών. Στην τομή της δημογραφίας και της πολιτικής επιστήμης, ο συγκεκριμένος κλάδος δεν έχει ακόμη αρκετά αναπτυχθεί και αξιοποιηθεί. Τις τελευταίες δεκαετίες το σχετικό ενδιαφέρον έχει ενταθεί, αναγνωρίζοντας τη δημογραφική επίδραση και τις πληθυσμιακές συνέπειες ως σημαντικές παραμέτρους πίσω από κάθε ένα από τα μεγάλα σύγχρονα προβλήματα του πλανήτη. |
♦ | Η Εφαρμοσμένη Δημογραφία (Applied Demography) πρόσφατα αναγνωρίστηκε ως διακριτό πεδίο της Δημογραφίας. Αναδεικνύει τη χρησιμότητα της Δημογραφίας στη λήψη αποφάσεων καθώς και στην άσκηση πολιτικής. Εστιάζει στην πρακτική εφαρμογή των δημογραφικών μεθόδων και δεδομένων στο πεδίο του στρατηγικού σχεδιασμού και της ανάπτυξης μιας περιοχής. Βρίσκει εφαρμογή τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Ελάχιστες είναι οι πτυχές της καθημερινότητας και οι τομείς της πολιτικής που δεν επηρρεάζονται άμμεσα ή έμμεσα από τις μεταβολές στη δομή και σύνθεση του πληθυσμού. |
Στο παρακάτω σχήμα παριστάνεται η αλληλεπίδραση της δημογραφίας με άλλες επιστήμες και διαφαίνονται οι τομείς εφαρμογής της.
Σχήμα 2.3 Διασύνδεση Δημογραφίας με άλλα επιστημονικά πεδία. |
2.3. Η Δημογραφία στο Internet
Ακολουθούν κάποιες διευθύνσεις ιστοσελίδων με δημογραφικό ενδιαφέρον. Η λίστα είναι ενδεικτική και δεν είναι εξαντλητική:
|
Brown University - Population Studies and Training Center | http://wwwpstc.brown.edu |
|
Center for Population Studies (London School of Hygiene and Tropical Medicine) | http://www.lshtm.ac.uk/eps/cps/cpslinks.htm |
|
Center for Population Studies Resources | http://www.cepr.org |
|
Demographic Links | http://www.trinity.edu |
|
Demography & Population Studies | http://demography.anu.edu.au/ |
|
VirtualLibrary Harvard Center for Population and Development Studies | http://www.hsph.harvard.edu/Register/pop-ctr.htm |
|
Institut National d'Etudes Démographiques | http://www.ined.fr |
|
Laboratory of Anthropology - Demography | http://platon.ee.duth.gr/~xirot/labor/links_demog.html |
|
Migration Policy Institute | http://www.migrationpolicy.org |
|
OPENPOP | http://www.openpop.org/ |
|
POPLINE | http://www.jhuccp.org/popline/index.stm |
|
Population Association of America | http://www.popassoc.org |
|
Population Index -on the web | http://popindex.princeton.edu |
|
Population Reference Bureau | http://www.prb.org |
|
Population Studies Center - University of Michigan | http://www.psc.lsa.ymich.edu |
|
Smart Growth | http://www.smartgrowth.org |
|
The Council of Europe | http://www.coe.int/t/e/social_cohesion/ population/demographic_year_book/2002_Edition/ |
|
The Harvard Institute for International Development | http://www.hiid.harvard.edu |
|
The International Institute for Environment and Development | http://www.iied.org |
|
THE MAX PLANCK INSTITUTE FOR DEMOGRAPHIC RESEARCH | http://www.demogr.mpg.de/en/ |
|
The World Bank | http://www.worldbank.org |
|
The World Health Organization | http://www.who.int |
|
The World-Wide Web of Demography | http://www.nidi.nl |
|
US Census Bureau, IDB - Population Pyramids | http://www.census.gov/ipc/www/idbnew.html |
|
Vienna Institute of Demography | http://www.oeaw.ac.at/vid/ |
|
Weeks Population | http://weekspopulation.blogspot.gr/ |
|
Zero Population Growth | http://www.zpg.org |
- Bloom D.E., Canning D., and Sevilla J. (2003) The Demographic Dividend: A new perspective on the economic consequences of population change. Population Matters series. Santa Monica, California: Rand.
- Denemy, P.G and Mc Nicoll (eds) (2003) Encyclopedia of Population, Macmillan Reference USA.
- Hauser, P. M. and O. D. Duncan (1959) The Nature of Demography, The Study of Population: An inventory and appraisal, edited by P. M.Hauser and O.D. Duncan, pp.29-44. Chicago: University of Chicago Press.
- Poston, Jr, D. and Micklin, M.(eds) (2005) Handbook of Population, Series: Handbooks of Sociology and Social Research, 918p., Springer.
- Pressat R. (1985) The Dictionary of Demography, edited by C. Wilson. Oxford; New York: Blackwell Reference.
- Weeks, J. (2014) Population, an Introduction to Concepts and Issues. 12th edition. Wadsworth.
Κεφάλαιο 3:
Πηγές Δημογραφικών Δεδομένων
Η δημογραφική ανάλυση στηρίζεται σε δεδομένα σχετικά με τον πληθυσμό μιας περιοχής. Η αξία του παραγόμενου αποτελέσματος καθορίζεται από την ποιότητα και την αξιοπιστία της πληροφορίας. Οι πληροφορίες αυτές σχετίζονται κυρίως με τον αριθμό των κατοίκων, τη γεωγραφική τους κατανομή, τα δημογραφικά (ηλικία, φύλο, φυλή κλπ) και κοινωνικά τους χαρακτηριστικά (επίπεδο εκπαίδευσης, επαγγελματική και οικογενειακή κατάσταση κλπ), τη φυσική τους κίνηση (τον αριθμό των γεννήσεων και των θανάτων), τις μετακινήσεις τους εντός, από και προς τη συγκεκριμένη περιοχή. Επιπλέον και ανάλογα με τη φύση και τα επί μέρους ενδιαφέροντα της μελέτης απαιτούνται στοιχεία ως προς κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πληθυσμού. Πέρα όμως από τη στατική απεικόνιση της δημογραφικής κατάστασης μια δεδομένη χρονική στιγμή, η δημογραφική ανάλυση ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις διαχρονικές μεταβολές των εξεταζομένων παραμέτρων, την εξέλιξη στο πέρασμα των χρόνων και στη διάγνωση πιθανών μελλοντικών τάσεων.
Κύρια πηγή πληροφοριών σχετικά με το μέγεθος, τη δομή, τη σύνθεση και τα χαρακτηριστικά ενός πληθυσμού και των νοικοκυριών αποτελεί η απογραφή του πληθυσμού. Αναλυτικά στοιχεία σχετικά με την κίνηση του πληθυσμού που αναφέρονται σε δημογραφικά γεγονότα, γάμους, γεννήσεις και θανάτους, προκύπτουν από τις ληξιαρχικές καταγραφές των στοιχείων φυσικής κίνησης του πληθυσμού. Οι μετακινήσεις καθώς και οι αλλαγές στη γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού παρακολουθούνται ως ένα βαθμό με ειδικά ερωτήματα[i] που συμπεριλαμβάνονται στην απογραφή του πληθυσμού και έμμεσα μέσα από διάφορες διοικητικές καταγραφές. Επιπρόσθετες πληροφορίες για τις παραπάνω μεταβλητές καθώς και για άλλα ειδικότερου ενδιαφέροντος χαρακτηριστικά του πληθυσμού παρέχονται από ειδικές δειγματοληπτικές έρευνες που χρησιμοποιούνται άλλοτε προκειμένου να συμπληρωθούν ενδεχόμενα κενά των ληξιαρχικών καταγραφών ή των απογραφών και άλλοτε προκειμένου να διερευνηθούν σε βάθος ειδικά θέματα.
3.1 Απογραφές πληθυσμού
Η απογραφή του πληθυσμού (populationcensus) είναι η διοικητική εργασία που αποβλέπει στην πλήρη απαρίθμηση των κατοίκων μιας χώρας ως προς τα κυριότερα δημογραφικά, οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του. Στόχος της απογραφής είναι η στατιστική απεικόνιση του πληθυσμού μιας περιοχής κάποια δεδομένη χρονική στιγμή.
Τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά διαφοροποιούν τις πληθυσμιακές απογραφές από κάθε άλλου είδους καταμετρήσεις ή έρευνες: (i) η ατομική καταμέτρηση, (ii) η καθολικότητα της κάλυψης, (iii) ο συγχρονισμός και (iv) η περιοδικότητα. Η ατομικότητα επιβάλλει την ατομική καταμέτρηση και τη συγκέντρωση πληροφοριών για κάθε έναν από τους κατοίκους. Η καθολικότητα και ο συγχρονισμός της διαδικασίας διασφαλίζουν αντίστοιχα την κάλυψη του συνολικού πληθυσμού μιας χώρας και την ταυτόχρονη διενέργειά της σε όλη την επικράτεια. Τέλος, μέσα από την περιοδικότητα εξασφαλίζεται η επανάληψη της διαδικασίας σε τακτά και προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα, διασφαλίζοντας έτσι τη δυνατότητα της διαχρονικής ανάλυσης, σύγκρισης και μελέτης των μεταβολών.
Πρόκειται για μια μαζική και επαναλαμβανόμενη εθνική έρευνα που αποτελεί τη βάση κάθε εθνικού στατιστικού συστήματος ενώ ταυτόχρονα είναι σημείο αναφοράς για μεγάλο αριθμό ερευνών και αναλύσεων (Cook, 2004). Το σύνολο σχεδόν των χωρών διενεργούν απογραφές, συνήθως ανά δεκαετία, προκειμένου να συγκεντρώσουν στοιχεία σχετικά με το μέγεθος του πληθυσμού τους και την χωρική κατανομή του, να περιγράψουν τα κύρια δημογραφικά (ηλικία, φύλο, φυλή κλπ), κοινωνικά (οικογενειακή κατάσταση, επίπεδο εκπαίδευσης κλπ) ή οικονομικά χαρακτηριστικά (επάγγελμα, εισόδημα κλπ) καθώς και να αποτυπώσουν τις συνθήκες στέγασης και διαβίωσης του πληθυσμού. Η περιοδική επανάληψη της διαδιακασίας επιτρέπει τη διαχρονική μελέτη και σύγκριση της έντασης των μεταβολών μεταξύ γεωγραφικών περιοχών ή πληθυσμιακών υπο-ομάδων.
Τα στοιχεία που προκύπτουν από τη γενική απογραφή ενός πληθυσμού χρησιμοποιούνται από έναν μεγάλο αριθμό φορέων/χρηστών, όπως Κυβέρνηση, Τοπική Αυτοδιοίκηση, επιχειρήσεις, οργανισμούς, ερευνητές και είναι καθοριστικά για τη λήψη σημαντικών αποφάσεων. Μεταξύ άλλων, τα στοιχεία της απογραφής αποτελούν τη βάση για τη χάραξη της κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής (συντάξεις, υγεία, επιδόματα στέγασης ή ανεργίας κλπ) σε εθνικό, περιφερειακό, τοπικό επίπεδο καθώς και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με βάση τα αποτελέσματα των απογραφών λαμβάνονται αποφάσεις σχετικά με την κατανομή των δημοσίων δαπανών, τη χωροθέτηση των απαραίτητων υποδομών (νοσοκομεία, σχολεία, δρόμοι, κέντρα περίθαλψης κλπ) τον καθορισμό του αριθμού των εδρών κάθε περιφέρειας στο Κοινοβούλιο. Η αξιόπιστη μέτρηση του πληθυσμού και η καταγραφή των βασικών χαρακτηριστικών του, δεν είναι μια απλή στατιστική άσκηση χρήσιμη μόνο σε όσους ασχολούνται με τους αριθμούς, αλλά αποτελεί προϋπόθεση για το σχεδιασμό και την αποτελεσματικότητα της κοινωνικής πολιτικής και περιφερειακής ανάπτυξης, βασισμένες στη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία.
Επιπλέον, στις περισσότερες περιπτώσεις στις απογραφές στηρίζεται η κατάρτιση του απαραίτητου πλαισίου για τη διεξαγωγή ειδικών δειγματοληπτικών ερευνών. Για τους λόγους αυτούς, η συμμετοχή του πληθυσμού στη διαδικασία της απογραφής είναι υποχρεωτική, τουλάχιστον στις ανεπτυγμένες χώρες.
Σε πολλές χώρες, παράλληλα με την απογραφή του πληθυσμού γίνεται και η απογραφή κατοικιών. Με τον τρόπο αυτό συγκεντρώνονται ταυτόχρονα πληροφορίες τόσο για τον πληθυσμό όσο και για τις συνθήκες διαβίωσής του, κινητοποιώντας μια μόνο φορά το μηχανισμό καταμέτρησης και συλλογής στοιχείων.
Για ένα σημαντικό αριθμό χωρών τα αποτελέσματα της απογραφής είναι καθοριστικής σημασίας, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν άλλες εναλλακτικές πηγές πληθυσμιακών δεδομένων.
Τρόποι διεξαγωγής της απογραφής
Σύμφωνα με τη συνήθη διεθνή πρακτική, απογραφές διεξάγονται συστηματικά ανά δεκαετία. Τα δεδομένα συλλέγονται με την παραδοσιακή μέθοδο των ερωτηματολογίων. Η ταυτόχρονη απογραφή του πληθυσμού επιτυγχάνεται με τη βοήθεια μεγάλου αριθμού ειδικά καταρτισμένων απογραφέων οι οποίοι επισκέπτονται πόρτα-πόρτα όλα τα νοικοκυριά και επικοινωνούν με τα μέλη τους. Το ερωτηματολόγιο προωθείται και συμπληρώνεται από τους απογραφείς καλύπτοντας το σύνολο του πληθυσμού κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης ημέρας του χρόνου. Έχει προηγηθεί συστηματική ενημέρωση του πληθυσμού, ώστε να εξασφαλιστεί ο υψηλότερος δυνατός βαθμός ανταπόκρισης (response rate). Κατά τη διαδικασία αυτή απογράφεται όχι μόνο ο πραγματικός αλλά επίσης ο μόνιμος και ο νόμιμος πληθυσμός (βλ. Πλαίσιο 1).
Η παραδοσιακή αυτή μέθοδος απογραφής του πληθυσμού αποτελεί μια ιδιαίτερα δαπανηρή διαδικασία, που απαιτεί χρήμα, χρόνο και την απασχόληση ανθρώπινου δυναμικού. Απαιτεί μια μακρά περίοδο σχεδιασμού (χαρτογράφηση, ορισμός απογραφικών τετραγώνων, κατάρτιση ερωτηματολογίου) που συνοδεύεται από έντονη διοικητική προεργασία (συντονισμός κεντρικού με τοπικούς φορείς). Ακολουθείται από τη συλλογή, έλεγχο, καταγραφή και κωδικοποίηση των στοιχείων, διαδικασίες που απαιτούν υψηλές και συνήθως μη ανταποδοτικές επενδύσεις, αφού κατά κανόνα δεν μπορούν να ξαναχρησιμοποιηθούν σε επόμενες απογραφές. Ένα επιπλέον μειονέκτημα της διαδικασίας είναι η αδυναμία έγκαιρης διάθεσης των αποτελεσμάτων, λόγω του τεράστιου όγκου πληροφοριών που συγκεντρώνονται. H παραγωγή στοιχείων από την απογραφή απαιτεί χρόνο, ενώ τα αποτελέσματα είναι διαθέσιμα τουλάχιστον 1-2 χρόνια μετά το τέλος της συλλογής των στοιχείων.
Πλαίσιο 1: Πραγματικός ή μόνιμος πληθυσμός | ||
Οι ερωτήσεις «Ποιους καταμετρά μια απογραφή;» ή «Πόσος είναι ο πληθυσμός μιας περιοχής» δεν είναι τόσο απλές όσο ακούγονται και η απάντηση σε αυτές δεν είναι μονοσήμαντη. Σύμφωνα με την UNECE και την EUROSTAT, ο απογραφόμενος πληθυσμός διακρίνεται στο μόνιμο, νόμιμο και πραγματικό πληθυσμό, ανάλογα με το κριτήριο καταγραφής ενός ατόμου σε μια διοικητική ενότητα την ημέρα της απογραφής. Πιο συγκεκριμένα: Ο μόνιμος πληθυσμός είναι το σύνολο των ατόμων που έχουν ζήσει συνεχώς στον τόπο συνήθους διαμονής τους για περίοδο τουλάχιστον 12 μηνών πριν την ημερομηνία αναφοράς της Απογραφής ή έφθασαν στον τόπο συνήθους διαμονής τους κατά τους τελευταίους 12 μήνες πριν από την ημερομηνία αναφοράς, με την πρόθεση να παραμείνουν εκεί για τουλάχιστον ένα έτος. Ο νόμιμος πληθυσμός (ή dejure πληθυσμός) προκύπτει από τον αριθμό των ατόμων που είναι καταχωρημένα στα δημοτολόγια της συγκεκριμένης περιοχής. Ο πραγματικός πληθυσμός (ή defacto πληθυσμός) προκύπτει από τον αριθμό των ατόμων που βρέθηκαν παρόντα κατά την ημέρα της απογραφής, σε κάθε περιφέρεια, νομό, δήμο ή κοινότητα, δημοτικό ή κοινοτικό διαμέρισμα και αυτοτελή οικισμό. Όπως είναι φυσικό, οι παραπάνω πληθυσμοί δεν ταυτίζονται δημιουργώντας σύγχυση στον καθορισμό του ακριβούς πληθυσμιακού μεγέθους και στην επιλογή της καταλληλότερης κάθε φορά μεταβλητής στα πλαίσια μιας δημογραφικής ανάλυσης. |
Στην Ελλάδα, η πρώτη επίσημη απογραφή έγινε το 1834-1836, ενώ από το 1951, απογραφές γίνονται συστηματικά κάθε δέκα χρόνια. Τα πρώτα απογραφικά δελτία ήταν μικρά με περιορισμένο αριθμό ερωτήσεων αποσκοπώντας στη συγκέντρωση των απολύτων βασικών δημογραφικών πληροφοριών.
Η τελευταία Γενική Απογραφή Πληθυσμού και Κατοικιών έγινε 2011 και σχεδιάστηκε κατά το αποκεντρικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο η χώρα χωρίστηκε σε 94 Εποπτείες. Κάθε Εποπτεία διαιρέθηκε σε Απογραφικούς Τομείς και κάθε Τομέας σε Απογραφικά Τμήματα. Η συγκέντρωση της πληροφορίας έγινε με τη μέθοδο της συνέντευξης και τη χρήση ειδικά σχεδιασμένων ερωτηματολογίων. Σύμφωνα με πληροφορίες της ΕΛ.ΣΤΑΤ. σχετικά με το σχεδιασμό και την οργάνωση της απογραφής, στη διαδικασία συγκέντρωσης των στοιχείων συμμετείχαν 12400 Τομεάρχες και 55000 Απογραφείς, που είχαν προηγουμένως εκπαιδευτεί.
Ως προς τις προηγούμενες Γενικές Απογραφές, η Απογραφή του 2011 διέφερε σε ορισμένα σημαντικά μεθοδολογικά και τεχνικά θέματα.
- Για πρώτη φορά και σύμφωνα με τις επιταγές της EUROSTAT, στην καταγραφή του Μόνιμου Πληθυσμού της Χώρας, απογράφοντας τα άτομα ως προς τον τόπο μόνιμης κατοικίας του. Συμπληρωματικά συγκεντρώθηκαν στοιχεία σχετικά με τον πραγματικό και τον νόμιμο πληθυσμό. Οι προηγούμενες απογραφές πρωταρχικό στόχο είχαν τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με τον Πραγματικό Πληθυσμό.
- Διενεργήθηκε με πλήρη διασφάλιση των όρων προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, λαμβάνοντας υπ’όψιν σχετική απόφαση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.
- Προηγήθηκε έρευνα κάλυψης της Απογραφής σε δείγμα 2000 νοικοκυριών, ώστε να εκτιμηθεί η πληρότητα και η ποιότητα της συλλεγόμενης πληροοφρίας.
- Διενεργήθηκε σε διάστημα δεκαπέντε ημερών, ενώ η προηγούμενη πρακτική ήθελε τη διαδικασία απογραφής να ολοκληρώνεται εντός μιας ημέρας.
- Στο ερωτηματολόγιο συμπεριελήφθησαν, πέρα των βασικών θεμάτων, νέα ερωτήματα κοινωνικής και περιβαλλοντικής σημασίας, όπως πρόσβαση στο διαδίκτυο, πηγές ενέργειας, ανακύκλωση απορριμάτων κλπ (Πίνακας 3.2).
Η παραδοσιακή μέθοδος απογραφής έχει διάφορες παραλλαγές. Ορισμένες χώρες, όπως η Αυστραλία, η Ν. Ζηλανδία, ο Καναδάς, το Ην. Βασίλειο, έχουν επιλέξει να καταργήσουν τους απογραφείς ως μεσάζοντες για τη διανομή και συμπλήρωση του ερωτηματολογίου. Στις χώρες αυτές, το ερωτηματολόγιο αποστέλλεται ταχυδρομικά στο σύνολο των νοικοκυριών. Μέσα σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα και ακολουθώντας σαφώς διατυπωμένες οδηγίες και κατευθύνσεις, τα άτομα που απαρτίζουν κάθε νοικοκυριό καλούνται να συμπληρώσουν το ερωτηματολόγιο και να το επιστρέψουν ταχυδρομικά. Για τη διαδικασία αυτή έχουν στη διάθεσή τους περίπου ένα μήνα, αλλά οι απαντήσεις αφορούν σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, κοινή για όλους. Μια σειρά από συμπληρωματικές μεθοδολογικές κινήσεις απαιτούνται ώστε να επιτευχθεί η πλήρης κατανόηση των ερωτήσεων και να εξασφαλιστεί ένας ικανοποιητικός βαθμός ανταπόκρισης. Είναι σαφές ότι η συγκεκριμένη μέθοδος δεν μπορεί να εφαρμοστεί παρά σε πληθυσμούς με υψηλή «απογραφική συνείδηση».
Αποτελεί πλέον γενική παραδοχή ότι η καταμέτρηση του πληθυσμού γίνεται όλο και πιο επίπονη και δαπανηρή υπόθεση (Cook, 2004; Durr, 2005). Πέρα από τις ειδικές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν σε κάθε χώρα και διαμορφώνουν συγκεκριμένες καταστάσεις, κάποιες κοινές εξελίξεις που καταγράφονται διεθνώς συμβάλλουν στη διαμόρφωση νέων τάσεων που καθιστούν ανεπαρκείς τις «συμβατικές» απογραφές: οι πληθυσμιακές μετακινήσεις γίνονται όλο και πιο εύκολες, οι οικογενειακές δομές μεταβάλλονται, η κινητικότητα του εργατικού δυναμικού δημιουργεί νέες οικονομικές και δημογραφικές συνιστώσες, που δεν αποτυπώνονται επαρκώς στα παραδοσιακά ερωτηματολόγια. Ως αποτέλεσμα ο βαθμός ανταπόκρισης των πολιτών βαθμιαία μειώνεται, οι συλλεγόμενες πληροφορίες υστερούν σε επάρκεια ενώ οι απαιτούμενες δαπάνες για την κάλυψη του πληθυσμού διαρκώς αυξάνονται.
Χώρα | Περιοδικότητα | Είδος |
Αυστραλία | 5-ετής | Παραδοσιακή απογραφή – αποστολή μέσω ταχυδρομείου |
Γαλλία | ετήσια | Δειγματοληπτική απογραφή (κυλιόμενη) |
Δανία | 10-ετής | Απογραφή βάσει μητρώου |
Ελβετία | 10-ετής | Παραδοσιακή απογραφή-αποστολή μέσω ταχυδρομείου ή internetΑντικατάσταση με Μητρώα Πληθυσμού |
Ελλάδα | 10-ετής | Παραδοσιακή απογραφή – απογραφείς |
Η.Π.Α | 10-ετής | Παραδοσιακή απογραφή – αποστολή μέσω ταχυδρομείου |
Ην.Βασίλειο | 10-ετής | Παραδοσιακή απογραφή – αποστολή μέσω ταχυδρομείου. Δυνατότητα ηλεκτρονικής υποβολής συμπλητωμένου δελτίου |
Ισπανία | 10-ετής | Παραδοσιακή απογραφή – απογραφείς |
Καναδάς | 5-ετής | Παραδοσιακή απογραφή – αποστολή μέσω ταχυδρομείου |
Ν.Ζηλανδία | 5-ετής | Παραδοσιακή απογραφή – αποστολή μέσω ταχυδρομείου |
Νορβηγία | 10-ετής | Τελευταία παραδοσιακή απογραφή. Αντικατάσταση με Μητρώα Πληθυσμού |
Πηγή: Εθνικές Στατιστικές Υπηρεσίες
Πίνακας 3.1. Είδος και περιοδικότητα απογραφών σε επιλεγμένες χώρες.
Ανταποκρινόμενες στις παραπάνω προκλήσεις, που καθιστούν τις συμβατικές απογραφές μάλλον παρωχημένες, ορισμένες χώρες έχουν προχωρήσει σε ριζικές αλλαγές του τρόπου απογραφής των πληθυσμών τους με την εισαγωγή νέων πρακτικών. Ήδη, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, άρχισαν να διαφαίνονται κάποιες εναλλακτικές προτάσεις για τη συγκέντρωση πληθυσμιακών δεδομένων. Κάποιες χώρες, με υψηλό επίπεδο διοικητικής οργάνωσης, καθιέρωσαν τα Μητρώα Πληθυσμού τα οποία σε συνδυασμό με άλλες διοικητικές βάσεις δεδομένων αποτελούν τη βασική πηγή πληροφόρησης. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα των χωρών της Σκανδιναβίας, όπου οι απογραφές γίνονται πλέον βάσει μητρώου (βλ. Πλαίσιο 2). Μια άλλη εναλλακτική μέθοδος συλλογής στοιχείων είναι ο συνδυασμός διοικητικών πηγών με δειγματοληπτικές έρευνες. Εφαρμόζεται σε χώρες που έχουν τη δυνατότητα να συλλέξουν μόνο ένα μέρος των απαραίτητων πληροφοριών από διοικητικές πηγές και χρησιμοποιούν τις έρευνες ώστε να συμπληρώσουν τα υπολειπόμενα στοιχεία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση της Γαλλίας, όπου υιοθετήθηκε το σύστημα των κυλιόμενων δειγματοληπτικών απογραφών (βλέπε Πλαίσιο 3).
Πλαίσιο 2: Το παράδειγμα της Δανίας | ||
Η Δανία άλλαξε τον τρόπο διεξαγωγής των απογραφών του πληθυσμού και των κατοικιών της, περνώντας από τη συμβατική στην απογραφή βάσει μητρώων[ii]. Η τελευταία συμβατική απογραφή διεξήχθη το 1970, μια πρώτη απογραφή του πληθυσμού βάσει μητρώων έγινε το 1976, ενώ η πρώτη απογραφή πληθυσμού και κατοικιών με τη νέα μέθοδο έγινε το 1981. Η απόφαση για την αλλαγή του τρόπου απογραφής ελήφθη το 1968 και είχε ως στόχο την απλοποίηση και αύξηση της αποτελεσματικότητας του συστήματος, τον περιορισμό του κόστους σε χρήμα και ανθρωποώρες παράλληλα με την επιτάχυνση της επεξεργασίας και διάθεσης των δεδομένων. Το 1968 άρχισε να δημιουργείται το Κεντρικό Μητρώο Πληθυσμό (CentralPopulationRegister, CPR) συγκεντρώνοντας πληροφορίες από τα αρχεία των Νομών. Η ενημέρωση του CPR έγινε από τοπικούς φορείς. Στόχος ήταν η αποφυγή της διπλής καταμέτρησης και του κόστους που αυτή συνεπάγεται. Κρίσιμης σημασίας για την επιτυχία του εγχειρήματος ήταν η εισαγωγή ενός μοναδικού προσωπικού αριθμού ταυτότητας για κάθε άτομο. Ο ίδιος αυτός ατομικός αριθμός χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια σε όλη τη δημόσια διοίκηση καταργώντας τους διάφορους επί μέρους αριθμούς μητρώων. Ο κοινός αυτός προσωπικός κωδικός αποτέλεσε μια ιδιαίτερα κρίσιμη επιλογή που συνέβαλε στη συνεχόμενη ροή πληροφόρησης μεταξύ CPR και άλλων φορέων, όπως εφορία, κοινωνική ασφάλιση, τραπεζικό σύστημα κλπΠαράλληλα χρησιμοποιήθηκαν διάφοροι κωδικοί που υποδηλώνουν τον Νομό, την ενορία, το επάγγελμα, την εθνικότητα και τη διεύθυνση. Η απογραφή του 1976 (με καθυστέρηση ενός έτους από τον αρχικό προγραμματισμό) έγινε βάσει της πληροφορίας που είχε ήδη συγκεντρωθεί στο νέο μητρώο CPR. Η προσπάθεια αυτή αποτέλεσε μια πολύ σημαντική εμπειρία, αναδεικνύοντας πόσο αποτελεσματικός μπορεί να είναι ο συγκεκριμένος τρόπος απογραφής. Παράλληλα, όμως, έφερε στο φως κάποια προβλήματα ορισμένων βάσεων δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία του μητρώου. Τα σημαντικότερα προβλήματα εντοπίστηκαν στον προσδιορισμό στοιχείων σχετικά με τον κλάδο και το επάγγελμα απασχόλησης. Η δημιουργία του Μητρώου Κτιρίων και Κατοικιών αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο για την πλήρη απογραφή πληθυσμού και κατοικιών βάσει των μητρώων, που υλοποιήθηκε το 1981. Η απογραφή αυτή βασίστηκε στα ακόλουθα μητρώα:
Η εμπειρία της Δανίας από την εφαρμογή του νέου συστήματος απογραφής είναι συνολικά θετική. Επισημαίνεται ωστόσο πόσο σημαντική είναι η διασύνδεση της πληροφορίας μεταξύ των διαφορετικών μητρώων σχετικά με τη στατιστική μονάδα (άτομο ή κατοικία). Το κλειδί για αυτή τη διασύνδεση είναι ο ατομικός αριθμός, ενώ ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο παίζουν ορισμένοι κωδικοί, όπως οι διευθύνσεις κατοικίας και εργασίας, για την ανάδειξη των συγγενικών σχέσεων μεταξύ των ατόμων, και των διασυνδέσεων μεταξύ τόπου κατοικίας και τόπου εργασίας.
|
Πλαίσιο 3: Το παράδειγμα της Γαλλίας | ||
Απαντώντας στην αυξανόμενη ζήτηση για όλο και πιο έγκαιρα στοιχεία, η Γαλλία άλλαξε το 2004 το τρόπο διεξαγωγής των απογραφών iv. Βασικοί λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν την απόφαση ήταν πρώτον, το διαρκώς αυξανόμενο διάστημα μεταξύ διαδοχικών απογραφών, δεύτερον, το μεγάλο κόστος σε χρήμα και ανθρωποώρες που απαιτεί η συμβατική μορφή απογραφής και, τρίτον, οι αυξανόμενες ανάγκες για «πρόσφατα» δεδομένα σε μεγάλη γεωγραφική ανάλυση.
Σύμφωνα με τη νέα μεθοδολογία, τα στοιχεία συγκεντρώνονται μέσα από διαδοχικές ετήσιες διαδικασίες. Συγκεκριμένα, διεξάγεται πλήρης απογραφή του πληθυσμού κάθε έτος, κυκλικά για το 1/5 των Δήμων και Κοινοτήτων με λιγότερους από 10.000 κατοίκους. Έτσι σε περίοδο μιας πενταετίας, απογράφεται ο πληθυσμός που διαμένει σε «μικρούς ή μεσαίους» Δήμους (περίπου ο μισός πληθυσμός της Γαλλίας). Για τους Δήμους με περισσότερους από 10.000 κατοίκους, προβλέπεται κυλιόμενη δειγματοληπτική απογραφή έτσι ώστε το σύνολο του πληθυσμού να έχει απογραφεί σε μια επταετία. Για να εξασφαλιστεί η πλήρης κάλυψη του πληθυσμού και να αποκλειστούν διπλο-καταμετρήσεις έχει δημιουργηθεί ένα μητρώο κτιρίων και κατοικιών (Répertoire d’Immeubles Localisés) με πληροφορίες σχετικά με τη θέση και χρήση κτιρίων, από το οποίο προκύπτει αναλυτικός ψηφιακός χάρτης. Το αρχείο αυτό ενημερώνεται τακτικά και χρησιμοποιείται ως δειγματοληπτικό πλαίσιο των ερευνών.
Η διάκριση μεταξύ «μικρών» και «μεγάλων» δήμων γίνεται για να περιορισθούν αφ’ενός τα λάθη δειγματοληψίας και αφ’ετέρου το κόστος της όλης διαδικασίας. Για τους Δήμους κάτω των 10000 κατοίκων η δειγματοληπτική έρευνα κρίνεται ανεπαρκής λόγω του μικρού δείγματος. Για τους μεγάλους δήμους, η κυλιόμενη δειγματοληψία παρέχει αποτελέσματα ανάλογα μιας απογραφής με 7-ετή περιοδικότητα, με σαφώς χαμηλότερο. H νέα μέθοδος απογραφής απαιτεί μεγαλύτερη και καλύτερη συνεργασία μεταξύ της Κεντρικής Στατιστικής Υπηρεσίας (INSEE) και των τοπικών φορέων: το INSEE οργανώνει και ελέγχει τη συλλογή δεδομένων, οι Δήμοι προετοιμάζουν και διεξάγουν τις δειγματοληπτικές απογραφές (censussurveys).
|
Γενικά, εκτιμάται ότι παρά τη δυνατότητα εφαρμογής εναλλακτικών πρακτικών και την εξαιρετικά θετική σχετική εμπειρία, η αξία των παραδοσιακών απογραφών δεν θα μειωθεί, κυρίως λόγω της διοικητικής αδυναμίας μεγάλου αριθμού χωρών να διατηρήσουν ενημερωμένα μητρώα πληθυσμού και να συντονίζουν τοπικές δειγματοληπτικές έρευνες (Griffin, 1999).
Πληροφορίες που συγκεντρώνονται
Το περιεχόμενο των στοιχείων που συλλέγονται κατά τη διαδικασία της απογραφής πληθυσμού και κατοικιών τροποποιείται με το πέρασμα του χρόνου ώστε να ανταποκρίνεται καλύτερα στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες διαβίωσης και στις νέες απαιτήσεις έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η πληρέστερη δυνατή κοινωνική και δημογραφική ανάλυση του πληθυσμού. Το περιεχόμενο των ερωτηματολογίων αλλάζει: κάποιες ερωτήσεις προστίθενται ενώ άλλες αφαιρούνται ή τροποποιούνται από απογραφή σε απογραφή. Ωστόσο, και παρά τις όποιες αλλαγές, ο σημαντικότερος όγκος πληροφοριών παραμένει αμετάβλητος, γεγονός που διασφαλίζει τη διαχρονική συγκρισιμότητα των πληροφοριών. Πρόκειται για πληροφορίες που αφορούν στο φύλο, την ηλικία, την οικογενειακή κατάσταση, το εκπαιδευτικό επίπεδο αλλά και τους οικογενειακούς δεσμούς που συνδέουν τα άτομα ενός νοικοκυριού.
Έχει, ωστόσο, ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι, ακόμα και οι ερωτήσεις που παραμένουν αμετάβλητες, δεν εξασφαλίζουν πάντα την επιθυμητή διαχρονική συγκρισιμότητα, κυρίως λόγω αλλαγής του ορισμού. Για παράδειγμα, έννοιες όπως «νοικοκυριό», «αρχηγός νοικοκυριού», «αστικός» ή «αγροτικός πληθυσμός» έχουν υποστεί μεταβολές στο πέρασμα του χρόνου, καθιστώντας δύσκολη τη διαχρονική μελέτη και σύγκριση.
Ο όγκος των στοιχείων που συγκεντρώνονται κατά τη διάρκεια της απογραφής αποτελεί άμεση συνάρτηση αφ’ενός μεν της ακολουθούμενης μεθοδολογίας και αφ’ετέρου της υλικοτεχνικής υποδομής που διατίθεται για την επεξεργασία και ανάλυση των δεδομένων. Οι παράγοντες αυτοί θέτουν σημαντικούς περιορισμούς στον όγκο της ζητούμενης πληροφορίας. Αναπόφευκτα, η επιλογή των ερωτήσεων που απαρτίζουν το ερωτηματολόγιο της απογραφής προκύπτει από το αντιστάθμισμα δύο καθοριστικών παραγόντων. Από τη μια πλευρά, η ανάγκη περιορισμού του κόστους της επεξεργασίας των στατιστικών δεδομένων (σε χρόνο και χρήμα) για την όσο πιο έγκαιρη και έγκυρη παραγωγή στοιχείων διατηρώντας παράλληλα τη δυνατότητα διαχρονικής σύγκρισης των αποτελεσμάτων, περιορίζουν τις όποιες αλλαγές στις ελάχιστες δυνατές. Από την άλλη πλευρά, οι διαρκώς μεταβαλλόμενες κοινωνικές και δημογραφικές συνθήκες απαιτούν νέες μεταβλητές για την πληρέστερη αποτύπωση και ανάλυσή της νέας πραγματικότητας.
Στις περισσότερες χώρες, η επιλογή τόσο του είδους όσο και του αριθμού των ερωτήσεων που συμπεριλαμβάνονται σε ένα ερωτηματολόγιο αποτελεί αντικείμενο μελέτης μιας Ειδικής Ομάδας Εργασίας που συγκεντρώνει και αξιολογεί σχετικές προτάσεις από αρμόδιους φορείς. Στην Ελλάδα, η σύσταση της συγκεκριμένης ομάδας γίνεται τρία χρόνια περίπου πριν τη διεξαγωγή της απογραφής. Η Ομάδα Εργασίας αποτελείται κατά κύριο λόγο από ειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό της ΕΛ.ΣΤΑΤ., ενώ μετέχουν επίσης εκπρόσωποι των βασικότερων φορέων-χρηστών καθώς και εκπρόσωπος της Eurostat[iv]. Ιδιαίτερα για τις χώρες της ΕΕ, υπάρχει σχετική οδηγία της Eurostat που θέτει τις γενικές μεθοδολογικές γραμμές που πρέπει να ακολουθηθούν και καθορίζει τις βασικές μεταβλητές (core topics) που πρέπει να συμπεριληφθούν στα ερωτηματολόγια όλων των χωρών, ώστε να εξασφαλιστεί η διακρατική συγκρισιμότητα και η παραγωγή ίδιου τύπου δεδομένων, στο ίδιο επίπεδο γεωγραφικής ανάλυσης για το σύνολο των χωρών-μελών της ΕΕ (Πίνακας 5.2).
Συνολικός Πληθυσμός | ||||
Βασικές Μεταβλητές |
Συμπληρωματικές Μεταβλητές | |||
1.1. | Τόπος συνήθους διανομής | |||
Γεωγραφικά Χαρακτηριστικά Ατόμου |
||||
Βασικές Μεταβλητές |
Συμπληρωματικές Μεταβλητές | |||
1.2. | Τόπος εργασίας | 1 | Χωροθέτηση σχολείου ή Παν/μίου | |
2 | Μέσο Μετακίνησης προς την εργασία | |||
3 | Μέσο μετακίνησης προς το σχολείο | |||
4 | Απόσταση που διανύεται καθημερινά για την εργασία | |||
5 | Απόσταση που διανύεται καθημερινά για το σχολείο | |||
Δημογραφικά Χαρακτηριστικά Ατόμου |
||||
Βασικές Μεταβλητές |
Συμπληρωματικές Μεταβλητές | |||
1.3 | Φύλο | 6 | Πραγματική οικογενειακή κατάσταση | √ |
1.4 | Ηλικία/Έτος γέννησης | 7 | Συνολικός αριθμός αποκτηθέντων (ζώντων) τέκνων | √ |
1.5 | Οικογενειακή κατάσταση (νομικά) | 8 | Έτος (α) πρώτου γάμου, (β) τρέχοντος γάμου | |
9 | Έτος (α) πρώτου συμφώνου συμβίωσης, (β) τρέχοντος συμφώνου συμβίωσης | |||
Οικονομικά Χαρακτηριστικά Ατόμου | ||||
Βασικές Μεταβλητές | Συμπληρωματικές Μεταβλητές | |||
8 | Επαγγελματική κατάσταση | 10 | Συνήθης επαγγελματική κατάσταση | √ |
9 | Επάγγελμα | 11 | Μη αμειβόμενη απασχόληση για κοινωνικούς ή οικογενειακούς λόγους | |
10 | Κλάδος οικονομικής δραστηριότητας | 12 | Τομέας απασχόλησης | √ |
11 | Θέση στο επάγγελμα | 13 | Αδήλωτη απασχόληση | |
14 | Τόπος εργασίας | √ | ||
15 | Ώρες απασχόλησης | √ | ||
16 | Διάρκεια ανεργίας | |||
17 | Αριθμός απασχολουμένων στην μονάδα εργασίας | √ | ||
18 | Κύρια πηγή εισοδήματος | √ | ||
19 | Εισόδημα | |||
Επίπεδο Εκπαίδευσης Ατόμου |
||||
Βασικές Μεταβλητές | Συμπληρωματικές Μεταβλητές | |||
12 | Επίπεδο εκπαίδευσης | 20 | Τίτλοι σπουδών | √ |
21 | Πεδίο σπουδών | √ | ||
22 | Παρακολούθηση σχολείου | √ | ||
23 | Γνώση γραφής/ανάγνωσης | √ | ||
24 | Γνώση Η/Υ | |||
Εσωτερικές και Διεθνείς Μετακινήσεις | ||||
Βασικές Μεταβλητές | Συμπληρωματικές Μεταβλητές | |||
13 | Χώρα/τόπος γεννήσεως | 25 | Χώρα προηγούμενης κατοικίας στο εξωτερικό | √ |
14 | Υπηκοότητα | 26 | Διάρκεια παραμονής στο εξωτερικό | √ |
15 | Παραμονή στο εξωτερικό και έτος εισόδου στη χώρα | 27 | Τόπος μόνιμης κατοικίας προ 5-ετίας | |
16 | Προηγούμενη παραμονή σε άλλη περιοχή και έτος άφιξης στον τόπο διαμονής | 28 | Λόγος μετακίνησης | √ |
29 | Τόπος γέννησης γονέων | |||
30 | Απόκτηση υπηκοότητας | |||
Εθνικά και Πολιτισμικά Χαρακτηριστικά | ||||
Βασικές Μεταβλητές | Συμπληρωματικές Μεταβλητές | |||
31 | Εθνικότητα | √ | ||
32 | Γλώσσα | |||
33 | Θρησκεία | |||
Χαρακτηριστικά Νοικοκυριού/Οικογένειας | ||||
Βασικές Μεταβλητές | Συμπληρωματικές Μεταβλητές | |||
34 | Ύψος ενοικίου | |||
35 | Διαρκή καταναλωτικά αγαθά που διαθέτει το νοικοκυριό | √ | ||
36 | Αριθμός αυτοκινήτων που χρησιμοποιεί το νοικοκυριό | √ | ||
37 | Διαθεσιμότητα χώρου στάθμευσης | √ | ||
38 | Τηλέφωνα και σύνδεση Internet | √ | ||
39 | Τύπος κενής κατοικίας | √ | ||
40 | Κατοικείται από ένα ή περισσότερα νοικοκυριά | √ | ||
Χαρακτηριστικά Κτιρίων και Κατοικιών | ||||
Βασικές Μεταβλητές | Συμπληρωματικές Μεταβλητές | |||
19 | Είδος κατοικίας | 41 | Διαθεσιμότητα και χαρακτηριστικά δευτερεύουσας κατοικίας | √ |
20 | Ιδιοκτησία κατοικίας | 42 | Αριθμός κατοικιών στο κτίριο | √ |
21 | Οικοδομικό τετράγωνο | 43 | Ζεστό νερό | √ |
22 | Τύπος κατοικίας | 44 | Δίκτυο αποχέτευσης | √ |
23 | Αριθμός κατοικιών | 45 | Κουζίνα | √ |
24 | Αριθμός δωματ'ιων | 46 | Δυνατότητα μαγειρέματος | √ |
25 | Δίκτυο Ύδρευσης | 47 | Ενέργεια που χρησιμοποιείται για θέρμανση | √ |
26 | Λουτρό ή ντους | 48 | Ηλεκτρικό | √ |
27 | Αποχωρητήριο | 49 | Φυσικό αέριο | √ |
28 | Είδος θέρμανσης | 50 | Κλιματισμός | |
29 | Τύπος κτιρίου | 51 | Θέση κατοικίας στ κτίριο | √ |
30 | Έτος κατασκευής | 52 | Προσβασιμότητα κτιρίου | |
53 | Ανελκυστήρας | |||
54 | Τύπος κατασκευής κτιρίου | |||
55 | Κατάσταση κτιρίου | |||
Πίνακας 3.2. Βασικές και Συμπληρωματικές Μεταβλητές Απογραφής Πληθυσμού και Κατοικιών - Συστάσεις Eurostat Σημείωση: Το σύμβολο √ υποδηλώνει τις συμπληρωματικές μεταβλητές για τις οποίες η ΕΛ.ΣΤΑΤ. συγκέντρωσε στοιχεία κατά την πρόσφατη απογραφή. Πηγή: UN/ECE, Recommendations for the 2010 Censuses of Population and Housing in the ECE Region, ECE/CES/STAT/NONE/2006/4 |
Κατά την απογραφή του 2011, παρότι τα ερωτηματολόγια σχεδιάστηκαν με τρόπο που να επιτρέπεται η ανάγνωσή τους από σύστημα οπτικής αναγνώρισης χαρακτήρων (OCR) ΟΙR, η επεξεργασία και δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων καθυστέρησαν αρκετά. Tα πρώτα στοιχεία σχετικά με το Μόνιμο πληθυσμό ανά Δήμο ανακοινώθηκαν στα τέλη του Ιουλίου του 2012, ενώ δεκατρείς μήνες αργότερα ανακοινώθηκαν νέα αναθεωρημένα αποτελέσματα σχετικά με τον μόνιμο, νόμιμο και πραγματικό πληθυσμό της χώρας. Σημειώνουμε ότι ήδη από το 2001, έχει διακοπεί η έντυπη 5-τομη δημοσίευση των βασικών αποτελεσμάτων των απογραφών. Η αντικατάσταση του παραδοσιακού τρόπου έντυπης δημοσίευσης των αποτελεσμάτων από τα μαγνητικά μέσα (δισκέτα ή CD) είναι τελικά εις βάρος των χρηστών, αφού η παροχή δεν είναι πλέον άμεση (απαιτείται αίτηση κλπ) ενώ τα στοιχεία που παρέχονται στο διαδίκτυο είναι πολύ περιορισμένα. Γενικά, άμεση διάχυση των αποτελεσμάτων προκύπτει από τα δημοσιεύματα και από το διαδίκτυο. Αντίθετα, η διάχυση στοιχείων μέσω παραγγελίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως έμμεση, αφού οι χρήστες δεν έχουν ούτε άμεση ούτε την ίδια πρόσβαση στην πληροφορία. Επιπλέον, αν τα αιτούμενα στοιχεία απαιτούν προσαρμογές στην ανάλυση των μεταβλητών ή/και στην γεωγραφική ανάλυση, τότε ο χρόνος ανταπόκρισης είναι μεγάλος, ενώ σε πολλές περιπτώσεις είναι αδύνατο να ικανοποιηθεί το αίτημα.
Ο αριθμός των μεταβλητών, η ταχύτητα επεξεργασίας και η διάχυση των πληροφοριών αποτελούν άμεση συνάρτηση της υλικοτεχνικής υποδομής της Στατιστικής Υπηρεσίας αλλά και της γενικότερης διοικητικής οργάνωσης μιας χώρας. Ως εκ τούτου, προτάσεις για ενίσχυση του αριθμού των ερωτήσεων δεν μπορούν παρά να διατυπώνονται με ιδιαίτερη προσοχή, διατηρώντας υπ’ όψιν τους περιορισμούς που αντιμετωπίζει το υπάρχον Στατιστικό Σύστημα. Η αναμόρφωση της διαδικασίας της απογραφής απαιτεί σημαντική ενίσχυση στην υποδομή της ΕΛ.ΣΤΑΤ.
3.2. Ληξιαρχικές Καταγραφές Δημογραφικών Συμβάντων
Κύρια πηγή πληροφόρησης σχετικά με τα βασικά δημογραφικά γεγονότα αποτελούν οι ληξιαρχικές καταγραφές των στοιχείων φυσικής κίνησης του πληθυσμού. Από αυτές αντλούνται πληροφορίες σχετικά με τις γεννήσεις και τους θανάτους, αλλά συμπεριλαμβάνονται και άλλα γεγονότα με δημογραφικό ενδιαφέρον, όπως οι γάμοι, τα διαζύγια και σε ορισμένες περιπτώσεις οι μετακινήσεις / μετεγκαταστάσεις.
Η ληξιαρχική καταγραφή των συμβάντων μπορεί να είναι είτε συνεχής είτε αναδρομική. Συνεχής καλείται η καταγραφή που γίνεται κατά τη στιγμή που συντελείται το συμβάν, ενώ αναδρομική καλείται η εκ των υστέρων καταγραφή του συμβάντος κατά τη διάρκεια μιας έρευνας ή μιας απογραφής. Η συνεχής καταγραφή απαιτεί ένα οργανωμένο σύστημα ληξιαρχικών καταγραφών, το οποίο στις περισσότερες χώρες λειτουργεί με την ευθύνη της δημόσιας διοίκησης. Η καταγραφή στην περίπτωση αυτή είναι άμεση, πλήρης και σαφής και παρέχει αξιόπιστα δημογραφικά δεδομένα. Αξιόπιστο σύστημα ληξιαρχικών καταγραφών διαθέτει το σύνολο των περισσότερο ανεπτυγμένων χωρών.
Αντίθετα, η απουσία ενός οργανωμένου συστήματος ληξιαρχικών καταγραφών, όπως συμβαίνει στις περισσότερες από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη, οδηγεί αναγκαστικά στην αναδρομική συλλογή σχετικών δεδομένων, είτε κατά τη διάρκεια της απογραφής είτε κατά τη διενέργεια μιας έρευνας. Η αναδρομική καταγραφή υστερεί έναντι της συνεχούς καταγραφής για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, διότι επηρεάζεται από τη μεροληπτικότητα της επιλογής, από το κατά πόσο, δηλαδή, το δείγμα πάνω στο οποίο πραγματοποιείται η έρευνα είναι αντιπροσωπευτικό του συνόλου των πληθυσμιακών υπο-ομάδων. Δεύτερον, διότι είναι ευάλωτη στις ατέλειες της μνήμης, αφού οι σχετικές με παλαιότερα γεγονότα πληροφορίες μπορεί να είναι είτε ασαφείς ως προς τη χρονική στιγμή του συμβάντος είτε ανακριβείς λόγω σκόπιμης ή μη απόκρυψης δυσάρεστων κυρίως γεγονότων. Δεν παύει ωστόσο να είναι ιδιαίτερα σημαντική η συμβολή των αναδρομικών καταγραφών στην κάλυψη χρονολογικών ή άλλων «κενών» ή ασυνεχειών που για οποιοδήποτε λόγο ενδέχεται να προέκυψαν κατά τη συνεχή καταγραφή των δημογραφικών συμβάντων.
Σύστημα ληξιαρχικών καταγραφών ισχύει στην Ελλάδα από το 1836. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, οι γάμοι, τα διαζύγια, οι γεννήσεις και οι θάνατοι, οφείλουν να δηλώνονται από τους ενδιαφερομένους σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, παρέχοντας παράλληλα κι ορισμένες επιπλέον πληροφορίες (Πίνακας 3.3). Τα στοιχεία των ληξιαρχικών καταχωρήσεων διοχετεύονται στη Ελληνική Στατιστική Αρχή, η οποία τα κωδικοποιεί, τα επεξεργάζεται και τα δημοσιοποιεί αναρτώντας τμήμα αυτών στην ιστοσελίδα της στο διαδίκτυο.
ΔΕΛΤΙΟ | ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΔΕΛΤΙΩΝ | ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΔΗΛΩΣΗΣ |
Δήλωση Γάμου |
|
εντός 40 ημερών από την τέλεση του γάμου |
Σύμφωνο Συμβίωσης |
|
|
Δελτίο Γέννησης |
|
εντός 10 ημερών από τη γέννηση |
Πιστοποιητικό θανάτου |
|
εντός 24ώρου από το θάνατο |
Πίνακας 3.3. Πληροφορίες που συλλέγονται κατά τη ληξιαρχική καταγραφή δημογραφικών συμβάντων.
3.3. Δειγματοληπτικές Έρευνες
Πέρα από τις απογραφές και τη συνεχή ή αναδρομική καταγραφή δημογραφικών γεγονότων, σημαντική πηγή άντλησης πληροφοριών σχετικά με πληθυσμιακά θέματα αποτελούν οι ειδικές έρευνες οι οποίες παρέχουν πολύ χρήσιμο εργαλείο συγκέντρωσης βασικών στατιστικών δεδομένων σχετικά με τις δημογραφικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις. Το αντικείμενο της κάθε έρευνας είναι συνήθως εστιασμένο σε ειδικού ενδιαφέροντος και περιορισμένου αριθμού θέματα. Οι δειγματοληπτικές έρευνες χρησιμοποιούνται άλλοτε για να συμπληρώσουν τυχόν κενά των απογραφικών δεδομένων ή των ληξιαρχικών καταγραφών, άλλοτε για να διερευνηθεί σε βάθος ένα ζήτημα για το οποίο δεν παρέχουν στοιχεία οι συνήθεις δημογραφικές πηγές και άλλοτε για την επαλήθευση ή επικαιροποίηση των επίσημων στατιστικών σχετικά με κάποια πληθυσμιακή παράμετρο.
Οι δειγματοληπτικές έρευνες διεξάγονται άλλοτε σε σταθερή βάση (ετήσιες, τριμηνιαίες, μηνιαίες) και άλλοτε πρόκειται για adhoc μελέτες που εμβαθύνουν σε ειδικά θέματα είναι ιδιαίτερα χρήσιμες στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες λόγω του περιορισμένου αριθμού αξιόπιστων δημογραφικών πηγών. Παράλληλα, στις περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες θεωρούνται αναντικατάστατες για τη σε βάθος ανάλυση ορισμένων φαινομένων.
ΕΡΕΥΝΑ | ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΤΗΤΑ | ||
Έρευνα Εργατικού Δυναμικού | Τριμηνιαία | ||
Έρευνα Εργατικού Δυναμικού | Ad hoc | ||
Έρευνα Οικογενειακού Προϋπολογισμού | Όχι σταθερή | ||
Έρευνα Εισοδήματος & συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών (EU-SILC) | Ετήσια | ||
Έρευνα Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης | Ετήσια | ||
Ειδική Ερευνα για την Εκπαίδευση Ενηλίκων |
2007 (πιλοτική) 2012 |
||
Ειδική Έρευνα μετάβασης από την Εκπαίδευση στην Αγορά Εργασίας | Ad hoc (2012) | ||
Έρευνα Χρήσης Τεχνολογιών Πληροφόρησης & Επικοινωνίας (ICT) | Ετήσια | ||
Έρευνα Κατανάλωσης Ενέργειας στα Νοικοκυριά (SECH) | 2012 | ||
Έρευνα Χρήσης Χρόνου | 2013 | ||
Ειδική Έρευνα για τη Θέση στην Αγορά Εργασίαςτων Μεταναστών και των Άμεσων Απογόνων τους | Ad hoc (2008) | ||
Ειδική Έρευνα για Άτομα με Προβλήματα Υγείας ή Αναπηρία | Ad hoc (2012) | ||
Ειδική Έρευνα για τα Εργατικά Ατυχήματα και προβλήματα Υγείας που συνδέονται με την εργασία | Ad hoc (2007) |
Πίνακας 3.4. Ενδεικτικές Δειγματοληπτικές Έρευνες Δημογραφικού Ενδιαφέροντος.
Οι μεθοδολογικές εξελίξεις στη Θεωρία Πιθανοτήτων και στη Θεωρία Δειγματοληψίας έχουν καταστήσει δυνατή τη μελέτη χαρακτηριστικών ιδιοτήτων, με δεδομένη ακρίβεια χρησιμοποιώντας δείγματα, αντί της εξαντλητικής μελέτης του συνολικού πληθυσμού. Οι δειγματοληπτικές έρευνες, όταν σχεδιάζονται και διεξάγονται σωστά, παρέχουν αξιόπιστα αποτελέσματα, απαιτώντας σημαντικά χαμηλότερο κόστος και παρέχοντας μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε σχέση με την απογραφή. Λόγω του μικρότερου αριθμού ερωτηματολογίων, απαιτείται μικρότερος αριθμός ατόμων που συμμετέχουν στη συμπλήρωση/συλλογή τους. Μπορεί έτσι να διασφαλιστεί η καλύτερη εκπαίδευσή τους, ώστε να αποφευχθούν σημαντικά σφάλματα. Το σύνολο της διαδικασίας ελέγχεται καλύτερα με αποτέλεσμα το σημαντικό περιορισμό των μη δειγματοληπτικών σφαλμάτων, σε σχέση με την απογραφή.
Η αναγκαιότητα και η χρησιμότητα των δειγματοληπτικών ερευνών καταδεικνύονται από την ακόλουθη γενική αρχή: κατά τη μελέτη και επεξεργασία ποσοτικών δεδομένων υπάρχει πάντα ένα σημείο πέρα από το οποίο το οριακό όφελος από την αύξηση της πληροφορίας από πρόσθετες παρατηρήσεις γίνεται αρνητικό λόγω σημαντικής αύξησης του κόστους.
Ο βαθμός αξιοπιστίας μιας δειγματοληπτικής έρευνας είναι συνάρτηση του αντικειμένου και της μεθοδολογίας που ακολουθείται. Τελικός στόχος της δειγματοληψίας είναι η εξαγωγή συμπερασμάτων που αφορούν στο συνολικό πληθυσμό. Οι κυριότερες αδυναμίες των δειγματοληπτικών ερευνών εντοπίζονται στα ακόλουθα σημεία:Δειγματοληπτικό πλαίσιο: Η διαδικασία επιλογής του δείγματος αποτελεί βασική προϋπόθεση για την διατύπωση αξιόπιστων στατιστικών συμπερασμάτων που με ασφάλεια μπορούν να γενικευθούν (επαγωγικά) στο σύνολο του πληθυσμού. Η αντιπροσωπευτικότητα του επιλεγμένου δείγματος και κατά συνέπεια η επιτυχία της δειγματοληψίας εξαρτάται από το δειγματοληπτικό πλαίσιο (ή αλλιώς τον πληθυσμό από τον οποίο λαμβάνεται το δείγμα). «Ένα δείγμα δεν είναι απλώς μια φέτα του πληθυσμού που λαμβάνεται για να εξασφαλισθεί η άνετη μελέτη του πληθυσμού, αλλά ένα υποσύνολο (μικρόκοσμος) που αναμένεται να είναι αντιπροσωπευτικό του γεννήτορα (δειγματοληπτούμενου) πληθυσμού». Η χρήση του πληθυσμού όπως προκύπτει από την απογραφή του 1991, ως δειγματοληπτικό πλαίσιο για έρευνες που διεξάγονται το 2003, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ατελούς πλαισίου, που περιορίζει σημαντικά την αξία των αποτελεσμάτων των ερευνών.
- Αλλαγή στατιστικής μονάδας: Μια αδυναμία που συχνά παρατηρείται αφορά στην αλλαγή της στατιστικής μονάδας κατά τη διαδικασία της δειγματοληπτικής έρευνας. Σε πολλές έρευνες, για παράδειγμα, η επιλογή δείγματος γίνεται σε επίπεδο νοικοκυριού αλλά τα παραγόμενα αποτελέσματα αφορούν σε άτομα.
- Βαθμός ανταπόκρισης: Το μέγεθος του δείγματος είναι καθοριστικός παράγοντας για την ακριβή περιγραφή του εξεταζόμενου πληθυσμού. Οι περισσότερες δειγματοληπτικές έρευνες γίνονται με τη χρήση ερωτηματολογίου που συνήθως αποστέλλεται στις στατιστικές μονάδες (άτομα, επιχειρήσεις κλπ) που αποτελούν το δείγμα. Ο βαθμός ανταπόκρισης (responserate) ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά την αμεροληψία της εκτίμησης, αφού ενδέχεται να αλλοιώσει την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος. Για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των δειγματοληπτικών ερευνών είναι απαραίτητη η αναφορά στο πραγματικό μέγεθος του δείγματος (αριθμός συμπληρωμένων ερωτηματολογίων) καθώς και η εκτίμηση της διαρροής και κατά πόσο επηρεάζει τη σύνθεση του δείγματος.
- Δειγματοληπτικά σφάλματα: Ο όρος «σφάλμα» μιας δειγματικής συνάρτησης αναφέρεται στη διαφορά μεταξύ της τιμής της δειγματικής συνάρτησης και της τιμής της αντίστοιχης πληθυσμιακής παραμέτρου. Οι αποκλίσεις αυτές οφείλονται σε συνδυασμό πολλών παραμέτρων και τα σφάλματα που προκύπτουν ταξινομούνται σε δειγματοληπτικά και μη δειγματοληπτικά σφάλματα. Τα δειγματοληπτικά σφάλματα προκύπτουν από την επιλογή των μονάδων του δείγματος. Τα σφάλματα δειγματοληψίας μετρούνται με αυτό που καλείται ακρίβεια (precision) ή αξιοπιστία (reliability) των δειγματικών αποτελεσμάτων, και εκφράζουν το βαθμό με τον οποίο διαδοχικές δειγματικές συναρτήσεις που προκύπτουν από διαδοχικά τυχαία δείγματα ιδίου μεγέθους, διαφέρουν μεταξύ τους. Η ορθότητα (accuracy) μιας δειγματικής εκτίμησης είναι η διαφορά μεταξύ δειγματικής και πραγματικής τιμής της παραμέτρου. Η ορθότητα της εκτίμησης δεν είναι πάντα άμεσα μετρήσιμη, ακριβώς διότι η τιμή της πληθυσμιακής παραμέτρου είναι άγνωστη. Ο έλεγχος και υπολογισμός της αξιοπιστίας των αποτελεσμάτων του δείγματος (χρησιμοποιώντας τη Θεωρία Πιθανοτήτων) είναι βασικό μέρος της δειγματοληπτικής έρευνας, διότι συμβάλλει στο να επιτευχθεί η ορθότητα της δειγματικής εκτίμησης (Μπένος, 1991α, β).
Κεφάλαιο 4:
Τα Εργαλεία της Δημογραφίας
Οι πληροφορίες σχετικά με τα πληθυσμιακά μεγέθη γίνονται καλύτερα αντιληπτές όταν εκφράζονται με τη βοήθεια αριθμητικών μεγεθών, των δημογραφικών μέτρων. Η πληροφορία, για παράδειγμα, ότι ο πληθυσμός μιας περιοχής αυξάνεται συχνά, δεν είναι ικανοποιητική. Πόση είναι η αύξηση; Σε πόσο χρονικό διάστημα σημειώθηκε; Πού οφείλεται; Ποιές ηλικιακές ομάδες επηρρεάζονται περισσότερο; Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα προσφέρουν πληρέστερη ενημέρωση όχι μόνο σχετικά με την εξέλιξη του φαινομένου (στην περίπτωσή μας την αύξηση του πληθυσμού), αλλά παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με την ένταση, το ρυθμό μεταβολής, αλλά και την επίδρασή τους σε άλλες δημογραφικές μεταβλητές. Η παρεχόμενη πληροφόρηση γίνεται με τον τρόπο αυτό περισσότερο συγκεκριμένη και καλύτερα αξιοποιήσιμη.
Τα δημογραφικά μέτρα μπορεί να είναι απόλυτα ή σχετικά μεγέθη, λόγοι ή ρυθμοί και αναφέρονται άλλοτε στα γεγονότα που επέρχονται κατά τη διάρκεια ενός έτους ή σε αυτά που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια μιας γενιάς (Haupt and Kane, 2000).
Απόλυτοι Αριθμοί (Absolute Values or Counts)
Με απόλυτους αριθμούς περιγράφεται το μέγεθος ενός πληθυσμού ή ενός υποσυνόλου του, καθώς και η συχνότητα εμφάνισης ενός δημογραφικού γεγονότος που συντελείται σε συγκεκριμένη περιοχή κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου.
Παραδείγματα:
- Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, ο μόνιμος πληθυσμός που διαμένει στην Ελλάδα υπολογίζεται στα 10.816.286 άτομα.
- Στους 377 ανήλθαν οι θάνατοι που αποδίδονται σε αυτοκτονίες το 2010, στην Ελλάδα.
- Ο αριθμός των εκτός γάμου γεννήσεων το 2010 στην Ελλάδα έφτασε τις 8.314.
Οι απόλυτοι αριθμοί εκφράζουν τη συχνότητα με την οποία εμφανίζεται ένα δημογραφικό γεγονός. Η πληροφορία αυτή αν και βασική, αποκτά μεγαλύτερη αξία όταν παρουσιάζεται σε συνάρτηση με το μέγεθος του συνολικού πληθυσμού που βιώνει τα γεγονότα. Με γνώμονα αυτήν την πληροφορία δομούνται οι κοινωνικές και οι δημογραφικές πολιτικές για την αντιμετώπιση ενός φαινομένου ή για την προστασία συγκεκριμένων και ευπαθών πληθυσμιακών ομάδων. Συνεπώς, οι απόλυτοι αριθμοί αποτελούν τη βάση, πρώτον, για την κατάρτιση άλλων πιο σύνθετων δεικτών και, δεύτερον, για οποιαδήποτε περαιτέρω στατιστική ανάλυση και επεξεργασία.
Αναλογίες και Ποσοστά (Proportion and Percentages)
Με τη βοήθεια των αναλογιών εκφράζεται το σχετικό βάρος μιας πληθυσμιακής υποομάδας στο συνολικό πληθυσμό, βάσει της παρακάτω σχέσης:
Με τη βοήθεια των αναλογιών εκφράζεται το σχετικό βάρος μιας πληθυσμιακής υποομάδας στο συνολικό πληθυσμό, βάσει της παρακάτω σχέσης:
Σημείωση: Στην περίπτωση αυτή ο αριθμητής περιέχεται στον παρανομαστή ή αλλιώς το Pi είναι υποσύνολο του συνολικού πληθυσμού P (Pi⊆P).
Δεδομένου ότι το Pi είναι υποσύνολο του P, το παραπάνω κλάσμα παίρνει πάντα τιμές μεταξύ 0 και 1. Μπορεί, επίσης, να εκφραστεί ως ποσοστό, αν πολλαπλασιαστεί με το 100, ή επί τοις χιλίοις (‰) αν πολλαπλασιαστεί επί 1.000, κ.ο.κ..
Πλαίσιο 4.1 Αναλογίες και ποσοστά.
Πλαίσιο 4.2 Αναλογίες και ποσοστά.
Λόγοι (Ratios)
Οι λόγοι προκύπτουν από την αναγωγή μιας πληθυσμιακής ομάδας προς μια άλλη και εκφράζουν τη μεταξύ τους σχέση.
Ο λόγος των φύλων (sex ratio) που εκφράζεται ως ο αριθμός των ανδρών που αντιστοιχεί σε 100 γυναίκες.
Πλαίσιο 4.3 Αναλογίες και ποσοστά.
Ο λόγος ηλικιακής εξάρτησης (age-dependency ratio) ο οποίος δίνει τον αριθμό των εξαρτημένων ατόμων (κάτω των 14 και άνω των 65 ετών) που αντιστοιχούν στον ενεργό πληθυσμό σε ηλικία εργασίας (από 15 έως 64 ετών).
Με τη βοήθεια των αναλογιών αποτυπώνονται οι σχέσεις μεταξύ διαφορετικών υπο-ομάδων και εκτιμώνται οι αλλαγές στη δομή και σύνθεση ενός πληθυσμού. Οι μεταβολές στις αναλογίες αποτυπώνουν τους διαφορετικούς ρυθμούς εξέλιξης μεταξύ των επιμέρους πληθυσμιακών ομάδων. Ενδεχόμενη αύξηση του λόγου ηλικιακής εξάρτησης, για παράδειγμα, σημαίνει ότι ο αριθμός των εξαρτημένων οικονομικά ατόμων αυξάνεται ταχύτερα από τον αριθμό των οικονομικά ενεργών.
4.2. Δημογραφικοί Δείκτες (Demographic Rates)
Οι δημογραφικοί δείκτες εκφράζουν τη συχνότητα εμφάνισης ενός δημογραφικού γεγονότος (π.χ. γέννηση ή θάνατος) σε έναν πληθυσμό κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου, συνήθως κατά τη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους. Οι δημογραφικοί δείκτες διακρίνονται στους αδρούς (ή ακαθάριστους δείκτες) και τους ειδικούς δείκτες.
Οι αδροί δείκτες (crude rates) προκύπτουν από το λόγο του αριθμού των γεγονότων στο συνολικό πληθυσμό και εκφράζονται από την παρακάτω γενική σχέση:
Οι αδροί ή ακαθάριστοι δείκτες είναι απλοί στον υπολογισμό και εύκολοι στην ερμηνεία τους. Περιγράφουν την ένταση ενός δημογραφικού φαινομένου σε έναν πληθυσμό εκφράζοντας τον αριθμό των συμβάντων ανά 1.000 κατοίκους (ή 100 ή 10.000 ανάλογα με τη συχνότητα του φαινομένου).
Οι ειδικοί κατά ηλικία (ή κατά φύλο) δείκτες (age-specific or sex-specific rates) υπολογίζονται κατά τρόπο ανάλογο με αυτό των αδρών δεικτών, αναφέρονται όμως σε συγκεκριμένο υποσύνολο του πληθυσμού, σε άτομα που ανήκουν σε συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα (ή φύλο).
Παράδειγμα 4.1: Υπολογισμός αδρού και ειδικών κατά ηλικία δεικτών [πραγματικά δεδομένα] |
Ερώτηση:
Ο πληθυσμός Β καταγράφει υψηλότερο αδρό δείκτη θνησιμότητας. Μπορεί από αυτό κάποιος να συμπεράνει ότι ο «κίνδυνος» θανάτου είναι μεγαλύτερος για τα άτομα του πληθυσμού Β σε σχέση με αυτά του πληθυσμού Α;
Πλαίσιο 4.4 Αναλογίες και ποσοστά.
Ο αδρός δείκτης περιγράφει την ένταση του φαινομένου σ’έναν συγκεκριμένο πληθυσμό, αλλά δεν προσφέρεται για σύγκριση μεταξύ περισσότερων πληθυσμών διότι παραβλέπει τις μεταξύ τους διαφοροποιήσεις ως προς κάποια χαρακτηριστικά που συμβάλλουν στη διαμόρφωση της δημογραφικής συμπεριφοράς. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα παραγόντων που επιδρούν στην ένταση ενός φαινομένου είναι η ηλικία και το φύλο. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, είναι γνωστό ότι ο κίνδυνος θανάτου διαφοροποιείται σημαντικά με την ηλικία. Είναι λοιπόν πιθανό, ο υψηλότερος αδρός δείκτης θνησιμότητας (αριθμός θανάτων ανά 1000 άτομα) του πληθυσμού Β να αποδίδεται στην ηλικιακή κατανομή (αν ο πληθυσμός Β έχει περισσότερους ηλικιωμένους σε σχέση με τον πληθυσμό Α) και όχι σε μεγαλύτερα επίπεδα θνησιμότητας. Οι αδροί δείκτες δεν προσφέρονται για συγκρίσεις μεταξύ πληθυσμών με διαφορετική ηλικιακή δομή.
Στο παραπάνω υποθετικό παράδειγμα, έστω ότι οι πληθυσμοί Α και Β έχουν την ηλικιακή κατανομή που παρουσιάζεται στη στήλη Πληθυσμός του Πίνακα 4.1 που ακολουθεί, ενώ οι θάνατοι κατανέμονται ανά δεκαετείς ηλικιακές ομάδες, έτσι όπως καταγράφεται στις στήλες # θανάτων. Παρατηρείται ότι παρ’όλο που ο πληθυσμός Β έχει υψηλότερο αδρό δείκτη θνησιμότητας σε σχέση με τον πληθυσμό Α (33,3 θάνατοι ανά 1.000 κατοίκους έναντι 28,6 θάνατοι ανά 1.000 κατοίκους), οι δύο πληθυσμοί καταγράφουν ακριβώς τους ίδιους ανά ηλικιακή ομάδα δείκτες θνησιμότητας. Με άλλα λόγια, ο κίνδυνος θανάτου ανά ηλικία είναι ακριβώς ο ίδιος για τα άτομα των δύο πληθυσμών.
Πίνακας 4.1 Παράδειγμα υποθετικών πληθυσμών.
Ο υψηλότερος αδρός δείκτης θνησιμότητας που καταγράφει ο πληθυσμός Β οφείλεται στα μεγαλύτερα ποσοστά του πληθυσμού που συγκεντρώνονται στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η πιθανότητα θανάτου αυξάνεται με την ηλικία.
Στον Πίνακα 4.2 προτείνεται ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα υποθετικών πληθυσμών. Οι πληθυσμοί Α και Γ έχουν ακριβώς τους ίδιους αδρούς δείκτες θνησιμότητας, δεν αντιμετωπίζουν όμως με την ίδια επιτυχία το θάνατο.
Πίνακας 4.2 Παράδειγμα υποθετικών πληθυσμών.
Μεταξύ των δύο πληθυσμών καταγράφονται σημαντικές διαφορές στη θνησιμότητα σε όλες τις ηλικιακές ομάδες (όπως αποτυπώνονται στη στήλη θάνατοι ανά 1.000 κατοίκους) οι οποίες όμως αντισταθμίζονται από τη διαφορετική ηλικιακή δομή και «χάνονται» πίσω από ταυτόσημους αδρούς δείκτες θνησιμότητας (28,6 θάνατοι ανά 1.000 κατοίκους). Το γεγονός ότι ο πληθυσμός Γ καταγράφει σε κάθε ηλικία σημαντικά υψηλότερους δείκτες θνησιμότητας σε σχέση με το Α, δηλαδή ο κίνδυνος θανάτου είναι σταθερά υψηλότερος στο πληθυσμό Γ, δεν αποτυπώνεται στον αδρό δείκτη θνησιμότητας λόγω της νεανικότερης δομής του πρώτου.
Γίνεται με τα παραπάνω παραδείγματα σαφές ότι η βασική αδυναμία των αδρών ή ακαθάριστων δεικτών είναι ότι δεν προσφέρονται για σύγκριση μεταξύ δύο πληθυσμών: με την αναγωγή των γεγονότων στο συνολικό πληθυσμό παραβλέπεται η επίδραση της κατά ηλικία δομής και της κατά φύλο σύνθεσης του πληθυσμού. Αυτό συμβαίνει, επειδή η πιθανότητα εμφάνισης ενός δημογραφικού γεγονότος επηρεάζεται σημαντικά από την ηλικία και το φύλο του ατόμου, ενώ δεν είναι όλα τα άτομα εξ’ίσου εκτεθειμένα σε κάθε δημογραφικό γεγονός. Κατ’ αναλογία δεν ενδείκνυται η χρήση αδρών δεικτών για τη μελέτη ενός δημογραφικού φαινομένου σε συγκεκριμένο πληθυσμό σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, δεδομένου ότι η κατά ηλικία και φύλο κατανομή ενός πληθυσμού μεταβάλλονται διαχρονικά.
Σε κάθε περίπτωση είτε πρόκειται για σύγκριση μεταξύ διαφορετικών πληθυσμών είτε μεταξύ διαφορετικών χρονικών στιγμών του ίδιου πληθυσμού, είναι απαραίτητη η τυποποίηση των δεικτών ως προς την ηλικία (age-standardization) προκειμένου να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα (Βλέπε §5.1).
Ωστόσο, η αδυναμία αυτή η οποία καθιστά τους αδρούς δείκτες ακατάλληλους για γεωγραφικές ή διαχρονικές συγκρίσεις, δεν μειώνει τη θεωρητική, αλλά και πρακτική αξία των αδρών δεικτών στη δημογραφική ανάλυση. Η σημασία τους και η ευρεία χρήση τους οφείλεται στο ότι εκφράζουν τις συνιστώσες της πληθυσμιακής μεταβολής: ο αδρός δείκτης γεννητικότητας εκφράζει κατά πόσα άτομα (ανά 1.000 κατοίκους) αυξάνεται ένας πληθυσμός, ο αδρός δείκτης θνησιμότητας εκφράζει κατά πόσα άτομα (ανά 1.000 κατοίκους) μειώνεται ένας πληθυσμός, ενώ ο αδρός δείκτης καθαρής μετανάστευσης εκφράζει ανάλογα με το πρόσημό του, τον αριθμό των ατόμων (ανά 1.000 κατοίκους) που προστίθενται ή αφαιρούνται σ’ έναν πληθυσμό κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης χρονικής περιόδου (βλέπε §5.1).
4.3. Μέτρα Κοόρτης και Μέτρα Περιόδου
Η δημογραφική ανάλυση διακρίνεται σε διαμήκη (όταν μελετά ένα δημογραφικό φαινόμενο στη διάρκεια μιας κοόρτης) και εγκάρσια (όταν μελετά ένα δημογραφικό φαινόμενο κατά τη διάρκεια ενός έτους).
Μέτρα γενιάς ή της κοόρτης (cohort measures)
Μέτρα κοόρτης (ή γενεολογικοί δείκτες) καλούνται οι στατιστικές που περιγράφουν τα γεγονότα τα οποία αφορούν μια γενιά10 ή κοόρτη και ανάγονται στον πληθυσμό της συγκεκριμένης κοόρτης. Ως κόορτη ορίζεται μια ομάδα ατόμων που βίωσαν σε δεδομένη χρονική στιγμή κάποια κοινή δημογραφική εμπειρία, όπως γέννηση, αποφοίτηση, είσοδος στην αγορά εργασίας, γάμος κλπ. (Ταπεινός, 1993).
Μέτρα περιόδου (period measures)
Τα μέτρα περιόδου είναι οι στατιστικές που περιγράφουν τα συμβάντα που αφορούν στο σύνολο ή μέρος του πληθυσμού και έλαβαν χώρα μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Συνηθέστερη χρονική περίοδος είναι το ημερολογιακό έτος. Για τον υπολογισμό των μέτρων περιόδου χρησιμοποιούνται δεδομένα της αντίστοιχης περιόδου (period data). Τα δεδομένα αυτά καταγράφουν δημογραφικά συμβάντα τα οποία συνέβησαν κατά τη διάρκεια μιας περιόδου (συνήθως ενός έτους) και αναφέρονται στις δημογραφικές εμπειρίες ατόμων που ανήκουν σε διαφορετικές κοόρτες.
- Τα μέτρα περιόδου, και κατά συνέπεια η ανάλυση περιόδου, παρουσιάζουν κάποια πλεονεκτήματα σε σχέση με τα αντίστοιχα της κοόρτης:
- η συλλογή των απαραίτητων δεδομένων είναι ευκολότερη
- η ανάλυση βασίζεται σε πρόσφατα στοιχεία και άρα μπορεί να συλλάβει τις νέες δημογραφικές τάσεις και εξελίξεις
αποτυπώνονται άμεσα οι μεταβολές στη δημογραφική συμπεριφορά που αποτελούν συνέπεια κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών ή πολιτισμικών αλλαγών
Τα κυριότερα μειονεκτήματα συνοψίζονται στo ότι τα μέτρα περιόδου:
- δεν αναφέρονται σε καμία πραγματική γενιά και δεν αποτυπώνουν τις πραγματικές επιλογές κάποιας κοόρτης
- είναι ευάλωτα στις στιγμιαίες διακυμάνσης (tempo effect)
Το διάγραμμα Lexis προτείνει μια γραφική απεικόνιση της σχέσης μεταξύ μέτρων περιόδου και γενιάς. Ένα διάγραμμα Lexis αποτελείται από δύο κάθετους άξονες και παράλληλες ευθείες οριζόντιες και κάθετες που σχηματίζουν τετράγωνα (Διάγραμμα 4.1). Ο οριζόντιος άξονας εκφράζει το χρόνο ως ημερολογιακά έτη, ενώ ο κάθετος άξονας ως ηλικίες. Με αφετηρία τη χρονική στιγμή που αντιστοιχεί στην ημερομηνία γέννησης χαράζεται η διαγώνιος που αναπαριστά τη γραμμή ζωή ενός ατόμου ή μιας γενιάς (Ταπεινός, 1993).
Διάγραμμα 4.1 Αποτύπωση Ηλικίας και Γενιάς στο Διάγραμμα Lexis.
Διάγραμμα 4.2 Διάγραμμα Lexis.
Τα γεγονότα που αναφέρονται στην ηλικία a αποτυπώνονται πάνω στην οριζόντια γραμμή που περνά από την ηλικία a. Τα γεγονότα που αναφέρονται στο ημερολογιακό έτος t αποτυπώνονται πάνω στην κάθετη γραμμή με αρχή το έτος t.
Κάθε διαγώνιος αναφέρεται σε ένα άτομο ή το σύνολο της γενιάς με έτος γέννησης το σημείο τομής της διαγωνίου με τον οριζόντιο άξονα. Πάνω σε αυτή τη γραμμή μπορούν να σημειωθούν τα σημαντικά γεγονότα στη ζωή ενός ατόμου ή μιας γενιάς.
Κάθε οριζόντια γραμμή αφορά γεγονότα που συμβαίνουν σε σταθερή ηλικία, αυτή της τομής της ευθείας με τον κάθετο άξονα.
Αντίστοιχα, κάθε κάθετη γραμμή αφορά γεγονότα μιας χρονιάς που επηρεάζουν διαφορετικές γενιές σε διαφορετικές ηλικίες.
Το σκιαγραμμένο τετράγωνο παριστάνει γεγονότα της δεκαετίας του 1980 που επηρέασαν άτομα διαφορετικών γενεών που διένυαν τη δεύτερη δεκαετία της ζωής της.
Το σκιαγραμμένο τρίγωνο παριστάνει τα γεγονότα της δεκαετίας του 1990 που αφορούν άτομα γεννημένα πριν το 1970 και μικρότερα από 30 ετών (Διάγραμμα 4.2).
Με τη βοήθεια του διαγράμματος Lexis γίνεται αντιληπτή η σχέση μεταξύ μέτρων, περιόδου και γενιάς. Μια κάθετη γραμμή που τέμνει περισσότερες διαγώνιες σε διαφορετικές ηλικίες παριστάνει τα γεγονότα μιας χρονιάς (περιόδου) που επιδρούν και επηρεάζουν τις ζωές διαφορετικών γενεών (Παπαδάκης και Τσίμπος, 2004). Αντίθετα, η διαγώνιος που τέμνεται από διαφορετικές κάθετες παριστά την επίδραση γεγονότων διαφορετικών ετών στην πορεία ζωής μιας γενιάς.
Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι κυριότεροι δημογραφικοί δείκτες που χρησιμοποιούνται για τη μελέτη ενός πληθυσμού και της δυναμικής του, καθώς και οι βασικοί ανά δημογραφικό φαινόμενο δείκτες.
4.4. Δείκτες Δομής και Σύνθεσης του Πληθυσμού
Το ενδιαφέρον ενός δημογράφου κατά τη μελέτη ενός πληθυσμού αφορά τόσο στην ανάλυση της κατάστασής του (δομή και σύνθεση του πληθυσμού) όσο και της δυναμικής του (μεταβολές).
Η ηλικία και το φύλο αποτελούν τις δύο βασικότερες μεταβλητές της δημογραφικής ανάλυσης. Η κατά ηλικία και φύλο δομή ενός πληθυσμού επιδρά καθοριστικά στην ένταση και διάρκεια των δημογραφικών φαινομένων: οι δείκτες γεννητικότητας, θνησιμότητα και μετανάστευσης διαφοροποιούνται σημαντικά ανάλογα με την ηλικία και το φύλο11. Σχεδόν κάθε πτυχή της ανθρώπινης συμπεριφοράς και δραστηριότητας είτε πρόκειται για προσωπικές θέσεις και στάση ζωής (όπως πολιτική ή θρησκευτική ιδεολογία, αντιλήψεις, τοποθετήσεις κλπ) είτε πρόκειται για αντικειμενικά και μετρήσιμα χαρακτηριστικά (όπως εισόδημα, οικογενειακή κατάσταση ή απασχόληση) διαφοροποιείται σημαντικά ανάλογα με την ηλικία. Κατ’ απόλυτη αναλογία, ένας πληθυσμός με μεγάλο ποσοστό νέων ατόμων παρουσιάζει σημαντικές διαφορές ως προς τη συμπεριφορά, τις προτεραιότητες και τις απαιτήσεις συγκρινόμενος μ΄έναν πληθυσμό με υψηλό ποσοστό ηλικιωμένων.
4.4.1. Κατά φύλο σύνθεση του πληθυσμού
Αντίθετα με την κοινή αντίληψη, η κατανομή του πληθυσμού στα δύο φύλα δεν είναι ούτε ισομερής ούτε ηλικιακά ομοιόμορφη. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι άνδρες είναι περισσότεροι από τις γυναίκες. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ για το 2010, ο παγκόσμιος πληθυσμός αποτελείται από 3,478 δισεκατομμύρια άνδρες και 3,418 δισεκατομμύρια γυναίκες. Το θέμα είναι αρκετά πολύπλοκο, παρουσιάζει σημαντικές γεωγραφικές διαφοροποιήσεις και αξίζει ιδιαίτερης προσοχής.
Ο λόγος των φύλων είναι ο κύριος δείκτης αποτύπωσης της αριθμητικής αναλογίας μεταξύ των δύο φύλων σε έναν πληθυσμό.
Ο λόγος των φύλων (sex ratio) αποτελεί τον κυριότερο και ευρύτερα χρησιμοποιούμενο δείκτη για τη μελέτη της κατά φύλο σύνθεσης ενός πληθυσμού. Εκφράζεται από τον λόγο του ανδρικού πληθυσμού (PM) προς τον γυναικείο πληθυσμό (PF). Πολλαπλασιασμένος επί 100, ο λόγος αυτός εκφράζει τον αριθμό των ανδρών που αντιστοιχούν σε 100 γυναίκες κατά τη διάρκεια ενός έτους t:
Το 2010, ο λόγος των φύλων ήταν 102, δηλαδή αντιστοιχούσαν 102 άνδρες σε 100 γυναίκες παγκοσμίως.
Ο συγκεκριμένος λόγος καταγράφει έντονες γεωγραφικές διαφοροποιήσεις αφού είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στην ηλικιακή δομή του πληθυσμού ακολουθώντας σε γενικές γραμμές τον κανόνα ότι όσο νεότερος είναι ένας πληθυσμός τόσο υψηλότερη η αναλογία των ανδρών μέσα σε αυτόν. Αυτό οφείλεται στη διαπίστωση ότι κάθε ένα από τα δημογραφικά φαινόμενα (γεννητικότητα, θνησιμότητα και μεταναστευτική κίνηση) επιδρά με διαφορετικό τρόπο στη σύνθεση του πληθυσμού διαταράσσοντας την αριθμητική ισορροπία πότε προς όφελος του ενός και πότε του άλλου φύλου.
Η γεννητικότητα φαίνεται να ευνοεί τα αγόρια ενώ αντίθετα η θνησιμότητα επιδρά προς όφελος των γυναικών (ανδρική υπερθνησιμότητα). Ως αποτέλεσμα, στις νεαρές ηλικίες ο αριθμός των αγοριών υπερβαίνει τον αριθμό των κοριτσιών. Αντίθετα, στις μεγάλες ηλικίες οι γυναίκες είναι περισσότερες από τους άνδρες. Στις ενδιάμεσες ηλικίες καθοριστικός για την κατά φύλο σύνθεση του πληθυσμού είναι ο ρόλος της μετανάστευσης (Διάγραμμα 4.3).
Παράλληλα με τo λόγο των φύλων στο συνολικό πληθυσμό, ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο υπολογισμός του δείκτη σε συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες, παρέχοντας μια πιο λεπτομερή αποτύπωση των επί μέρους διαφορών.
Ειδικότερα, ο λόγος των φύλων κατά τη γέννηση (sex ratio at birth) εκφράζει τον αριθμό των νεογέννητων αγοριών που αντιστοιχούν σε 100 γεννήσεις (ζώντων) κοριτσιών και δίνεται από τη σχέση:
Η αριθμητική υπεροχή των αγοριών κατά τη γέννηση έχει επιβεβαιωθεί γεωγραφικά και ελεγχθεί διαχρονικά. Η πιθανότητα γέννησης αγοριού είναι σταθερά υψηλότερη της πιθανότητας γέννησης κοριτσιού και υπολογίζεται περίπου στο 0,514 (51,4%) έναντι 0.486 (48,6%), αντίστοιχα. Κατά συνέπεια, για κάθε 100 νεογέννητα κορίτσια αντιστοιχούν περίπου 105-106 νεογέννητα αγόρια. Η παραπάνω αναλογία είναι προσεγγιστική και δεν αποτελεί παρά μια «παγκόσμια μέση τιμή», αφού σημαντικές διακυμάνσεις καταγράφονται τόσο μεταξύ διαφορετικών πληθυσμών όσο και ανάμεσα σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Σήμερα η υψηλότερη αναλογία φύλων κατά τη γέννηση συναντάται σε χώρες της Ανατολικής Ασίας, όπως Κίνα, Νότιος Κορέα, Σιγκαπούρη, Χονγκ Κονγκ, Ταϊβάν αλλά και στην Ινδία.
Διάγραμμα 4.3 Λόγος των φύλων ανά ηλικιακή ομάδα σε επιλεγμένες χώρες, 2000.
4.4.2. Κατά ηλικία δομή του πληθυσμού
Η ηλικιακή σύνθεση ενός πληθυσμού, όπως αποτυπώνεται από τους σχετικούς δείκτες, έχει τεράστιες επιπτώσεις όχι μόνο στη δημογραφική αλλά επίσης στη οικονομική, κοινωνική και πολιτική εξέλιξη μιας χώρας ή μιας περιοχής. Τομείς όπως η παιδεία, η οικονομία, η απασχόληση, η πολιτική αλλά και άλλοι καθορίζονται από την ηλικιακή δομή ενός πληθυσμού και επηρρεάζονται άμεσα από τις μεταβολές της.
Η ηλικιακή διάμεσος (median age) αποτελεί έναν χρήσιμο δείκτη ηλικιακής σύνθεσης. Σε απόλυτη αντιστοιχία με την διάμεσο ως μέτρο θέσης της περιγραφικής στατιστικής, εκφράζει την ηλικία από την οποία ο μισός πληθυσμός είναι νεότερος και ο άλλος μισός γηραιότερος.
Ως λόγος ηλικιακής εξάρτησης (age-dependency ratio) ορίζεται ο λόγος των εξαρτημένων ατόμων, δηλαδή των νέων έως 14 ετών και των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών, στο σύνολο του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας (15-64 ετών). Ο δείκτης αυτός εκφράζει τον αριθμό των παιδιών και ηλικιωμένων που αντιστοιχεί σε κάθε εν δυνάμει οικονομικά ενεργό άτομο.
Ο λόγος ηλικιακής εξάρτησης μπορεί να αναλυθεί στο λόγο εξάρτησης των νέων και των ηλικιωμένων
λόγος εξάρτησης νέων+ λόγος εξάρτησης ηλικιωμένων
Ο λόγος εξάρτησης των νέων (child dependency ratio) είναι ο λόγος των νέων έως 14 ετών προς τον πληθυσμό από 15 έως 64 ετών.
Ο λόγος εξάρτησης ηλικιωμένων (old age dependency ratio) εκφράζεται από το λόγο των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών προς τον πληθυσμό από 15 έως 64 ετών.
Ο λόγος ηλικιακής εξάρτησης εκφράζεται, κατά συνέπεια, ως το άθροισμα του λόγου εξάρτησης των νέων και του λόγου εξάρτησης των ηλικιωμένων.
Ο αντίστροφος του λόγου ηλικιακής εξάρτησης (support ratio) ορίζεται ως ο λόγος των ατόμων ηλικίας 15-64 ετών προς τα άτομα ηλικίας κάτω των 14 και άνω των 65 ετών. Εκφράζεται έτσι ο αριθμός των ατόμων σε εργάσιμη ηλικία που αντιστοιχεί σε ένα ηλικιακά εξαρτημένο άτομο (παιδί ή ηλικιωμένο)
Ο δείκτης γήρανσης εκφράζεται από την αναλογία των ατόμων άνω των 65 ετών στο σύνολο του πληθυσμού. Αντίστοιχα, ο δείκτης νεανικότητας αντιστοιχεί στην αναλογία (ή το ποσοστό) των ατόμων κάτω των 15 ετών στο σύνολο του πληθυσμού.
Συχνά, ως δείκτης γήρανσης αναφέρεται ο λόγος των ατόμων άνω των 65 ετών προς τους νέους ηλικίας κάτω των 15 ετών.
Ο δείκτης ανανέωσης του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας είναι ο λόγος των ατόμων από 10-14 ετών στον αριθμό των από 60 έως 64 ετών. Ο λόγος αυτός συγκρίνει αριθμητικά τους νέους εργαζόμενους που πρόκειται να εισέλθουν στην αγορά εργασίας με αυτούς που πρόκειται να εξέλθουν αυτής λόγω συνταξιοδότησης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η επιλογή των ηλικιών που χρησιμοποιούνται ως κάτω και άνω όρια της εργάσιμης ηλικίας είναι συμβατική. Το 65ο έτος επιλέγεται ως κατώφλι της τρίτης ηλικίας διότι στις περισσότερες χώρες, ταυτίζεται με τη θεσμική ηλικία συνταξιοδότησης. Αντίστοιχα, το 15ο έτος ηλικίας συνήθως σηματοδοτεί το τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης και τη δυνατότητα ένταξης στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, σε πολλές αναλύσεις ως πληθυσμός εργάσιμης ηλικίας θεωρείται ο πληθυσμός από 20 έως 59 ετών. Κατά συνέπεια, οι ηλικίες που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των παράπανω δεικτών μπορεί να μεταβάλλονται, ανάλογα με την περιοχή και την περίοδο μελέτης.
Παράδειγμα 4.2: Υπολογισμός Δεικτών, Ελλάδα 2001 |
Η πληθυσμιακή πυραμίδα είναι ένας ειδικός τύπος διπλού ραβδογράμματος που χρησιμοποιείται ευρύτατα από τους δημογράφους για τη γραφική απεικόνιση της ηλικιακής και κατά φύλο σύνθεσης ενός πληθυσμού σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Η πληθυσμιακή πυραμίδα κατασκευάζεται φέρνοντας στην τετμημένη τον πληθυσμό (των ανδρών στο αρνητικό ημιάξονα και των γυναικών στο θετικό ημιάξονα) και στην τεταγμένη τις (συνήθως πενταετείς) ηλικιακές ομάδες. Για κάθε ηλικιακό κλιμάκιο σχηματίζεται ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, του οποίου η μια κάθετη πλευρά συμπίπτει με τον ημιάξονα Οy και έχει μήκος ίσο προς το αντίστοιχο μέγεθος του κλιμακίου των ηλικιών, ενώ η οριζόντια πλευρά έχει μήκος ίσο προς τον αριθμό ή το ποσοστό των ανδρών και γυναικών κάθε ηλικιακού κλιμακίου. Το μέγιστο ύψος της πυραμίδας είναι συνήθως τα 100 χρόνια.
Συνήθως η βάση είναι ευρύτερη της κορυφής, αφού ανεβαίνοντας τα κλιμάκια των ηλικιών, το πλήθος των ατόμων μειώνεται, λόγω της θνησιμότητας. Έτσι, τελικά, η κατασκευή παίρνει τη μορφή πυραμίδας, και σ’ αυτό ακριβώς οφείλει το όνομά της. Βέβαια, τυχόν απότομες μεταβολές της γεννητικότητας ή της μεταναστευτικής κίνησης ενδέχεται να ταράξουν την ισορροπία μεταξύ στρωμάτων αλλοιώνοντας το τριγωνικό σχήμα της πυραμίδας. Οι πληθυσμιακές πυραμίδες δεν είναι συμμετρικές, αφού γεννιούνται περισσότερα αγόρια από ό,τι κορίτσια, και η ανδρική θνησιμότητα είναι μεγαλύτερη της γυναικείας.
Η μορφή της πυραμίδας και οι λεπτομέρειές της, παρότι καταγράφουν τα στοιχεία μιας δεδομένης χρονικής στιγμής εκφράζουν τις τάσεις της φυσικής κίνησης του πληθυσμού και της κινητικότητάς του, όπως διαμορφώθηκαν τα τελευταία 100 χρόνια. Επομένως, η πληθυσμιακή πυραμίδα εκτός από μια στιγμιαία απεικόνιση της κατά ηλικία και φύλο σύνθεσης του πληθυσμού, αποτυπώνει την εξέλιξη των γενεών που γεννήθηκαν διαδοχικά την τελευταία 100ετία. Επιπλέον, το σχήμα της πυραμίδας υποδηλώνει τη δυναμική της μελλοντικής πληθυσμιακής εξέλιξης (Πίνακας4.3).
Κάθε πληθυσμιακή πυραμίδα έχει μια ιστορία να διηγηθεί σχετικά με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μιας περιοχής και του πληθυσμού της.
Πίνακας 4.3 Διαφορετικοί τύποι πληθυσμιακών πυραμίδων.
4.5. Δείκτες Μέτρησης Δημογραφικών Φαινομένων
Οι γεννήσεις, οι θάνατοι και οι μετακινήσεις αποτελούν τις βασικές δημογραφικές συνιστώσες της μεταβολής ενός πληθυσμού και συμβάλλουν στη διαμόρφωση της δυναμικής του. Διαφορετικοί δείκτες μέτρησης της γονιμότητας, θνησιμότητας και μετανάστευσης προσφέρουν χρήσιμα και συμπληρωματικά μεταξύ τους εργαλεία για την αποτύπωση των φαινομένων και τη μελέτη των διαφοροποιήσεών τους μεταξύ πληθυσμιακών ομάδων. Γνωρίζοντας τις ιδιότητες και ατέλειες των διαθέσιμων μέτρων βοηθά στην επιλογή των κατάλληλων ανά περίσταση εργαλείων και τη σωστή ερμηνεία και αξιοποίηση των πληροφοριών που παρέχονται από αυτά.
Στόχος των δεικτών γονιμότητας είναι η μέτρηση της τάσης ενός πληθυσμού για αναπαραγωγή και αφ’ετέρου η εκτίμηση της γεννητικότητας, ως συνιστώσας της φυσικής κίνησης του πληθυσμού.
Οι δείκτες γονιμότητας διακρίνονται σε δείκτες περιόδου και κοόρτης ανάλογα με το αν αναφέρονται σε γεγονότα μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου ή αν αποτυπώνουν τη συμπεριφορά μιας δεδομένης γενιάς.
Α. Δείκτες Περιόδου
Τα βασικότερα μέτρα περιόδου που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της γονιμότητας είναι τα ακόλουθα:
Ο αδρός (ή ακαθάριστος) δείκτης γεννητικότητας (Crude Birth Rate) είναι ο λόγος των γεννήσεων (B) που συντελούνται κατά τη διάρκεια μιας περιόδου (συνήθως ενός έτους) προς το μέσο πληθυσμό (P) της περιόδου αυτής.
Ως γενικός δείκτης γονιμότητας (General Fertility Rate) ορίζεται ο δείκτης ο οποίος ανάγει το σύνολο των γεννήσεων κατά τη διάρκεια ενός έτους t στον γυναικείο πληθυσμό που βρίσκεται σε αναπαραγωγική ηλικία, δηλαδή στις γυναίκες ηλικίας μεταξύ 15 και 49 ετών, κατά το έτος t.
Ο δείκτης αυτός αποσκοπεί στο να ξεπεραστούν κάποιες από τις αδυναμίες του αδρού δείκτη γονιμότητας. Χρησιμοποιείται ευρύτατα και προσφέρεται για συγκρίσεις μεταξύ διαφορετικών πληθυσμών. Η σημαντική διαφοροποίηση της γονιμότητας μεταξύ διαφορετικών ηλικιακών ομάδων αποτελεί το βασικότερο μειονέκτημά του.
Λόγος παιδιών προς γυναίκες (Child-Woman Ratio). Ο δείκτης αυτός ανάγει τον αριθμό των παιδιών κάτω των 4 ετών στο συνολικό γυναικείο πληθυσμό ηλικίας από 15 έως 49 ετών.
Ειδικός κατά ηλικία δείκτης γονιμότητας (Age-Specific Fertility Rate). Λόγω της σημαντικής διαφοροποίησης της γονιμότητας στις διαφορετικές ηλικιακές ομάδες, έχει νόημα η κατά ηλικία μέτρηση της γονιμότητας. Ο ειδικός κατά ηλικία δείκτης γονιμότητας ανάγει τις γεννήσεις που προέρχονται από γυναίκες που ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα [x , x+n] στο συνολικό γυναικείο πληθυσμό της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας κατά τη διάρκεια ενός έτους t.
Ο δείκτης ολικής γονιμότητας ή συνθετικός δείκτης γονιμότητας (Total Fertility Rate) αποτελεί το άθροισμα των επί μέρους ειδικών κατά ηλικία συντελεστών γονιμότητας για το έτος t.
Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί στον μέσο αριθμό παιδιών ανά γυναίκα και αποτελεί τον πιο εύχρηστο και διαδεδομένο δείκτη γονιμότητας. Χρησιμοποιείται ευρύτατα για τη σύγκριση των επιπέδων γονιμότητας τόσο ανάμεσα σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές όσο και ανάμεσα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Με τις τρέχουσες συνθήκες θνησιμότητας στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές, ο ελάχιστος απαραίτητος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η αναπλήρωση μιας γενιάς από μια άλλη αριθμητικά τουλάχιστον ίση, είναι περίπου 2,1.
Βασικό μειονέκτημα του δείκτη αυτού είναι ότι ανάγει δεδομένα μιας συγκεκριμένης χρονικής στιγμής στη διάρκεια μια γενεάς. Στην ουσία αποτελεί την αποτύπωση της δημογραφικής συμπεριφοράς όχι μιας πραγματικής, αλλά μιας εικονικής γενεάς, η οποία σε κάθε ηλικία καταγράφει επίπεδα γονιμότητας ανάλογα των ειδικών κατά ηλικία δεικτών γονιμότητας της συγκεκριμένης στιγμής. Ως εκ τούτου, αυξομειώσεις του συνθετικού συντελεστή γονιμότητας μπορεί να οφείλονται στη μεταβολή του χρονοδιαγράμματος των γεννήσεων και να μην αποτυπώνουν πραγματική αύξηση ή μείωση της γονιμότητας.
Ας υποθέσουμε για παράδειγμα ότι οι γυναίκες διαδοχικών γενεών αποκτούν ακριβώς δύο παιδιά, το πρώτο στην ηλικία των 25 ετών και το δεύτερο στα 28 τους χρόνια. Έστω ότι, κατ’ εξαίρεση, κατά τη διάρκεια ενός έτους t όλες οι γυναίκες αποφασίζουν να καθυστερήσουν την απόκτηση του πρώτου τους παιδιού κατά ένα έτος. Αν και ο τελικός αριθμός παιδιών ανά γυναίκα θα παραμείνει σταθερός για κάθε γενιά, ο δείκτης ολικής γονιμότητας κατά το έτος t θα μειωθεί κατά 1,0, θα πέσει δηλαδή από 2,0 σε 1,0 παιδιά ανά γυναίκα. Αντίθετα την επόμενη χρονιά t+1 θα αυξηθεί στα 3,0 παιδιά/γυναίκα, αφού θα αποκτήσουν το πρώτο τους παιδί (με ένα χρόνο καθυστέρηση) οι γυναίκες των 26 ετών, ενώ θα τεκνοποιήσουν κανονικά σύμφωνα με την υπόθεση εργασίας οι γυναίκες των 25 και αυτές των 28 ετών. H διαταραχή αυτή στο δείκτη αποκαθίσταται μετά το έτος t+2, και εφ’όσον το χρονοδιάγραμμα των γεννήσεων επανέλθει στους «φυσιολογικούς» προγενέστερους ρυθμούς.
Συμπερασματικά, επισημαίνεται ότι ο Δείκτης Ολικής Γονιμότητας είναι εξαιρετικά εύχρηστος, αφού για τον υπολογισμό αρκούν οι στατιστικές ενός μόνο έτους, απαιτεί όμως ιδιαίτερη προσοχή στην ερμηνεία, αφού είναι ευάλωτος σε αλλαγές (μόνιμες ή προσωρινές) τόσο στην ένταση όσο και στο χρονοδιάγραμμα των γεννήσεων.
Ο ακαθάριστος δείκτης αναπαραγωγής (Gross Reproduction Rate) είναι δείκτης ανάλογος του Δείκτη Ολικής Γονιμότητας, με τη διαφορά ότι στον υπολογισμό του Ακαθάριστου Δείκτη Αναπαραγωγής υπολογίζονται μόνο οι γεννήσεις κοριτσιών. Όπως διαφαίνεται και από την ονομασία του δείκτη, το ενδιαφέρον εστιάζεται στην αναπαραγωγή του πληθυσμού, την ικανότητά του δηλαδή να διατηρεί το μέγεθός του από γενιά σε γενιά. Θεωρείται ότι η αναπαραγωγική δυνατότητα ενός πληθυσμού διασφαλίζεται εφ’όσον κάθε γυναίκα αποκτήσει τουλάχιστον μια κόρη, που θα έχει με τη σειρά της τουλάχιστον μια κόρη κ.ο.κ. Ο προσδιορισμός «ακαθάριστος» αποδίδεται στο ότι παραβλέπεται η θνησιμότητα. Δε λαμβάνεται, δηλαδή, υπ’όψιν το γεγονός ότι δεν επιβιώνουν όλα τα κορίτσια ως την ηλικία τεκνοποίησης.
Μια ικανοποιητική προσέγγιση του δείκτη δίνεται από το γινόμενο του δείκτη ολικής γονιμότητας με το 0,4878, αριθμός που αντιστοιχεί στην μέση πιθανότητα γέννησης κοριτσιού (έναντι 0,5122 της πιθανότητας απόκτησης αγοριού).
Καθαρός δείκτης αναπαραγωγής (Net Reproduction Rate). Ο δείκτης αυτός αποτελεί μια παραλλαγή του ακαθάριστου δείκτη αναπαραγωγής, συνυπολογίζοντας τη θνησιμότητα. Προκύπτει από τον υπολογισμό του ακαθάριστου δείκτη αναπαραγωγής μειωμένος ανάλογα με τα τρέχοντα επίπεδα θνησιμότητας. Ο καθαρός δείκτης αναπαραγωγής ερμηνεύεται ως ο μέσος αριθμός θυγατέρων που αντιστοιχούν σε κάθε γυναίκα που επιβιώνει μέχρι το τέλος της αναπαραγωγικής ηλικίας. Αν ο δείκτης είναι υψηλότερος της μονάδας, τότε η γενιά των θυγατέρων είναι αριθμητικά μεγαλύτερη από αυτή των μητέρων τους.
Σημειώνεται, ότι αν όλες οι γυναίκες επιβίωναν μέχρι το τέλος της αναπαραγωγικής τους ηλικίας τότε ο ακαθάριστος και ο καθαρός δείκτης αναπαραγωγής θα ταυτίζονταν (NRR=GRR). Γενικά, NRR<GRR
Μέση ηλικία τεκοποίησης (mean age at birth). Ο δείκτης υπολογίζει το μέση ηλικία των γυναικών που αποκτούν παιδί κατά τη διάρκεια ενός έτους.
Συχνά χρησιμοποιείται η μέση ηλικία κατά την απόκτηση πρώτη παιδιού (mean age at first childbirth) όπου στον υπολογισμό του μέσου όρου των ηλικιών συμπεριλαμβάνονται μόνο οι πρώτες γεννήσεις κατά τη διάρκεια ενός έτους.
Ποσοστό εκτός γάμου γεννήσεων (share of out-of-marriage births). Η αναλογία των εκτός γάμου (ζώντων) γεννήσεων στο σύνολο των (ζώντων) γεννήσεων κατά τη διάρκεια ενός έτους.
Β. Μέτρα Κοόρτης
Ο τελικός αριθμός απογόνων (Completed Fertility) ή ολικός δείκτης γονιμότητας της γενιάς, αναφέρεται στο μέσο αριθμό παιδιών που αντιστοιχούν σε κάθε γυναίκα γενιάς που έχει ολοκληρώσει την αναπαραγωγική διαδικασία (γυναίκες άνω των 50 ετών). Σε αντιπαραβολή με το δείκτη ολικής γονιμότητας, ο τελικός αριθμός παιδιών αναφέρεται σε πραγματικές γενιές γυναικών και αποτελεί το βασικότερο δείκτη κοόρτης για τη μέτρηση της γονιμότητας.
Παράδειγμα 4.3: Υπολογισμός δεικτών Γονιμότητας, Δανία, 2004 [πραγματικά δεδομένα] |
Οι στατιστικές της θνησιμότητας αποτελούν σημαντικό δείκτη υγείας και ευημερίας ενός πληθυσμού. Παρέχουν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με το επίπεδο και την αποτελεσματικότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας, και επιτρέπουν την ανάδειξη των διαφοροποιήσεων μεταξύ διακριτών πληθυσμιακών υπο-ομάδων. Οι σχετικοί δείκτες παρέχουν πληροφορίες όχι μόνο σχετικά με τη διαφοροποίηση της θνησιμότητας ανά ηλικία και φύλο, αλλά και ως προς την αιτία θανάτου. Αποτελούν έτσι πολύτιμο εργαλείο όχι μόνο για τη δημογραφία, αλλά και την επιδημιολογία.
Τα βασικότερα μέτρα που χρησιμοποιούνται στην ανάλυση της θνησιμότητας είναι τα ακόλουθα:
Ο αδρός (ή ακαθάριστος) δείκτης θνησιμότητας (Crude Death Rate) είναι ο λόγος των θανάτων (D) που συντελούνται κατά τη διάρκεια μιας περιόδου (συνήθως ενός έτους) προς το μέσο πληθυσμό (P) της περιόδου αυτής.
Ειδικοί κατά ηλικία δείκτες θνησιμότητας (Age-Specific Death Rates). Όπως έχει ήδη σημειωθεί, ο ακαθάριστος δείκτης θανάτων δεν επιτρέπει την αποτύπωση των ηλικιακών διαφοροποιήσεων απέναντι στο θάνατο. Στους περισσότερους πληθυσμούς, η πιθανότητα θανάτου είναι σχετικά υψηλή κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους ζωής, μειώνεται σταδιακά μέχρι το τέλος της παιδικής ηλικίας (μέχρι περίπου την ηλικία των 15 ετών) και στη συνέχεια αυξάνεται εκθετικά με την ηλικία (Διάγραμμα 4.4).
Διάγραμμα 4.4 Ειδικοί κατά ηλικία δείκτες θνησιμότητας ανδρών, Ην. Βασίλειο, 2000.
Οι ειδικοί κατά ηλικία δείκτες θνησιμότητας ανάγουν τους θανάτους που επέρχονται σε άτομα που ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα [x , x+n] στο συνολικό πληθυσμό της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας κατά τη διάρκεια ενός έτους t.
Η βρεφική θνησιμότητα (Infant mortality) είναι ένας από τους βασικότερους δείκτες θνησιμότητας. Υπολογίζεται ως ο λόγος των θανάτων βρεφών πριν τη συμπλήρωση του πρώτου έτους ζωής που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια ενός έτους προς το σύνολο των γεννήσεων κατά το έτος αυτό. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την πιθανότητα θανάτου κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους ζωής.
Η βρεφική θνησιμότητα αποτελεί όχι μόνο έναν ευρύτατα διαδεδομένο δημογραφικό δείκτη, αλλά παράλληλα θεωρείται ιδιαίτερα ικανοποιητικό μέτρο αποτύπωσης του βιοτικού επιπέδου ενός πληθυσμού (Πίνακας 4.4). Η σημασία του αυτή αποδεικνύεται από το γεγονός ότι συνυπολογίζεται στην κατάρτιση του Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης (Human Development Index, HDI), ενώ επίσης αποτελεί έναν από τους 8 δείκτες που καταγράφουν την πρόοδο προς τους «Στόχους Ανάπτυξης της Χιλιετίας» (Millennium Development Goals) που έχουν θέσει τα Ηνωμένα Έθνη.
Πίνακας 4.4 Χώρες με τους χαμηλότερους και υψηλότερους δείκτες βρεφικής θνησιμότητας (2002.)
Η ιδιαίτερη σημασία της βρεφικής θνησιμότητας απαιτεί, από ιατρικής κυρίως πλευράς, την περαιτέρω διερεύνηση και μεγαλύτερη ανάλυση των θανάτων που συμβαίνουν κατά το πρώτο έτος της ανθρώπινης ζωής, κυρίως διότι αυτοί δεν κατανέμονται ομοιόμορφα στο χρόνο. Η πιθανότητα θανάτου είναι υψηλότερη κατά τις πρώτες ημέρες ή εβδομάδες της ανθρώπινης ζωής. Προσδιορίζονται έτσι δύο επί μέρους δείκτες βρεφικής θνησιμότητας, οι δείκτες νεογνικής και μετανεογνικής θνησιμότητας.
Δείκτης νεογνικής θνησιμότητας (neonatal mortality rate). Ο δείκτης νεογνικής θνησιμότητας ορίζεται ως ο λόγος των θανάτων βρεφών έως 28 ημερών κατά τη διάρκεια ενός έτους στο σύνολο των ζώντων γεννήσεων του συγκεκριμένου έτους.
Δείκτης μετανεογνικής θνησιμότητας (post-neonatal mortality rate). Ο δείκτης μετανεογνικής θνησιμότητας ορίζεται ως ο λόγος των θανάτων βρεφών μεγαλύτερων των 4 εβδομάδων και μικρότερων του ενός έτους, κατά τη διάρκεια ενός έτους, στο σύνολο των ζώντων γεννήσεων του συγκεκριμένου έτους.
Βρεφική θνησιμότητα = νεογνική θνησιμότητα + μετανεογνική θνησιμότητα
Το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση (life expectancy at birth) εκτιμά τη μέση αναμενόμενη διάρκεια ζωής (σε έτη) ενός νεογέννητου θεωρώντας ότι καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής του οι ειδικοί κατά ηλικία δείκτες θνησιμότητας παραμένουν σταθεροί και ίσοι με αυτούς που καταγράφονται στην περιοχή της γέννησής του κατά το έτος γέννησής του.
Εκτός από το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση (e0) υπολογίζεται το προσδόκιμο σε οποιαδήποτε ηλικία (π.χ. e65 το προσδόκιμο ζωής ενός ατόμου που είναι 65 ετών).
Για τον υπολογισμό του προσδόκιμου ζωής χρησιμοποιούνται δεδομένα περιόδου (και όχι κοόρτης). Αυτό οδηγεί συχνά σε παρερμηνεία της πληροφορίας που παρέχεται από το συγκεκριμένο δείκτη.
Ερώτηση:
Το 2012, το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση στην Κροατία ήταν 77 χρόνια. Είναι σωστό να πει κανείς ότι ένα παιδί που γεννήθηκε στην Κροατία το 2012 εκτιμάται ότι θα ζήσει περίπου 77 χρόνια;
Όχι ακριβώς.
Στην εκτίμηση του προσδόκιμου ζωής του 2012 συνυπολογίζονται οι ειδικοί κατά ηλικία δείκτες θνησιμότητας έτσι όπως καταγράφηκαν τη συγκεκριμένη χρονιά. Ο δείκτης υπολογίζεται στηριζόμενος στις στατιστικές θνησιμότητας του συγκεκριμένου έτους. Στην πραγματικότητα, το παιδί που μας ενδιαφέρει στο παραπάνω ερώτημα δε θα αντιμετωπίσει αυτούς τους δείκτες θνησιμότητας στα διάφορα στάδια της ζωής του. Προκειμένου να υπολογιστεί η πραγματική πιθανότητα θανάτου ανά ηλικία για το συγκεκριμένο άτομο απαιτούνται οι στατιστικές θανάτων των 100 ετών που ακολουθούν τη γέννηση του παιδιού αυτού. Το πραγματικό προσδόκιμο ζωής του δεν μπορεί να εκτιμηθεί πριν το 2112.
Ο υπολογισμός του προσδόκιμου ζωής γίνεται με τη βοήθεια των Πινάκων Επιβίωσης (Βλέπε Κεφάλαιο 5).
Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής αποτελεί μια από τις πιο επαναστατικές εξελίξεις για την ανθρωπότητα. Οι γεωγραφικές διαφοροποιήσεις ωστόσο, παραμένουν πολύ έντονες όπως φαίνεται στον Πίνακα 4.5.
Πίνακας 4.5 Χώρες με τα υψηλότερα και χαμηλότερα Προσδόκιμα Ζωής κατά τη γέννηση (2005).
Video 4.2 How do we measure life expectancy? |
4.6. Δείκτες Μεταναστευτικής Κίνησης
Ως μετανάστευση ορίζεται κάθε μόνιμη μεταβολή στον τόπο διαμονής. Εκτός από την μόνιμη κατοικία μεταφέρονται στο νέο τόπο διαμονής το σύνολο των δραστηριοτήτων του ατόμου που μεταναστεύει. Η μετανάστευση είναι συναρτώμενη του χώρου και προσδιορίζεται ως προς αυτόν. Οι μόνιμες αλλαγές κατοικίας που συμβαίνουν εντός των συνόρων μιας χώρας χαρακτηρίζονται ως εσωτερική μετανάστευση (internal migration), ενώ κάθε μετακίνηση που προϋποθέτει το πέρασμα των συνόρων καλείται εξωτερική ή διεθνής μετανάστευση (international migration). Επιπλέον το άτομο που μετακινείται προσδιορίζεται ως εξερχόμενος μετανάστης (emigrant) στην χώρα προέλευσης και ως εισερχόμενος μετανάστης (immigrant) στην χώρα προορισμού.
Η μετανάστευση είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο του οποίου η ένταση ρυθμίζεται από τις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες. Η δημογραφική διάσταση του φαινομένου έχει να κάνει με την επίδραση των πληθυσμιακών μετακινήσεων (είτε πρόκειται για αναχωρήσεις είτε για αφίξεις) στο μέγεθος, τη δομή και τη σύνθεση του πληθυσμού μιας περιοχής. Έτσι ενώ οι κοινωνιολόγοι προσπαθούν να απαντήσουν ερωτήματα σχετικά με τα ατομικά χαρακτηριστικά ενός ατόμου που επιλέγει να εγκαταλείψει τη χώρα όπου γεννήθηκε, και οι οικονομολόγοι μελετούν τις θετικές και αρνητικές συνέπειες των μετακινήσεων στη χώρα προέλευσης και τη χώρα προορισμού, οι δημογράφοι μελετούν τις μεταβολές που οι μετακινήσεις αυτές προκαλούν στην πληθυσμιακή πυραμίδα και τα δημογραφικά χαρακτηριστικά ενός πληθυσμού.
Σε αντίθεση με τη γονιμότητα και τη θνησιμότητα, η μετανάστευση δεν αποτελεί βιολογικό φαινόμενο. Δεν μεταναστεύουν όλοι, ενώ από τα άτομα που μεταναστεύουν, άλλοι επιστρέφουν πίσω στη χώρα τους (παλιννοστούντες), άλλοι όχι, ενώ άλλοι μεταναστεύουν εκ νέου σε άλλο προορισμό. Οι μετακινήσεις είναι άλλοτε ατομικές και άλλοτε ομαδικές. Άλλοτε πληρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις και καταγράφονται οι είσοδοι των μεταναστών (documented immigrants) άλλοτε πάλι όχι (undocumented immigrants). Οι διαφορετικές αυτές πτυχές του φαινομένου καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την καταγραφή των ατόμων που μετακινούνται και κατά συνέπεια δυσκολεύουν τη μέτρηση του φαινομένου. Οι στατιστικές είναι συνήθως ελλιπείς όσον αφορά στην καταγραφή του αριθμού και των χαρακτηριστικών των ατόμων που εισέρχονται σε μια περιοχή, ενώ είναι σχεδόν ανύπαρκτες σχετικά με τα άτομα που εξέρχονται από αυτήν.
Στις περιπτώσεις που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, η μεταναστευτική κίνηση εκτιμάται με δείκτες ανάλογους αυτών που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της γονιμότητας και της θνησιμότητας.
Ακαθάριστος δείκτης μεταναστευτικής εκροής (Gross rate of out-migration)
Ακαθάριστος δείκτης μεταναστευτικής εισροής (Gross rate of in-migration)
Αδρός δείκτης καθαρής μετανάστευσης (Crude Net Migration Rate)
Όταν, είτε δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία σχετικά με την εκροή και εισροή μεταναστών είτε τα διαθέσιμα στοιχεία δεν είναι αξιόπιστα, ο υπολογισμός της καθαρής μετανάστευσης γίνεται έμμεσα ως η διαφορά της φυσικής κίνησης από τη συνολική πληθυσμιακή μεταβολή (βλέπε Κεφάλαιο 5).
Στο επίκεντρο της δημογραφικής ανάλυσης βρίσκεται η μελέτη της δυναμικής του πληθυσμού.
Η θεμελιώδης δημογραφική εξίσωση εκφράζει τον αριθμό των ατόμων Pt που ζουν σε μία περιοχή τη χρονική στιγμή t:
όπου B(t-1,t) και D(t-1,t) εκφράζουν αντίστοιχα τον αριθμό των γεννήσεων και των θανάτων που καταγράφηκαν κατά την περίοδο (t-1,t), ενώ Ι(t-1,t) και Ε(t-1,t) είναι ο αριθμός των ατόμων που εισήλθαν και εξήλθαν από την περιοχή κατά την παραπάνω περίοδο. Γεννήσεις, θάνατοι και πληθυσμιακές μετακινήσεις διαμορφώνουν το μέγεθος του πληθυσμού επιδρώντας παράλληλα στην δομή, τη σύνθεση και το ρυθμό αύξησής του και καλούνται παράγοντες πληθυσμιακής μεταβολής.
Η διαφορά B(t-1,t) - D(t-1,t) εκφράζει τη φυσική κίνηση ενός πληθυσμού. Σε έναν πληθυσμό όπου οι γεννήσεις υπερισχύουν αριθμητικά των θανάτων (B>D) καταγράφεται φυσική αύξηση, ενώ αντίθετα (αν B<d) μιλάμε για αρνητική φυσική αύξηση ή μείωση του πληθυσμού. Στην ακραία περίπτωση όπου ο αριθμός των γεννήσεων συμπίπτει με τον αριθμό θανάτων (Β=D) είναι μηδενική.
Η διαφορά Ι(t-1,t)-Ε(t-1,t) εκφράζει το μεταναστευτικό ισοζύγιο. Αν οι εισροές μεταναστών είναι περισσότερες από τις εκροές τότε το μεταναστευτικό ισοζύγιο είναι θετικό και η περιοχή είναι περιοχή εισροής (ή περιοχή προορισμού). Στην αντίθετη περίπτωση όπου η εκροή μεταναστών είναι ισχυρότερη από την εισροή τότε η περιοχή καλείται περιοχή εκροής (ή περιοχή προέλευσης μεταναστών).
Επομένως, κάθε χρονική στιγμή ο πληθυσμός διαμορφώνεται ως συνάρτηση της φυσικής κίνησης (Φ.Κ.) και του μεταναστευτικού ισοζυγίου (Μ.Ι.). Η θεμελιώδης δημογραφική εξίσωση μπορεί κατά συνέπεια να γραφεί:
Έστω, τώρα, ότι το μέγεθος ενός πληθυσμού μεταβάλλεται από Pο σε Pt σε διάστημα n ετών. H πληθυσμιακή μεταβολή μπορεί να εκφραστεί με διαφορετικούς τρόπους:
Ποσοστιαία μεταβολή του πληθυσμού (percentage growth), βάσει του λόγου:
Ρυθμός πληθυσμιακής μεταβολής (population growth rate):
Τα παραπάνω μεγέθη είναι θετικά αν Pt>Pο και αρνητικά στην αντίθετη περίπτωση (Πλαίσιο 4.5). Στην αγγλική ορολογία, χρησιμοποιείται ο όρος πληθυσμιακή αύξηση (population growth) ακόμη και αν το αρνητικό πρόσημο υποδηλώνει μείωση του πληθυσμού, δηλαδή η μείωση εκφράζεται ως αρνητική αύξηση (Weinstein and Pillai, 2001).
Πλαίσιο 4.5
Περίοδος διπλασιασμού (doubling time). Οι ανθρώπινοι πληθυσμοί, όπως όλοι οι ζώντες οργανισμοί, έχουν τη δυνατότητα εκθετικής αύξησης. Ο υπολογισμός της περιόδου διπλασιασμού ενός πληθυσμού αποτελεί ένα ευρέως διαδεδομένο μέτρο της δυναμικής του πληθυσμού και εκφράζει το χρόνο (σε έτη) που απαιτείται για το διπλασιασμό του πληθυσμού, με βάση τους τρέχοντες δείκτες γεννητικότητας και θνησιμότητας.
Ένας απλός τρόπος υπολογισμού της περιόδου διπλασιασμού προκύπτει από τη διαίρεση του 69 (= ln2*100) με το ρυθμό αύξησης (σε ποσοστό ανά έτος). Το αποτέλεσμα δίνει τον αριθμό των ετών που απαιτούνται για το διπλασιασμό του πληθυσμού (Weeks, 2009).
Σε αντίθεση με τους άλλους δείκτες πληθυσμιακής εξέλιξης, ο χρόνος διπλασιασμού δεν εκφράζεται σε ποσοστά ή σε ρυθμούς (Πλαίσιο 4.6).
Πλαίσιο 4.6
Όπως είναι ήδη γνωστό, ο πληθυσμός ανανεώνεται κάτω από την άμεση επίδραση των τριών δημογραφικών φαινομένων. Γεννήσεις, θάνατοι και πληθυσμιακές μετακινήσεις διαμορφώνουν το μέγεθος του πληθυσμού επιδρώντας παράλληλα στην δομή, τη σύνθεση και το ρυθμό αύξησής του και καλούνται παράγοντες πληθυσμιακής μεταβολής.
Επιστρέφοντας στη θεμελιώδη δημογραφική εξίσωση έχουμε:
Από την παραπάνω εξίσωση προκύπτει ότι η μεταβολή του πληθυσμού μεταξύ δύο χρονικών στιγμών t-1 και t οφείλεται στη φυσική μεταβολή και την καθαρή μετανάστευση.
Διαιρώντας με τον αρχικό πληθυσμό προκύπτει:
Επομένως, ο ρυθμός πληθυσμιακής μεταβολής (population growth rate) ισούται με το ρυθμό φυσικής κίνησης (natural growth rate) και το ρυθμό μεταβολής του μεταναστευτικού ισοζυγίου (net migration rate).
Πλαίσιο 4.7 Βασικά Δημογραφικά Μεγέθη για τη Γερμανία για το έτος 2000.
- Biggar R J, Wohlfahrt J, Westergaard T and Melbye M. (1999) Sex ratios, family size, and birth order American Journal of Epidemiology 150 957-962.
- Catalano R. (2000) Economic factors and stress. In G. Fink (ed) Encyclopedia of stress, Vol.2 (pp 9-15). New York: Academic Press.
- Catalano R. A. (2003) Sex ratio in the two Germanies: A test on the economic stress hypothesis, Human Reproduction, 18(9), pp.1972-1975.
- Catalano R. and T. Bruckner (2005) Economic antecedents of the Swedish sex ratio, Social Science & Medicine, 60, pp.537-543.
- Cincotta, R., R. Engelman, D. Anastasion (2003) The Security Demographic, Population and Civil Conflict after the Cold War. Population Action International.
- Eberstadt, N. (2004) “Four Surprises in Global Demography”, Orbis, Fall 2004, pp.673-684.
- Ellis L. and S. Bonin 2004: War and the secondary sex ratio: are they related? Biology and Society, Vol.43(1), pp.115-122.
- Fukuda M., K. Fukuda, T. Shimizu and H. Møller (1998) Decline in sex ratio after Kobe earthquake Human Reproduction, Vol 13, pp 2321-2322.
- Grant V.J. and L.E. Metcalf.( 2003) Paternal occupation and offspring sex ratio. Sexualities, Evolution & Gender, 5, 3: 191-209.
- Hammel, E. and E. Smith. (2002) Population Dynamics and Political Stability. in Discouraging terrorism: Some Implications of 9/11, eds Neil J. Smelser & Faith Mitchell, Washington, D.C.: National Academies Press.
- Haupt, A, and Kane, T. (2000) Population Handbook, 4th International Edition, Population Reference Bureau, Washington, DC.
- Hinde, A. (1998) Demographic Methods, Arnold, USA.
- Hudson, V. and A. den Boer (2002). A Surplus of Men, A Deficit of Peace. International Security. Vol. 26, No 4, pp. 5-38.
- Hudson, V. and A. den Boer (2004). Bare branches: The Security implications of Asia’s surplus male population. Cambridge, MA: MIT Press.
- James W H. (1996) Interpregnancy intervals, high maternal age and seasonal effects on the human sex ratio Human Reproduction 11 7-9.
- Juntunen, K.S.T.; Kvist, A.P. & Kauppila, A.J.I. (1997). A shift from a male to a female majority in newborns with the increasing age of grand multiparous women. Human Reproduction, 12:2321-2323.
- Lerchl A. (1999) Sex ratios at birth and environmental temperatures. Naturwissenschaften 86, 341-342.
- Mace, R. and Eardley, J. (2004) Maternal nutrition and sex ratio at birth in Ethiopia. In Research in Economic Anthropology. JAI, 295-306.
- Mesquida, C. and N. Wiener. 1999. Male Age Composition and Severity of Wars. Politics and The Life Sciences, 18(2), pp. 181-189.
- Newell, C. (1988) Methods and Models in Demography, John Willey & Sons.
- Preston, S., Heuveline, P. Guillot, M. (2001) Demography: measuring and modeling population processes, Blackwell Publishers.
- Steveteig, S. (2005) The Young and the Restless: Population Age Structure and Civil War. Environmental Change and Security Program Report, Issue 11, Washington D.C.: Woodrow Wilson International Center for Scholars.
- Sule S.T and Madugu H.N. (2004) Sex ratio at birth in Zaria, Nigeria. Annals of Human Biology, 31, 2: 258-262.
- Tragaki A. (2007) Demography and Migration as Human Security Factors: the case of Southeastern Europe, Migration Letters, 4(2):103-118.
- Tragaki A. and K. Lasaridi (2009) Temporal and spatial trends in the sex ratio at birth in Greece, 1960-2006: exploring potential environmental factors, Population and Environment 30(3), pp: 114-128, Springer.
- Tragaki A. (2011) Demography and Security, a Complex Nexus: the case of Balkans, Southern Europe and Black Sea Studies, 11:4, 435-450, Taylor and Francis.
- Weeks, J. (2009) Population: An Introduction to Concepts and Issues. 9th edition. Wadsworth.
- Weinstein, J. and Pillai, V. (2001) Demography: the science of population, Allyn and Bacon.
- Παπαδάκης Μ, Κ. Τσίμπος (2004) Δημογραφική Ανάλυση, Αρχές-Μέθοδοι-Υποδείγματα, Εκδόσεις Σταμούλης, Αθήνα.
- Ταπεινός Γ., (1993) Στοιχεία Δημογραφίας, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα.
Κεφάλαιο 5:
Μέθοδοι και Τεχνικές της Δημογραφικής Ανάλυσης
Το μέγεθος και η σύνθεση ενός πληθυσμού μεταβάλλονται μέσα από τις συνεχείς εισόδους και εξόδους ατόμων, οι οποίες με τη σειρά τους καθορίζονται από τις δημογραφικές διεργασίες. Γεννήσεις, θάνατοι, μετακινήσεις εσωτερικές ή εξωτερικές ευθύνονται όχι απλά για το πόσοι άνθρωποι αποτελούν τον πληθυσμό μιας περιοχής αλλά και για τα επί μέρους χαρακτηριστικά του. Η ένταση των δημογραφικών γεγονότων, το ηλικιακό χρονοδιάγραμμα, οι ανά φύλο, επίπεδο εκπαίδευσης ή βαθμό αστικότητας διαφοροποιήσεις της επίδρασης των δημογραφικών γεγονότων διαμορφώνουν τη δομή και σύνθεση ενός πληθυσμού. Και αντίθετα, η δομή και σύνθεση ενός πληθυσμού επηρεάζουν τη συχνότητα εμφάνισης συγκεκριμένων δημογραφικών γεγονότων.
Δύο πληθυσμοί με παραπλήσιους αδρούς δείκτες θνησιμότητας αλλά με διαφορετική κατά ηλικία θνησιμότητα δεν έχουν την ίδια ηλικιακή δομή ούτε την ίδια δυναμική. Παράλληλα οι δημογραφικές διεργασίες παρουσιάζουν σημαντικές γεωγραφικές και διαχρονικές διαφοροποιήσεις ως προς την ένταση και το χρονοδιάγραμμα. Η μελέτη των γεωγραφικών διαφοροποιήσεων και η κατανόηση των διαχρονικών εξελίξεων αποτελούν σημαντικό κομμάτι της δημογραφικής ανάλυσης.
Από την ίδια τη φύση του αντικειμένου της, η Δημογραφία προσφέρεται για την ανάπτυξη και χρήση μοντέλων. Η δημογραφική ανάλυση μέσα από την εμπειρική μελέτη του πληθυσμού και συγκεκριμένων υπο-ομάδων του αναζητά «κανονικότητες» στο χρονοδιάγραμμα γεγονότων όπως γάμος, γέννηση παιδιού, μετανάστευση ή θάνατος που συμβαίνουν στον κύκλο ζωής ενός ατόμου. Αποτέλεσμα μιας τέτοιας άσκησης αποτελούν, για παράδειγμα, οι πίνακες επιβίωσης. Ο σκοπός της δημογραφικής ανάλυσης δεν ολοκληρώνεται με την αποτύπωση τέτοιων μοντέλων ή τον εντοπισμό κάποιων σημαντικών διαφοροποιήσεων ή ομοιοτήτων. Αντίθετα η αξία τους αποτιμάται ανάλογα με την περαιτέρω χρησιμότητά τους σε αναλύσεις και έρευνες πέρα του στενού δημογραφικού ενδιαφέροντος.
Στις ενότητες που ακολουθούν παρουσιάζονται κάποιες μέθοδοι και τεχνικές που χρησιμοποιούνται στη δημογραφική ανάλυση, όπως η τυποποίηση ως προς την ηλικία, η κατασκευή πινάκων επιβίωσης, οι πληθυσμιακές προβολές και παρουσιάζεται το μοντέλο του σταθερού πληθυσμού.
5.1. Τυποποίηση ως προς την ηλικία (Age-standardization)
Από όλα τα δημογραφικά χαρακτηριστικά, η ηλικία αποτελεί το σημαντικότερο παράγοντα που επηρεάζει τη συχνότητα εμφάνισης κάθε δημογραφικού γεγονότος. Η πιθανότητα απόκτησης ενός (επιπλέον) παιδιού, η πιθανότητα μετακίνησης και η πιθανότητα θανάτου καταγράφουν σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με την ηλικία. Επιπλέον, η ηλικιακή δομή ενός πληθυσμού μεταβάλλεται διαρκώς υπό την ασύμμετρη επίδραση των διαφορετικών δημογραφικών φαινομένων. Ο αριθμός των ατόμων που αποτελούν τη βάση της ηλικιακής πυραμίδας καθορίζεται κυρίως από τις γεννήσεις, ενώ η κορυφή της πυραμίδας διαμορφώνεται κυρίως από τη θνησιμότητα. Κατά συνέπεια, κατά τη διαχρονική μελέτη της δημογραφικής συμπεριφοράς ενός πληθυσμού ή κατά τη σύγκριση διαφορετικών πληθυσμών πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι ενδεχόμενες διαφορο-ποιήσεις στην ποσοστιαία κατανομή των ατόμων ανά ηλικιακή ομάδα.
Αυτό επιτυγχάνεται με την τυποποίηση των δεικτών ως προς την ηλικία (age standardization). Στόχος της τυποποίησης είναι η εφαρμογή των ειδικών κατά ηλικία δεικτών διαφορετικών πληθυσμών σε έναν «πρότυπο» πληθυσμό (standard population) συγκεκριμένης ηλικιακής κατανομής (Preston et al. 2001). Με τον τρόπο αυτό οι νέοι τυποποιημένοι ως προς την ηλικία δείκτες είναι απαλλαγμένοι από την επίδραση της διαφορετικής ηλικιακής δομής στη διαμόρφωσή τους και κατά συνέπεια είναι απολύτως συγκρίσιμοι.
Η τυποποίηση γίνεται με δύο διαφορετικές μεθόδους, ανάλογα με την ηλικιακή κατανομή που επιλέγεται ως πρότυπο.
Στην πρώτη μέθοδο επιλέγεται ένας από τους συγκρινόμενους πληθυσμούς ως «πρότυπο» πάνω στον οποίο εφαρμόζονται οι ειδικοί κατά ηλικία δείκτες των άλλων πληθυσμών (Πίνακας 5.2).
Στη δεύτερη μέθοδο ως «πρότυπο» επιλέγεται μια ανεξάρτητη ηλικιακή κατανομή πάνω στην οποία εφαρμόζονται οι διαφορετικοί κατά ηλικία συντελεστές (Πίνακας 5.3).
Εφαρμογή: Ο παρακάτω πίνακας συνοψίζει τις πληροφορίες σχετικά με τους υποθετικούς πληθυσμούς Α, Β, Γ της ενότητας §4.2.
Πίνακας 5.1 Παράδειγμα υποθετικών πληθυσμών.
Οι πληθυσμοί Α και Γ καταγράφουν τον ίδιο αριθμό θανάτων ανά 1000 κατοίκους, αν και οι ειδικοί κατά ηλικία δείκτες είναι πολύ διαφορετικοί. Το ερώτημα που προκύπτει είναι το ακόλουθο: Αν οι πληθυσμοί είχαν την ίδια ηλικιακή κατανομή πώς θα διαμορφώνονταν οι δείκτες; Απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δίνει η τεχνική της τυποποίησης ως προς την ηλικία.
1η μέθοδος τυποποίησης: Υπολογισμός των τυποποιημένων δεικτών ως προς την ηλικιακή κατανομή του πληθυσμού Α. Σε αυτήν την ηλικιακή κατανομή εφαρμόζεται η ειδική κατά ηλικία θνησιμότητα, όπως:
Πίνακας 5.2 1η μέθοδος τυποποίησης.
Μετά την τυποποίηση ως προς την ηλικία, προκύπτει ότι η ένταση του φαινομένου είναι σημαντικά μεγαλύτερη στον πληθυσμό Γ σε σχέση με τον πληθυσμό Α (39,8 έναντι 28,6 συμβάντων ανά 1.000 κατ.).
Ανάλογα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η ηλικιακή κατανομή του πληθυσμού Γ ως πρότυπο υπολογισμού του τυποποιημένου δείκτη. Στην περίπτωση αυτή, οι τυποποιημένοι δείκτες των πληθυσμών Α και Γ θα ήταν 19,0 και 28,6 συμβάντα ανά 1000 κατ., αποδίδοντας και πάλι αρκετά χαμηλότερη τιμή στον πληθυσμό Α σε σχέση με τον Γ.
2η μέθοδος τυποποίησης: Εναλλακτικά θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μια τρίτη ηλικιακή κατανομή ως πρότυπο. Αυτή θα μπορούσε να ήταν η ηλικιακή κατανομή ενός πραγματικού ή υποθετικού πληθυσμού, ή ακόμη η μέση ηλικιακή κατανομή των εξεταζόμενων πληθυσμών, όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα.
Πίνακας 5.3 2η μέθοδος τυποποίησης.
Οι παραπάνω δείκτες είναι υποθετικοί και θα προέκυπταν αν οι πληθυσμοί Α και Γ είχαν την ίδια ηλικιακή κατανομή. Είναι σημαντικό να τονιστεί πως οι τυποποιημένοι δείκτες είναι τεχνητοί δείκτες αφού προκύπτουν από μια υποθετική ηλικιακή κατανομή και εξαρτώνται από αυτήν. Όπως προκύπτει από τους παραπάνω υπολογισμούς, ανάλογα με το πρότυπο τυποποίησης προκύπτουν διαφορετικοί τυποποιημένοι κατά ηλικία δείκτες, η διαφορά όμως μεταξύ των συγκρινόμενων πληθυσμών παραμένει σχεδόν σταθερή (Διάγραμμα 5.1).
Σημείωση: ASR(A), ASR(Γ) και ASR((A+Γ)/2) αντιστοιχούν στους δείκτες που έχουν τυποποιηθεί ως προς την ηλικιακή κατανομή του πληθυσμού Α, Γ και του μέσου όρου αντίστοιχα.
Διάγραμμα 5.1 Σύγκριση Αδρών και Τυποποιημένων Δεικτών δύο πληθυσμών -με διαφορετικές μεθόδους τυποποίησης.
Το σημαντικό αποτέλεσμα από την παραπάνω άσκηση είναι ότι ανεξάρτητα της μεθόδου τυποποίησης ο πληθυσμός Α έχει σταθερά χαμηλότερο τυποποιημένο δείκτη σε σχέση με τον πληθυσμό Γ. Το γεγονός ότι αυτή η διαφορά «χάνεται» κατά τον υπολογισμό των αδρών δεικτών φανερώνει τη σημαντική επίδραση της ηλικιακής δομής στη διαμόρφωση των συγκεκριμένων δεικτών και αναδεικνύει την αναγκαιότητα τυποποίησης του δείκτη ως προς αυτήν.
Κατά απόλυτη αναλογία, η τυποποίηση ως προς την ηλικιακή δομή είναι απαραίτητη όταν μελετάται η διαχρονική εξέλιξη ενός δείκτη. Δεδομένου ότι, κατά κανόνα, η κατά ηλικία κατανομή του πληθυσμού δεν είναι σταθερή στο πέρασμα του χρόνου, μεταβολές στους αδρούς δείκτες δεν αποτυπώνουν την πραγματική μεταβολή της δημογραφικής συμπεριφοράς ενός πληθυσμού.
5.2. Πίνακες Επιβίωσης (Life Tables)
Πίνακας επιβίωσης καλείται ο πίνακας που αποτυπώνει την κατά ηλικία πιθανότητα θανάτου που διατρέχουν τα άτομα ενός πληθυσμού, μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Πρόκειται για μια από τις χρήσιμες δημογραφικές επινοήσεις που βρίσκει εφαρμογή σε διάφορα άλλα επιστημονικά πεδία. Αν και φαινομενικά πρόκειται για μια απλή και συνολική απεικόνιση της θνησιμότητας ενός πληθυσμού και των ηλικιακών της διακυμάνσεων, στην πραγματικότητα σε έναν πίνακα επιβίωσης αποτυπώνονται διαφορετικοί σύνθετοι δείκτες που παρέχουν πληροφορίες για τη δυναμική του πληθυσμού. Πέρα από τους ειδικούς κατά ηλικία δείκτες θνησιμότητας, στους πίνακες επιβίωσης μπορεί κανείς να «διαβάσει» πληροφορίες για τους κατά ηλικία δείκτες επιβίωσης (survival rates), το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση (life expectancy at birth), τα εναπομείναντα έτη ζωής σε διαφορετικές ηλικίες (remaining life expectancy at different ages), το ποσοστό των επιζώντων ανά έτος γέννησης κ.α..
Όπως ήδη αναφέρθηκε στο Κεφάλαιο 1, οι πρώτοι πίνακες επιβίωσης καταρτίστηκαν σχεδόν από τα πρώτα στάδια της δημογραφικής μελέτης, στα μέσα του 17ου αιώνα, βάσει της συστηματικής δουλειάς των John Graunt και Edmund Halley. Σήμερα μέσα από συνεχείς βελτιώσεις και αναβαθμίσεις οι πίνακες επιβίωσης χαίρουν ευρείας θεωρητικής και πρακτικής εφαρμογής.
Το μόνο που απαιτείται για την κατασκευή ενός πίνακα επιβίωσης είναι η κατά ηλικία κατανομή του πληθυσμού και των θανάτων που συμβαίνουν σε αυτόν. Δεδομένου του διαφορετικού κινδύνου που τα δύο φύλα αντιμετωπίζουν απέναντι στο θάνατο, καταρτίζονται χωριστοί πίνακες επιβίωσης για άνδρες και γυναίκες.
Υπάρχουν διαφορετικοί τύποι πινάκων επιβίωσης, ανάλογα με τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των δεικτών. Αν οι δείκτες θνησιμότητας αποτυπώνουν τη συμπεριφορά μιας γενιάς προκύπτουν οι πίνακες επιβίωσης γενιάς ενώ αν αναφέρονται σε μια χρονική περίοδο προκύπτουν πίνακες περιόδου. Οι πίνακες επιβίωσης γενιάς (cohort life tables) αποτυπώνουν την πραγματική πιθανότητα θανάτου που αντιμετωπίζουν σε κάθε ηλικία τα άτομα με κοινό έτος γέννησης. Οι πίνακες γενιάς αναφέρονται στη θνησιμότητα όπως βιώνεται από πραγματικές γενιές. Για να καταρτιστεί ένας πίνακας γενιάς πρέπει να παρακολουθηθούν τα άτομα μιας συγκεκριμένης γενιάς σε όλη τη διάρκεια της ζωής προκειμένου να υπολογισθεί η πιθανότητα θανάτου σε κάθε ηλικία. Για παράδειγμα ο πίνακας επιβίωσης της γενιάς του 1950 δεν μπορεί να ολοκληρωθεί πριν αποβιώσει και το τελευταίο άτομο που ανήκει σε αυτή την γενιά, δηλαδή όχι πριν το 2050 ή ίσως και ακόμη αργότερα. Για το λόγο αυτό οι πίνακες επιβίωσης συνήθως αναφέρονται σε μια περίοδο. Στους πίνακες επιβίωσης περιόδου (period life tables) χρησιμοποιούνται οι κατά ηλικία δείκτες θνησιμότητας μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου (συνήθως ενός έτους) θεωρώντας ότι είναι η θνησιμότητα που υφίστανται στις διάφορες ηλικίες τα άτομα μιας υποθετικής γενιάς (10.000 ή 100.000 ατόμων) κατά τη διάρκεια της ζωής τους.
Οι πίνακες επιβίωσης μπορεί να είναι πλήρεις (unabridged) αν χρησιμοποιούνται μονοετείς ηλικιακές ομάδες ή συνεπτυγμένοι (abridged) αν χρησιμοποιούνται 5-ετείς ηλικιακές ομάδες. Οι πλήρεις πίνακες είναι αναλυτικότεροι και αποτυπώνουν με μεγαλύτερη λεπτομέρεια και ακρίβεια την επιτυχία με την οποία αντιμετωπίζει ένας πληθυσμός το θάνατο. Οι πλήρεις πίνακες χρησιμοποιούνται σε αναλύσεις βιοστατιστικής ή αναλογιστικής, όπου η ακρίβεια και η λεπτομέρεια είναι απολύτως αναγκαίες. Οι συνεπτυγμένοι πίνακες απαιτούν μικρότερο όγκο δεδομένων για να καταρτιστούν και είναι συχνά βολικότεροι στην ανάλυση.
5.2.1. Κατασκευή Πινάκων Επιβίωσης
Σ’ έναν κλασικό πίνακα επιβίωσης, η πρώτη στήλη αναφέρεται πάντα στην ηλικία x. Στην περίπτωση την οποία οι πίνακες είναι πλήρεις εκφράζεται σε μονοετείς ομάδες ηλικιών δηλαδή x= 0,1,2,3,.....w (όπου συνήθως w=100).
Στην περίπτωση των συμπτυγμένων πινάκων η ηλικία εκφράζεται ως διάστημα της μορφής (x, x+n) όπου συνήθως n=5 ή 10,
δηλαδή x= 0,1,5,10,15,. n=5
ή x= 0,1,5,10,20,... n=10
Δεν είναι απαραίτητο σ’ έναν πίνακα επιβίωσης το εύρος n των διαστημάτων των ηλικιών να παραμένει σταθερό σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Σε κάθε περίπτωση, το πρώτο έτος ζωής εξετάζεται χωριστά, ενώ η δεύτερη ηλικιακή ομάδα είναι συνήθως 4-ετής και αφορά τις ηλικίες από ενός έως πέντε ετών [1,5). Αυτό επιβάλλεται λόγω της σημαντικά υψηλότερης θνησιμότητας κατά τη βρεφική και πρώτη παιδική ηλικία.
Η κάθε μια από τις υπόλοιπες στήλες του πίνακα παρουσιάζει μια παράμετρο της θνησιμότητας ή επιβίωσης, εκφρασμένη ως συνάρτηση της ηλικίας x (Preston et al. 2001). Οι συμβολισμοί, η περιγραφή και ο τρόπος υπολογισμού αυτών των συναρτήσεων παρουσιάζονται στον Πίνακα 5.4.
Απ’ όλες τις στήλες, αυτή που χρησιμοποιείται και αναλύεται περισσότερο είναι η τελευταία στήλη η οποία απεικονίζει το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση e0, καθώς για κάθε ηλικία ex, που περιγράφει το μέσο αριθμό επιπλέον ετών ζωής τον οποίο προσδοκάται να έχει ένα άτομο που έχει επιζήσει μέχρι την ηλικία x. Έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι συχνά το e1 > e0, γεγονός που αποδίδεται στην υψηλή θνησιμότητα κατά το πρώτο έτος ζωής. Επιβιώνοντας του κρίσιμου πρώτου έτους, ένα παιδί μπορεί να προσδοκά ότι θα ζήσει περισσότερο από ένα νεογέννητο.
Πίνακας 5.4 Περιγραφή μεταβλητών και συναρτήσεων ενός Πίνακα Επιβίωσης.
Κάποιες από τις παραπάνω συναρτήσεις παρουσιάζονται αναλυτικότερα για την καλύτερη κατανόησή τους:
Πίνακας 5.5 Η Δομή του Πίνακα Επιβίωσης.
Πίνακας 5.6 Πίνακας Επιβίωσης Αρρένων, Ελλάδα 2012.
5.2.2. Ερμηνεία ενός Πίνακα Επιβίωσης
Όπως έχει ήδη αναφερθεί ένας πίνακας επιβίωσης δίνει πολλές και ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά με τη θνησιμότητα και τη δυναμική ενός πληθυσμού (Preston et al. 2001).
Κάποια βασικά στοιχεία δίνονται απευθείας, διαβάζοντας τις στήλες του πίνακα (Πίνακας 5.5). Συγκεκριμένα, και χρησιμοποιώντας τα στοιχεία του παραπάνω πίνακα (Πίνακας 5.6) προκύπτουν οι παρακάτω πληροφορίες σχετικά με τον ανδρικό πληθυσμό της Ελλάδας το 2012:
Χρησιμοποιώντας τα στοιχεία του Πίνακα 5.6 προκύπτουν οι ακόλουθες συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με την πιθανότητα επιβίωσης του ανδρικού πληθυσμού της Ελλάδας το 2012:
Η πιθανότητα επιβίωσης, η πιθανότητα θανάτου καθώς και ο αριθμός των επιζώντων σε κάθε ηλικιακή ομάδα παριστάνονται γραφικά με τη βοήθεια των παρακάτω διαγραμμάτων.
Μια από τις πρώτες και πιο ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις αφορά στο σχετικά αμετάβλητο μεταξύ διαφορετικών πληθυσμών, μοτίβο της πιθανότητας θανάτου ανά ηλικία. Παρά τις διαφοροποιήσεις, ως προς την ένταση της θνησιμότητας, η καμπύλη της πιθανότητας θανάτου παραμένει διαχρονικά και γεωγραφικά σταθερή (Διάγραμμα 5.2).
Οι ειδικοί κατά ηλικία δείκτες θνησιμότητας είναι σχετικά υψηλοί το πρώτο έτος ζωής του ατόμου (Διάγραμμα 5.2).
Σημείωση: Η χρήση λογαριθμικής κλίμακας επιτρέπει τη λεπτομερέστερη παρουσίαση των διαφοροποιήσεων στις νεαρές ηλικίες.
Διάγραμμα 5.2 Ειδικοί κατά ηλικία δείκτες θνησιμότητας (nmx), Άνδρες και Γυναίκες, Ελλάδα 2012.
Μετά το πρώτο και μέχρι το τέταρτο έτος ζωής η πιθανότητα θανάτου μειώνεται συστηματικά και είναι σχεδόν μηδενική μέχρι το 14ο έτος ζωής. Από το 15ο έτος και μετά, η πιθανότητα θανάτου σταδιακά αυξάνεται με την ηλικία. Σε όλες τις ηλικίες η πιθανότητα θανάτου των ανδρών είναι σταθερά υψηλότερη εκείνης των γυναικών (Διάγραμμα 5.3).
Διάγραμμα 5.3 Πιθανότητα θανάτου κατά ηλικία (nqx), Ανδρες και Γυναίκες, Ελλάδα 2012.
Ανάλογα αποτυπώνονται οι επιζώντες κάθε ηλικιακής ομάδας (Διάγραμμα 5.4).
Διάγραμμα 5.4 Επιζώντες κατά ηλικία (lx),Άνδρες και Γυναίκες, Ελλάδα 2012.
Σε περιπτώσεις πληθυσμών όπου τα απαραίτητα στατιστικά στοιχεία για την κατάρτιση πινάκων επιβίωσης δεν είναι διαθέσιμα, οι δείκτες επιβίωσης μπορούν να υπολογισθούν από πρότυπους πίνακες επιβίωσης. Ένας πρότυπος πίνακας επιβίωσης (model life table) προκύπτει από τις στατιστικές θανάτου διαφορετικών πληθυσμών (ή χωρών) με κοινά μεταξύ τους χαρακτηριστικά (Preston aet al. 2001). Στόχος των πρότυπων πινάκων είναι η χρήση τους σε χώρες οι οποίες δεν διαθέτουν πλήρη ή αξιόπιστα στοιχεία ως προς τη φυσική κίνηση του πληθυσμού. Το 1955, τα Ηνωμένα Έθνη, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο ανάλυσης παλινδρόμησης δημοσίευσαν τους πρώτους πρότυπους πίνακες επιβίωσης. Το 1966, οι Coale and Denemy εισήγαγαν του περιφερειακούς πρότυπους πίνακες. Μελετώντας τους πίνακες επιβίωσης 326 πληθυσμών κατάφεραν να αναπτύξουν 200 διαφορετικούς πρότυπους πίνακες. Η επιλογή του κατάλληλου για κάθε περίπτωση προτύπου γίνεται βάσει μιας σειράς γεωγραφικών και δημογραφικών κριτηρίων, όπως είναι το επίπεδο βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας, οι διαφορές μεταξύ φύλων κλπ..
5.3. Σταθερός πληθυσμός (Stable population model)
Το υπόδειγμα του σταθερού πληθυσμού χρησιμοποιείται ευρύτατα στη δημογραφική ανάλυση για την περιγραφή και κατανόηση της δομής, ανάπτυξης και εξέλιξης των πληθυσμών (Weinstein and Pillai, 2001). Σταθερός καλείται ο κλειστός πληθυσμός του οποίου οι ειδικοί κατά ηλικία δείκτες γονιμότητας και θνησιμότητας παραμένουν διαχρονικά αμετάβλητοι. Αποδεικνύεται μαθηματικά ότι πληθυσμοί με σταθερούς κατά ηλικία δείκτες γονιμότητας και θνησιμότητας αυξάνονται (ή μειώνονται) με σταθερό ρυθμό και αποκτούν μια χαρακτηριστική και επίσης διαχρονικά αμετάβλητη ηλικιακή δομή.
Μια ειδική περίπτωση σταθερού πληθυσμού είναι ο στάσιμος πληθυσμός. Στάσιμος καλείται ένας σταθερός πληθυσμός με μηδενικό ρυθμό αύξησης (zero population growth rate), ο οποίος ούτε αυξάνεται ούτε μειώνεται διαχρονικά. Ένας στάσιμος πληθυσμός πέρα από τη σταθερή ηλικιακή δομή έχει και σταθερό μέγεθος.
Αν και από τα μέσα του 20ου αιώνα ελάχιστοι είναι πλέον οι πληθυσμοί που καταγράφουν σταθερά επίπεδα γονιμότητας και θνησιμότητας και επομένως προσεγγίζονται από το μοντέλο του σταθερού πληθυσμού, η χρησιμότητα του μοντέλου στη δημογραφική ανάλυση παραμένει ιδιαίτερα σημαντική. Πρώτον, συμβάλλει σημαντικά στη θεωρητική αναζήτηση της σχέσης και της αλληλεπίδρασης μεταξύ γονιμότητας, θνησιμότητας, πληθυσμιακής δομής και ανάπτυξης. Δεύτερον, χρησιμοποιείται για την κάλυψη κενών στα εμπειρικά δεδομένα, σε περιπτώσεις όπου τα τελευταία είναι είτε μη διαθέσιμα είτε αναξιόπιστα. Τρίτον, κατανοώντας τις ιδιότητες ενός σταθερού πληθυσμού γίνονται καλύτερα αντιληπτές οι συνέπειες της ραγδαίας μείωσης γονιμότητας και θνησιμότητας που καταγράφεται σε όλον τον κόσμο μέσα στον 210 αιώνα. Τέλος, χρησιμοποιώντας ως βάση το μοντέλο του σταθερού πληθυσμού, διατυπώθηκαν και αναπτύχθηκαν έννοιες όπως το “population momentum”.
5.3.1. Ιδιότητες σταθερού πληθυσμού
Διατηρώντας διαχρονικά αμετάβλητες τις συνθήκες θνησιμότητας και γονιμότητας και μηδενική τη μετανάστευση, ένας πληθυσμός αποκτά σταθερό (θετικό ή αρνητικό) ρυθμό αύξησης (r) και διατηρεί σταθερή την ηλικιακή δομή του. Σταθερή ηλικιακή δομή σημαίνει ότι η ποσοστιαία αναλογία της κάθε ηλικιακής ομάδας δε μεταβάλλεται. Ωστόσο, ο συνολικός πληθυσμός, καθώς κι ο αριθμός των ατόμων κάθε ηλικιακής ομάδας μπορεί να αυξάνεται (αν r>0) ή να μειώνεται (αν r<0), με κοινό όμως ρυθμό ώστε η συμμετοχή της κάθε ηλικιακής ομάδας στο συνολικό πληθυσμό να παραμένει σταθερή.
Στην ειδική περίπτωση του στάσιμου πληθυσμού, όπου r=0, αμετάβλητα στο χρόνο παραμένουν τόσο η αναλογία κάθε ηλικιακής ομάδας όσο και το απόλυτο μέγεθος κάθε μιας από αυτές.
Ένας σταθερός πληθυσμός έχει εκθετικό ρυθμό αύξησης.
Τα παρακάτω διαγράμματα (Διάγραμμα 5.5) αποδίδουν σε δύο διαφορετικές στιγμές -με μεταξύ τους απόσταση 100 ετών- τις πληθυσμιακές πυραμίδες διαφορετικών περιπτώσεων σταθερού πληθυσμού.
c. Στάσιμος πληθυσμός r= 0
Διάγραμμα 5.5 Πληθυσμιακές πυραμίδες σταθερού πληθυσμού, με r>0 (a), r<0 (b) r=0 (c) δύο χρονικές στιγμές t και t+100.
5.4. Εκτιμήσεις και Προβολές του Πληθυσμού (Population Estimates and Projections)
Οι προοπτικές ανάπτυξης ενός πληθυσμού συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με το σχεδιασμό των κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών. Για το σχεδιασμό αυτό, απαραίτητες θεωρούνται οι πληροφορίες όχι μόνο για την τρέχουσα κατάσταση του πληθυσμού αλλά κυρίως για τις μελλοντικές προοπτικές του. Από το μέγεθος και τη σύνθεση του πληθυσμού καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό οι δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης, οι κοινωνικές προτεραιότητες, οι μελλοντικές απαιτήσεις για υπηρεσίες, ενέργεια, τρόφιμα και νερό. Μια εικόνα του μελλοντικού πληθυσμού μιας συγκεκριμένης περιοχής είναι απαραίτητη για κάθε είδους προγραμματισμό και σχεδιασμό. Αυτή η εικόνα παρέχεται από τις πληθυσμιακές εκτιμήσεις και προβολές. Κυβερνητικοί παράγοντες, άτομα επιφορτισμένα με τη χάραξη πολιτικών, δημόσιοι φορείς, ερευνητές και ακαδημαϊκοί χρησιμοποιούν τις πληθυσμιακές προβολές αφ’ ενός για να σχεδιάσουν τις πολιτικές τους και αφ’ ετέρου για να εντοπίσουν έγκαιρα τις πιθανές συνέπειες θετικές ή αρνητικές των σύγχρονων τάσεων και των εν εξελίξει μεταρρυθμίσεων.
Σε αντίθεση με ορισμένα φυσικά φαινόμενα για τα οποία είναι δυνατή η ακριβής πρόγνωση ως προς το πού και πότε θα συμβούν, οι μακροπρόθεσμες δημογραφικές εξελίξεις είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλεφθούν με ακρίβεια. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες ιδιαιτερότητες των ανθρώπινων πληθυσμών οι οποίες διευκολύνουν την προσπάθεια πρόβλεψης. Η χαρακτηριστικότερη από αυτές είναι ο μεγάλος βαθμός επικάλυψης μεταξύ τρέχοντος και μελλοντικού πληθυσμού. Για παράδειγμα, ο πληθυσμός που σε δύο δεκαετίες θα είναι ηλικίας άνω των 20 ετών έχει ήδη γεννηθεί. Επιπλέον κάθε άτομο ενός πληθυσμού μεγαλώνει με την ίδια ταχύτητα: κατά ένα έτος κάθε χρόνο μέχρι τη στιγμή του θανάτου του. Συνεπώς, σ’ έναν κλειστό πληθυσμό, τη χρονική στιγμή t+1 στην ηλικία x+1 βρίσκονται όσα άτομα ήταν ηλικίας x τη χρονική στιγμή t, αφού αφαιρεθούν όσα άτομα απεβίωσαν στο διάστημα (t, t+1). Οι παραπάνω ειδικές συνθήκες περιορίζουν σημαντικά το εύρος των πληθυσμιακών μεταβολών και αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη σχετικών τεχνικών.
5.4.1. Πληθυσμιακές Εκτιμήσεις
Με τη βοήθεια των πληθυσμιακών εκτιμήσεων υπολογίζεται ο αριθμός των ατόμων που ζει σε μια περιοχή, μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή (συνήθως την 1η Ιανουαρίου ή την 1η Ιουλίου κάθε έτους). Ο εκτιμώμενος πληθυσμός υπολογίζεται με την εφαρμογή διαφορετικών τεχνικών, ώστε να ποσοτικοποιηθεί η επίδραση των δημογραφικών γεγονότων στον πληθυσμό στο διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο απογραφών.
Οι διαφορετικές τεχνικές βασίζονται στην εφαρμογή κατάλληλων παραμετρικών υποδειγμάτων, όπως:
5.4.2.1 Απλό Γραμμικό Υπόδειγμα
Το απλό γραμμικό υπόδειγμα υποθέτει ότι ο πληθυσμός μεταξύ δύο χρονικών στιγμών ακολουθεί γραμμική αύξηση, δηλαδή ο ρυθμός μεταβολής είναι σταθερός. Με βάση αυτή την υπόθεση, ο πληθυσμός τη χρονική στιγμή t δίνεται από τη σχέση:
όπου Po: το μέγεθος του πληθυσμού τη στιγμή της απογραφής
Pt: το εκτιμώμενο μέγεθος του πληθυσμού τη στιγμή t
r: ο σταθερός ρυθμός πληθυσμιακής αύξησης
t: το διάστημα σε έτη που μεσολαβεί μεταξύ των χρονικών στιγμών 0 και t
Η υπόθεση της γραμμικής εξέλιξης του πληθυσμού δεν είναι ρεαλιστική. Ωστόσο τα αποτελέσματα της μεθόδου θεωρούνται ικανοποιητικά για την εκτίμηση του πληθυσμού σε σύντομα χρονικά διαστήματα, όπως π.χ. για τα έτη που μεσολαβούν μεταξύ δύο απογραφών, με την προϋπόθεση ότι ο πληθυσμός δε βίωσε στο μεσοδιάστημα κάποια δραματική δημογραφική εμπειρία (π.χ. εμφύλιο πόλεμο, μη αναμενόμενα μεταναστευτικά ρεύματα, εφαρμογή πολιτικής μείωσης της γεννητικότητας, απότομη αύξηση των γεννήσεων).
5.4.2.2 Εκθετικό Υπόδειγμα
Δεδομένης της φύσης των δημογραφικών γεγονότων, η υπόθεση της εκθετικής αύξησης του πληθυσμού χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις πληθυσμιακών εκτιμήσεων. Το μέγεθος του πληθυσμού τη χρονική στιγμή t δίνεται από τον τύπο:
όπου Po: το μέγεθος του πληθυσμού τη στιγμή της απογραφής
Pt: το εκτιμώμενο μέγεθος του πληθυσμού τη στιγμή t
r: ο σταθερός ρυθμός πληθυσμιακής αύξησης
t: το διάστημα σε έτη το οποίο μεσολαβεί μεταξύ των χρονικών στιγμών 0 και t
5.4.2.3. Υπόδειγμα Λογιστικής Καμπύλης
Το υπόδειγμα της λογιστικής καμπύλης υποθέτει ότι η αύξηση του πληθυσμού, εκφρασμένη είτε ως ρυθμός (r) είτε ως απόλυτο μέγεθος δεν παραμένει διαχρονικά σταθερή. Αντίθετα, περιγράφει έναν πληθυσμό που αυξάνεται γρήγορα στην αρχή, στη συνέχεια όμως ο ρυθμός αύξησης r επιβραδύνεται, και προς το τέλος της περιόδου τείνει προς το μηδέν. Ο πληθυσμός δηλαδή προβλέπεται ότι δε θα ξεπεράσει ένα ανώτατο όριο.
όπου Pt: το εκτιμώμενο μέγεθος του πληθυσμού τη στιγμή t
Κ: το μέγιστο πληθυσμιακό μέγεθος κατά την εκτιμώμενη περίοδο
b: παράμετρος της οποίας η τιμή δηλώνει το χρονικό διάστημα μέχρι τη στιγμή που ο ρυθμός αύξησης θα αρχίσει να μειώνεται
α: ο μέσος ρυθμός πληθυσμιακής αύξησης της περιόδου
t: το συνολικό διάστημα σε έτη
5.4.2.4.Υπόδειγμα Πληθυσμιακών Συνιστωσών
Το υπόδειγμα πληθυσμιακών συνιστωσών βασίζει τον υπολογισμό του πληθυσμού μια χρονική στιγμή t στη θεμελιώδη δημογραφική εξίσωση. Έστω ότι είναι γνωστό με ακρίβεια το μέγεθος του πληθυσμού σε μια χρονική στιγμή 0. Ο υπολογισμός του πληθυσμού της στιγμή t προκύπτει από τη σχέση:
Η συγκεκριμένη σχέση, θα μπορούσε να εφαρμοστεί και ανάποδα, ώστε να υπολογιστεί το μέγεθος του πληθυσμού κάποια στιγμή του παρελθόντος για την οποία δεν υπάρχουν επίσημες στατιστικές.
Η συγκεκριμένη μέθοδος δίνει την καλύτερη εκτίμηση σε σχέση με τις προηγούμενες μεθόδους, όταν είναι γνωστά τα μεγέθη που αφορούν στα επί μέρους δημογραφικά γεγονότα. Αν και η πλήρης και αξιόπιστη καταγραφή των γεννήσεων και των θανάτων είναι γεγονός στις περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες, η καταγραφή των μετακινήσεων δεν είναι στις περισσότερες περιπτώσεις πλήρης. Τα αποτελέσματα από την παραπάνω μέθοδο θα ήταν απολύτως ικανοποιητικά στη θεωρητική περίπτωση ενός κλειστού πληθυσμού.
5.4.2.5. Πληθυσμιακές Προβολές κατά Ηλικία και Φύλο
Πληθυσμιακή προβολή καλείται η υπολογιστική διαδικασία η οποία αποσκοπεί στην εκτίμηση του μεγέθους και της δομής του πληθυσμού σε μια μελλοντική χρονική στιγμή. Σε αντιδιαστολή με τις πληθυσμιακές εκτιμήσεις, οι προβολές δεν εκτιμούν μόνο το πληθυσμιακό μέγεθος αλλά και την κατά ηλικία και φύλο μελλοντική σύνθεση του πληθυσμού.
Για την κατάρτιση των πληθυσμιακών προβολών, χρησιμοποιείται ως αφετηρία μια χρονική στιγμή για την οποία υπάρχουν αναλυτικά στοιχεία ως προς τη δομή και σύνθεση του πληθυσμού, ενώ υιοθετούνται κάποιες συγκεκριμένες υποθέσεις σχετικά με την εξέλιξη των δημογραφικών συνιστωσών, της γονιμότητας, της θνησιμότητας και της μετανάστευσης. Δεδομένης της αβεβαιότητας ως προς την μελλοντική εξέλιξη αυτών των συνιστωσών, οι προβολές συνήθως υιοθετούν πέραν του βασικού (baseline) και κάποια εναλλακτικά σενάρια. Τα σχετικά με την εξέλιξη των πληθυσμιακών συνιστωσών σενάρια προκύπτουν από την παρατήρηση των τάσεων ή από τις εκτιμήσεις σχετικά με το ποιες θεωρείται πιθανό να παρατηρηθούν εντός του θεωρητικού πλαισίου.
Για την ανάπτυξη της μεθόδου απαιτούνται:
- ο καθορισμός του έτους βάσης,
- η διατύπωση του βασικού και των εναλλακτικών σεναρίων ως προς την κατά ηλικία εξέλιξη της γονιμότητας, της θνησιμότητας και των μετακινήσεων και τέλος
- ο καθορισμός του χρονικού ορίζοντα της προβολής.
Έτος βάσης καλείται το έτος εκκίνησης της υπολογιστικής διαδικασίας για το οποίο πρέπει να είναι διαθέσιμη η αναλυτική κατά ηλικία και φύλο διάρθρωση του πληθυσμού. Η κατά ηλικία διάρθρωση του πληθυσμού μπορεί να παρουσιάζεται σε μονοετείς ή πενταετείς ηλικιακές ομάδες. Η εγκυρότητα των στοιχείων του έτους βάσης θεωρείται καθοριστική για την αξιοπιστία όλου του εγχειρήματος. Για το λόγο αυτό, ως βάση, χρησιμοποιούνται συνήθως τα πλέον πρόσφατα έτη των απογραφών.
Το βασικό σενάριο στηρίζεται, συνήθως, στην υπόθεση διατήρησης της τάσης των δεικτών γονιμότητας, θνησιμότητας και μετανάστευσης σε κάθε ηλικία. Τα εναλλακτικά σενάρια, προβλέπουν τη μελλοντική επιτάχυνση ή επιβράδυνση των τάσεων αυτών.
Ο ορίζοντας μιας πληθυσμιακής προβολής εξαρτάται από τον τρόπο αξιοποίησής της. Ωστόσο, είναι σαφές ότι όσο μεγαλώνει ο ορίζοντας τόσο αυξάνουν οι αποκλίσεις μεταξύ βασικού και εναλλακτικών σεναρίων και παράλληλα τόσο αυξάνεται η πιθανότητα σφάλματος.
- Η διαδικασία αποτελείται από επαναλαμβανόμενα βήματα, όπου το διάστημα της προβολής είναι ίσο με το εύρος των ηλικιακών ομάδων. Το μέγεθος μιας πληθυσμιακής ομάδας προκύπτει απ’ αυτό της αμέσως μικρότερης ηλικιακής ομάδας κατά την προηγούμενη χρονική στιγμή, αφού προηγουμένως εκτιμηθούν οι εκροές (θάνατοι και μεταναστευτική εκροή) και εισροές (μεταναστευτικές εισροές) από και προς αυτή.
- Όλες οι ηλικιακές ομάδες πρέπει να είναι του ιδίου εύρους. Μόνη εξαίρεση η τελευταία ομάδα η οποία είναι ανοικτή ως προς άνω άκρο της.
- Ο υπολογισμός του πληθυσμού κάθε πληθυσμιακής ομάδας γίνεται χωριστά.
- Κάθε χρονική στιγμή υπολογίζονται οι γεννήσεις καθώς και η πιθανότητα επιβίωσης των νεογέννητων, καθορίζοντας έτσι τον πληθυσμό της ηλικιακής ομάδας 0.
Τα βήματα επαναλαμβάνονται τόσες φορές όσα τα έτη που μεσολαβούν μεταξύ του έτους εκκίνησης και τελικού έτους της προβολής. Δεδομένου ότι κάθε επανάληψη στηρίζεται στα αποτελέσματα της προηγούμενης, όσο απομακρύνεται η διαδικασία από το έτος εκκίνησης τόσο μεγαλύτερο το ενδεχόμενο σφάλμα.
5.5. Βασικά στάδια της μεθοδολογίας
Σε κάθε ηλικιακή ομάδα επίσης επιδρά η μετανάστευση, είτε ως εκροή είτε ως εισροή ατόμων. Συνήθως, βάσει της προηγούμενης εμπειρίας προστίθεται ή αφαιρείται σε κάθε ηλικιακή ομάδα ένας αριθμός ατόμων.
Παράδειγμα: Πληθυσμιακές προβολές του Γυναικείου πληθυσμού της Ελλάδας το 2016 με έτος εκκίνησης το 2011
Στο Διάγραμμα 5.6 αποτυπώνεται το εύρος των εκτιμήσεων του μεγέθους του παγκόσμιου πληθυσμού έως το 2100, βάσει των προβολών του Ο.Η.Ε. (2015).
Διάγραμμα 5.6 Προβολές του παγκόσμιου Πληθυσμού έως το 2100, βασικό και εναλλακτικά σενάρια.
Οι πληθυσμιακές προβολές έχουν γενικά υψηλό βαθμό αξιοπιστίας, δεν αποτελούν, όμως, βεβαιότητες. Σύμφωνα με την Έκθεση της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των Η.Π.Α. (National Academy of Sciences, NAS) η οποία αξιολογεί την προβλεπτική δύναμη των πληθυσμιακών προβολών, προκύπτει ότι η αξιοπιστία τους είναι συνάρτηση του διαστήματος προβολής και του γεωγραφικού επίπεδου ανάλυσης. Όσο πιο σύντομος ο χρονικός ορίζοντας της προβολής και όσο πιο συγκεντρωτικά τα αποτελέσματα (π.χ. λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές) τόσο μικρότερο το ενδεχόμενο σφάλμα (Bongaarts and Butalao, 2000).
Ακόμη και σε χώρες που έχει σημειωθεί ιδιαίτερη πρόοδος στη συλλογή και επεξεργασία των πληθυσμιακών στατιστικών, η ποιότητα ορισμένων δεδομένων (κυρίως σε σχέση με τις μεταναστευτικές ροές) παραμένει προβληματική θέτοντας σε αμφισβήτηση το αποτέλεσμα των προβολών. Συχνά, ορισμένα φαινόμενα τα οποία θα ήταν χρήσιμο να προβλεφθούν με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, είναι εκείνα για τα οποία τα στοιχεία είναι ελλιπή και προκύπτουν οι λιγότερο αξιόπιστες εκτιμήσεις (πχ μετακινήσεις εσωτερικές και διεθνείς). Μια επιπλέον δυσκολία στην κατάρτιση αξιόπιστων προβολών είναι η σωστή εκτίμηση των μελλοντικών τάσεων των δημογραφικών γεγονότων. Εμπειρικά έχει αποδειχθεί ότι η εξέλιξη της γονιμότητας είναι περισσότερο αβέβαιη σε σχέση με αυτήν της θνησιμότητας. Η υπο-εκτίμηση της ταχύτητας μείωσης της γονιμότητας αποτέλεσε την κύρια πηγή αποκλίσεων μεταξύ προβολών και πραγματικών τάσεων κατά τα τελευταία 20 χρόνια. Ένας ακόμη παράγοντας ο οποίος υπεισέρχεται προκαλώντας αποκλίσεις μεταξύ προβολών και πραγματικότητας είναι το απρόβλεπτο. Κανένας δημογράφος δε θα μπορούσε να προβλέψει τη δραματική επίπτωση του AIDS στη θνησιμότητα των χωρών της υπο-Σαχάριας Αφρικής κατά την τελευταία δεκαετία του προηγούμενου αιώνα.
Ωστόσο, και παρά τις όποιες αδυναμίες, τα αποτελέσματα των πληθυσμιακών προβολών παρουσιάζουν μεγαλύτερο βαθμό ακρίβειας από άλλες εκτιμήσεις (όπως πχ τιμή του πετρελαίου).
Άλλωστε, αποτελούν ένα από τα ελάχιστα εργαλεία χαρτογράφησης και σχεδιασμού του μέλλοντος.
- Bongaarts, J. & R. Bulatao, (eds) (2000) Beyond Six Billion: Forecasting the World’s Population, Committee on PopulationCommission on Behavioral and Social Sciences and Education, National Research Council, Washington, DC.
- Coale, A. and J. Trussell (1996) “The Development and Use of Demographic Models”, Population Studies, 50 Q3, 469-484.
- Hinde, A. (1998) Demographic Methods, London: Arnold Publishers
- Preston, S., Heuveline, P. & M. Guillot (2001). Demography: measuring and modeling population processes, Blackwell Publishers.
- United Nations (2015) World Population Prospects, The 2015 Revision, Population Division Department of Economic and Social Affairs, New York.
- Weinstein, J. and V.Pillai (2001) Demography: the science of population, Allyn and Bacon.
- Παπαδάκης Μ, Κ. Τσίμπος (2004) Δημογραφική Ανάλυση, Αρχές-Μέθοδοι-Υποδείγματα, Εκδόσεις Σταμούλης, Αθήνα.
- Σιάμπος, Γ. (1993) Δημογραφία, Εκδόσεις Κ.Π. Σμπίλιας, Αθήνα.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ο Παγκόσμιος Πληθυσμός: Χθες - Σήμερα - Αύριο
Κεφάλαιο 6:
Η Ιστορία του Παγκόσμιου Πληθυσμού
Σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, το μέγεθος και η δυναμική ενός πληθυσμού θεωρούνται άμεσα συνδεδεμένα με την ευημερία, τη σταθερότητα και την ασφάλεια. Αποτελεί παγιωμένη αντίληψη της κοινής γνώμης ότι, υπό όμοιες κατά τα άλλα συνθήκες, ένα μεγάλο πληθυσμιακά κράτος είναι σε θέση να διασφαλίσει τα δικαιώματά του, να διεκδικήσει τις επιδιώξεις του και να επιβάλλει τις προϋποθέσεις του στην διεθνή σκηνή δυναμικότερα και αποτελεσματικότερα σε σχέση με ένα μικρό. Αν και φαινομενικά αντιφατική, εξίσου διαδεδομένη είναι η αντίληψη που θέλει τους υψηλούς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης υπεύθυνους για τη φτώχεια, την ανεπάρκεια αγαθών και την πολιτική αστάθεια που χαρακτηρίζουν μεγάλες περιοχές του λιγότερο ανεπτυγμένου κόσμου. Οι πληθυσμιακές μεταβολές αποτελούν αναντίρρητα κρίσιμη παράμετρο στη διαμόρφωση του γενικότερου οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού περιβάλλοντος. Ωστόσο, η περιγραφή των δημογραφικών θεμάτων και η διατύπωση των ανησυχιών τροποποιούνται σημαντικά μέσα στο χρόνο και τον χώρο.
Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται συνοπτικά η ιστορία του ανθρώπινου πληθυσμού και αναφέρονται οι εποχές ορόσημο που συνέβαλλαν στη διαμόρφωση του σημερινού δημογραφικού τοπίου.
6.1. Σύντομη Ιστορική Αναδρομή
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ανθρωπολόγων, αρχαιολόγων και ιστορικών, το ανθρώπινο είδος, Homo Sapiens, διαβιώνει στη γη περισσότερο από 200.000 χρόνια (Wilson and Cann, 1992). Σχεδόν για το σύνολο των ετών αυτών ( 95% και πλέον της παραπάνω περιόδου), ο παγκόσμιος πληθυσμός χαρακτηρίζονταν από εξαιρετικά αργούς, αν όχι μηδενικούς, ρυθμούς αύξησης οι οποίοι εντάθηκαν τα τελευταία. Ο πληθυσμός άρχισε να δειλά καταγράφει θετικούς ρυθμούς αύξησης μόλις τα τελευταία 10.000 χρόνια. Μέσα σε αυτό το διάστημα, η πορεία της πληθυσμιακής εξέλιξης δεν υπήρξε ούτε γραμμική ούτε σταθερά αυξητική. Αντίθετα, οι περίοδοι αύξησης άλλοτε ακολουθήθηκαν από περιόδους στασιμότητας και άλλοτε τις διαδέχθηκαν περίοδοι πληθυσμιακής συρρίκνωσης. Οι μεταβολές αυτές ήταν αποτέλεσμα της συνδυαστικής επίδρασης έντονων διακυμάνσεων στα επίπεδα γονιμότητας και θνησιμότητας. Σε γενικές γραμμές, όμως, και κατά το μεγαλύτερο διάστημα, ο πληθυσμός εξελίχθηκε παράλληλα με τη διαθεσιμότητα των φυσικών πόρων. Νέα τεχνολογικά επιτεύγματα αναπτύχθηκαν, νέα εδάφη κατοικήθηκαν ή καλλιεργήθηκαν, νέες πρακτικές αξιοποιήθηκαν, χωρίς να είναι απόλυτα σαφής η σχέση αιτίας και αιτιατού. Οι τεχνολογικές εξελίξεις και η επιστημονική πρόοδος υπαγορεύθηκαν από την πληθυσμιακή αύξηση ή συντέλεσαν σ’ αυτή.
Σχετικά με το μέγεθος και το ρυθμό εξέλιξης του ανθρώπινου πληθυσμού αξιόπιστη πληροφόρηση διαθέτουμε μόλις από το 17ο αιώνα, οπότε ξεκίνησε η συστηματική καταγραφή, ανάλυση και μελέτη των πληθυσμιακών μεγεθών και των δημογραφικών φαινομένων της γεννητικότητας και θνησιμότητας. Οποιεσδήποτε εκτιμήσεις ή πληροφορίες σχετικά με το πληθυσμιακό μέγεθος και τις πληθυσμιακές εξελίξεις πριν από το 17ο αιώνα αποτελούν εκτιμήσεις ή προσεγγίσεις που στηρίζονται σε αρχαιολογικές παρατηρήσεις, ιστορικές αναφορές και αναγωγές, βάσει του εκτιμώμενου τρόπου διαβίωσης και διατροφής σε συνδυασμό με την εξέλιξη12 της φέρουσας ικανότητας των κατοικήσιμων εκτάσεων.
Η παρουσία του ανθρώπινου είδους πάνω στη Γη διακρίνεται σε τρεις μεγάλους κύκλους-περιόδους: από την εμφάνιση του πρώτου ανθρώπου έως τη Νεολιθική εποχή, από τη Νεολιθική εποχή έως τη Βιομηχανική Επανάσταση και από τη Βιομηχανική Επανάσταση έως σήμερα. Σε κάθε μια από τις παραπάνω φάσεις, ο πληθυσμός εξελίσσεται υπό την καθοριστική επίδραση δύο βασικών δυνάμεων: του αναγκαστικού περιορισμού και της επιλογής. Η διαθέσιμη ποσότητα νερού και τροφής, οι πρώτες ύλες, καθώς και οι πηγές ενέργειας, αποτελούν βασικούς περιοριστικούς παράγοντες, οι οποίοι στο μεγαλύτερο διάστημα της ανθρώπινης ιστορίας, επικράτησαν των δυνάμεων της προσωπικής επιλογής.
Νεολιθική περίοδος: από τους κυνηγούς στους αγρότες
Αρχικά, η ανθρώπινη παρουσία στη γη ήταν εξαιρετικά περιορισμένη. Ως κυνηγοί και καρποσυλλέκτες, οι άνθρωποι επιβίωναν κάτω από πρωτόγονες και ιδιαίτερα επικίνδυνες συνθήκες και για το λόγο αυτό αυξάνονταν με ιδιαίτερα αργούς ρυθμούς. Λαμβάνοντας υπόψη την έκταση της γης που απαιτείται για την επιβίωση μιας τέτοιας κοινωνίας, δύσκολα ο πλανήτης θα μπορούσε να «αντέξει», δηλαδή να θρέψει, περισσότερους από μερικά εκατομμύρια κατοίκων. Έτσι, κατά την αρχή της Αγροτικής Επανάστασης, η οποία έγινε περίπου το 8.000 π.Χ, ο παγκόσμιος πληθυσμός υπολογίζεται γύρω στα 4-6 εκατομμύρια άτομα. Ο μέσος ρυθμός αύξησης δεν ξεπερνούσε, σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 0,01% ετησίως και κατά συνέπεια η περίοδος διπλασιασμού του πληθυσμού ήταν της τάξης των 8.000-9.000 ετών (Gilbert, 2001; Weeks, 2002).
Με την Αγροτική Επανάσταση η κατάσταση άρχισε ν’ αλλάζει και ο πληθυσμός ν’ αυξάνεται με ταχύτερους ρυθμούς. Αν οι υψηλοί ρυθμοί πληθυσμιακής αύξησης υπήρξαν η αιτία ή το αποτέλεσμα της συστηματικής καλλιέργειας της γης αποτελεί σημείο τριβής μεταξύ των επιστημόνων και μελετητών του πληθυσμού. Κοινός τόπος είναι η αποδοχή ότι λόγω αυτής της πρακτικής, άρχισε να αυξάνεται -αργά αλλά σταθερά- η «φέρουσα ικανότητα», δηλαδή η χωρητικότητα της γης (Boserup, 1965; Cohen, 1995). Ο όρος φέρουσα ικανότητα (carrying capacity) αναφέρεται στον αριθμό των ατόμων τους οποίους μπορεί να συντηρήσει μια περιοχή με βάση τους φυσικούς της πόρους και της χρήσης τους από τους ανθρώπους. Το κυνήγι και η συλλογή καρπών αποτελούν εξαντλητική χρήση των φυσικών πόρων. Όσο οι παραπάνω τρόποι αποτελούσαν τη μοναδική δυνατότητα εύρεσης τροφής, οι άνθρωποι, αφού εξαντλούσαν τους πόρους μιας περιοχής, αναγκάζονταν να μετακινούνται τακτικά σε άλλους τόπους, αναζητώντας διαρκώς νέες περιοχές που θα τους εξασφάλιζαν την απαραίτητη για την επιβίωσή τους ποσότητα τροφής. Σταδιακά, η διάδοση της καλλιέργειας, η συστηματοποίησή της, η εξημέρωση και χρήση των ζώων στις αγροτικές εργασίες οδήγησαν σε εντατικότερη χρήση της γης και των φυσικών πόρων, ενώ παράλληλα επέτρεψαν τη μονιμότερη εγκατάσταση ατόμων σε περιοχές.
Από δημογραφικής άποψης, η Αγροτική Επανάσταση σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας περιόδου ταχύτερων ρυθμών πληθυσμιακής ανάπτυξης που είχε ως αποτέλεσμα την αριθμητική αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού. Η κλασσική θεωρία προσφέρει μια απλή και πειστική ερμηνεία αυτής της εξέλιξης, αποδίδοντας την αύξηση του πληθυσμού στη μείωση της θνησιμότητας λόγω των βελτιωμένων συνθηκών διαβίωσης. Η πληθυσμιακή ανάπτυξη, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, προκλήθηκε από τα υψηλότερα ποσοστά επιβίωσης, ως απόρροια των καλύτερων συνθηκών διατροφής και του λιγότερο επικίνδυνου τρόπου διαβίωσης. Η συστηματική καλλιέργεια της γης και η εξημέρωση των ζώων βελτίωσαν καθοριστικά την ποιότητα και την ποσότητα τροφής κι έδωσαν τη δυνατότητα δημιουργίας αποθεμάτων διασφαλίζοντας, την επιβίωση του πληθυσμού κατά τις περιόδους χαμηλής σοδειάς ή κακών κλιματικών συνθηκών. Ο περιορισμός των αναγκαστικών μετακινήσεων και η μόνιμη εγκατάσταση σε οικισμούς, συνέβαλαν στην καλύτερη αντιμετώπιση των κλιματικών μεταβολών και τη μείωση των εξωτερικών κινδύνων. Επομένως, σύμφωνα με τη κλασσική θεωρία, η παρατηρούμενη αύξηση του πληθυσμού κατά την εποχή αυτή, σχετίζεται με τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και διατροφής.
Ωστόσο, μια πρόσφατη προσέγγιση θέτει σε αμφισβήτηση τη θετική συσχέτιση μεταξύ της αγροτικής ζωής και της μείωσης της θνησιμότητας. Η νέα θεωρία ισχυρίζεται ότι ο νέος τρόπος ζωής τον οποίο επέφερε η Αγροτική Επανάσταση, όχι μόνο δεν συνέβαλε στη μείωση, αλλά αντίθετα οδήγησε στην αύξηση της θνησιμότητας. Ο ισχυρισμός αυτός στηρίζεται σε δύο επιχειρήματα. Το πρώτο σχετίζεται με τη διαθέσιμη τροφή, η οποία αν και αυξήθηκε ποσοτικά θεωρείται ότι υποβαθμίστηκε ποιοτικά. Εκτιμάται ότι, ως κυνηγός και συλλέκτης καρπών, ο άνθρωπος είχε ένα αρκετά επισφαλές, αλλά ποικίλο και πλούσιο σε βιταμίνες και θρεπτικά συστατικά διαιτολόγιο σε σχέση με τον αγρότη, του οποίου η διατροφή, στηριζόμενη κυρίως στα σιτηρά, αν και επαρκής σε θερμίδες, ήταν διατροφικά πενιχρή και μονότονη. Σκελετικά ευρήματα φαίνεται να συνηγορούν με αυτήν την τοποθέτηση: η μάζα του σώματος, το ύψος και το βάρος των οστών φαίνεται ότι μειώθηκαν όταν οι μετακινούμενοι κυνηγοί απέκτησαν μόνιμο τόπο διαμονής και έγιναν αγρότες (Livi-Bacci, 2001). Το δεύτερο, και ίσως πιο ισχυρό επιχείρημα, αναφέρεται στις δυσμενείς συνέπειες της εγκατάλειψης της νομαδικής ζωής. Η μόνιμη εγκατάσταση των ατόμων και η οργάνωσή τους σε οικισμούς δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση και εξάπλωση ασθενειών, λοιμώξεων και επιδημιών, άγνωστων στους προ της αγροτικής μετάβασης πληθυσμούς, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν από μεγάλη κινητικότητα και χαμηλή πυκνότητα. Ο συνδυασμός των δύο παραπάνω παραγόντων, υποβάθμιση διατροφικών συνηθειών και εμφάνιση μεταδοτικών ασθενειών, είναι ικανός να στηρίξει το επιχείρημα της υψηλότερης θνησιμότητας μεταξύ αγροτών σε σχέση με τους κυνηγούς προκατόχους τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η καταγεγραμμένη αύξηση του πληθυσμού οφείλεται στην παράλληλη ενίσχυση της γονιμότητας, υπόθεση η οποία τεκμηριώνεται από τις κοινωνικές αλλαγές οι οποίες σημειώθηκαν κατά τη μετάβαση στην οργανωμένη αγροτική κοινωνία. Στην εποχή του κυνηγιού και των συνεχών μετακινήσεων, τα μικρά παιδιά αποτελούσαν «βάρος» αφού απαιτούσαν ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα, δεδομένων των δυσκολιών της καθημερινότητας. Οι μητέρες που είχαν στην επίβλεψή τους μωρά, αντιμετώπιζαν μεγαλύτερες δυσκολίες κατά τις μετακινήσεις τους και ήταν περισσότερο ευάλωτες στους εξωτερικούς κινδύνους. Συνεπώς, το διάστημα μεταξύ διαδοχικών γεννήσεων έπρεπε να ήταν αρκετά μεγάλο, ώστε να έχει αυτονομηθεί το μεγαλύτερο παιδί πριν τη νέα γέννηση. Αντίθετα, στην αγροτική κοινωνία, το «κόστος» των παιδιών μειώθηκε, ενώ παράλληλα αυξήθηκε η «αξία» τους, εκτιμήθηκε, δηλαδή, η συνεισφορά τους μέσα από τη συμμετοχή τους στις αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες.
Μερικούς αιώνες αργότερα, κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα, όταν οι σημαντικότεροι πολιτισμοί είχαν ήδη εγκατασταθεί κι αρχίσει ν αναπτύσσονται στην Ελλάδα και την Κίνα, ο παγκόσμιος πληθυσμός υπολογίζεται ότι έφτανε τα 100 περίπου εκατομμύρια. Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης εκτιμάται περίπου στο 0,14% ενώ ο απαραίτητος χρόνος για το διπλασιασμό του πληθυσμού ξεπερνούσε τα 500 χρόνια.
Στις αρχές της χριστιανικής εποχής ο παγκόσμιος πληθυσμός υπολογίζεται ότι άγγιζε τα 250 εκατομμύρια, αριθμό που ξανασυναντούμε στο τέλος της πρώτης χιλιετίας. Στο μεσοδιάστημα, λοιμοί και επιδρομές μείωσαν το ρυθμό φυσικής αύξησης ανά έτος ανεβάζοντας σημαντικά τη διάρκεια του χρόνου διπλασιασμού του πληθυσμού (Πίνακας 6.1).
Σημείωση: Ο χρόνος διπλασιασμού δεν υπολογίζεται σε περιόδους αρνητικών ρυθμών πληθυσμιακής ανάπτυξης.
Πηγή: Biraben (2003); Weeks (2002).
Πίνακας 6.1 Η Εξέλιξη του Παγκόσμιου Πληθυσμού: πολύ αργή στην αρχή, σταθερά επιταχυνόμενη τα τελευταία 250 χρόνια.
Με τη συμπλήρωση της πρώτης χιλιετίας εγκαινιάστηκε στην Ευρώπη μια εποχή δημογραφικής ακμής που διήρκησε περίπου τρεις αιώνες. Αν και τα σχετικά στοιχεία είναι περιορισμένα και εξαιρετικά ελλειπή, υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις σταθερής δημογραφικής ανάπτυξης κατά τη διάρκεια του 11ου, 12ου και 13ου αι.. Νέες πόλεις ιδρύθηκαν, μεγάλες περιοχές εκχερσώθηκαν και κατοικήθηκαν, άλλες αποξηράνθηκαν και καλλιεργήθηκαν. Στο διάστημα των τριών αυτών αιώνων ο πληθυσμός διπλασιάστηκε ή και τριπλασιάστηκε σε ορισμένες περιοχές.
Πίνακας 6.1 Η Εξέλιξη του Παγκόσμιου Πληθυσμού: πολύ αργή στην αρχή, σταθερά επιταχυνόμενη τα τελευταία 250 χρόνια.
Η πληθυσμιακή ανάκαμψη, ωστόσο, άρχισε να δείχνει σημάδια κόπωσης κατά τις πρώτες δεκαετίες του 14ου αιώνα. Γεγονός που αποδίδεται στην αρνητική συγκυρία που προέκυψε από το συνδυασμό διάφορων παραγόντων. Η εξάντληση των εύφορων περιοχών, η προσωρινή διακοπή της τεχνολογικής προόδου και οι δυσμενείς κλιματικές συνθήκες13 αποτέλεσαν τις κύριες αιτίες της παρατηρούμενης σημαντικής μείωσης της αγροτικής παραγωγής και οδήγησαν στην επιβράδυνση των ρυθμών αύξησης του πληθυσμού. Η μεγάλη όμως δημογραφική επιδείνωση προκλήθηκε στα μέσα του 14ου αιώνα, με τη διάδοση της «Μαύρης Πανώλης». Από το 1342, όταν η πανδημία πρωτοεμφανίστηκε στην Σικελία, μέχρι το 1352, που έφτασε στη Ρωσία έχοντας πρώτα διασχίσει όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο, οι επιπτώσεις της πανώλης ήταν κάτι παραπάνω από καταστροφικές. Ο πληθυσμός της Ευρώπης, ο οποίος τότε ανερχόταν στα 80 περίπου εκατομμύρια, συρρικνώθηκε στο ένα τρίτο (Livi-Bacci, 2001). Η επιδημία ξαναχτύπησε κατά κύματα κατά τον 14ο αιώνα, αναιρώντας πλήρως τη δημογραφική αύξηση της προηγούμενης περιόδου. Εκτιμάται ότι η Ευρώπη ανέκαμψε, φθάνοντας στα προ της πανδημίας πληθυσμιακά επίπεδα, μόλις στα μέσα του 16ου αιώνα.
Η Βιομηχανική Επανάσταση
Πριν το τέλος του 18ου αιώνα, εγκαινιάστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο μια περίοδος ραγδαίου οικονομικού και κοινωνικού μετασχηματισμού, γνωστή ως Βιομηχανική Επανάσταση. Η Βιομηχανική Επανάσταση, επεκτάθηκε γρήγορα σε διάφορες περιοχές του βορείου ημισφαιρίου, σηματοδοτώντας την απελευθέρωση του ανθρώπινου πληθυσμού από τις δυσοίωνες μαλθουσιανές προοπτικές. Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου όχι μόνο δεν περιορίστηκε από το μέγεθος και το ρυθμό αύξησης του πληθυσμού, αλλά συνέχισε απρόσκοπτα την ανοδική πορεία σημειώνοντας μια χωρίς προηγούμενο αύξηση. Κατά την περίοδο εκείνη, ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνεται με το ταχύτερο ρυθμό στην ιστορία του ενώ ο απαιτούμενος χρόνος για το διπλασιασμό του πληθυσμού είναι συντομότερος από ποτέ.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις ίσχυαν για κάθε ένα από τα έτη της περιόδου 1750 έως περίπου το 1957. Κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων αιώνων, οι δημογραφικές εξελίξεις υπήρξαν ραγδαίες. Οι ρυθμοί δημογραφικής αύξησης ακολουθούσαν εκθετική τάση (Διάγραμμα 6.1), οι χρόνοι διπλασιασμού διαρκώς συρρικνώνονταν, ενώ ο αριθμός των ατόμων ο οποίος κάθε χρόνο προστίθεντο στο συνολικό πληθυσμό όλο και μεγάλωνε (Fischer, 1993; National Research Council, 2000; Gilbert, 2001).
Διάγραμμα 6.1 Η εξέλιξη του παγκόσμιου πληθυσμού ακολουθεί εκθετική τάση κατά τους τελευταίους 3 αιώνες.
Συγκεκριμένα, ο πληθυσμός της γης κατά την έναρξη της Βιομηχανικής Επανάστασης (γύρω στο 1750) ανέρχονταν στα 800 περίπου εκατομμύρια ανθρώπους. Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης υπολογίζεται στο 0,34%, ποσοστό που αντιστοιχεί σε ετήσια αύξηση του πληθυσμού κατά 2,6 εκατομμύρια άτομα14. Με τους συγκεκριμένους ρυθμούς αύξησης, απαιτούνταν δύο περίπου αιώνες για το διπλασιασμό του πληθυσμού. Πενήντα χρόνια αργότερα, στις αρχές του 19ου αιώνα, ο παγκόσμιος πληθυσμός είχε ήδη ξεπεράσει το φράγμα του 1 δισεκατομμυρίου κατοίκων, αυξανόμενος κατά 0,42% ετησίως, καταγράφοντας χρόνο διπλασιασμού ίσο με περίπου 1,5 αιώνες. Στην πραγματικότητα όμως, χρειάστηκαν μόλις 118 χρόνια για να περάσει ο παγκόσμιος πληθυσμός από το 1 στα 2 δισεκατομμύρια. Ημερομηνία ορόσημο όπου συνέβη ο πρώτος διπλασιασμός από το 1 στα 2 δισεκατομμύρια κατοίκων, ήταν το 1922. Από εκεί και πέρα, ο χρόνος που μεσολάβησε για την προσθήκη κάθε επιπλέον δισεκατομμυρίου στον παγκόσμιο πληθυσμό μειωνόταν εντυπωσιακά: χρειάστηκαν 37 χρόνια για να περάσει ο πληθυσμός από τα 2 στα 3 δισεκατομμύρια (συνέβη το 1959) και 15 χρόνια για να φτάσει τα 4 δισεκατομμύρια. Η προσθήκη του πέμπτου δισεκατομμυρίου απαίτησε 13 χρόνια και μόλις 12 χρόνια μετά, το 1999, ο παγκόσμιος πληθυσμός έφτασε τα 6 δισεκατομμύρια (Διάγραμμα 6.2).
Διάγραμμα 6.2 Ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνεται ραγδαία και ο χρόνος που απαιτείται για την προσθήκη ενός επιπλέον δισεκατομμυρίου ατόμων μειώνεται θεαματικά.
Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα συντελέστηκε η μεγαλύτερη, τόσο ποσοστιαία όσο και σε απόλυτα μεγέθη, αύξηση του πληθυσμού. Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης κατά περιόδους ξεπέρασε το 2%, ενώ ο χρόνος διπλασιασμού έφτασε το 1970 στα 33 μόλις χρόνια, επίπεδο το οποίο χαρακτηρίζεται ως το χαμηλότερο όλων των εποχών.
6.2. Γιατί τότε και όχι άλλοτε;
Εύλογα προκύπτει το ερώτημα, γιατί αυτή η δυναμική στην αύξηση του πληθυσμού συντελείται τότε και όχι νωρίτερα στην ιστορία του ανθρώπινου πληθυσμού ;
Για δεκάδες χιλιάδες χρόνια ο ανθρώπινος πληθυσμός χαρακτηριζόταν από πολύ αργούς –σχεδόν μηδενικούς- ρυθμούς αύξησης. Οι δείκτες θνησιμότητας ήταν ιδιαίτερα υψηλοί, ενώ τα επίπεδα γονιμότητας, αν και κατά πολύ υψηλότερα από τα σημερινά, οριακά αντιστάθμιζαν τον αριθμό των θανάτων. Πριν την Αγροτική Επανάσταση, δεδομένων των συνθηκών διαβίωσης και των πιθανοτήτων επιβίωσης, η γονιμότητα αναπλήρωσης [βλ. Πλαίσιο 6.1] ήταν περίπου, επτά (7) παιδιά ανά γυναίκα.
Πλαίσιο 6.1 Γονιμότητα αναπλήρωσης.
Τα επίπεδα αυτά, αν και σαφώς χαμηλότερα του βιολογικού ορίου, είναι ιδιαίτερα υψηλά δεδομένου του τρόπου οργάνωσης της καθημερινότητας (διαρκείς μετακινήσεις, εποχική έλλειψη τροφής, κίνδυνοι κλπ), αλλά και του προσδόκιμου ζωής της εποχής που δε φαίνεται να ξεπερνούσε κατά πολύ τα 20 χρόνια. Κατά τη νεολιθική περίοδο, ο πληθυσμός άρχισε να καταγράφει οριακά θετικούς ρυθμούς αύξησης, κυρίως λόγω της μικρής υπεροχής των γεννήσεων έναντι των θανάτων. Αν και η πορεία του δεν υπήρξε σταθερά αυξητική (κυρίως λόγω λιμών και επιδημιών), στο τέλος της περιόδου ο παγκόσμιος πληθυσμός υπολογίζεται στα 800 εκατομμύρια, έναντι μόλις μερικών εκατομμυρίων που απαριθμούσε στην αρχή της.
Έστω και μια μικρή, αλλά σταθερή στο χρόνο υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων, αρκεί για να οδηγήσει, αργά στην αρχή και με αυξανόμενους ρυθμούς στη συνέχεια, στην αύξηση του πληθυσμού. Η μεγάλη ανατροπή στη δημογραφική εξέλιξη του ανθρώπου επήλθε με τη Βιομηχανική Επανάσταση. Ο παράγοντας που συνέβαλε καθοριστικά στην εμφάνιση και διατήρηση θετικών ρυθμών πληθυσμιακής αύξησης δεν ήταν η αύξηση της γονιμότητας αλλά, αντίθετα, η μείωση της θνησιμότητας. Κατά την πρώτη περίοδο της Βιομηχανικής Επανάστασης, άρχισαν σταδιακά να βελτιώνονται οι συνθήκες διαβίωσης. Οι άνθρωποι άρχισαν να τρέφονται καλύτερα, να ντύνονται πιο ζεστά, να πίνουν καθαρότερο νερό, να εφαρμόζουν κάποιους βασικούς κανόνες υγιεινής. Οι παράγοντες αυτοί περιόρισαν τη διάδοση των επιδημιών και ενίσχυσαν την ανθρώπινη αντοχή στις μεταδοτικές ασθένειες. Οι πρώτες θετικές συνέπειες αποτυπώθηκαν στους βελτιούμενους δείκτες βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας. Στη συνέχεια, η πρόοδος της ιατρικής και της φαρμακευτικής συνέβαλαν στην αποτελεσματική πρόληψη (μέσω των εμβολιασμών) και την αντιμετώπιση (μέσω των θεραπειών και φαρμακευτικών αγωγών) αρκετών ασθενειών. Η πιθανότητα επιβίωσης αυξήθηκε, οι δείκτες θνησιμότητας όλων των ηλικιακών ομάδων κατέγραψαν σημαντική βελτίωση και το προσδόκιμο ζωής άρχισε να καταγράφει μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή ανοδική πορεία.
H δημογραφική δυναμική των τελευταίων 250 περίπου χρόνων, οφείλεται στη σαφή υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων, η οποία αποδίδεται όχι στην ιδιαίτερα υψηλή γονιμότητα, αλλά στη συνεχή και γρήγορη μείωση της θνησιμότητας και τελικά στα πολύ χαμηλά επίπεδα θνησιμότητας τα οποία καταγράφηκαν κατά τον 20ο αιώνα.
Άμεση συνέπεια της παράλληλης μείωσης της θνησιμότητας και της γονιμότητας ήταν η μεταβολή της ηλικιακής δομής του πληθυσμού με τη σταδιακή διόγκωση των μεσαίων ηλικιακών ομάδων. Όταν ο πληθυσμός σε αναπαραγωγική ηλικία αυξάνεται (σε απόλυτα ή και σχετικά μεγέθη), τότε επιτυγχάνονται οι θετικοί ρυθμοί πληθυσμιακής αύξησης, ακόμη και αν ο δείκτης γονιμότητας πέσει σε επίπεδα ίσα ή χαμηλότερα του ορίου αναπλήρωσης των γενεών. Οι γεννήσεις αυξάνονται, λόγω του μεγάλου αριθμού των εν δυνάμει μητέρων, και υπερτερούν αριθμητικά των θανάτων. Η ιδιαίτερη δημογραφική συγκυρία κατά την οποία η ηλικιακή δομή του πληθυσμού συμβάλλει καθοριστικά στη διαμόρφωση υψηλών ρυθμών πληθυσμιακής αύξησης περιγράφεται διεθνώς με τον όρο population momentum (δημογραφική δυναμική).
Hans Roslings's 200 Countries, 200 Years, 4 Minutes - The Joy of Stats - BBC Four [VIDEO] |
Η «δημογραφική μετάβαση» είναι ένα μοντέλο που περιγράφει τη σταδιακή μετάβαση των πληθυσμών από το αρχικό καθεστώς υψηλής θνησιμότητας και υψηλής γονιμότητας σε ένα καθεστώς χαμηλής θνησιμότητας και γονιμότητας. Όπως κάθε «μοντέλο», έτσι και το συγκεκριμένο, αποτελεί τη γενικευμένη και απλουστευμένη παρουσίαση μιας σύνθετης εικόνας, ώστε να περιγράφονται ικανοποιητικά οι πληθυσμιακές εξελίξεις ενός συνόλου χωρών.
Το έναυσμα για τη διατύπωση της σχετικής θεωρίας δόθηκε το 1929 από τον Αμερικανό δημογράφο Warren Thompson (1887-1973) ο οποίος μελέτησε διάφορες χώρες κατά την περίοδο 1908-1927. Παρατήρησε ότι είναι δυνατή η ομαδοποίηση των χωρών ανάλογα με τους ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης σε τρεις κατηγορίες-φάσεις, οι οποίες διαδέχονταν η μια την άλλη. Μερικά χρόνια αργότερα, η ιδέα συμπληρώθηκε από άλλους μελετητές μεταξύ των οποίων, ο Frank Wallace Notestein (1902-1983) και ο Kingsley Davis, οι οποίοι υποστήριξαν ότι οι φάσεις μετάβασης είναι τέσσερις ή πέντε. Ουσιαστικά, και μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1940, η δημογραφική μετάβαση αποτελούσε απλά μια απεικόνιση της δημογραφικής κατάστασης και όχι μια θεωρία. Καθώς όμως η μελέτη των ανεπτυγμένων χωρών επεκτείνονταν και όλο και περισσότερες χώρες ταίριαζαν στην εικόνα αυτή, το φαινόμενο άρχισε να παίρνει διαστάσεις ενός άγραφου νόμου που διέπει την πληθυσμιακή εξέλιξη παγκοσμίως. Σταδιακά αναπτύχθηκε το ερμηνευτικό πλαίσιο μέσα στο οποία διαμορφώνονται οι δείκτες γεννητικότητας και θνησιμότητας, οι οποίοι φέρονται ως οι καθοριστικοί παράγοντες των πληθυσμιακών εξελίξεων. Παράλληλα, δόθηκε η περιγραφή, ονοματίστηκαν οι διαφορετικές φάσεις και επινοήθηκε ο όρος «δημογραφική μετάβαση» για να περιγράψει αυτό το πέρασμα από τη μια φάση στην άλλη, το οποίο στη συνέχεια αναδείχθηκε ως η σημαντικότερη θεωρία της δημογραφίας.
Διάγραμμα 6.3 Οι φάσεις της Δημογραφικής Μετάβασης.
6.3.1. Η θεωρία της δημογραφικής μετάβασης
Η κλασσική θεωρία της δημογραφικής μετάβασης αναπτύσσει το θεωρητικό πλαίσιο προκειμένου να περιγραφεί και να ερμηνευθεί η διαδικασία μετάβασης των πληθυσμών από τα υψηλά στα χαμηλά επίπεδα γονιμότητας και θνησιμότητας.
Οι μεταβολές της γονιμότητας και της θνησιμότητας δεν είναι γενικά συντονισμένες. Κατά κανόνα προηγείται η σταδιακή μείωση της θνησιμότητας και ακολουθεί με κάποια υστέρηση (της οποίας η διάρκεια διαφοροποιείται γεωγραφικά) η μείωση της γονιμότητας. Σύμφωνα με τη θεωρία της δημογραφικής μετάβασης, ο δημογραφικός κύκλος χαρακτηρίζεται από τα ακόλουθα στάδια ή φάσεις.
ΦΑΣΗ Ι - Στάδιο υψηλής στασιμότητας:
Η πρώτη φάση χαρακτηρίζεται από την ισορροπία μεταξύ υψηλής γονιμότητας και υψηλής θνησιμότητας, με αποτέλεσμα την οριακή πληθυσμιακή αύξηση. Για τον λόγο αυτόν της αποδίδεται ο χαρακτηρισμός ως «στάδιο υψηλής στασιμότητας». Κατά τη φάση αυτή, τα υψηλά επίπεδα θνησιμότητας αιτιολογούνται από την πλήρη άγνοια του πληθυσμού σχετικά με την πρόληψη ή αντιμετώπιση ασθενειών και επιδημιών, καθώς και στους περιοδικούς λοιμούς. Έλλειψη πόσιμου νερού, κακές συνθήκες υγιεινής και ελλειπής διατροφή δημιουργούσαν ένα εξαιρετικά δύσκολο περιβάλλον, όπου μόνο ένα μικρό ποσοστό των παιδιών κατάφερνε να ενηλικιωθεί. Κατά καιρούς, καταγράφονται εξάρσεις της θνησιμότητας λόγω επιδημιών, όπως η χολέρα και ο κίτρινος πυρετός.
Η υψηλή βρεφική και παιδική θνησιμότητα αποτελούν ισχυρό αντικίνητρο για οποιοδήποτε οικογενειακό προγραμματισμό και έλεγχο της γονιμότητας. Ιδιαίτερα στις κοινωνίες που στηρίζονται στην αγροτική παραγωγή και την ανειδίκευτη εργασία, τα παιδιά θεωρούνται «κεφάλαιο» για την οικογένεια και την κοινωνία, αφού οι μεγάλες οικογένειες αποτελούν προϋπόθεση για την εξασφάλιση του απαραίτητου εργατικού δυναμικού. Ως αποτέλεσμα, κατά την πρώτη φάση, οι δείκτες γεννητικότητας είναι ιδιαίτερα υψηλοί.
Αυτό το στάδιο χαρακτηρίζει τον πληθυσμό της Ευρώπης μέχρι το 18ο αιώνα, οπότε για πρώτη φορά διαταράσσεται η ισορροπία θνησιμότητας και γονιμότητας. Η έναρξη της Βιομηχανικής Επανάστασης σηματοδότησε το πέρασμα στη δεύτερη φάση για τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Στην περίοδο που διανύουμε, καμία χώρα δε βρίσκεται σε αυτή τη φάση. Ενδεχομένως κάποιες απομονωμένες φυλές του Αμαζονίου να αποτελούν τους μοναδικούς πληθυσμούς που εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται δημογραφικά από το στάδιο υψηλής στασιμότητας .
ΦΑΣΗ ΙΙ - Πρώϊμο στάδιο ανάπτυξης
Το βασικό χαρακτηριστικό της δεύτερης φάσης είναι η σταδιακά επιταχυνόμενη μείωση της θνησιμότητας. Η τάση αυτή είναι αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων, όπως βελτίωση των υγειονομικών συνθηκών, η καλύτερη αντιμετώπιση ορισμένων ασθενειών, η βελτίωση της ποιότητας και της ποσότητας της διαθέσιμης τροφής μέσα από την εντατικότερη και αποτελεσματικότερη καλλιέργεια της γης. Άμεση συνέπεια των παραπάνω είναι ο σημαντικός περιορισμός της βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας, που συνέβαλε στη μείωση του αδρού δείκτη θνησιμότητας. Υπάρχουν ωστόσο περίοδοι έντονων διακυμάνσεων από χρονιά σε χρονιά λόγω επιδημιών ή ελλείψεων στη σοδειά. Στο στάδιο αυτό η γονιμότητα, παρά τις όποιες διακυμάνσεις της, παραμένει σε σταθερά υψηλά επίπεδα.
Κατά τη δεύτερη φάση σημειώνονται υψηλοί ρυθμοί αύξησης του πληθυσμού, αφού η διαφορά μεταξύ γονιμότητας και θνησιμότητας τείνει αυξανόμενη. Αξίζει να επισημανθεί, ότι η πληθυσμιακή αύξηση αυτής της περιόδου οφείλεται, όχι στην υψηλή γονιμότητα, αλλά στη μειούμενη θνησιμότητα. Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό της φάσης αυτής είναι η σημαντική μεταβολή της ηλικιακής δομής του πληθυσμού. Ενώ κατά την πρώτη φάση μεγάλο μέρος του πληθυσμού συγκεντρωνόταν στα 5-10 πρώτα ηλικιακά έτη, κατά τη δεύτερη φάση, η πληθυσμιακή πυραμίδα εμφανίζεται να «γεμίζει" και στις αναπαραγωγικές ηλικίες, αφού βελτιώνεται σημαντικά η πιθανότητα επιβίωσης και εισόδου στην ενήλικη ζωή.
Η δεύτερη φάση ξεκίνησε από το Ηνωμένο Βασίλειο μέσα στο 19ο αιώνα και γρήγορα επεκτάθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη. Σ’ αυτήν αποδίδεται η ραγδαία πληθυσμιακή αύξηση των τελευταίων δύο αιώνων, που κλιμακώθηκε κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, όταν οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες εισήλθαν σε αυτή τη φάση. Σήμερα, στο δεύτερο στάδιο της δημογραφικής μετάβασης παραμένουν χώρες που διατηρούν υψηλά επίπεδα γονιμότητας, όπως το Αφγανιστάν, καθώς και οι περισσότερες χώρες της υπο-σαχάριας Αφρικής.
ΦΑΣΗ ΙΙΙ - Όψιμο στάδιο ανάπτυξης
Βασικό χαρακτηριστικό της τρίτης φάσης είναι η ραγδαία μείωση της γονιμότητας, ενώ παράλληλα συνεχίζεται η μείωση της θνησιμότητας.
Η μείωση της γονιμότητας αποδίδεται σ’ ένα συνδυασμό παραγόντων. Ιδιαίτερα καθοριστική είναι η μείωση της βρεφικής θνησιμότητας, που έκανε τους γονείς λιγότερο ανασφαλείς σχετικά με τον τελικό αριθμό των παιδιών που επιβιώνουν, ώστε να συνδράμουν στην παραγωγική διαδικασία και να τους βοηθήσουν στα γεράματα. Δεύτερον, η αστικοποίηση άλλαξε τον τρόπο ζωής και μαζί επέφερε αλλαγές στις παραδοσιακές αντιλήψεις που επικρατούσαν γύρω από το μέγεθος της οικογένειας στις αγροτικές κοινωνίες. Τρίτον, η γυναικεία εκπαίδευση και απασχόληση διαφοροποίησαν τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία αποδίδοντάς της επιπλέον ρόλους, πέραν αυτού της μητέρας. Παράλληλα, η διάδοση των αντισυλληπτικών μεθόδων προσέφερε ένα αποτελεσματικό μέσο για τον καλύτερο έλεγχο των γεννήσεων και την εφαρμογή αποτελεσματικού οικογενειακού προγραμματισμού.
Κατά το στάδιο αυτό καταγράφοντα οι υψηλότεροι ρυθμοί πληθυσμιακής αύξησης. Ο πληθυσμός αυξάνεται ταχύτατα αν και η διαφορά μεταξύ γεννήσεων και θανάτων αρχίζει σταδιακά να μειώνεται.
Η Τρίτη φάση της δημογραφικής μετάβασης ξεκίνησε από τη Βόρεια Ευρώπη, στα τέλη του 19ου αιώνα. Στη βιομηχανική Ευρώπη η μείωση της γονιμότητας ξεκίνησε με καθυστέρηση αρκετών δεκαετιών, σε σχέση με τη θνησιμότητα. Στην παρούσα φάση, στο τρίτο στάδιο της δημογραφικής μετάβασης βρίσκονται χώρες όπως η Ινδία, το Μπαγκλαντές, η Αίγυπτος κ.α..
ΦΑΣΗ IV - Χαμηλό στάδιο στασιμότητας
Σταδιακά, οι μειούμενοι δείκτες θνησιμότητας και γονιμότητας ισορροπούν σε χαμηλά επίπεδα.
Ο συνολικός πληθυσμός είναι μεγάλος, αλλά πλέον δεν αυξάνεται, παρά μόνο οριακά. Η ηλικιακή δομή μεταβάλλεται, γεγονός που αποτυπώνεται στις πληθυσμιακές πυραμίδες οι οποίες εμφανίζονται διογκωμένες στις μεσαίες και υψηλές ηλικίες. Το προσδόκιμο επιβίωσης ανεβαίνει σταθερά, ο δείκτης γονιμότητας είναι χαμηλότερος του ορίου αναπλήρωσης και ο πληθυσμός γερνάει.
Στην τέταρτη φάση της δημογραφικής μετάβασης βρίσκεται ένας μεγάλος αριθμός, ανεπτυγμένων κυρίως χωρών, μεταξύ των οποίων η Κίνα, η Βραζιλία, η Νέα Ζηλανδία.
ΦΑΣΗ V – Συρρίκνωση (;)
Στη φάση αυτή η γονιμότητα παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε επίπεδα κάτω του ορίου αναπλήρωσης των γενεών. Μείωση του αριθμού των γάμων, ενίσχυση της προγαμιαίας συμβίωσης, καθυστέρηση στην απόκτηση του πρώτου παιδιού, μείωση του τελικού μεγέθους της οικογένειας, δυσκολία στον συνδυασμό οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, είναι μερικοί από τους λόγους που εξηγούν τη διατήρηση της γονιμότητας σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα. Την ίδια στιγμή, με δεδομένο ότι η διαδικασία της πληθυσμιακής γήρανσης έχει προχωρήσει, αυξανόμενο ποσοστό του πληθυσμού συγκεντρώνεται στην κορυφή της ηλικιακής πυραμίδας, ο αριθμός των θανάτων αυξάνεται χρόνο με το χρόνο, παρά τα χαμηλά επίπεδα θνησιμότητας. Οι θάνατοι υπερτερούν αριθμητικά των γεννήσεων και έτσι η φυσική μεταβολή του πληθυσμού είναι αρνητική. Μ’ αυτά τα δεδομένα και εφ’ όσον απουσιάζουν μαζικές μεταναστευτικές εισροές, ο πληθυσμός αναμένεται να οδηγηθεί σταδιακά στη συρρίκνωση.
Στην πέμπτη φάση φαίνεται να έχουν εισέλθει χώρες, όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία, οι οποίες ήδη καταγράφουν φυσική μείωση του πληθυσμού τους.
Σε κάποιες χώρες του ευρωπαϊκού βορρά (όπως Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Σουηδία), το πέρασμα στο τελικό αυτό στάδιο της δημογραφικής μετάβασης έχει καθυστερήσει, διότι η γονιμότητα έδωσε σημάδια ανάκαμψης και δείχνει να σταθεροποιείται κοντά στο όριο αναπλήρωσης των γενεών.
Πίνακας 6.3 Το μοντέλο της Δημογραφικής Μετάβασης.
Η θεωρία της δημογραφικής μετάβασης αποτελεί ίσως το πιο ολοκληρωμένο και ευρέως αποδεκτό μοντέλο στη θεωρία της επιστήμης της δημογραφίας. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι περιορισμοί, οι οποίοι είναι σκόπιμο να αναφερθούν, χωρίς να αμφισβητείται η αξία του μοντέλου. Τα κυριότερα σημεία κριτικής αφορούν στις παρακάτω αδυναμίες:
- Το μοντέλο ερμηνεύει τις πληθυσμιακές μεταβολές ως συνάρτηση δύο εκ των τριών δημογραφικών φαινομένων. Από το μοντέλο απουσιάζει εντελώς η επίδραση της μετανάστευσης, η οποία όμως είναι καθοριστικής σημασίας για τις πληθυσμιακές εξελίξεις.
- Το μοντέλο της δημογραφικής μετάβασης δεν παρέχει καμία εκτίμηση σχετικά με τη διάρκεια μετάβασης από το αρχικό στο τελικό στάδιο. Οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης χρειάστηκαν αιώνες, ενώ σε κάποιες από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες η μετάβαση από το ένα στάδιο στο άλλο διαρκεί μόνο μερικές δεκαετίες.
- Δεν υπάρχει πρόβλεψη για το αν τελικά όλες οι χώρες ολοκληρώνουν την πορεία της μετάβασης, φθάνοντας στο πέμπτο στάδιο.
- Τέλος, οι αιτίες των μεταβολών στους ρυθμούς γεννητικότητας και θνησιμότητας δεν είναι κοινοί για όλες τις χώρες.
6.3.2. Διαφορές Μεταξύ Λιγότερο και Περισσότερο Ανεπτυγμένων Χωρών
Το μοντέλο της δημογραφικής μετάβασης διατυπώθηκε για να περιγράψει τις δημογραφικές εξελίξεις που σημειώθηκαν στις βιομηχανικές χώρες κατά τον 19ου και 20ου αιώνα. Οι δημογραφικές εξελίξεις συνδυάστηκαν με τις οικονομικές, κοινωνικές και τεχνολογικές εξελίξεις της περιόδου και ερμηνεύτηκαν σε συνάρτηση με αυτές.
Ωστόσο, φαίνεται ότι με κάποιες διαφοροποιήσεις, το μοντέλο μπορεί να περιγράψει τις δημογραφικές εξελίξεις και στις λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομικά περιοχές. Οι κυριότερες διαφορές συνοψίζονται στα ακόλουθα:
- Σημαντική χρονική καθυστέρηση στην εμφάνιση του φαινομένου. Στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες η διαδικασία της μετάβασης, άρχισε μόλις τον 20ο αιώνα, με καθυστέρηση σχεδόν δύο αιώνων. Κάποιες χώρες, όπως το Αφγανιστάν ή περιοχές της υπο-Σαχάριας Αφρικής, βρίσκονται ακόμη στη δεύτερη φάση, αφού τα επίπεδα γονιμότητας είναι ακόμη εξαιρετικά υψηλά. Οι περισσότερες όμως από τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές, έχουν ήδη επιτύχει, σε κάποιο βαθμό, τον έλεγχο της γονιμότητας και βρίσκονται στην τρίτη φάση.
- Ταχύτερη μείωση της θνησιμότητας. Στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές η μείωση της θνησιμότητας συντελέστηκε μέσα σε 50 περίπου χρόνια, έναντι περίπου 150 ετών που χρειάστηκαν οι περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες για να ολοκληρώσουν τη δεύτερη φάση. Κατά συνέπεια, στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, η δεύτερη φάση είναι μικρότερης διάρκειας. Το γεγονός αυτό αποδίδεται εν μέρει στην εφαρμογή διαθέσιμων ιατρικών και τεχνολογικών μεθόδων, αλλά κυρίως στην ταχύτατη υιοθέτηση νέων προτύπων διαβίωσης.
- Μεγαλύτερο μεσοδιάστημα μεταξύ μείωσης θνησιμότητας και μείωσης γονιμότητας. Σε αντίθεση με τη θνησιμότητα, μεταβολές στη γονιμότητα αποτελούν προϊόν συνειδητής επιλογής και απαιτούν σημαντικές αλλαγές τόσο σε κοινωνικό όσο και ατομικό επίπεδο. Οι αλλαγές αυτές που έχουν κυρίως να κάνουν με τη συμμετοχή των γυναικών στην εκπαίδευση και την αγορά εργασίας, καθώς και η ευαισθητοποίησή τους σε θέματα οικογενειακού προγραμματισμού, συχνά καθυστερούν, αφού έρχονται σε αντίθεση με τις παραδοσιακές αντιλήψεις.
- Υψηλότεροι ρυθμοί αύξησης, καταγράφονται στις αναπτυσσόμενες χώρες συγκρινόμενοι με αυτούς των ανεπτυγμένων χωρών στις ίδιες φάσεις.
Ο όρος population momentum (δημογραφική ορμή ή δυναμική) επινοήθηκε για να ερμηνεύσει τη φαινομενικά παράδοξη συνεχιζόμενη αύξηση του πληθυσμού κατά την τέταρτη φάση της δημογραφικής μετάβασης, παρά τους ιδιαίτερα χαμηλούς δείκτες γονιμότητας. Η εξήγηση αυτού του «παράδοξου», βρίσκεται στην ευνοϊκή ηλικιακή δομή του πληθυσμού. Με τη βρεφική και παιδική θνησιμότητα να ακολουθούν πτωτική πορεία, ο όγκος των ατόμων που επιβιώνουν μέχρι την αναπαραγωγική ηλικία συνεχίζει για ένα διάστημα να αυξάνει διασφαλίζοντας, έτσι, την αριθμητική υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων. Με τον τρόπο αυτό, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ακόμη και με δείκτες γονιμότητας χαμηλότερους του ορίου αναπλήρωσης των γενεών, οι ρυθμοί φυσικής αύξησης του πληθυσμού παραμένουν θετικοί. Το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ μείωσης της γονιμότητας και της εμφάνισης αρνητικών ρυθμών φυσικής αύξησης, παρέχει μια περίοδο δημογραφικής δυναμικής, ένα διάστημα κεκτημένης φόρας. Αυτή η «πληθυσμιακή ορμή» παραλληλίζεται με το όχημα που συνεχίζει να τρέχει παρά το γεγονός ότι ο οδηγός του πατάει φρένο. Γίνεται αντιληπτό ότι η διάρκεια του φαινομένου δεν είναι απεριόριστη, αλλά περιορίζεται στο διάστημα μιας ή δύο περίπου γενεών, όσο η ηλικιακή δομή του πληθυσμού συμβάλλει στην αριθμητική υπεροχή των γεννήσεων.
Ο όρος δημογραφική ή πληθυσμιακή δυναμική αποτελεί μάλλον την καλύτερη απόδοση της έννοιας του population momentum στα ελληνικά. Η επίδραση της ευνοϊκής ηλικιακής δομής στη μεταβολή του πληθυσμού υπολογίζεται από τον αδρό δείκτη γεννητικότητας και το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση βάσει του τύπου:
PMF = CBR*L.E.atBirth
Όταν PMF >1, η δημογραφική ορμή είναι θετική και ο πληθυσμός αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνει
PMF = 1, η φυσική κίνηση δεν συμβάλλει πλέον στην αύξηση του πληθυσμού
PMF < 1, η δημογραφική ορμή είναι αρνητική και ο πληθυσμός θα αρχίσει να μειώνεται
Στον Πίνακα 6.4. παρουσιάζεται αναλυτικά ο υπολογισμός του PMF
Πίνακας 6.4 Υπολογισμός PopulationMomentumFactorκαι άλλοι δημογραφικοί δείκτες σε επιλεγμένες χώρες.
6.3.4. Demographic dividend (δημογραφικό μέρισμα)
Ως demographic dividend (δημογραφικό μέρισμα) περιγράφεται η θετική επίδραση των δημογραφικών μεταβολών στην οικονομική ανάπτυξη. Όπως προκύπτει από τη θεωρία της δημογραφικής μετάβασης, η θνησιμότητα και η γονιμότητα μειώνονται, καθώς ο πληθυσμός περνά μέσα από τις διαδοχικές φάσεις του μοντέλου. Η μείωση αυτή όμως δεν είναι συγχρονισμένη. Η χρονική υστέρηση στην εξέλιξη των δεικτών γονιμότητας σε σχέση με τους δείκτες θνησιμότητας προκαλεί όχι μόνο υψηλούς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης, αλλά και σημαντικές μεταβολές στην ηλικιακή δομή του πληθυσμού. Υπό προϋποθέσεις, οι μεταβολές στην ηλικιακή δομή του πληθυσμού ενεργοποιούν σημαντικές ευκαιρίες ανάπτυξης, που με οικονομικο-δημογραφικούς όρους ονομάζονται «δημογραφικό μέρισμα». Το «δημογραφικό μέρισμα» διανέμεται μέσα από διαφορετικούς μηχανισμούς, με βασικότερους την προσφορά εργασίας, την αποταμίευση και το ανθρώπινο κεφάλαιο.
Προσφορά Εργασίας: Η δημογραφική μετάβαση επιδρά στην προσφορά εργασίας με δύο τρόπους: πρώτον με την αύξηση του πληθυσμού σε εργάσιμη ηλικία, και δεύτερον, με την ενίσχυση της γυναικείας απασχόλησης. Συγκεκριμένα, στο μοντέλο της δημογραφικής μετάβασης, όσο ο πληθυσμός σημειώνει υψηλούς ρυθμούς φυσικής αύξησης, το εργατικό δυναμικό αυξάνεται γρηγορότερα από τον αριθμό των οικονομικώς εξαρτημένων ατόμων (παιδιών και ηλικιωμένων). Εάν η αγορά εργασίας μπορεί να απορροφήσει αυτή την προσφορά δημιουργούνται οι προϋποθέσεις αύξησης του κατά κεφαλήν παραγόμενου προϊόντος. Επιπλέον, όταν το μέγεθος της οικογένειας μειώνεται, διευκολύνεται η ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας. Κατά το διάστημα αυτό, εφαρμόζοντας τις κατάλληλες οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για ταχεία αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος.
Αποταμίευση: Οι νέοι και οι ηλικιωμένοι, τα άτομα τα οποία συνήθως αποκαλούνται οικονομικώς εξαρτώμενα, καταναλώνουν περισσότερα απ’όσα παράγουν, ενώ αντίθετα τα άτομα που βρίσκονται στην παραγωγική ηλικία (έστω από 20 έως 64 ετών), παράγουν περισσότερο και έχουν τη δυνατότητα να αποταμιεύουν. Η αύξηση των αποταμιεύσεων συμβάλλει στην ενίσχυση των επενδύσεων, τη δημιουργία αποθεματικών για τη χρηματοδότηση μελλοντικών αναγκών, κυρίως των συντάξεων και των δαπανών για την παιδεία.
Ανθρώπινο Κεφάλαιο: Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο ζουν οι άνθρωποι. Όσο προχωρά η διαδικασία της μετάβασης, συντελούνται σημαντικές κοινωνικές αλλαγές, όπως για παράδειγμα ενισχύεται ο ρόλος της εκπαίδευσης, αλλάζει η θέση της γυναίκας, δημιουργείται ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον. Οι κοινωνίες που επωφελούνται από τις δημογραφικές μεταβολές βλέπουν το επίπεδο του λαού τους να βελτιώνεται.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές, ότι για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα προκύπτει ένα σημαντικό όφελος, ένα «παράθυρο ευκαιρίας» το οποίο οι δημογραφικές εξελίξεις προσφέρουν στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Το αν και κατά πόσο μια κοινωνία μπορεί να επωφεληθεί, μέσω των παραπάνω μηχανισμών, από τις δημογραφικές μεταβολές, εξαρτάται από το πόσο βοηθητικό είναι το οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον που επικρατεί. Η περίοδος αυτή διαρκεί περίπου 30-50 χρόνια, ανάλογα με την ταχύτητα μείωσης της γεννητικότητας. Σταδιακά, με την πάροδο των δεκαετιών περιορίζεται το σχετικό όφελος μέχρι τελικά να μηδενιστεί (Διάγραμμα 6.4).
Διάγραμμα 6.4 Δημογραφική Δυναμική και Δημογραφική Μετάβαση.
Χαρακτηριστική περίπτωση της επίδρασης της δημογραφικής μετάβασης στην οικονομία αποτελεί η περιοχή της Ανατολικής Ασίας. Η περιοχή περιλαμβάνει ένα μείγμα χωρών οι οποίες βρίσκονται σε διαφορετικό στάδιο της διαδικασίας για τη δημογραφική μετάβαση ενώ κάποιες από αυτές κατάφεραν να αξιοποιήσουν στο μέγιστο το δημογραφικό Στην συγκεκριμένη περιοχή, η δημογραφική μετάβαση συντελέστηκε με μεγάλη ταχύτητα (διήρκησε μόνο από 50 έως 75 χρόνια) και σε αυτή αποδίδεται κατά κύριο λόγο το «οικονομικό θαύμα» της περιοχής κατά τη δεκαετίες 1970-1990.
Από το 1950 καταγράφονται ραγδαίες δημογραφικές εξελίξεις. Μέσα σε πέντε δεκαετίες, το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση και για τα δύο φύλα εκτινάχθηκε από τα 43 στα 72 έτη. Η βρεφική θνησιμότητα έπεσε από 181‰ (δηλαδή 181 στα 1000 μωρά πέθαιναν πριν συμπληρώσουν το πρώτο έτος ηλικίας τους) το 1950 στο 34‰ το 2000. Όπως έχει ήδη επισημανθεί, η μείωση της βρεφικής θνησιμότητας αποτελεί τη βασικότερη προϋπόθεση για τη μείωση της γονιμότητας. Έτσι, κατά την ίδια περίοδο, η γονιμότητα μειώθηκε δραματικά, από 6 σε μόλις 2 παιδιά ανά γυναίκα. Η παραπάνω τάση ενισχύθηκε από τη στήριξη και διάδοση μεθόδων οικογενειακού προγραμματισμού που με επιτυχία εφαρμόστηκαν σε όλες τις χώρες της περιοχής. Παράλληλα, μέσα από συντονισμένες πολιτικές βελτιώθηκε σημαντικά το εκπαιδευτικό επίπεδο του πληθυσμού. Ως αποτέλεσμα των δημογραφικών εξελίξεων, την περίοδο 1975-1990 ο πληθυσμός σε εργάσιμη ηλικία (15-64 ετών) αυξανόταν με ρυθμούς πολύ ταχύτερους από τον πληθυσμό σε μη-εργάσιμη ηλικία (άτομα κάτω των 15 και άνω των 65 ετών) (Διάγραμμα 6.5), βάζοντας την περιοχή σε έναν ενάρετο κύκλο (virtuous circle) οικονομικής μεγέθυνσης. Στα χρόνια που μεσολάβησαν μεταξύ 1965 και 1990, το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξανόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό υψηλότερο του 6%. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, υπολογίζεται ότι ο δημογραφικός παράγοντας συνέβαλε σε ποσοστό που κυμαίνεται από 25% έως 40% στην οικονομική ανάπτυξη της συγκεκριμένης περιόδου (Bloom et al. 2003).
Πηγή: United Nations, Department of Economic and Social Affairs, Population Division, World Population Prospects: The 2012 Revision.
Διάγραμμα 6.5 Ρυθμός Μεταβολής πληθυσμού σε εργάσιμη και μη-εργάσιμη ηλικία: Ανατολική Ασία, 1950-2010.
Εξίσου σημαντικές ήταν οι δημογραφικές αλλαγές που σημειώθηκαν στις χώρες της Λατινικής Αμερικής από το 1965 μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα μεταξύ των οποίων επισημαίνονται η αύξηση του προσδόκιμου ζωής κατά περίπου 20 χρόνια, η μείωση στο ένα τρίτο της βρεφικής θνησιμότητας και ο περιορισμός της θνησιμότητας από 5 στα 2,5 παιδιά ανά γυναίκα. Ωστόσο, παρά το ευνοϊκό δημογραφικό περιβάλλον που συνέβαλε στην ταχύτατη αύξηση του εργατικού δυναμικού (Διάγραμμα 6.6), η οικονομική ανάπτυξη της περιοχής ήταν πολύ μικρότερη από αυτήν που παρατηρήθηκε στην Ανατολική Ασία.
Πηγή: United Nations, Department of Economic and Social Affairs, Population Division, World Population Prospects: The 2012 Revision.
Διάγραμμα 6.6 Ρυθμός Μεταβολής πληθυσμού σε εργάσιμη και μη-εργάσιμη ηλικία: Λατινική Αμερική, 1950-2010.
Η αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν κατά μέσο όρο χαμηλότερη του 1% ετησίως. Οι λόγοι πίσω από το περιορισμένο δημογραφικό μέρισμα της Λατινικής Αμερικής παραμένουν αντικείμενο μελέτης και αντιπαράθεσης μεταξύ των οικονομολόγων. Υπάρχει όμως συναίνεση γύρω από τη διαπίστωση ότι οι χώρες αυτές δεν κατάφεραν να καρπωθούν το όφελος από τις δημογραφικές εξελίξεις, λόγω απουσίας των κατάλληλων οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών (Inter-American Development Bank, 2000).
- Biraben, J.N. (1979) L'évolution du nombre des homes, Population, Vol.30, No 1, pp. 13-25.
- Bloom D., D. Canning and J. Sevilla (2003) The Demographic Dividend: A New Perspective on the Economic Consequences of population Change. Population Matters, RAND
- Boserup, E. (1965) The Conditions of Agricultural Growth: The economics of agrarian change under population pressure, London: George Allen and Unwin.
- Cohen, J. (1995) How Many People Can Earth Support?, W.W. Norton, New York.
- Eberstadt N. (2004) “Four Surprises in Global Demography”, Orbis, Fall 2004, pp: 673-684.
- Gilbert, G. (2001) World Population, Contemporary World Issues, ABC-CLIO, Inc., Santa Barbara, California.
- Grove, J. (2002) The Little Ice Age, Routledge, Taylor & Francis group.
- Inter-American Development Bank (2000) Development Beyond Economic: 2000 Report, Economic and Social Progress in Latin America, Washington, D.C.:IDB, 2000.
- Livi-Bacci, M. (2001) A Concise History of World Population, Third edition, Blackwell Publishers Inc.
- Mc Falls Jr., J. (2007) Population: A Lively Introduction, Population Bulletin, Vol.62, No.1, Population Reference Bureau.
- National Research Council (2000) Beyond Six Billion: Forecasting the World’s Population, Panel on Population Projections. John Bongaarts and Rodolfo A. Bulatao, eds. Committee on Population, Commission on Behavioral and Social Sciences and Education. Washington, D.C.: National Academy Press.
- Pison, G. (2011) “Tous les pays du monde, 2011” Population et Sociétés, Bulletin Mensuel d’Information de l’Institut National d’Etudes Démographiques, No 480.
- United Nations (2008) World Urbanization Prospects, The 2007 Revision, Department of Economic and Social Affairs, New York.
- United Nations (2006) World Population Policies 2005, Population Division Department of Economic and Social Affairs, New York.
- United Nations Population Fund (2007) State of World Population, Unleashing the Potential of Urban Growth.
- United Nations, Department of Economic and Social Affairs, Population Division (2013) World Population Prospects: The 2012 Revision, DVD Edition.
- Weeks, J. (2002) Population, An Introduction to Concept and Issues, eighth edition, Wadsworth Publishing Co.
- Wilson, A. and Cann, R. (1992) “The Recent African Genesis of Humans” Scientific American 266:68-73.
Κεφάλαιο 7:
20ος Αιώνας: Εκατό Χρόνια Ραγδαίων Δημογραφικών Εξελίξεων
Ο 20ος αιώνας θα μείνει στην ιστορία του ανθρώπινου γένους, ως ο αιώνας των ραγδαίων δημογραφικών εξελίξεων και κυρίως, ως η εκαντοταετία της ταχύτερης πληθυσμιακής αύξησης. Οι χωρίς ιστορικό προηγούμενο υψηλοί ρυθμοί πληθυσμιακής αύξησης που καταγράφηκαν, κυρίως κατά το δεύτερο μισό του αιώνα, ήταν το αποτέλεσμα της θεαματικής μείωσης της θνησιμότητας. Η εντυπωσιακή βελτίωση των δεικτών θνησιμότητας ακολουθήθηκε, με μικρή χρονική υστέρηση όπως συνήθως συμβαίνει, από μια εξίσου σημαντική μείωση της γονιμότητας. Οι εξελίξεις αυτές συνέβησαν σε όλες τις περιοχές του πλανήτη, όχι όμως με την ίδια ένταση. Οι διαφορετικοί ανά γεωγραφική περιοχή ρυθμοί ανάπτυξης δημιούργησαν διαφορετικές πληθυσμιακές πιέσεις και προκάλεσαν έντονη κινητικότητα συμβάλλοντας στην αστικοποίηση του παγκόσμιου πληθυσμού και την ανάπτυξη ιδιαίτερα σημαντικών μεταναστευτικών ρευμάτων. Αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, βελτίωση του προσδόκιμου ζωής, γενικευμένη μείωση της γονιμότητας, αστικοποίηση και μεταναστευτικά ρεύματα, αποτελούν τις σημαντικότερες τάσεις που διαμόρφωσαν το δημογραφικό τοπίο στα τέλη του 20ου αιώνα.
7.1 . Πρωτόγνωρα υψηλοί ρυθμοί αύξησης του πληθυσμού
Το 1900, στο ξεκίνημα του 20ου αι., ο παγκόσμιος πληθυσμός αριθμούσε περίπου 1,6 δισεκατομμύρια άτομα. Στο τέλος του ίδιου αιώνα, ο πληθυσμός της γης είχε σχεδόν τετραπλασιαστεί και έφτανε τα 6,1 δισεκατομμύρια άτομα. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή ήταν η αύξηση που καταγράφηκε κατά το δεύτερο μισό του αιώνα και συγκεκριμένα κατά την περίοδο 1950-1975 (Διάγραμμα 7.1). Τόσο υψηλοί ρυθμοί πληθυσμιακής αύξησης δεν είχαν καταγραφεί ποτέ πριν στην ιστορία του ανθρώπου και ούτε πρόκειται, σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, να επαναληφθούν στο μέλλον.
Πηγή: U.Ν. Population Division, World Population Prospects: The 2000 Revision.
Διάγραμμα 7.1 Παγκόσμιος Πληθυσμός: Απόλυτα μεγέθη και μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης, 1900-2000.
Το δεύτερο μισό του αιώνα σηματοδοτεί την περίοδο της πλέον εντυπωσιακής αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού, τόσο σε απόλυτα μεγέθη όσο και σε ετήσιο ρυθμό μεταβολής. Το γεγονός αποδίδεται στην εξέλιξη της δημογραφικής μετάβασης στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη. Αν και η κάθε περιοχή ακολουθεί το δικό της χρονοδιάγραμμα στην πορεία μετάβασης από το δεύτερο στο τρίτο και από το τρίτο στο τέταρτο στάδιο της δημογραφικής μετάβασης, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, η περίοδος αυτή βρίσκει όλες τις πολυπληθείς περιοχές να διανύουν τα στάδια ταχείας πληθυσμιακής ανάπτυξης. Ασία και Λατινική Αμερική καταγράφουν τους υψηλότερους ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης την περίοδο 1950-75, ενώ η Αφρική όπου η διαδικασία της μετάβασης καθυστέρησε να ξεκινήσει, σημειώνει του υψηλότερους ρυθμούς αύξησης την περίοδο 1975-2000 (Πίνακας 7.1)
Πηγή: U.S. Census Bureau, International Population Data Base, accessed 2013.
Πίνακας 7.1 Μέσος Ετήσιος Ρυθμός Πληθυσμιακής Αύξησης(σε %), 1950-2000.
Πίσω από αυτή την εντυπωσιακή πληθυσμιακή εξέλιξη κρύβονται τεράστιες γεωγραφικές ανισότητες. Η άνιση κατανομή του πληθυσμού, σε συνδυασμό με τους διαφορετικούς ανά περιοχή ρυθμούς ανάπτυξης, συνέβαλαν στην περεταίρω ενίσχυση των γεωγραφικών διαφοροποιήσεων (Πίνακας 7.2).
Πηγή: U.S. Census Bureau, International Population Data Base, accessed 2013.
Πίνακας 7.2 Γεωγραφική Κατανομή Παγκόσμιου Πληθυσμού σε απόλυτα μεγέθη (σε εκατομμύρια) και σε ποσοστό, 1900-2000.
Στις αρχές του αιώνα, το 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε στις αποκαλούμενες περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη, ενώ τα 2/3 σε λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές. Στο τέλος του αιώνα, και ενώ σε απόλυτα μεγέθη ο πληθυσμός των ανεπτυγμένων χωρών υπερδιπλασιάστηκε (περνώντας από τα 540 εκατομμύρια στο 1,3 δισεκατ.), το μερίδιό του στο συνολικό πληθυσμό συρρικνώθηκε πέφτοντας χαμηλότερα από το 1/5. Στο γύρισμα του αιώνα, οι 8 στους 10 κατοίκους του πλανήτη, σχεδόν πέντε δισεκατομμύρια άτομα, ζούσαν σε λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές.
Η πιο μεγάλη πληθυσμιακή αύξηση συντελέστηκε στην Κεντρική & Νότια Αμερική και την Αφρική, περιοχές όπου ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά επτά και έξι φορές αντίστοιχα. Η Ασία παραμένει διαχρονικά η ήπειρος η οποία στεγάζει το μεγαλύτερο μέρος του ανθρώπινου πληθυσμού (περίπου 60%). Εστιάζοντας στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη, η μεγαλύτερη αύξηση σημειώνεται στην Ωκεανία, η οποία, αν και πενταπλασίασε τον πληθυσμό της, δεν ξεπερνά σε ποσοστό το 0,5% του παγκόσμιου πληθυσμού. Η Βόρεια Αμερική κατέγραψε πληθυσμιακή αύξηση λίγο υψηλότερη του παγκόσμιου μέσου όρου αυξάνοντας τον πληθυσμό της από τα 82 στα 313 εκατομμύρια διατηρώντας τη σχετική συμμετοχή της στον παγκόσμιο πληθυσμό στο 5% περίπου.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η εξέλιξη της σχετικής θέσης της Ευρώπης. Το 1900 ένας στους πέντε κατοικούσε στην Ευρώπη. Μέσα στα εκατό χρόνια που εξετάζουμε, ο πληθυσμός της γηραιάς ηπείρου σχεδόν διπλασιάστηκε περνώντας από τα 408 στα 730 εκατομμύρια κατοίκων. Στο ίδιο διάστημα η ποσοστιαία συμμετοχή των Ευρωπαίων στον παγκόσμιο πληθυσμό υποδιπλασιάστηκε, αφού το μερίδιο της Ευρώπης συρρικνώθηκε από το 24,7% το 1900 στο 12% το 2000. Αντίθετα το 1999 αποτελεί ένα νέο δημογραφικό ορόσημο. Κάτω από τη ονομασία με κωδικό Y6B (Year 6 Billion), σηματοδοτείται η χρονιά που ο παγκόσμιος πληθυσμός έσπασε το φράγμα των 6 δισεκατομμυρίων κατοίκων, με τη συμβολική γέννηση ενός αγοριού στο Σαράγεβο, τη 12η Οκτωβρίου.
Στο τέλος του 20ού αιώνα, ο παγκόσμιος πληθυσμός έτρεχε με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης περίπου 1,27%, αυξανόμενος κατά περίπου 78 εκατομμύρια άτομα ετησίως (Πίνακας 7.3).
Πηγή: UN, World Population Division.
Πίνακας 7.3 Πληθυσμός και Παράμετροι Πληθυσμιακής Μεταβολής ανά Γεωγραφική Περιοχή, 1999.
Τα νούμερα γίνονται ακόμα πιο εντυπωσιακά αν τα αναγάγει κανείς σε ημερήσια βάση (Πίνακας 7.4). Kάθε μέρα ο πληθυσμός αυξάνεται κατά 215.000 περίπου άτομα, ως αποτέλεσμα των 360.000 γεννήσεων και των 145.000 θανάτων (από τους οποίους οι 25.000 αφορούν παιδιά κάτω του 1 έτους). Η αύξηση αυτή, στο σύνολό της σχεδόν, οφείλεται στους πληθυσμούς που κατοικούν στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη. Η αναγωγή αυτών των μεγεθών σε ακόμη μικρότερα κλίμακα δηλώνει ότι κάθε λεπτό καταγράφονται 250 γεννήσεις και 100 θάνατοι, αυξάνοντας έτσι τον παγκόσμιο πληθυσμό κατά 150 άτομα. Αν ο ρυθμός πληθυσμιακής αύξησης διατηρούταν σταθερός σε αυτά, το επίπεδο θα οδηγούσε εκ νέου σε διπλασιασμό του πληθυσμού μέχρι περίπου το 2055, οπότε ο παγκόσμιος πληθυσμός θα ξεπερνούσε τα 12 δισεκατομμύρια.
Πίνακας 7.4 Παράμετροι Μεταβολής Παγκόσμιου Πληθυσμού, 2000.
7.2. Θεαματική αύξηση του προσδόκιμου ζωής
Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, η εξέλιξη της θνησιμότητας υπήρξε ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη απ’ όλες τις δημογραφικές εξελίξεις, αφού η μείωση της θνησιμότητας σε όλες τις ηλικίες έδωσε το έναυσμα σε μια σειρά εξελίξεων που διαμόρφωσαν το δημογραφικό σκηνικό. Η σταδιακή μείωση της πιθανότητας θανάτου, που στις ανεπτυγμένες χώρες είχε ξεκινήσει ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα, συνεχίστηκε επιταχυνόμενη ενώ παράλληλα επεκτάθηκε και στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη. Το 1950, παρά τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους που είχαν προηγουμένως ανακόψει την πτωτική τάση της θνησιμότητας, το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση ξεπέρασε τα 65 έτη για τους κατοίκους των ανεπτυγμένων περιοχών. Στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές, η βελτίωση της διατροφής και των συνθηκών διαβίωσης, σε συνδυασμό με την ευρεία χρήση αντιβιοτικών και εμβολίων για την αντιμετώπιση θανατηφόρων ασθενειών, συνέβαλαν στη εντυπωσιακή αύξηση του προσδόκιμου ζωής κατά τη γέννηση με αποτέλεσμα το όφελος σε διάρκεια ζωής ήταν πάνω από 2 δεκαετίες μέσα σε 50 χρόνια. Σημαντική ήταν επίσης η αύξηση του προσδόκιμου ζωής στις ελάχιστα ανεπτυγμένες περιοχές (Πίνακας 7.5).
Σημείωση: Στην κατηγορία «Λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές» δεν συμπεριλαμβάνονται οι «Ελάχιστα ανεπτυγμένες περιοχές», ώστε να φαίνεται καθαρότερα η διαφορά της θνησιμότητας ως προς το επίπεδο ανάπτυξης.
Πηγή: U.Ν. Population Division, World Population Prospects: The 2000 Revision, Volume III: Analytical Report, Chapter II: Past and Future Trends in mortality.
Πίνακας 7.5 Εξέλιξη προσδόκιμου ζωής κατά τη γέννηση ανάλογα με το φύλο και τη γεωγραφική περιοχή, 1950-2000.
Κατά το δεύτερο μισό του αιώνα μειώθηκε το χάσμα μεταξύ περισσότερο και λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών. Οι διαφορές, ωστόσο, παραμένουν σημαντικές. Στο τέλος του αιώνα, το προσδόκιμο ζωής στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές είναι οριακά υψηλότερο του επιπέδου που είχαν ήδη από το 1950 κατακτήσει οι περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες. Οι ελάχιστα ανεπτυγμένες περιοχές, παρά τη σημαντική πρόοδο που κατέγραψαν κατά την περίοδο 1950-2000, υστερούν κατά περίπου 15 χρόνια έναντι των λιγότερο ανεπτυγμένων περιοχών. Η διαφορά τους από τις ανεπτυγμένες χώρες αγγίζει τα 22 χρόνια για τους άνδρες και ξεπερνά τα 26 για τις γυναίκες (Διάγραμμα 7.2).
Διάγραμμα 7.2 Εξέλιξη προσδόκιμου ζωής κατά τη γέννηση μεταξύ των δύο φύλων ανά γεωγραφική περιοχή, 1950-2000.
Η εντυπωσιακή μείωση της θνησιμότητας ανέδειξε τη βιολογική υπεροχή των γυναικών έναντι των ανδρών. Αντίθετα ίσως προς το αναμενόμενο, η διαφορά στο προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση μεταξύ των δύο φύλων αυξήθηκε διαχρονικά σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές και μάλιστα αντιστρόφως ανάλογα με την εξέλιξη των δεικτών θνησιμότητας (Διάγραμμα 7.3).
Σημείωση: Στην κατηγορία «Λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές» δεν συμπεριλαμβάνονται οι «Ελάχιστα ανεπτυγμένες περιοχές» ώστε να φαίνεται καθαρότερα η διαφορά της θνησιμότητας ως προς το επίπεδο ανάπτυξης.
Πηγή: U.Ν. Population Division, World Population Prospects: The 2000 Revision, Volume III: Analytical Report, Chapter II: Past and Future Trends in mortality.
Διάγραμμα 7.3 Διαφορά (σε έτη) προσδόκιμου ζωής κατά τη γέννηση μεταξύ των δύο φύλων ανά γεωγραφική περιοχή, 1950-2000.
Όσο χαμηλότερα έπεφταν τα επίπεδα θνησιμότητας, τόσο μεγαλύτερη γινόταν η διαφορά μεταξύ των δύο φύλων. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η Αφρική, όπου η μείωση της θνησιμότητας των γυναικών ήταν πιο αργή από αυτήν των ανδρών και κατά συνέπεια, η μεταξύ τους διαφορά στο προσδόκιμο ζωής μειώθηκε κατά την περίοδο 1950-2000. Δεδομένης της σύνδεσής της με το επίπεδο θνησιμότητας, η διαφορά στο προσδόκιμο ζωής μεταξύ των φύλων είναι μεγαλύτερη στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές. Στο τέλος του 20ου αιώνα, στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές οι γυναίκες ζούσαν κατά μέσο όρο 7,5 χρόνια περισσότερο από τους άνδρες, στις λιγότερο ανεπτυγμένες 3,3 και στις ελάχιστα ανεπτυγμένες λιγότερο από 2 χρόνια περισσότερα από τους άνδρες. Στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές, η χαμηλή κοινωνική θέση της γυναίκας, η ανεπαρκής ιατρική περίθαλψη (ιδιαίτερα κατά τον τοκετό) και η ανεξέλεγκτη εξάπλωση του AIDS αναιρούν σε σημαντικό βαθμό το βιολογικό πλεονέκτημα των γυναικών. Διατηρούνται, έτσι, σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα το προσδόκιμο ζωής ανδρών και γυναικών, αλλά και η μεταξύ τους διαφορά.
Μια από τις βασικότερες παραμέτρους που καθορίζουν την εκτιμώμενη διάρκεια ζωής είναι η βρεφική θνησιμότητα. Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, η πιθανότητα θανάτου κατά το πρώτο έτος ζωής περιορίστηκε σημαντικά, συμβάλλοντας καθοριστικά στη θεαματική άνοδο του προσδόκιμου ζωής και των δύο φύλων, κυρίως στις περιοχές υψηλής θνησιμότητας (Πίνακας 7.6). Παρά τη μεγάλη πρόοδο που σημειώθηκε σε όλο τον πλανήτη σχετικά με τη μείωση του κινδύνου θανάτου κατά τη βρεφική ηλικία, οι έντονες γεωγραφικές διαφοροποιήσεις όχι μόνο δεν εξαλείφθηκαν, αλλά ίσως εντάθηκαν μεταξύ κάποιων περιοχών.
Σημείωση: Στην κατηγορία «Λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές» δεν συμπεριλαμβάνονται οι «Ελάχιστα ανεπτυγμένες περιοχές» ώστε να φαίνεται καθαρότερα η διαφορά της θνησιμότητας ως προς το επίπεδο ανάπτυξης.
Πηγή: U.Ν. Population Division, World Population Prospects: The 2000 Revision, Volume III: Analytical Report, Chapter II: Past and Future Trends in mortality.
Πίνακας 7.6 Εξέλιξη βρεφικής θνησιμότητας ανά γεωγραφική περιοχή, 1950-2000.
Από το 1950 μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα, η πιθανότητα θανάτου μειωνόταν χρόνο με το χρόνο και κάθε νέα γενιά είχε τη βάσιμη προσδοκία ότι θα ζήσει περισσότερο και με καλύτερη υγεία από τις προηγούμενες. Η αμφισβήτηση της παραπάνω προσδοκίας ήταν μια από τις μεγάλες δημογραφικές εκπλήξεις του προηγούμενου αιώνα. Σε κάποιες χώρες το προσδόκιμο ζωής μειώθηκε κατά την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα (Eberstadt, 2004). Οι περίπου 40 χώρες που βρέθηκαν αντιμέτωπες με την απρόσμενη και εξαιρετικά αρνητική αυτή εξέλιξη, ανήκουν στις λιγότερο και ελάχιστα ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη. Περισσότερες από τις μισές είναι χώρες της υπο-Σαχάριας Αφρικής, όπου αιτία της δραματικής αυτής οπισθοδρόμησης ήταν η εξάπλωση των κρουσμάτων HIV/AIDS σε εξαιρετικά υψηλά ποσοστά του πληθυσμού από 15 έως 49 ετών. Από αυτές, οι χώρες οι οποίες επλήγησαν περισσότερο τοποθετούνται στην Ανατολική (Ζιμπάμπουε) και Νότια Αφρική (Μποπτσουάνα, Ναμίμπια, Σουαζιλάνδη και Νότιος Αφρική), όπου το προσδόκιμο ζωής έπεσε περισσότερο από 20 χρόνια μέσα σε μια μόλις δεκαετία, ως συνέπεια της αναποτελεσματικής αντιμετώπισης της επιδημίας (Πίνακας 7.7).
Πηγή: Eberstadt 2004.
Πίνακας 7.7 Χώρες που καταγράφουν πτώση του προσδόκιμου ζωής κατά τη γέννηση, 1990-2000.
Οι τραγικότερες επιπτώσεις καταγράφηκαν στην Ζιμπάμπουε, τη Μοζαμβίκη και τη Μποτσουάνα, όπου μέσα σε μόλις μια δεκαετία, το προσδόκιμο ζωής μειώθηκε κατά το ήμισυ. Πέρα από την επιδείνωση των δεικτών θνησιμότητας, και τη συνεπακόλουθη μείωση του μεγέθους και του ρυθμού αύξησης του πληθυσμού, οι δημογραφικές επιπτώσεις τουAIDS αποτυπώνονται δραματικά στην ηλικιακή δομή του πληθυσμού: συρρίκνωση των γεννήσεων λόγω αύξησης της πιθανότητας θανάτου των γυναικών πριν την ολοκλήρωση της αναπαραγωγικής ηλικίας, παράλληλα με την απόλυτη και σχετική μείωση των νεαρών και μεσαίων ηλικιών. Οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες είναι τεράστιες.
Εκτός από τις χώρες της Αφρικής, η εξάπλωση του AIDS ήταν η αιτία της μείωσης του προσδόκιμου ζωής σε ορισμένες από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής και Καραϊβικής. Στις περιοχές αυτές, ωστόσο, η διάδοση του ιού και οι συνέπειές του στο προσδόκιμο ζωής ήταν σαφώς περιορισμένες. Για τους πληθυσμούς των χωρών των πρώην δημοκρατιών της Σοβιετικής Ένωσης που είδαν την πιθανότητα επιβίωσής τους να πέφτει κατά ένα με δύο έτη στα χρόνια που ακολούθησαν τη διάσπαση της Σοβιετικής Ένωσης, η αιτία ήταν διαφορετική. Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνει την ανθρωπιστική κρίση που επήλθε με την κατάρρευση του κοινωνικού και οικονομικού συστήματος και τη δύσκολη πολιτική μετάβαση που βίωσαν οι περισσότερες από τις χώρες αυτές. Ως αποτέλεσμα αυξήθηκε σημαντικά η βρεφική θνησιμότητα, ο δείκτης που αποτυπώνει άμεσα το επίπεδο υγειονομικής περίθαλψης μιας χώρας, καθώς και οι θάνατοι από συγκεκριμένες αιτίες, όπως καρδιακές παθήσεις, κύρωση του ήπατος, ατυχήματα και βίαιοι θάνατοι που συνδέονται με την κατάχρηση του αλκοόλ η οποία με τη σειρά της αποδίδεται στη σημαντική επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου του λαού. Η μείωση του προσδόκιμου ζωής ήταν κυρίως γένους αρσενικού, αφού οι άνδρες αποδείχθηκαν περισσότερο ευάλωτοι σε σχέση με τις γυναίκες. Η Ρωσία αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση μελέτης, αφού είναι η μοναδική ανεπτυγμένη χώρα που σε περίοδο ειρήνης είδε το προσδόκιμο ζωής των πολιτών της να μειώνεται.
Όλες οι χώρες που στο τέλος του 20ου αιώνα βρέθηκαν αντιμέτωπες με την επιδείνωση του προσδόκιμου ζωής κατά τη γέννηση, κατάφεραν να βελτιώσουν τη θέση τους μέσα στην επόμενη δεκαετία και κάποιες έχουν ήδη καλύψει το σύνολο των απωλειών, όπως θα αναπτυχθεί στο επόμενο κεφάλαιο.
7.3. Ραγδαία μείωση της γονιμότητας
Όταν η θνησιμότητα μειώνεται ως συνέπεια της οικονομικής ανάπτυξης και της τεχνολογικής προόδου, τότε κατά κανόνα ακολουθείται από τη σταδιακή και σταθερή μείωση της γονιμότητας. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο δείκτης ολικής γονιμότητας συμπιέστηκε περίπου στο μισό μέσα σε πενήντα χρόνια. Στο τέλος του αιώνα αντιστοιχούσαν 2,8 παιδιά ανά γυναίκα έναντι περισσότερων από 5 παιδιά ανά γυναίκα το 1950. Η πτωτική πορεία της γονιμότητας αποτελεί παγκόσμια τάση που αφορά - με ελάχιστες εξαιρέσεις - όλες τις γεωγραφικές περιοχές του πλανήτη, ανεξαρτήτως του επιπέδου οικονομικής ανάπτυξης (Διαγράμματα 7.4.α-β-γ-δ).
Διάγραμμα 7.4.β. | |
Διαγράμματα 7.4 Εξέλιξη και Γεωγραφικές διαφοροποιήσεις της γονιμότητας, 1950-2000.
Οι γεωγραφικές διαφοροποιήσεις σχετίζονται με το ρυθμό εξέλιξης της τάσης, δηλαδή το χρονοδιάγραμμα και την ένταση της μεταβολής της γονιμότητας. Οι λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές βίωσαν αργότερα και σε σύντομο χρονικό διάστημα, πολύ σημαντική μείωση της γονιμότητάς τους, με ρυθμούς πολύ ταχύτερους από αυτούς που είχαν προηγουμένως καταγράψει οι περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές. Στην Ασία, η γονιμότητα άρχισε την πτωτική της πορεία στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και μειώθηκε στο μισό μέσα σε τέσσερις δεκαετίες, περνώντας από τα 5,8 στα 2,5 παιδιά ανά γυναίκα. Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση της Κίνας, η οποία μέσα από την αμφιλεγόμενη και κατακριτέα από πολλούς πολιτική του ενός παιδιού μείωσε δραματικά τη γονιμότητά της από τα 6 στο 1.5 παιδιά ανά γυναίκα. Πάνω από 50% μειώθηκε η γονιμότητα στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως επίσης και στις χώρες της Βόρειας και Νότιας Αφρικής. Σ’ όλες αυτές τις περιοχές, η μείωση της γονιμότητας ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Στο τέλος της δεκαετίας του 1990, ο δείκτης γονιμότητας είναι χαμηλότερος από 2,5 παιδιά ανά γυναίκα. Αντίθετα, οι χώρες της Αφρικής που βρίσκονται νότια της Σαχάρα και βορειότερα της Νοτίου Αφρικής διατηρούν ακόμη υψηλά επίπεδα γονιμότητας, άνω των 5 παιδιών ανά γυναίκα.
Σε κάποιες από τις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές, χαμηλά επίπεδα γονιμότητας εμφανίστηκαν κατά το διάστημα του μεσοπολέμου και εντάθηκαν κατά την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης. Αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου παρατηρήθηκε το φαινόμενο του baby-boom, το οποίο όμως δε διήρκησε, παρά μια σύντομη περίοδο.Η μείωση της γονιμότητας ξεκίνησε εκ νέου μέσα στη δεκαετία του 1960 και συνεχίστηκε σ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, μειώνοντας το μέσο αριθμό παιδιών ανά γυναίκα πολύ χαμηλότερα του ορίου αναπλήρωσης των γενεών.
Παράλληλα με τη μείωση του τελικού αριθμού παιδιών ανά γυναίκα, καταγράφεται διαχρονικά μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διαφοροποίηση στην εξέλιξη της γονιμότητας κατά ηλικιακή ομάδα. Κατά τη διάρκεια των πέντε τελευταίων δεκαετιών, οι γυναίκες όχι μόνο αποκτούν λιγότερα παιδιά, αλλά επιπλέον καθυστερούν όλο και περισσότερο την απόκτηση του πρώτου παιδιού, ενώ παράλληλα παρουσιάζεται διαφοροποιημένο το χρονοδιάγραμμα των γεννήσεων (Διαγράμματα 7.5).
Διάγραμμα7.5.α | Διάγραμμα7.5.β |
Διάγραμμα7.5.γ |
Διάγραμμα 7.5.δ |
Διαγράμματα 7.5 Εξέλιξη και Γεωγραφικές διαφοροποιήσεις της κατά ηλικία γονιμότητας, 1950-2000.
Ο Πίνακας 7.8 αποτυπώνει πώς διαμορφώνεται διαχρονικά και γεωγραφικά ο αριθμός παιδιών ανά γυναίκα, ο αδρός δείκτης γεννητικότητας και η μέση ηλικία απόκτησης παιδιού των γυναικών. Οι δύο πρώτοι δείκτες βρίσκονται σε γενικευμένη πτωτική τάση, ενώ η μέση ηλικία απόκτησης παιδιού σε ορισμένες περιοχές μειώνεται, ενώ αλλού αυξάνει.
Πίνακας 7.8 Δείκτες γονιμότητας: εξέλιξη και γεωγραφικές διαφοροποιήσεις, 1950-2000.
Η γόνιμη περίοδος των γυναικών τοποθετείται, σε γενικές γραμμές, στο ηλικιακό φάσμα από 15 έως 49 ετών, με τους δείκτες γονιμότητας να παρουσιάζουν τις χαμηλότερες τιμές τους στις ακραίες ηλικίες και να κορυφώνονται στις ηλικίες μεταξύ 20 και 30 ετών. Οι διαχρονικές μεταβολές του επιπέδου γονιμότητας και του χρονοδιαγράμματος των γεννήσεων παρουσιάζουν ορισμένες ομοιότητες, αλλά και διαφορές, ανάλογα με την γεωγραφική περιοχή. Η μείωση της γονιμότητας αποτυπώνεται συνήθως με σταδιακά χαμηλότερες, αλλά και στενότερες ως προς το πλάτος καμπύλες, αφού μειώνεται ο αριθμός των γεννήσεων και μικραίνει το διάστημα μεταξύ της πρώτης και τελευταίας γέννησης. Με την πάροδο του χρόνου μεταβάλλεται, επίσης, το σημείο κορύφωσης της καμπύλης, δηλαδή η ηλικία της υψηλότερης γονιμότητας. Στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές, η μείωση της γονιμότητας συνοδεύτηκε με σημαντική καθυστέρηση της πρώτης γέννησης, γεγονός που αποτυπώνεται στη μετατόπιση της κορυφής της καμπύλης από την ηλικιακή ομάδα 20-24 ετών, στις ηλικίες κοντά στα 30 έτη ως ηλικία της μητέρας (Διάγραμμα 7.5.β), καθώς και την αύξηση της μέσης ηλικίας απόκτησης παιδιού (Πίνακας 7.8).
Αντίθετα, στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη, η μείωση της γονιμότητας δεν ακολουθήθηκε από μετατόπιση των γεννήσεων σε υψηλότερα ηλικιακά κλιμάκια. Οι γυναίκες αποκτούν λιγότερα παιδιά, χωρίς σημαντικές αλλαγές στη ηλικία απόκτησης πρώτου παιδιού ή στο χρονοδιάγραμμα μεταξύ των γεννήσεων. Έτσι, τα υψηλότερα ποσοστά γονιμότητας και κατ’επέκταση η κορυφή της καμπύλης και η μέση ηλικία απόκτησης παιδιού, μετατοπίστηκαν σε νεαρότερες ηλικίες (Διάγραμμα 7.5.γ και Πίνακας 7.8). Στις ελάχιστα ανεπτυγμένες περιοχές, οι αλλαγές στα επίπεδα γονιμότητας είναι σχετικά περιορισμένες και αφορούν κυρίως τον τελικό αριθμό γεννήσεων ανά μητέρα και όχι τόσο το χρονοδιάγραμμά τους. Διαχρονικά, οι καμπύλες της κατά ηλικία γονιμότητας εμφανίζονται χαμηλότερες διατηρώντας, ωστόσο, το σχήμα τους (Διάγραμμα 7.5.δ).
Η μείωση του μέσου αριθμού παιδιών ανά γυναίκα αποτελεί στα τέλη του 20ου αιώνα μια γενικευμένη τάση που αφορά το σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού. Η γονιμότητα μειώνεται παγκοσμίως, ανεξαρτήτως κοινωνικών, πολιτισμικών ή θρησκευτικών ιδιαιτεροτήτων. Ενδιαφέρον παράδειγμα αποτελεί ένας σημαντικός αριθμός Αραβικών και Ισλαμικών κρατών όπου η γονιμότητα είναι χαμηλότερη του ορίου αναπλήρωσης. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Eberstadt (2004), o «εκσυγχρονισμός» (modernization) των κοινωνιών και η «δυτικοποίηση» (westernization) του προτύπου διαβίωσης δεν αποτελούν πλέον προϋπόθεση για τα ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα γονιμότητας. Στα τέλη του 20ου αιώνα, η πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού κατοικούσε σε περιοχές με γονιμότητα χαμηλότερη ή ίση του ορίου αναπλήρωσης και οι διαφοροποιήσεις της γονιμότητας μεταξύ περισσότερο και λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών έχουν μετριαστεί.
7.3.1 Baby-boom: ένα μικρό διάλειμμα ανάκαμψης της γονιμότητας
Ως baby-boom περιγράφεται μια περίοδος δημογραφικής ανανέωσης, όπου η αναπαραγωγική συμπεριφορά ενός πληθυσμού παρουσιάζει μια νέα δυναμική που χαρακτηρίζεται από τη σημαντική αύξηση του αριθμού των γεννήσεων και την άνοδο των δεικτών γονιμότητας. Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την απότομη και μη αναμενόμενη αύξηση του αριθμού των γεννήσεων που σημειώθηκε αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στις περισσότερες από τις βιομηχανικές χώρες του Δυτικού κόσμου. Αν και η χρονιά έναρξης όσο και η διάρκεια αυτής της περιόδου υψηλής γονιμότητας διαφέρει από χώρα σε χώρα, baby-boomers καλούνται οι γενιές που γεννήθηκαν μετά το 1945 και μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1960. Σε κάποιες χώρες όπως οι ΗΠΑ, η γονιμότητα άρχισε να μειώνεται ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, ενώ στη Γαλλία διήρκησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και στην Ιρλανδία μια επιπλέον δεκαετία (Πίνακας 7.9).
Πίνακας 7.9 Εκτιμώμενο έτος έναρξης και λήξης της περιόδου του baby-boom σε επιλεγμένες χώρες.
Στη Γερμανία και την Πολωνία η ανάκαμψη της γεννητικότητας καθυστέρησε αρκετά χρόνια, λόγω των τεράστιων επιπτώσεων του πολέμου, ενώ αντίθετα οι χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου -Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία- δεν γνώρισαν την εμπειρία του baby-boom, λόγω εν μέρει της έντονης μεταναστευτικής εκροής που σημειώθηκε κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, αλλά και των δυσμενών πολιτικών εξελίξεων που σημειώθηκαν σε ορισμένες απ’ αυτές. Παράλληλα, αύξηση της γεννητικότητας κατέγραψαν και χώρες που δε συμμετείχαν στις εχθροπραξίες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όπως η Ελβετία και η Σουηδία, όπου η ανάκαμψη της γονιμότητας ξεκίνησε πριν το τέλος του πολέμου (Van Bavel and Reher, 2013).
Ως βασικοί ερμηνευτικοί παράγοντες προβάλλονται η βελτίωση του γενικού οικονομικού κλίματος, η αύξηση του σχετικού εισοδήματος των νοικοκυριών (Easterlin, 1976) και η γενικότερη ευφορία και αισιοδοξία που επικράτησε στον κόσμο με τη λήξη του πολέμου. Όλοι οι παραπάνω παράγοντες συνέβαλλαν στην αύξηση των γάμων και των γεννήσεων, αφ’ ενός μέσω της αναπλήρωσης, αφού δεν συνέτρεχαν πλέον λόγοι περαιτέρω αναβολής τους, και αφ’ ετέρου μέσα από τη δημιουργία μιας νέας τάσης μεταξύ των νεότερων γενεών.
Το τέλος του baby-boom υπήρξε το ίδιο απρόσμενο και δύσκολα ερμηνεύσιμο με την έναρξη του. Παρά τις δημογραφικές προβλέψεις περί διατήρησης των υψηλών επιπέδων γονιμότητας, κυρίως λόγω του ευνοϊκού οικονομικού περιβάλλοντος της δεκαετίας του 1960, ο αριθμός των γεννήσεων ξαφνικά μειώθηκε. Η περίοδος του baby-boomδεν ήταν παρά μια σύντομη δημογραφική παρένθεση της οποίας, ωστόσο, οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες είναι ακόμη αισθητές (Van Bavel and Reher, 2013). Αρχικά, το baby-boom ενίσχυσε την αγορά καταναλωτικών ειδών, έδωσε ώθηση στην αγορά ακινήτων και διαμόρφωσε νέα δεδομένα στην αγορά εργασίας. Οι baby-boomers σταδιακά απέκτησαν το δικό τους καταναλωτικό πρότυπο και τις δικές τους επιλογές ζωής. Στον απόηχο του baby-boom καταγράφεται η αύξηση των γεννήσεων, όταν οι baby-boomers έφτασαν στην αναπαραγωγική ηλικία, η ανάπτυξη της οικονομίας όταν εισήλθαν μαζικά στην αγορά εργασίας και η διόγκωση των δαπανών για συντάξεις όταν έφθασαν στη συντάξιμη ηλικία.
7.3.2 Σταθεροποίηση της γονιμότητας ορισμένων ανεπτυγμένων περιοχών σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα
Η μείωση της γονιμότητας αποτελεί μια γενικευμένη τάση που αφορά τον παγκόσμιο πληθυσμό στο σύνολό του και χαρακτηρίζει τις εξελίξεις στην γονιμότητα κατά τον 20ο αιώνα. Η πτωτική πορεία του αριθμού των γεννήσεων ανά κάτοικο, αν και ήταν αναμενόμενη βάσει της θεωρίας της δημογραφικής μετάβασης, δεν ήταν απολύτως προβλέψιμη, κυρίως ως προς την ένταση και τη διάρκειά της. Σε κάποιες περιπτώσεις, η μείωση της γονιμότητας συντελέστηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαπίστωση ότι η πτωτική πορεία συνεχίστηκε με την ίδια ταχύτητα και κάτω από το όριο αναπλήρωσης των γενεών. Σε συγκεκριμένες περιοχές της Ευρώπης, η γονιμότητα έχει πέσει σε επίπεδα εξαιρετικά χαμηλά, χαμηλότερα από κάθε προηγούμενη καταγραφή, γεγονός που έδωσε το έναυσμα για την εισαγωγή ενός νέου όρου που περιγράφει αυτό το νέο καθεστώς. Με τον όρο lowest-low fertility περιγράφεται η όχι πρόσκαιρη πτώση του δείκτη γονιμότητας σε επίπεδα ίσα ή χαμηλότερα του 1,3 παιδιά ανά γυναίκα. Η μάλλον αυθαίρετη επιλογή του συγκεκριμένου ορίου χρησιμεύει στη διαφοροποίηση των εξαιρετικά χαμηλών από τα σχετικά χαμηλά επίπεδα γονιμότητας.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, πρώτες η Ιταλία και η Ισπανία έπεσαν κάτω από το όριο του 1,3 παιδιά ανά γυναίκα. Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας, όπως αποτυπώνεται στον Πίνακα 7.10, ο αριθμός των χωρών με εξαιρετικά χαμηλή γονιμότητα ανήλθε στις 12, όλες ανήκουν γεωγραφικά στη Νότια, Κεντρική και Ανατολική Ευρώπης (Kohler, Billari and Ortega, 2002).
Πηγή: The World Bank-IBRD-IDA available at www.worldbank.org
Πίνακας 7.10 Χώρες με ελάχιστη γονιμότητα (≤1,3) και πρώτο έτος εμφάνισης αυτής.
Τα πολύ χαμηλά επίπεδα γονιμότητας αποδίδονται εν μέρει στην καθυστέρηση απόκτησης παιδιών και σχηματισμού οικογένειας από τις νεαρές γυναίκες (Sobotka, 2004). Η μεταβολή του χρονοδιαγράμματος των γεννήσεων (tempo effect) αναμένεται να έχει μια προσωρινή επίδραση στο δείκτη ολικής γονιμότητας η οποία στη συνέχεια αποκαθίσταται με τη σταδιακή σταθεροποίηση του δείκτη σε λίγο υψηλότερα επίπεδα κάτι που μάλλον δε φαίνεται να συμβαίνει, κάνοντας πλέον τους δημογράφους να μιλούν για ένα μη συγκυριακό φαινόμενο. Η σημαντική άνοδος του εκπαιδευτικού επιπέδου των γυναικών, η δυσκολία συνδυασμού της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή λόγω έλλειψης κατάλληλων υποστηρικτικών δομών, τα υψηλά ποσοστά ανδρικής ανεργίας και η γενικότερη αβεβαιότητα στο οικονομικό και εργασιακό περιβάλλον είναι κάποιοι επιπλέον λόγοι που ερμηνεύουν αφ’ ενός την καθυστέρηση απόκτησης του πρώτου παιδιού και αφ’ ετέρου τη διστακτικότητα πολλών ζευγαριών στην απόκτηση δεύτερου ή περισσότερων παιδιών (Billari, 2008). Επιπλέον, και ίσως αντίθετα από το αναμενόμενο, οι συμπεριφορικές αλλαγές απέναντι στο γάμο και τη σταθερότητα των οικογενειακών δεσμών, η αύξηση των διαζυγίων και της πιθανότητας σύναψης νέου γάμου δεν φαίνεται να έχουν επιδράσει θετικά στην ενίσχυση της γεννητικότητας.
Το ενδιαφέρον γύρω από το φαινόμενο αυτό δεν περιορίζεται μόνο στον εντοπισμό των αιτιών αυτής της τάσης, αλλά αφορά επίσης στην πρόβλεψη και εκτίμηση των συνεπειών μιας παρατεταμένης περιόδου, ιδιαίτερα χαμηλής γονιμότητας στην οικονομία, την αγορά εργασίας, την ανάπτυξη και την κοινωνική ισορροπία.
Χρόνο με το χρόνο, οι άνθρωποι σ’ όλο τον κόσμο ζουν περισσότερο, ενώ παράλληλα αποκτούν ολοένα και λιγότερα παιδιά. Ο συνδυασμός των δύο διακριτών δημογραφικών τάσεων οι οποίες αλληλεξαρτώνται, έχει ως αποτέλεσμα τη σταδιακή γήρανση του πληθυσμού. Η πληθυσμιακή γήρανση εκφράζεται με διάφορους δείκτες, που αποτυπώνουν άλλοτε την αριθμητική σχέση μεταξύ διαφορετικών ηλικιακών ομάδων (δείκτες γήρανσης, ηλικιακής εξάρτησης, ανανέωσης ενεργού πληθυσμού), άλλοτε το ποσοστό του πληθυσμού άνω των 65 ετών (άτομα τρίτης ηλικίας) ή άνω των 80 ετών (τέταρτη ηλικία) και άλλοτε την προς τα πάνω μετατόπιση του ηλικιακού κέντρου βάρους ενός πληθυσμού (ηλικιακή διάμεσος) (Πίνακας 7.11).
Πηγή: United Nations (2001)
Πίνακας 7.11 Εξέλιξη της ηλικιακής διαμέσου σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές, 1950-2000.
Αντίθετα με την κοινή πεποίθηση, η γήρανση δεν αφορά αποκλειστικά στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη (Πίνακας 7.12).
Πίνακας 7.12 Κατάταξη των χωρών με τα υψηλότερα ποσοστά των άνω των 65 ετών στο συνολικό πληθυσμό.
Το φαινόμενο της πληθυσμιακής γήρανσης εμφανίστηκε μέσα στον 20ο αιώνα, αποτελεί όμως το βασικό δημογραφικό θέμα του 21ου αιώνα, και ως τέτοιο θα μελετηθεί αναλυτικότερα στο επόμενο κεφάλαιο.
Η αστική μετάβαση (urbantransition) αποτελεί μια από τις σημαντικότερες κοινωνικές και δημογραφικές εξελίξεις του 20ου αιώνα και περιγράφει τη βαθμιαία συγκέντρωση του πληθυσμού στις πόλεις. Η αύξηση του αστικού πληθυσμού συνδέεται άμεσα με τους υψηλούς ρυθμούς αύξησης και τις επακόλουθες πληθυσμιακές πιέσεις. Το εντυπωσιακό στοιχείο της σχετικά πρόσφατης μετάβασης του πληθυσμού από τις αγροτικές στις αστικές περιοχές συνδέεται με τους ταχύτατους ρυθμούς με τους οποίους συντελέστηκε η μετάβαση (Πλαίσιο 7.1). Τα στάδια της αστικής μετάβασης παρουσιάζουν αναλογίες με αυτά της δημογραφικής μετάβασης. Στο αρχικό στάδιο, οι αστικές περιοχές είναι λίγες και συγκεντρώνουν περιορισμένο αριθμό κατοίκων, έπειτα η συγκέντρωση του πληθυσμού σ’ αυτές επιταχύνεται, στη συνέχεια ο ρυθμός αύξησης επιβραδύνεται και τελικά σταθεροποιείται.
Πλαίσιο 7.1 Σημαντικές στιγμές στην πορεία αστικοποίησης του παγκόσμιου πληθυσμού.
Στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές, ήδη από το 1950 περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους διέμεναν σε αστικές περιοχές (Πίνακας 7.13).
Πηγή: United Nations, World Urbanization Prospects: The 2007 Revision καιίδιοιυπολογισμοί.
Πίνακας 7.13 Εξέλιξη αστικού πληθυσμού, 1900-2000.
Το ποσοστό έφθασε το 76% το 2000. Στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές ο βαθμός αστικότητας αυξήθηκε από 18% το 1950 σε 40% το 2000 (Διάγραμμα 7.6).
Διάγραμμα 7.6 Ποσοστό Αστικού Πληθυσμού, Κόσμος:1950-2000.
Η αστικοποίηση (urbanization) συνδέεται με την εξέλιξη της πορείας της δημογραφικής μετάβασης. Αυτό ίσως εξηγεί και τη χρονική υστέρηση των περίπου 75 ετών με την οποία οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες ακολουθούν τις περισσότερο ανεπτυγμένες στη διαδικασία της αστικής μετάβασης. Η χρονική καθυστέρηση δεν αποτελεί τη μοναδική διαφορά στην πορεία αστικοποίησης μεταξύ περισσότερο και λιγότερο ανεπτυγμένων περιοχών. Ουσιαστικές διαφορές στους οικονομικούς, κοινωνικούς και δημογραφικούς παράγοντες διαμορφώνουν ένα διαφορετικό περιβάλλον, ως προς τις ευκαιρίες και τις συνέπειες της αστικής μετάβασης. Συγκεκριμένα, σε σχέση με τις βιομηχανικές περιοχές, η αστική μετάβαση συντελείται στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές σ’ ένα λιγότερο ευνοϊκό οικονομικό περιβάλλον, με σημαντικά χαμηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και με εντονότερες πιέσεις από το διεθνή ανταγωνισμό. Επιπλέον, λόγω των υψηλών ρυθμών πληθυσμιακής αύξησης η διαδικασία είναι ταχύτερη και αφορά πολύ περισσότερα άτομα (Brockerhoff, 2000; Kessides, 2006). Κατά συνέπεια, οι χώρες που σήμερα βρίσκονται στη διαδικασία της μετάβασης καλούνται να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες προκλήσεις ως προς τις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
7.5.1 Οι συνέπειες της αστικοποίησης
Η ιδιαίτερη σημασία της αστικοποίησης, της μετάβασης, δηλαδή του πληθυσμού από τις αγροτικές στις αστικές περιοχές, οφείλεται στον άμεσο αντίκτυποτου φαινομένου στην κοινωνική οργάνωση, την οικονομική ανάπτυξη και στη δημογραφική συμπεριφορά του αστικού πληθυσμού. Αυτό, χωρίς υπερβολή, αποτελεί μια επαναστατική μεταβολή της κοινωνικής και οικονομικής δομής σε παγκόσμια κλίμακα (Τραγάκη, 2008).
...στην οικονομία
Οι αστικές περιοχές θεωρούνται το οικονομικό και παραγωγικό κέντρο μιας χώρας, αφού σε αυτές παράγεται κατά κανόνα ένα υψηλό ποσοστό του συνολικού ΑεγχΠ. Οι κάτοικοι των πόλεων έχουν καλύτερη πρόσβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες και επωφελούνται από υποδομές υψηλών προδιαγραφών. Οι πόλεις αποτελούν, επίσης, κέντρα καινοτομίας, παραγωγής νέων ιδεών και διάδοσης της γνώσης, γέννησης και διάχυσης νέων αντιλήψεων. Σύμφωνα με τη μελέτη των Bloom and Khanna (2007), χώρες με υψηλό βαθμό αστικότητας, καταγράφουν υψηλότερο κατά κεφαλή εισόδημα, έχουν πιο ισχυρές οικονομίες, ισχυρότερους θεσμούς και είναι ανταγωνιστικότερες στη διεθνή αγορά. Η θετική αυτή συσχέτιση δεν είναι όμως το ίδιο ισχυρή σε όλες τις περιοχές του πλανήτη. Στην Ασία η διαδικασία της αστικοποίησης συνδέθηκε με υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, ενώ αντίθετα στην Αφρική, παρά τους υψηλούς ρυθμούς αύξησης του αστικού πληθυσμού, η οικονομική πρόοδος είναι αργή. Μ’ άλλα λόγια, σε αντίθεση με την εδραιωμένη θετική συσχέτιση μεταξύ αστικοποίησης και βαθμού οικονομικής ανάπτυξης, η σύνδεση των ρυθμών αστικοποίησης και οικονομικής ανάπτυξης δεν είναι δεδομένη (Chenatal, 2014).
...στην κοινωνία και την ανθρώπινη ασφάλεια
Οι αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις της αστικοποίησης αποτυπώνονται στις εικόνες των παραγκουπόλεων των λιγότερο ανεπτυγμένων περιοχών και των υποβαθμισμένων περιοχών στις ανεπτυγμένες χώρες. Εκεί συρρέουν άτομα τα οποία αναζητούν καλύτερες ευκαιρίες, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις αναγκάζονται να ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, χωρίς τα απαραίτητα για αξιοπρεπή διαβίωση. Στις μέρες μας, έννοιες όπως αυτή του κοινωνικού αποκλεισμού και της φτώχειας είναι άμεσα συνδεδεμένες με τα αστικά κέντρα, είτε αυτά βρίσκονται σε λιγότερο είτε σε περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές. Ο ρυθμός αύξησης της φτώχειας στα αστικά κέντρα (urban poverty) παγκοσμίως, είναι ταχύτερος του ρυθμού αύξησης του αστικού πληθυσμού (Bloom and Khanna2007).
...στη δημογραφία
Σε δημογραφικό επίπεδο, έχει παρατηρηθεί ότι οι περισσότεροι δείκτες διαφοροποιούνται μεταξύ αγροτικών και αστικών πληθυσμών. Στη δημογραφική έρευνα έχει δοθεί έμφαση και καλύτερη τεκμηρίωση στις διαφορές ως προς τη γονιμότητα. Ανεξάρτητα από το βαθμό οικονομικής ανάπτυξης της περιοχής, η εξέλιξη της αστικής μετάβασης συνδέεται με την άμεση μείωση το μέσου αριθμού παιδιών ανά γυναίκα. Η μείωση της γονιμότητας δεν αποδίδεται στην αστικοποίηση αυτή καθ’εαυτή, αλλά στις βασικές διαφορές του τρόπου ζωής και κοινωνικής οργάνωσης, την καλύτερη πρόσβαση των γυναικών στην εκπαίδευση και την αγορά εργασίας, τα διαφορετικά κοινωνικά πρότυπα και τις διαφοροποιημένες οικονομικές ανάγκες και προτεραιότητες που συνεπάγεται η ζωή στις αστικές περιοχές.
Αντίθετα, η σχέσημεταξύ θνησιμότητας και αστικοποίησης είναι λιγότερο σαφής. Στην αρχή της αστικής μετάβασης, η θνησιμότητα στις πόλεις ήταν μάλλον υψηλότερη, λόγω της πληθυσμιακής συγκέντρωσης που ευνοούσε τη διάδοση επιδημιών. Σταδιακά, με τη δημιουργία νοσοκομείων, κέντρων πρόληψης και αντιμετώπισης ασθενειών, οι κάτοικοι των πόλεων είχαν καλύτερη και αμεσότερη ιατρική περίθαλψη, γεγονός που αποτυπώθηκε, στο υψηλότερο σε σχέση με τους αγροτικούς πληθυσμούς, προσδόκιμο ζωής. Σήμερα, η σχέση μεταξύ αστικών και αγροτικών δεικτών θνησιμότητας επανεξετάζεται, λόγω των περιβαλλοντικών επιπτώσεων στην υγεία των κατοίκων των πόλεων.
Στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές, όπου η αύξηση του αστικού πληθυσμού οφείλεται κυρίως στην μαζική εισροή ατόμων από τις αγροτικές περιοχές, παρατηρούνται ασυμμετρίες στην πληθυσμιακή πυραμίδα, που αφορούν τόσο στο λόγο των φύλων όσο και την ηλικιακή δομή. Σε ορισμένες χώρες, οι αστικές περιοχές προσελκύουν περισσότερους άνδρες (όπως Μαλάουι, Νιγηρία, Τσαντ), ενώ σε άλλες χώρες η προσέλκυση των γυναικών είναι μεγαλύτερη (όπως Αϊτή, Βολιβία, Φιλιππίνες, Γουινέα), ανάλογα αφ΄ενός με τις ευκαιρίες απασχόλησης που παρουσιάζονται και αφ΄ετέρου με τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Κατά μέσο όρο, η αναλογία των ατόμων από 15 έως 64 ετών είναι από 5 έως 10 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερη στις πόλεις, σε σχέση με την ύπαιθρο. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις χωρών της υπο-Σαχάριας Αφρικής (όπως μεταξύ άλλων η Αιθιοπία και η Ζιμπαμπουε) όπου η διαφορά ξεπερνά τις 16 ποσοστιαίες μονάδες. Αντίστοιχα, μικρότερη είναι η αναλογία των παιδιών κάτω των 15 ετών, καθώς και των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών.
Επιπλέον, η συγκέντρωση του πληθυσμού στα αστικά κέντρα έχει σημαντικές επιπτώσεις σε θέματα ασφάλειας και περιβάλλοντος, τα οποία όμως άρχισαν να γίνονται περισσότερο αισθητά στο τέλος του 20ου αιώνα και αποτελούν κάποιες από τις βασικές προκλήσεις του 21ου αιώνα. Το θέμα αυτό θα αναπτυχθεί στο επόμενο κεφάλαιο. Ήδη γίνεται αντιληπτό ότι η διαδικασία της αστικοποίησης είναι ένα φαινόμενο πολύ βαθύτερο και πολυπλοκότερο από την απλή μετεγκατάσταση πληθυσμιακών ομάδων από αγροτικές σε αστικές περιοχές. όπως ακριβώς συμβαίνει και με τη διεθνής μετανάστευση.
7.6 Έντονα διεθνή μεταναστευτικά ρεύματα
Η ταχύτατη και γεωγραφικά άνιση πληθυσμιακή αύξηση, δημιούργησε έντονες πληθυσμιακές πιέσεις που συχνά εκδηλώνονται ως μεταναστευτικά ρεύματα. Αυξανόμενος όγκος μεταναστών μετακινείται από τις χώρες με υψηλούς ρυθμούς φυσικής αύξησης προς τις χώρες με χαμηλή ή μηδενική φυσική αύξηση. Παράλληλα με τις δημογραφικές πιέσεις, ο βαθμός οικονομικής ανάπτυξης και οι ευκαιρίες για απασχόληση, αποτελούν μια ακόμη βασική αιτία των διεθνών μεταναστευτικών ρευμάτων του περασμένου αιώνα. Έτσι, τα βασικά μεταναστευτικά ρεύματα κινούνται από το Νότο προς το Βορρά, από την Ανατολή προς τη Δύση, από τις χώρες με υψηλούς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης προς τις χώρες με μηδενικούς ή αρνητικούς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης, από τις λιγότερο προς τις περισσότερο οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες.
Μέσα στον 20ο αιώνα οι μεταναστευτικές ροές εντάθηκαν, τόσο ως προς τον αριθμό των μετακινούμενων ατόμων όσο και ως προς το πλήθος των εμπλεκόμενων κρατών.
Κατά την τελευταία δεκαετία του προηγούμενου αιώνα, ο χάρτης των μεταναστευτικών ροών επαναχαράκτηκε: χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία που αποτελούσαν για δεκαετίες παραδοσιακές χώρες αποστολής εργατικού δυναμικού μετατράπηκαν σε νέες χώρες εισροής πληθυσμών κυρίως από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, των οποίων οι μεταναστευτικές εκροές μέχρι εκείνη την εποχή ήταν απόλυτα ελεγχόμενες έως μηδενικές.
Πηγή: U.Ν. Population Division, World Population Prospects: The 2000 Revision, Volume III: Analytical Report, Chapter IV: International Migration
Πίνακας 7.14 Ρυθμός Καθαρής Μετανάστευσης (ανά 1000 κατοίκους), Μεγάλες Γεωγραφικές Περιοχές:1950-2000.
Μέσα στον 20ο αιώνα, δεν μεταβλήθηκε μόνο η ροή και η ένταση των μεταναστευτικών ρευμάτων. Άλλαξαν επίσης τα ατομικά χαρακτηριστικά των ατόμων που επιλέγουν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους. Παραδοσιακά η μετανάστευση αφορούσε κυρίως νεαρούς άνδρες στην αρχή της παραγωγικής τους ηλικίας. Το πρότυπο αυτό φαίνεται να αλλάζει: στα νέα μεταναστευτικά ρεύματα η ανδρική υπεροχή έχει περιοριστεί ή και εκλείψει (Rovolis and Tragaki, 2006; Tragaki and Rovolis, 2014) ενώ σταθερά αυξάνει η μέση ηλικία των μετακινούμενων. Επιπλέον ο τυπικός μετανάστης δεν είναι απαραίτητα άτομο χαμηλών δεξιοτήτων. Αντίθετα, το φαινόμενο του brain drain, της διαρροής ατόμων επιστημονικής κατάρτισης και υψηλών δεξιοτήτων ανακύπτει ως μια επιπλέον αρνητική διάσταση για τις χώρες εκροής.
Κατά τον αιώνα που εξετάζουμε, η επίδραση της μετανάστευσης στους ρυθμούς πληθυσμιακής μεταβολής είναι πολύ σημαντική καθορίζοντας το μέγεθος ενός πληθυσμού ανεξάρτητα της φυσικής του κίνησης. Πολλές χώρες της Ευρώπης θα κατέγραφαν μείωση του πληθυσμού τους αν απουσίαζαν οι μεταναστευτικές εισροές ενώ σε ορισμένες περιοχές της Αφρικής και της Ασίας οι ρυθμοί πληθυσμιακής αύξησης θα ήταν ακόμη υψηλότεροι. Η μετανάστευση αναδεικνύεται το σημαντικότερο από τα φλέγοντα ζητήματα παγκοσμίως και αυτό με την καθοριστικότερη επίδραση στις δημογραφικές εξελίξεις των επόμενων δεκαετιών.
- Bilari, F. (2008) “Lowest-Low Fertility in Europe: Exploring the Causes and Finding Some Surprises” The Japanese Journal of Population, Vol. 6, No. 1.
- BloomD. and T. Khanna (2007) “The Urban Revolution”, Finance and Development, September 2007, pp: 9-14
- Βrennan-Galvin, Ellen (2002) “Crime and Violence in an Urbanizing World” in Journal of International Affairs, Fall 2002, Vol.56, No1, pp. 123-145.
- Brockerhoff M. (2000) An Urbanizing World, Population Bulletin, 55(3).
- Chen M, Zhang H, Liu W, Zhang W (2014) The Global Pattern of Urbanization and Economic Growth: Evidence from the Last Three Decades. PLoS ONE 9(8): e103799. doi:10.1371/journal.pone.0103799.
- Easterlin, R. (1976) “The conflict between aspirations and resources”, Population and Development Review, 2(3/4):417-425.
- Eberstadt N. (2004) “Four Surprises in Global Demography”, Orbis, Fall 2004, pp: 673-684.
- Heinsohn, G. (2003) Söhne und Weltmacht: Terror im Aufstieg und Fall der Nationen, Orell Füssli.
- Human Security Research and Outreach Program (2006) Human Security and Cities: Challenges and Opportunities, Foreign Affairs Canada.
- Human Security Research and Outreach Program (2008) Secure Cities: Addressing the challenges of organized urban violence, Foreign Affairs Canada.
- Kessides C. (2006) The Urban Transition in Sub-Saharian Africa, The Cities Alliance, Washington D.C..
- Kohler, H-P., Billari, F. And Ortegs J.A. (2002) “The Emergence of Lowest-Low Fertility in Europe During the 1990s” Population and Development Review, Vol 28(4):641-680.
- Rovolis A & A. Tragaki (2006) Ethnic Characteristics and Geographical Distribution of Immigrants in Greece, European Urban and Regional Studies 13(2), pp. 99-111.
- Sobotka, T. (2004) “Lowest-Low Fertility in Europe”, Population and Development Review, 30(2):195-220.
- Tragaki A. and A. Rovolis (2014) Immigrant Population in Italy during the First Decade of the 21st century: Changing Demographics and Modified Settlement Patterns, European Urban and Regional Studies, Vol. 21(3):284-300.
- United Nations (2008) World Urbanization Prospects, The 2007 Revision, Department of Economic and Social Affairs, New York.
- United Nations (2006) World Population Policies 2005, Population Division Department of Economic and Social Affairs, New York.
- United Nations Population Fund (2007) State of World Population, Unleashing the Potential of Urban Growth,
- Van Bavel, J. and Reher, D.S. (2013) “The Baby Boom and its causes: What we know and what we need to know”, Population and Development Review, 39:257-288.
- World Bank (2000) Cities in Transition, World Bank Urban and Local Government Strategy, Washington D.C..
- Γεωργόπουλος, Α. (2005) Γη Ένας Μικρός και Εύθραυστος Πλανήτης, Gutenberg. Αθήνα.
- Μαλούτας, Θ. (επιμ.) (2000) Οι Πόλεις Κοινωνικός και Οικονομικός Άτλας της Ελλάδας, ΕΚΚΕ- Ecole Française d’ Athènes, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας.
- Rollet, C. (2007) Ο πληθυσμός του πλανήτη, Larousse, Εκδόσεις Κασταλία (για την ελληνική γλώσσα)
- Τραγάκη, Α. (2008) «Αστικοποίηση, Μια Εντυπωσιακή Τάση του Παγκόσμιου Πληθυσμού» στο Εισαγωγή στην Πληθυσμιακή Γεωγραφία, Κ. Τσίμπος (επιμ.), Αθήνα, Εκδόσεις Σταμούλη.
Κεφάλαιο 8:
Οι Δημογραφικές Προκλήσεις του 21ου Αιώνα
Κατά τη διάρκεια του 20ο αιώνα, οι ιδιαίτερα έντονες δημογραφικές εξελίξεις, οι οποίες ήταν άμεσα συνδεδεμένες με την οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη, είχαν έναν καθολικό χαρακτήρα και επηρέασαν όλη την ανθρωπότητα διαμορφώνοντας τον παγκόσμιο πληθυσμιακό χάρτη. Η αύξηση του πληθυσμού, η μείωση της γονιμότητας, η επιμήκυνση του προσδόκιμου ζωής, η εξάπλωση της αστικοποίησης και η ενίσχυση των μεταναστευτικών ρευμάτων, αφορούσαν (σε διαφορετικό βαθμό) στο σύνολο των χωρών του πλανήτη.
Με την είσοδο στον 21ο αιώνα, η καθολικότητα κάποιων τάσεων φάνηκε να ανατρέπεται. Ωστόσο, απομένει να διαπιστωθεί η διάρκεια και η ένταση αυτών των ανατροπών. Τα δημογραφικά ζητήματα του 21ου προβλέπεται ότι θα είναι διαφορετικά εκείνων που απασχόλησαν την ανθρωπότητα τον προηγούμενο αιώνα. Ένα πράγμα όμως είναι πλέον αναμφισβήτητο: τα πληθυσμιακά θέματα αναδεικνύονται ως ιδιαίτερα κρίσιμα για το σύνολο των κοινωνικών και οικονομικών εξελίξεων και θα αποτελέσουν τον πυρήνα των μελλοντικών πολιτικών αποφάσεων.
8.1. Γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού
Με το γύρισμα του αιώνα, ο μισός σχεδόν παγκόσμιος πληθυσμός (49%) συγκεντρώνονταν σε πέντε χώρες: Κίνα, Ινδία, ΗΠΑ, Ινδονησία και Βραζιλία. Το 2000, μεγάλο μέρος του συνολικού πληθυσμού (περίπου το 60% ), κατοικούσε στις δέκα μεγαλύτερες χώρες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται επιπλέον η Ρωσία, το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές, η Ιαπωνία και η Νιγηρία (Πίνακας 8.1).
Πηγή: United Nations, Department of Economic and Social Affairs, Population Division (2015). World Population Prospects: The 2015 Revision
Πίνακας 8.1 Οι δέκα πολυπληθέστερες χώρες του Κόσμου το 2000 και το 2015 και οι εκτιμήσεις για το 2030.
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, η Νιγηρία έχει ανέβει τρεις θέσεις στη δεκάδα, αφού κατέγραψε την πλέον εντυπωσιακή αύξηση του πληθυσμού (Πλαίσιο 8.1). Η Ιαπωνία βγήκε από τη λίστα των δέκα μεγαλύτερων σε πληθυσμό χωρών, στην οποία πλέον βρίσκονται μόλις δύο οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες.
Πλαίσιο 8.1 Νιγηρία και Πακιστάν: δύο δημογραφικοί γίγαντες.
Κατά τη διάρκεια των δεκαπέντε πρώτων ετών του νέου αιώνα, ο παγκόσμιος πληθυσμός συνέχισε την αυξητική του πορεία, καταγράφοντας, ωστόσο, διαρκώς χαμηλότερους ρυθμούς μεταβολής (Πίνακας 8.2).
Πίνακας 8.2 Μέσος Ρυθμός Πληθυσμιακής Αύξησης και Περίοδος Διπλασιασμού σε μεγάλες περιοχές (2015).
Κατά την περίοδο 2010-2015, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης ήταν ίσος με 1,18%. Με το ρυθμό αυτό απαιτούνται περίπου 59 χρόνια για το διπλασιασμό του παγκόσμιου πληθυσμού. Για άλλη μια φορά, οι ρυθμοί πληθυσμιακής μεταβολής διαφοροποιούνται σημαντικά, ως προς τις γεωγραφικές συντεταγμένες και τις οικονομικές επιδόσεις των χωρών (Πίνακας 8.3).
Σημείωση: Ο ρυθμός φυσικής αύξησης υπολογίζεται από τη διαφορά των αδρών δεικτών γονιμότητας και θνησιμότητας. Αποτυπώνει την αύξηση του πληθυσμού που οφείλεται αποκλειστικά στη φυσική κίνηση (γεννήσεις και θάνατοι) και εκφράζεται ανά 1.000 κατοίκους.
Πίνακας 8.3 Οι 10 Χώρες με τους Υψηλότερους και Χαμηλότερους Ρυθμούς Φυσικής Αύξησης, 2010-2015.
Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα, οι δείκτες γονιμότητας ακολούθησαν μια γενικευμένη πτωτική τάση, ρίχνοντας σε παγκόσμιο επίπεδο το μέσο αριθμό παιδιών ανά γυναίκα κάτω από 2,7 (UN, 2014). Η εξέλιξη αυτή, χαρακτηριστική των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα, όχι απλώς μετρίασε τις ανησυχίες σχετικά με τους ρυθμούς αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού, αλλά κυρίως ενέπνευσε αισιοδοξία σχετικά με το μέλλον της ανθρωπότητας. Το πέρασμα στην τρίτη φάση της δημογραφικής μετάβασης για τις χώρες του Αραβικού κόσμου και αρκετών χωρών της Αφρικής και της Ασίας, θεωρήθηκε ότι συνδέεται με την πορεία των πληθυσμών αυτών προς μια δημοκρατικότερη κοινωνία όπου αναβαθμίζεται η θέση της γυναίκας, αναγνωρίζεται ο καθοριστικός ρόλος της εκπαίδευσης στην ευημερία και την ανάπτυξη, ενώ βελτιώνονται οι ευκαιρίες για το σύνολο του πληθυσμού. Για δημογράφους και πολιτικούς επιστήμονες η προς τα κάτω σύγκλιση των επιπέδων γονιμότητας αποτελούσε ένδειξη εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού των λιγότερο ευνοημένων περιοχών του πλανήτη (Weber, 2013; Dyson, 2012).
Ωστόσο, ήδη από τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, η πτωτική πορεία της γονιμότητας φαίνεται να χάνει τον καθολικό της χαρακτήρα. Σε κάποιες περιοχές η μείωση της γονιμότητας έχει ανακοπεί (Bongaarts, 2008), ενώ σε άλλες ήδη από τα πρώτα χρόνια του νέου αιώνα, καταγράφεται μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ανατροπή στην εξέλιξη των δεικτών γονιμότητας. Η ανατροπή αυτή αφορά κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, τις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη (Διάγραμμα 8.1).
Διάγραμμα 8.1 Γεωγραφική κατανομή χωρών που κατέγραψαν αύξηση του δείκτη γονιμότητας από την αρχή του 21ου αιώνα.
Στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές, κατά την περίοδο 2010-2015 καταγράφηκαν συνολικά 2,5 εκατομμύρια περισσότερες γεννήσεις σε σχέση με την περίοδο 2000-2005, γεγονός που ανέβασε το συνολικό δείκτη γονιμότητας των περιοχών αυτών από 1,58 σε 1,67 παιδιά ανά γυναίκα. Κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του νέου αιώνα, η γονιμότητα βρίσκεται σε πορεία ανόδου στις περισσότερες χώρες της Βορείου και Κεντρικής Ευρώπης. Κατά την περίοδο αυτή, χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία κατέγραψαν τα υψηλότερα επίπεδα γονιμότητας της τελευταίας 30ετίας, ενώ στη Σουηδία παρατηρείται μείωση του ποσοστού των άτεκνων γυναικών στις γενιές που γεννήθηκαν μετά το 1970. Αύξηση των βασικών δεικτών γονιμότητας σημειώνεται επίσης στον Καναδά, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία (UN, 2015).
Παράλληλα, δειλή αύξηση καταγράφουν οι γεννήσεις σε χώρες της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης που προσπαθούν ν’ απομακρυνθούν από τα εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα γονιμότητας. Ωστόσο, οι περισσότερες από αυτές εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν επίπεδα γονιμότητας χαμηλότερα του 1,5 παιδιών ανά γυναίκα. Ανάλογα δειλή είναι η ενίσχυση της γονιμότητας στην Ιαπωνία, όπου ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα πέρασε από το 1,3 στο 1,4 παιδιά μεταξύ του 2000 και του 2015.
Αν και η αύξηση του συνολικού αριθμού γεννήσεων μπορεί να είναι συγκυριακή, η παραπάνω εξέλιξη είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη για την ήδη γερασμένη Ευρώπη. Η διατήρησή της ανοδικής πορείας των γεννήσεων θα βοηθούσε έστω και μερικώς στον περιορισμό των αρνητικών επιπτώσεων της πληθυσμιακής γήρανσης στην οικονομία, την ανταγωνιστικότητα και την κοινωνική οργάνωση εκεί όπου τα επίπεδα γονιμότητας βρίσκονται επί δεκαετίες κάτω από το όριο αναπλήρωσης των γενεών.
Για άλλες όμως περιοχές του πλανήτη, η αύξηση των γεννήσεων δεν εκπέμπει ένα ανάλογα αισιόδοξο μήνυμα. Σε ορισμένες χώρες της Βόρειας Αφρικής και συγκεκριμένα στην Αλγερία, την Αίγυπτο, την Τυνησία και το Μαρόκο, οι δείκτες γονιμότητας άλλοτε αντιστρέφουν, άλλοτε ανακόπτουν μόνο την προηγούμενη πτωτική τάση τους (Διάγραμμα 8.2).
Διάγραμμα 8.2 Εξέλιξη γονιμότητας σε χώρες της Βόρειας Αφρικής, 1950-2015.
Οι αιτίες αυτής της νέας εξέλιξης δεν είναι ακόμη εντελώς ξεκάθαρες και κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι κοινές για όλες τις χώρες. Ως πιθανός ερμηνευτικός παράγοντας αναφέρεται συχνά η «επιστροφή στο Ισλάμ». Η στροφή αυτή δεν εξαντλείται σε πολιτικό επίπεδο, αλλά σημαίνει επιστροφή στις παραδοσιακές οικογενειακές αξίες που θέλουν τις γυναίκες εκτός αγοράς εργασίας, να παντρεύονται νωρίς και να αποκτούν πολλά παιδιά (Courbage, 2014). Είναι ακόμη νωρίς να αξιολογηθεί για το αν πρόκειται για μια πρόσκαιρη «κόπωση» ή για πραγματική ανατροπή της προηγούμενης πτωτικής τάσης. Υπάρχουν, ωστόσο, βάσιμες ανησυχίες ότι αν η άνοδος της γονιμότητας διατηρηθεί στην περιοχή με τους υψηλότερους (μετά την υπο-σαχάρια Αφρική) ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης, ίσως υπάρξουν αρνητικές συνέπειες.
Η ανάκαμψη της γονιμότητας θα στερήσει από τις χώρες αυτές το πλεονέκτημα του δημογραφικού μερίσματος, δηλαδή την ευκαιρία οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης τη σύντομη εκείνη περίοδο, όπου λόγω της μειούμενης γονιμότητας, ο αριθμός των εξαρτημένων (παιδιών και ηλικιωμένων) είναι μικρός σε σχέση με τον αριθμό των ατόμων που βρίσκονται στην παραγωγική ηλικία. Παράλληλα, λαμβάνοντας υπόψη τις κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις στην περιοχή, σε συνδυασμό με την οικονομική στασιμότητα, τις ανεπαρκείς επενδύσεις στην παιδεία και την υγεία, αλλά και τα έντονα περιβαλλοντικά προβλήματα, η ενίσχυση του ρυθμού πληθυσμιακής αύξησης μπορεί να ανακόψει την πορεία εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού των κοινωνιών, οδηγώντας στην επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των λαών.
Μερικές περιοχές του πλανήτη παραμένουν ανεπηρέαστες από τη σύγκλιση της γονιμότητας (fertility convergence) και τη γενικότερη τάση περιορισμού του μεγέθους της οικογένειας. Η υπο-Σαχάρια Αφρική εξακολουθεί να αποτελεί θύλακα εξαιρετικά υψηλής γονιμότητας. Έχει καταγραφεί ότι σε 21 χώρες κατά το έτος 2015, οι γυναίκες εξακολουθούν να αποκτούν τουλάχιστον 5 παιδιά κατά μέσο όρο. Από αυτές, μόνο δύο -το Αφγανιστάν (5,13 παιδιά ανά γυναίκα) και το Ανατολικό Τιμόρ (5,9 παιδιά ανά γυναίκα)-, βρίσκονται εκτός Αφρικής. Το φάσμα των διαφοροποιήσεων διευρύνεται αν συμπεριληφθούν οι 24 χώρες όπου η γονιμότητα είναι σταθερά χαμηλότερη του 1,5 παιδιού ανά γυναίκα. Από αυτές, μόνο οι 4 χώρες δεν ανήκουν στην Ευρώπη: η Ιαπωνία, η Κορέα, η Σιγκαπούρη και η Κίνα (Διάγραμμα 8.3.).
Διάγραμμα 8.3 Χώρες με ιδιαίτερα υψηλή και ιδιαίτερα χαμηλή γονιμότητα, 2000-2015.
Κατά τα 15 πρώτα χρόνια του νέου αιώνα, συνεχίζονται σε παγκόσμιο επίπεδο τα βήματα προόδου σε ό,τι αφορά στον περιορισμό της θνησιμότητας και τη βελτίωση των δεικτών σε όλες τις ηλικίες. Όλες ανεξαιρέτως οι χώρες κατάφεραν να μειώσουν τους δείκτες βρεφικής θνησιμότητας, κάποιες μάλιστα, με ιδιαίτερα θεαματικούς ρυθμούς. Η γενικευμένη βελτίωση, αν και σημαντική, δεν υπήρξε ανάλογη των προσδοκιών. Ακόμη και σήμερα, σε 36 χώρες οι θάνατοι κατά το πρώτο έτος ζωής εξακολουθούν να υπερβαίνουν τους 50 ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων βρεφών (Διάγραμμα 8.4).
Διάγραμμα 8.4 Αριθμός χωρών ανάλογα με τα επίπεδα βρεφικής θνησιμότητας, 2015.
Από αυτές μόνο τρεις, το Αφγανιστάν (71‰), το Πακιστάν (70‰) και η Υεμένη (54‰) βρίσκονται εκτός της Αφρικανικής ηπείρου. Παράλληλα, ο αριθμός των χωρών με βρεφική θνησιμότητα υψηλότερη του 35‰ μειώθηκε σε 61 βρέφη από 88 που ήταν το 2000. Το 2015, από τις 25 χώρες με βρεφική θνησιμότητα μεταξύ 35-50‰, οι 13 βρίσκονται στην Αφρική, οι 8 στην Ασία, οι 3 στην Ωκεανία και 2 στην Κ & Ν Αμερική. Στον αντίποδα του φαινομένου, η βρεφική θνησιμότητα είναι χαμηλότερη του 10‰ στο σύνολο των περισσότερο ανεπτυγμένων χωρών. Στην Ευρώπη του 2015, τα υψηλότερα επίπεδα καταγράφονται στην Αλβανία (14‰) και τη Μολδαβία (11‰) με τις υπόλοιπες χώρες να καταγράφουν στο σύνολό τους επίπεδα χαμηλότερα του 5‰.
Ανάλογη πρόοδος καταγράφεται και στην παιδική θνησιμότητα. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Ο.Η.Ε. σχετικά με την εξέλιξη της θνησιμότητας, ο κίνδυνος θανάτου μεταξύ παιδιών ηλικίας κάτω των πέντε ετών, έχει μειωθεί σχεδόν κατά 50% μέσα στα τελευταία 15 χρόνια (UN, 2013). Στο τέλος του προηγούμενου αιώνα, 80 παιδιά στα 1.000 δεν κατάφερναν να επιβιώσουν μέχρι τη συμπλήρωση του πέμπτου έτους της ζωής τους. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο αριθμός αυτών περιορίστηκε στα 48 παιδιά ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων (Διάγραμμα 8.5).
Διάγραμμα 8.5 Εξέλιξη παιδικής θνησιμότητας σε μεγάλες γεωγραφικές περιοχές, 1995-2015.
Παρά τη σχετικά μεγαλύτερη πρόοδο που σημειώθηκε μεταξύ των χωρών χαμηλού εισοδήματος, η άμβλυνση των γεωγραφικών διαφοροποιήσεων ήταν μόνο οριακή. Οι διαφορές παραμένουν έντονες και αποτελούν μια σημαντική παράμετρο της δημογραφικής ανισορροπίας του πλανήτη. Οι περιοχές με αξιοσημείωτη υστέρηση τοποθετούνται γεωγραφικά στην κεντρική και Δυτική Αφρική, όπου τα επίπεδα παιδικής θνησιμότητας είναι υψηλότερα των 150 θανάτων ανά 1.000 γεννήσεις (UN, 2013).
Το μεγαλύτερο μέρος της επιμήκυνσης της μέσης διάρκειας ζωής στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές αποδίδεται στη μείωση της βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας. Αντίθετα, στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές, η περαιτέρω αύξηση του προσδόκιμου ζωής οφείλεται στην μείωση της θνησιμότητας στις υψηλές ηλικιακές ομάδες (Διάγραμμα 8.6).
Διάγραμμα 8.6 Ποσοστιαία κατανομή θανάτων ανά ηλικιακή ομάδα και γεωγραφική περιοχή, 2015.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, από την αρχή του 21ου αιώνα, το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση αυξήθηκε κατά 5 περίπου χρόνια, ξεπερνώντας τα 68 έτη για τους άνδρες και πλησιάζοντας τα 73 για τις γυναίκες από τα 63,3 και 67,9 αντίστοιχα (Διαγράμματα 8.7.α και 8.7.β).
Διάγραμμα 8.7.α Άνδρες. | Διάγραμμα 8.7.β Γυναίκες. |
Διαγράμματα 8.7. Σύγκριση προσδόκιμου ζωής κατά τη γέννηση μεταξύ 2000 και 2015.
Αν και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής ήταν πιο σημαντική στις λιγότερο απ’ ό,τι στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές, οι διαφοροποιήσεις όχι μόνο δεν εξαλείφθηκαν, αλλά εξακολουθούν να είναι εντυπωσιακές. Το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση των ανδρών στην Αφρική, όπου σημειώνεται η χαμηλότερη τιμή (58 έτη) είναι κατά 18 χρόνια μικρότερο από αυτό που καταγράφεται από τους άνδρες που γεννιούνται στη Βόρειο Αμερική (76,8). Μεταξύ των γυναικών, το εύρος του προσδόκιμου ζωής ανάμεσα στην ελάχιστη και τη μέγιστη τιμή, υπερβαίνει τα 20 έτη. Σε πέντε χώρες της Αφρικής, το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση παραμένει χαμηλότερο των 50 ετών, γεγονός που αποδίδεται κατά κύριο λόγο στη δυσκολία ελέγχου και περιορισμού της διάδοσης του AIDS. Την ίδια στιγμή, το προσδόκιμο ζωής των ανδρών είναι υψηλότερο των 75 ετών σε 47 χώρες ενώ σε 51 χώρες το προσδόκιμο ζωής των γυναικών ξεπερνά τα 80 έτη. Οι χώρες αυτές δεν περιορίζονται γεωγραφικά στην Ευρώπη και τη Β. Αμερική, αλλά αντίθετα εντοπίζονται σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Το Ισραήλ, η Χιλή, η Ισλανδία, η Μαρτινίκα, η Γουαδελούπη, ο Λίβανος είναι ορισμένες από τις χώρες με υψηλό προσδόκιμο ζωής.
Το παραδοσιακό πλεονέκτημα των γυναικών έναντι των ανδρών στη μακροζωία διατηρείται. Σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου, οι γυναίκες ζουν κατά μέσο όρο περίπου πέντε χρόνια περισσότερο από τους άνδρες (Διάγραμμα 8.8).
Διάγραμμα 8.8 Σύγκριση προσδόκιμου ζωής κατά τη γέννηση μεταξύ των δύο φύλων σεδιαφορετικές χώρες, 2014.
Ο λόγος των φύλων στις υψηλές ηλικιακές ομάδες εύγλωττα καταγράφει την ανισότητα των δύο φύλων απέναντι στον κίνδυνο θανάτου. Ακόμη όμως κι αυτή η βιολογική υπεροχή των γυναικών επηρεάζεται και διαμορφώνεται κάτω από την επίδραση των κοινωνικών διαφοροποιήσεων. Στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές, η διαφορά στη διάρκεια ζωής ανάμεσα στα φύλα περιορίζεται. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, η διαφορά μεταξύ των δύο φύλων άγγιξε τα 6 έτη. Από τότε, η διαφορά στο προσδόκιμο ζωής μεταξύ ανδρών και γυναικών στις περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες σταδιακά μειώνεται. Η τάση αυτή δεν αποτυπώνει κάποια σχετική επιδείνωση της σχετικής κατάστασης των γυναικών. Αντίθετα, αποδίδεται στη σχετική μείωση της πιθανότητας θανάτου μεταξύ των ανδρών από συγκεκριμένες αιτίες, κυρίως καρδιαγγειακά νοσήματα (Meslé, 2004). Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η διατήρηση της παραπάνω τάσης θα οδηγήσει στην εξίσωση της πιθανότητας θανάτου των φύλων μέσα στη δεκαετία του 2030.
Αντίθετα, στις πρώην Σοβιετικές δημοκρατίες παρατηρείται η μεγαλύτερη διαφορά προσδόκιμων ζωής μεταξύ των δύο φύλων, με το πλεονέκτημα των γυναικών να ξεπερνά τα 10 χρόνια. Ως απότοκο της ιδιαίτερα δυσμενούς εξέλιξης της ανδρικής θνησιμότητας μέσα στη δεκαετία του 1990 και της απότομης μείωσης του προσδόκιμου ζωής των ανδρών, η έντονη ανισότητα μεταξύ των φύλων αποτυπώνει τις δυσκολίες στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της περιοχής.
Αξιοσημείωτη εξαίρεση εξακολουθούν να αποτελούν ορισμένες χώρες της υπο-Σαχάριας Αφρικής, όπου το προσδόκιμο ζωής των γυναικών είναι κατά ένα περίπου έτος χαμηλότερο από εκείνο των ανδρών. Ο υψηλός κίνδυνος θανάτου κατά τον τοκετό, λόγω περιορισμένης πρόσβασης σε ιατρική βοήθεια και περίθαλψη, αποτελεί το βασικότερο παράγοντα αυτής της ιδιαιτερότητας. Είναι γεγονός, ότι ο αριθμός των περιοχών όπου η διαφορά του ανδρικού από το γυναικείο προσδόκιμο ζωής έχει αρνητικό πρόσημο μειώνεται, περιορίζοντας σταδιακά αυτή την τεχνητή ανισορροπία.
Η πληθυσμιακή γήρανση είναι ίσως η μεγαλύτερη, όχι μόνο δημογραφική, αλλά κυρίως, κοινωνική και οικονομική πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει ο παγκόσμιος πληθυσμός τις αμέσως επόμενες δεκαετίες. Η επιμήκυνση της διάρκειας ζωής, μια από τις πάγιες επιδιώξεις του ανθρώπου αποτελεί μια από τις σημαντικότερες κατακτήσεις του προηγούμενου αιώνα. Η μεγάλη αυτή κατάκτηση, όμως, περιγράφεται συχνά, ως ο κρίσιμος παράγοντας που είναι πολύ πιθανό να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της οικονομικής σταθερότητας και κοινωνικής συνοχής. Διαχωρίζοντας το ατομικό από το κοινωνικό όφελος, η επιμήκυνση του προσδόκιμου ζωής παρουσιάζεται συχνά ως εμπόδιο για τη μελλοντική ευημερία των κοινωνιών -και κατ’ επέκταση των ατόμων που τις αποτελούν- δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, η οικονομική πρόοδος και η κοινωνική ανάπτυξη στηρίχτηκαν σε μεγάλο βαθμό στην ευνοϊκή συγκυρία που παρείχε η νεανική δομή του πληθυσμού.
Η μεταβολή στην ηλικιακή σύνθεση του πληθυσμού αποδίδεται κατά κύριο, αλλά όχι αποκλειστικό λόγο, στην αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων στο συνολικό πληθυσμό ως συνέπεια της μακροβιότητας των πρόσφατων γενεών σε σχέση με τις προηγούμενες. Παράλληλα όμως με την εντυπωσιακή αύξηση του προσδόκιμου ζωής, ο παγκόσμιος και κυρίως ο Ευρωπαϊκός πληθυσμός, κατέγραφαν εξίσου εντυπωσιακή μείωση του ρυθμού φυσικής αύξησης, ως απόρροια της συνεχούς μείωσης της γεννητικότητας. Ο συνδυασμός χαμηλών επιπέδων γεννητικότητας και θνησιμότητας συνέβαλλαν στη συμπίεση της πληθυσμιακής πυραμίδας από τη βάση και τη διόγκωσή της από τη κορυφή, επιδρώντας δραματικά στην ηλικιακή δομή της, όπως αποκαλύπτουν οι αλλοιώσεις στο σχήμα της και- επιβεβαιώνουν οι δείκτες δημογραφικής εξάρτησης. Παράλληλα, ιδιαίτερα σημαντικές είναι και οι κοινωνικές μεταβολές που προκαλούν οι δημογραφικές εξελίξεις. Η μεγαλύτερη σε διάρκεια ζωή σε συνδυασμό με το μικρότερο αριθμό παιδιών ανά μητέρα, δημιουργούν μια νέα κοινωνική πραγματικότητα, όπου οι οικογένειες αναπτύσσονται πλέον σε μήκος (η συνύπαρξη 4 γενεών δεν αποτελεί πια σπάνιο φαινόμενο) και όχι σε πλάτος (η μείωση του αριθμού παιδιών ανά γυναίκα μειώνει τον αριθμό αδερφών, ξαδέρφων, θείων κ.λ.π).
Σε συνδυασμό με τη γενικότερη τάση μείωσης των επιπέδων γονιμότητας, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής συνεπάγεται αύξηση της ηλικιακής διαμέσου και μεταβολή στη δομή της ηλικιακής πυραμίδας με την προς τα πάνω μετακίνηση του κέντρου βάρους της. Από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, η ηλικιακή διάμεσος καταγράφει ανοδική τάση σε παγκόσμιο επίπεδο.
Έτσι, ενώ το 1950 ο μισός πληθυσμός της Γης ήταν κάτω των 24 ετών, το 2015 η ηλικιακή διάμεσος είναι ήδη πάνω από τα 29,5 έτη. Η άνοδος ήταν ιδιαίτερα έντονη στις περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες, οι οποίες έχοντας ήδη ολοκληρώσει τη διαδικασία της δημογραφικής μετάβασης, προηγούνται σημαντικά ως προς τη διαδικασία της πληθυσμιακής γήρανσης. Στην Ευρώπη, κατά το διάστημα 1950-2015, η ηλικιακή διάμεσος αυξήθηκε κατά 12,7 χρόνια από τα οποία τα 4 προστέθηκαν μετά το γύρισμα του αιώνα. Στην Ελλάδα, όπου η δημογραφική γήρανση ακολουθεί ιδιαίτερα γρήγορη εξέλιξη, η ηλικιακή διάμεσος είναι κατά 17,6 χρόνια υψηλότερη των επιπέδων του 1950 και 5,2 χρόνια υψηλότερη από την καταγραφή κατά το 2000. Ήδη ο μισός πληθυσμός της χώρας είναι άνω των 43,6 ετών.
Ο αριθμός των ατόμων άνω των 60 ετών, ηλικία που χρησιμοποιείται συμβολικά για να διαχωρίσει τα νεαρά (και συνήθως οικονομικώς ενεργά) από τα ηλικιωμένα (και κατά κύριο λόγο μη-ενεργά) άτομα, αυξάνεται συνεχώς, ενώ παράλληλα μειώνεται η αναλογία των παιδιών κάτω των 14 ετών στον πληθυσμό. Μέσα στις επόμενες τέσσερις δεκαετίες το ποσοστό των ατόμων άνω των 60 ετών στο συνολικό πληθυσμό, αναμένεται να διπλασιαστεί, ενώ για πρώτη φορά στην ιστορία του παγκόσμιου πληθυσμού εκτιμάται ότι μέχρι το 2045 ο αριθμός των ατόμων άνω των 60 ετών θα ξεπερνά τον αριθμό των νέων κάτω των 15 ετών.
Στην Ευρώπη, η αναλογία των άνω των 60 ετών είναι ήδη υψηλότερη από αυτή των νέων κάτω των 15, ενώ περίπου 6 στους 10 κατοίκους ανήκει στην εργάσιμη ηλικιακή ομάδα, από 15 έως 59 ετών. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο (baseline scenario) των πληθυσμιακών προβολών των Ηνωμένων Εθνών, εκτιμάται ότι μέχρι το 2050 περισσότεροι από 1 στους 3 Ευρωπαίους θα είναι άνω των 60 ετών, ενώ το ποσοστό των άνω των 80 ετών θα γίνει διψήφιο (UN, 2015).
Παρά το σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας που χαρακτηρίζει τη μελέτη μελλοντικών δημογραφικών δεικτών, κυρίως όταν ο ορίζοντας είναι αρκετά μακρινός ώστε ένα μεγάλο μερίδιο του εκτιμώμενου κατά το τέλος της περιόδου πληθυσμού να μην έχει ακόμη γεννηθεί, ενδιαφέρον έχει η παρατήρηση ότι η ηλικιακή διάμεσος του ευρωπαϊκού πληθυσμού θα αυξηθεί κατά τουλάχιστον 6,5 έτη μέσα στις επόμενες 4 δεκαετίες ξεπερνώντας τα 46 χρόνια, ενώ το ποσοστό των άνω των 60 ετών θα είναι υπερ-τριπλάσιο αυτού των κάτω των 15 ετών.
Μια ακόμη ενδιαφέρουσα παρατήρηση αφορά στον (υπερ)διπλασιασμό του ποσοστού των ατόμων άνω των 80 ετών στο συνολικό πληθυσμό, τάση που γλαφυρά περιγράφεται ως «η γήρανση των γερόντων». Η τάση αυτή αποτελεί μια ακόμη από τις ελάχιστα εξερευνημένες πτυχές της δημογραφικής γήρανσης. Ο τρόπος και η ποιότητα ζωής των ατόμων αυτών έχει ελάχιστα μελετηθεί λόγω των πολύ μικρών μέχρι σήμερα μεριδίων της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας στο συνολικό πληθυσμό. Όσο κι αν η αύξηση του προσδόκιμου ζωής έχει σε σημαντικό βαθμό συμβάλλει στην παράταση της ζωής σε συνθήκες καλής υγείας, η αναπόφευκτη σωματική φθορά μεταφέρει τη βιολογική γήρανση στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες. Λέγεται ότι τα 80 έτη είναι τα νέα 65. Μελλοντικά, με την αύξηση τόσο του απόλυτου όσο και του σχετικού μεγέθους της «τέταρτης ηλικίας», θα αυξάνονται οι ανάγκες σε μακροχρόνια περίθαλψη και θα ενισχύονται οι απαιτούμενες ροές κεφαλαίων προς τις μεγαλύτερες ηλικίες. Η μελέτη της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας, ως προς τις ανάγκες, τις απαιτήσεις, τον τρόπο και την ποιότητα ζωής, θα βοηθήσουν στην καλύτερη πρόβλεψη και τη μεγαλύτερη ανταπόκριση στις απαιτήσεις οι οποίες θα ανακύψουν.
Από την εξέλιξη των διαφορετικών δεικτών εξάρτησης, επιβεβαιώνεται η διόγκωση των μεγαλύτερων ηλικιών παράλληλα με τη σταδιακή συρρίκνωση των παιδιών κάτω των 14 ετών. Αν και σε παγκόσμιο επίπεδο η αναμενόμενη επιβάρυνση του δείκτη ηλικιακής εξάρτησης μέχρι το 2050 δε θα είναι πολύ μεγάλη σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα, εκτιμάται ότι θα είναι αρκετά διαφοροποιημένη η σύνθεση του, η αναλογία δηλαδή των παραμέτρων που διαμορφώνουν την τιμή του δείκτη. Στην παρούσα φάση, το μεγαλύτερο μέρος της ηλικιακής εξάρτησης προέρχεται από τον πληθυσμιακό μέγεθος των νέων κάτω των 15 ετών.
Σταδιακά προβλέπεται ότι θα αυξηθεί το σχετικό βάρος των ηλικιωμένων και η αναλογία νέων και ηλικιωμένων στο δείκτη εξάρτησης θα τείνει να εξισορροπήσει. Η εικόνα είναι αρκετά διαφορετική στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές, όπου παιδιά και ηλικιωμένοι συμμετέχουν ήδη με ίση αναλογία στο δείκτη εξάρτησης. Στο μέλλον, η συμμετοχή των άνω των 60 ετών θα είναι κατά πολύ μεγαλύτερη αυτής των κάτω των 15 ετών.
Από την παραπάνω ανάλυση είναι πλέον σαφές, ότι η πληθυσμιακή γήρανση αποτελεί τη συνισταμένη δημογραφικών εξελίξεων που έχουν ήδη συμβεί και επιλογών που έχουν ήδη σημειωθεί σε παγκόσμια κλίμακα. Ως εκ τούτου, πρόκειται για ένα φαινόμενο:
- μη-αναστρέψιμο, αφού, τουλάχιστον σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, δεν είναι δυνατή η επιστροφή στην προηγούμενη νεανική σύνθεση του πληθυσμού,
- παγκόσμιο, αφού αφορά στο σύνολο του πληθυσμού, και όχι μόνο τις περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες. Αντίθετα, το πρόβλημα στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη ενδέχεται να είναι πολύ μεγαλύτερο, αφού η περίοδος και οι δυνατότητες προσαρμογής θα είναι μικρότερες, δεδομένου ότι οι χώρες αυτές θα «γεράσουν» πριν προλάβουν να «ευημερίσουν» (Eberstadt, 2004),
- χωρίς ανάλογο προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία, αφού η εξέλιξη είναι ραγδαία και αναμένεται ακόμη πιο εντυπωσιακή μέσα στον 21ο αιώνα.
Εστιάζοντας στη γηραιά ήπειρο, η δημογραφική γήρανση αφορά τόσο στην Ευρώπη στο σύνολό της όσο και κάθε χώρα ξεχωριστά. Κοινές δημογραφικές τάσεις αποτελούν η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, η ενίσχυση της αναλογίας των ατόμων άνω των 65 ετών στο συνολικό πληθυσμό και η διατάραξη της αναλογίας εργαζομένων προς συνταξιούχους.
Ωστόσο, ακόμη και στο εσωτερικό της Ευρώπης το φαινόμενο παρουσιάζει διαφοροποιήσεις. Δεν γηράσκουν όλες οι χώρες με την ίδια ταχύτητα, δεν έχουν όλες τις ίδιες προοπτικές, ενώ σε κάποιες το πρόβλημα είναι ήδη περισσότερο έντονο απ’ ό,τι σε άλλες. Σε χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Βουλγαρία και η Γερμανία, το φαινόμενο της γήρανσης είναι ήδη έντονο και αναμένεται να συνεχίσει να εξελίσσεται με ιδιαίτερα ταχείς ρυθμούς. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Σουηδία, τη Γαλλία και τη Νορβηγία, η διαδικασία είναι πιο αργή, κυρίως λόγω της πρόσφατης ανάκαμψης των επιπέδων γονιμότητας.
Η προσέγγιση του φαινομένου της πληθυσμιακής γήρανσης, καθώς και η ανίχνευση των νέων δυνατοτήτων και ενδεχόμενων ευκαιριών, μέσα από τη σκιαγράφηση των μελλοντικών εξελίξεων, απαιτούν τη μελέτη νέων δεδομένων σχετικά με τη διαμόρφωση των μελλοντικών τάσεων. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν κυρίως από τις πληθυσμιακές προβολές που προδιαγράφουν τις δημογραφικές εξελίξεις γύρω από μια σειρά υποθέσεων εργασίας ως προς την εξέλιξη των βασικών δημογραφικών δεικτών (γονιμότητας-θνησιμότητας και μετακινήσεων). Τα δεδομένα αυτά όμως, είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στην αβεβαιότητα και τις εκπλήξεις που επιφυλάσσει το μέλλον. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου οι προβολές αποδείχθηκαν ανακριβείς, άλλοτε υποεκτιμώντας15 και άλλοτε υπερεκτιμώντας16 το μελλοντικό πληθυσμιακό μέγεθος.
Ανεξάρτητα όμως από την ακρίβεια των πληθυσμιακών προβολών, είναι απολύτως βέβαιο ότι μέσα στις επόμενες δεκαετίες θα μεταβληθεί σημαντικά η σχέση μεταξύ των διαφορετικών ηλικιακών ομάδων. Οι δείκτες ηλικιακής και οικονομικής εξάρτησης θα επιδεινωθούν, ανεξάρτητα από τις υποθέσεις σχετικά με την εξέλιξη της γονιμότητας που διέπουν τις εκτιμήσεις. Η εξέλιξη αυτή θα έχει αναπόφευκτα άμεσες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες θέτοντας παράλληλα νέα ηθικά διλήμματα.
«Δεινόν το γήρας, ου γαρ έρχεται μόνον» επεσήμαιναν οι πρόγονοί μας. Το δημογραφικό γήρας, κατά απόλυτη αναλογία με το βιολογικό, δε στερείται άμεσων αρνητικών συνεπειών. Οι δεξιότητες, οι ικανότητες και η δυναμική ενός πληθυσμού μεταβάλλεται με την ηλικία όχι μόνο σε ατομικό, αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο. Συγκρινόμενος με έναν πληθυσμό με νεανική ηλικιακή δομή, ένας γηράσκων πληθυσμός υπερτερεί σε εμπειρία και ωριμότητα, αλλά υστερεί σε δημιουργικότητα και καινοτόμο πνεύμα. Είναι κατά κανόνα πιο συντηρητικός, λιγότερο προσαρμοστικός στις αλλαγές και τείνει να παίρνει μικρότερα ρίσκα. Τα μέλη μιας γηρασμένης κοινωνίας δεν απολαμβάνουν απλώς μακρύτερη ζωή με καλή υγεία, αλλά καλούνται να αντιμετωπίσουν συγκεκριμένες προκλήσεις. Η πληθυσμιακή γήρανση επηρεάζει κάθε πτυχή της καθημερινότητας μέσα από τις δημοσιονομικές, κοινωνικές και πολιτικές της επιδράσεις (Tragaki, 2014).
Βραδεία ή αρνητική οικονομική ανάπτυξη, συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού, χαμηλή παραγωγικότητα, διαρκώς αυξανόμενες δημοσιονομικές δαπάνες, κυρίως λόγω της αύξησης των δαπανών σύνταξης, μακροχρόνιας φροντίδας και υγειονομικής περίθαλψης. Αυτές είναι μερικές πρώτες εκτιμήσεις για το μέλλον μέσα από το πρίσμα της δημογραφικής γήρανσης (EPC, 2003). Είτε πρόκειται για τις περισσότερο είτε για τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, το μακροπρόθεσμο δημοσιονομικό κόστος από την αναμενόμενη δημογραφική κρίση εκτιμάται ότι θα είναι πολλαπλάσιο του κόστους της τρέχουσας οικονομικής κρίσης (IMF, 2009). Άλλωστε, είναι γεγονός ότι το σημαντικότερο πρόβλημα της Ευρώπης σήμερα είναι δημογραφικό και όχι οικονομικό, κυρίως διότι οι προηγούμενες οικονομικές κρίσεις ξεπεράστηκαν χάρη στη δυναμική του πληθυσμού που σήμερα εκλείπει (Tragaki, 2014).
Παρά το μεγάλο αριθμό μελετών και εκτιμήσεων, δεν υπάρχει ομοφωνία από πλευράς επιστημόνων σχετικά με την έκταση και την ένταση των συνεπειών της πληθυσμιακής γήρανσης. Υπάρχουν οι «αισιόδοξοι» που θεωρούν διαχειρίσιμη την προβλεπόμενη αύξηση του ποσοστού των άνω των 60 στο συνολικό πληθυσμό. Εκφράζοντας την εμπιστοσύνη τους στην ευρηματικότητα του ανθρώπινου πνεύματος, υποστηρίζουν ότι θα βρεθούν οι μηχανισμοί, ώστε να αντιμετωπισθεί η αύξηση των συνταξιοδοτικών δαπανών και των δαπανών υγείας χωρίς να επηρεαστεί η ανάπτυξη (Falkingham, 1989). Επικαλούμενοι τη μέχρι τώρα εμπειρία και ευαισθησία των ευρωπαϊκών κρατών απέναντι στη δημιουργία και ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους, θεωρούν ότι θα υπάρξουν ανάλογες καινοτόμες ιδέες, ώστε να αντιμετωπισθεί το δημοσιονομικό κόστος χωρίς να πληγούν η φιλοσοφία και η δομή του συνταξιοδοτικού και του συστήματος πρόνοιας (Zaidi, 2008).
Από την άλλη πλευρά, οι απαισιόδοξοι, θεωρούν ότι οι αρχές της παγκοσμιοποίησης και η νεο-φιλελεύθερη ιδεολογία που διέπουν την οικονομία και τις αγορές εργασίας, περιορίζουν την ανταγωνιστικότητα των μεγαλύτερων ηλικιακά ατόμων, ενώ παράλληλα θέτουν σε κίνδυνο το «κοινωνικό συμβόλαιο» μεταξύ των γενεών, εις βάρος των ηλικιωμένων. Η δυνατότητα παραμονής στην εργασία σε μεγαλύτερες ηλικίες μειώνεται παρά τις προσπάθειες για επιμήκυνση του εργάσιμου βίου (active ageing). Η διατάραξη της αναλογίας εργαζομένων προς συνταξιούχους, μειώνει τη δυνατότητα μεταβίβασης κεφαλαίων μέσω του συνταξιοδοτικού συστήματος διαβρώνοντας τις σχέσεις μεταξύ γενεών. Τέλος, η σύσταση μικρότερων οικογενειών και ο μεγαλύτερος ατομικισμός (individualism) που επικρατούν στη σημερινή κοινωνία, διαρρηγνύουν την οικογενειακή συνοχή, ακόμα και στις χώρες του Ευρωπαϊκού νότου, όπου ο θεσμός της παραδοσιακής οικογένειας υποκαθιστά σε σημαντικό βαθμό την ανεπάρκεια της κρατικής πρόνοιας.
Ανάλογα με την κοινωνία, αλλά κυρίως ανάλογα με την περίσταση, οι ηλικιωμένοι αντιμετωπίζονται άλλοτε ως «κεφάλαιο», δεδομένων των συσσωρευμένων εμπειριών και της σοφίας που έχουν αποκομίσει από τη ζωή και άλλοτε ως «βάρος» για τις επόμενες γενεές λόγω της μη συμμετοχής τους στην παραγωγική διαδικασία και την αναπόφευκτη βιολογική φθορά. Είναι γεγονός ότι στην πλειονότητά τους οι σημερινοί εξηνταπεντάρηδες ανταποκρίνονται ελάχιστα ή καθόλου στην παραδοσιακή εικόνα του ηλικιωμένου συνταξιούχου των προηγούμενων δεκαετιών. Σύμφωνα με τη μέχρι τώρα εμπειρία, η επιμήκυνση του προσδόκιμου ζωής συνδυάστηκε σε μεγάλο βαθμό με την παράταση της καλής φυσικής κατάστασης και τη διατήρηση καλής υγείας. Όσο κι αν κανείς δεν μπορεί να εξασφαλίσει ότι κάτι τέτοιο θα συνεχιστεί και στο μέλλον, ο τρόπος αντιμετώπισης των ηλικιωμένων αλλάζει, και μόνο επειδή αλλάζει το σχετικό τους βάρος.
Ανεξάρτητα από το ποιες θα είναι οι εξελίξεις και ποιες προβλέψεις θα επιβεβαιωθούν, είναι απολύτως βέβαιο ότι η σημαντικότερη πρόκληση που αναδεικνύεται μέσα από το νέο δημογραφικό τοπίο σχετίζεται με το πόσο γρήγορα θα προσαρμοσθούν οι κοινωνίες και οι οικονομίες στο νέο συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ διαφορετικών ηλικιακών ομάδων. Νέες ισορροπίες θα αναζητηθούν προκειμένου να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή και η διαδραστικότητα μεταξύ των γενεών σε κοινωνίες, όπου ένας στους τρεις κατοίκους θα είναι ηλικίας άνω των 65 ετών.
8.5. Νέα Μορφή Μετακινήσεων: η Κλιματική Μετανάστευση
Οι διατηρούμενες δημογραφικές και οικονομικές ανισότητες σε συνδυασμό με τις πολιτικές αναταραχές και τις εμφύλιες ή διακρατικές συρράξεις που πλήττουν διάφορες περιοχές του πλανήτη εξακολουθούν να αποτελούν τις βασικές αιτίες πίσω από τις αυξανόμενες πληθυσμιακές μετακινήσεις. Μέσα στον 21ο αιώνα τα μεταναστευτικά ρεύματα όχι μόνο παραμένουν έντονα, αλλά πληθαίνουν, αναδεικνύοντας νέες «θερμές» περιοχές και διαμορφώνοντας νέες ροές προς καινούριες περιοχές υποδοχής. Τα τελευταία χρόνια αυξάνεται ο αριθμός των μελετητών που αξιολογούν ότι μέσα στις επόμενες δεκαετίες, μεταξύ των παραγόντων οι οποίοι συμβάλλουν στην αύξηση των πληθυσμιακών μετακινήσεων θα προστεθεί ένας ακόμη, ο περιβαλλοντικός (Πλαίσιο 8.2).
Πλαίσιο 8.2 «Περιβαλλοντικός πρόσφυγας» ή «Κλιματικός μετανάστης»;
Στο σύνολό της σχεδόν η επιστημονική κοινότητα εκτιμά ότι η διατήρηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στα τρέχοντα επίπεδα θα οδηγήσει σε μη αναστρέψιμες για το φυσικό περιβάλλον συνέπειες όπως η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, περιόδους παρατεταμένης ανομβρίας, ξηρασία και πλημμύρες. Σε παγκόσμια κλίμακα, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στο φυσικό περιβάλλον, την ανθρώπινη ζωή και την οικονομική δραστηριότητα έχουν υπολογισθεί, για ένα εύρος αναμενόμενων θερμοκρασιών, με τη βοήθεια των πιθανοτήτων, (Stern, 2007; Λαζαρίδη κ.α., 2008). Σε τοπική κλίμακα, ωστόσο, οι προβλέψεις είναι πολύ πιο δύσκολες και οποιεσδήποτε εκτιμήσεις μοιάζουν παρακινδυνευμένες.
Κατά τις δυο τελευταίες δεκαετίες, το θέμα της κλιματικής αλλαγής βρίσκεται σταθερά στην κορυφή της παγκόσμιας ημερήσιας διάταξης, αναθερμαίνοντας το ενδιαφέρον των ερευνητών για τη σχέση μεταξύ κλίματος και χωρικής κατανομής του ανθρώπινου πληθυσμού. Το λιώσιμο των πάγων και η επακόλουθη άνοδος της στάθμης της θάλασσας, η συχνότερη εμφάνιση πλημμυρών και καταιγίδων, οι παρατεταμένες περίοδοι ανομβρίας και ξηρασίας που ενδέχεται να συμβάλουν στην ερημοποίηση καλλιεργήσιμων εκτάσεων, η μείωση των υδάτινων πόρων και η καταστροφή των οικοσυστημάτων, αποτελούν σοβαρές και μη-αναστρέψιμες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Τέτοιες εξελίξεις, υπολογίζεται ότι θα επιδράσουν δραματικά όχι μόνο στη φυσική, αλλά και την ανθρώπινη γεωγραφία. Οι συνέπειες των παραπάνω εξελίξεων για την ανθρώπινη ζωή και δραστηριότητα θα είναι άμεσες. Οι μειωμένες σοδειές και η έλλειψη διαθέσιμου πόσιμου νερού μπορεί να αφήσουν εκατομμύρια ανθρώπους χωρίς την απαραίτητη για την επιβίωσή τους ποσότητα τροφής και νερού.
Η κλιματική αλλαγή είναι ένα φαινόμενο που αφορά στο σύνολο του πλανήτη και του παγκόσμιου πληθυσμού. Ωστόσο, η ένταση του φαινομένου, καθώς και οι συνέπειές του, αναμένεται ότι θα εμφανίσουν σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των περιοχών, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος. Κάποιες από τις περιοχές του λιγότερο αναπτυγμένου κόσμου, εκτιμάται ότι θα είναι περισσότερο εκτεθειμένες στην κλιματική αλλαγή λόγω της γεωγραφικής τους θέσης. Παράλληλα, οι ίδιες αυτές περιοχές θα είναι δυσανάλογα ευάλωτες στις συνέπειές της, ως απόρροια του αρνητικού συνδυασμού αδύναμων οικονομιών, για τις οποίες το κόστος προσαρμογής και αντιμετώπισης είναι δυσβάσταχτο και μεγάλης εξάρτησης από κλάδους ιδιαίτερα ευαίσθητους στην κλιματική αλλαγή, όπως η αγροτική παραγωγή. Αν στα παραπάνω συνυπολογισθούν οι υψηλοί ρυθμοί πληθυσμιακής αύξησης που χαρακτηρίζουν τις περισσότερες από τις περιοχές αυτές, γίνεται εμφανές ότι λόγω της κλιματικής αλλαγής διακυβεύεται η προσπάθεια μείωσης της παγκόσμιας φτώχειας. Μέσα δε από το συνδυασμό περιβαλλοντικών και πληθυσμιακών πιέσεων, αναπτύσσεται μια νέα δυναμική μαζικών μετακινήσεων και συγκρούσεων με άμεσες συνέπειες για την ανθρώπινη ασφάλεια (GECHS, 2008; Dokos, 2008).
Στην ήδη εκτενή σχετική βιβλιογραφία, το θέμα της κλιματικής μετανάστευσης αντιμετωπίζεται, κατά κύριο λόγο, ως μέρος μιας ευρύτερης συζήτησης σχετικά με την προκαλούμενη, λόγω κλιματικών συμβάντων, μετακίνηση πληθυσμιακών ομάδων. Ωστόσο, ελάχιστες είναι οι μελέτες οι οποίες επικεντρώνονται στη μετανάστευση, ως συνέπεια της κλιματικής αλλαγής (Mc Leman and Smit, 2006; Brown, 2008). Στην πρώτη περίπτωση, οι πληθυσμιακές μετακινήσεις αποτελούν την άμεση αντίδραση σε φαινόμενα, όπως πλημμύρες ή τυφώνες που καταστρέφουν την υποδομή και τις καλλιέργειες των περιοχών που έχουν πληγεί και κάνουν δύσκολη την ανθρώπινη επιβίωση17. Η μετεγκατάσταση σε αυτές τις περιπτώσεις είναι τις περισσότερες φορές προσωρινή: οι πληθυσμοί επιστρέφουν στον τόπο τους όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες. Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση, όπου η μετανάστευση επιβάλλεται από τις συνέπειες της υπερθέρμανσης του πλανήτη, το φαινόμενο έχει μόνιμο χαρακτήρα, αφού οι συνθήκες που ώθησαν τον πληθυσμό να μετακινηθεί (πχ. άνοδος της στάθμης της θάλασσας ή ερημοποίηση) είναι συνήθως μη αναστρέψιμες. Στον Πίνακα 8.5 γίνεται μια προσπάθεια απόδοσης της σύνδεσης μεταξύ κλιματικής αλλαγής από τη μία πλευρά και ανθρώπινης ασφάλειας και μεταναστευτικών πιέσεων από την άλλη.
Πίνακας 8.5 Απεικόνιση της σχέσης μεταξύ κλιματικής αλλαγής και μεταναστευτικών πιέσεων.
Υπάρχει, ωστόσο, μια ακόμα πτυχή του φαινομένου που έχει ελάχιστα μέχρι σήμερα διερευνηθεί. Η κλιματική αλλαγή εκτός από παράγοντας ώθησης μπορεί κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις να δράσει και ως παράγοντας έλξης μεταναστευτικών ρευμάτων. Η κλιματική αλλαγή δεν αποκλείεται να αυξήσει τη φέρουσα ικανότητα κάποιων περιοχών του πλανήτη. Μια ενδεχόμενη άνοδος της θερμοκρασίας κατά περίπου 1-2˚C μέσα στον επόμενο αιώνα, σε συνδυασμό με τη θετική επίδραση της αυξημένης συγκέντρωσης του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα (γνωστή ως “fertilization effect of CO2”), δεν αποκλείεται να συμβάλλουν, ώστε να επεκταθούν οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις, να αυξηθεί η στρεμματική απόδοση και να δοθεί η δυνατότητα για νέες καλλιέργειες σε περιοχές με μέσο και μεγάλο γεωγραφικό πλάτος, όπως η Βόρεια Ευρώπη, η Σιβηρία, ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία (IPCC, 2007).
Παράλληλα με τη σοδειά, θα αυξηθεί και η πυκνότητα της βλάστησης σε συγκεκριμένες περιοχές του βορείου ημισφαιρίου (USGCRP, 2000). Επιπλέον, λόγω των μεταβολών στη συχνότητα και την ένταση των βροχοπτώσεων, δεν αποκλείεται να περιορισθούν τα προβλήματα ανεπάρκειας νερού που αντιμετωπίζουν ορισμένες περιοχές (Hoerling et al., 2006). Δεν αποκλείεται, λοιπόν, το φαινόμενο της κλιματικής μετανάστευσης να περιλαμβάνει και μετακινήσεις πληθυσμιακών ομάδων που επιδιώκουν να επωφεληθούν από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής (Brown, 2007).
Συνοψίζοντας, η κλιματική αλλαγή αποτελεί μια νέα, κατά πολλούς μη αναστρέψιμη πραγματικότητα για τον παγκόσμιο πληθυσμό. Στην περίπτωση που οι δυσοίωνες προβλέψεις επαληθευτούν, αναμένεται να ενταθούν οι υφιστάμενες ανισότητες και να ανακοπούν οι προσπάθειες για μακρόχρονη οικονoμικά και κοινωνικά βιώσιμη ανάπτυξη και πρόοδο. Πέρα από κάθε αμφιβολία, οι πληθυσμιακές μετακινήσεις, εκούσιες ή ακούσιες, θα αποτελέσουν μια από τις κρισιμότερες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στις επόμενες δεκαετίες. Διαφοροποιήσεις στη χωρική κατανομή του ανθρώπινου πληθυσμού και αλλαγές στην ένταση και ροή των μεταναστευτικών ρευμάτων θα έχουν σημαντικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις επιδρώντας παράλληλα στην ανθρώπινη ασφάλεια των εμπλεκόμενων χωρών.
Στις χώρες που αναμένεται να έρθουν αντιμέτωπες με τις σοβαρότερες επιπτώσεις περιλαμβάνονται εκείνες της Βόρειας Αφρικής και της Ανατολικής Μεσογείου, όπου η διαδικασία ερημοποίησης έχει ήδη ξεκινήσει, ενώ το πρόβλημα της φτώχειας και οι ρυθμοί δημογραφικής ανάπτυξης θα δυσχεράνουν τη λήψη μέτρων αντιμετώπισης. Οι επιπτώσεις των παραπάνω εξελίξεων στη δημόσια υγεία, την κοινωνική συνοχή και τις εθνικές οικονομίες των χωρών της Μεσογείου είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εκτιμηθούν, ενώ σε μεγάλο βαθμό θα εξαρτηθούν από το επίπεδο ετοιμότητας της κάθε χώρας για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών μιας ενδεχόμενα μεγάλης αύξησης της μέσης θερμοκρασίας της ευρύτερης περιοχής. Δεδομένου ότι ο βαθμός ετοιμότητας συναρτάται άμεσα με το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και τη δυνατότητα λήψης έγκαιρων μέτρων πρόληψης και αντιμετώπισης, είναι πολύ πιθανό στο μέλλον να ενταθούν οι ανισότητες μεταξύ των χωρών της Μεσογείου. Κάτι τέτοιο θα ενίσχυε τις πληθυσμιακές πιέσεις από το Νότο προς το Βορρά, υποσκάπτοντας τις προσπάθειες για βιώσιμη κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη τόσο στις χώρες εκροής όσο και στις χώρες εισροής των κλιματικών μεταναστών.
Όσο και αν η ένταση των μελλοντικών μεταβολών και το εύρος των επιπτώσεών τους παραμένουν σε σημαντικό βαθμό αβέβαιες, είναι πλέον γενικά αποδεκτό ότι η αύξηση της θερμοκρασίας από τη συσσώρευση αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα είναι αναπόφευκτη, ενώ κάποιες επιπτώσεις θα είναι μη αναστρέψιμες. Η έγκαιρη λήψη μέτρων αντιμετώπισης και προσαρμογής, καθώς και η ανάπτυξη διακρατικών δικτύων συνεργασίας, αποτελούν ίσως το μοναδικό αντίβαρο στις δυσμενείς για την ανθρώπινη ασφάλεια και βιώσιμη ανάπτυξη εξελίξεις (Τραγάκη, 2010).
8.6. Πληθυσμιακές Προβολές: μια κλεφτή ματιά στο μέλλον
Οι πληθυσμιακές προβολές παρέχουν μια εικόνα, ως προς το μελλοντικό μέγεθος και σύνθεση του πληθυσμού, χρήσιμη σε κυβερνητικοί παράγοντες, άτομα επιφορτισμένα με τη χάραξη πολιτικής, δημόσιους φορείς και ερευνητές οι οποίοι χρησιμοποιούν τις πληθυσμιακές προβολές αφενός για να σχεδιάσουν τις πολιτικές και αφετέρου για να εντοπίσουν έγκαιρα τα ενδεχόμενα (θετικά ή αρνητικά) αποτελέσματα των δημογραφικών τάσεων και των εν εξελίξει μεταρρυθμίσεων.
Οι πληθυσμιακές προβολές είναι δημογραφικές προγνώσεις σχετικά με τη μελλοντική ανάπτυξη του πληθυσμού μιας περιοχής κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες εξέλιξης των δημογραφικών συνιστωσών, όπως αυτές της γονιμότητας, της θνησιμότητας και της μετανάστευσης. Δεδομένης της αβεβαιότητας γύρω από την εξέλιξη αυτών των συνιστωσών, οι προβολές υιοθετούν και εναλλακτικά σενάρια. Τα σενάρια αυτά σχετικά με την εξέλιξη των πληθυσμιακών συνιστωσών οριοθετούνται βάσει των τάσεων που έχουν παρατηρηθεί ή θεωρείται πιθανό να παρατηρηθούν μέσα στο θεωρητικό πλαίσιο.
Πληθυσμιακές προβολές σε παγκόσμιο και εθνικό επίπεδο δημιουργούν και επιμελούνται ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (από το 1950), η Παγκόσμια Τράπεζα (από το 1978), το United States Census Bureau (από το 1985) και το IIASA (από το 1994). Οι διαφορετικοί οργανισμοί υιοθετούν διαφορετικά σενάρια και εφαρμόζουν διαφορετικές τεχνικές για την κατάρτιση των προβολών. Σ’ αυτές τις διαφορές οφείλονται οι μεταξύ τους αποκλίσεις (Διάγραμμα 8.9). Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι παρά τις όποιες - συχνά όχι μικρές - αποκλίσεις, η γενική τάση, όσον αφορά στο συνολικό μέγεθος του πληθυσμού και την ηλικιακή του σύνθεση, είναι κοινή (Διάγραμμα 8.9). Στο σημείο αυτό έγκειται η ουσιαστική συνεισφορά των πληθυσμιακών προβολών η οποία εντοπίζεται όχι τόσο στην ακριβή πρόγνωση της μελλοντικής εικόνας του πληθυσμού όσο στην ανίχνευση των επερχόμενων τάσεων, τη δυνατότητα έγκαιρης πρόβλεψης ορισμένων σημαντικών εξελίξεων, τον εντοπισμό των παραγόντων εκείνων που συμβάλουν στη διαμόρφωση των εξελίξεων και στην προσπάθεια αποφυγής ή περιορισμού των αρνητικών παραμέτρων ή αντίθετα ενίσχυσης των θετικών τάσεων.
Πηγή:W. Lutz, W. SandersonandS. Scherbov, IIASA’s 2007 Probabilistic World Population Projections http://www.iiasa.ac.at/Research/POP/proj07/index.html; UN (2009);
http://www.census.gov/ipc/www/idb/region.php;
Διάγραμμα 8.9. Η Εξέλιξη του Παγκόσμιου Πληθυσμού, 2005-2050.
8.6.1. Οι βασικές δημογραφικές τάσεις των επόμενων δεκαετιών
Σύμφωνα με τις πρόσφατες εκτιμήσεις του Ο.Η.Ε, ο παγκόσμιος πληθυσμός θα συνεχίσει να αυξάνει με ρυθμούς παρά τη συνεχιζόμενη μείωση της γονιμότητας. Τα συνολικά μεγέθη είναι μικρότερα από τις προηγούμενες προβλέψεις, έτσι ώστε αρκετοί μελετητές να θεωρούν ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός θα σταματήσει να αυξάνεται. Κάτι τέτοιο δεν αποκλείεται να συμβεί υπό την προϋπόθεση ότι θα συνεχιστεί η μείωση της γονιμότητας με ταχύτερους από τους σημερινούς ρυθμούς και θα επεκταθεί σε περιοχές, όπως η Νιγηρία και το Πακιστάν, όπου τα επίπεδα παραμένουν ακόμη μακριά από το όριο αναπλήρωσης των γενεών. Δεδομένου όμως του απρόβλεπτου κάποιων δημογραφικών εξελίξεων, ένας εκ νέου διπλασιασμός του παγκόσμιου πληθυσμού δεν μπορεί να αποκλειστεί. Σύμφωνα με τις υποθέσεις εργασίας του high variant scenario ο παγκόσμιος πληθυσμός ενδέχεται να ξεπεράσει τα 14 δισεκατομμύρια, πριν το τέλος του αιώνα.
Παρακολουθώντας το βασικό σενάριο (medium variant scenario) μέχρι το 2050 θα προστεθούν 2,5 δισεκατομμύρια νέοι κάτοικοι και ο συνολικός πληθυσμός θα ξεπεράσει τα 9,7 δισεκατομμύρια κατοίκων. Η αύξηση θα προέρχεται αποκλειστικά από τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη. Ειδικότερα η Αφρική, θα συνεισφέρει το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης (54% και περίπου 1,3 δισεκ. άτομα). Η συνεισφορά της Ασίας θα είναι χαμηλότερη: 875,000 άτομα που αντιστοιχεί στο 37% της συνολικής αύξησης του πληθυσμού. Κατά συνέπεια, το μερίδιο της κάθε ηπείρου θα αλλάξει σημαντικά και θα μετατοπιστεί το κέντρο βάρους του παγκόσμιου πληθυσμού. Ένας στους τέσσερις κατοίκους θα είναι Αφρικανός, δύο Ασιάτες και άλλος ένας από τις υπόλοιπες περιοχές του πλανήτη. Τη δραματικότερη μείωση θα καταγράψει η Ευρώπη η οποία θα συρρικνωθεί, όχι μόνο σε σχετικά, αλλά και σε απόλυτα μεγέθη (Πίνακας 8.6).
Πίνακας 8.6. Κατανομή παγκόσμιου πληθυσμού το 2050 βάσει βασικού σεναρίου (mediumscenario).
Οι δέκα χώρες με τη σημαντικότερη συνεισφορά στην αύξηση του πληθυσμού μεταξύ 2015-2050, εκτιμάται ότι θα είναι η Ινδία, η Νιγηρία, το Πακιστάν, η Λαοκρατική Δημοκρατία του Κογκό (πρώην Ζαΐρ), η Αιθιοπία, οι ΗΠΑ, η Ινδονησία, η Ουγκάντα, η Αίγυπτος και ο Νίγηρας, με τη συγκεκριμένη σειρά.
Μια επιπλέον ουσιώδης διάσταση των μελλοντικών εξελίξεων αφορά την ηλικιακή δομή του πληθυσμού. Ο παγκόσμιος πληθυσμός γερνά. Το 2050, οι μισοί από τους κατοίκους αυτού του πλανήτη εκτιμάται ότι θα έχουν ηλικία άνω των 36 ετών. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, μέχρι το 2050 θα έχει εξισωθεί το μερίδιο των κάτω των 15 ετών με αυτό των άνω των 60 και υπολογίζεται ότι θα είναι 21%. Το ποσοστό των άνω των 80 ετών θα ανέβει σε παγκόσμιο επίπεδο στο 4,5%. Η γήρανση θα είναι πολύ πιο έντονη στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές, αλλά είναι σαφές ότι και οι λιγότερο ανεπτυγμένες αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα.
Οι παραπάνω τάσεις αποτελούν προβολές της σημερινής κατάστασης στο μέλλον υιοθετώντας μια σειρά από υποθέσεις που σχετίζονται με τη συνεχιζόμενη μείωση γονιμότητας και θνησιμότητας. Είναι σαφές ότι τίποτε δε διασφαλίζει αυτή την εξέλιξη και επομένως οι παραπάνω προβολές αποτελούν ένα πιθανό σενάριο εργασίας.
- Bongaarts, J. (2008) “Fertility Transitions in Developing Countries: Progress or Stagnation?”, Working Paper, No7, population Council, available at: http://www.popcouncil.org/uploads/pdfs/wp/pgy/007.pdf
- Brown, O. (2007) Climate Change and Forced Migration: observations, projections and implications, Human Development Report Office, Occasional Paper, No 17.
- Brown, O. (2008) Migration and Climate Change, IOM Migration Research Series Paper No 31, 2008, Geneva: International Organization for Migration
- Cleland , J., Ndugwa, R. & Zulu, E. (2011) “Family planning in sub-Saharan Africa: progress or stagnation?” Bulletin of the World Health Organization; 89:137-143.
- Courbage, Y. (2014) “Has the Demographic Transition in the Southern Mediterranean Kept its Promises?”,Quaderns de la Mediterranua 20-21:53-60.
- Dokos, T. (ed.) (2008) Climate Change: Addressing thw Impact on Human Security, ELIAMEP and Hellenic Ministry of Foreign Affairs, May 2008.
- Dyson, T. (2012) On the democratic and demographic transition in Modern and Comparative seminar, 9th February 2012, London, UK.
- Economic Policy Committee (2003) The impact of ageing on public finances: overview of analysis carried out at EU level and proposals for a future work programme, EPC/ECFIN/435/03.
- Falkingham, J. (1989) “Dependency and Ageing in Britain: A Re-examination of the Evidence”, Journal of Social Policy (18) 2, Cambridge University Press.
- GECHS (2008) Disaster Risk Reduction, Climate Change Adaptation and Human Security, A Commissioned Report for the Norwegian Ministry of Foreign Affairs, Report 2008:3.
- Hoerling, M. et al. (2006) “Detection and attribution of twentieth-century Northern and Southern African rainfall change”, Journal of Climate, Vol. 19, Issue 16, pp.3989-4008.
- International Monetary Fund (2009) Fiscal Implications of the Global and Financial Crisis, IMF Staff Position Note, June 2009.
- IPCC (2007) Working Group II Contribution to the Intergovernmental Panel on Climate Change Fourth Assessment Report Climate Change 2007: Climate Change, Impacts, Adaptation and Vulnerability, April 2007.
- Lutz, W., Sanderson, W & Scherbov, S.(eds) (2004) The End of World Population Growth in the 21st Century, Earthscan, ISBN:1-84407-099-9.
- McLeman R., and B. Smit (2006) ‘Migration as an Adaptation to Climate Change’, Climate Change, 76:31-53.
- Meslé, F. (2004) “ Ecart d’espérance de vie entre les sexes: les raisons du recul de l’avantage féminin” Revue d’Epidémiologie et de Santé Publique, Vol. 52, No 4, pp:333-352.
- Ministry of Health and Population (2014) “Egypt Demographic and Health Survey, 2014”
- Nugent, R and Seligman, B. (2003) “How Demographic Change Affects Development” Technical Background Paper, Center for Global Development.
- Pate, M. A. and Schoppig, J. (2012) “Africa’s Growing Giant-Population Dynamics in Nigeria” in Population Dynamics in Muslim Countries, Groth, H., Sousa-Poza, A. (eds), pp:211-224.ISBN 978-3-642-27880-8.
- Seabrook, J. (2003) A World Growing Old, Pluto Press, London. ISBN 0 7453 1840 1
- Shapiro, D. Gebreselassie, T. (2008) “Fertility Transition in Sub-Saharan Africa: Falling and Stalling” African Population Studies/Etude de la Population Africaine, Vol. 23, No.1, pp.3-23.
- Stern, N. (2007) The Economics of Climate Change. The Stern Review, Cambridge, ISBN: 978052170080.
- Tragaki A. (2014) “Demographics: the vulnerable heel of the European Achilles”, European View, DOI 10.1007/s12290-014-0317-3
- United Nations (2013) World Mortality Report 2013,Department of Economic and Social Affairs, population Division.
- United Nations (2015) World Population Prospects, The 2015 Revision, Population Division Department of Economic and Social Affairs, New York.
- USGCRP (2000) “Climate change impacts on the United States: The potential consequences of climate variability and change. Overview: Agriculture”, US Global Change Research Program.
- Weber, H. (2013) “Demography and democracy: the impact of youth cohort size on democratic stability in the world”, Democratization, Vol. 20(2):335-357.
- Zaidi, A. (2008) Features and Challenges of Population Ageing: The European Perspective, Policy Brief March (I), European Center.
- Λαζαρίδη, Κ., Τραγάκη, A. & Χουλιάρας, A. (επιμ.) (2008) Τα Οικονομικά της Κλιματικής Αλλαγής, Εκθεση Stern, Σύνοψη, Ελληνική Δημοκρατία, Υπουργείο Εξωτερικών, Εκδόσεις Καθημερινή.
- Τραγάκη, Α. (2010) «Κλιματική Αλλαγή και Μεταναστευτικές Πιέσεις, Ανασκόπηση της Βιβλιογραφίας», Γεωγραφίες, Τεύχος 17
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Ο Πληθυσμός της Σύγχρονης Ελλάδας: Εξελίξεις, Προσδιοριστικοί Παράγοντες και Συνέπειες
Κεφάλαιο 9:
Δημογραφικές Μεταβολές στην Ελλάδα από τη Δημιουργία του Σύγχρονου Κράτους μέχρι Σήμερα
Οι δημογραφικές αλλαγές που συντελέστηκαν στην σύγχρονη Ελλάδα χαρακτηρίζονται από την διαχρονική συρρίκνωση της γεννητικότητας και της θνησιμότητας καθώς και από τη μετατροπή της χώρας από χώρα αποστολής σε χώρα υποδοχής μεταναστών. Οι μεταβολές αυτές, που επήλθαν ως συνέπεια των διαχρονικών κοινωνικο-οικονομικών εξελίξεων, συνδυάστηκαν με αύξηση του πληθυσμού, με γήρανση της κατά ηλικία δομής του, με αυξανόμενη ένταση του βαθμού αστικότητας του πληθυσμού και με σημαντικές αλλαγές στην σύνθεση των οικογενειών και των νοικοκυριών.
9.1. Περιορισμοί και όρια στην μελέτη της μακροχρόνιας μεταβολής του πληθυσμού της Ελλάδας
Oι διαχρονικές μεταβολές του πληθυσμού μιας χώρας σχετίζονται με τις αλλαγές που συντελούνται στα επίπεδα γονιμότητας και θνησιμότητας καθώς και στην παρατηρούμενη τάση αναφορικά με τη μετανάστευση. Από την άποψη αυτή, στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες χώρες, παρατηρήθηκε διαχρονικά μια συρρίκνωση της θνησιμότητας και της γονιμότητας, εξελίξεις οι οποίες επηρέασαν σημαντικά τις μεταβολές τόσο του συνολικού πληθυσμού όσο και της κατά ηλικία δομής του.
Στην Ελλάδα, υπάρχουν τέσσερα στοιχεία που σε σημαντικό βαθμό διαφοροποιούν τη διαδικασία μιας ορθής αποτίμησης των διαχρονικών πληθυσμιακών αλλαγών:
- Το πρώτο σχετίζεται με το γεγονός ότι από τη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους μέχρι το 1947, όπου έγινε η προσάρτηση των Δωδεκανήσων, οι συνεχείς αλλαγές στα γεωγραφικά όρια του κράτους δυσχεραίνουν σημαντικά την πραγματική αποτύπωση των αλλαγών στο μέγεθος του πληθυσμού. H προσάρτηση ή η απώλεια εδαφών προκαλεί «πλασματικές» αυξομειώσεις στο συνολικό μέγεθος του πληθυσμού, από την άποψη ότι τόσο το επίπεδο όσο και η μεταβολή του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού δεν συναρτώνται αποκλειστικά με την γονιμότητα, τη θνησιμότητα και τη μετανάστευση, αλλά είναι συνέπεια των αλλαγών στα γεωγραφικά όρια της χώρας.
- Το δεύτερο στοιχείο σχετίζεται με την ιδιαίτερη σημασία που έχει διαχρονικά το φαινόμενο της μετανάστευσης για την Ελλάδα. Αν και στη σημερινή πραγματικότητα ο όρος μετανάστευση παραπέμπει κυρίως στην εισροή και παραμονή ατόμων ξένης εθνικότητας στην Ελλάδα, δεν θα πρέπει να αγνοούμε ό,τι ο όρος αυτός συνδέθηκε ιστορικά με τη μεταναστευτική εκροή Eλλήνων υπηκόων στο εξωτερικό, φαινόμενο το οποίο αποτέλεσε ένα ιδιαίτερα σημαντικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Το μεταναστευτικό φαινόμενο αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα εάν επιπλέον ενταχθούν σ’ αυτό, τα προσφυγικά ρεύματα, καθώς και οι ανταλλαγές πληθυσμών τα οποία προέκυψαν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Με δεδομένο ότι η φύση του φαινομένου της μετανάστευσης καθιστά προβληματική την ορθή ποσοτική της αποτύπωση, γίνεται κατανοητό ότι η μελέτη της συμβολής της στις μεταβολές του πληθυσμού της Ελλάδας παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες.
- Το τρίτο στοιχείο αφορά στην ορθή εκτίμηση των επιπέδων γονιμότητας και θνησιμότητας, όπως αυτά παρατηρήθηκαν ιστορικά στην Ελλάδα. Είναι γνωστό ότι η εκτίμηση αυτή σε ετήσια βάση απαιτεί την χρήση δύο διαφορετικών πηγών: α) των ληξιαρχικών πράξεων γέννησης και θανάτου και β) του μέσου πληθυσμού κατά ηλικία και φύλο κατά τα έτη υπολογισμού της γονιμότητας και της θνησιμότητας. Δύο είναι τα προβλήματα που υπάρχουν σε σχέση με το πρώτο σημείο. Αρχικά, τα στοιχεία των ληξιαρχικών καταγραφών χαρακτηρίζονται από έλλειψη πληρότητας, συνέχειας και ακρίβειας (ΕΣΥΕ, 1966; Κοτζαμάνης και Ανδρουλάκη 2009). Η απρόσκοπτη καταγραφή τους ξεκινά το 1955, ενώ παράλληλα η αξιοπιστία τους κατά τις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες διαφέρει από αυτή των πιο πρόσφατων δεκαετιών18. Το δεύτερο πρόβλημα σχετίζεται με το γεγονός ότι οι γεννήσεις και οι θάνατοι πολύ συχνά καταχωρούνταν στο έτος κατά το οποίο δηλώνονταν και όχι στο έτος κατά το οποίο συνέβαιναν.
Σε ό,τι αφορά στον πληθυσμό, η συνήθης δημογραφική πρακτική της εκτίμησης του με βάση τον πληθυσμό μεταξύ δύο απογραφών (ενδοαπογραφική περίοδος), είναι πολλές φορές προβληματική λόγω της αμφιβολίας για την ορθότητα των στοιχείων ή των ελλείψεων, που υπάρχουν ιστορικά, στις πληροφορίες που προέκυπταν από τις απογραφές του πληθυσμού. Αυτό το τελευταίο αποτελεί και το τέταρτο σημείο το οποίο δυσχεραίνει την ορθή αποτύπωση των διαχρονικών μεταβολών του πληθυσμού.
Οι παλαιότερες ιστορικά απογραφές που διαθέτουμε στην Ελλάδα, υστερούν σημαντικά σε σχέση με την έννοια της απογραφής, όπως την γνωρίζουμε κατά τις πρόσφατες δεκαετίες (ΕΣΥΕ, 1961). Ειδικότερα για τον 19ο αιώνα, επρόκειτο περισσότερο για μια προσπάθεια καταγραφής του πληθυσμού παρά για μια γενική απογραφή. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις, η καταγραφή αυτή αφορούσε ένα συγκεκριμένο στόχο, όπως για παράδειγμα τη γνώση του θρησκεύματος του πληθυσμού (1828) ή του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού μιας πρόσφατα προσαρτημένης περιοχής. Η στόχευση αυτή συχνά οδηγούσε στη μη-συλλογή βασικών πληροφοριών για τον πληθυσμό, όπως η κατά ηλικία και φύλο σύνθεσή του.
Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις (1889, 1896 και 1940), αν και η διαδικασία της απογραφής κρίθηκε ικανοποιητική, η επεξεργασία των στοιχείων δεν ολοκληρώθηκε και συνεπώς, τα δημοσιευμένα στοιχεία ήταν πολύ περιορισμένα. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε 6 από τις 12 απογραφές-καταγραφές που διεξήχθησαν την περίοδο 1828-1940, δεν υπήρχαν ή δεν δημοσιεύτηκαν στοιχεία αναφορικά με την ηλικία των ατόμων και συνεπώς την κατά ηλικία και φύλο σύνθεση του πληθυσμού (Σιάμπος, 1973, σελ. 101). Ουσιαστικά, η πρώτη πραγματική απογραφή έλαβε χώρα το 1889, δηλαδή περίπου 70 χρόνια μετά την πρώτη καταγραφή του πληθυσμού που έγινε επί Καποδίστρια το 1828 (ΕΣΥΕ, 1961, Αποτελέσματα Απογραφής 1951, Κοτζαμάνη και Ανδρουλάκη, 2009). Ακολούθησαν οι απογραφές των ετών 1896, 1907, 1920, 1928 και 1940, οι οποίες συνεχίστηκαν μεταπολεμικά ανά δεκαετία από το 1951 έως το 2011.
Συμπερασματικά, γίνεται κατανοητό ότι η μελέτη της εξέλιξης του πληθυσμού της Ελλάδας από τη σύσταση του ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα, δεν μπορεί παρά να γίνει μέσα σ’ ένα πλαίσιο αρκετά περιοριστικό. Το εγχείρημα αυτό παρουσιάζει εγγενείς δυσκολίες στο βαθμό που οι προαναφερόμενοι περιορισμοί αποτρέπουν την ακριβή αποτύπωση του ρόλου της αναπαραγωγής, της φθοράς και της γεωγραφικής κινητικότητας του πληθυσμού, ως βασικές συνιστώσες της εξέλιξής του συνολικού μεγέθους και της ηλικιακής δομής του. Εξαίρεση αποτελεί η μεταπολεμική περίοδος, όπου η κάλυψη και η αξιοπιστία των δεδομένων επιτρέπει, σε ικανοποιητικό βαθμό, την ανάδειξη των συντελούμενων δημογραφικών αλλαγών.
9.2. Μέγεθος και αύξηση του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα από το 1821 έως σήμερα
Σύμφωνα με την πρώτη απογραφή του πληθυσμού της Ελλάδας (1828), το σύνολο των ατόμων που κατοικούσαν στις περιοχές που αποτέλεσαν το νεοσύστατο ελληνικό κράτος (Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα και Κυκλάδες) ήταν 753.450 (Πίνακας 9.1).
Σημείωση: * Εκτίμηση με βάση την απογραφή του 1828. Πραγματικός πληθυσμός απογραφών.
Πηγή: Σιάμπος (1973, σελ. 17), ΕΛΣΤΑΤ, Στατιστική Επετηρίδα (2009-2010 σελ. 42), ΕΛΣΤΑΤ (2014β) και ίδιοι υπολογισμοί.
Πίνακας 9.1 Μέγεθος, αύξηση, επιφάνεια και πυκνότητα του πληθυσμού της Ελλάδας στα έτη των απογραφών (1821-2011).
Με βάση την απογραφή αυτή, εκτιμήθηκε ότι, το 1821, ο πληθυσμός των προαναφερόμενων περιοχών ήταν περισσότερος κατά 185.365 άτομα, δηλαδή απαριθμούσε 938.765 άτομα. Από το 1828 και μετά, ο πληθυσμός της Ελλάδας σημείωσε αύξηση, η οποία συντελέστηκε σε συνάρτηση με την διεύρυνση των γεωγραφικών ορίων της χώρας (Διάγραμμα 9.1).
Σημείωση: Υπολογιζόμενος πληθυσμός στο μέσο των ετών.
Πηγή: ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1930 Πίνακας 2, 1979 σελ. 16) ΕΛΣΤΑΤ, Στατιστική Επετηρίδα (2009-2010 σελ. 43), ΕΛΣΤΑΤ (2014α), Σιάμπος (1973, σελ. 17-18) και ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 9.1 Πληθυσμός, επιφάνεια και πυκνότητα στην Ελλάδα (1821-2012).
Οι βασικές χρονολογίες κατά τον 19ο αιώνα αφορούν στην προσάρτηση των Ιονίων Νήσων το 1864 και της Θεσσαλίας, καθώς και της Άρτας το 1881. Οι δύο αυτές αλλαγές στα γεωγραφικά όρια οδήγησαν σε προσθήκη 229.000 και 286.000 στον υπάρχοντα πληθυσμό της Ελλάδας (Πίνακας 9.2).
Πηγή: Σιάμπος (1973, σελ. 14-16), ΕΣΥΕ, Στατιστικές Επετηρίδες (1930, σελ.26, Πληθυσμός Θεσσαλίας και Άρτας το 1881, σελ. 27, Πληθυσμός Μακεδονίας, Ηπείρου, Νησιών Αιγαίου και Κρήτης το 1913, Πληθυσμός Δυτικής Θράκης το 1920, 1959-1960, σελ. 15, Πληθυσμός Δωδεκανήσων το 1947) και ίδιοι υπολογισμοί.
Πίνακας 9.2 Συμβολή στον συνολικό πληθυσμό της Ελλάδας ως συνέπεια της μεταβολής των γεωγραφικών ορίων της χώρας.
Η προσάρτηση της Μακεδονίας, του υπολοίπου της Ηπείρου, της Κρήτης και των νησιών του Αιγαίου, η οποία επήλθε ως συνέπεια του τέλους των Βαλκανικών πολέμων, αποτέλεσε ιστορικά τη σημαντικότερη προσθήκη πληθυσμού και εδαφών στο ελληνικό κράτος, αφού στον ήδη υπάρχοντα πληθυσμό προστέθηκαν πάνω από 2 εκατομμύρια άτομα, μέγεθος που αποτελούσε το 43% του τελικού συνολικού πληθυσμού. Επιπλέον, η παραχώρηση της Θράκης, της Ίμβρου και της Τενέδου οδήγησαν σε περαιτέρω αύξηση του πληθυσμού της Ελλάδας. Έτσι το μέγεθος του συνολικού πληθυσμού το 1920 ήταν πάνω από 5,5 εκατομμύρια, ενώ στην απογραφή του 1907 ήταν λιγότερο από το μισό (γύρω στα 2,6 εκατομμύρια). Η απώλεια της Δυτικής Θράκης, της Ίμβρου και της Τενέδου, η ανταλλαγή πληθυσμών και το κύμα προσφύγων προς την Ελλάδα, ως επακόλουθο της Μικρασιατικής καταστροφής, επηρέασαν σημαντικά το μέγεθος του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας, μέγεθος το οποίο το 1928 ήταν στο επίπεδο των 6,2 εκατομμυρίων ατόμων.
Η τελευταία προσθήκη γεωγραφικών εδαφών και πληθυσμού συντελέστηκε με την προσάρτηση των Δωδεκανήσων (1947), η οποία συνοδεύτηκε από προσθήκη 115.000 ατόμων. Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνεται στο μέγεθος του πληθυσμού της χώρας στην απογραφή του 1951 (7,6 εκατομμύρια). Από το 1951 και μετά, η χρονική κανονικότητα των απογραφών (ανά δεκαετία) φανερώνει τη σημαντική διαχρονική διεύρυνση του αριθμού των ατόμων που αποτελούσαν τον πληθυσμό της χώρας έως το 2001 και την πληθυσμιακή στασιμότητα της πιο πρόσφατης δεκαετίας (2001-2011). Συγκεκριμένα, η μεταπολεμική πληθυσμιακή αύξηση οδήγησε σ’ ένα πληθυσμιακό μέγεθος που το 2001 ήταν της τάξης των 10,9 εκατομμυρίων, σχεδόν όμοιο με τον πραγματικό πληθυσμό της χώρας το 2011.
Η γνώση της πυκνότητας του πληθυσμού ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, όπως αυτή προκύπτει από τα αποτελέσματα των διαδοχικών απογραφών και από τις εκτιμήσεις της ΕΛ.ΣΤΑΤ. (πρώην Ε.Σ.Υ.Ε), επιτρέπει μια εκτίμηση της αύξησης του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού. Εάν υποτεθεί ότι η εκάστοτε πυκνότητα των περιοχών που ανήκαν στην Ελληνική επικράτεια, εξέφραζε και την πυκνότητα των περιοχών που σταδιακά προσαρτίστηκαν στο ελληνικό κράτος, τότε, η διαχρονική αύξηση της πυκνότητας μπορεί να θεωρηθεί ότι εκφράζει την αύξηση του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού (εάν η συνολική γεωγραφική έκταση διατηρηθεί σταθερή στα σημερινά επίπεδα). Ο υπολογισμός αυτός, χωρίς να αποτελεί εκτίμηση με την αυστηρή έννοια του όρου, φανερώνει ότι το σημερινό μέγεθος του πληθυσμού της Ελλάδας είναι περίπου 5 φορές υψηλότερο από αυτό που ήταν κατά την περίοδο της δημιουργίας του σύγχρονου ελληνικού κράτους (Διάγραμμα 9.2).
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την πυκνότητα του πληθυσμού σε ετήσια βάση. ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1930 Πίνακας 2, 1979 σελ. 16), ΕΛΣΤΑΤ, Στατιστική Επετηρίδα (2009-2010 σελ. 43).
Διάγραμμα 9.2 Διαχρονική αύξηση του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα (1821-2012). Βάση 100 το 1821. Εκτίμηση με βάση την πυκνότητα του πληθυσμού.
9.3. Φυσική αύξηση και μεταβολή του συνολικού πληθυσμού: η δημογραφική μετάβαση (μετασχηματισμός) στην Ελλάδα
Αναμφίβολα, οι κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές που συντελέστηκαν στη σύγχρονη Ελλάδα επηρέασαν τα δημογραφικά φαινόμενα και κατ’επέκταση την εξέλιξη του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Ειδικότερα, για τη γεννητικότητα και τη θνησιμότητα, το θεωρητικό υπόδειγμα της δημογραφικής μετάβασης στο οποίο υιοθετείται ή ορθότερα περιγράφεται η διαχρονική συρρίκνωσή τους, συναντάται και στη περίπτωση της Ελλάδας. Πάντως, το βασικό χαρακτηριστικό το οποίο, ως ένα βαθμό διαφοροποιεί την περίπτωση της Ελλάδας σε σχέση με το κλασσικό σχήμα της δημογραφικής μετάβασης, συνίσταται στο γεγονός της σχεδόν ταυτόχρονης μείωσης τη γεννητικότητας και της θνησιμότητας και όχι σε μια πιο πρώιμη χρονικά συρρίκνωση της δεύτερης σε σχέση με την πρώτη (Διάγραμμα 9.3).
Πηγή: Σιάμπος (1973, σελ. 20, Πίνακας 2), Eurostat (2015α) και ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 9.3 Η δημογραφική μετάβαση στην Ελλάδα: μακροχρόνιες μεταβολές της γεννητικότητας και της θνησιμότητας (μέσοι ετήσιοι αδροί δείκτες ανά δεκαετία για 1.000 άτομα).
Έτσι, η διαφορά μεταξύ των επιπέδων γεννητικότητας και θνησιμότητας, μέσα σ’ ένα πλαίσιο συρρίκνωσης της έντασης και των δύο φαινομένων, συνδυάστηκε με υψηλά επίπεδα φυσικής αύξησης (Διάγραμμα 9.4) τα οποία συνέβαλαν στη διαχρονική διεύρυνση του μεγέθους του συνολικού πληθυσμού.
Πηγή: Σιάμπος (1973, σελ. 20, Πίνακας 2), Eurostat (2015α) και ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 9.4 Η μακροχρόνια εξέλιξη της φυσικής αύξησης στην Ελλάδα (μέσα ετήσια μεγέθη ανά δεκαετία για 1.000 άτομα).
Τα μέσα ετήσια μεγέθη της φυσικής αύξησης ήταν ιδιαίτερα υψηλά κατά τον 19ο αιώνα (της τάξης των 15 ατόμων σε 1.000 κατοίκους), αυξομειούμενα κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα (μεταξύ 7 και 13/1000) και ξεκάθαρα μειούμενα κατά την μεταπολεμική περίοδο (από περίπου 12/1000 την δεκαετία του 1950 σε μηδενικά επίπεδα στο τέλος του προηγούμενου αιώνα).
9.4. Φυσική αύξηση, καθαρή μετανάστευση και μεταβολή του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα από την δεκαετία του 1920 μέχρι σήμερα
Όπως προαναφέρθηκε, η αποτύπωση των μεταβολών του συνολικού πληθυσμού από την σύσταση του ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα, ως αποτέλεσμα των αλλαγών στη φυσική αύξηση και την καθαρή μετανάστευση, παρουσιάζει δυσκολίες. Εντούτοις, η αποτύπωση αυτή είναι εφικτή για την πιο πρόσφατη περίοδο, ειδικότερα δε κατά την μεταπολεμική περίοδο, καθώς και για την περίοδο από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 έως την έναρξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Στο Διάγραμμα 9.5, παρουσιάζονται οι συνιστώσες της πληθυσμιακής αύξησης από το 1925 μέχρι σήμερα. Η συμβολή της φυσικής αύξησης και της καθαρής μετανάστευσης δίνεται σε μέσα ετήσια μεγέθη για 1.000 άτομα, με εξαίρεση την περίοδο 1935-39 όπου δεν είναι διαθέσιμα τα στοιχεία για την καθαρή μετανάστευση (Κοτζαμάνης και Ανδρουλάκη, 2009). Αξιοπρόσεκτο είναι το συμπέρασμα ότι η φυσική αύξηση στη Ελλάδα συρρικνώνεται διαχρονικά με αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια να έχει αρνητικό πρόσημο (μείωση). Έτσι, ενώ κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920, λόγω της θετικής διαφοράς μεταξύ γεννήσεων και θανάτων, σε κάθε 1.000 άτομα του υπάρχοντος πληθυσμού προστίθονταν άλλα 15, το μέγεθος αυτό έγινε διαχρονικά 12 (στη δεκαετία του 1950), 10 (στη δεκαετία του 1960), 7 (στη δεκαετία του 1970), 3 (στη δεκαετία του 1980), οριακά θετικό την εικοσαετία 1990-2010, ενώ ήταν αρνητικό κατά την τελευταία διετία (2011-2013).
Σημείωση: Μη διαθέσιμα δεδομένα για την καθαρή μετανάστευση την περίοδο 1930-34.
Πηγή: Κοτζαμάνης και Ανδρουλάκη (2009, σελ. 92, Πίνακας 2) και ίδιοι υπολογισμοί με βάση τα στοιχεία της ΕΣΥΕ Στατιστική Επετηρίδα (1975, σελ. 36), ΕΛΣΤΑΤ, Στατιστική Επετηρίδα (2009-2012, σελ. 43 και 78) και της Eurostat (2015α).
Διάγραμμα 9.5 Η πληθυσμιακή αύξηση και οι συνιστώσες της (1925-2013) – Μέσος ετήσιος αριθμός για 1.000 άτομα.
Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό, αποτελούν οι αλλαγές στον ρόλο της καθαρής μετανάστευσης στην αύξηση του πληθυσμού. Οι αλλαγές αυτές, άμεσα συνδεδεμένες με τις κοινωνικο-οικονομικές μεταβολές που συντελέστηκαν στην Ελλάδα, χαρακτηρίζονται από μια πρώτη περίοδο (1925-1934) κατά την οποία, η καθαρή μετανάστευση, πιθανότητα λόγω των προσφυγικών ρευμάτων προς την Ελλάδα, είναι θετική. Οι αλλαγές από το 1951 μέχρι σήμερα, υποδηλώνουν μιας κάποιας μορφής κυκλικότητα, αναφορικά με τη μετανάστευση: α) αρνητική καθαρή μετανάστευση τις δύο πρώτες δεκαετίες, λόγω της μετανάστευσης Ελλήνων υπηκόων προς το εξωτερικό, β) θετικό πρόσημο κατά τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες και γ) αρνητικό κατά την πιο πρόσφατη περίοδο. Η θετική καθαρή μετανάστευση της περιόδου 1971-2011 σχετίζεται, σε πρώτο χρόνο, με την μερική παλιννόστηση ατόμων που είχαν μεταναστεύσει κατά την προηγούμενη περίοδο και επέστρεψαν στην Ελλάδα κατά την δεκαετία του 1970 και του 1980. Η εξέλιξη αυτή συνοδεύτηκε από την απαρχή της μετατροπής της Ελλάδας σε χώρα υποδοχής ξένων υπηκόων (δεκαετία του 1980), φαινόμενο το οποίο εντάθηκε κατά την δεκαετία του 1990 και παρέμεινε σημαντικό κατά το μεγαλύτερο διάστημα της δεκαετίας του 2000. Τα αρνητικά μεγέθη της καθαρής μετανάστευσης κατά την πρόσφατη διετία, υποδηλώνουν, μεταξύ των άλλων, τη μετανάστευση Ελλήνων υπηκόων προς το εξωτερικό, ως συνέπεια της έντονης οικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών.
Ειδικότερα, για την μεταπολεμική περίοδο, η συμβολή των προαναφερόμενων συνιστωσών στην πληθυσμιακή αύξηση, μπορεί να αποδοθεί και σε ετήσια βάση, γεγονός που αναδεικνύει δύο σημεία με ιδιαίτερο ενδιαφέρον (Διάγραμμα 9.6).
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί με βάση τα στοιχεία της ΕΣΥΕ Στατιστική Επετηρίδα (1975, σελ. 36), ΕΛΣΤΑΤ, Στατιστική Επετηρίδα (2009-2012, σελ. 43 και 78) και της Eurostat (2015α).
Διάγραμμα 9.6: Οι συνιστώσες της μεταβολής του πληθυσμού κατά την μεταπολεμική περίοδο (Ετήσια μεγέθη για 1.000 άτομα).
Το πρώτο αφορά στη διαμόρφωση του επιπέδου της φυσικής αύξησης, ως συνέπεια του αριθμού των θανάτων και των γεννήσεων. Ουσιαστικά η διαχρονική συρρίκνωση της φυσικής αύξησης επήλθε ως αποτέλεσμα διαφορετικών μεταβολών για τα δύο δημογραφικά γεγονότα (Διάγραμμα 9.7). Η συνεχής αύξηση του αριθμού των θανάτων παρατηρήθηκε παράλληλα μ’ ένα σχετικά υψηλό αριθμό γεννήσεων (μεταξύ 140.000 και 160.000 το χρόνο την περίοδο μέχρι το 1981), αριθμός ο οποίος συρρικνώθηκε σημαντικά κατά την δεκαετία του 1980 και παρέμεινε σε σχετικά χαμηλά επίπεδα (περίπου στις 100 χιλιάδες) για μια δεκαετία. Η μικρή αύξηση των γεννήσεων που σημειώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 2000 δε διήρκησε πολύ και ακολουθήθηκε από νέα σημαντική συρρίκνωση, με αποτέλεσμα το 2013 ο αριθμός των γεννήσεων (κατά προσέγγιση στις 94.000) να είναι ο χαμηλότερος που παρατηρήθηκε ποτέ στην Ελλάδα.
Πηγή: ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1975, σελ. 36), ΕΛΣΤΑΤ, Στατιστική Επετηρίδα (2009-2012, σελ. 78) και Eurostat (2015α).
Διάγραμμα 9.7: Γεννήσεις και θάνατοι στην Ελλάδα κατά τη μεταπολεμική περίοδο.
Το δεύτερο σημείο είναι ότι οι αλλαγές, αναφορικά με τη μετανάστευση, είναι πλέον πιο εμφανείς. Συγκεκριμένα, οι νομοθετικές ρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν για τη μετανάστευση από τις χώρες υποδοχής, ως συνέπεια των δύο πετρελαϊκών κρίσεων κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1970, συνδυάστηκαν με παύση των μεταναστευτικών ρευμάτων από την Ελλάδα προς το εξωτερικό από το 1974 και μετά19.
Επιπλέον, η μετατροπή της Ελλάδας από χώρα αποστολής σε χώρα υποδοχής μεταναστών συντελείται κυρίως την δεκαετία του 1990, εξέλιξη η οποία συνεχίζεται τουλάχιστον έως το 2007. Από το 2008 και μετά η καθαρή μετανάστευση γίνεται αρνητική, γεγονός το οποίο υποδηλώνει ότι η Ελλάδα μετατρέπεται σε χώρα καθαρής μεταναστευτικής εκροής.
Συμπερασματικά, η διαρκής συρρίκνωση της φυσικής αύξησης σε συνδυασμό με την «κυκλικότητα» της μετανάστευσης κατά την μεταπολεμική περίοδο, διαμόρφωσαν θετικούς, αν και αυξομειούμενους, ρυθμούς μεταβολής του συνολικού πληθυσμού (Πίνακας 9.3). Στη δεκαετία του 1950 ο ρυθμός αυτός (0,95%) ήταν υπερδιπλάσιος από τον αντίστοιχο της επόμενης δεκαετίας (0,44%), στη συνέχεια αυξήθηκε φτάνοντας το 1,06%, κατά τη δεκαετία του 1970, για να κυμανθεί σε σχετικά χαμηλά επίπεδα τις επόμενες δύο δεκαετίες και να γίνει σχεδόν μηδενικός κατά την περίοδο 2001-2011.
Σημείωση: * Μέσος πληθυσμός για την σχετική συνολική αύξηση, ** Κανόνας του ανατοκισμού για τον υπολογισμό του μέσου ετήσιου ρυθμού μεταβολής. Πραγματικός πληθυσμός.
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Στατιστική Επετηρίδα (2009-2010 σελ. 42), ΕΛΣΤΑΤ (2014β) και ίδιοι υπολογισμοί.
Πίνακας 9.3 Μέγεθος και αύξηση του πληθυσμού κατά την μεταπολεμική περίοδο. Πραγματικός πληθυσμός στα έτη των απογραφών.
9.5. Διαχρονικές μεταβολές στην κατά ηλικία σύνθεση του πληθυσμού της Ελλάδας
Η μακροχρόνια συρρίκνωση των επιπέδων θνησιμότητας και γεννητικότητας, καθώς και οι μεταβολές αναφορικά με την μετανάστευση, αναπόφευκτα επηρέασαν την κατά ηλικία δομή του πληθυσμού της Ελλάδας. Οι μεταβολές αυτές, καθώς και κάποια ιδιαίτερα ιστορικά γεγονότα τα οποία επηρέασαν τους δείκτες γεννητικότητας και θνησιμότητας, αποτυπώνονται στην ηλικιακή πυραμίδα του πληθυσμού της Ελλάδας (Διάγραμμα 9.8).
Σημείωση: Μόνιμος πληθυσμός το 2011.
Πηγή: ΕΣΥΕ (1966, σελ. 45, Πίνακας 24), ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1964 σελ. 23), ΕΛΣΤΑΤ (2015α).
Διάγραμμα 9.8 Πυραμίδες ηλικιών του πληθυσμού της Ελλάδας.
Το 1900, η κατά ηλικία σύνθεση του πληθυσμού αντικατοπτρίζει ένα νεανικό και συνεπώς αυξανόμενο πληθυσμό. Η μορφή του διαγράμματος είναι αυτή μιας κανονικής πυραμίδας με πεπλατυσμένη βάση και στενή κορυφή. Πέντε δεκαετίες αργότερα, η μορφή είναι αρκετά διαφορετική, κυρίως από την άποψη κάποιων ανισορροπιών που παρατηρούνται σε ορισμένες ηλικιακές ομάδες. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές, στις ηλικίες πέντε (5) έως εννέα (9) ετών, όπου τα χαμηλά μεγέθη πιθανότατα αντικατοπτρίζουν τον χαμηλό αριθμό γεννήσεων και τον υψηλό αριθμό θανάτων κατά την περίοδο της κατοχής, καθώς και στις ηλικίες 30 έως 34 ετών, όπου η παρατηρούμενη εσοχή σχετίζεται με τα γεγονότα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι τον χαμηλό αριθμό ατόμων ηλικίας 5-9 ετών το 1951, τον βρίσκουμε με την μορφή μιας μικρής εσοχής στις ηλικίες 65-69 ετών το 2011. Η ηλικιακή πυραμίδα του προαναφερόμενου έτους εκφράζει έναν πληθυσμό που βρίσκεται σε διαδικασία δημογραφικής γήρανσης: στενή στη βάση και πεπλατυσμένη στο μέσον και σταδιακά στην κορυφή της.
Η μακρά διαδικασία των μεταβολών στην κατά ηλικία δομή του πληθυσμού διαφαίνεται ξεκάθαρα στο (Διάγραμμα 9.9).Όπως προκύπτει, κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, οι μεταβολές στην κατά ηλικία σύνθεση ήταν σχετικά περιορισμένες, αφού στα 100 άτομα του πληθυσμού περίπου 55 με 60 ήταν ηλικίας 15 έως 64 ετών, τα 40 ήταν νεαρά άτομα (0-14 ετών), ενώ ο αριθμός των ηλικιωμένων ήταν οριακός (κάτω από 4 στα 100). Αντίθετα, τα τελευταία εκατό χρόνια, οι αλλαγές ήταν πολύ έντονες: αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων ατόμων και των ατόμων σε ηλικία εργασίας και συρρίκνωση του ποσοστού των νέων. Το 2011, στα 100 άτομα του πληθυσμού, τα 66 ήταν ηλικίας 15-64 ετών, τα 14 ήταν νέοι (0-14 ετών) και τα 20 ηλικίας 65 ετών και άνω.
Πηγή: Σιάμπος (1973, σελ. 93, Πίνακας 18), ΕΛΣΤΑΤ, Στατιστική Επετηρίδα (2009-2010, σελ. 57), Eurostat (2015β).
Διάγραμμα 9.9 Εξέλιξη της ηλικιακής δομής του πληθυσμού της Ελλάδας κατά μείζονες ομάδες ηλικιών (ως % του συνολικού πληθυσμού).
Ο συνδυασμός των πληθυσμιακών μεγεθών για τις βασικές ηλικιακές ομάδες, φανερώνει ότι κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα σε 1 άτομο ηλικίας 65 ετών και άνω, αντιστοιχούσαν από 13 (1:13) έως 20 άτομα (1:20) ηλικίας 15-64 ετών. Η σχέση αυτή μειώνονταν συνεχώς για να φτάσει το 2011 σε επίπεδο χαμηλότερο του 1:4 (Διάγραμμα 9.10).
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από Σιάμπος (1973, σελ. 93, Πίνακας 18), ΕΛΣΤΑΤ, Στατιστική Επετηρίδα (2009-2010, σελ. 57), Eurostat (2015β).
Διάγραμμα 9.10 Αριθμών ατόμων σε ηλικία εργασίας (15-64 ετών) που αντιστοιχούν σε ένα παιδί ηλικίας 0-14 ετών και σε ένα άτομο ηλικίας 65 ετών και άνω.
Σε ό,τι αφορά στους νέους, ενώ η σχέση νέων κάτω των 15 ετών προς άτομα ηλικίας 15-64 ετών ήταν περίπου 1:1,5, το 2011 το αντίστοιχο επίπεδο ήταν γύρω στο 1:5. Οι μεταβολές ήταν ιδιαίτερα έντονες τα τελευταία 40 χρόνια, γεγονός που αποτυπώνεται στην εξέλιξη της ηλικιακής διαμέσου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το 1971, το 50% του πληθυσμού ήταν ηλικίας κάτω των 33 ετών, το αντίστοιχο ποσοστό το 2011 παρατηρείται στην ηλικία άνω των 42 ετών (Διάγραμμα 9.11).
Πηγή:Eurostat (2015γ).
Διάγραμμα 9.11 Εξέλιξη της διάμεσης ηλικίας του πληθυσμού στην Ελλάδα (1971-2013).
9.6. Οι διαχρονικές αλλαγές αναφορικά με το μέγεθος και τα χαρακτηριστικά των νοικοκυριών στην Ελλάδα (1951-2011)
Οι μεταβολές που αφορούν στα νοικοκυριά και στις οικογένειες (Πλαίσιο 9.1), αν και έχουν ιδιαίτερη σημασία για τις συνθήκες διαβίωσης των ατόμων, βρίσκονται συνήθως στο περιθώριο των αναλύσεων που αφορούν στον πληθυσμό μιας χώρας. Το γεγονός αυτό είναι κάπως οξύμωρο από την άποψη ότι οι δημογραφικές μεταβολές επηρεάζουν σημαντικά το μέγεθος και την σύνθεση των νοικοκυριών (Μπάγκαβος, 2004).
Πηγή:EΛΣΤΑΤ (2013).
Πλαίσιο 9.1 Νοικοκυριά και Οικογένειες. Ορισμοί και έννοιες.
Αρχικά, είναι φανερό ότι η διαχρονική αύξηση της μέσης διάρκειας ζωής επιτρέπει τη μακροχρόνια διαβίωση διαδοχικών γενεών κάτω από την ίδια στέγη. Η επίπτωση της μείωσης της γονιμότητας, λογικά βαίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση, στο βαθμό που συρρικνώνεται το μέσο μέγεθος των οικογενειών και συνεπώς και το μέσο μέγεθος των οικογενειακών νοικοκυριών. Οι συνέπειες που προκαλούνται από τη γεωγραφική κινητικότητα είναι επίσης αξιοσημείωτες, στο βαθμό που η μεταναστευτική εισροή συμβάλει στην αύξηση του πληθυσμού και κατ’επέκταση στην αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών στην χώρα υποδοχής, ενώ η μεταναστευτική εκροή προκαλεί το αντίθετο αποτέλεσμα για τη χώρα αποστολής.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, υπήρξαν δύο επιπλέον χαρακτηριστικά, τα οποία αναμφίβολα επηρέασαν τις διαχρονικές μεταβολές αναφορικά με το μέγεθος και την δομή των νοικοκυριών: α) η έντονη εσωτερική μετανάστευση με την μορφή μετακινήσεων από τις αγροτικές προς τις αστικές περιοχές και β) οι αλλαγές στην γαμηλιότητα, που συνδυάστηκαν με μείωση της συχνότητας σύναψης γάμων, αλλά και της μέσης διάρκειας έγγαμης συμβίωσης. Αν και τα χαρακτηριστικά αυτά δεν είναι αποκλειστικά δημογραφικής φύσεως, και επιπλέον, είναι δύσκολο να αποτυπωθεί ο ακριβής τους ρόλος για τις αλλαγές που σχετίζονται με τα νοικοκυριά και τις οικογένειες στην Ελλάδα, αναμφίβολα είχαν μια ιδιαίτερα σημασία για τις αλλαγές αυτές (Κακλαμάνη και Ντυκέν, 2009).
Σύμφωνα με τα στοιχεία των απογραφών που διεξήχθησαν από το 1951 έως το 2011, ο συνολικός πληθυσμός, ο αριθμός των ιδιωτικών νοικοκυριών και το μέσο μέγεθος των ιδιωτικών νοικοκυριών, ακολούθησαν αρκετά διαφορετικές πορείες (Διάγραμμα 9.12)
Σημείωση: Μόνιμος πληθυσμός το 2001 και το 2011.
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Στατιστική Επετηρίδα (2009-2010, σελ. 64), ΕΛΣΤΑΤ (2015γ) και ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 9.12: Συνολικός πληθυσμός και αριθμός και μέσο μέγεθος των ιδιωτικών νοικοκυριών στην μεταπολεμική Ελλάδα (Δείκτης 0 το 1951).
Συγκεκριμένα, ενώ ο αριθμός των νοικοκυριών υπερδιπλασιάστηκε (από 1,8 εκατομμύρια το 1951 σε 4,1 εκατομμύρια το 2011) ο συνολικός πληθυσμός αυξήθηκε σχεδόν κατά 40%. Παράλληλα, ο μέσος αριθμός των ατόμων που ζούσαν σε ιδιωτικά νοικοκυριά (ή αλλιώς το μέσο μέγεθος των ιδιωτικών νοικοκυριών) συρρικνώνονταν συνεχώς, οδηγώντας σε μια συνολική μείωσης της τάξης του 40% περίπου (από 4,1 άτομα το 1951 σε 2,6 άτομα το 2011).
Έντονες μεταβολές παρατηρήθηκαν επίσης στην εξέλιξη του αριθμού των ιδιωτικών νοικοκυριών που αποτελούνται μόνο από ένα μέλος (μονομελή νοικοκυριά ή νοικοκυριά ενός ατόμου). Από τον Πίνακα 9.4 προκύπτει ότι ενώ το 1951 λιγότερο από ένα στα δέκα νοικοκυριά ήταν μονομελή, έξι δεκαετίες αργότερα η συγκεκριμένη μορφή νοικοκυριού αφορούσε το ένα στα τέσσερα ιδιωτικά νοικοκυριά. Επιπλέον, ενώ στην αρχή της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας τα άτομα που ζούσαν σε μονομελή νοικοκυριά αποτελούσαν το 3,2% και το 2% του πληθυσμού των ιδιωτικών νοικοκυριών και του συνολικού πληθυσμού αντίστοιχα, το 2011 τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 11,1% και 9,8%, δηλαδή 3,4 και 4,8 φορές υψηλότερα.
Σημείωση: Α = ως % του συνολικού αριθμού των ιδιωτικών νοικοκυριών, Β = ως % του πληθυσμού των ιδιωτικών νοικοκυριών, Γ = ως % του συνολικού πληθυσμού. Μόνιμος πληθυσμός το 2001 και το 2011.
Πηγή: Σιάμπος (1997 σελ. 282, Πίνακας 6), ΕΛΣΤΑΤ (2015β και 2015γ) και ίδιοι υπολογισμοί.
Πίνακας 9.4: Η διαχρονική εξέλιξη του αριθμού των μονομελών νοικοκυριών την περίοδο 1951-2011 (επί 100).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός ότι στην Ελλάδα, η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού ζει σε ιδιωτικά νοικοκυριά (Πίνακας 9.5), ενώ τόσο ο αριθμός όσο και το ποσοστό αυτών που διαβιούν σε συλλογικά νοικοκυριά είναι πολύ περιορισμένος. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι κατά την πιο πρόσφατη απογραφή (2011) 3.381 άτομα (0,03%) δήλωσαν άστεγοι, γεγονός που πιθανότατα παραπέμπει στις συνέπειες της πρόσφατης οικονομικής κρίσης.
Πηγή: Eurostat (2015δ και 2015ε) και ίδιοι υπολογισμοί.
Πίνακας 9.5: Μόνιμος πληθυσμός ιδιωτικών και συλλογικών νοικοκυριών στην Ελλάδα κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα.
Μια πιο αναλυτική ματιά αναφορικά με την σύνθεση των νοικοκυριών και των οικογενειών καταδεικνύει τη διαχρονική συρρίκνωση των οικογενειακών νοικοκυριών στην Ελλάδα (Διαγράμματα 9.13α και 9.13β). Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το 2001 περίπου 9 στα 10 (89,5%) νοικοκυριά ήταν οικογενειακά νοικοκυριά, δέκα χρόνια αργότερα το αντίστοιχο ποσοστό μειώθηκε στο 86,7%. Η συρρίκνωση αυτή ήταν ακόμη πιο έντονη εάν εξεταστεί ο πληθυσμός που ζούσε σε οικογενειακά νοικοκυριά (μείωση από 76,4% σε 70,8%) ή επίσης ο πληθυσμός που διαβιούσε σε νοικοκυριά μιας οικογένειας (από 73,6% το 2001 σε 68,6% το 2011).
Σημείωση: Α = ως % των νοικοκυριών στο σύνολο των ιδιωτικών νοικοκυριών, Β = ως % των ατόμων στο συνολικό πληθυσμό των ιδιωτικών νοικοκυριών. Μόνιμος πληθυσμός
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ (2015β) και ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 9.13α Οικογένειες και νοικοκυριά στην Ελλάδα το 2001 (%).
Σημείωση: Α = ως % των νοικοκυριών στο σύνολο των ιδιωτικών νοικοκυριών, Β = ως % των ατόμων στο συνολικό πληθυσμό των ιδιωτικών νοικοκυριών. Μόνιμος πληθυσμός
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ (2015γ) και ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 9.13β Οικογένειες και νοικοκυριά στην Ελλάδα το 2011 (%).
Ειδικότερα για την περίπτωση των νοικοκυριών με μία οικογένεια, θα πρέπει να επισημανθεί η σημαντική μείωση τόσο των νοικοκυριών όσο και των ατόμων που ζουν στα νοικοκυριά αυτά χωρίς την παρουσία παιδιών. Η καθοδική τάση αντικατοπτρίζεται στην συρρίκνωση των ποσοστών από 58,3% σε 54,1% και από 42,2% σε 36,6% μεταξύ των ετών 2001 και 2011 αντίστοιχα. Αντίθετα, διευρύνεται το ποσοστό των μονογονεϊκών οικογενειών (γονείς μόνοι με παιδιά). Σε σχέση με τον αριθμό των νοικοκυριών, το ποσοστό αυτό από 8% το 2001 αυξήθηκε στο 10,2% το 2011, ενώ σε σχέση με τον αριθμό των ατόμων τα αντίστοιχα μεγέθη μεταβλήθηκαν από 8,7% σε 10,1%.
Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί το γεγονός ό,τι (Πίνακας 9.6), η περίπτωση των γονέων που ζουν με τα παιδιά τους, χωρίς την παρουσία της/του συζύγου/συντρόφου, αφορά κυρίως στις γυναίκες-μητέρες (6,7% το 2001 και 8,6% το 2011), οι οποίες μάλιστα διαβιούν, συνήθως, χωρίς την παρουσία άλλου ατόμου (5,5% το 2001 και 6,5% το 2011). Τα αντίστοιχα μεγέθη για τους άνδρες-πατέρες, αν και δεν είναι αμελητέα, είναι αισθητά περιορισμένα αφού, το ποσοστό αυτών που ζουν με τα παιδιά τους (χωρίς την παρουσία της μητέρας) είναι μεταξύ 1,3% και 1,6%, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά χωρίς την παρουσία άλλου ατόμου κυμαίνεται στο 1% περίπου.
Σημείωση: Α = ως % των νοικοκυριών στο σύνολο των ιδιωτικών νοικοκυριών, Β = ως % των ατόμων στο συνολικό πληθυσμό των ιδιωτικών νοικοκυριών. Μόνιμος πληθυσμός.
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ (2015β και 2015γ) και ίδιοι υπολογισμοί.
Πίνακας 9.6 Πληθυσμός και μονογονεϊκές οικογένειες στην Ελλάδα, 2001-2011 (%).
9.7. Η χωρική διάσταση των δημογραφικών αλλαγών και οι μεταβολές στο βαθμό αστικότητας στην Ελλάδα
9.7.1. Πληθυσμός ανά γεωγραφικό διαμέρισμα στην Ελλάδα
Οι διαχρονικές αλλαγές στο μέγεθος και την αύξηση του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα συνοδεύτηκαν από έντονες διαφοροποιήσεις των πληθυσμιακών αλλαγών στα διάφορα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας (πλαίσιο γεωγραφικά διαμερίσματα, περιφέρειες). Η περιφερειακή διάσταση των αλλαγών παρουσιάζεται ιδιαίτερα έντονη λόγω των διαφοροποιημένων επιπέδων γονιμότητας, θνησιμότητας και κυρίως μετανάστευσης (εσωτερικής και διεθνούς) που παρατηρήθηκαν ιστορικά στα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας. Οι έντονες πληθυσμιακές μετακινήσεις προς τα μεγάλα αστικά κέντρα (Κανελλόπουλος, 1995) και η επακόλουθη φυσική αύξηση του μετακινούμενου πληθυσμού (κατά βάση νεανικού), συνδυάστηκαν με διαφορετικούς ρυθμούς αύξησης του πληθυσμού των γεωγραφικών διαμερισμάτων. Στον Πίνακα 9.7 παρουσιάζεται η εξέλιξη του πληθυσμού των γεωγραφικών διαμερισμάτων20 της χώρας με βάση την πρώτη απογραφή μετά το έτος της προσάρτησης της κάθε περιοχής στο ελληνικό κράτος.
Πηγή: Σιάμπος (1973, σελ. 40, Πίνακας 10), ΕΣΥΕ (1980α, σελ. 10, Πίνακας 1), ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 45-46, Πίνακας II.6), E-demography (2015) και ίδιοι υπολογισμοί.
Πίνακας 9.7 Πληθυσμός ανά γεωγραφικό διαμέρισμα στην Ελλάδα (σε χιλιάδες).
Η αύξηση του πληθυσμού αποτυπώνεται επίσης στα Διαγράμματα 9.14α έως 9.14δ, χρησιμοποιώντας ως βάση το 100 κατά την πρώτη χρονικά απογραφή. Αναμφίβολα, το πρώτο χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η διαχρονική διόγκωση του πληθυσμού της πρωτεύουσας, η οποία συνοδεύτηκε από αύξηση του ποσοστού των ατόμων που ζουν σε αυτή (Πίνακας 9.7).
Έτσι, ενώ το 1861, σε 100 άτομα του πληθυσμού τα 4 ζούσαν στην περιοχή της πρωτεύουσας, το 2011 διαβιούσαν περίπου τα 30/100. Η μεταβολή ήταν ιδιαίτερα έντονη κατά την μεταπολεμική περίοδο και κυρίως κατά την δεκαετία του 1960, αφού σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού μετακινήθηκε από την περιφέρεια στην πρωτεύουσα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ το 1961 ο πληθυσμός της πρωτεύουσας ήταν περίπου ίσος με αυτόν του συνόλου της Μακεδονίας, δέκα χρόνια αργότερα (1971), ο αριθμός των ατόμων που κατοικούσαν στην πρωτεύουσα ήταν υψηλότερος κατά 35% περίπου. Μάλιστα, η διαφορά αυτή, με κάποιες αυξομειώσεις, διατηρείται μέχρι σήμερα.
Διαφοροποιήσεις παρατηρούνται και στην πληθυσμιακή εξέλιξη ανά γεωγραφικό διαμέρισμα. Γενικά, σε μακροχρόνια βάση, ο πληθυσμός των γεωγραφικών περιοχών αυξήθηκε διαχρονικά. Στην ηπειρωτική Ελλάδα (Διαγράμματα 9.14α και 9.14γ), οι μεταβολές ήταν πιο σημαντικές στην Λοιπή Στερεά Ελλάδα και Εύβοια, την Θεσσαλία και την Μακεδονία και λιγότερο στην Πελοπόννησο, τη Θράκη και την Ήπειρο. Στην νησιωτική Ελλάδα (Διάγραμμα 9.14β) η πληθυσμιακή αύξηση αφορά κυρίως στην Κρήτη και τα Δωδεκάνησα, λιγότερο στις Κυκλάδες και πολύ λιγότερο στα Ιόνια νησιά και τα νησιά του Αιγαίου. Μάλιστα στα νησιά του Αιγαίου, παρατηρήθηκε πληθυσμιακή συρρίκνωση από το η οποία δεν αντισταθμίστηκε διαχρονικά (όπως συνέβη για τις Κυκλάδες και ως ένα βαθμό για τα Ιόνια νησιά) με αποτέλεσμα ο πληθυσμός του τις τελευταίες 4 δεκαετίες να παραμένει περίπου σταθερός σε ένα επίπεδο που είναι κατά 25% χαμηλότερο από αυτό που παρατηρήθηκε μετά την προσάρτησή τους στην ελληνική επικράτεια.
Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η πληθυσμιακή αύξηση που παρατηρήθηκε στη Μακεδονία, σχετίζεται με την αύξηση του πληθυσμού του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης, και συνεπώς του πληθυσμού της Κεντρικής Μακεδονίας (Διάγραμμα 9.14δ). Αντίθετα, στις υπόλοιπες περιοχές η αύξηση του πληθυσμού είτε ήταν πρόσκαιρη και σχετιζόταν με γεγονότα όπως η εγκατάσταση προσφυγικού πληθυσμού (Ανατολική Μακεδονία), είτε ήταν σχετικά ασθενής (Δυτική Μακεδονία).
Προκειμένου να αναδειχθεί η ιδιαίτερη σημασία της μεταπολεμικής περιόδου για τις δημογραφικές γεωγραφικές διαφοροποιήσεις, στα Διαγράμματα 9.15α και 9.15β αποτυπώνεται η πληθυσμιακή αύξηση στις γεωγραφικές περιοχές από το 1951 μέχρι σήμερα. Στην ηπειρωτική Ελλάδα (Διάγραμμα 9.15α) υπάρχουν δύο περιοχές στις οποίες ο πληθυσμός σημείωσε σημαντική αύξηση. Πρόκειται για τη Μακεδονία (ουσιαστικά την Κεντρική Μακεδονία), την Λοιπή Στερεά Ελλάδα και την Εύβοια. Η Θεσσαλία είναι σε μια ενδιάμεση κατάσταση, ενώ στη Θράκη και την Ήπειρο μετά από μια πρώτη περίοδο πληθυσμιακής συρρίκνωσης, παρατηρήθηκε οριακή ανάκαμψη.
α. Ηπειρωτική Ελλάδα, οι πρώτες προσαρτημένες περιοχές
β. Νησιωτική Ελλάδα
γ. Ηπειρωτική Ελλάδα, οι λοιπές προσαρτημένες περιοχές
δ. Οι παρατηρούμενες διαφοροποιήσεις στη Μακεδονία
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από Σιάμπος (1973, σελ. 40, Πίνακας 10), ΕΣΥΕ (1980α, σελ. 10, Πίνακας 1), ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 45-46, Πίνακας II.6), E-demography (2015).
Διάγραμμα 9.14 Πληθυσμιακή αύξηση στην Ελλάδα ανά γεωγραφικό διαμέρισμα (βάση 100 κατά την πρώτη απογραφή μετά το έτος προσάρτησης).
Σε ό,τι αφορά στην νησιωτική Ελλάδα (Διάγραμμα 9.15β), αναδεικνύονται δύο διακριτές χρονικές περίοδοι: Από το 1951έως το 1971 και από 1971 έως σήμερα. Η πρώτη περίοδος, που χαρακτηρίζεται από έντονα μεταναστευτικά ρεύματα τόσο προς τα αστικά κέντρα όσο και προς το εξωτερικό, αποτελεί μια περίοδο πληθυσμιακής στασιμότητας για την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα και πληθυσμιακής συρρίκνωσης για τις Κυκλάδες, τα Ιόνια νησιά και τα νησιά του Αιγαίου. Αντίθετα, από το 1971 και μετά, ο πληθυσμός αυξάνει κυρίως στα Δωδεκάνησα (διπλασιασμός του πληθυσμού από το 1971 μέχρι σήμερα) και στην Κρήτη (αύξηση κατά 48%). Η ασθενής αύξηση που παρατηρείται στις Κυκλάδες και στα Ιόνια νησιά απλά επαναφέρει τον πληθυσμό στα επίπεδα του 1951, ενώ αντίθετα στα νησιά του Αιγαίου συνεχίζεται η πληθυσμιακή μείωση. Αναμφίβολα, η σταδιακή μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα καθαρής εισροής μεταναστών, σε συνδυασμό με τους διαφορετικούς ρυθμούς φυσικής αύξησης του πληθυσμού των διάφορων περιοχών, βρίσκεται πίσω από τις προαναφερόμενες μεταβολές την περίοδο μετά το 1971.
β. Νησωτική Ελλάδα
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από Σιάμπος (1973, σελ. 40, Πίνακας 10), ΕΣΥΕ (1980α, σελ. 10, Πίνακας 1), ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 45-46, Πίνακας II.6), E-demography (2015).
Διάγραμμα 9.15 Πληθυσμιακή αύξηση στην Ελλάδα ανά γεωγραφικό διαμέρισμα από το 1951 έως σήμερα (βάση 100 το 1951).
9.7.2. Πληθυσμός και βαθμός αστικότητας στην Ελλάδα
Στη σύγχρονη Ελλάδα, οι μεταβολές στον βαθμό αστικότητας υπήρξαν ιδιαίτερα έντονες. Οι αλλαγές αυτές, ως συνέπεια των μετακινήσεων από τις ορεινές προς τις πεδινές περιοχές και από τις αγροτικές προς τις αστικές περιοχές (Valaoras 1974; Κοτζαμάνης και νδρουλάκη 2009) επιβραδύνονται κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Η μακροχρόνια εξέλιξη φανερώνει ότι, ενώ στα μέσα του 19ου αιώνα στα 100 άτομα του πληθυσμού, μόνο τα 7 ζούσαν σε αστικές περιοχές, περίπου 120 χρόνια αργότερα (1971), 1 στα 2 άτομα (53,2%) διαβιούσε στις περιοχές αυτές (Πίνακας 9.8), ενώ σήμερα (2011), το αντίστοιχο μέγεθος είναι 60,7%
Σημείωση: Ο αστικός πληθυσμός: περιλαμβάνει τον πληθυσμό των δημοτικών/κοινοτικών διαμερισμάτων, των οποίων ο πολυπληθέστερος οικισμός έχει από 10.000 κατοίκους και άνω. Ο ημιαστικός πληθυσμός: περιλαμβάνει τον πληθυσμό των δημοτικών/κοινοτικών διαμερισμάτων, των οποίων ο πολυπληθέστερος οικισμός έχει από 2.000 έως και λιγότερο από 10.000 κατοίκους. Ο αγροτικός πληθυσμός: περιλαμβάνει τον πληθυσμό των δημοτικών/κοινοτικών διαμερισμάτων, των οποίων ο πολυπληθέστερος οικισμός έχει λιγότερους από 2.000 κατοίκους.
Πηγή: Σιάμπος, (1973, σελ 35, Πίνακας 8), Κοτζαμάνης και Ανδρουλάκη. (2009 σελ. 95, Πίνακας 3), Eurostat (2015ε) και ίδιοι υπολογισμοί.
Πίνακας 9.8 Πληθυσμός κατά βαθμό αστικότητας στην Ελλάδα (%).
Η έντονη αύξηση παρατηρήθηκε κυρίως την περίοδο της εγκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα (το ποσοστού του αστικού πληθυσμού από 22,9% το 1920 έφτασε το 31,1% το 1928), αλλά και κατά την περίοδο της έντονης εσωτερικής και διεθνούς μετανάστευσης η οποία συναρτάται με την αύξηση του ποσοστού των ατόμων που ζούσαν σε αστικές περιοχές από 37,7% το 1951 σε 58,1% το 1981.
Η έντονη αστικοποίηση αποτυπώνεται και στη μακροχρόνια εξέλιξη του αριθμού των οικισμών κατά τάξη μεγέθους στην Ελλάδα (Πίνακας 9.9). Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ το 1836 σε κάθε 1.000 οικισμούς υπήρχε μόνο μία πόλη με πληθυσμό άνω των 10.000 κατοίκων (3/3.257), το 2001 υπήρχαν 11 πόλεις (144/13.272). Παράλληλα, ο μέσος αριθμός κατοίκων ανά οικισμό αυξήθηκε σημαντικά, έτσι ώστε, στις αρχές του 21ου αιώνα, σε κάθε οικισμό, ζούσαν κατά μέσο όρο 3 φορές περισσότερα άτομα απ’ ότι στις απαρχές της δημιουργίας του σύγχρονου ελληνικού κράτους (251 κάτοικοι/ανά οικισμό το 1836 και 826 κάτοικοι/ανά οικισμό το 2001).
Πηγή: Σιάμπος (1973, σελ 28-29, Πίνακες 4-5), Σιάμπος (1988, σελ. 99, Πίνακας 5), ΕΣΥΕ (1980β, σελ. 63, Πίνακας IX), ΕΣΥΕ Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 49, Πίνακας II.9), ΕΛΣΤΑΤ, Στατιστική Επετηρίδα (2009-2010, σελ. 48, Πίνακας II.9).
Πίνακας 9.9 Αριθμός οικισμών κατά τάξη μεγέθους στην Ελλάδα.
Η αποτύπωση των δημογραφικών μεταβολών στην Ελλάδα από τη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα φανερώνει την σημαντική αύξηση του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού αρχικά ως απόρροια της υψηλής φυσικής αύξησης και στη συνέχεια ως συνέπεια της μετατροπής της χώρας από χώρα εκροής σε χώρα εισροής μεταναστών. Στις απαρχές του 21ου αιώνα, οι μεταβολές του συνολικού πληθυσμού συναρτώνται όλο και περισσότερο με τη μετανάστευση, η κατά ηλικία δομή του χαρακτηρίζεται από μια διαδικασία έντονης δημογραφικής γήρανσης και ο βαθμός αστικότητας είναι ιδιαίτερα υψηλός. Αναμφίβολα οι κοινωνικο-οικονομικές μεταβολές που συντελέστηκαν στην Ελλάδα βρίσκονται πίσω από τις αλλαγές αυτές.
- Eurostat (2015α). Eurostat Database/Population and social conditions/Demography and migration (pop)/Population change - Demographic balance and crude rates at national level (demo_gind).
- Eurostat (2015β). Eurostat Database/Population and social conditions/Demography and migration (pop)/Population (demo_pop)/Population on 1 January by age and sex (demo_pjan).
- Eurostat (2015γ) Eurostat Database/Population and social conditions/Demography and migration (pop)/Population (demo_pop)/Population: Structure indicators (demo_pjanind)/Median age of population.
- Eurostat (2015δ). Eurostat Database/Population and social conditions/Population and Housing Census (cens)/ Census 2001 round - national level (cens_01n)/ Households (cens_01nhou)/ Population by sex, age and household status (cens_01nhtype).
- Eurostat (2015ε) Population and housing census data 2011.
- Valaoras, V. (1974). Urban-rural population dynamics of Greece, 1950-1995. A preliminary report prepared by Prof. Vasilios G. Valaoras. Athens: National Statistical Service of Greece and Centre of Planning and Economic Research.
- ΕΛΣΤΑΤ (2013). Στατιστικά Θέματα/Πληθυσμός/Μόνιμος Πληθυσμός/Δημογραφικά στοιχεία (Τόμος ΙI) – Μεθοδολογία/Έννοιες - Ορισμοί Απογραφής Πληθυσμού και Κατοικιών.
- ΕΛΣΤΑΤ (2014α). Υπολογιζόμενος πληθυσμός της Ελλάδας την 1η Ιανουαρίου κατά φύλο και ομάδες ηλικιών (1991-2012). [Παροχή δεδομένων κατόπιν αιτήματος].
- ΕΛΣΤΑΤ (2014β) Αναθεώρηση των αποτελεσμάτων της Απογραφής Πληθυσμού-Κατοικιών 2011 για το Μόνιμο, Νόμιμο και De Facto Πληθυσμό της Χώρας (Δελτίο Τύπου, 2/04/2014).
- ΕΛΣΤΑΤ (2015α). Στατιστικά Θέματα/Πληθυσμός/Μόνιμος Πληθυσμός/Δημογραφικά Στοιχεία Τόμος II/2011/Πίνακες/Πίνακας 4Α. Απογραφή Πληθυσμού 2011. Μόνιμος Πληθυσμός κατά ηλικία, φύλο και οικογενειακή κατάσταση.
- ΕΛΣΤΑΤ (2015β) Στατιστικά Θέματα/Πληθυσμός/Μόνιμος Πληθυσμός/Στοιχεία Κατοικιών-Νοικοκυριών Τόμος IV/2011/Πίνακες/ Πίνακας 40. Απογραφή Πληθυσμού 2001. Ιδιωτικά νοικοκυριά κατά τύπο και μέγεθος και κατά τύπο πυρηνικής οικογένειας.
- ΕΛΣΤΑΤ (2015γ) Στατιστικά Θέματα/Πληθυσμός/Μόνιμος Πληθυσμός/Στοιχεία Κατοικιών-Νοικοκυριών Τόμος IV/2011/Πίνακες/ Πίνακας 36. Απογραφή Πληθυσμού 2011. Ιδιωτικά νοικοκυριά κατά τύπο και μέγεθος και κατά τύπο πυρηνικής οικογένειας.
- ΕΛΣΤΑΤ και ΕΣΥΕ, Στατιστικές Επετηρίδες (1930-2010). (Διαθέσιμες: ΕΛΣΤΑΤ/Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Γενικά δημοσιεύματα/Στατιστική Επετηρίδα της Ελλάδος).
- ΕΣΥΕ (1961). Αποτελέσματα Απογραφής 1951, Τόμος I, Ιστορική επισκόπησις-Μεθοδολογική έκθεσις-Ανάλυση των αποτελεσμάτων. Αθήνα, (Διαθέσιμο: ΕΛΣΤΑΤ/Ψηφιακή Βιβλιοθήκη/Ειδικά δημοσιεύματα/Πληθυσμός/Απογραφές/1951).
- ΕΣΥΕ (1966). Δημογραφικαί ροπαί και προεκτάσεις του πληθυσμού της Ελλάδος. Μεθοδολογικαί μελέται Ζ:5. Αθήνα: Έκδοση ΕΣΥΕ. (Διαθέσιμο: ΕΛΣΤΑΤ/Ψηφιακή Βιβλιοθήκη/Μελέτες-Εκθέσεις/Μελέτες).
- ΕΣΥΕ (1980α). Ο πληθυσμός της Ελλάδος κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνος. Μεθοδολογικαί μελέται Ζ:14. Αθήνα: Έκδοση ΕΣΥΕ. (Διαθέσιμο: ΕΛΣΤΑΤ/Ψηφιακή Βιβλιοθήκη/Μελέτες-Εκθέσεις/ Μελέτες).
- ΕΣΥΕ (1980β). Αποτελέσματα Απογραφής 1971, Τόμος I, Πληθυσμός κατά γεωγραφικάς και διοικητικάς υποδιαιρέσεις. Αθήνα. (Διαθέσιμο: ΕΛΣΤΑΤ/Ψηφιακή Βιβλιοθήκη/Ειδικά δημοσιεύματα/Πληθυσμός/ Απογραφές/1971).
- E-demography (2015). Αναλύσεις/Αδροί δείκτες και πληθυσμοί/Μόνιμος πληθυσμός/Για δοθείσα περιοχή.
- Κακλαμάνη, Σ. και Ντυκέν, Μ.Ν. (2009). Νοικοκυριά και οικογένειες στην Ελλάδα. Demo News αρ. 8.
- Κανελλόπουλος, Κ. (1995). Εσωτερική μετανάστευση. Εκθέσεις αρ. 21. Αθήνα: ΚΕΠΕ.
- Κοτζαμάνης, Β. (2011). Οι απογραφές πληθυσμού στην Ελλάδα. Demo News αρ. 14.
- Κοτζαμάνης, Β. και Ανδρουλάκη, Ε. (2009). Οι δημογραφικές εξελίξεις στη νεώτερη Ελλάδα (1830-2007), στο Κοτζαμάνης, Β. (επιμ.) Η δημογραφική πρόκληση, γεγονότα και διακυβεύματα. Βόλος: Πανεπιστημια-κές Εκδόσεις Θεσσαλίας, σελ. 87-120.
- Μιχαλοπούλου, Κ. (2004). Στην αυτοκρατορία των ενδείξεων: η ιστορία της δειγματοληπτικής πρακτικής στην Ελλάδα. Αθήνα: Παπαζήσης.
- Μπάγκαβος, Χ. (2004). Δημογραφικές διαστάσεις των μεταβολών της οικογένειας και των νοικοκυριών στην Ελλάδα - Μια πρώτη προσέγγιση, στο Λ. Μουσούρου και Μ. Στρατηγάκη (επιμ.) Ζητήματα Οικογενειακής Πολιτικής - Θεωρητικές Αναφορές και Εμπειρικές Διερευνήσεις. Αθήνα: Gutenberg, σελ. 31-72.
- Σιάμπος, Γ. (1973). Δημογραφική εξέλιξης της νεωτέρας Ελλάδος. Αθήνα
- Σιάμπος, Γ. (1988). Η δημογραφική ενημέρωση ως βάση στη διαμόρφωση της κοινωνικο-οικονομικής πολιτικής στη μεταπολεμική Ελλάδα, στο Ελληνική Εταιρεία Δημογραφικών Μελετών (ΕΔΗΜ) Ευρωπαϊκή δημογραφική κοινότητα-Η θέση της Ελλάδας. Αθήνα: Εισηγήσεις Δημογραφικού Διημέρου 11-12 Δεκεμβρίου 1986, σελ. 93-122.
- Σιάμπος, Γ. (1997). Δημογραφικές προοπτικές του ελληνικού πληθυσμού κατά το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, στο Κιντής, Α.Α. (επιμ.) Το παρόν και το μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Τόμος Β΄. Αθήνα: Gutenberg, σελ. 275-298.
Κεφάλαιο 10:
Αναπαραγωγή και Φθορά του Πληθυσμού της Ελλάδας
Η σημαντική διαχρονική συρρίκνωση των επιπέδων γονιμότητας και θνησιμότητας στην σύγχρονη Ελλάδα συνοδεύτηκε από την ανάδειξη σημαντικών διαφορών αναφορικά με την αναπαραγωγή και την φθορά επιμέρους πληθυσμιακών ομάδων. Αυτές οι καταστάσεις διαφορικής γονιμότητας και θνησιμότητας συναρτώνται με παράγοντες όπως το φύλο, το μορφωτικό επίπεδο, την κατάσταση απασχόλησης και τον βαθμό αστικότητας. Τα επόμενα χρόνια, η περαιτέρω ανάδειξη της Ελλάδας των διαφορών θα αποτελέσει, από δημογραφική σκοπιά, ένα σημαντικό πεδίο επιστημονικής αναζήτησης.
10.1. Συνολική και διαφορική γονιμότητα στην Ελλάδα
10.1.1. Θεωρίες γονιμότητας και διαφορική γονιμότητα
Η μείωση της γονιμότητας και η συρρίκνωση των επιπέδων θνησιμότητας αποτελούν ιστορικά τις δύο σημαντικότερες μεταβολές δημογραφικού χαρακτήρα οι οποίες παρατηρήθηκαν για το σύνολο των χωρών του πλανήτη. Ειδικότερα για την γονιμότητα, η σημαντική μείωσή της από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα αποτέλεσε αντικείμενο πολλών θεωρητικών προσεγγίσεων, οι οποίες τείνουν να εξηγήσουν τους προσδιοριστικούς παράγοντες της μεταβολής αυτής.
Στην προσπάθεια εξήγησης των μεταβολών της γονιμότητας θα πρέπει να γίνει μία διάκριση σε δύο επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο αφορά στις αναλύσεις που επικεντρώνονται στους προσδιοριστικούς παράγοντες της συνολικής γονιμότητας. Συχνά οι αναλύσεις αυτές οδηγούν στη διατύπωση μιας θεωρίας για τη γονιμότητα. Το δεύτερο επίπεδο αφορά στην προσπάθεια εξήγησης των διαφορετικών επιπέδων γονιμότητας η οποία συναντάται σε μια χώρα με βάση κάποιο κριτήριο, π.χ. το εκπαιδευτικό επίπεδο των γυναικών. Στην περίπτωση αυτή αναφερόμαστε σε καταστάσεις διαφορικής γονιμότητας, από την άποψη ότι μελετάται η αναπαραγωγική συμπεριφορά και οι διαφορές που προκύπτουν μεταξύ «υπο-πληθυσμών» οι οποίοι καθορίζονται με βάση κάποιο κριτήριο. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του εκπαιδευτικού επιπέδου, εξετάζεται η αναπαραγωγική συμπεριφορά των γυναικών, πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και αναλύονται οι παράγοντες που καθορίζουν τις διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των τριών αυτών «υπο-πληθυσμών» αναφορικά με κάποιες διαστάσεις της γονιμότητας όπως η μέση γονιμότητα, η μέση ηλικία απόκτησης του πρώτου παιδιού κ.λπ.
10.1.2. Θεωρητικό πλαίσιο και διαχρονικές μεταβολές της γονιμότητας στην Ελλάδα
Η διαχρονική μείωση της γονιμότητας στην Ελλάδα, εντάσσεται σε ευρύτερα θεωρητικά πλαίσια που αφορούν στις οικονομικά προηγμένες χώρες. Παρά τις όποιες ιδιαιτερότητες, για τις οποίες είναι πολύ δύσκολο να αποτυπωθεί αναλυτικά ο τρόπος με τον οποίο επηρέασαν και εξακολουθούν να επηρεάζουν τη γονιμότητα στην Ελλάδα, η αναφορά σε θεωρίες της γονιμότητας που βρίσκουν εφαρμογή και στην ελληνική περίπτωση, είναι αρκετά διαφωτιστική. Ένα βασικό στοιχείο το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, είναι η χρονική περίοδος αναφοράς, λόγω του ότι τα θεωρητικά πρότυπα που μπορεί να αποτυπώνουν την συρρίκνωση της γονιμότητας στην Ελλάδα κατά την περίοδο της δημογραφικής μετάβασης, είναι διαφορετικά από αυτά που μπορεί να προσδιορίζουν τα σημερινά, ιδιαίτερα χαμηλά, επίπεδα γονιμότητας. Ουσιαστικά, η χρονική περίοδος αναφοράς, χωρίς απαραίτητα να προσδιορίζεται με αυστηρά κριτήρια, είναι σημαντική επειδή οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες αλλάζουν στη διάρκεια του χρόνου. Για παράδειγμα, η μελέτη της γονιμότητας στην σημερινή Ελλάδα, θα εντάσσονταν σ’ ένα πλαίσιο στο οποίο θα λαμβάνονταν υπόψη, η αύξηση τόσο του εκπαιδευτικού επιπέδου όσο και η παρουσία των γυναικών στην αγορά εργασίας. Αντίθετα, οι συνθήκες τον 19ο αιώνα, γενικά υπαγόρευαν την αναπαραγωγική συμπεριφορά των ατόμων με γνώμονα τους διακριτούς ρόλους μεταξύ ανδρών και γυναικών, με κύριο χαρακτηριστικό την σχεδόν αποκλειστική ενασχόληση των γυναικών με την οικογένεια.
Πέρα από την χρονική περίοδο, ιδιαίτερη σημασία για τις θεωρητικές προσεγγίσεις της γονιμότητας έχει το «υποκείμενο» αναφοράς. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτό που ενδιαφέρει σε σχέση με την αναπαραγωγή, είναι η στάση των ατόμων (κυρίως των γυναικών). Σε άλλες περιπτώσεις ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση των ζευγαριών ακόμη και η αντίληψη που έχουν για την ανατροφή των παιδιών που πρόκειται να αποκτήσουν, φαίνεται ότι επηρεάζει την αναπαραγωγική τους συμπεριφορά. Για παράδειγμα, η σχέση μεταξύ βιοτικού επιπέδου και γονιμότητας μπορεί να μην αναφέρεται στο βιοτικό επίπεδο που θέλουν να έχουν οι γονείς μετά την γέννηση ενός παιδιού, αλλά στο βιοτικό επίπεδο που θα επιθυμούσαν να προσφέρουν στο παιδί το οποίο ανατρέφουν.
Ξεκινώντας από τη θεωρία της δημογραφικής μετάβασης, αναμφίβολα, ο κοινωνικο-οικονομικός εκσυγχρονισμός που συντελέστηκε και στην Ελλάδα συνδυάστηκε με συρρίκνωση της γονιμότητας (Κυριαζή, 1992). Ο εκσυγχρονισμός αυτός αποτυπώνεται στην αλλαγή της θέσης της γυναίκας, η οποία δεν περιορίζεται στο ρόλο της ως μητέρα, αλλά αναλαμβάνει ευθύνες πέραν του νοικοκυριού διερευνώντας πεδία εξωοικιακής απασχόλησης τα οποία θα αποφέρουν επιπλέον εισόδημα στην οικογένεια. Η αλλαγή αυτή επιτείνεται διαχρονικά από την αύξηση του εκπαιδευτικού επιπέδου των γυναικών, η οποία αναπόφευκτα συνδυάζεται με αυξημένη συμμετοχή στην αγορά εργασίας. Μάλιστα, οι ευκαιρίες απασχόλησης διευρύνονται, καθώς αλλάζουν οι παραγωγικές δομές, συρρικνώνεται ο γεωργικός τομέας και διευρύνεται ο τομέας των υπηρεσιών. Οι αλλαγές οι οποίες μόλις αναφέρθηκαν, συντελούνται σ’ ένα πλαίσιο μετατόπισης από την αγροτική στην αστική κοινωνία και ταυτόχρονα συνοδεύονται από το φαινόμενο της μετακίνησης πληθυσμού από τις αγροτικές στις αστικές περιοχές. Ουσιαστικά, αυτός ο κοινωνικο-οικονομικός εκσυγχρονισμός οδηγεί στη συρρίκνωση του ρόλου της οικογένειας, ως μονάδας παραγωγής, και στη μείωση των οικονομικών πλεονεκτημάτων που απορρέουν από τις πολυάριθμες οικογένειες.
Σύμφωνα με τον Caldwell (1982), η αλλαγή από ένα πρότυπο αγροτικής σ’ ένα πρότυπο αστικής οικονομίας συνοδεύεται από συρρίκνωση της γονιμότητας, επειδή αλλάζει η κατεύθυνση των χρηματικών ροών μεταξύ γονέων και παιδιών. Στις αγροτικές κοινωνίες, οι χρηματικές ροές πηγαίνουν από τα παιδιά προς τους γονείς, αφού τα παιδιά μέσω της απασχόλησής τους στις αγροτικές εργασίες συμβάλλουν στο οικογενειακό εισόδημα. Αντίθετα, στις αστικές κοινωνίες, η ενασχόληση των παιδιών με άλλες δραστηριότητες, και κυρίως την εκπαίδευση, μεταβάλουν την κατεύθυνση των χρηματικών ροών οι οποίες πλέον πηγαίνουν από τους γονείς προς τα παιδιά, με συνέπεια τη διαχρονική συρρίκνωση του μέσου αριθμού παιδιών ανά οικογένεια.
Ιδιαίτερη σημασία θα πρέπει επίσης να αποδοθεί στην διάκριση του Becker (1981) μεταξύ «ποιότητας» και «ποσότητας» των παιδιών. Η διάκριση αυτή συμβάλει στην εξήγηση της συρρίκνωσης της γονιμότητας μέσα σ’ ένα πλαίσιο βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των νοικοκυριών. Η βελτίωση της εισοδηματικής κατάστασης των ατόμων και των οικογενειών δεν αποτυπώνεται σε υψηλότερη γονιμότητα, αλλά σε συρρίκνωσή της. Τα άτομα προτιμούν να φέρουν στον κόσμο λιγότερα παιδιά, δαπανώντας επιπλέον πόρους προκειμένου να εξασφαλίσουν την «ποιότητα ζωής» των παιδιών αυτών (π.χ. δαπανώντας χρήματα για την εκπαίδευσή τους). Έτσι, το κόστος ανατροφής των παιδιών, αποτελεί σταδιακά τον καθοριστικό παράγοντα για την απόφαση σχετικά με τον αριθμό παιδιών. Το υψηλό κόστος, ωθεί τα άτομα και τα ζευγάρια, στην επιλογή να φέρουν στο κόσμο λιγότερα αλλά πιο «ποιοτικά» παιδιά, αντί για περισσότερα αλλά λιγότερο «ποιοτικά».
Η απόφασή τους αυτή αναμφίβολα σχετίζεται με το γεγονός ότι σταδιακά, οι συνθήκες θνησιμότητας επέτρεψαν την μακροχρόνια επιβίωση των βρεφών και των παιδιών. Σε περιόδους χαμηλής θνησιμότητας, οι γονείς αποκτούν παιδιά τα οποία λογικά θα επιβιώσουν μέχρι το θάνατο των γονέων τους. Αντίθετα, σε μια περιόδους υψηλής θνησιμότητας, είναι πιθανότερο οι γονείς να φέρουν στον κόσμο περισσότερα παιδιά από αυτά με τα οποία θα ήθελαν στην πραγματικότητα να συμβιώσουν, επειδή γνωρίζουν ότι δυστυχώς κάποια από αυτά θα αποβιώσουν σε μικρή ηλικία. Αυτή η τάση για «πλεονάζουσες» γεννήσεις, δεν υφίσταται σε περιόδους χαμηλής βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας, με συνέπεια τη διαχρονική συρρίκνωση της γονιμότητας.
Γενικότερα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, η γενικευμένη τάση κοινωνικο-οικονομικής ανέλιξης των ατόμων, ως συνέπεια κυρίως της βελτίωσης του εκπαιδευτικού τους επιπέδου, απαιτεί τη «ρύθμιση» της αναπαραγωγικής τους συμπεριφοράς με απώτερο σκοπό την επίτευξη στόχων, πέρα απ’ αυτούς που αφορούν στην οικογένεια. Στο βαθμό που ο υψηλός αριθμός παιδιών δυσχεραίνει τις δυνατότητες για ανοδική κοινωνικο-οικονομική κινητικότητα, η «ρύθμιση» της γονιμότητας συνδυάζεται με αύξηση της μέσης ηλικίας απόκτησης του πρώτου παιδιού, καθώς και με συρρίκνωση του μέσου αριθμού παιδιών. Ειδικότερα στις περιπτώσεις χωρών όπως η Ελλάδα, όπου το κόστος και ο χρόνος για την ανατροφή των παιδιών είναι κυρίως υπόθεση της οικογένειας και πολύ λιγότερο υπόθεση κρατικής μέριμνας, το φαινόμενο αυτό εντείνεται.
10.1.3. Οι διαχρονικές μεταβολές αναφορικά με την γονιμότητα στην Ελλάδα
Οι εκτιμήσεις αναφορικά με τα επίπεδα γονιμότητας στην Ελλάδα, αποτυπώνουν την μακροχρόνια τάση συρρίκνωσης των επιπέδων αυτών από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα. Από τον Πίνακα 10.1, προκύπτει ότι, -από ένα επίπεδο μέσης γονιμότητας πάνω από 7 παιδιά ανά γυναίκα στα μέσα του 19ου αιώνα,- ο ΔΟΓ έπεσε κάτω από το 5 την περίοδο 1921-1925, και κάτω από το 4 (3,88) περίπου 15 χρόνια αργότερα.
Πηγή: Siampos (1991, σελ. 293, 295, 297, 300), Μπαλτάς (2014, σελ. 2, Πίνακας 1), Eurostat (2015α), EuropeanDemographicDataSheet (2012 και 2014).
Πίνακας 10.1 Δείκτης Ολικής Γονιμότητας (ΔΟΓ) και Δείκτης Γενεαλογικής Γονιμότητας (ΔΓΓ) στην Ελλάδα από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα.
Γενικά, η συρρίκνωση της γονιμότητας συνεχίστηκε κατά τη μεταπολεμική περίοδο, με αποτέλεσμα τα χαμηλά επίπεδα τα οποία καταγράφονται κατά την τελευταία εικοσαετία, να είναι χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Η μακροχρόνια τάση συρρίκνωσης της αναπαραγωγικής συμπεριφοράς στην Ελλάδα αποτυπώνεται, επίσης, στη μείωση της γενεαλογικής γονιμότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ-κατά μέσο όρο- οι γυναίκες που γεννήθηκαν στην Ελλάδα κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα γεννούσαν κατ’ ελάχιστο τρία (3) παιδιά και σε αρκετές περιπτώσεις πάνω από 7 παιδιά, ενώ το αντίστοιχο μέγεθος για τις μεταπολεμικές γενιές κυμαινόταν μεταξύ 1,6 και 2 παιδιά.
Αναμφίβολα, η μη-αντικατάσταση των μεταπολεμικών γενεών στον πληθυσμό της Ελλάδας, θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για την εξέλιξη του συνολικού πληθυσμού τις επόμενες δεκαετίες. Θα πρέπει πάντως να τονιστεί, ότι, λόγω της υψηλής θνησιμότητας στις μικρές και τις νεαρές ηλικίες, τα υψηλά επίπεδα γονιμότητας κατά τον 19ο αιώνα δεν αποτυπώνονταν σε αντίστοιχα μεγέθη, αναφορικά με την αναπαραγωγή και την αύξηση του πληθυσμού. Οι εκτιμήσεις που υπάρχουν (Siampos, 1991) φανερώνουν ότι, αν και οι γενιές που γεννήθηκαν πριν από το 1870 πιθανώς αντικαταστάθηκαν (το επίπεδο αντικατάστασης εκτιμάται σε 6,1, 5,9 και 5,4 παιδιά ανά γυναίκα για τις γενιές του 1850, 1860 και 1870 αντίστοιχα), δεν συνέβη το ίδιο για τις γενιές που γεννήθηκαν από το 1880 και μετά.
Μια πιο αναλυτική ματιά για την εξέλιξη των δεικτών γονιμότητας κατά την μεταπολεμική περίοδο, φανερώνει ότι ο μέσος ετήσιος αριθμός παιδιών, μετά από κάποιες σχετικά ασθενείς μεταβολές από το 1956 έως το τέλος της δεκαετίας του 1970, μειώθηκε απότομα κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και κινήθηκε σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα για μία περίπου δεκαπενταετία (Διάγραμμα 10.1).
Σημείωση: Η χρονική διαφορά μεταξύ των δύο δεικτών είναι τα 28 έτη, το οποίο αποτελεί μια εκτίμηση της γενεαλογικής μέσης ηλικίας τεκνοποίησης.
Πηγή:Siampos (1991, σελ. 297, 300), Μπαλτάς (2014, σελ. 2, Πίνακας 1), Eurostat (2015α), EuropeanDemographicDataSheet (2012 και 2014), Κοτζαμάνης (1988, σελ. 157-158 και 183), Κοζαμάνης και Ανδρουλάκη. (2009, σελ 102-103), Μπάγκαβος (2003, σελ. 72) και ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 10.1 Δείκτης Ολικής Γονιμότητας (ΔΟΓ) και Δείκτης Γενεαλογικής Γονιμότητας (ΔΓΓ) στην Ελλάδα κατά την μεταπολεμική περίοδο.
Στη συνέχεια, η μικρή ανάκαμψη του Δ.Ο.Γ κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2000, συνοδεύτηκε από περαιτέρω συρρίκνωσή του κατά την τελευταία πενταετία.
Γενικά, στην Ελλάδα, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη μεταπολεμικά σε πολλές οικονομικά προηγμένες χώρες, δεν παρατηρήθηκε αύξηση της γονιμότητας την περίοδο 1945-1965 (γνωστή και ως baby-boom). Υπήρξε μόνο μια μικρή ανάκαμψη της μέσης ετήσιας γονιμότητας κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1960. Επιπλέον, στην Ελλάδα, αλλά και σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία, τα ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα γονιμότητας (lowest low fertility) της δεκαετίας του 1990 ήταν χωρίς ιστορικό προηγούμενο για την Ευρώπη. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, αν και ο αναλυτικός μηχανισμός μέσα από τον οποίο η οικονομική κρίση επηρεάζει τα επίπεδα γονιμότητας, δεν είναι πλήρως προσδιορισμένος, η συρρίκνωση της γονιμότητας κατά την τελευταία πενταετία συνδέεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τις δυσχερείς οικονομικές συνθήκες.
Επειδή οι μεταβολές των ετήσιων δεικτών γονιμότητας είναι συνάρτηση όχι μόνο της έντασης (αριθμός παιδιών), αλλά και του χρονοδιαγράμματος της γονιμότητας (μέση ηλικία τεκνοποίησης), είναι ενδιαφέρον να μελετηθεί, παράλληλα, η εξέλιξη της γονιμότητας των γενεών (Διάγραμμα 10.1). Αυτό που προκύπτει είναι ότι, ενώ ο Δ.Γ.Γ για τις γενιές των γυναικών που γεννήθηκαν περίπου έως τα μέσα της δεκαετίας του 1950 παρέμεινε σχετικά σταθερός (περίπου 2 παιδιά ανά γυναίκα), οι επόμενες γενιές έφερναν στον κόσμο όλο και λιγότερα παιδιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι για την νεότερη γενιά για την οποία μπορεί με σχετική βεβαιότητα να εκτιμηθεί ο μέσος αριθμός παιδιών (γενιά του 1972), ο αριθμός αυτός είναι γύρω στο 1,6.
Ένα επιπλέον ενδιαφέρον σημείο για την εξέλιξη της γονιμότητας, είναι η μελέτη του χρονοδιαγράμματός της, δηλαδή οι μεταβολές που συντελούνται διαχρονικά αναφορικά με τη μέση ηλικία απόκτησης των παιδιών. Γενικά, στις περιπτώσεις όπου ο ρόλος των γυναικών είναι στενά συνδεδεμένος με την αναπαραγωγή και την οικογένεια, η γονιμότητα είναι υψηλή και η μέση ηλικία τεκνοποίησης είναι χαμηλή, αφού η αναπαραγωγή ξεκινά από χαμηλές ηλικίες21. Η χειραφέτηση των γυναικών, καθώς και η διεύρυνση του φάσματος των προτιμήσεων και των επιλογών τους, συνδυάζονται με αύξηση της ηλικίας τεκνοποίησης και συρρίκνωσης του μέσου αριθμού παιδιών, δηλαδή: λιγότερα παιδιά και σε μεγαλύτερη ηλικία. Οι μεταβολές αυτές επηρεάζουν την εξέλιξη του Δ.Ο.Γ, από την άποψη ότι, μια αύξηση του δείκτη αυτού μπορεί να υποκρύπτει μεταβολές στο χρονοδιάγραμμα και όχι στην ένταση της γονιμότητας.
Πάντως, ανεξάρτητα από τη σχέση χρονοδιαγράμματος και μεταβολών του Δ.Ο.Γ, η μέση ηλικία τεκνοποίησης και η μέση ηλικία απόκτησης του πρώτου παιδιού αυξήθηκαν σημαντικά τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα (Διάγραμμα 10.2).
Πηγή:Eurostat (2015α).
Διάγραμμα 10.2 Μέση ηλικία τεκνοποίησης και μέση ηλικίας απόκτησης πρώτου παιδιού στην Ελλάδα από το 1960 έως το 2013.
Συγκριμένα, η μέση ηλικία τεκνοποίησης μετά από μια περίοδο συρρίκνωσης μεταξύ 1960 και 1980 (από τα 29 στα 26 έτη αντίστοιχα), αυξάνονταν συνεχώς, με αποτέλεσμα στις μέρες μας να είναι περίπου στα 31 έτη. Η αύξηση αυτή, συναρτάται με το γεγονός ότι, με την πάροδο του χρόνου οι γυναίκες αποφασίζουν να γίνουν μητέρες σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία. Είναι χαρακτηριστικό ότι, μεταξύ 1990 και 2013, η μέση ηλικία απόκτησης του πρώτου παιδιού αυξήθηκε από τα 26 στα 30 έτη.
Η έλευση των παιδιών σε μικρότερες ηλικίες κατά την περίοδο 1960-1980, καθώς και η «καθυστέρηση» στην εκδήλωση της γονιμότητας και «μετατόπιση» της γέννησης των παιδιών σε μεγαλύτερες ηλικίες από το 1980 και μετά, αποτυπώνεται στις διαχρονικές αλλαγές αναφορικά με το κατά ηλικία πρότυπο της γονιμότητας (Διάγραμμα 10.3).
Πηγή:Eurostat (2015β).
Διάγραμμα 10.3 Το κατά ηλικία πρότυπο γονιμότητας στην Ελλάδα σε επιλεγμένα έτη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ το 1960 η υψηλότερη γονιμότητα (περίπου 160 γεννήσεις σε 1.000 γυναίκες) εντοπίζονταν στις ηλικίες 25-29 ετών, το 1980 αφορούσε στις ηλικίες 20-24 ετών, το 2000 τις ηλικίες 25-29 ετών και το 2013 τις γυναίκες ηλικίας 30-34 ετών. Παράλληλα, συρρικνώνεται η ένταση της γονιμότητας, αφού τα υψηλότερα επίπεδα που παρατηρήθηκαν το 1960 και το 1980 ήταν περίπου διπλάσια από τα αντίστοιχα επίπεδα το 2000 και του 2013 (περίπου 80 γεννήσεις ανά 1.00 γυναίκες).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, παρουσιάζει και η αποτύπωση της εξέλιξης της γονιμότητας κατά ηλικία (Διάγραμμα 10.4). Αυτό που προκύπτει είναι ότι, η προαναφερόμενη ασθενής ανάκαμψη της γονιμότητας στην Ελλάδα κατά την δεκαετία του 1960 σχετίζεται με την αύξηση της γονιμότητας στις ηλικίες κάτω των 29 ετών. Η αύξηση στις ηλικίες 15-19 και 20-24 ετών συνεχίστηκε περίπου έως το 1980, γεγονός που αποτυπώνεται στην προαναφερόμενη μείωση της μέσης ηλικίας τεκνοποίησης μεταξύ των ετών 1960 και 1980. Αντίθετα, η διεύρυνση της ηλικίας αυτής από το 1980 και μετά, συναρτάται με την σταδιακή αύξηση της γονιμότητας στις ηλικίες άνω των 30 ετών και τη σχεδόν συνεχή μείωση στις ηλικίες κάτω των 30 ετών. Ενδιαφέρον, επίσης προκαλεί το γεγονός ότι η μείωση του ετήσιου δείκτη γονιμότητας κατά την τελευταία πενταετία, συνδέεται με τη μείωση της γονιμότητας σε όλες τις ηλικίες, εκτός από αυτή των 35 ετών και άνω.
Πηγή:Eurostat (2015β).
Διάγραμμα 10.4 Ειδικοί κατά ηλικιακές ομάδες δείκτες γονιμότητας στην Ελλάδα (1960-2013), (για 1.000 γυναίκες).
Αν και η πραγματική αποτύπωση του ρόλου του χρονοδιαγράμματος και της έντασης της γονιμότητας, για τις διαχρονικές μεταβολές του Δ.Ο.Γ στη μεταπολεμική Ελλάδα, θα απαιτούσε μια πιο εξειδικευμένη προσέγγιση δημογραφικής ανάλυσης (Κοτζαμάνης, 1988), αυτά τα οποία προκύπτουν συμπερασματικά είναι τα εξής. Γενικά στην Ελλάδα, η γονιμότητα ήταν και παραμένει ιδιαίτερα χαμηλή. Τα σχετικά υψηλά επίπεδα της μέσης ετήσιας γονιμότητας πριν το 1980 συναρτώνται περισσότερο με το χρονοδιάγραμμα (μείωση της μέσης ηλικίας τεκνοποίησης) παρά με την ένταση της γονιμότητας. Οι αλλαγές στο χρονοδιάγραμμα (αύξηση της μέσης ηλικίας τεκνοποίησης) επηρέασαν την εξέλιξη του Δ.Ο.Γ κατά την περίοδο μετά το 1980, αλλά η επίπτωση αυτή εμπίπτει σ’ ένα πλαίσιο ασθενούς έντασης της γονιμότητας.
10.1.4. Μορφές διαφορικής γονιμότητας στην Ελλάδα
10.1.4.1. Διαφορική γονιμότητα κατά φύλο
Γενικά στη Δημογραφία, η γονιμότητα των ανδρών αποτελεί ένα αντικείμενο το οποίο δεν μελετάται συχνά (Zhang, 2011). Παρόλα αυτά, η πρόσφατη οικονομική κρίση επανέφερε στο προσκήνιο το ενδιαφέρον της μελέτης της αναπαραγωγικής συμπεριφοράς και για τα δύο φύλα, στο βαθμό που οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες μπορούν να επηρεάσουν διαφορετικά τη γονιμότητα των ανδρών και των γυναικών. Το γεγονός ότι στην Ελλάδα, το σύστημα καταγραφής των γεννήσεων επιτρέπει να γνωρίζουμε την ηλικία όχι μόνο της μητέρας, αλλά και του πατέρα, συνδυάστηκε με την εκπόνηση μελετών αναφορικά με την διαφορική γονιμότητα κατά φύλο (Tragaki and Bagavos, 2014). Στον υπολογισμό των ετήσιων δεικτών γονιμότητας για άνδρες και γυναίκες ξεχωριστά, συνδυάζονται οι γεννήσεις, με βάση την ηλικία της μητέρας, σε σχέση με το μέσο πληθυσμό των γυναικών στις αντίστοιχες ηλικίες καθώς και οι γεννήσεις, με βάση την ηλικία του πατέρα, σε σχέση με το μέσο πληθυσμό των ανδρών στις αντίστοιχες ηλικίες.
Ένα πρώτο αποτέλεσμα το οποίο προκύπτει είναι ότι, στην Ελλάδα, οι γυναίκες, έχουν γενικά υψηλότερη γονιμότητα από τους άνδρες (Διάγραμμα 10.5). Μάλιστα, η διαφορά, ενώ είναι πολύ μικρή σε περιόδους μείωσης της γονιμότητας, τείνει να διευρύνεται σε περιόδους αύξησης της γονιμότητας. Αξίζει επίσης να σημειωθεί, ότι, παρά την διαφορά στο επίπεδο της γονιμότητας, η διαχρονική τάση εξέλιξής της δε διαφοροποιείται σημαντικά μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Πηγή: Tragaki and Bagavos (2014), Bagavos and Tragaki (υπό δημοσίευση) και ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 10.5 Δείκτες Ολικής Γονιμότητας για άνδρες και γυναίκες στην Ελλάδα (1992-2011).
Ένα δεύτερο σημείο προσοχής, αν κι ως ένα βαθμό είναι αναμενόμενο ως αποτέλεσμα, είναι ότι οι άνδρες γίνονται γονείς σε μεγαλύτερη ηλικία από ότι οι γυναίκες (Διάγραμμα 10.6). Παρατηρείται ότι, και στα δύο έτη (2001 και 2011) το ηλικιακό προφίλ της γονιμότητας των ανδρών είναι πιο «μετατοπισμένο» προς τα δεξιά, δηλαδή προς τις υψηλότερες ηλικίες. Γενικά, η διαφορά στη μέση ηλικία τεκνοποίησης είναι περίπου τα 5 έτη. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι, οι γυναίκες έως την ηλικία των 34 ετών έχουν ολοκληρώσει περίπου το 78-85% της γονιμότητάς τους, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στους άνδρες κυμαίνεται μεταξύ 51-59%.
Σημείωση: Η μέση ηλικίας τεκνοποίησης το 2001 ήταν 33,7 και 28,8 έτη για άνδρες και γυναίκες αντίστοιχα, ενώ τα μεγέθη για το 2011 ήταν 34,7 και 30 έτη. Μόνιμος πληθυσμός απογραφών 2001 και 2011.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2015α και 2015β) και Eurostat (2015γ).
Διάγραμμα 10.6 Το κατά ηλικία πρότυπο γονιμότητας ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα (2001, 2011).
10.1.4.2. Διαφορική γονιμότητα κατά επίπεδο εκπαίδευσης και κατάσταση απασχόλησης
Το επίπεδο εκπαίδευσης θεωρείται βασικός παράγοντας διαφοροποίησης της γονιμότητας (Wood et al., 2014; Vienna Yearbook of Population Research, 2012). Μέσα από ένα σχετικά άγνωστο πλέγμα αλληλεπιδράσεων, η αύξηση του εκπαιδευτικού επιπέδου επιδρά στη γονιμότητα μέσω του χρόνου ο οποίος απαιτείται για την ολοκλήρωση μιας εκπαιδευτικής βαθμίδας, αλλά κυρίως μέσω των αλλαγών που αυτή επιφέρει αναφορικά με τις στάσεις και τις προτιμήσεις των ατόμων. Ίσως η σημαντικότερη από τις αλλαγές αυτές συναρτάται με το γεγονός ότι, το υψηλό μορφωτικό επίπεδο συσχετίζεται με τη μεγαλύτερη συμμετοχή των ατόμων στην αγορά εργασίας.
Στην Ελλάδα, η μέση γονιμότητα των γυναικών διαφοροποιείται σημαντικά, ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο (Πίνακας 10.2).
Σημείωση: Χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο: Δεν έχουν ολοκληρώσει το λύκειο. Μέσο εκπαιδευτικό επίπεδο: Έχουν ολοκληρώσει το λύκειο αλλά δεν έχουν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Υψηλό: Έχουν τουλάχιστον πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Μόνιμος πληθυσμός απογραφών 2001 και 2011.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2015α και 2015γ) και Eurostat (2015γ).
Πίνακας 10.2 Δείκτης Ολικής Γονιμότητας (ΔΟΓ) κατά εκπαιδευτικό επίπεδο και φύλο στην Ελλάδα σε επιλεγμένα έτη (2001, 2011).
Μάλιστα, η διαφοροποίηση αυτή αποτυπώνεται και με βάση την γενεαλογική γονιμότητα (Bagavos, 2010). Αντίθετα, στους άνδρες, ο βαθμός διαφοροποίησης είναι αισθητά περιορισμένος. Συγκεκριμένα, οι γυναίκες χαμηλού μορφωτικού επιπέδου έχουν αισθητά υψηλότερη γονιμότητα από εκείνες με μέσο και κυρίως με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Το 2001 και το 2011 ο Δ.Ο.Γ των γυναικών οι οποίες ήταν απόφοιτες γυμνασίου είχαν μεταξύ 18% και 77% υψηλότερη γονιμότητα από όσες ήταν απόφοιτες λυκείου ή είχαν ολοκληρώσει τις σπουδές σε μια ανώτατης σχολής. Πάντως, το ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο γονιμότητας των γυναικών αυτών, το 2011 (2,14) θα πρέπει πιθανότατα να συνδυαστεί με την παρουσία αλλοδαπών γυναικών στην Ελλάδα (βλ. Κεφάλαιο 12).
Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των φύλων είναι ακόμη πιο έντονες εάν ληφθεί υπόψη η διάσταση της κατάστασης απασχόλησης (Πίνακας 10.3). Στην περίπτωση των ανδρών, η γονιμότητα σχετίζεται αποκλειστικά με τους απασχολούμενους, αφού ο Δ.Ο.Γ αυτών που δεν απασχολούνται (είτε είναι άνεργοι, είτε βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας) είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Είναι πιθανό, το εύρος της διαφορικής γονιμότητας των ανδρών με βάση την κατάσταση απασχόλησης, να υποδηλώνει ότι στην Ελλάδα, η απασχόληση αποτελεί μια αναγκαία συνθήκη για τους άνδρες προκειμένου να αποφασίσουν να αποκτήσουν παιδιά.
Σημείωση: Στους μη απασχολούμενους συμπεριλαμβάνονται οι άνεργοι και οι μη-ενεργοί (άτομα που δεν είναι ούτε απασχολούμενοι ούτε άνεργοι). Μόνιμος πληθυσμός απογραφών 2001 και 2011.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2015α και 2015δ) και Eurostat (2015γ).
Πίνακας 10.3 Δείκτης Ολικής Γονιμότητας (ΔΟΓ) κατά κατάσταση απασχόλησης και φύλο στην Ελλάδα σε επιλεγμένα έτη (2001, 2011).
Το ενδιαφέρον στοιχείο στην περίπτωση των γυναικών είναι ότι η απασχόλησή τους δε συνοδεύεται απαραίτητα από χαμηλή γονιμότητα. Έτσι, ενώ το 2001 οι απασχολούμενες γυναίκες έφεραν στον κόσμο λιγότερα παιδιά από τις μη-απασχολούμενες (1,13 και 1,35 αντίστοιχα), το 2011 ο Δ.Ο.Γ των απασχολούμενων γυναικών ήταν περίπου 16% υψηλότερος από αυτόν των μη-απασχολούμενων (1,53 και 1,31 αντίστοιχα). Αν και το αποτέλεσμα αυτό δε θα μπορούσε απαραίτητα να γενικευτεί, θα μπορούσε παρόλα αυτά να συνδυαστεί με το αυξανόμενο μορφωτικό επίπεδο των γυναικών.
Στον Πίνακα 10.4 εμφανίζονται τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων για τη μέση γονιμότητα ανδρών και γυναικών με βάση το μορφωτικό επίπεδο και την κατάσταση απασχόλησης το έτος 2011. Στην περίπτωση των ανδρών, τα αποτελέσματα είναι παρόμοια με τα παραπάνω, δηλαδή, ανεξάρτητα από το μορφωτικό επίπεδο, η γονιμότητα των ανδρών είναι υπόθεση των απασχολούμενων και όχι των μη-απασχολούμενων. Αντίθετα, στις γυναίκες χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και οι οποίες δεν απασχολούνται, εμφανίζεται υψηλότερη γονιμότητα (2,36). Πάντως, στην περίπτωση των γυναικών θα πρέπει να σταθεί κανείς στο γεγονός ότι, οι απασχολούμενες τόσο με μέσο όσο και με υψηλό μορφωτικό επίπεδο έχουν υψηλότερη γονιμότητα (1,62 και 1,37 αντίστοιχα) από αυτές που δεν απασχολούνται (1,27 και 0,76 για μέσο και υψηλό μορφωτικό επίπεδο αντίστοιχα). Τα αποτελέσματα αυτά αφήνουν να διαφανεί ότι, όταν η βελτίωση του εκπαιδευτικού επιπέδου των γυναικών συνδυάζεται με επακόλουθη απασχόλησή τους στην αγορά εργασίας, η γονιμότητά τους είναι υψηλότερη από αυτή που θα είχαν εάν δεν απασχολούνταν.
Σημείωση: Μόνιμος πληθυσμός απογραφής 2011.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2015α) και Eurostat (2015γ).
Πίνακας 10.4 Δείκτης Ολικής Γονιμότητας (ΔΟΓ) κατά επίπεδο εκπαίδευσης, κατάσταση απασχόλησης και φύλο στην Ελλάδα το 2011.
10.1.4.3. Διαφορική γονιμότητα κατά εκπαιδευτικό επίπεδο και εκπαιδευτικό πεδίο
Μία επιπλέον διάσταση η οποία σχετίζεται με την εκπαίδευση και τη γονιμότητα, αφορά όχι τόσο στο εκπαιδευτικό επίπεδο, όσο στο εκπαιδευτικό πεδίο και την ειδίκευση που αυτό παρέχει (Hoem et al., 2006). Η επιλογή του εκπαιδευτικού πεδίου σχετίζεται με τη γονιμότητα μέσω μιας σειράς αλληλεπιδράσεων. Αρχικά, η επιλογή αυτή μπορεί να υποδηλώνει τις στάσεις και τις προτιμήσεις των ατόμων σε σχέση με την αναπαραγωγή. Επιπρόσθετα, μπορεί να καθορίσει το είδος απασχόλησης των ατόμων και επομένως, την μελλοντική δυνατότητα συνύπαρξης επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής. Τέλος, η επιλογή αυτή, μπορεί στην διάρκεια σπουδών του ατόμου, να διαμορφώσει στάσεις και προτιμήσεις αναφορικά με τη γονιμότητα.
Στην Ελλάδα, η διερεύνηση της σχέσης εκπαιδευτικού πεδίου και γονιμότητας είναι εφικτή, με βάση τα δεδομένα των απογραφών τα οποία αναφέρονται στον αριθμό παιδιών και στο τμήμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από το όποιο έχουν αποφοιτήσει οι ερωτώμενες γυναίκεςΣτην Ελλάδα, η διερεύνηση της σχέσης εκπαιδευτικού πεδίου και γονιμότητας είναι εφικτή, με βάση τα δεδομένα των απογραφών τα οποία αναφέρονται στον αριθμό παιδιών και στο τμήμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από το όποιο έχουν αποφοιτήσει οι ερωτώμενες γυναίκες (Bagavos, 2010). (Bagavos, 2010).
Στον Πίνακα 10.5 αποτυπώνονται τα αποτελέσματα μιας τέτοιας προσέγγισης που βασίζεται στα δεδομένα της απογραφής του 2001 για τις γυναίκες που γεννήθηκαν στην Ελλάδα μεταξύ των ετών 1955-1959 (γενιά 1955-59). Στο ποσοστό των γυναικών χωρίς παιδιά, που είναι ο κατ’εξοχήν δείκτης γονιμότητας για τις αναλύσεις αυτές (Bagavos, 2010), έχουν προστεθεί ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα και ο μέσος αριθμός παιδιών ανά μητέρα της γενιάς αυτής (Δ.Γ.Γ), αφού οι αντίστοιχες γυναίκες το 2001 είχαν συμπληρώσει την ηλικία των 40 ετών. Η κατάταξη των εκπαιδευτικών πεδίων έγινε με βάση την διεθνή πρακτική (ISCED_1997) και αφορά μόνο στις γυναίκες με πτυχίο ΑΕΙ.
Πηγή:Bagavos (2010) και ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από την απογραφή του 2001.
Πίνακας 10.5 Ποσοστό γυναικών χωρίς παιδιά και Δείκτες Γενεαλογικής Γονιμότητας των γυναικών και των μητέρων κατά επίπεδο εκπαιδευτικό πεδίο στην Ελλάδα (γυναίκες με πτυχίο ΑΕΙ που γεννήθηκαν μεταξύ 1955 και 1959).
Από τα αποτελέσματα προκύπτει ότι, το υψηλότερο ποσοστό των γυναικών που δεν τεκνοποίησε, εντοπίζεται σ’ αυτές που έχουν αποφοιτήσει από Τμήματα Καλών Τεχνών (29,3%) και Θεολογίας (26,6%), ενώ το υψηλότερο ποσοστό αυτών που έγιναν μητέρες αφορά σε εκπαιδευτικά πεδία, όπως η Οδοντιατρική (14,8%), η Χημεία (16,7%) και τα Μαθηματικά (17%). Γενικά, περίπου για τις μισές από τις προαναφερόμενες σχολές τα ποσοστά των γυναικών χωρίς παιδιά είναι πάνω από το μέσο όρο που αφορά στο σύνολο των ΑΕΙ (18,9%) και για τις υπόλοιπες μισές είναι κάτω από το επίπεδο αυτό.
Η παράλληλη εξέταση του μέσου αριθμού παιδιών ανά γυναίκα και ανά μητέρα, οδηγεί σε μία ενδιαφέρουσα επισήμανση. Τα υψηλά ποσοστά γυναικών χωρίς παιδιά για κάποια εκπαιδευτικά πεδία, δεν σημαίνουν απαραίτητα ότι όλες οι γυναίκες με τα αντίστοιχα πτυχία είχαν χαμηλή γονιμότητα. Ειδικότερα, γι’ αυτές με πτυχίο θεολογικής, όπου όπως προαναφέρθηκε, τα ποσοστά των γυναικών χωρίς παιδιά είναι υψηλά, ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα και, κυρίως, ο μέσος αριθμός παιδιών ανά μητέρα είναι επίσης υψηλός (1,62 και 2,20 αντίστοιχα). Το ίδιο θα μπορούσε να παρατηρηρηθεί και στην περίπτωση των τμημάτων νοσηλευτικής, όπου ενώ τα ποσοστά αυτών που δεν έγιναν μητέρες είναι κοντά στο μέσο όρο (18,7%), η μέση γονιμότητα των γυναικών (1,74) και των μητέρων (2,14) είναι από τις υψηλότερες. Το γεγονός αυτό παραπέμπει σε κάποιες καταστάσεις «επιλεκτικότητας-selectivity», από την άποψη ότι, στις προαναφερόμενες κατηγορίες εκπαιδευτικών επιπέδων, διαφαίνονται δύο κατηγορίες γυναικών: αυτές που δε φέρνουν στο κόσμο παιδιά και αυτές που φέρνουν στον κόσμο σχετικά πολλά παιδιά.
Αναμφίβολα, το τελικό επίπεδο γονιμότητας των γυναικών, συναρτάται μεν με το εκπαιδευτικό πεδίο, αλλά και με την άσκηση συγκεκριμένου επαγγέλματος μετά την λήψη του πτυχίου. Αυτό σημαίνει, ότι ακόμη και στην περίπτωση της λήψης πτυχίου από το ίδιο τμήμα, η τελική γονιμότητα των γυναικών μπορεί να διαφοροποιείται ανάλογα με το είδος και τις συνθήκες απασχόλησής τους. Στον Πίνακα 10.6 αποτυπώνονται κάποιες διαφοροποιήσεις που προκύπτουν από τον συνδυασμό του εκπαιδευτικού πεδίου με το επάγγελμα των γυναικών της προαναφερόμενης γενιάς. Τα εκπαιδευτικά πεδία αφορούν στις φυσικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, στο δίκαιο και στα οικονομικά. Στην περίπτωση τόσο των φυσικών όσο και των ανθρωπιστικών επιστημών, οι γυναίκες πτυχιούχοι που εργάζονταν ως καθηγήτριες μέσης εκπαίδευσης στο Δημόσιο είχαν γενικά υψηλότερη γονιμότητα από εκείνες που ασκούσαν το ίδιο επάγγελμα στον Ιδιωτικό τομέα (ιδιωτικά σχολεία ή φροντιστήρια). Παρόμοιες διαφοροποιήσεις εντοπίζονται για όσες τελείωσαν νομικές σχολές και απασχολούνται είτε ως δικηγόροι ή σύμβουλοι επιχειρήσεων είτε ως συμβολαιογράφοι, καθώς και γι αυτές που έχουν πτυχίο οικονομικών και απασχολούνται είτε ως ελεύθεροι επαγγελματίες είτε ως οικονομολόγοι στο δημόσιο. Αναμφίβολα, οι οικονομικές απολαβές και η δυνατότητα που έχουν τα άτομα, στο πλαίσιο της άσκησης συγκεκριμένης απασχόλησης, να ανταποκρίνονται στις επαγγελματικές και οικογενειακές τους υποχρεώσεις, συναρτώνται με τις προαναφερόμενες διαφοροποιήσεις.
Πηγή: Bagavos (2010) και ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από την απογραφή του 2001.
Πίνακας 10.6 Ποσοστό γυναικών χωρίς παιδιά και Δείκτες Γενεαλογικής Γονιμότητας των γυναικών και των μητέρων κατά εκπαιδευτικό πεδίο και επάγγελμα στην Ελλάδα (γυναίκες που γεννήθηκαν μεταξύ 1955 και 1959).
10.1.4.4. Διαφορική γονιμότητα κατά βαθμό αστικότητας και γεωγραφική περιοχή
Η αναφορά σε καταστάσεις διαφορικής γονιμότητας με βάση το βαθμό αστικότητας, παραπέμπει σε μια περισσότερο ιστορική διάσταση των καταστάσεων αυτών, υπό την έννοια ότι παλαιότερα, οι έντονες κοινωνικο-οικονομικές διαφοροποιήσεις μεταξύ αγροτικού και αστικού περιβάλλοντος ήταν καθοριστικές για την διαμόρφωση των διαφορών στα επίπεδα γονιμότητας. Στην πιο πρόσφατη περίοδο, αυτό που επιπλέον μπορεί να ενδιαφέρει για την περίπτωση της Ελλάδας, είναι εάν η κοινωνικο-οικονομική σύγκλιση μεταξύ αγροτικών και αστικών περιοχών ή μεταξύ γεωγραφικών ενοτήτων συνοδεύεται από μια αντίστοιχη εξέλιξη αναφορικά με τη γονιμότητα.
Τα στοιχεία που διαμορφώνουν το πλαίσιο των διαφοροποιήσεων μεταξύ αγροτικών και αστικών περιοχών ή μεταξύ γεωγραφικών περιφερειών, καθώς και η σύνδεσή τους με την διαφορική γονιμότητα, συναρτώνται, κυρίως, με την θέση της γυναίκας, με τη γνώση και τη χρήση της αντισύλληψης, με το ρόλο της οικογένειας, ως μονάδα παραγωγής, με την δυνατότητα ανταπόκρισης των ατόμων στις οικογενειακές και τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις, καθώς και με το εύρος των δραστηριοτήτων που προσφέρονται στους γονείς στο πλαίσιο της ανατροφής των παιδιών τους. Επιπρόσθετα, οι ευκαιρίες εξω-οικιακής απασχόλησης, μέσα σ’ ένα καθεστώς βελτίωσης του μορφωτικού επιπέδου, συνιστούν καθοριστικό παράγοντα των διαφοροποιήσεων, αναφορικά με την αναπαραγωγική συμπεριφορά των ατόμων.
Εξετάζοντας τη γονιμότητα επιλεγμένων γενεών στην Ελλάδα, παρατηρείται ότι η διαφορά μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών υφίσταται (Πίνακας 10.7). Με βάση την απογραφή του 2001, εκτιμάται ότι η γενεαλογική γονιμότητα για γενιές που έχουν ολοκληρώσει την αναπαραγωγή τους ήταν περίπου 13% υψηλότερη στις αγροτικές (2,12) από ό,τι στις αστικές περιοχές (1,87). Η διαφορά αυτή είναι κάπως πιο υψηλή (μεταξύ 14% και 17%) για τις νεότερες γενιές, αν και το αποτέλεσμα αυτό συναρτάται με το ότι, πιθανότατα στις αστικές περιοχές δεν έχει ολοκληρωθεί η αναπαραγωγική συμπεριφορά των γυναικών, η οποία αναφέρεται, συνήθως, σε μεγαλύτερες ηλικίες από ό,τι στις αγροτικές περιοχές.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από την απογραφή του 2001, ΕΛΣΤΑΤ (2015ε).
Πίνακας 10.7 Δείκτης Γενεαλογικής Γονιμότητας (ΔΓΓ) κατά βαθμό αστικότητας στην Ελλάδα (γυναίκες που γεννήθηκαν μεταξύ 1950-1954, 1955-1959 και 1960-1964).
Η γεωγραφική διάσταση των διαφορών (Πίνακας 10.8), η οποία συναρτάται με την εκάστοτε κατάταξη σε γεωγραφικές περιφέρειες-ενότητες καταδεικνύει ότι, στην Αττική, η μέση γονιμότητα των προαναφερόμενων γενεών ήταν περίπου κατά 9%με 13% χαμηλότερη από ό,τι η μέση γονιμότητα για το σύνολο της χώρας.
Αντίθετα, σε όλες τις γενιές, στα Νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη, καθώς και στην Κεντρική Ελλάδα, τα μεγέθη ήταν περίπου κατά 10% υψηλότερα από τον εθνικό μέσο όρο, ενώ ήταν επίσης γύρω στο 4% με 6% υψηλότερα στη Βόρεια Ελλάδα.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από την απογραφή του 2001, ΕΛΣΤΑΤ (2015ε).
Πίνακας 10.8 Δείκτης Γενεαλογικής Γονιμότητας (ΔΓΓ) κατά γεωγραφική ενότητα στην Ελλάδα (γυναίκες που γεννήθηκαν μεταξύ 1950-1954, 1955-1959 και 1960-1964).
Πάντως, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο, αφορά τη διαχρονική εξέλιξη των διαφοροποιήσεων. Εάν, για τις προαναφερόμενες γεωγραφικές περιοχές, γίνει αντιπαραβολή της εξέλιξης του Δ.Ο.Γ για την περίοδο 1990-2013, με την αντίστοιχη μεταβολή για το σύνολο της χώρας, διαπιστώνεται ότι με την πάροδο του χρόνου, οι διαφορές στη μέση γονιμότητα συρρικνώνονται (Διάγραμμα 10.7). Η εξέλιξη αυτή συναρτάται, κυρίως, με τη μείωση των διαφορών μεταξύ του συνολικού μέσου όρου και της γονιμότητας στα Νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη. Γενικά, υπάρχει μια τάση σύγκλισης των επιπέδων γονιμότητας, η οποία πιθανόν να σχετίζεται με μιας μορφής συρρίκνωση των διαφορών κοινωνικο-οικονομικού χαρακτήρα μεταξύ των προαναφερόμενων περιοχών.
Σημείωση: Οι χωρικές ενότητες είναι αυτές του 2010.
Πηγή: Eurostat (2015δ).
Διάγραμμα 10.7 Γεωγραφικές διαφοροποιήσεις αναφορικά με τον Δείκτη Ολικής Γονιμότητας στην Ελλάδα (1990-2013), (ΔΟΓ ίσος με 1 σε εθνικό επίπεδο).
10.2. Συνολική και διαφορική θνησιμότητα στην Ελλάδα
10.2.1 Το γενικό πλαίσιο και οι προσδιοριστικοί παράγοντες της μείωσης της θνησιμότητας
Η μελέτη των παραγόντων που ιστορικά επηρέασαν την εξέλιξη των επιπέδων θνησιμότητας συνδέεται άμεσα με τις αλλαγές αναφορικά με τη σημαντικότητα συγκεκριμένων αιτιών θανάτου στις διάφορες χρονικές περιόδους. Επιπλέον, οι αλλαγές αυτές, έχουν άμεση συνάρτηση με τον βαθμό κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης. Το πρότυπο της διαχρονικής συρρίκνωσης της θνησιμότητας, όπως αυτό παρατηρήθηκε αρχικά στην Ευρώπη και στην συνέχεια στον υπόλοιπο κόσμο, φανερώνει ότι, η υψηλή θνησιμότητα που επικρατούσε στην Γηραιά Ήπειρο περίπου έως τα μέσα του 18ου αιώνα, ήταν αποτέλεσμα της διάδοσης μεταδοτικών και μολυσματικών ασθενειών. Αυτή, η κατά κάποιο τρόπο «εξωγενής» θνησιμότητα, η οποία έπληττε κυρίως δύο ηλικιακές ομάδες ιδιαίτερα ευάλωτες στις μολυσματικές παθήσεις, τα βρέφη και τα παιδιά έως την ηλικία των πέντε (5) ετών, αντικατοπτρίζονταν στα χαμηλά επίπεδα της μέσης διάρκειας ζωής (γύρω στα 25-30 έτη). Αυτό βέβαια δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πριν την δημογραφική μετάβαση η θνησιμότητα παρέμενε σταθερά σε υψηλά επίπεδα (Chesnais, 1986). Υπήρχαν χρονικές περίοδοι κατά τις οποίες η θνησιμότητα μειώνονταν. Η διαφορά σε σχέση με αυτό που συνέβη τους τελευταίους δύο αιώνες, έγκειται στο γεγονός ότι η όποια συρρίκνωση της θνησιμότητας ήταν παροδική και δεν είχε σταθερό-μόνιμο χαρακτήρα. Ουσιαστικά, μετά την περίοδο μείωσης της θνησιμότητας, συνήθως ακολουθούσε μια απότομη αύξησή της («θνησιμότητα κρίσης»), ως συνέπεια π.χ. μιας κακής σοδειάς ή της εμφάνισης μιας μεταδοτικής ασθένειας η οποία σε κάποιες περιπτώσεις αφάνιζε το 40% του πληθυσμού μιας περιοχής.
Στην πορεία, μέσα σ’ ένα πλαίσιο κοινωνικο-οικονομικού εκσυγχρονισμού, άρχισαν να αντιμετωπίζονται οι μεταδοτικές ασθένειες, να συρρικνώνεται η βρεφική και η παιδική θνησιμότητα και σταδιακά ν’ αυξάνει το προσδόκιμο επιβίωσης στη γέννηση. Παράλληλα, διευρύνεται η σημασία μιας, ως ένα βαθμό, «ενδογενούς» θνησιμότητας η οποία πλέον σχετίζεται με πιο σύγχρονες αιτίες θανάτου και ειδικότερα με τις εκφυλιστικές παθήσεις. Με την πάροδο του χρόνου, η μείωση της θνησιμότητας αφορά στις ενδιάμεσες ηλικίες και με πιο αργούς ρυθμούς στις μεγαλύτερες ηλικίες.
Ουσιαστικά, το προαναφερόμενο, και ως ένα βαθμό γενικευμένο, πρότυπο μιας «μετάβασης» από υψηλά σε σταθερά χαμηλά επίπεδα θνησιμότητας και από χαμηλά σε σταθερά υψηλά προσδόκιμα επιβίωσης, υποδεικνύει ότι, η υψηλή θνησιμότητα συναρτάται με χαμηλό βαθμό κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης. Το γεγονός αυτό επιτρέπει την εξάπλωση μεταδοτικών ασθενειών, εξέλιξη η οποία οδηγεί σε υψηλά επίπεδα βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας και συνεπώς σε ασθενή προσδόκιμα επιβίωσης. Αντίθετα, μέσα από τη σταδιακή διεύρυνση της κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης, αντιμετωπίζονται οι μολυσματικές ασθένειες, ελαχιστοποιείται η θνησιμότητα των βρεφών και των παιδιών και αυξάνει η μέση διάρκεια ζωής. Επιπλέον, διευρύνεται η σημασία των εκφυλιστικών παθήσεων, οι οποίες πλήττουν τα μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα, χωρίς παρόλα αυτά να εμποδίζεται η περαιτέρω αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης.
Η απαρχή της σταθερής μείωσης της θνησιμότητας, ως συνέπεια της αντιμετώπισης των μεταδοτικών ασθενειών, συναρτάται κυρίως με τέσσερις παράγοντες: α) την ατομική υγιεινή (π.χ. ο συχνός καθαρισμός και η χρήση του σαπουνιού), β) τη δημόσια υγιεινή (π.χ. η δημιουργία ενός σύγχρονου συστήματος ύδρευσης και αποχέτευσης), γ) τη βελτίωση των συνθηκών διατροφής και δ) την ιατρική πρόοδο (Ταπεινός, 1993). Σε μια πρώτη φάση, οι δύο πρώτοι παράγοντες έχουν ιδιαίτερη σημασία, αφού η βελτίωση της ατομικής και της δημόσιας υγιεινής εμποδίζουν την μετάδοση των ασθενειών μεταξύ ατόμων ή την μετάδοση ασθενειών μέσω των λημμάτων και του μη-πόσιμου νερού. Η σημασία της διατροφής έγκειται στο γεγονός ότι, στο βαθμό που τα άτομα λαμβάνουν ένα ικανοποιητικό αριθμό θερμίδων, δηλαδή παύουν να υποσιτίζονται, ο οργανισμός τους καθίσταται πιο ανθεκτικός σε νόσους που σχετίζονται με μολυσματικές ασθένειες. Σε ό,τι αφορά στην ιατρική πρόοδο, η αναμφίβολα θετική επίπτωσή της πιθανότατα έπεται των άλλων τριών παραγόντων, στο βαθμό που οι εμβολιασμοί και η θεραπεία σ’ ένα ασφαλές νοσοκομειακό περιβάλλον απαίτησαν αρκετό χρόνο προκειμένου να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά για την αντιμετώπιση των μεταδοτικών ασθενειών. Πάντως, με την πάροδο του χρόνου, ο τελευταίος αυτός παράγοντας κατέστη αναμφίβολα ο πιο σημαντικός για την αντιμετώπιση της θνησιμότητας.
Γενικά, η ελαχιστοποίηση της θνησιμότητας, μπορεί να αποδοθεί σε δύο κατηγορίες παραγόντων: α) τους οργανωτικούς, και β) τους πολιτιστικούς ή πολιτισμικούς (Τσαούσης, 1997). Οι πρώτοι αφορούν στα μέτρα που λαμβάνει και στα μέσα που χρησιμοποιεί η πολιτεία προκειμένου να αντιμετωπιστεί η θνησιμότητα, ενώ οι δεύτεροι παράγοντες συναρτώνται με τον βαθμό αποδοχής και χρήσης των μέτρων και των μέσων αυτών από τα άτομα που αποτελούν ένα πληθυσμό. Στους οργανωτικούς παράγοντες εντάσσονται η γενικότερη πρόοδος στον τομέα της ιατρικής, η παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, η λήψη μέτρων προληπτικής ιατρικής, καθώς και η γενικότερη βελτίωση της δημόσιας υγιεινής. Στους πολιτιστικούς ή πολιτισμικούς παράγοντες ιδιαίτερη θέση κατέχει η αύξηση του επιπέδου εκπαίδευσης του πληθυσμού. Ουσιαστικά, με την βελτίωση του μορφωτικού επιπέδου, τα άτομα αναγνωρίζουν τη σημασία της σύγχρονης ιατρικής και της πρόληψης, πείθονται για το γεγονός ότι υπάρχουν μορφές θνησιμότητας που είναι αντιμετωπίσιμες, δίνουν ιδιαίτερη σημασία στην ατομική υγιεινή και αποφεύγουν στάσεις και συμπεριφορές που συσχετίζονται με υψηλό κίνδυνο θνησιμότητας.
10.2.2. Η μακροχρόνια πτώση της θνησιμότητας στην Ελλάδα
Η διαρκής συρρίκνωση της θνησιμότητας στην Ελλάδα τα τελευταία 130 χρόνια, αποτυπώνεται εύλογα στην εξέλιξη του προσδόκιμου επιβίωσης κατά τη γέννηση (Διάγραμμα 10.8). Από τους διαθέσιμους πίνακες επιβίωσης προκύπτει ότι, ενώ ένα βρέφος που γεννήθηκε στην Ελλάδα στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, είχε μπροστά του περίπου 37 χρόνια ζωής, σήμερα το αντίστοιχο μέγεθος είναι 2,2 φορές υψηλότερο (81,4 έτη). Μάλιστα οι εκτιμήσεις για τα μέσα του 19ου αιώνα (Σιάμπος, 1973; Βαλαώρας, 1974), δίνουν ένα προσδόκιμο επιβίωσης περίπου στα 28 έτη.
Πηγή: Παπαδάκης και Τσίμπος. (1993, σελ. 70), Eurostat (2015ε) και ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 10.8: Η διαχρονική αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης στη γέννηση στην Ελλάδα (σύνολο φύλων).
Η ιδιαίτερα σημαντική συρρίκνωση της θνησιμότητας, σχετίζεται με τη μείωση των πιθανοτήτων θανάτου στις διάφορες ηλικίες. Βέβαια, η μείωση αυτή δεν είναι της ίδιας έντασης για όλες τις ηλικίες (Διάγραμμα 10.9). Αυτό που κυρίως έχει αλλάξει στο κατά ηλικία πρότυπο θνησιμότητας, δεν είναι η μορφή της καμπύλης, αλλά το γεγονός ότι σε κάθε ηλικία, ο κίνδυνος θνησιμότητας είναι σήμερα χαμηλότερος από ό,τι ήταν κατά το παρελθόν, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στη μετατόπιση της καμπύλης προς τα κάτω. Επεξηγηματικά, τα άτομα μετά τη γέννησή τους, εξακολουθούν να διατρέχουν μειωμένο κίνδυνο θνησιμότητας, έως περίπου την ηλικία των 10 ετών και στη συνέχεια ο κίνδυνος αυτός αυξάνει, σχεδόν γραμμικά, έως ότου αποβιώσουν. Μ’ άλλα λόγια, αυτό που έχει αλλάξει είναι η μέση διάρκεια ζωής και όχι η μακροζωία, η αύξηση της οποίας θα απαιτούσε την αντιμετώπιση της θνησιμότητας που οφείλεται στο γήρας. Παρά τις σημαντικές προόδους που έχουν συντελεστεί, ο μηχανισμός γήρανσης των κυττάρων του ανθρώπινου οργανισμού παραμένει ακόμη σχετικά άγνωστος, γεγονός που αποτρέπει την αντιμετώπιση της θνησιμότητας που οφείλεται στη γήρανση του ανθρώπινου οργανισμού.
Πηγή: ΕΣΥΕ, (1964 σελ. 18), Παπαδάκης και Τσίμπος. (1993, σελ. 66), Eurostat (2015ε) και ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 10.9: Το κατά ηλικία πρότυπο θνησιμότητας (πιθανότητες θανάτου) στην Ελλάδα το 1879 και το 2013, (σύνολο φύλων, πενταετείς ομάδες ηλικιών).
Από το Διάγραμμα 10.10 προκύπτει ότι, η μείωση της θνησιμότητας στις ηλικίες από 0 έως 14 ετών ήταν πάνω 98%. Σημαντική μείωση παρατηρήθηκε μεταξύ 15 και 49 ετών (μεταξύ 80% και 95%), ενώ από τα 50 έως τα 85 έτη η μείωση ήταν της τάξης του 50% με 80%. Επιπρόσθετα, οι μεταβολές ήταν πιο έντονες για τις γυναίκες από ό,τι για τους άνδρες.
Πηγή: ΕΣΥΕ, (1964 σελ. 18), Παπαδάκης κ.α. (1993, σελ. 66), Eurostat (2015ε) και ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 10.10 Η μείωση (%) των πιθανοτήτων θανάτου κατά ηλικιακή ομάδα και φύλο στην Ελλάδα μεταξύ 1879 και 2013.
Όπως προαναφέρθηκε, ιδιαίτερη σημασία για τη μείωση της θνησιμότητας, θα πρέπει να αποδοθεί στη συρρίκνωση της βρεφικής θνησιμότητας (Διάγραμμα 10.11). Η τεράστια μείωση της θνησιμότητας των βρεφών αποτυπώνεται στο γεγονός ότι ενώ στα μέσα του 19ου αιώνα ένα στα πέντε βρέφη (200/1.000) απεβίωνε πριν συμπληρώσει την ηλικία του ενός έτους, σήμερα ο κίνδυνος αυτός αφορά μόνο 3 στα 1.000 βρέφη.
Σημείωση: Διορθωμένα μεγέθη για τα έτη μεταξύ 1956 και 1970.
Πηγή: Valaoras (1960, σελ. 132, Πίνακας 3), ΕΣΥΕ (1980 σελ. 72, Πίνακας 31), Eurostat (2015στ) και ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 10.11 Βρεφική θνησιμότητα στην Ελλάδα (1860-2013), (για 1.000 γεννήσεις).
Η εξέλιξη αυτή είχε άμεση επίπτωση στην αύξηση της μέσης διάρκειας ζωής (Διάγραμμα 10.12), τουλάχιστον έως τις τρείς πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Στην πιο πρόσφατη περίοδο, η εξέλιξη του προσδόκιμου επιβίωσης στη γέννηση δεν συναρτάται με τη βρεφική θνησιμότητα, αλλά με τη συρρίκνωση των επιπέδων θνησιμότητας σε ηλικίες άνω των 45-50 ετών.
Σημείωση: Διορθωμένα μεγέθη για την βρεφική θνησιμότητα στα έτη μεταξύ 1956 και 1970.
Πηγή:Valaoras (1960, σελ. 132, Πίνακας 3), ΕΣΥΕ (1964, σελ. 18, Πίνακας 2), ΕΣΥΕ (1980 σελ. 72, Πίνακας 31), Eurostat (2015ε και 2015στ) και ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 10.12 Σχέση μεταξύ βρεφικής θνησιμότητας και προσδόκιμου επιβίωσης στη γέννηση στην Ελλάδα (1860-2013).
Πίσω από την μείωση της βρεφικής θνησιμότητας, βρίσκεται η σταδιακή αντιμετώπιση των μεταδοτικών ασθενειών στην Ελλάδα. Γενικά, με το πέρασμα του χρόνου, διευρύνεται ο αριθμός των θανάτων που σχετίζεται με τις εκφυλιστικές παθήσεις, ενώ συρρικνώνεται δραστικά η σημαντικότητα των μολυσματικών ασθενειών (Πίνακας 10.9). Παρά το γεγονός ότι παλαιότερα, για ένα σημαντικό αριθμό θανάτων, η αιτία θανάτου παρέμενε αδιευκρίνιστη, είναι βέβαιο ότι, τα λοιμώδη και παρασιτικά νοσήματα αποτελούν πλέον ένα πολύ οριακό ποσοστό (κάτω από το 1% τα τελευταία χρόνια), σε αντίθεση με τις εκφυλιστικές παθήσεις οι οποίες σχετίζονται με περίπου 3 στους 4 θανάτους.
Πηγή: Σιάμπος (1973, σελ. 113-114, Πίνακες 22α και 22β), ΕΛΣΤΑΤ (2014, Πίνακας 2) και ίδιοι υπολογισμοί.
Πίνακας 10.9Θάνατοι κατά αιτία στην Ελλάδα (1928-2012).
Πάντως, δε θα πρέπει να συγχέεται η ποσοστιαία κατανομή των αιτιών θανάτου με τον κίνδυνο θνησιμότητας κατά αιτία θανάτου. Ειδικότερα, κατά τα τελευταία 15 χρόνια στην Ελλάδα (Διάγραμμα 10.13), παρατηρείται αύξηση της θνησιμότητας που σχετίζεται με νοσήματα του αναπνευστικού συστήματος, ενώ για τις άλλες δύο σημαντικές κατηγορίες εκφυλιστικών παθήσεων, είτε υπάρχει μια τάση σταθεροποίησης (νεοπλάσματα) είτε ακόμη και μείωσής της (νοσήματα του κυκλοφορικού συστήματος).
Πηγή:Eurostat (2015ζ).
Διάγραμμα 10.13 Εξέλιξη των προτυποποιημένων δεικτών θνησιμότητας κατά αιτία θανάτου στην Ελλάδα (1994-2010), (για 100.000 άτομα).(Βάση 100 το 1994)
10.2.3. Μορφές διαφορικής θνησιμότητας στην Ελλάδα
Η διαφορική θνησιμότητα αποτελεί μία σημαντική συνιστώσα της μελέτης της φθοράς ενός πληθυσμού, από την άποψη ότι, τα τελευταία χρόνια εντείνεται το ενδιαφέρον της αποτύπωσης των ανισοτήτων απέναντι στο θάνατο. Εκτός από την ποσοτική διάσταση, το ενδιαφέρον εστιάζεται στην αντιμετώπιση των προσδιοριστικών παραγόντων που συναρτώνται με τα διαφορετικά επίπεδα θνησιμότητας τα οποία παρατηρούνται μεταξύ υπο-πληθυσμών. Εκτός από την ηλικία, η οποία ούτως ή άλλως διαφοροποιεί τον κίνδυνο θνησιμότητας που διατρέχουν τα άτομα, τα κριτήρια καθορισμού των υπο-πληθυσμών αυτών γενικά αναφέρονται στο φύλο, στο επάγγελμα, στον βαθμό αστικότητας και στην γεωγραφική περιοχή καθώς και στο επίπεδο εκπαίδευσης. Η αποτύπωση των καταστάσεων διαφορικής θνησιμότητας είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις αιτίες θανάτου, γεγονός που συναρτάται συχνά με παράγοντες συμπεριφοράς των ατόμων. Οι αλλαγές στις συμπεριφορές αυτές, εκτιμάται ότι μπορεί να συνδυαστούν με συρρίκνωση των ανισοτήτων απέναντι στο θάνατο. Πάντως, η μελέτη του εύρους των καταστάσεων διαφορικής θνησιμότητας, συχνά απαιτεί την διαθεσιμότητα δεδομένων για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ η διαχρονική αποτύπωση ενός κριτηρίου (π.χ. το επάγγελμα) δεν είναι πάντοτε εφικτή.
10.2.3.1. Διαφορική θνησιμότητα κατά φύλο
Η διαφορική θνησιμότητα κατά φύλο, αποτελεί, ίσως, τη βασικότερη διάσταση διαφοροποιήσεων, αναφορικά με την θνησιμότητα. Για το λόγο αυτό πλέον, στην συνήθη πρακτική για την μελέτη της θνησιμότητας, ο διαχωρισμός μεταξύ ανδρών και γυναικών θεωρείται ως δεδομένο.
Στην Ελλάδα, όπως και στις υπόλοιπες οικονομικά προηγμένες χώρες, η μέση διάρκεια ζωής των ανδρών παραμένει χαμηλότερη από αυτή των γυναικών (Πίνακας 10.10).
Πηγή: Σιάμπος (1973 σελ. 111), ΕΣΥΕ (1964, σελ. 18, Πίνακας 2), ΕΣΥΕ (1980, σελ. 14, Πίνακας 3 και σελ. 132-143, Πίνακες Vα-Vγ), ΕΣΥΕ (2009α, σελ. 50, Πίνακας λβ΄) και Eurostat (2015ε).
Πίνακας 10.10 Προσδόκιμα επιβίωσης στη γέννηση και στην ηλικία των 65 ετών κατά φύλο στην σύγχρονη Ελλάδα
Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ ένα βρέφος (αγόρι ή κορίτσι) που γεννήθηκε στην Ελλάδα γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, είχε μπροστά του περίπου 28 έτη ζωής, ένα κορίτσι που γεννιέται σήμερα αναμένεται ότι θα ζήσει 84 χρόνια ενώ ένα αγόρι 78,7 χρόνια. Ουσιαστικά, μέσα στο πλαίσιο της διαχρονικής μείωσης της θνησιμότητας, η ταχύτερη συρρίκνωση της θνησιμότητας των γυναικών, συνδυάστηκε με μια τάση διεύρυνσης της διαφορικής θνησιμότητας κατά φύλο (Διάγραμμα 10.14). Έτσι, ενώ πριν από 150 χρόνια, άνδρες και γυναίκες είχαν περίπου την ίδια μέση διάρκεια ζωής, σήμερα η διαφορά ξεπερνά τα 5 έτη. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, σήμερα μια γυναίκα ηλικίας 65 ετών στην Ελλάδα, έχει μπροστά της περίπου 3 χρόνια ζωής περισσότερα από έναν άνδρα της ίδιας ηλικίας.
Πηγή: Όπως Πίνακας 11.10
Διάγραμμα 10.14 Η διεύρυνση των διαφορών μεταξύ ανδρών και γυναικών αναφορικά με το προσδόκιμο επιβίωσης στη γέννηση στην Ελλάδα.
Οι προαναφερόμενες διαφορές σχετίζονται με παράγοντες βιολογικούς, αφού εκτιμάται ότι ο γυναικείος οργανισμός παρουσιάζει μια μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στις διάφορες ασθένειες. Αφορά επίσης σε μια μεγαλύτερη μέριμνα των γυναικών για ιατρική φροντίδα (π.χ. συχνές επισκέψεις σε γυναικολόγο) και πιθανώς σε χαμηλότερους κινδύνους που διατρέχουν οι γυναίκες στον εργασιακό τους χώρο, από την άποψη ότι οι επίπονες και επικίνδυνες εργασίες γίνονται συνήθως από άνδρες. Σχετίζονται επίσης με παράγοντες συμπεριφοράς (αλκοόλ, κάπνισμα κ.λπ.) οι οποίοι μπορεί να είναι καθοριστικοί για την επιβίωση των ατόμων.
Πάντως, γενικά, οι όποιες διαφορές, αποτυπώνονται στις διαφοροποιήσεις αναφορικά με τις αιτίες θανάτου κατά φύλο (Διάγραμμα 10.15). Με βάση τις τρεις προαναφερόμενες βασικές κατηγορίες εκφυλιστικών παθήσεων, παρατηρείται ότι, η κατά περίπου 30% υψηλότερη θνησιμότητα των ανδρών, συναρτάται με το γεγονός ότι η ανδρική θνησιμότητα που συνδέεται με διάφορες μορφές νεοπλασμάτων είναι περίπου διπλάσια από αυτή που αφορά στις γυναίκες.
Πηγή:Eurostat (2015ζ).
Διάγραμμα 10.15 Λόγος των προτυποποιημένων δεικτών θνησιμότητας κατά αιτία θανάτου και φύλο στην Ελλάδα (1994-2010), (για 100.000 άτομα). (Γυναίκες/Άνδρες).
10.2.3.2. Η γεωγραφική διάσταση της διαφορικής θνησιμότητας
Η μελέτη της γεωγραφικής διάστασης της θνησιμότητας στην Ελλάδα, συχνά προσκρούει στις εκάστοτε αλλαγές αναφορικά με τα όρια των χωρικών ενοτήτων. Για το λόγο αυτό, οι εκάστοτε αναλύσεις είναι υπό μία έννοια αποσπασματικές, λόγω του ότι δεν υπάρχει μια συνεχής και σταθερή απεικόνιση των επιπέδων θνησιμότητας για το σύνολο της μεταπολεμικής περιόδου. Συγκεκριμένα, για την περίοδο 1981-2012, υπάρχουν αναλύσεις της θνησιμότητας σε επίπεδο νομών, αλλά και σε περιφερειακό επίπεδο, με βάση τις γεωγραφικές περιφέρειες που ίσχυαν κατά την απογραφή του 2001 (e-demography, 2015). Για την περίοδο από το 1990 και μετά, η Eurostat (2015η) παρέχει πληροφορίες για τη θνησιμότητα σε περιφερειακό επίπεδο, όπου όμως οι γεωγραφικές περιφέρειες αναφέρονται στην κατάταξη του έτους 2010.
Επιπρόσθετα, μεμονωμένοι ερευνητές έχουν μελετήσει τη γεωγραφική διάσταση της θνησιμότητας. Οι Παπαδάκης και Τσίμπος (1993) έχουν εκτιμήσει περιφερειακούς πίνακες επιβίωσης για τις περιόδους 1960-62, 1970-72 και 1980-82. Στη μελέτη τους, ο χώρος αναφοράς είναι το γεωγραφικό διαμέρισμα. Επίσης, σε πρόσφατη ανάλυση, οι Tsimbos et al. (2011) προχώρησαν σε εκτιμήσεις για τα επίπεδα θνησιμότητας ανά νομό για τα έτη 1991, 2001 και 2007. Τέλος, έχουν γίνει εκτιμήσεις (ΕΣΥΕ 1964; Valaoras 1974), για τα επίπεδα θνησιμότητας με βάση τον βαθμό αστικότητας και το διαχωρισμό σε αστικές (πόλεις άνω των 10.000 κατοίκων) και μη αστικές (κωμοπόλεις και χωριά κάτω των 10.000 κατοίκων) περιοχές.
Στο πλαίσιο αυτό, φαίνεται ότι η τάση που αναδεικνύεται αφορά στην ύπαρξη, αλλά και στη διαχρονική συρρίκνωση των γεωγραφικών διαφοροποιήσεων της θνησιμότητας. Στο βαθμό που ελαττώνονται οι κοινωνικο-οικονομικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των γεωγραφικών ενοτήτων, δηλαδή οι διαφορές αναφορικά με τους προαναφερόμενους οργανωτικούς και πολιτισμικούς παράγοντες της θνησιμότητας γίνονται ασθενέστερες, οι διαφορές στα επίπεδα θνησιμότητας παρουσιάζονται περιορισμένες σε σχέση με το παρελθόν.
Μελετώντας τη θνησιμότητα σε επίπεδο γεωγραφικού διαμερίσματος, μεταξύ των ετών 1961 και 1981 (Πίνακας 10.11), παρατηρείται ότι, ενώ το 1961, το προσδόκιμο επιβίωσης στη γέννηση στο γεωγραφικό διαμέρισμα με το χαμηλότερο επίπεδο (Θράκη), αντιστοιχούσε περίπου στο 93%, του εθνικού μέσου όρου, είκοσι χρόνια αργότερα, το αντίστοιχο μέγεθος ήταν μεταξύ 96% και 96,7%. Σε ό,τι αφορά στο υψηλότερο μέγεθος (Κρήτη), η μεταβολή ήταν οριακή, αφού η διαφορά παρέμεινε περίπου στο 2%. Η σχετική συρρίκνωση των διαφορών συναρτάται με το γεγονός ότι, ενώ το 1961 η μέση διάρκεια ζωής στην Κρήτη ήταν κατά 6,1 και 6,3 έτη υψηλότερη από ό,τι στη Θράκη για άνδρες και γυναίκες αντίστοιχα, η διαφορά το 1981, μειώθηκε αντιστοίχως στα 4,2 και στα 3,7 έτη.
Πηγή: Παπαδάκης και Τσίμπας. (1993).
Πίνακας 10.11 Προσδόκιμα επιβίωσης στη γέννηση κατά γεωγραφικό διαμέρισμα και φύλο (λόγος του προσδόκιμου του γεωγραφικού διαμερίσματος ως προς αυτό του συνόλου της χώρας).
Για την πιο πρόσφατη περίοδο, η συρρίκνωση των γεωγραφικών διαφοροποιήσεων αποτυπώνεται στην εξέλιξη του προσδόκιμου επιβίωσης στη γέννηση (Διάγραμμα 10.16) και στην ηλικία των 65 ετών (Διάγραμμα 10.17), σε επίπεδο γεωγραφικών ενοτήτων που ανταποκρίνονται στην κατάταξη του 2010. Και στις δύο περιπτώσεις, και ειδικότερα σε ό,τι αφορά στο προσδόκιμο στην ηλικία των 65 ετών, τα μεγέθη τείνουν προς τον εθνικό μέσο όρο.
Πηγή:Eurostat (2015η).
Διάγραμμα 10.16 Προσδόκιμα επιβίωσης στη γέννηση (σύνολο φύλων) κατά γεωγραφική ενότητα (λόγος του προσδόκιμου της γεωγραφικής ενότητας ως προς αυτό του συνόλου της χώρας).
Πηγή: Eurostat (2015η).
Διάγραμμα 10.17 Προσδόκιμα επιβίωσης στην ηλικία των 65 ετών (σύνολο φύλων) κατά γεωγραφική ενότητα (λόγος του προσδόκιμου της γεωγραφικής ενότητας ως προς αυτό του συνόλου της χώρας).
10.2.3.3. Διαφορική θνησιμότητα: η διάσταση της εθνικότητας
Η διεύρυνση του αριθμού των ατόμων ξένης εθνικότητας στις χώρες υποδοχής, συνοδεύτηκε με την αύξηση του ενδιαφέροντος για τα επίπεδα θνησιμότητας του πληθυσμού ξένης υπηκοότητας. Αυτή η μορφή διαφορικής θνησιμότητας, προκύπτει τόσο από την σύγκριση του επιπέδου θνησιμότητας των μεταναστών με τους γηγενείς, όσο και με τα άτομα που παρέμειναν στην χώρα αποστολής. Οι αναλύσεις φανερώνουν ότι, με όποιο τρόπο και αν επιχειρηθεί η προαναφερομένη σύγκριση, το επίπεδο θνησιμότητας των μεταναστών είναι χαμηλότερο, τόσο από αυτό των γηγενών όσο και από αυτό των ατόμων που παρέμειναν στην χώρα αποστολής (Verropoulou and Tsimbos 2015). Η διαφοροποίηση αυτή γνωστή και ως «healthy migrant effect» ή «migration paradox» εκτιμάται ότι συνδέεται με το γεγονός ότι οι μετανάστες πρώτης γενιάς αποτελούν μια επιλεκτική ομάδα με υψηλότερο μέσο επίπεδο υγείας από τους ομοεθνείς τους που δε μετανάστευσαν. Επιπρόσθετα, στο βαθμό που, στην χώρα υποδοχής δεν υιοθετούν συμπεριφορές που επιβαρύνουν την υγεία τους (αλκοόλ, κάπνισμα) έχουν χαμηλότερη θνησιμότητα από το γηγενή πληθυσμό.
Στην Ελλάδα, οι σχετικές αναλύσεις είναι πολύ περιορισμένες σε αριθμό, τόσο γιατί η καταγραφή των θανάτων κατά εθνικότητα αποτελεί σχετικά πρόσφατη διαδικασία (αφορά στην περίοδο από το 2004 και μετά) όσο και γιατί δεν είναι γνωστός ο μέσος ετήσιος πληθυσμός κατά ηλικία, φύλο και εθνικότητα. Παρόλα αυτά, μια πολύ πρόσφατη μελέτη, στην οποία χρησιμοποιείται ο πληθυσμός κατά εθνικότητα, ο οποίος προέκυψε από την πρόσφατη απογραφή (2011), προκύπτει ότι σε αντίθεση με την γενικότερη εικόνα, η θνησιμότητα των αλλοδαπών στην Ελλάδα είναι γενικά υψηλότερη από αυτή των γηγενών (Πίνακας 10.12). Εξαίρεση αποτελούν οι άνδρες που προέρχονται από «Άλλες ευρωπαϊκές χώρες» (κυρίως την Αλβανία) και οι γυναίκες με προέλευση τις «Άλλες χώρες» (κυρίως χώρες της Αφρικής και της Ασίας).
Πηγή:VerropoulouandTsimbos (2015).
Πίνακας 10.12 Προτυποποιημένοι δείκτες θνησιμότητας κατά εθνικότητα στην Ελλάδα (2011. (Δείκτης 100 για τον γηγενή πληθυσμό).
Σε ό,τι αφορά στις αιτίες θανάτου, αξίζει να σημειωθεί η σχετικά υψηλή θνησιμότητα που σχετίζεται με λοιμώδη και παρασιτικά νοσήματα και η οποία αφορά κυρίως στους άνδρες μετανάστες οι οποίοι προέρχονται είτε από χώρες της ΕΕ -κυρίως από Βουλγαρία και Ρουμανία-, είτε από «Άλλες χώρες» -κυρίως από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Η υψηλή θνησιμότητα των ανδρών μεταναστών που σχετίζεται με νοσήματα του κυκλοφορικού συστήματος επίσης αφορά αυτούς που προέρχονται από την Βουλγαρία και την Ρουμανία. . Αντίθετα, η θνησιμότητα των μεταναστών που σχετίζεται με μορφές νεοπλασμάτων είναι σχετικά χαμηλή, ειδικότερα δε για τους άνδρες και τις γυναίκες που προέρχονται από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Τέλος, ιδιαίτερα υψηλή είναι η θνησιμότητα των αλλοδαπών που συναρτάται με εξωτερικές αιτίες (ατυχήματα, αυτοκτονίες και ανθρωποκτονίες).
Γενικά, με δεδομένο ότι, η εισροή αλλοδαπών είναι ένα σχετικά πρόσφατο φαινόμενο για την Ελλάδα, η εικόνα της θνησιμότητας κατά αιτία θανάτου, φαίνεται ότι αντανακλά τα χαρακτηριστικά της θνησιμότητας τα οποία επικρατούν στη χώρα προέλευσής τους (Verropoulou and Tsimbos, 2015).
10.2.4. Θνησιμότητα, επιβίωση και κατάσταση υγείας
10.2.4.1. Ο προσδιορισμός της κατάστασης υγείας
Τα τελευταία χρόνια, εντείνεται το ενδιαφέρον, της σύνδεσης των επιπέδων θνησιμότητας που παρατηρούνται σ’ ένα πληθυσμό, με την κατάσταση υγείας των ατόμων που τον αποτελούν. Ουσιαστικά, η διαχρονική αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης, οδήγησε σταδιακά σ’ ένα προβληματισμό αναφορικά με το εάν τα κέρδη στη μέση διάρκεια ζωής σχετίζονται μόνο με την επιβίωση ή παράλληλα αφορούν στην επιβίωση με καλή υγεία (Μπάγκαβος, 2012).
Ο προσδιορισμός του επιπέδου υγείας του πληθυσμού, γίνεται, συνήθως, με βάση τρεις διαστάσεις της κατάστασης υγείας των ατόμων που τον αποτελούν. Η πρώτη αφορά στη διάσταση της υποκειμενικής κατάστασης υγείας, όπου τα άτομα αυτο-αξιολογούν το επίπεδο/κατάσταση της υγείας τους. Οι απαντήσεις προέρχονται από το ερώτημα: «Πώς θα χαρακτηρίζατε την υγείας σας;». Οι πέντε πιθανές απαντήσεις συνήθως ομαδοποιούνται σε δύο κατηγορίες. Συγκεκριμένα, για τα άτομα που απαντούν «Πολύ καλή» ή «Καλή», θεωρείται ότι η κατάσταση της υγείας τους είναι καλή, ενώ για τα άτομα που απαντούν «Κακή», «Πολύ κακή» η «Μέτρια» η κατάσταση υγείας τους θεωρείται κακή.
Η δεύτερη διάσταση της κατάστασης υγείας, συναρτάται με την αντικειμενική κατάσταση υγείας, κατά την οποία τα άτομα αναφέρουν την ύπαρξη ή όχι κάποιου χρόνιου προβλήματος υγείας. Οι απαντήσεις αφορούν στο ερώτημα: «Έχετε κάποιο χρόνιο πρόβλημα υγείας ή χρόνια πάθηση;». Σημειώνεται ότι, ως χρόνιο πρόβλημα υγείας ή χρόνια πάθηση θεωρείται το πρόβλημα ή η πάθηση που διαρκεί ή πρόκειται να διαρκέσει πάνω από 6 μήνες. Ανάλογα με τις απαντήσεις («Ναι» ή «Όχι»), τα άτομα θεωρείται ότι είναι σε κακή ή καλή κατάσταση υγείας αντίστοιχα.
Η τρίτη και τελευταία διάσταση αφορά στον περιορισμό των δραστηριοτήτων λόγω προβλημάτων υγείας, με τα άτομα να αναφέρουν κατά πόσον οι καθημερινές τους δραστηριότητες επηρεάζονται δυσμενώς από κάποιο πρόβλημα υγείας. Οι απαντήσεις αφορούν στο ερώτημα: «Καθ’όλη τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών και περισσότερο, λόγω κάποιου προβλήματος υγείας, έχετε περιορίσει κάποιες από τις δραστηριότητές σας ή έχετε δυσκολευτεί σε αυτές;». Για τα άτομα που απαντούν «Ναι, πάρα πολύ» ή «Ναι, αλλά όχι πάρα πολύ» θεωρείται ότι η κατάσταση της υγείας τους είναι κακή. Με άλλα λόγια, η «μη-υγιής» («unhealthy») κατάσταση καθορίζεται από την ύπαρξη κάποιου προβλήματος υγείας που περιορίζει τις δραστηριότητες των ατόμων τουλάχιστον για τους τελευταίους 6 μήνες πριν από τη διενέργεια διεξαγωγής μιας σχετικής έρευνας. Τέλος, σε καλή κατάσταση υγείας βρίσκονται όσοι απαντούν «Όχι, καθόλου».
Η πρώτη διάσταση της κατάστασης υγείας, δηλαδή η αυτοαξιολόγηση του επιπέδου υγείας (ή η υποκειμενική κατάσταση υγείας του πληθυσμού), αποτελεί για το γενικό πληθυσμό μία έννοια η οποία αναπτύσσεται από την ατομικότητα των περιπτώσεων μέσω εναλλακτικών προσλήψεων ή/και αντιλήψεων (Brunner, 2006).
Ένα από τα ισχυρά πλεονεκτήματα της αυτοαξιολόγησης της κατάστασης υγείας είναι ότι αποτελεί ένα θεμελιώδη δείκτη του συνολικού επιπέδου υγείας (Yong and Saito, 2009) και επίσης ότι μπορεί να επιτελέσει έναν ισχυρό ρόλο πρόβλεψης για τη μελλοντική θνησιμότητα, νοσηρότητα, καθώς και για τη χρησιμοποίηση των υπηρεσιών υγείας από τα άτομα (Alexopoulos and Geitona, 2009). Επιπλέον, τα άτομα είναι πιθανόν να αξιολογούν την υγεία τους ολιστικά, υπό την έννοια ότι συνυπολογίζουν τις σωματικές, πνευματικές, ψυχικές, κοινωνικές και συναισθηματικές συνιστώσες οι οποίες επηρεάζουν το επίπεδο υγείας. Επίσης, φαίνεται ότι, το επίπεδο και ο τρόπος αυτοαξιολόγησης της υγείας από το ίδιο το άτομο αντανακλά τόσο τις κοινωνικοοικονομικές και ψυχολογικές συνθήκες ζωής του, όσο και τυχόν βλαβερές συνήθειες για την ίδια του την υγεία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η υποκειμενική αντίληψη του επιπέδου υγείας απεικονίζει με χαρακτηριστικό τρόπο ακόμη και ασθένειες που δεν μπορούν να μετρηθούν μέσω άλλων μοναδικών μεταβλητών υγείας (Yong and Saito, 2009).
Ένα ισχυρό μειονέκτημα είναι η υποκειμενική φύση της μέτρησης και κατά συνέπεια του ερωτήματος. Τα άτομα καλούνται να αξιολογήσουν μόνα τους το επίπεδο υγείας τους δίχως να έχουν διασταυρωθεί τα στοιχεία μέσω ιατρικών και κλινικών διαγνώσεων και αξιολογήσεων. Επίσης, η προσωπική αντίληψη του επιπέδου υγείας δεν μπορεί να έχει καθολική «εφαρμογή» (non-uniform basis), αφού τα άτομα απαντούν διαφορετικά είτε εξαιτίας οικονομικής, κοινωνικής, εκπαιδευτικής, πολιτιστικής και πολιτισμικής διαφοροποίησης είτε διαφορετικών αντιλήψεων βάσει φύλου (Brunner, 2006; Bagavos, 2013).
Η δεύτερη διάσταση της κατάστασης υγείας που αφορά στην αντικειμενική μέτρηση της υγείας, παρακάμπτει το στοιχείο του υποκειμενισμού, καθώς μία πιθανή απάντηση ύπαρξης χρόνιας πάθησης συνοδεύεται από μία αντίστοιχη προϋπάρχουσα διάγνωση. Επίσης, τα άτομα φαίνεται ότι στην καθημερινή τους πρακτική ενεργούν βάσει των αντιλήψεών τους σχετικά με την υγεία (uniform basis) ανεξάρτητα από οικονομικές, κοινωνικές, εκπαιδευτικές πολιτιστικές και πολιτισμικές διαφοροποιήσεις.
Όμως, ένα σοβαρό μειονέκτημα του ερωτήματος αυτού είναι η μη-ολιστική οπτική με την οποία προσμετράται η υγεία. Ένα «καλό» επίπεδο υγείας σημαίνει απλώς την απουσία κάποιας χρόνιας πάθησης ενώ δεν συνυπολογίζονται τα σωματικά, πνευματικά, ψυχικά και συναισθηματικά στοιχεία τα οποία προσδιορίζουν την υγεία.
Τέλος, η τρίτη διάσταση που αφορά στον περιορισμό των δραστηριοτήτων, αποτελεί μία σαφώς «αρνητική» μεταβλητή. Αρνητική, διότι μέσω αυτής αξιολογούνται τα άτομα που βρίσκονται στο χειρότερο δυνατό επίπεδο υγείας, ώστε η καθημερινή τους ζωή να πραγματοποιείται με δυσκολία. Επίσης, ανάλογα με τον τρόπο που τίθεται το ερώτημα, ίσως ενέχει και ένα στοιχείο υποκειμενισμού, δηλαδή δεν είναι ξεκάθαρο πότε μία οργανική αντίδραση θεωρείται ως δυσκολία στις καθημερινές δραστηριότητες και εργασίες. Τέλος, αν εκληφθεί ως η μοναδική μεταβλητή μέτρησης υγείας, παραλείπονται πολύ σημαντικά στοιχεία που προσδιορίζουν το επίπεδο υγείας ενός ατόμου, όπως η κοινωνική ευεξία, η νοητική διαύγεια, η πνευματική ευεξία και εγρήγορση και σημαντικότερο όλων, η ψυχική υγεία.
10.2.4.2. Η ποσοτική αποτίμηση της κατάστασης υγείας
Η ποσοτική αποτύπωση της κατάσταση υγείας, αφορά στον προσδιορισμό της έντασης του φαινομένου, με βάση τις τρεις προαναφερόμενες διαστάσεις. Η ένταση ορίζεται ως το ποσοστό του πληθυσμού που έχει κάποιο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ή που βρίσκεται σε συγκεκριμένη κατάσταση σ’ ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο (συνήθως ένα έτος). Με τον τρόπο αυτό, και με βάση τις απαντήσεις που προκύπτουν από δειγματοληπτικές έρευνες, υπολογίζονται τα ποσοστά ή δείκτες επιπολασμού (prevalence rates). Τα ποσοστά που προκύπτουν από το δείγμα σταθμίζονται με βάση τα χαρακτηριστικά του πληθυσμού προκειμένου να εκφράζουν το συνολικό πληθυσμό. Με τον τρόπο αυτό προκύπτουν οι σταθμισμένοι δείκτες (ποσοστά) επιπολασμού (weighted prevalence rates) αναφορικά με την κατάσταση υγείας του πληθυσμού. Επίσης, σε κάποιες περιπτώσεις, λαμβάνοντας υπόψη το προσδόκιμο επιβίωσης και τα ποσοστά επιπολασμού, υπολογίζονται τα προσδόκιμα υγείας (health expectancies). Το πιο γνωστό προσδόκιμο υγείας είναι αυτό που αναφέρεται στο κατά πόσο οι καθημερινές δραστηριότητες των ατόμων επηρεάζονται δυσμενώς από ένα πρόβλημα υγείας. Το προσδόκιμο αυτό είναι γνωστό και ως Έτη Υγιούς Επιβίωσης (Healthy Life Years).
Στον Πίνακα 10.13 περιέχονται τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων που αφορούν στα προσδόκιμα υγείας στην Ελλάδα, με βάση τις τρεις διαστάσεις της κατάστασης υγείας. Οι εκτιμήσεις βασίζονται στα δεδομένα που προέκυψαν από την διενέργεια της Εθνική Έρευνας Υγείας από την Εθνική Στατιστική Αρχή το έτος 2009, καθώς και στους πίνακες επιβίωσης ανδρών και γυναικών για το ίδιο έτος. Αξίζει να σημειωθεί ότι, αν και οι γυναίκες έχουν υψηλότερο προσδόκιμο επιβίωσης, αναμένεται ότι θα περάσουν ένα μεγαλύτερο μέρος του βίου τους με κακή κατάσταση υγείας από ό,τι οι άνδρες. Μάλιστα, το συμπέρασμα αυτό προκύπτει ανεξάρτητα από τη διάσταση της κατάστασης υγείας.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2009) και Eurostat (2015ε).
Πίνακας 10.13 Προσδόκιμο Επιβίωσης (ΠΕ) και Προσδόκιμο Υγείας (ΠΥ) με καλή υγεία κατά φύλο στην Ελλάδα, με βάση τους τρεις τρόπους προσδιορισμού της κατάστασης υγείας, 2009.
Συγκεκριμένα, ένα κορίτσι που γεννήθηκε στην Ελλάδα το 2009, εκτιμάται ότι, ανάλογα με τον τρόπο προσδιορισμού του επιπέδου υγείας, θα ζήσει μεταξύ 60% και 75% του βίου του με καλή υγεία. Το αντίστοιχο μέγεθος για ένα αγόρι, το οποίο θα επιβιώσει για λιγότερα έτη, θα είναι μεταξύ 70% και 82%. Σε ό,τι αφορά στους άνδρες και τις γυναίκες μεταξύ των ηλικιών 60 και 64 ετών, το 2009 είχαν μπροστά τους 21,9 και 24,6 έτη ζωής αντίστοιχα. Στην περίπτωση των ανδρών, το 30% με 55% του βίου τους θα το διάγουν έχοντας καλή υγεία, ενώ για τις γυναίκες το αντίστοιχο ποσοστό θα είναι μεταξύ 19% και 39%.
Η διαχρονική εξέλιξη αναφορικά με τα Έτη Υγιούς Επιβίωσης, επιβεβαιώνει την δυσμενέστερη θέση των γυναικών σε σχέση με τους άνδρες, κυρίως στις υψηλές ηλικίες (Διάγραμμα 10.18). Έτσι, ενώ το 2004, τα μεγέθη ήταν περίπου ίδια, δέκα χρόνια αργότερα, η (απόλυτη) μέση διάρκεια ζωής των γυναικών ηλικίας 65 ετών αποτελούσε το 85% των Ετών Υγιούς Επιβίωσης των ανδρών στην ίδια ηλικία.
Πηγή: Eurostat (2015θ).
Διάγραμμα 10.18: Λόγος Ετών Υγιούς Επιβίωσης ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα (2004-2013).
Η δυσμενέστερη θέση των γυναικών, ανεξαρτήτως ηλικίας, προκύπτει ξεκάθαρα, αν αντί για τα απόλυτα μεγέθη, ληφθούν υπόψην τα ποσοστά της μέσης διάρκειας ζωής με καλή υγεία στο σύνολο της μέσης διάρκειας ζωής. Έτσι, η διαφορά μεταξύ των φύλων βαίνει αυξανόμενη. Στην περίπτωση της ηλικίας 0, η διαφορά από 3 γίνεται 5 εκατοστιαίες μονάδες, ενώ στην ηλικία των 65 ετών από 6 γίνεται 12 εκατοστιαίες μονάδες. Για την ηλικία αυτή, αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, αν και το προσδόκιμο επιβίωσης αυξάνει, η σχετική διάρκεια διαβίωσης με καλή υγεία μειώνεται και για τα δύο φύλα.
Πηγή:Eurostat (2015θ).
Διάγραμμα 10.19 Έτη Υγιούς Επιβίωσης για άνδρες και γυναίκες ως ποσοστό του Προσδόκιμου Επιβίωσης στην Ελλάδα (2004-2013).
Στις απαρχές του 21ου αιώνα, η χαμηλή γονιμότητα και θνησιμότητα συμβαδίζουν με την εμφάνιση έντονων διαφοροποιήσεων από την άποψη της αναπαραγωγής και της φθοράς επιμέρους πληθυσμιακών ομάδων. Η Ελλάδα των διαφορών αποτελεί μια πραγματικότητα, η οποία τα επόμενα χρόνια θα χρίζει περαιτέρω διερεύνησης με γνώμονα την άμβλυνση των ανισοτήτων απέναντι στο θάνατο καθώς και την αντιμετώπιση των ανασταλτικών παραγόντων που δυσχεραινόμουν την αναπαραγωγική συμπεριφορά των ατόμων.
- Alexopoulos, Ε.C. and Geitona, M. (2009). Self-Rated Health: Inequalities and Potential Determinants. International Journal of Environmental Research and Public Health, 6(9), 2456-2469.
- Bagavos, C. (2010). Education and childlessness: The relationship between educational field, educational level, employment and childlessness among Greek women born in 1955-1959. Vienna Yearbook of Population Research, 8, 51–75.
- Bagavos, C. and Tragaki, A.(υπό δημοσίευση). The compositional effect of education and employment behind the changing male and female fertility rates during Greek economic recession
- Bagavos, C. (2013). Gender and regional differentials in health expectancy in Greece, Journal of Public Health Research, 2(2), 66-73.
- Becker, G. S. (1981). A Treatise on the Family. Cambridge, MA: Harvard University Press.
- Brunner, R.L. (2006). Understanding Gender Factors Affecting Self-Rated Health, Gender Medicine, 3(4), 292-294.
- Caldwell, J. (1982). Theory of fertility decline. London/Paris: Academic Press.
- Chesnais, J-C. (1986). La transition démographique: étapes, formes, implications économiques. Paris: PUF.
- EHEMU (2007α). Health expectancy calculation by the Sullivan method: A practical guide. Technical Report 2006, 3.
- EHEMU (2007β). Training material/Excel spreadsheet/Αρχείο: Sullivan_manual_jun2007.xls
- European Demographic Data Sheet (2012 και 2014).
- Eurostat (2015α). Eurostat Database/Population and social conditions/Demography and migration (pop)/Fertility (demo_fer)/Fertility indicators (demo_find)/Total fertility rate, Mean age of at childbirth, Mean age of women at birth of first child.
- Eurostat (2015β). Eurostat Database/Population and social conditions/Demography and migration (pop)/Fertility (demo_fer)/Fertility rates by age (demo_frate).
- Eurostat (2015γ). Population and housing census data 2011.
- Eurostat (2015δ). Eurostat Database/Population and social conditions/Demography and migration (pop)/Fertility (demo_fer)/Regional data (demofreg)/Fertility rates by age and NUTS 2 region (demo_r_frate2).
- Eurostat (2015ε). Eurostat Database/Population and social conditions/Demography and migration (pop)/Mortality (demo_mor)/Life table (demo_mlifetable).
- Eurostat (2015στ). Eurostat Database/Population and social conditions/Demography and migration (pop)/Mortality (demo_mor)/Infant mortality rates (demo_minfind) .
- Eurostat (2015ζ). Eurostat Database/Population and social conditions/Health (hlth)/Causes of death (hlth_cdeath)/Historical Data (from 1994 to 2010) (hlth_cd_hist)/Causes of death - standardised death rate per 100 000 inhabitants - annual Data (hlth_cd_asdr).
- Eurostat (2015η). Eurostat Database/Population and social conditions/Demography and migration (pop)/Mortality (demo_mor)/Regional data (demomreg)/Life expectancy by age, sex and NUTS 2 region (demo_r_mlifexp).
- Eurostat (2015θ). Eurostat Database/Population and social conditions/ Health status (hlth_state)/Healthy Life Years (hlth_hly)/Healthy Life Years (from 2004 onwards) (hlth_hlye).
- Hajnal, J. (1956). Age at marriage and proportions marrying. Population Studies VII (2), 111-136.
- Hoem, J., Neyer, G. and Andersson, G.. 2006. Education and childlessness: The relationship between educational field, educational level, and childlessness among Swedish women born in 1955-59. Demographic Research, 14(15), 331-380.
- Siampos, G. (1991), Greece, στο Rally J-L. and Blum A. European Population, I. Country analysis. Paris:INED, σελ. 287-309.
- Tragaki, A. and Bagavos, C. (2014). Male Fertility in Greece: trends and differentials by education level and employment status. Demographic Research, 31(6), 137-160.
- Tsimbos C, Kotsifakis G, Verropoulou G. and Kalogirou S. (2011). Life expectancy in Greece 1991-2007: regional variations and spatial clustering. Journal of Maps 280-290.
- Valaoras, V. (1960). A Reconstruction of the Demographic History of Modern Greece. The Milbank Memorial Fund Quarterly, 38 (2), 115-139.
- Valaoras, V. (1974). Urban-rural population dynamics of Greece, 1950-1995. A preliminary report prepared by Prof. Vasilios G. Valaoras. Athens: National Statistical Service of Greece and Centre of Planning and Economic Research.
- Verropoulou, G. and Tsimbos, K. (2015). Mortality by Cause of Death among Immigrants and Natives in a South European Country: The Case of Greece, 2011, Journal of Immigrant and Minority Health. DOI 10.1007/s10903-015-0188-y.
- Vienna Yearbook of Population Research (2012). Special issue on "Education and the Global Fertility Transition".
- Wood, J. Neels, K. and Kil, T, (2014). The educational gradient of childlessness and cohort parity progression in 14 low fertility countries. Demographic Research, 31 (46), 1365-1416.
- Yong, V. and Saito, Y. (2009). Trends in healthy life expectancy in Japan: 1986 – 2004. Demographic Research, 20 (19), 467-494.
- Zhang, L. (2011). Male Fertility Patterns and Determinants. The Springer Series on Demographic Methods and Population Analysis 27. Springer editions.
- E-demography (2015). Αναλύσεις/Ανάλυση Θνησιμότητας.
- ΕΛΣΤΑΤ (2009). Εθνική Έρευνα Υγείας 2009.
- ΕΛΣΤΑΤ, (2014). Αιτίες θανάτων έτους 2012 (Δελτίο Τύπου, 31/03/2014).
- ΕΛΣΤΑΤ (2015α). Στατιστικές φυσικής κίνησης. Γεννήσεις κατά ηλικία, φύλο, επίπεδο εκπαίδευσης και κατάσταση απασχόλησης των γονέων. Παροχή δεδομένων κατόπιν αιτήματος.
- ΕΛΣΤΑΤ (2015β). Στατιστικά Θέματα/Πληθυσμός/Μόνιμος Πληθυσμός/Δημογραφικά Στοιχεία Τόμος II/2001/Πίνακες/Πίνακας 1. Απογραφή πληθυσμού 2001. Πληθυσμός κατά φύλο και ηλικία.
- ΕΛΣΤΑΤ (2015γ). Στατιστικά Θέματα/Πληθυσμός/Μόνιμος Πληθυσμός/Δημογραφικά Στοιχεία Τόμος II/2001/Πίνακες/Πίνακας 5. Απογραφή πληθυσμού 2001. Πληθυσμός ηλικίας 6 ετών και άνω κατά φύλο, ομάδες ηλικιών και επίπεδο εκπαίδευσης.
- ΕΛΣΤΑΤ (2015δ). Στατιστικά Θέματα/Πληθυσμός/Μόνιμος Πληθυσμός/Οικονομικά Στοιχεία Τόμος III/2001/Πίνακες/Πίνακας 1. Απογραφή πληθυσμού 2001. Οικονομικώς ενεργός και μη ενεργός πληθυσμός κατά φύλο και ομάδες ηλικιών.
- ΕΛΣΤΑΤ (2015ε). Στατιστικά Θέματα/Πληθυσμός/Μόνιμος Πληθυσμός/Δημογραφικά Στοιχεία Τόμος II/2001/Πίνακες/Πίνακας 13. Απογραφή πληθυσμού 2001. Γυναίκες ηλικίας 10 ετών και άνω, κατά έτος γεννήσεως και αριθμό παιδιών.
- ΕΛΣΤΑΤ και ΕΣΥΕ, Στατιστικές Επετηρίδες (1930-2010). (Διαθέσιμες: ΕΛΣΤΑΤ/Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Γενικά δημοσιεύματα/Στατιστική Επετηρίδα της Ελλάδος).
- ΕΣΥΕ (1964), Ελληνικοί πίνακες επιβιώσεως. Μεθοδολογικαί μελέται Ζ:4. Αθήνα: Έκδοση ΕΣΥΕ. (Διαθέσιμο: ΕΛΣΤΑΤ/Ψηφιακή Βιβλιοθήκη/Μελέτες-Εκθέσεις/Μελέτες).
- ΕΣΥΕ (1980). Ο πληθυσμός της Ελλάδος κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνος. Μεθοδολογικαί μελέται Ζ:14. Αθήνα: Έκδοση ΕΣΥΕ. (Διαθέσιμο: ΕΛΣΤΑΤ/Ψηφιακή Βιβλιοθήκη/Μελέτες-Εκθέσεις/Μελέτες).
- ΕΣΥΕ (2009). Φυσική κίνηση του πληθυσμού της Ελλάδας, Στοιχεία 2004. (Διαθέσιμο: ΕΛΣΤΑΤ/Ψηφιακή Βιβλιοθήκη/Ειδικά δημοσιεύματα/Πληθυσμός/Φυσική Κίνηση/2004).
- Κοτζαμάνης, Β. 1988. Η αναπαραγωγή των Ελλήνων: μύθοι και πραγματικότητα, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τεύχη 70-71. Αθήνα: ΕΚΚΕ. Ανάτυπο από την περιοδική έκδοση του ΕΚΚΕ.
- Κοτζαμάνης, Β. και Ανδρουλάκη, Ε. (2009). Οι δημογραφικές εξελίξεις στη νεώτερη Ελλάδα (1830-2007), στο Κοτζαμάνης, Β. (επιμ). Η δημογραφική πρόκληση, γεγονότα και διακυβεύματα. Βόλος: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας, σελ. 87-120
- 1988. Η αναπαραγωγή των Ελλήνων: μύθοι και πραγματικότητα, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τεύχη 70-71. Αθήνα: ΕΚΚΕ. Ανάτυπο από την περιοδική έκδοση του ΕΚΚΕ.
- Κυριαζή, Ν. 1992. Αναπαραγωγή του πληθυσμού: θεωρητικές προσεγγίσεις και εμπειρικές έρευνες. Αθήνα: Gutenberg.
- Μπάγκαβος Χ., (2012). Η κατάσταση υγείας του πληθυσμού στην Ελλάδα: Προσδόκιμο επιβίωσης και προσδόκιμο υγείας. Μελέτες 20. Αθήνα: ΙΝΕ-ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ.
- Μπαλτάς, Π. (2014). Αύξηση της τελικής ατεκνίας των γυναικών και μείωση του μεγέθους της οικογένειας στην Ελλάδα: Μια διαγενεακή προσέγγιση. Demo News αρ. 22.
- Παπαδάκης, M. και Τσίμπος, Κ. (1993). Περιφερειακοί πίνακες επιβίωσης του ελληνικού πληθυσμού. Αθήνα: ΒΗΤΑ.
- Σιάμπος, Γ. (1973). Δημογραφική εξέλιξης της νεωτέρας Ελλάδος. Αθήνα.
- Ταπεινός, Γ.Φ. (1993). Στοιχεία δημογραφίας: ανάλυση, κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες και ιστορία των πληθυσμών. Αθήνα: Παπαζήσης.
- Τσαούσης, Δ.Γ. (1997). Κοινωνική δημογραφία. Αθήνα: Gutenberg.
Κεφάλαιο 11:
Διεθνής Μετανάστευση: Η Μετατροπή της Ελλάδας από Χώρα Εκροής σε Χώρα Εισροής Μεταναστών
Αναμφίβολα η μετανάστευση αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα των διαχρονικών δημογραφικών αλλαγών που συντελέστηκαν στην σύγχρονη Ελλάδα. Η σταδιακή μετατροπή της χώρας από χώρα εκροής σε χώρα εισροής μεταναστών καθώς και η πρόσφατη τάση φυγής του γηγενούς πληθυσμού προς το εξωτερικό φανερώνουν ότι το μεταναστευτικό φαινόμενο θα εξακολουθήσει να αποτελεί μια σημαντική διάσταση των πληθυσμιακών αλλαγών στην Ελλάδα.
11.1. Εννοιολογικές αποσαφηνίσεις και στατιστική αποτύπωση της διεθνούς (εξωτερικής) μετανάστευσης
Το φαινόμενο της μετανάστευσης είναι πολυδιάστατο και συνδέεται μ’ ένα ευρύ φάσμα κοινωνικο-οκονομικών και γεωπολιτικών παραγόντων (Ταπεινός, 1993 και 2002). Επιπρόσθετα, η μετανάστευση, και ευρύτερα η γεωγραφική κινητικότητα, αποτελεί ένα από τα τρία βασικά δημογραφικά φαινόμενα. Εντούτοις, η δημογραφική της προσέγγιση διαφοροποιείται αισθητά απ’ αυτή της γονιμότητας και της θνησιμότητας, κυρίως σε ό,τι αφορά στην μεθοδολογία η οποία ακολουθείται προκειμένου να μετρηθεί η ένταση του φαινόμενου της μετανάστευσης.
H μέτρηση της ροπής ενός πληθυσμού για αναπαραγωγή (γονιμότητα) και της φθοράς του πληθυσμού (θνησιμότητα), βασίζεται στην σύνδεση των αντίστοιχων γεγονότων (γεννήσεις ή θάνατοι) με τον πληθυσμό που υπόκειται στον «κίνδυνο» της γέννησης και του θανάτου (risk population). Αντίθετα, στην περίπτωση της μετανάστευσης, ο προσδιορισμός του (δημογραφικού) γεγονότος και του πληθυσμού αναφοράς, ο οποίος μπορεί να βιώσει αυτό το γεγονός, είναι συχνά ασαφής. Η ασάφεια προκύπτει από ζητήματα που αφορούν στη δυσκολία μέτρησης της μετανάστευσης ως δημογραφικό γεγονός (π.χ. αριθμός μεταναστών) όσο και από τις ποικίλες και πολυάριθμες έννοιες οι οποίες προσδιορίζουν τη μετανάστευση ως φαινόμενο.
Στη συνήθη πρακτική, η μετανάστευση, προσδιορίζεται με βάση τον αριθμό των μεταναστών. Συνεπώς, ένα πρώτο βασικό πρόβλημα που ανακύπτει είναι ότι, σε αντίθεση με αυτό που ισχύει για τις γεννήσεις και τους θανάτους τα οποία καταγράφονται με βάση τις ληξιαρχικές πράξεις, για τον αριθμό των μεταναστών δεν υπάρχει μια αντίστοιχη πηγή αξιόπιστης στατιστικής πληροφόρησης. Επιπλέον, τόσο ο όρος μετανάστευση όσο και ο όρος μετανάστης απαιτούν περαιτέρω αποσαφήνιση, προκειμένου ο αριθμός των μεταναστών να ανταποκρίνεται στις έννοιες και κατ’ επέκταση στο φαινόμενο το οποίο μελετάται.
11.1.1. Μεταναστευτικές ροές (flows) και μεταναστευτικό απόθεμα (stock)
Ένας πρώτος βασικός διαχωρισμός αφορά στη διαφορά μεταξύ μεταναστευτικών ροών (migration flows) και μεταναστευτικού αποθέματος (migration stock). Οι μεταναστευτικές ροές, συνήθως μελετώνται σε ετήσια βάση και διαχωρίζονται μεταξύ μεταναστευτικών εισροών (immigration ή migration inflows ή inward migration) και μεταναστευτικών εκροών (emigration, ή migration outflows ή outward migration). Οι έννοιες αυτές, στο μέτρο που αφορούν τους μετανάστες διατυπώνονται και ως immigrants και emigrants αντίστοιχα. Από τη διαφορά μεταξύ εισροών και εκροών προκύπτει η καθαρή μετανάστευση (net migration), η οποία, μπορεί να εκτιμηθεί και από τη διαφορά μεταξύ της αύξησης του πληθυσμού και της φυσικής αύξησης μια συγκεκριμένης χρονικής περιόδου.
Η έννοια του μεταναστευτικού αποθέματος παραπέμπει στον αριθμό των μεταναστών οι οποίοι βρίσκονται σε μια χώρα (χώρα υποδοχής) σε δεδομένη χρονική στιγμή ή χρονική περίοδο, συνήθως σ’ ένα συγκεκριμένο έτος. Αν και το μεταναστευτικό απόθεμα συναρτάται με τις μεταναστευτικές ροές, ο αριθμός των μεταναστών που ανακύπτει για τις δύο αυτές διαφορετικές πτυχές είναι αισθητά διαφορετικός, κυρίως για δύο λόγους. Αρχικά, η διαχρονική μεταβολή του μεταναστευτικού αποθέματος δεν εξαρτάται μόνο από τις ετήσιες μεταναστευτικές ροές, αλλά και από τις μεταβολές στη φυσική αύξηση (γεννήσεις και θάνατοι) του μεταναστευτικού πληθυσμού. Παράλληλα, η σύγκριση των αντίστοιχων μεγεθών, τα οποία προέρχονται από διαφορετικές πηγές, οδηγεί συχνά σε αποτελέσματα που είναι οξύμωρα, αφού η ετήσια καθαρή μετανάστευση που προκύπτει μέσω της διαφοράς των μεταναστευτικών εισροών και εκροών είναι υψηλότερη από την αύξηση του μεταναστευτικού αποθέματος κατά το ίδιο έτος. Το παράδειγμα που παρατίθεται στο (Διάγραμμα 11.1) είναι αρκετά χαρακτηριστικό για την διαφορετικότητα των μεγεθών που αποτυπώνονται με βάση τις ροές ή το απόθεμα. Όπως προκύπτει συνολικά για τις πέντε επιλεγμένες χώρες για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για την περίοδο 1998-2013 (Δανία, Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο), η καθαρή μετανάστευση ήταν αισθητά υψηλότερη από την ετήσια αύξηση του μεταναστευτικού αποθέματος. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις, η διαφοροποίηση είναι ιδιαίτερα σημαντική, όπως για παράδειγμα το 2004 όπου η καθαρή μετανάστευση (466 χιλιάδες) ήταν περίπου 5,5 φορές υψηλότερη από την αύξηση του μεταναστευτικού αποθέματος (85 χιλιάδες) κατά το ίδιο έτος.
Σημείωση: Οι πέντε επιλεγμένες χώρες είναι: Δανία, Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο.
Πηγή:Eurostat (2015α, 2015β και 2015γ) και ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 11.1 Σύγκριση μεταξύ ετήσιας καθαρής μετανάστευσης (διαφορά εισροών και εκροών) και ετήσιας αύξησης του μεταναστευτικού αποθέματος για το σύνολο πέντε επιλεγμένων ευρωπαϊκών χωρών την περίοδο 1999-2012.
Ένα δεύτερο σημαντικό σημείο, το οποίο συχνά οδηγεί σε παρερμηνείες, είναι η ταύτιση των μεταναστευτικών ροών με την μεταναστευτική εισροή. Η ταύτιση αυτή είναι λανθασμένη, αφού σε ένα πλαίσιο έντασης της γεωγραφικής κινητικότητας, η διάσταση της μεταναστευτικής εκροής είναι ιδιαίτερα σημαντική. Στο Διάγραμμα 11.2 αποτυπώνονται οι εκτιμήσεις για το σύνολο των πέντε προαναφερόμενων χωρών αναφορικά με τη μεταναστευτική εισροή και την καθαρή μετανάστευση, ως ποσοστού του συνολικού πληθυσμού των χωρών αυτών.
Σημείωση: Οι πέντε επιλεγμένες χώρες είναι: Δανία, Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο.
Πηγή:Eurostat (2015α, 2015β και 2015γ) και ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 11.2 Σωρευτική μεταναστευτική εισροή και καθαρή μετανάστευση για το σύνολο πέντε επιλεγμένων ευρωπαϊκών χωρών την περίοδο 1999-2012 (ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού των επιλεγμένων χωρών).
Οι εκτιμήσεις αφορούν στα σωρευτικά μεγέθη της περιόδου 1999-2012 για το σύνολο των πέντε επιλεγμένων χωρών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2012, ο μεταναστευτικός πληθυσμός που θεωρητικά θα είχε προστεθεί στον υπάρχοντα πληθυσμό αποκλειστικά λόγω της μεταναστευτικής εισροής, θα αποτελούσε το 8,8% του συνολικού πληθυσμού. Αντίθετα, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τη μεταναστευτική εκροή, και συνεπώς την καθαρή μετανάστευση, το αντίστοιχο μέγεθος θα ήταν αισθητά χαμηλότερο (3,6%).
11.1.2. Μετανάστες και αλλοδαποί: εθνικότητα και χώρα γέννησης
Η ποσοτική διάσταση της μετανάστευσης, ως γεγονός, απαιτεί ένα διαχωρισμό μεταξύ μεταναστών και αλλοδαπών. Οι έννοιες αυτές δεν είναι ταυτόσημες, αφού υπάρχουν μετανάστες που είναι αλλοδαποί, αλλά και μετανάστες που δεν είναι αλλοδαποί. Για παράδειγμα, ο αλλοδαπός μετανάστης που εισέρχεται στη χώρα υποδοχής μπορεί στη διάρκεια παραμονής του στη χώρα αυτή να έχει αποκτήσει την εθνικότητα της χώρας και συνεπώς να πάψει να είναι αλλοδαπός αν και είναι μετανάστης. Κατ’ αντιστοιχία, τα παιδιά ενός αλλοδαπού μετανάστη (μετανάστες δεύτερης γενιάς), δεν είναι μετανάστες, αλλά μπορεί να είναι αλλοδαποί εφόσον δεν έχουν αποκτήσει την εθνικότητα της χώρας υποδοχής.
Ανεξάρτητα από τη νομική διάσταση αυτού του διαχωρισμού, η οποία κυρίως παραπέμπει στη δυνατότητα που παρέχεται στους μετανάστες-αλλοδαπούς για κτήση της εθνικότητας της χώρας υποδοχής, το ενδιαφέρον εστιάζεται στη σύγκριση που επιχειρείται συχνά, σχετικά με το ποσοστό του αλλοδαπού-μεταναστευτικού πληθυσμού (ως προς τον συνολικό πληθυσμό) που βρίσκεται στις χώρες υποδοχής σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Το ζήτημα αυτό καθίσταται περισσότερο περίπλοκο από ό,τι φαίνεται με την πρώτη ματιά αφού, πέρα από το διαχωρισμό μεταξύ αλλοδαπών και μεταναστών, υπεισέρχεται και το κριτήριο του τρόπου καθορισμού της εθνικότητας των αλλοδαπών. Έτσι, υπάρχουν χώρες στις οποίες η στατιστική αποτύπωση του μεταναστευτικού πληθυσμού γίνεται κυρίως με βάση την εθνικότητα που δηλώνουν οι μετανάστες και χώρες στις οποίες η εθνικότητα καθορίζεται κυρίως με γνώμονα τη χώρα γέννησης των μεταναστών. Ένα επιπλέον ζήτημα που σχετίζεται ειδικότερα με τις συγκρίσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), αφορά στην εθνικότητα των μεταναστών ανάλογα με το αν αυτοί είναι πολίτες ενός κράτους μέλος της Ε.Ε. ή πολίτες τρίτων χωρών (third countries nationals).
Στον Πίνακα 11.1 αποτυπώνεται το ποσοστό των ατόμων ξένης εθνικότητας (αλλοδαποί) για επιλεγμένες χώρες της Ε.Ε. την περίοδο 2007-2014 με βάση τα δύο προαναφερόμενα κριτήρια προσδιορισμού της εθνικότητας.
Σημείωση: Οι πέντε επιλεγμένες χώρες είναι: Δανία, Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο.
Πηγή: Eurostat (2015α, 2015β και 2015γ) και ίδιοι υπολογισμοί.
Πίνακας 11.1 Σύγκριση μεταξύ ετήσιας καθαρής μετανάστευσης (διαφορά εισροών και εκροών) και ετήσιας αύξησης του μεταναστευτικού αποθέματος για το σύνολο πέντε επιλεγμένων ευρωπαϊκών χωρών την περίοδο 1999-2012.
Ένα πρώτο αναμενόμενο αποτέλεσμα, είναι ότι το κριτήριο της εθνικότητας της χώρας γέννησης συναρτάται με υψηλότερα ποσοστιαία μεγέθη αλλοδαπού πληθυσμού. Ουσιαστικά, η παραμονή των αλλοδαπών στις χώρες υποδοχής δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την κτήση της εθνικότητας της χώρας υποδοχής. Συνεπώς, τα άτομα αυτά, στη διάρκεια του χρόνου, προσμετρούνται ως «γηγενείς», με βάση το κριτήριο τη εθνικότητας, ενώ συνεχίζουν, από στατιστική άποψη, να θεωρούνται «αλλοδαποί», λόγω της εθνικότητας της χώρας στην οποία γεννήθηκαν. Ειδικότερα, όσο πιο μακροχρόνια είναι η εμπειρία μιας χώρας ως χώρα υποδοχής μεταναστών, τόσο πιθανότερη είναι η απόκτηση από τους μετανάστες, της εθνικότητας της χώρας αυτής και συνεπώς, τόσο οι διαφορές που ανακύπτουν με βάση τους δύο διαφορετικούς προσδιορισμούς της εθνικότητας καθίστανται σημαντικές. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται κυρίως στην περίπτωση της Γαλλίας, όπου το 2014, το ποσοστό των αλλοδαπών με κριτήριο την εθνικότητα της χώρας γέννησης (11,6%) είναι περίπου 1,8 φορές υψηλότερο από αυτό που προκύπτει με γνώμονα την εθνικότητα των ατόμων (6,3).
Ένα δεύτερο αποτέλεσμα είναι ότι η αναφορά σε ποσοστά αλλοδαπών και η σύγκριση μεταξύ χωρών, θα πρέπει να γίνεται με γνώμονα το ίδιο κριτήριο προσδιορισμού της εθνικότητας. Για παράδειγμα, η σύγκριση μεταξύ Ισπανίας και Γαλλίας φανερώνει ότι, με βάση την εθνικότητα των ατόμων, το ποσοστό των αλλοδαπών στην Ισπανία ήταν μεταξύ 1,6 και 2 φορές υψηλότερο απ’ ό,τι στην Γαλλία, ενώ όταν το κριτήριο της εθνικότητας συναρτάται με τη χώρα γέννησης, τα ποσοστά κυμαίνονται περίπου στα ίδια επίπεδα.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα στις χώρες της Ε.Ε., ο διαχωρισμός του μεταναστευτικού πληθυσμού ανάλογα με το εάν πρόκειται για πολίτες τρίτων χωρών ή για πολίτες χωρών της Ε.Ε. αναδεικνύει σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των κρατών (Πίνακας 11.2).
Σημείωση: Οι πέντε επιλεγμένες χώρες είναι: Δανία, Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο.
Πηγή: Eurostat (2015α, 2015β και 2015γ) και ίδιοι υπολογισμοί.
Πίνακας 11.2 Σύγκριση μεταξύ ετήσιας καθαρής μετανάστευσης (διαφορά εισροών και εκροών) και ετήσιας αύξησης του μεταναστευτικού αποθέματος για το σύνολο πέντε επιλεγμένων ευρωπαϊκών χωρών την περίοδο 1999-2012.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ στο Λουξεμβούργο καταγράφεται το υψηλότερο ποσοστό αλλοδαπών στο συνολικό πληθυσμό (43%), η πλειονότητα των αλλοδαπών είναι πολίτες χωρών της Ε.Ε. (πάνω από 8 στους 10). Έτσι, η κατηγορία αυτή αποτιμάται στο 37,4% του συνολικού πληθυσμού, ενώ οι πολίτες τρίτων χωρών αποτελούν μόλις το 5,6%. Αντίθετα, σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, στις οποίες τα συνολικά ποσοστά των αλλοδαπών (8,4% και 11,2% αντίστοιχα) αντιστοιχούν μόλις στο 20-26% των αντίστοιχων ποσοστών του Λουξεμβούργου, τα ποσοστά που αναφέρονται σε πολίτες τρίτων χωρών (6,5% και 7% αντίστοιχα) είναι 1,3-1,6 φορές υψηλότερα από αυτά του Λουξεμβούργου.
11.1.3. Διεθνής μετανάστευση, χώρος και χρόνος αναφοράς
Η μελέτη του φαινομένου της μετανάστευσης, απαιτεί τον προσδιορισμό ενός χώρου αναφοράς και μιας χρονικής περιόδου, η διάρκεια της οποίας καθορίζει συνήθως τη στατιστική αποτύπωση της μετανάστευσης ως γεγονότος.
Στην περίπτωση της διεθνούς μετανάστευσης, η αναφορά στο χώρο οδηγεί στη διάκριση μεταξύ της χώρας αποστολής και της χώρας υποδοχής. Η διάκριση είναι σημαντική γιατί η μελέτη του μεταναστευτικού φαινομένου (μέτρηση, προσδιοριστικοί παράγοντες, κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις, πολιτικές μετανάστευσης, κλ.π) διαφοροποιείται σημαντικά, ανάλογα με το εάν ο χώρος αναφοράς είναι η χώρα αποστολής ή η χώρα υποδοχής. Για παράδειγμα, σε μια χώρα υποδοχής, συνήθως προσμετράται το ποσοστό του αλλοδαπού πληθυσμού στον συνολικό πληθυσμό. Αντίθετα, στη χώρα αποστολής, αυτό που ενδιαφέρει είναι ο αριθμός των ατόμων που μεταναστεύουν σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας, δηλαδή η ροπή του πληθυσμού προς μετανάστευση. Επίσης, οι παράγοντες που προσδιορίζουν τη μετανάστευση, εκτός του ότι μπορεί να είναι διαφορετικοί για την χώρα προέλευσης και την χώρα στην οποία εισέρχονται οι μετανάστες, είναι συχνά «συμπληρωματικοί». Για παράδειγμα, το υψηλό βιοτικό επίπεδο και οι ευκαιρίες απασχόλησης που μπορεί να προσφέρει η χώρα υποδοχής δεν μπορούν από μόνα τους να οδηγήσουν σε μεταναστευτικά ρεύματα, εάν δε συνδυαστούν με το χαμηλό βιοτικό επίπεδο και τις ισχνές προοπτικές απασχόλησης στην χώρα αποστολής.
Ο διαχωρισμός της χώρας αποστολής από τη χώρα υποδοχής οδηγεί, επίσης, στον καθορισμό τεσσάρων διαφορετικών κατηγοριών μετανάστευσης-μεταναστών. Ως εκ τούτου, η μεταναστευτική εισροή σε μια χώρα μπορεί να αφορά πολίτες άλλων χώρων (αλλοδαποί) ή πολίτες της ίδια χώρας (γηγενείς) οι οποίοι πιθανότατα, έχοντας μεταναστεύσει σε μια προηγούμενη περίοδο, επιστρέφουν στην πατρίδα τους (παλιννοστούντες-return migration). Κατ’ αντιστοιχία, η μεταναστευτική εκροή μπορεί να αναφέρεται σε αλλοδαπούς οι οποίοι επιστρέφουν στη χώρα τους ή μεταναστεύουν σε άλλη χώρα, αλλά και σε γηγενείς οι οποίοι μεταναστεύουν στο εξωτερικό.
Στον Πίνακα 11.3 δίνεται ένα παράδειγμα της σημαντικότητας του διαχωρισμού των μεταναστευτικών ρευμάτων στις 4 προαναφερόμενες κατηγορίες για ορισμένες χώρες της Ε.Ε. Παρατηρείται ότι η μεταναστευτική εισροή, και κυρίως η μεταναστευτική εκροή, δεν αφορά αποκλειστικά τους αλλοδαπούς. Για τα μεταναστευτικά ρεύματα εισροής, αξίζει να σημειωθεί ότι, το ποσοστό των αλλοδαπών κυμαίνεται μεταξύ 45% και 91%. Η εικόνα είναι περισσότερο διαφοροποιημένη για τις μεταναστευτικές εκροές, αφού τα αντίστοιχα ποσοστά κυμαίνονται μεταξύ 43% και 72%.
Πηγή:Eurostat (2015α και 2015β) και ίδιοι υπολογισμοί.
Πίνακας 11.3 Ποσοστό αλλοδαπών (%) ως προς την συνολική ετήσια μεταναστευτική εισροή και εκροή σε επιλεγμένες χώρες της Ε.Ε. (2010-2012).
Ο προσδιορισμός του χρόνου αναφοράς για τη μελέτη της μετανάστευσης έχει διττό ενδιαφέρον. Αρχικά, η περίοδος κατά την οποία μελετάται η μετανάστευση είναι σε συνάρτηση με την επικρατούσα μορφή μετανάστευσης. Για παράδειγμα, η μορφή μετανάστευσης κατά τον 19ο αιώνα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες είχε τα χαρακτηριστικά της «ελεύθερης μετανάστευσης», υπό την έννοια ότι δεν υπήρχαν σημαντικοί περιορισμοί στην είσοδο των μεταναστών στην χώρα υποδοχής. Αντίθετα, η μελέτη των πρόσφατων μεταναστευτικών ρευμάτων προς τις χώρες της Ε.Ε. αφορά κυρίως τη μετανάστευση ατόμων οι οποίοι, λόγω των περιοριστικών μέτρων που εφαρμόζονται στις χώρες αυτές, είτε εισέρχονται είτε παραμένουν παράνομα σε μια χώρα.
Ένα δεύτερο σημείο ενδιαφέροντος είναι ότι ο χρόνος αναφοράς, συχνά παραπέμπει στον καθορισμό των εννοιών μετανάστευση και μετανάστης με βάση την διάρκεια της μετακίνησης. Συνήθως, ο ελάχιστος χρόνος απουσίας ενός ατόμου, προκειμένου το άτομο αυτό να θεωρηθεί, με τη στατιστική έννοια του όρου, ως μετανάστης είναι το ένα έτος. Για παράδειγμα, στις στατιστικές αναφορικά με τη μετανάστευση των ελλήνων προς το εξωτερικό κατά τη μεταπολεμική περίοδο, οι μετανάστες διαχωρίζονται σε «μονίμως μεταναστεύσαντες» και σε «παρωδικώς μεταναστεύσαντες» (ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα 1976, σελ. 47).
Στην πρώτη περίπτωση, πρόκειται για άτομα που μετανάστευσαν στο εξωτερικό για τουλάχιστον ένα χρόνο, ενώ στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται για όσους παρέμεναν εκτός Ελλάδος για λιγότερο από ένα έτος. Κατά τον ίδιο τρόπο, στην πιο πρόσφατη πρωτοβουλία μεταναστευτικής πολιτικής στην Ελλάδα (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, 2014), προσδιορίζεται η εποχική μετανάστευση με βάση την εποχική εργασία η οποία αφορά στη «...δραστηριότητα που πραγματοποιείται στην Ελλάδα για χρονικό διάστημα έως έξι συνολικά μήνες, ανά περίοδο δώδεκα μηνών, σε τομέα δραστηριότητας που συναρτάται με πρόσκαιρη και εποχιακού χαρακτήρα, απασχόληση». Ο προσδιορισμός αυτός συνοδεύεται από το καθεστώς του εποχικά εργαζόμενου (μετανάστη) ως ο «...πολίτης τρίτης χώρας που διατηρεί τον κύριο τόπο κατοικίας του σε Τρίτη χώρα και διαμένει νόμιμα και προσωρινά για λόγους απασχόλησης στην ελληνική επικράτεια σε τομέα δραστηριότητας που εξαρτάται από την αλλαγή των εποχών βάσει μιας ή περισσότερων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που συνάπτονται απευθείας μεταξύ του πολίτη τρίτης χώρας και του εργοδότη που είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα».
11.1.4. Η μετανάστευση ως διαδικασία και όχι ως απλό γεγονός
Μία επιπλέον διάσταση της διαφοροποίησης της μετανάστευσης από τα άλλα δύο δημογραφικά φαινόμενα, έγκειται στο ότι η μετανάστευση είναι μια διαδικασία και όχι ένα απλό γεγονός. Αυτό σημαίνει ότι, η μελέτη του μεταναστευτικού φαινομένου ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της στατιστικής παρατήρησης και της μέτρησής του. Ουσιαστικά, η διαδικασία αυτή παραπέμπει σε ολοκληρωμένες προσεγγίσεις οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τους προσδιοριστικούς παράγοντες, τις επιπτώσεις, αλλά και τα ζητήματα που σχετίζονται με άσκηση μεταναστευτικής πολιτικής. Όπως πολύ εύστοχα αναφέρεται από τον Ταπεινό (1993), το να καταγράψουμε ένα αριθμό εισερχόμενων μεταναστών και να προσδιορίσουμε τα χαρακτηριστικά τους κατά φύλο και ηλικία είναι σημαντικό, αλλά αυτό δεν αρκεί για την ανάλυση του φαινομένου. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι να προσδιοριστεί ο λόγος για τον οποίο τα άτομα έχουν μεταναστεύσει (π.χ. εργασία), η πιθανή οικογενειακή σχέση που μπορεί να υπάρχει με άτομα που ήδη διαμένουν στη χώρα υποδοχής (π.χ. οικογενειακή επανένωση) ή ακόμη και ο πιθανός απώτερος στόχος της μετακίνησης (π.χ. η πρώτη χώρα υποδοχής μπορεί απλά να αποτελεί το πρώτο βήμα για μελλοντική μετακίνηση σε άλλη χώρα υποδοχής που μπορεί να προσφέρει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης).
11.1.5. Διαχρονικές αλλαγές αναφορικά με τις μορφές διεθνούς μετανάστευσης
Τα γενικότερα ζητήματα που άπτονται της μετανάστευσης είναι σε άμεση συνάρτηση με τις μορφές μετανάστευσης οι οποίες παρατηρούνται διαχρονικά. Ουσιαστικά, οι ευρύτερες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες που επικρατούν σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους διαμορφώνουν τις επικρατούσες μορφές μετανάστευσης. Η ιστορία των μεταναστευτικών ρευμάτων από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, φανερώνει μιας μορφής «μετάβαση» από την «ελεύθερη μετανάστευση» στη μετανάστευση «μέσω συμβάσεων» και στη συνέχεια στις πιο σύγχρονες μορφές μετανάστευσης που αφορούν κυρίως στην «παράνομη» μετανάστευση, στα προσφυγικά ρεύματα και στη διαδικασία της οικογενειακής συνένωσης-επανένωσης (family reunification).
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, η διαμόρφωση των μορφών μετανάστευσης καθορίζεται από τις μεταναστευτικές πολιτικές που χαράσσουν οι χώρες υποδοχής. Για παράδειγμα, η παράνομη μετανάστευση προσδιορίζεται από το γεγονός ότι η χώρα υποδοχής θέτει περιορισμούς στην είσοδο και στην παραμονή αλλοδαπών στην επικράτειά της. Εάν θεωρηθεί ως δεδομένο ότι, η διαφορά του βιοτικού επιπέδου μεταξύ χώρας υποδοχής και χώρας αποστολής εντείνει την ροπή προς μετανάστευση, και ότι αυτό μπορεί να συμβαίνει μέσα σε πλαίσιο περιοριστικών μέτρων σχετικά με τη μεταναστευτική εισροή, τότε ο κατ’ εξοχήν τρόπος με τον οποίο ο υποψήφιος μετανάστης μπορεί να εισέλθει στη χώρα υποδοχής, είναι η παράνομη μετανάστευση.
Η ελεύθερη μετανάστευση έχει την έννοια της μετανάστευσης ατόμων, για τα οποία ο βασικός, αν όχι ο μόνος, περιορισμός που υπάρχει από την πλευρά της χώρας υποδοχής σχετίζεται με την κατάσταση της υγείας τους. Η ελεύθερη μετανάστευση αποτέλεσε την σημαντικότερη μορφή μετανάστευσης κατά την διάρκεια του 19ου και του πρώτου τετάρτου του 20ου αιώνα. Η μορφή αυτή χαρακτήρισε επί μακρόν την υπερπόντια μετανάστευση και ειδικότερα τα μεταναστευτικά ρεύματα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα ρεύματα αυτά εντάθηκαν σημαντικά από τη στιγμή που για πρώτη φορά έγινε εφικτή η διέλευση του Ατλαντικού με ατμόπλοιο (1827).
Οι υποψήφιοι μετανάστες, μετά την αποβίβασή τους, περνούσαν από ιατρικό έλεγχο, τα αποτελέσματα του οποίου καθόριζαν το κατά πόσο θα επιτρεπόταν ή θα απαγορευόταν η είσοδος τους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι εκτιμήσεις που υπάρχουν για την περίοδο από τα μέσα του 19ου αιώνα έως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, γύρω από την υπερωκεάνια μετανάστευση, ανεβάζουν τον αριθμό των μεταναστών που προέρχονταν από την Ευρώπη σε 60 εκατομμύρια (Ταπεινός, 1993). Οι χώρες που πρωτοστάτησαν στην ευρωπαϊκή μετανάστευση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες (Ηνωμένο Βασίλειο, Σκανδιναβικές χώρες) έδωσαν σταδιακά τη θέση τους στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Η υιοθέτηση, για πρώτη φορά από τις Ηνωμένες Πολιτείες, περιοριστικών μέτρων για τη μετανάστευση το 1921 και το 1924 (ειδικότερα του μέτρου των ποσοστώσεων (quota)), συνοδεύτηκε από τη συρρίκνωση των μεταναστευτικών ρευμάτων και από τη σταδιακή εξάλειψη της ελεύθερης μετανάστευσης, με τη μορφή που αυτή παρατηρήθηκε από τον 19ο έως το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα.
Η μετανάστευση μέσω συμβάσεων, αφορά στη σύναψη σύμβασης μεταξύ του υποψήφιου μετανάστη και ενός εργοδότη ή μιας διοικητικής αρχής της χώρας υποδοχής. Ιστορικά, η εξεύρεση υποψήφιων μεταναστών μέσω συμβάσεων, γίνεται με τη συνεργασία των αρχών της χώρας αποστολής με τις προξενικές αρχές της πιθανής χώρας υποδοχής. Συνήθως, στη σύμβαση καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και η διάρκεια της απασχόλησης του μετανάστη. Αν κι αυτή η μορφή μετανάστευσης συναντάται και στις μέρες μας, ο βαθμός σημαντικότητάς της είναι περιορισμένος, εάν συγκριθεί με προηγούμενες χρονικές περιόδους. Ιστορικά, η μετανάστευση από την Κίνα και την Ινδία στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας και τη Νότια Αφρική αντίστοιχα, την περίοδο πριν από το 1920, αφορούσε στους εργάτες με σύμβαση (indentured system). Επιπλέον, η μορφή αυτή μετανάστευσης, συνδυάστηκε με την οικονομική ανασυγκρότηση των ευρωπαϊκών χωρών και κυρίως της (Δυτικής) Γερμανίας κατά την περίοδο που εκτείνεται από το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Η δεκαετία του 1970 αποτέλεσε σταθμό για την εξέλιξη των μορφών μετανάστευσης. Η παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία επήλθε ως συνέπεια των δύο πετρελαϊκών κρίσεων που έλαβαν χώρα κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας αυτής, συνοδεύτηκαν από λήψη περιοριστικών μέτρων από τις χώρες υποδοχής για τη μετανάστευση, και ειδικότερα τη μετανάστευση εργατικού δυναμικού, το 1974. Η υιοθέτηση του στόχου για μηδενική μετανάστευση είχε δύο σημαντικές επιπτώσεις.
Αρχικά, η επίτευξη του στόχου αυτού διεύρυνε την σημαντικότητα ορισμένων μορφών μετανάστευσης και ειδικότερα την παράνομη μετανάστευση, την μετανάστευση με τη μορφή ασύλου και την οικογενειακή επανένωση. Ουσιαστικά, τα περιοριστικά μέτρα αφαιρούσαν τη δυνατότητα των υποψήφιων μεταναστών να μεταναστεύσουν νόμιμα μέσω συμβάσεων. Παράλληλα, τα μέτρα αυτά ήταν σε αντιδιαστολή με τη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών, και συνεπώς με την αυξανόμενη ροπή προς μετανάστευση. Αυτό ως γεγονός αναπόφευκτα συνδυάστηκε με ένταση της παράνομης εισροής και παραμονής μεταναστών στις χώρες υποδοχής και με αύξηση των μεταναστευτικών ρευμάτων μέσα από τη διαδικασία του ασύλου (χωρίς βέβαια να υποτιμάται ο σημαντικός ρόλος των προσφυγικών ρευμάτων για τη διαδικασία αυτή). Επιπρόσθετα, η δικαιολογημένη μέριμνα για τους μετανάστες που ζούσαν νόμιμα στις χώρες υποδοχής πριν τη λήψη των περιοριστικών μέτρων και ειδικότερα η μέριμνα για τις οικογένειές τους που είχαν παραμείνει στη χώρα καταγωγής τους, οδήγησε στην ύπαρξη μεταναστευτικών ρευμάτων μέσω της διαδικασίας της οικογενειακής συνένωσης. Αναπόφευκτα, τα μέλη των οικογενειών που μετανάστευσαν στις χώρες υποδοχής μέσω της διαδικασίας αυτής, σταδιακά εισήλθαν στην αγορά εργασίας και συνεπώς ο «οικογενειακός» χαρακτήρας της μετακίνησης μετατράπηκε σε μια μορφή μετανάστευσης εργατικού δυναμικού, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα της λήψης των προαναφερόμενων περιοριστικών μέτρων για τη μετανάστευση.
Η δεύτερη σημαντική επίπτωση, αφορά στη διεύρυνση των ζητημάτων που άπτονται της μεταναστευτικής πολιτικής. Ενώ αρχικά οι υιοθετούμενες πολιτικές αφορούσαν στον έλεγχο και τη ρύθμιση των μεταναστευτικών ροών, οι εξελίξεις που ακολούθησαν έφεραν στο προσκήνιο το ζήτημα της κοινωνικο-οικονομικής ένταξης των μεταναστών και των οικογενειών τους (μεταναστευτικό απόθεμα) στη χώρα υποδοχής. Με την πάροδο του χρόνου έγινε κατανοητό ότι, η δυναμική της μετανάστευσης αντικατόπτριζε κυρίως μια «στρατηγική» από την πλευρά των μεταναστών, για μόνιμη παραμονή στις χώρες υποδοχής και όχι δεν επρόκειτο για πρόσκαιρη μορφή μετανάστευσης εργατικού δυναμικού.
11.2. Η Ελλάδα ως χώρα εκροής μεταναστών
Όπως αναφέρθηκε στο Κεφάλαιο 9, η διεθνής μετανάστευση αποτέλεσε ένα ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα για τη διαμόρφωση των διαχρονικών δημογραφικών μεταβολών στην Ελλάδα. Από τη δημιουργία του σύγχρονου Ελληνικού κράτους και για ένα χρονικό διάστημα περίπου 150 ετών, η Ελλάδα ήταν μια χώρα καθαρής μεταναστευτικής εκροής22.
Η μακροχρόνια τάση για μεταναστευτική εκροή θα πρέπει διαχρονικά να αποδοθεί τόσο σε παράγοντες που σχετίζονται με την Ελλάδα ως χώρα αποστολής (παράγοντες απώθησης, push factors), όσο και μ’ εκείνους που αφορούν στις χώρες υποδοχής (παράγοντες έλξης- pull factors). Περά από το γεγονός ότι οι χώρες υποδοχής προσέφεραν προοπτικές για καλύτερο βιοτικό επίπεδο, σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι πολιτικές που ασκήθηκαν από τις χώρες αυτές αναφορικά με τη μετανάστευση. Η δυνατότητα μετανάστευσης προς τις Η.Π.Α έως τα μέσα της δεκαετίας του 1920, με τα χαρακτηριστικά μιας ελεύθερης μετανάστευσης, καθώς και η προσφορά θέσεων εργασίας, από τις ευρωπαϊκές χώρες -κυρίως τη Γερμανία-, σε υποψήφιους μετανάστες κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, αποτέλεσαν χωρίς αμφιβολία βασικούς παράγοντες έλξης Ελλήνων μεταναστών στις χώρες αυτές σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους. Κατ’ αντιστοιχία, τα περιοριστικά μέτρα για τη μετανάστευση, όπως αυτά που υιοθετήθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1921 και κυρίως το 1924, αλλά και από το σύνολο των χωρών μεταναστευτικής εισροής το 1974, οδήγησαν σε συρρίκνωση έως και παύση των μεταναστευτικών ρευμάτων από την Ελλάδα στο εξωτερικό.
Σχετικά με τους παράγοντες που αφορούν στην Ελλάδα ως χώρα αποστολής, αναμφίβολα τα ιστορικά γεγονότα, και κυρίως αυτά που σχετίζονται με πολεμικές συγκρούσεις και με αλλαγές στα γεωγραφικά όρια της χώρας, συνδυάστηκαν με ένταση των μεταναστευτικών εκροών. Γενικότερα, η ροπή του πληθυσμού της Ελλάδας για μετανάστευση, σχετίζεται με την ύπαρξη ενός πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού στον πρωτογενή τομέα. Ένα μέρος των απασχολούμενων στον τομέα αυτό, ήταν πλεονάζον εργατικό δυναμικό, υπό την έννοια ότι, η οριακή του παραγωγικότητα ήταν μηδενική, δηλαδή η απασχόλησή του δε συνοδεύονταν από αύξηση της παραγωγής. Το εργατικό αυτό δυναμικό, δεν ήταν «παραγωγικό» αλλά απασχολούνταν παρέχοντας «βοήθεια» στους υπόλοιπους εργαζόμενους.
Η διεθνής εμπειρία φανερώνει ότι, κυρίως αυτό το κομμάτι του πληθυσμού είναι που μεταναστεύει αρχικά και ότι, η ροπή προς μετανάστευση γίνεται πιο έντονη όταν η χώρα αποστολής εισέρχεται σε διαδικασία οικονομικής ανάπτυξης και αλλαγής των παραγωγικών της δομών (Lewis, 1954). Εάν παράλληλα, η περίοδος αυτή συμπίπτει με προσφορά ευκαιριών απασχόλησης στις χώρες υποδοχής, τότε εντείνονται τα μεταναστευτικά ρεύματα εκροής. Τα χαρακτηριστικά αυτά, υπήρξαν διαχρονικά για την Ελλάδα και τις αντίστοιχες χώρες υποδοχής ελλήνων μεταναστών, ειδικότερα δε κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, γεγονός που συνδυάστηκε με αύξηση του αριθμού των ελλήνων πολιτών που μετανάστευσαν στο εξωτερικό.
Με βάση τις επίσημες μετρήσεις των μεταναστευτικών ρευμάτων προς το εξωτερικό, προκύπτει ότι, αν και υπάρχουν ρεύματα εκροής ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η ένταση του φαινομένου αφορά κυρίως το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, καθώς και την περίοδο μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου (Διάγραμμα 11.3).
Σημείωση: Οι στατιστικές για τη μετανάστευση πριν το 1955 αφορούν μόνο στην υπερπόντια μετανάστευση. Από τον Οκτώβριο του 1977 και μετά σταματά η καταγραφή των μεταναστευτικών ρευμάτων που αφορούν σε έλληνες υπηκόους. Μέχρι το 1924, η υπερπόντια μετανάστευση αφορά στις χώρες ΗΠΑ, Καναδάς, Κούβα, Βραζιλία, Αυστραλία και Νοτιαφρικανική Ένωση. Από το 1925 και μετά αφορά στο σύνολο των χωρών εκτός από τις χώρες της Ευρώπης και της Μεσογείου (Ισραήλ, Αίγυπτος, Τουρκία, Αλγερία, Μαρόκο, Τυνησία και Λιβύη), (ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα 1975, σελ. 46, Πίνακας II.32, υποσημείωση 3).
Πηγή: ΕΣΥΕ (1980, σελ. 96, Πίνακας 43), ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1984, σελ. 46, Πίνακας II.31).
Διάγραμμα 11.3 Αριθμός Ελλήνων υπηκόων που μετανάστευσαν στο εξωτερικό (1891-1977).
Παρότι για την περίοδο πριν το 1955 δεν υπάρχουν διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία παρά μόνο για την υπερπόντια μετανάστευση, το γεγονός ότι, το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα οι υπερατλαντικές χώρες και ειδικότερα οι Η.Π.Α, συνέχισαν να αποτελούν πόλο έλξης μεταναστών, επιβεβαιώνεται και στην περίπτωση της Ελλάδας. Την περίοδο αυτή, περίπου 15.000 άτομα μετανάστευαν κάθε χρόνο από την Ελλάδα. Τα μεγέθη ήταν ιδιαίτερα υψηλά την περίοδο 1906-1917, με το υψηλότερο αριθμό να καταγράφεται με την έναρξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου (περίπου 38 χιλιάδες το 1914), ενώ υψηλά μεγέθη καταγράφονται λίγο πριν την μικρασιατική καταστροφή, φτάνοντας στον αριθμό 29.000 κατά το 1921). Έως το 1954, γύρω στις 580.000 άτομα είχαν μεταναστεύσει προς τις υπερωκεάνιες χώρες23 (Πίνακας 11.4).
Σημείωση: Η καταγραφή των μεταναστευτικών ρευμάτων την περίοδο αυτή αφορά μόνο στην υπερωκεάνια μετανάστευση.
Πηγή: ΕΣΥΕ (1980, σελ. 95), ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1984, σελ. 46, Πίνακας II.31).
Πίνακας 11.4: Μετανάστες από την Ελλάδα προς το εξωτερικό την περίοδο 1821-1954.
Η μεταπολεμική περίοδος χαρακτηρίζεται από περαιτέρω ένταση των μεταναστευτικών ρευμάτων εκροής. Συνολικά, την περίοδο αυτή, πάνω από 1,2 εκατομμύρια άτομα μετανάστευσαν από την Ελλάδα προς το εξωτερικό (Πίνακας 11.5). Τα μεγέθη ήταν ιδιαίτερα υψηλά κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1960 και ειδικότερα μεταξύ 1963 και 1965, όπου, σε ετήσια βάση, μετανάστευαν πάνω από 100.000 άτομα.
Πηγή:Kotzamanis (2000, Παράρτημα, σελ. 202, Πίνακας 1)
Πίνακας 11.5 Μετανάστες από την Ελλάδα προς το εξωτερικό την περίοδο 1955-1977.
Ένα από τα χαρακτηριστικά της ελληνικής μεταναστευτικής εκροής είναι η σταδιακή αλλαγή της γεωγραφικής κατεύθυνσης των μεταναστευτικών ρευμάτων προς το εξωτερικό. Σταδιακά οι Ηνωμένες Πολιτείες παύουν να αποτελούν τη βασικότερη χώρα υποδοχής ελλήνων υπηκόων, δίνοντας τη θέση τους σε ευρωπαϊκές χώρες, με προεξέχουσα την Γερμανία (Πίνακες 11.4-11.6).
Πηγή: ΕΣΥΕ (1980, σελ. 101, Πίνακας 46), ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1978, σελ. 60, Πίνακας II.42), Kotzamanis (2000, Παράρτημα, σελ. 204, Πίνακας 3) και ίδιοι υπολογισμοί.
Πίνακας 11.6 Μετανάστες από την Ελλάδα την περίοδο 1955-1977 κατά χώρα υποδοχής.
Πριν το 1955, η πλειονότητα των μεταναστών κατευθύνονταν στις υπερπόντιες χώρες και ειδικότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες (πάνω από 8 στους 10 μετανάστες), ενώ κατά τη μεταπολεμική περίοδο (1955-1977), ο αριθμός των μεταναστών με προορισμό την Ευρώπη (γύρω στις 760 χιλιάδες) ήταν περίπου 1,7 φορές υψηλότερος από αυτόν που κατευθύνθηκε προς τις υπερπόντιες χώρες (γύρω στις 440 χιλιάδες). Την περίοδο αυτή (Πίνακας 11.6), περίπου 1 στους 2 μετανάστες κατευθύνθηκε προς τη Γερμανία (51,6%). Τα ποσοστά προς τις άλλες χώρες παρέμειναν σχετικά χαμηλά, με τα υψηλότερα από αυτά να καταγράφονται για την Αυστραλία (14,2%) και τις ΗΠΑ (11,6%).
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό των μεταναστευτικών ρευμάτων της μεταπολεμικής περιόδου, είναι τα σημαντικά ρεύματα παλιννόστησης που επισήμως καταγράφηκαν για την περίοδο 1968-1977 (Πίνακας 11.7).
Πηγή: ΕΣΥΕ (1980, σελ. 101, Πίνακας 46), ΕΣΥΕ, Στατιστικές Επετηρίδες (διάφορα έτη) και ίδιοι υπολογισμοί.
Πίνακας 11.7 Μετανάστες από την Ελλάδα την περίοδο 1955-1977 και παλιννοστούντες την περίοδο 1968-1977.
Ουσιαστικά, στο διάστημα περίπου μιας δεκαετίας, οι παλιννοστούντες ανέρχονταν περίπου στους 230.000 άτομα, νούμερο το οποίο αντιστοιχεί στο 19,2% της μεταναστευτικής εκροής της περιόδου 1955-1977. Τα ρεύματα παλιννόστησης, τα οποία είναι σε συνάρτηση με την απόσταση μεταξύ της Ελλάδας και της χώρας υποδοχής, ήταν υψηλότερα για την περίπτωση των ευρωπαϊκών χωρών, όπου σε 10 μετανάστες αντιστοιχούσαν 2 παλιννοστούντες (21,6%) από ό,τι για τις υπερπόντιες χώρες όπου αντιστοιχούσε περίπου 1 (13,1%).
Οι διαφορές που παρατηρήθηκαν σχετικά με τον τόπο καταγωγής των Ελλήνων υπηκόων που μετανάστευσαν στο εξωτερικό, αποτελεί μια επιπλέον διάσταση του μεταναστευτικού φαινομένου. Ειδικότερα, για την περίοδο 1955-1977 (Διάγραμμα 11.4), η πλειονότητα των μεταναστών προέρχονταν από τη Μακεδονία (31,6%), ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά αφορούν σ’ αυτούς που προέρχονταν από τα Ιόνια Νησιά (2,5%). Γενικά, η μεταπολεμική μετανάστευση αφορά στις σχετικά πιο πρόσφατες απελευθερωμένες περιοχές, των οποίων οι κάτοικοι μετανάστευσαν, κυρίως στην Ευρώπη. Αντίθετα, επειδή τα πρώτα μεταναστευτικά ρεύματα προς τις υπερπόντιες χώρες προέρχονταν από τις τότε απελευθερωμένες περιοχές (π.χ. την Πελοπόννησο), οι κάτοικοι των περιοχών αυτών μετανάστευσαν, και κατά την μεταπολεμική περίοδο, κυρίως προς τις υπερατλαντικές χώρες.
Πηγή:Kotzamanis (2000, Παράρτημα, σελ. 204, Πίνακας 5).
Διάγραμμα 11.4 Έλληνες υπήκοοι που μετανάστευσαν στο εξωτερικό κατά γεωγραφικό διαμέρισμα προέλευσης (1955-1977), (ως % του συνολικού αριθμού μεταναστών).
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η εικόνα αναφορικά με τη σημαντικότητα της μεταναστευτικής εκροής ανά γεωγραφικό διαμέρισμα είναι αρκετά διαφορετική, εάν ληφθεί υπόψη ο συνολικός πληθυσμός της κάθε γεωγραφικής περιοχής (Διάγραμμα 11.5). Έτσι, ενώ θα μπορούσε να ειπωθεί ότι, κατά τη μεταπολεμική περίοδο περίπου 6 στα 1.000 άτομα (6,3) μετανάστευσαν από την Ελλάδα προς το εξωτερικό, το μέγεθος αυτό είναι 2 και 1,6 φορές υψηλότερο για την Θράκη (12,8) και την Ήπειρο (10,1), ενώ είναι ιδιαίτερα χαμηλό για την Υπόλοιπη Στερεά και Εύβοια (2,3).
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΣΥΕ (1980, σελ. 10, Πίνακας 1, σελ. 100, Πίνακας 45), ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 45-46, Πίνακας II.6) και Kotzamanis (2000, Παράρτημα, σελ. 204, Πίνακας 5).
Διάγραμμα 11.5 Έλληνες υπήκοοι που μετανάστευσαν στο εξωτερικό κατά γεωγραφικό διαμέρισμα προέλευσης (1955-1977). Μέσος ετήσιος αριθμός για 1.000 άτομα του συνολικού πληθυσμού του γεωγραφικού διαμερίσματος.
11.3. Η Ελλάδα ως χώρα εισροής μεταναστών
Οι πολιτικές αλλαγές οι οποίες συντελέστηκαν στις βαλκανικές χώρες και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης στο τέλος της δεκαετίας του 1980 συνοδεύτηκαν με ένταση των μεταναστευτικών ρευμάτων προς την Ελλάδα. Ήδη, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, συρρικνώνεται σημαντικά η μεταναστευτική εκροή ελλήνων υπηκόων στο εξωτερικό. Έτσι, η Ελλάδα, όπως και το σύνολο των χωρών του ευρωπαϊκού νότου μετατρέπεται από χώρα εκροής σε χώρα εισροής μεταναστών.
Πολλοί είναι οι παράγοντες που συντελούν στη μετατροπή αυτή. Μάλιστα, η σφαιρική αποτύπωσή τους υπαγορεύει την εξέταση των παραγόντων αυτών τόσο από την σκοπιά της χώρας υποδοχής (Ελλάδα) όσο και από την πλευρά των χωρών αποστολής των μεταναστών. Επιπλέον, αυτοί οι προσδιοριστικοί παράγοντες πολύ συχνά πρέπει να εξετάζονται συνδυαστικά και όχι μεμονωμένα.
Στην Ελλάδα, η διαχρονική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης αποτέλεσε ένα δυνητικό παράγοντα προσέλκυσης μεταναστών που προέρχονταν από χώρες με χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο. Αναμφίβολα, ο παράγοντας αυτός, έδρασε συμπληρωματικά, σε σχέση με τρεις επιπλέον διαστάσεις: την ένταξη της χώρας στην Ε.Ε., τη γεωγραφική της θέση, καθώς και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς εργασίας. Η σημασία των δύο πρώτων διαστάσεων θα πρέπει μάλλον να αποδοθεί στη δυνατότητα που παρέχεται στους μετανάστες να εκλάβουν την είσοδό τους Ελλάδα ως πρώτο βήμα προκειμένου να εισέλθουν και να μετακινηθούν στο εσωτερικό της Ε.Ε. Επιπρόσθετα, η Ελλάδα παρείχε στους μετανάστες, τη δυνατότητα απασχόλησής τους σε τομείς που δε απαιτούν επαγγελματική εξειδίκευση και στους οποίους συχνά ανθεί η παράνομη εργασία. Ο γεωργικός τομέας, ο τομέας των κατασκευών, ο τομέας του τουρισμού και ο τομέας της παροχής υπηρεσιών σε νοικοκυριά, οι οποίοι αποτελούσαν βασικούς τομείς της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα, διευκόλυναν την προσέλκυση μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού, το οποίο ήταν ανειδίκευτο και το οποίο, μέσα σ’ ένα πλαίσιο περιοριστικών μέτρων για τη μετανάστευση, δέχτηκε να απασχοληθεί παράνομα.
Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας, ως προσδιοριστικός παράγοντας της μετανάστευσης, θα πρέπει να εξεταστεί παράλληλα με τις κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές που συντελέστηκαν στις βαλκανικές χώρες. Αναμφίβολα, ο εκδημοκρατισμός των χωρών αυτών, σε συνδυασμό με τη γεωγραφική γειτνίαση με την Ελλάδα, συσχετίζεται, με την ένταση των μεταναστευτικών ρευμάτων από την Αλβανία και την Βουλγαρία κατά την δεκαετία του 1990. Αν και οι διαφορές στο βιοτικό επίπεδο μεταξύ της Ελλάδας και των βαλκανικών χωρών προϋπήρχαν της μετανάστευσης, η έναρξη των μεταναστευτικών ρευμάτων προς την Ελλάδα συνδέεται με τις αλλαγές στο πολιτικό καθεστώς των χωρών αυτών. Ουσιαστικά, οι αλλαγές αυτές επέτρεψαν την εκδήλωση μεταναστευτικών ρευμάτων που δυνητικά προϋπήρχαν αλλά ήταν σε μια κάπως «υπνώζουσα» κατάσταση. Κατά τον ίδιο τρόπο, στην πιο πρόσφατη περίοδο, το μεταναστευτικό φαινόμενο στην Ελλάδα δε θα μπορούσε να παραμείνει ανεπηρέαστο από τις πολεμικές συγκρούσεις σε σχετικά γειτονικές περιοχές (π.χ. Συρία), οι οποίες ακολουθούνται από σημαντικά ρεύματα προσφύγων προς την Ελλάδα και την Ευρώπη γενικότερα.
11.3.1. Εθνικότητα και αύξηση του αριθμού των αλλοδαπών στην Ελλάδα
Η διαχρονική αύξηση του αριθμού των αλλοδαπών, αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της μετανάστευσης προς την Ελλάδα. Οι απογραφές του πληθυσμού από το 1951 έως σήμερα, επιτρέπουν μια πρώτη ποσοτική αποτύπωση του πληθυσμού ξένης εθνικότητας στη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου (Πίνακας 11.8).
Πηγή: Αποτελέσματα Απογραφών. ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1955, σελ. 52, Πίνακας 30), ΕΣΥΕ, (1962, Απογραφή 1961, Τεύχος I, Δημογραφικά χαρακτηριστικά, σελ. 31, Πίνακας I.7), CouncilofEurope (1996, σελ. 155-158, Πίνακας GR-7) και ΕΛΣΤΑΤ (2015α και 2015β).
Πίνακας 11.8 Αλλοδαποί και γηγενείς στην Ελλάδα κατά τα έτη των απογραφών (1951-2011).
Η διαχρονική αύξηση του αριθμού των αλλοδαπών, αφορά κυρίως τη δεκαετία του 1990 αφού ο αριθμός τους από 167 χιλιάδες το 1991, αυξάνει σε 762 χιλιάδες άτομα το 2001 και το αντίστοιχο ποσοστό τους στο συνολικό πληθυσμό μεταβάλλεται από 1,6% σε 7%. Ο μεταναστευτικός πληθυσμός εξακολουθεί να αυξάνει, αν και με χαμηλότερους ρυθμούς, κατά την περίοδο 2001-2011. Γενικά, ενώ το φαινόμενο της παρουσίας των αλλοδαπών στην Ελλάδα ήταν, από ποσοτική άποψη, οριακό στην αρχή της μεταπολεμικής περιόδου, το φαινόμενο αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία, αφού το 2011 το μέγεθος του πληθυσμού αυτού είναι πάνω από 900 χιλιάδες και το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται στο 8,4% περίπου.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί η μείωση του μεταναστευτικού πληθυσμού κατά την δεκαετία του 1980. Η μείωση αυτή (βλ. παρακάτω) αφορά συγκριμένες εθνικότητες και ειδικότερα άτομα που προέρχονται από ευρωπαϊκές χώρες, από τις Η.Π.Α και την Αυστραλία.
Σημαντικές αλλαγές συντελούνται διαχρονικά αναφορικά με την εθνικότητα των αλλοδαπών στην Ελλάδα. Στον Πίνακα 11.9 αποτυπώνεται ο πληθυσμός της Ελλάδας με βάση την εθνικότητα στα έτη των απογραφών 1971-2011. Εάν εστιαστεί κάποιος περισσότερο στην περίοδο μετά το 1991, θα παρατηρήσει ότι η αύξηση του αριθμού των αλλοδαπών τη δεκαετία του 1990 σχετίζεται με την αύξηση αυτών που προέρχονται από ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως από την Αλβανία και τη Βουλγαρία, ενώ κατά την πρόσφατη δεκαετία (2001-2011), η αύξηση εξακολουθεί μεν να σχετίζεται με ευρωπαϊκές εθνικότητες, αλλά παράλληλα διευρύνεται σημαντικά ο αριθμός των ατόμων που προέρχονται από την Ασία και την Αφρική.
Σημείωση: *Ρωσική Ομοσπονδία από το 1991, **Σερβία και Μαυροβούνιο από το 1991.
Πηγή: Αποτελέσματα Απογραφών. CouncilofEurope (1996, σελ. 155-158, Πίνακας GR-7), ΕΛΣΤΑΤ (2015α και 2015β) και ίδιοι υπολογισμοί.
Πίνακας 11.9 Πληθυσμός κατά εθνικότητα στην Ελλάδα (1971-2011).
Ειδικότερα για την δεκαετία του 1990, η αύξηση κατά 513.813 επήλθε ως συνέπεια της αύξησης των ατόμων με εθνικότητα από την Αλβανία (αύξηση κατά 417.480) και ως ένα βαθμό από τη Βουλγαρία (αύξηση κατά 32.691). Με άλλα λόγια, περίπου το 70% της συνολικής αύξησης του αλλοδαπού πληθυσμού στην Ελλάδα την περίοδο 1991-2001 σχετίζεται με άτομα αλβανικής εθνικότητας, ενώ το αντίστοιχο μέγεθος για τη δεύτερη σε σημαντικότητα εθνικότητα (Βουλγαρία) ήταν γύρω στο 5,5%. Η διεύρυνση του αριθμού των ατόμων από τη Γεωργία ήταν επίσης σημαντική (περίπου το 3,8% της συνολικής αύξησης του αριθμού των αλλοδαπών σχετίζεται με την συγκεκριμένη εθνικότητα). Γενικά, το 86,4% της συνολικής μεταβολής αφορά σε ευρωπαϊκές εθνικότητες, ενώ το αντίστοιχο μέγεθος για τις χώρες της Ασίας και κυρίως της Αφρικής, της Αμερικής και της Ωκεανίας είναι σχετικά περιορισμένο (11%, 1,2%, 1,1% και 0,4% αντίστοιχα).
Την περίοδο 2001-2011, το μέγεθος του αλλοδαπού πληθυσμού αυξάνει περίπου κατά 150.000 άτομα, δηλαδή αισθητά λιγότερο από το αντίστοιχο μέγεθος της δεκαετίας του 1990. Η συμβολή των ευρωπαϊκών εθνικοτήτων ανέρχεται σε 108.526 άτομα (ή αλλιώς το 72,4% της συνολικής αύξησης), λόγω της αύξησης που αφορά στα άτομα από την Ρουμανία (αύξηση κατά 44.321 άτομα ή ποσοστό 29,6% της συνολικής αύξησης), την Αλβανία (αύξηση κατά 42.815 άτομα ή ποσοστό 28,6% της συνολικής αύξησης) και τη Βουλγαρία (αύξηση κατά 40.813 άτομα ή ποσοστό 27,2% της συνολικής αύξησης), αλλά και της μείωσης για εθνικότητες χωρών όπως η Γαλλία, η Κύπρος και η Ρωσική Ομοσπονδία. Η ένταξη της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας στην Ε.Ε. πιθανότατα σχετίζεται με τη διευρυμένη σημασία των δύο αυτών εθνικοτήτων για την αύξηση του αλλοδαπού πληθυσμού κατά την πρόσφατη δεκαετία.
Παράλληλα, διευρύνεται η προσέλευση εθνικοτήτων από χώρες της Ασίας και της Αφρικής, ενώ συρρικνώνεται αυτή που αφορά στην Αμερική και την Ωκεανία. Συγκεκριμένα, τα άτομα που προέρχονται από τις χώρες της Ασίας αυξάνουν τον αριθμό τους κατά 48.859 (33,3% της συνολικής αύξησης), ενώ για τις χώρες της Αφρικής η αύξηση είναι της τάξης των 10.146 ατόμων (6,8% της συνολικής αύξησης). Για τις χώρες της Ασίας, τα σημαντικότερα μεγέθη αφορούν κυρίως στο Πακιστάν και ως έναν βαθμό το Αφγανιστάν και το Μπαγκλαντές (αύξηση κατά 23.047, 6.540, 6.222 ή αλλιώς 15,4%, 4,4% και 4,2% της συνολικής αύξησης αντίστοιχα). Στην περίπτωση της Αφρικής, πρόκειται, κυρίως, για άτομα που προέρχονται από την Αίγυπτο και τη Συρία (αύξηση κατά 3.007, και 2.76 ή αλλιώς 2,0% και 1,4% της συνολικής αύξησης). Με άλλα λόγια, παρά τις όποιες διαχρονικές μεταβολές, η αύξηση του αλλοδαπού πληθυσμού στην Ελλάδα εξακολουθεί να σχετίζεται, αν και λιγότερο σε σχέση με το παρελθόν, με τα άτομα που προέρχονται από ευρωπαϊκές χώρες.
11.3.2. Αλλαγές στην κατά εθνικότητα σύνθεση του αλλοδαπού πληθυσμού στην Ελλάδα
Η διαφορετική συμβολή της κάθε εθνικότητας στην αύξηση του μεταναστευτικού πληθυσμού στην Ελλάδα, αναμφίβολα μετέβαλε την κατά εθνικότητα σύνθεση του πληθυσμού αυτού. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1991 σε 100 αλλοδαπούς περίπου οι 67 προέρχονταν από την Ευρώπη, οι 5 από την Αφρική, οι 12 από την Αμερική, οι 11 από την Ασία και οι 4 από την Ωκεανία (Πίνακες 11.10).
Πηγή: Αποτελέσματα Απογραφών. CouncilofEurope (1996, σελ. 155-158, Πίνακας GR-7), ΕΛΣΤΑΤ (2015α και 2015β) και ίδιοι υπολογισμοί.
Πίνακας 11.10 Εθνικότητα του αλλοδαπού πληθυσμού στην Ελλάδα με βάση την Ήπειρο στην οποία ανήκει η χώρα προέλευσης (1991-2011). (ως % tτου συνολικού αριθμού αλλοδαπών στο αντίστοιχο έτος).
Είκοσι χρόνια όμως αργότερα, τα αντίστοιχα μεγέθη ήταν 80, 3, 1, 15 και 0. Όπως και στην περίπτωση της διαχρονικής αύξησης του αριθμού των αλλοδαπών, τα διευρυμένα ποσοστά αλλοδαπών από την Ευρώπη, αφορούν στα άτομα με προέλευση κυρίως την Αλβανία, αλλά και τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία (Πίνακας 11.11). Συγκεκριμένα, ενώ το 1991, οι αλλοδαποί που προέρχονταν από τις τρείς αυτές χώρες αποτελούσαν μόλις το 14,9% του συνολικού μεταναστευτικού πληθυσμού, το αντίστοιχο μέγεθος έφτασε το 62,4% το 2001 και το 66,1% το 2011 (52,7%, 8,3% και 5,1% για τις τρείς χώρες αντίστοιχα το 2011).
Πηγή: Αποτελέσματα Απογραφών. CouncilofEurope (1996, σελ. 155-158, Πίνακας GR-7), ΕΛΣΤΑΤ (2015α και 2015β) και ίδιοι υπολογισμοί.
Πίνακας 11.11 Οι πέντε σημαντικότερες χώρες της Ε.Ε. και οι δέκα σημαντικότερες χώρες εκτός Ε.Ε., ως χώρες προέλευσης αλλοδαπών που βρίσκονταν στην Ελλάδα (1991-2011). (ως % του συνολικού αριθμού αλλοδαπών στο αντίστοιχο έτος).
Η διευρυμένη παρουσία αλλοδαπών από την Ασία, συναρτάται με τη διαχρονική αύξηση του ποσοστού αυτών που προέρχονται από το Πακιστάν, την Ινδία και το Μπαγκλαντές. Ειδικότερα για το Πακιστάν, τα ποσοστά αυξήθηκαν από 1,1% το 1991, σε 1,5 το 2001 και σε 3,7% το 2011. Αντίθετα, για τα άτομα που προέρχονται από τις Φιλιππίνες, μια χώρα με σχετικά μακροχρόνια εμπειρία ως χώρα αποστολής μεταναστών προς την Ελλάδα, τα ποσοστά συρρικνώνονται διαχρονικά (από 2,2% το 1991 σε 1,1% το 2011). Σχετικά παρόμοια εξέλιξη παρατηρείται και για την Αίγυπτο, η οποία επίσης αποτελεί ιστορικά μια χώρα προέλευσης μεταναστών που ζουν στην Ελλάδα, αφού ο σχετικός αριθμός υπηκόων της χώρας αυτής συρρικνώνεται από 2,4% το 1991 σε 1,1% το 2011.
11.3.3. Διαφοροποιήσεις γηγενούς και αλλοδαπού πληθυσμού αναφορικά με την σύνθεση κατά ηλικία και φύλο
Μία από τις βασικές διαφοροποιήσεις δημογραφικού χαρακτήρα, μεταξύ αλλοδαπού και γηγενούς πληθυσμού, είναι ότι, ο μεταναστευτικός πληθυσμός παρουσιάζει νεανικότερη κατά ηλικία δομή από αυτήν του πληθυσμού της χώρας υποδοχής. Η διαφοροποίηση αυτή κατά κύριο λόγο οφείλεται στο γεγονός ότι, η ροπή προς μετανάστευση είναι συνάρτηση της ηλικίας των ατόμων και αφορά ειδικότερα τις ηλικίες 20 έως 44 ετών.
Προκειμένου να αναδειχθεί η διαφορετική ηλιακή σύνθεση των δύο πληθυσμών στην Ελλάδα, υπολογίστηκε αρχικά, η κατά ηλικία δομή γηγενών και αλλοδαπών, ως ποσοστό της κάθε ηλικιακής ομάδας στον συνολικό πληθυσμό των αλλοδαπών και των γηγενών αντίστοιχα. Στη συνέχεια, εκτιμήθηκε ο λόγος των ποσοστών αυτών (ποσοστό στους αλλοδαπούς/ποσοστό στον γηγενή πληθυσμό) για κάθε ηλικιακή ομάδα συνολικά, αλλά και κατά φύλο. Όταν ο λόγος αυτός είναι ίσος με τη μονάδα δεν υπάρχει διαφοροποίηση στην κατά ηλικία σύνθεση, ενώ το αντίθετο ισχύει σε κάθε άλλη περίπτωση.
Τα αποτελέσματα του προαναφερόμενου υπολογισμού απεικονίζονται στο Διάγραμμα 11.6.
Σημείωση: Όταν ο λόγος είναι ίσος με την μονάδα τότε δεν υπάρχουν διαφορές στην κατά ηλικία σύνθεση των δύο πληθυσμών.
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ (2015γ) και ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 11.6 Διαφορές στην κατά ηλικία σύνθεση του αλλοδαπού και του γηγενούς πληθυσμού στην Ελλάδα (2011). (Λόγος αλλοδαπών/γηγενείς αναφορικά με το ποσοστό της κάθε ηλικιακής ομάδας στον συνολικό πληθυσμό αλλοδαπών και γηγενών αντίστοιχα).
Η στενή σχέση μεταξύ «νεανικότητας» και μετανάστευσης αποτυπώνεται στο γεγονός ότι, στις ηλικίες 20 έως 44 ετών, τα ποσοστό των αλλοδαπών (ως προς το συνολικό πληθυσμό των αλλοδαπών), είναι 1,4 έως 1,8 φορές υψηλότερα από αυτά που συναντώνται στον γηγενή πληθυσμό. Επίσης, τα ποσοστά είναι υψηλότερα στις πολύ νεαρές ηλικίες (0-9 ετών), πιθανότατα λόγω της διαφορετικής αναπαραγωγικής συμπεριφοράς γηγενών και αλλοδαπών (βλ. παρακάτω ενότητα 12.3). Αντίθετα, ο χαμηλός αριθμός μεταναστών στις ηλικίες 45 ετών και άνω, σε συνδυασμό με τη γήρανση του γηγενούς πληθυσμού, εξηγεί γιατί ο υπολογιζόμενος λόγος είναι χαμηλότερος από τη μονάδα στις προαναφερόμενες ηλικίες. Μάλιστα, οι διαφορές είναι πιο έντονες στην περίπτωση των γυναικών, κάτι που θα πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ό,τι ο λόγος φύλων είναι διαφορετικός για κάθε πληθυσμό.
Είναι χαρακτηριστικό ό,τι (Πίνακας 11.12), ενώ στο γηγενή πληθυσμό σε 100 γυναίκες αντιστοιχούν 95 άνδρες, στον αλλοδαπό πληθυσμό η σχέση είναι αντίστροφη (σε 100 γυναίκες αντιστοιχούν 105 άνδρες). Μάλιστα, ανακύπτουν ιδιαίτερα σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των εθνικοτήτων. Έτσι, ενώ η μετανάστευση από το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές αφορά τον ανδρικό πληθυσμό, αφού σε 100 γυναίκες αντιστοιχούν 2.235 και 1.325 άνδρες, στην περίπτωση της Βουλγαρίας, των Φιλιππίνων και κυρίως της Ουκρανίας και της Ρωσικής Ομοσπονδίας η μετανάστευση αφορά γυναίκες (σε 100 γυναίκες αντιστοιχούν 61, 44, 27 και 25 άνδρες αντίστοιχα). Πέρα από το γεγονός ότι, οι διαφορές αυτές δύναται να αντικατοπτρίζουν διαφορετικές μεταναστευτικές στρατηγικές για κάθε εθνικότητα, η διάσταση του τομέα απασχόλησης και του επαγγέλματος που ασκούν οι μετανάστες (άνδρες και γυναίκες) αναμφίβολα αποτυπώνεται στους διαφορετικούς λόγους φύλων για κάθε εθνικότητα.
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ (2015β) και ίδιοι υπολογισμοί.
Πίνακας 11.12 Λόγος φύλου (αριθμός ανδρών για 100 γυναίκες) στον αλλοδαπό και τον γηγενή πληθυσμό στην Ελλάδα (2011).
Επιπλέον, εάν η σχέση ανδρών και γυναικών εξεταστεί με βάση την ηλικία των ατόμων, προκύπτουν σημαντικές διαφορές μεταξύ γηγενών και αλλοδαπών (Διάγραμμα 11.7). Στην περίπτωση του γηγενούς πληθυσμού, η σχέση ανδρών/γυναικών είναι προς όφελος των πρώτων έως την ηλικία των 30 ετών, ενώ ισχύει το αντίστροφο για τις ηλικίες των 45 ετών και άνω. Ουσιαστικά, η διαφοροποίηση πριν την ηλικία των 30 ετών συναρτάται με το γεγονός ότι, αναλογικά γεννιούνται περισσότερα αγόρια από ό,τι κορίτσια και παράλληλα η θνησιμότητα έως την ηλικία των 30 ετών δεν παρουσιάζει διαφοροποιήσεις μεταξύ των φύλων. Αντίθετα, η υψηλότερη θνησιμότητα των ανδρών στις ηλικίες άνω των 45 ετών αιτιολογεί γιατί ο λόγος φύλων είναι προς όφελος των γυναικών στις ηλικίες αυτές.
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ (2015γ) και ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 11.7 Λόγος φύλου (αριθμός ανδρών για 100 γυναίκες) κατά ηλικιακές ομάδες στον αλλοδαπό και τον γηγενή πληθυσμό στην Ελλάδα (2011).
Αναφορικά με τον πληθυσμό των αλλοδαπών, η σχετική υπέρ-εκπροσώπηση των ανδρών στις ηλικίες κάτω των 45 ετών, πιθανότατα συναρτάται με την προαναφερόμενη σχέση μεταξύ ηλικίας και μετανάστευσης και με το ότι σε πολλές εθνικότητες, η μετανάστευση αφορά κυρίως τους άνδρες. Τέλος, η υπέρ-εκπροσώπηση των γυναικών, μετά την ηλικία των 45 ετών, θα πρέπει πιθανότατα να συνδυαστεί με την απασχόληση αλλοδαπών γυναικών στον τομέα της παροχής υπηρεσιών σε οικογένειες.
11.4. Γονιμότητα αλλοδαπών και γηγενών στην Ελλάδα
Τα τελευταία χρόνια, η ανάλυση της γονιμότητας με γνώμονα την εθνικότητα των ατόμων αποτελεί αντικείμενο όλο και μεγαλύτερου αριθμού μελετών. Αρχικά το ενδιαφέρον είναι δημογραφικής φύσης, από την άποψη ότι, συνήθως η γονιμότητα των μεταναστών είναι υψηλότερη από αυτήν που παρατηρείται στις χώρες υποδοχής. Κατά συνέπεια, πιστεύεται ότι η αναπαραγωγική συμπεριφορά των αλλοδαπών συμβάλλει στο δημογραφικό δυναμισμό της χώρας υποδοχής, διάσταση η οποία αποκτά ιδιαίτερη σημασία, όταν η γονιμότητα στη χώρα αυτή βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα.
Ένα επιπλέον ενδιαφέρον σημείο αφορά στην πιθανή διαχρονική σύγκλιση των επιπέδων γονιμότητας μεταξύ αλλοδαπών και γηγενών, εξέλιξη η οποία θεωρείται ότι αντικατοπτρίζει τον βαθμό κοινωνικο-οικονομικής ένταξης των μεταναστών στη χώρα υποδοχής. Πλήθος αναλύσεων επικεντρώνονται στην ανάλυση του κατά πόσο και με ποιον τρόπο η μετανάστευση επηρεάζει την αναπαραγωγική συμπεριφορά των ατόμων που μεταναστεύουν και σε ποιoν βαθμό οι αλλαγές στην αναπαραγωγική συμπεριφορά αποτελούν συνάρτηση της διάρκειας παραμονής των αλλοδαπών στη χώρα στην οποία έχουν μεταναστεύσει.
Η εκτίμηση της γονιμότητας με βάση την εθνικότητα των ατόμων απαιτεί δύο σειρές δεδομένων: α) τις γεννήσεις κατά ηλικία και εθνικότητα της μητέρας και β) τον (μέσο) πληθυσμό των γυναικών κατά ηλικία και εθνικότητα. Στην Ελλάδα, η καταγραφή των γεννήσεων με βάση την εθνικότητα ξεκίνησε το 2004, γεγονός που δεν επιτρέπει ασφαλείς εκτιμήσεις αναφορικά με τη γονιμότητα αλλοδαπών και γηγενών πριν από το έτος αυτό.
Επιπλέον, όπως συμβαίνει σε πολλές χώρες υποδοχής, δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία για τον πληθυσμό των γυναικών ανά εθνικότητα σε ετήσια βάση. Οι όποιες διαθέσιμες πηγές (π.χ. Έρευνα Εργατικού Δυναμικού, στατιστικές μετανάστευσης) είτε δεν παρέχουν αξιόπιστα αναλυτικά στοιχεία ανά εθνικότητα είτε δεν καλύπτουν όλη την περίοδο από το 2004 και μετά. Ουσιαστικά στην Ελλάδα, η πηγή που μπορεί να θεωρηθεί ως η πλέον αξιόπιστη για την πληθυσμό ανά εθνικότητα είναι η απογραφή του πληθυσμού, γεγονός που, σε συνδυασμό με την καταγραφή των γεννήσεων ανά εθνικότητα, επιτρέπει αξιόπιστες εκτιμήσεις για την γονιμότητα με βάση την εθνικότητα των μητέρων για το έτος 2011.
Στην παρούσα ενότητα παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων αυτών αναλυτικά κατά εθνικότητα για το έτος 2011. Για την ακρίβεια, γίνεται λόγος για τις εθνικότητες στις οποίες ο αριθμός των γεννήσεων είναι ικανοποιητικά σημαντικός προκειμένου η μέτρηση της γονιμότητας να είναι αξιόπιστη. Επίσης, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα εκτιμήσεων για την γονιμότητα αλλοδαπών (συνολικά και όχι ανά εθνικότητα) και γηγενών για την περίοδο 2004-2012, με βάση κάποιες εκτιμήσεις για τους αντίστοιχους πληθυσμούς των γυναικών σε ετήσια βάση κατά την προαναφερόμενη περίοδο.
11.4.1. Γονιμότητα κατά εθνικότητα στην Ελλάδα το έτος 2011
11.4.1.1 Ένταση και χρονοδιάγραμμα της γονιμότητας στην Ελλάδα: η διάσταση της εθνικότητας.
Στον Πίνακα 11.13 συνοψίζονται τα αποτελέσματα αναφορικά με τα επίπεδα γονιμότητας κατά εθνικότητα στην Ελλάδα το 2011. Στον πίνακα περιέχονται μόνο οι εθνικότητες για τις οποίες ο αριθμός των γεννήσεων ήταν τουλάχιστον 100. Επιπλέον, τα αποτελέσματα δίνονται με βάση ορισμένες ομαδοποιήσεις χωρών. Οι ομαδοποιήσεις αυτές είτε είναι γεωγραφικού χαρακτήρα είτε σχετίζονται με την κατάταξη των χωρών,ανάλογα με τον βαθμό οικονομικής ανάπτυξής τους.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2015γ και 2015δ).
Πίνακας 11.13 Γονιμότητα κατά χώρα εθνικότητας στην Ελλάδα, 2011.
Παρατηρείται ότι η γονιμότητα των αλλοδαπών συνολικά (2,16) ήταν κατά 1,6 φορές υψηλότερη από αυτή των γηγενών (1,33). Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι, με εξαίρεση τις γυναίκες από την Κύπρο (1,17), οι ελληνίδες είχαν τη χαμηλότερη γονιμότητα σε σχέση με όλες τις κατηγορίες εθνικοτήτων, εξετάζοντάς τες είτε ως μεμονωμένες εθνικότητες, είτε με βάση την ήπειρο στην οποία ανήκουν οι χώρες-εθνικότητες, είτε με γνώμονα τους όποιους οικονομικούς σχηματισμούς (ΕΕ_28).
Ένα επιπλέον αξιοπρόσεκτο στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι ο βαθμός οικονομικής ανάπτυξης των χωρών προέλευσης των μεταναστών, κατά κάποιο τρόπο αποτυπώνεται στην αναπαραγωγική τους συμπεριφορά. Έτσι, η υψηλότερη γονιμότητα (2,51) συναντάται στις αλλοδαπές που προέρχονται από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, η χαμηλότερη (2,10) σ’ εκείνες των οποίων οι χώρες γνωρίζουν ένα υψηλό βαθμό οικονομικής ανάπτυξης και η ενδιάμεση κατάσταση (2,38) σε όσες προέρχονται από χώρες με ένα μέσο βαθμό οικονομικής ανάπτυξης.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο, ότι ενώ η υποσαχάρια Αφρική είναι από τις περιοχές με την υψηλότερη γονιμότητα στον πλανήτη, η γονιμότητα των γυναικών που προέρχονται από την περιοχή αυτή και ζουν στην Ελλάδα (2,48) είναι χαμηλότερη από αυτή των γυναικών με καταγωγή από την Βόρεια Αφρική (4,18). Το αποτέλεσμα αυτό πιθανότατα σχετίζεται με τον χαμηλό αριθμό γεννήσεων που μπορεί να επηρεάζει το υπολογιζόμενο επίπεδο γονιμότητας, χωρίς όμως να αποκλείεται η ύπαρξη ενός “selectivity effect”.
Δηλαδή είναι πιθανό ότι οι γυναίκες που προέρχονται από τις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής και μετανάστευσαν στην Ελλάδα, διαφοροποιούνται, από την άποψη της αναπαραγωγικής τους συμπεριφοράς, από αυτές που παρέμειναν στις χώρες τους. Είναι επίσης πιθανό να ισχύει το ίδιο, αν και προς την αντίθετη κατεύθυνση, για τις γυναίκες που προέρχονται από την Αίγυπτο και των οποίων η γονιμότητα είναι ιδιαίτερα υψηλή (4,49).
Γενικά, τα υψηλότερα επίπεδα γονιμότητας παρατηρούνται για τις γυναίκες που μετανάστευσαν από χώρες της Ασίας και ειδικότερα τη Συρία (5,49), την Κίνα (4,81), την Ινδία (4,10) και λιγότερο το Πακιστάν (3,23). Τέλος, εντύπωση προκαλεί η πολύ υψηλή γονιμότητα των γυναικών με αδιευκρίνιστη χώρα-εθνικότητα (5,99), το οποίο όμως μπορεί να συνδέεται με το γεγονός ότι η κατηγορία αυτή δεν αποτυπώνεται απαραίτητα με τον ίδιο τρόπο στα δεδομένα για τις γεννήσεις και σε αυτά που αφορούν στον πληθυσμό κατά εθνικότητα.
Ιδιαίτερα σημαντικές διαφορές, μεταξύ αλλοδαπών και γηγενών, ανακύπτουν αναφορικά με το κατά ηλικία πρότυπο, αλλά και με το χρονοδιάγραμμα της γονιμότητας. Οι αλλοδαπές γυναίκες φέρνουν στον κόσμο, κατά μέσο όρο, περισσότερα παιδιά και σε χαμηλότερη ηλικία από τις γηγενείς. Είναι χαρακτηριστικό ότι, το 2011, η μέση ηλικία απόκτησης των παιδιών ήταν τα 26,9 έτη για τις μετανάστριες, ενώ για τις γηγενείς τα 30,7 έτη (Πίνακας 11.13). Στο Διάγραμμα 11.8 παρέχονται επιπλέον πληροφορίες αναφορικά με τις προαναφερόμενες διαφοροποιήσεις. Εκτός από τις αλλοδαπές γυναίκες συνολικά, παρουσιάζεται και η περίπτωση των γυναικών από την Συρία και από την Αλβανία. Η πρώτη περίπτωση είναι ενδιαφέρουσα αφού οι γυναίκες αυτές είχαν την υψηλότερη γονιμότητα το 2011 και η δεύτερη περίπτωση γιατί, κατά το ίδιο έτος, οι γεννήσεις των γυναικών που κατάγονται από την Αλβανία αποτελούσαν το 58,9% του συνολικού αριθμού γεννήσεων που προέρχονταν από αλλοδαπές μητέρες.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2015γ και 2015δ).
Διάγραμμα 11.8 Το κατά ηλικία και εθνικότητα πρότυπο της γονιμότητας στην Ελλάδα το 2011.
Παρατηρείται ότι, οι διαφορές στην μέση γονιμότητα μεταξύ αλλοδαπών (συνολικά) και γηγενών σχετίζονται με τη σχετικά υψηλότερη γονιμότητα των πρώτων στις ηλικίες κάτω των 30 ετών. Η υψηλότερη γονιμότητα των ελληνίδων στις ηλικίες 30-39 ετών δεν αρκεί για να αντισταθμίσει τη διαφορά που παρατηρείται στις πιο νεαρές ηλικίες, και έτσι η γονιμότητα είναι χαμηλότερη από αυτή των γυναικών ξένης εθνικότητας. Τα σχετικά υψηλά επίπεδα γονιμότητας στις ηλικίες άνω των 30 ετών για τις γηγενείς, πιθανότατα αντικατοπτρίζουν μιας μορφής «αναπλήρωση της χαμένης γονιμότητας»: τα παιδιά που οι Ελληνίδες δεν έφεραν στον κόσμο στις πιο νεαρές ηλικίες, αναπληρώνονται, ως ένα βαθμό, από τις γεννήσεις που πραγματοποιούνται μετά την ηλικία των 30 ετών.
Τα μέγιστα επίπεδα γονιμότητας για τις μετανάστριες συναντώνται στις ηλικίες 20-24 και 25-29 ετών (133 και 131 γεννήσεις σε 1000 γυναίκες αντίστοιχα), ενώ για τις γηγενείς στις ηλικίες 30-34 ετών (97 γεννήσεις σε 1000 γυναίκες). Στην περίπτωση των γυναικών από την Συρία, η γονιμότητα είναι υψηλότερη και ταυτόχρονα συντελείται σε χαμηλότερες ηλικίες. Το μέγιστο επίπεδο αφορά στις ηλικίες 20-24 ετών (348/1000) και η μέση ηλικία απόκτησης παιδιών είναι τα 27,2 έτη (Πίνακας 11.13). Τέλος, στην περίπτωση των γυναικών από την Αλβανία, η γονιμότητά τους είναι πιο υψηλή από την γονιμότητα του συνόλου των αλλοδαπών στις ηλικίες κάτω των 29 ετών και ελαφρά ασθενέστερη από την ηλικία των 30 ετών και πάνω. Παράλληλα, το χρονοδιάγραμμα είναι πιο νεανικό, αφού, κατά μέσο όρο, αποκτούν παιδιά στην ηλικία των 26 ετών (Πίνακας 11.13).
11.4.1.2. Η συμβολή αλλοδαπών και γηγενών στην μέση γονιμότητα στην Ελλάδα το έτος 2011
Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ αλλοδαπών και γηγενών αναφορικά με τη γονιμότητά τους οδηγούν συχνά σε λανθασμένα συμπεράσματα αναφορικά με την επίπτωση της γονιμότητας των μεταναστών στη μέση γονιμότητα της χώρας υποδοχής. Η επίπτωση αυτή δε σχετίζεται μόνο με τις διαφορές στα επίπεδα γονιμότητας, αλλά και με το ποσοστό της κάθε πληθυσμιακής (αλλά και ηλικιακής ομάδας) στον συνολικό πληθυσμό. Για παράδειγμα, όπως φαίνεται παρακάτω, η γονιμότητα των γυναικών από την Συρία το 2011 ήταν μεν υψηλότερη περισσότερο από 4 φορές από αυτή των Ελληνίδων, αλλά, οι γυναίκες αυτές συνέβαλαν μόνο κατά 0,3% στη μέση γονιμότητα που παρατηρήθηκε στην Ελλάδα το ίδιο έτος.
Στον Πίνακα 11.14, αποτυπώνονται οι εκτιμήσεις για την επίπτωση γηγενών και αλλοδαπών στην μέση γονιμότητα στην Ελλάδα. Η ανάγνωση του πίνακα γίνεται ως εξής: η γονιμότητα των γηγενών γυναικών ηλικίας 20-24 ετών στην Ελλάδα ήταν 25 γεννήσεις για 1.000 γυναίκες (στήλη 2). Οι γυναίκες αυτές αποτελούσαν το 87,3% (στήλη 3) του συνολικού αριθμού γυναικών ηλικίας 20-24 ετών και συνεπώς η συμβολή τους στη συνολική γονιμότητα στις αντίστοιχες ηλικίες ήταν 22 (=25 x 87,3%) γεννήσεις στις 1.000 γυναίκες (στήλη 4).
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2015γ και 2015δ).
Πίνακας 11.14 Συμβολή αλλοδαπών και γηγενών στην μέση γονιμότητα στην Ελλάδα (2011).
Αντίστοιχα στις ίδιες ηλικίες, η γονιμότητα των αλλοδαπών ήταν 133/1.000 (στήλη 5) και αποτελούσαν το υπόλοιπο 12,7% (στήλη 6) του συνολικού αριθμού των γυναικών ηλικίας 20-24 ετών. Συνεπώς, η συμβολή τους στη συνολική γονιμότητα της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας ήταν 17 γεννήσεις (=133 x 12,7%) για 1.000 γυναίκες (στήλη 6). Η συνολική γονιμότητα στις ηλικίες αυτές ήταν 39 γεννήσεις (=22+17) για 1.000 γυναίκες (στήλη 8) και η σχετική συμβολή των γηγενών (στήλη 9) ήταν 56,5% (=22/39), ενώ των αλλοδαπών (στήλη 10) ήταν 43,5% (=17/39). Η συνολική επίπτωση προκύπτει από το άθροισμα της επιμέρους απόλυτης συμβολής κατά ηλικιακή ομάδα για τις γηγενείς (232, στήλη 4) και τις αλλοδαπές (55, στήλη 7). Ανεξάρτητα από τις ηλικιακές ομάδες, η συμβολή συνολικά των γηγενών στην μέση γονιμότητα του έτους 2011 ήταν 81% και των αλλοδαπών 19%. Η συμβολή των τελευταίων ήταν ιδιαίτερα υψηλή στις πιο νεαρές ηλικίες (30,8%, 43,5% και 22,3% στις ηλικίες 15-19, 20-24 και 25-29 αντίστοιχα) και αρκετά περιορισμένη από την ηλικία των 30 ετών και άνω.
Αναμφίβολα, η κάθε εθνικότητα επηρέασε με διαφορετικό τρόπο την προαναφερόμενη διαδικασία, αφού η γονιμότητα είναι διαφορετική για τις μεμονωμένες εθνικότητες και επιπλέον, ο αριθμός των γυναικών σε κάθε ηλικιακή ομάδα μεταξύ 15-49 ετών είναι διαφορετικός. Στον Πίνακα 11.15 αποτυπώνεται η επίπτωση ορισμένων εθνικοτήτων στην μέση γονιμότητα στην Ελλάδα. Παράλληλα δίνεται και το ποσοστό των γεννήσεων που προέρχονται από μητέρες της αντίστοιχης εθνικότητας.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2015γ και 2015δ).
Πίνακας 11.15 Συμβολή αλλοδαπών (κατά εθνικότητα) στo επίπεδο γονιμότητας και στις γεννήσεις που παρατηρήθηκε στην Ελλάδα το 2011.
Γίνεται αντιληπτή η ιδιαίτερη σημασία της συμβολής των γυναικών που κατάγονται από την Αλβανία και σε λιγότερο βαθμό αυτών από την Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Ουσιαστικά από το 19% της συνεισφοράς των αλλοδαπών στην συνολική γονιμότητα στην Ελλάδα το έτος 2011, το 11,2% (δηλαδή το 58,9% της συνολικής συνεισφοράς των αλλοδαπών) συναρτάται με τις γυναίκες που προέρχονται από την Αλβανία, ενώ τα αντίστοιχα μεγέθη για αυτές που κατάγονται από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία ήταν πολύ χαμηλότερα (1,3% της συνεισφοράς στην συνολική γονιμότητα, δηλαδή περίπου 7% της συνολικής συνεισφοράς των αλλοδαπών) για κάθε μία περίπτωση.
11.4.2. Γονιμότητα γηγενών και αλλοδαπών στην Ελλάδα την περίοδο 2004-2012
Όπως προαναφέρθηκε, στην Ελλάδα τα διαθέσιμα στοιχεία αναφορικά με τις γεννήσεις κατά ηλικία και εθνικότητα της μητέρας είναι διαθέσιμα από το 2004 και μετά. Παρόλα αυτά, ο υπολογισμός των αντίστοιχων επιπέδων γονιμότητας απαιτεί μία εκτίμηση του αριθμού των γυναικών που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία (15-49 ετών) κατά ηλικία και εθνικότητα, αφού τα δεδομένα αυτά δεν υπάρχουν για τη συγκεκριμένη περίοδο. Προφανώς, η εκτίμηση αυτή θα αφορά τις γηγενείς γυναίκες και τις αλλοδαπές στο σύνολό τους, χωρίς διαχωρισμό σε συγκεκριμένες εθνικότητες, κάτι που θα ήταν ιδιαιτέρως δύσκολο και λογικά μη-αξιόπιστο (Bagavos et al., υπό δημοσίευση).
11.4.2.1. Η διαχρονική εξέλιξη της γονιμότητας γηγενών και αλλοδαπών στην Ελλάδα (2004-2012)
Γνωρίζοντας τις γεννήσεις και τον πληθυσμό των γυναικών ανά ηλικία και εθνικότητα μπορούν να εκτιμηθούν τα επίπεδα γονιμότητας γηγενών και μεταναστών. Στην παρούσα ενότητα, περιγράφονται οι αντίστοιχες εκτιμήσεις, με στόχο την ανάδειξη του ρόλου της γονιμότητας των δύο πληθυσμιακών ομάδων στην εξέλιξη της συνολικής γονιμότητας στην Ελλάδα από το 2004 και μετά.
Στο Διάγραμμα 11.9 παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των υπολογισμών αναφορικά με τη μέση γονιμότητα (ΔΟΓ) συνολικά και κατά εθνικότητα (συνολικά) κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Παρατηρείται ότι η γονιμότητα είναι αισθητά υψηλότερη από αυτή των γηγενών. Μάλιστα, η διαφορά αυτή φαίνεται ότι διευρύνονταν κατά την περίοδο 2004-2009, ενώ συρρικνώνονταν από το 2009 και έπειτα. Συγεκριμένα, το 2004 η μέση γονιμότητα των αλλοδαπών (1,93) ήταν περίπου 1,6 φορές υψηλότερη από αυτή των γηγενών (1,23), το 2009 ήταν διπλάσια (2,80 και 1,37 για αλλοδαπές και γηγενείς αντίστοιχα), ενώ το 2012 ήταν 1,4 φορές υψηλότερη (1,87 και 1,31 αντίστοιχα).
Πηγή:Bagavos et al. (υπό δημοσίευση).
Διάγραμμα 11.9 Δείκτης Ολικής Γονιμότητας ανά εθνικότητα στην Ελλάδα (2004-2012).
Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η τάση στην εξέλιξη της γονιμότητας παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά, αφού και για τις δύο κατηγορίες, ο μέσος αριθμός παιδιών αυξάνει μέχρι το 2009 για να μειωθεί στη συνέχεια. Παρόλα αυτά, οι μεταβολές είναι πολύ πιο έντονες στην περίπτωση των αλλοδαπών γυναικών από ό,τι για τις γηγενείς. Μεταξύ 2004 και 2009, η γονιμότητα των γυναικών ξένης εθνικότητας αυξήθηκε κατά 45%, ενώ των ελληνίδων κατά 11,4%, ενώ την περίοδο της συρρίκνωσης της γονιμότητας (2009-2012), οι μεταβολές ήταν της τάξης του -33,3% και -4,4% αντίστοιχα. Στον βαθμό που η πρόσφατη οικονομική κρίση συνδέεται με τη συρρίκνωση της γονιμότητας, το ασταθές οικονομικό περιβάλλον επηρέασε πιθανότατα περισσότερο, την αναπαραγωγική συμπεριφορά των αλλοδαπών από ό,τι των γηγενών. Οι εξελίξεις αυτές συνδυάστηκαν με επίπεδα συνολικής γονιμότητας 1,30 το 2004, 1,51 το 2009 και 1,37 το 2012 ή αλλιώς με αύξηση κατά 15,9% και μείωση κατά -9,2% στις περιόδους 2004-2009 και 2009-2012.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι διαφοροποιήσεις αναφορικά με το χρονοδιάγραμμα της γονιμότητας. Η ανάλυση επιβεβαιώνει ότι η απόκτηση παιδιών για τις αλλοδαπές γυναίκες συμβαίνει σε μικρότερη ηλικία από ότι για τις γηγενείς (Πίνακας 11.16).
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2015γ και 2015δ) και Bagavosetal. (υπό δημοσίευση).
Πίνακας 11.16 Μέση ηλικία απόκτησης παιδιών για αλλοδαπές και γηγενείς γυναίκες στην Ελλάδα (2004-2012).
Είναι χαρακτηριστικό ότι η διαφορά στην μέση ηλικία τεκνοποίησης κυμαίνεται μεταξύ 3,4 και 4,8 έτη, αφού κατά μέσο όρο οι γηγενείς τεκνοποιούν κυρίως στην ηλικία των 30 με 30,7 έτη, ενώ οι αλλοδαπές μεταξύ 25,9 και 27 ετών. Ουσιαστικά, ενώ στην περίπτωση των αλλοδαπών γυναικών η γονιμότητά τους έως την ηλικία των 30 ετών καλύπτει, ανάλογα με το έτος αναφοράς, το 70-75% της συνολικής τους γονιμότητας, το αντίστοιχο ποσοστό στις γηγενείς, κυμαίνεται μεταξύ 40 και 48% (Διάγραμμα 11.10).
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2015γ και 2015δ) και Bagavosetal. (υπό δημοσίευση).
Διάγραμμα 11.10 Σωρευτική γονιμότητα έως την ηλικία των 30 ετών (%) για αλλοδαπές και γηγενείς στην Ελλάδα (2004-2012).
11.4.2.2. Η ετήσια συμβολή αλλοδαπών και γηγενών στις γεννήσεις και στο επίπεδο της συνολικής γονιμότητας στην Ελλάδα την περίοδο 2004-2012
Από την προηγούμενη ανάλυση, εύλογα προκύπτουν κάποια ερωτήματα όπως: α) ποια ήταν η ετήσια συνεισφορά αλλοδαπών και γηγενών στο επίπεδο της μέσης γονιμότητας η οποία παρατηρήθηκε στην Ελλάδα την περίοδο 2004-2012; β) πώς διαφοροποιείται η συμβολή αυτή ανάλογα με την ηλικία των γυναικών; Προκειμένου να απαντηθούν τα παραπάνω ερωτήματα, η συνεισφορά αυτή υπολογίστηκε με τον τρόπο που περιγράφεται παραπάνω (Πίνακας 11.9) για το έτος 2011.
Τα αποτελέσματα που αποτυπώνονται στο Διάγραμμα 11.11 φανερώνουν ότι η προαναφερόμενη συμβολή παρουσίασε αυξητική τάση μεταξύ 2004 και 2009 (από 15,9% σε 18,9% για τις γεννήσεις και από 16,4% σε 20,2% για τη μέση γονιμότητα) για να μειωθεί στη συνέχεια (15,4% και 16,6% αντίστοιχα το 2012). Σημειώνεται επίσης, ότι η συμβολή στην μέση γονιμότητα είναι ελαφρά υψηλότερη από ό,τι στις γεννήσεις, αφού η γονιμότητα των αλλοδαπών είναι υψηλότερη από αυτήν των γηγενών.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2015γ και 2015δ) και Bagavos et al. (υπό δημοσίευση).
Διάγραμμα 11.11 Συμβολή αλλοδαπών γυναικών στις γεννήσεις και στην μέση γονιμότητα (Δείκτης Ολικής Γονιμότητας) στην Ελλάδα (2004-2012) - (%).
Σε ό,τι αφορά στη διάσταση της ηλικίας (Διάγραμμα 11.12), η συμβολή ήταν ιδιαίτερα σημαντική στις νεαρές ηλικίες (15-24 ετών) και αισθητά χαμηλότερη στις ηλικίες 25-34 ετών (γύρω στο 15%) και 35 ετών και άνω (γύρω στο 10%). Ειδικότερα για τις νεαρές ηλικίες, το 2009, η συμβολή των αλλοδαπών στην συνολική γονιμότητα στις ηλικίες αυτές έφτασε στο μέγιστο επίπεδο αγγίζοντας το 45%.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2015γ και 2015δ) και Bagavosetal. (υπό δημοσίευση).
Διάγραμμα 11.12 Συμβολή αλλοδαπών γυναικών στις γεννήσεις και στην μέση γονιμότητα (ειδικοί κατά ηλικία δείκτες γονιμότητας) στην Ελλάδα σε συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες (2004-2012) - (%).
11.4.2.3. Η συμβολή αλλοδαπών και γηγενών στις διαχρονικές μεταβολές της γονιμότητας στην Ελλάδα την περίοδο 2004-2012
Από την ανάλυση που προηγήθηκε έγινε φανερό ότι υπήρξαν δύο διακριτές χρονικές περίοδοι στην διαχρονική μεταβολή της γονιμότητας στην Ελλάδα την περίοδο 2004-2012. Η πρώτη περίοδος (2004-2009) χαρακτηρίστηκε από αύξηση της γονιμότητας η οποία συνοδεύτηκε από μια δεύτερη περίοδο (2009-2012) συρρίκνωσης της γονιμότητας. Η τάση αυτή αντικατοπτρίζει αντίστοιχες μεταβολές που παρατηρήθηκαν για τη γονιμότητα γηγενών και αλλοδαπών και συνεπώς, εύλογα τίθεται το ερώτημα αναφορικά με το ποια ήταν η συμβολή των δύο αυτών κατηγοριών στις διαχρονικές μεταβολές της συνολικής γονιμότητας. Η συμβολή αυτή εξαρτάται από τις μεταβολές στην γονιμότητα αυτή καθ’αυτή (σε κάθε ηλικία) και από τις διαχρονικές αλλαγές στο ποσοστό του κάθε πληθυσμού (αλλοδαπές, γηγενείς) σε κάθε ηλικία του συνολικού πληθυσμού των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία (Bagavos et al., υπό δημοσίευση).
Στον Πίνακα 11.17 παρατίθενται τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων για τη διακριτή συμβολή αλλοδαπών και γηγενών στις διαχρονικές μεταβολές της γονιμότητας την περίοδο 2004-2009 και 2009-2012. Η συμβολή δίνεται ως ποσοστό της συνολικής γονιμότητας στην αρχή κάθε περιόδου (2004 και 2009 αντίστοιχα). Την περίοδο 2004-2009, η συνολική γονιμότητα αυξήθηκε κατά 15,9%. Η αύξηση αυτή οφείλεται περισσότερο στην συμβολή των γηγενών (9,0%) και λιγότερο σε αυτή των αλλοδαπών (7,0%). Δηλαδή, η αύξηση της γονιμότητας στην Ελλάδα κατά την προαναφερόμενη περίοδο οφείλεται κατά 56,3% στη συμβολή των γηγενών και κατά 43,7% σε αυτή των αλλοδαπών. Την περίοδο 2009-2012, η συρρίκνωση της γονιμότητας (-9,2%) προήλθε λιγότερο από τις γηγενείς (-4,1%) και περισσότερο από τις αλλοδαπές (-5,1%). Συνολικά, η μείωση οφείλεται κατά 55,8% στις αλλοδαπές και κατά 44,2% στις γηγενείς.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2015γ και 2015δ) και Bagavosetal. (υπό δημοσίευση).
Πίνακας 11.17 Συμβολή αλλοδαπών και γηγενών στην διαχρονική μεταβολή της γονιμότητας στην Ελλάδα την περίοδο 2004-2009 και 2009-2012 (ως % της συνολικής γονιμότητας στην αρχή κάθε περιόδου).
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα αποτελέσματα σε σχέση με την διάσταση της ηλικίας. Η υψηλή συμβολή των γηγενών της πρώτης περιόδου σχετίζεται με τις ηλικίες άνω των 30 ετών, αφού κάτω από την ηλικία των 30 ετών η συμβολή είναι αρνητική (επειδή η γονιμότητα μειώνεται στις ηλικίες αυτές). Την ίδια περίοδο, η συμβολή των αλλοδαπών είναι θετική σε όλες τις ηλικίες με τα υψηλότερα μεγέθη να αφορούν στις ηλικίες 20-29 ετών. Αντίθετα, η διαφορετική συμβολή των δύο πληθυσμιακών ομάδων, στην μείωση της γονιμότητας την περίοδο 2009-2012, σχετίζεται κυρίως με τα αρνητικά μεγέθη στις ηλικίες 20-24 ετών για τις αλλοδαπές, 30-34 ετών για τις γηγενείς και ως ένα βαθμό στις ηλικίες 25-29 ετών και για τις δύο ομάδες.
Όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι δυνατή η αποτύπωση αξιόπιστων εκτιμήσεων για μεμονωμένες εθνικότητες αναφορικά με την προαναφερόμενη συμβολή. Πάντως, το γεγονός ότι την περίοδο 2004-2012, το ποσοστό των γεννήσεων που προέρχονταν από μητέρες με καταγωγή από την Αλβανία (ως προς τον συνολικό αριθμό γεννήσεων από αλλοδαπές μητέρες) κυμαίνονταν μεταξύ 56% και 62%, φανερώνει την ιδιαίτερη σημασία της πληθυσμιακής αυτής ομάδας για την επίπτωση της γονιμότητας των μεταναστών στην μέση γονιμότητα στην Ελλάδα.
11.5. Η μεταναστευτική εισροή ως παράγοντας διαμόρφωσης δημογραφικών αλλαγών στην Ελλάδα την περίοδο 1991-2011
Έχοντας παρουσιάσει τα βασικά χαρακτηριστικά της δημογραφικής διάστασης της μετανάστευσης προς την Ελλάδα, εύλογα τίθεται το εξής ερώτημα: ποιές ήταν οι επιπτώσεις δημογραφικού χαρακτήρα που προέκυψαν από το φαινόμενο αυτό;
Για να απαντηθεί το παραπάνω ερώτημα, εκπονήθηκαν αναδρομικές προβολές του πληθυσμού της Ελλάδας για την περίοδο 1991-2013. Η περίοδος αυτή, αποτελεί τη βασική χρονική περίοδο αύξησης των μεταναστευτικών εισροών και του αλλοδαπού πληθυσμού στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα, για την περίοδο αυτή υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία αναφορικά με τους ετήσιους δείκτες γονιμότητας και θνησιμότητας κατά ηλικία ή κατά ηλικιακή ομάδα. Σκοπός είναι να αναδειχθεί ποιές θα μπορούσε να είναι οι διαχρονικές μεταβολές αναφορικά με την αύξηση του συνολικού μεγέθους και την κατά ηλικία σύνθεση του πληθυσμού της Ελλάδας, εάν κατά την εξεταζόμενη περίοδο, δεν υπήρχαν μεταναστευτικά ρεύματα (μηδενική καθαρή μετανάστευση), ή αλλιώς εάν ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν ένας κλειστός πληθυσμός.
Η προσέγγιση αυτή απαιτεί κάποιες διευκρινήσεις αναφορικά με την περίοδο 1991-2013. Η πρόσφατη οικονομική κρίση, οδήγησε ένα αριθμό γηγενών στην απόφαση να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό, γεγονός που σημαίνει ότι η καθαρή μετανάστευση από το 2008 και μετά δεν αντικατοπτρίζει μόνο τα μεταναστευτικά ρεύματα αλλοδαπών, αλλά και γηγενών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat (2015α, 2015β), την περίοδο 2010-2013, η καθαρή μετανάστευση (περίπου 130.000 άτομα) ήταν αρνητική, δηλαδή η Ελλάδα ήταν χώρα καθαρής εκροής μεταναστών. Περίπου τα μισά (51,7%) από τα άτομα αυτά ήταν γηγενείς ενώ τα υπόλοιπα (48,3%) ήταν αλλοδαποί. Γενικά, από το 2008 και μετά η καθαρή μετανάστευση γίνεται αρνητική Eurostat (2015α, 2015β), γεγονός που υπαγορεύει τον διαχωρισμό της συνολικής περιόδου 1991-2013, στην περίοδο πριν και μετά την κρίση (1991-2007 και 2008-2013 αντίστοιχα). Με δεδομένο ότι, αυτό που ενδιαφέρει στην παρούσα ενότητα είναι οι δημογραφικές επιπτώσεις που προκύπτουν από τη μετανάστευση αλλοδαπών στην Ελλάδα, η έμφαση δίνεται κυρίως στην περίοδο 1991-2007, θεωρώντας ό,τι τα μεγέθη της καθαρής μετανάστευσης αυτής της περιόδου αναφέρονται σε αλλοδαπούς υπηκόους.
Η αποτύπωση της σημασίας της μετανάστευσης αλλοδαπών στην Ελλάδα, για την αύξηση και την ηλιακή δομή του πληθυσμού την περίοδο 1991-2007, προκύπτει από την σύγκριση των πραγματικών μεγεθών μ’ αυτά που πρόεκυψαν από την προαναφερόμενη αναδρομική προβολή με μηδενική μετανάστευση. Για την προβολή αυτή χρησιμοποιήθηκαν τα επίσημα στοιχεία που αφορούν στους ειδικούς κατά ηλικία δείκτες γονιμότητας (Eurostat, 2015ζ) και στους ειδικούς κατά ηλικία και φύλο δείκτες θνησιμότητας (Eurostat, 2015η), για όλα τα έτη μεταξύ 1991 και 2013. Ακόμη, χρησιμοποιήθηκε ο πληθυσμός κατά ηλικία και φύλο την 1η Ιανουαρίου του έτους 1991, το οποίο άλλωστε είναι και το έτος βάσης των προβολών (Eurostat, 2015στ).
11.5.1. Μετανάστευση αλλοδαπών και διαχρονικές μεταβολές του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας
Από τα αποτελέσματα που προέκυψαν προκύπτει αβίαστα ένα πρώτο συμπέρασμα: η μετανάστευση, αποτέλεσε τον αποκλειστικό παράγοντα διαμόρφωσης των διαχρονικών μεταβολών αναφορικά με το μέγεθος και την αύξηση του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας. Η πληθυσμιακή αύξηση της περιόδου 1991-2007, οφείλεται αποκλειστικά στην εισροή και παραμονή αλλοδαπού πληθυσμού, ενώ η μείωση κατά την περίοδο της κρίσης αφορά στη μεταναστευτική εκροή τόσο αλλοδαπών όσο και γηγενών. Είναι χαρακτηριστικό, ότι, χωρίς μετανάστευση, το μέγεθος του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας (Διάγραμμα 11.13) θα είχε παραμείνει περίπου σταθερό στο επίπεδο του 1991, σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της περιόδου 1991-2013. Αντίθετα, η παρουσία αλλοδαπού πληθυσμού στην Ελλάδα, οδήγησε σε αύξηση του συνολικού πληθυσμού. Η αύξηση αυτή για το σύνολο της περιόδου 1991-2007 ήταν γύρω στο 10%. Έκτοτε, και ειδικότερα την τελευταία τριετία, η αρνητική καθαρή μετανάστευση συνδυάστηκε με πληθυσμιακή συρρίκνωση, αν και το 2013 το συνολικό μέγεθος του πληθυσμού ήταν περίπου 8% υψηλότερο από αυτό του 1991.
Πηγή:Eurostat (2015ε) και ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από Eurostat (2015στ, 2015ζ και 2015η).
Διάγραμμα 11.13 Η επίπτωση της μετανάστευσης στην διαχρονική αύξηση του πληθυσμού της Ελλάδας (1991-2013). (Δείκτης 100 το 1991).
Ειδικότερα για την περίοδο 1991-2007, η επίπτωση της μετανάστευσης αλλοδαπών στην Ελλάδα, μπορεί να διαχωριστεί μεταξύ αυτής που αφορά στην ετήσια καθαρή μετανάστευση (ροές) και στη φυσική αύξηση του αλλοδαπού πληθυσμού (απόθεμα). Επιπλέον, οι δύο αυτές διαστάσεις μπορούν να εξεταστούν παράλληλα με τη φυσική αύξηση του γηγενούς πληθυσμού (η οποία στην περίπτωση ενός κλειστού πληθυσμού ταυτίζεται με τη συνολική αύξηση του γηγενούς πληθυσμού).
Τα αποτελέσματα φανερώνουν ότι πριν την οικονομική κρίση (Διάγραμμα 11.14), η ετήσια καθαρή μετανάστευση (ουσιαστικά ατόμων ξένης εθνικότητας), ήταν ο βασικός παράγοντας της πληθυσμιακής αύξησης στην Ελλάδα, αφού το 80%-106% της αύξησης του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα οφείλονταν στον παράγοντα αυτό. Επίσης, υπογραμμίζεται ότι διαχρονικά, διευρύνεται ο ρόλος της φυσικής αύξησης των μεταναστών, έτσι ώστε το 2007, περίπου το 20% της συνολικής μεταβολής να σχετίζεται με την φυσική αύξηση του μεταναστευτικού πληθυσμού. Επιπλέον, είναι φανερό ότι, ο ρόλος της φυσικής αύξησης των γηγενών είναι οριακός και μάλιστα παρουσιάζει υψηλό αρνητικό πρόσημο στο τέλος της δεκαετίας του 1990.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από Eurostat (2015στ, 2015ζ και 2015η).
Διάγραμμα 11.14 Η συνεισφορά της καθαρής μετανάστευσης αλλοδαπών και της φυσικής αύξησης αλλοδαπών και γηγενών στην αύξηση του πληθυσμού της Ελλάδας (1991-2007). (ως % επί της ετήσιας συνολικής αύξησης.
11.5.2. Μετανάστευση αλλοδαπών και αλλαγές στην κατά ηλικία σύνθεση του πληθυσμού της Ελλάδας
Οι προαναφερόμενες επιπτώσεις της μετανάστευσης για το συνολικό μέγεθος του πληθυσμού, παρουσιάζονται αρκετά διαφοροποιημένες, εάν εξεταστούν υπό το πρίσμα της κατά ηλικία δομής του.
Ειδικότερα, η παρουσία αλλοδαπού πληθυσμού στην Ελλάδα από το 1991 και μετά, δεν απέτρεψε τη μείωση του αριθμού των νέων ηλικίας 0 έως 14 ετών, απλώς επιβράδυνε αυτή τη διαδικασία (Διάγραμμα 11.15). Χωρίς μετανάστευση ο πληθυσμός αυτός θα είχε μειωθεί περίπου κατά 25%, ενώ λόγω της μετανάστευσης, και κυρίως λόγω της γονιμότητας των μεταναστών, η μείωση ήταν της τάξης του 17%.
Πηγή:Eurostat (2015ε) και ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από Eurostat (2015στ, 2015ζ και 2015η).
Διάγραμμα 11.15 Η επίπτωση της μετανάστευσης στην εξέλιξη του αριθμού των ατόμων ηλικίας 0 έως 14 ετών (1991-2013). (Βάση 100 το 1991).
Η επίπτωση ήταν σημαντική για τον πληθυσμό εργάσιμης ηλικίας (15-64 ετών), αφού οι μεταναστευτικές ροές αφορούν κυρίως στις παραγωγικές ηλικίες (Διάγραμμα 11.16). Είναι χαρακτηριστικό ότι, χωρίς μετανάστευση, το εν δυνάμει εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα θα είχε αρχίσει να μειώνεται από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Η μετανάστευση μετατόπισε χρονικά την εξέλιξη αυτή, η οποία παρατηρήθηκε από το 2009 και μετά. Μάλιστα, πριν την κρίση (2007), το μέγεθος του πληθυσμού των παραγωγικών ηλικιών ήταν περίπου κατά 10% υψηλότερο (γύρω στις 760 χιλιάδες) από αυτό το οποίο θεωρητικά θα υπήρχε στην Ελλάδα εάν η μετανάστευση ήταν μηδενική.
Πηγή:Eurostat (2015ε) και ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από Eurostat (2015στ, 2015ζ και 2015η).
Διάγραμμα 11.16: Η επίπτωση της μετανάστευσης στην εξέλιξη του αριθμού των ατόμων ηλικίας 15 έως 64 ετών (1991-2013). (Βάση 100 το 1991).
Αναφορικά με τον πληθυσμό των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω (Διάγραμμα 11.17), η διαχρονική εξέλιξη του ήταν ανεξάρτητη από την παρουσία αλλοδαπού πληθυσμού στην Ελλάδα. Λόγω της κατά ηλικία δομής του πληθυσμού το 1991, καθώς και της συνεχούς μείωσης της θνησιμότητας, ο πληθυσμός αυτός αυξήθηκε περίπου κατά 47% μεταξύ 1991 και 2007, ενώ θα είχε αυξηθεί σχεδόν κατά το ίδιο ποσοστό (46%) εάν δεν υπήρχε μετανάστευση. Δηλαδή, η επίπτωση της διαχρονικής ηλικιακής γήρανσης ατόμων, ξένης εθνικότητας που εισήλθαν στην Ελλάδα σε σχετικά νεαρή ηλικία, απλά προσέδωσε μια εκατοστιαία μονάδα αύξησης (περίπου 17.000 άτομα) στον ήδη διευρυμένο αριθμό ηλικιωμένων ατόμων.
Πηγή:Eurostat (2015ε) και ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από Eurostat (2015στ, 2015ζ και 2015η).
Διάγραμμα 11.17 Η επίπτωση της μετανάστευσης στην εξέλιξη του αριθμού των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω (1991-2013). (Βάση 100 το 1991).
Αντίθετα, λόγω της συμβολής της μετανάστευσης στην αύξηση του πληθυσμού, το ποσοστό των ηλικιωμένων ατόμων στο συνολικό πληθυσμό, αυξήθηκε λιγότερο απ’ ό,τι στην περίπτωση όπου η μετανάστευση ήταν μηδενική (Διάγραμμα 11.18). Επομένως, η μετανάστευση δεν απέτρεψε την δημογραφική γήρανση, απλώς συνδυάστηκε με μια σχετική επιβράδυνσή της, αφού το μερίδιο των ηλικιωμένων από 13,8% το 1991 έφτασε το 18,6% το 2007, ενώ θα ήταν 20,2% εάν δεν υπήρχε μετανάστευση.
Πηγή: Eurostat (2015ε) και ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από Eurostat (2015στ, 2015ζ και 2015η).
Διάγραμμα 11.18: Η επίπτωση της μετανάστευσης στην εξέλιξη του ποσοστού των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω στο συνολικό πληθυσμό (1991-2013).
Αν και στις μέρες μας ο όρος διεθνής μετανάστευση παραπέμπει κυρίως στα μεταναστευτικά ρεύματα εισροής προς την Ελλάδα, και σχετικά πρόσφατα, στη μετανάστευση Ελλήνων προς το εξωτερικό, δεν θα πρέπει να αγνοούμε ότι, η μετανάστευση, και κυρίως η μεταναστευτική εκροή αποτέλεσε ένα αναπόσπαστο κομμάτι της δημογραφικής ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας. Αναμφίβολα, η μακροχρόνια εμπειρία της χώρας ως χώρα αποστολής μεταναστών θα μπορούσε να αποτελέσει οδηγό για τις συνθήκες διαβίωσης του μεταναστευτικού πληθυσμού που βρίσκεται στην Ελλάδα.
- Bagavos, C., Verropoulou, G. and Tsimbos, K. (υπό δημοσίευση). Reconsidering the relative contribution of immigrants to overall fertility levels and trends: the case of Greece, 2004-2012.
- Council of Europe (1996). Recent demographic developments in Europe. Council of Europe Publishing Strasbourg.
- Eurostat (2015α). Eurostat Database/Population and social conditions/Demography and migration (pop)/Immigration (migr_immi)/Immigration by five year age group, sex and citizenship (migr_imm1ctz).
- Eurostat (2015β). Eurostat Database/Population and social conditions/Demography and migration (pop)/Emigration (migr_emi)/Emigration by five year age group, sex and citizenship (migr_emi1ctz).
- Eurostat (2015γ). Eurostat Database/Population and social conditions/Demography and migration (pop)/Population (demo_pop)/Population on 1 January by five year age group, sex and citizenship (migr_pop1ctz).
- Eurostat (2015δ). Eurostat Database/Population and social conditions/Demography and migration (pop)/Population (demo_pop)/Population on 1 January by age, sex and broad group of country of birth (migr_pop4ctb).
- Eurostat (2015ε). Eurostat Database/Population and social conditions/Demography and migration (pop)/Population (demo_pop)/Population on 1 January by age and sex (demo_pjan)-(1991-2013).
- Eurostat (2015στ). Eurostat Database/Population and social conditions/Demography and migration (pop)/Population (demo_pop)/Population on 1 January by age and sex (demo_pjan)-(1991).
- Eurostat (2015ζ). Eurostat Database/Population and social conditions/Demography and migration (pop)/Fertility (demo_fer)/Fertility rates by age (demo_frate)
- Eurostat (2015η). Eurostat Database/Population and social conditions/Demography and migration (pop)/Mortality (demo_mor)/Life table (demo_mlifetable).
- Kotzamanis (ed.) 2000, Demography of the Balkans. Migration flows and geographical population distribution. University of Thessaly.
- Lewis, W.A. (1954). Economic development with unlimited supplies of labour. The Manchester School, 139-191.
- Siampos, G. (1976). Emigration from Greece to Industrialized Europe, στο University of Rome Emigration from Mediterranean Basin to Industrialized Europe, σελ. 125-143.
- ΕΛΣΤΑΤ (2015α). Στατιστικά Θέματα/Πληθυσμός/Μόνιμος Πληθυσμός/Δημογραφικά Στοιχεία Τόμος II/2001/Πίνακες/Πίνακας 9. Απογραφή πληθυσμού 2001. Πληθυσμός κατά υπηκοότητα και φύλο.
- ΕΛΣΤΑΤ (2015β). Στατιστικά Θέματα/Πληθυσμός/Μόνιμος Πληθυσμός/Δημογραφικά Στοιχεία Τόμος II/2011/Πίνακες/Πίνακας 9Α. Απογραφή Πληθυσμού 2011. Μόνιμος Πληθυσμός κατά υπηκοότητα, φύλο και οικογενειακή κατάσταση.
- ΕΛΣΤΑΤ (2015γ). Στατιστικά Θέματα/Πληθυσμός/Μόνιμος Πληθυσμός/Δημογραφικά Στοιχεία Τόμος II/2011/Πίνακες/Πίνακας 10. Απογραφή Πληθυσμού 2011. Μόνιμος Πληθυσμός κατά υπηκοότητα, φύλο και ομάδες ηλικιών.
- ΕΛΣΤΑΤ (2015δ). Στατιστικές φυσικής κίνησης. Γεννήσεις κατά υπηκοότητα και ηλικία της μητέρας (2004-2012). Παροχή δεδομένων κατόπιν αιτήματος.
- ΕΛΣΤΑΤ και ΕΣΥΕ, Στατιστικές Επετηρίδες (1930-2010). (Διαθέσιμες: ΕΛΣΤΑΤ/Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Γενικά δημοσιεύματα/Στατιστική Επετηρίδα της Ελλάδος).
- ΕΣΥΕ (1962). Αποτελέσματα Απογραφής 1961, Τεύχος I, Δημογραφικά χαρακτηριστικά. Αθήνα. (Διαθέσιμο: ΕΛΣΤΑΤ/Ψηφιακή Βιβλιοθήκη/Ειδικά δημοσιεύματα/Πληθυσμός/Απογραφές/1961).
- ΕΣΥΕ (1980). Ο πληθυσμός της Ελλάδος κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνος. Μεθοδολογικαί μελέται Ζ:14. Αθήνα: Έκδοση ΕΣΥΕ. (Διαθέσιμο: ΕΛΣΤΑΤ/Ψηφιακή Βιβλιοθήκη/Μελέτες-Εκθέσεις/Μελέτες).
- Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (2014). Νόμος υπ’ αριθ. 4251. Κώδικας Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης και λοιπές διατάξεις. Αρ. Φύλλου 80, 1 Απριλίου 2014.
- Ταπεινός, Γ.Φ. (1993). Στοιχεία δημογραφίας: ανάλυση, κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες και ιστορία των πληθυσμών. Αθήνα: Παπαζήσης.
- Ταπεινός, Γ.Φ. (2002). Δημογραφία. Βόλος: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Κεφάλαιο 12:
Κοινωνικο-Οικονομικές Επιπτώσεις των Δημογραφικών Μεταβολών και Προοπτικές Εξέλιξης του Πληθυσμού της Ελλάδας
Οι διαχρονικές αλλαγές αναφορικά με το μέγεθος και την κατά ηλικία δομή του πληθυσμού της Ελλάδας συναρτώνται άμεσα με τις μεταβολές του μεγέθους του εργατικού δυναμικού. Επιπρόσθετα, η αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης και οι μεταβολές στην απασχόληση, την ανεργία, την εκπαίδευση και την συνταξιοδότηση επηρεάζουν σημαντικά τόσο την συνολική διάρκεια του κύκλου ζωής των ατόμων, όσο και την παραμονή τους στα διάφορα στάδια αυτού του κύκλου. Τα επόμενα χρόνια, οι μεταβολές του εργατικού δυναμικού και οι διαφοροποιήσεις στον κύκλο ζωής των ατόμων θα είναι σε άμεση συνάρτηση με τις προοπτικές εξέλιξης του πληθυσμού.
12.1. Η κοινωνικο-οικονομική διάσταση των δημογραφικών μεταβολών στην Ελλάδα
12.1.1. Η δημογραφική διάσταση των διαχρονικών μεταβολών του εργατικού δυναμικού
Μία από τις σημαντικότερες διαστάσεις των σχέσεων μεταξύ των δημογραφικών μεταβολών και της αγοράς εργασίας είναι οι παρατηρούμενες επιπτώσεις στην διαχρονική εξέλιξη του εργατικού δυναμικού. Η στενή σχέση προκύπτει από το γεγονός ότι το εργατικό δυναμικό είναι συνάρτηση του ποσοστού συμμετοχής των ατόμων στην αγορά εργασίας (ή αλλιώς στο εργατικό δυναμικό) και του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας (συνήθως 15 έως 64 ετών).
Τα ποσοστά συμμετοχής εκφράζουν την τάση που έχουν τα άτομα να συμμετέχουν στην αγορά εργασίας. Παράλληλα, η τάση αυτή διαφοροποιείται ανάλογα με το φύλο και την ηλικία των ατόμων. Βασικός προσδιοριστικός παράγοντας για την παρουσία ή όχι των ατόμων στην αγορά εργασίας είναι το μορφωτικό τους επίπεδο. Ουσιαστικά η αύξηση του μορφωτικού επιπέδου συμβαδίζει με υψηλότερη θέληση των ατόμων να εργαστούν, και στον βαθμό που το επιτρέπουν οι οικονομικές συνθήκες, η θέληση αυτή αντικατοπτρίζεται σε αύξηση των ποσοστών συμμετοχής στην αγορά εργασίας.
Η διάσταση της ηλικίας είναι επίσης σημαντική από την άποψη ότι η απόφαση για συμμετοχή στην αγορά εργασίας διαφοροποιείται ανάλογα με τα διάφορα στάδια του κύκλου ζωής και τις αντίστοιχες προτιμήσεις των ατόμων. Έτσι, στις πιο νεαρές ηλικίες (15-29 ετών) οι προτιμήσεις των ατόμων τείνουν περισσότερο προς την εκπαίδευση, επομένως τα ποσοστά συμμετοχής τους στο εργατικό δυναμικό είναι γενικά χαμηλά. Αντίθετα στις ενδιάμεσες ηλικίες (30-49 ετών) τα ποσοστά αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικά, αφού οι προτιμήσεις των ατόμων, μετά την πιθανή ολοκλήρωση των σπουδών τους, τείνουν προς την εργασία. Επιπρόσθετα, στις υψηλότερες ηλικίες (50-64 ετών) και όσο τα άτομα προσεγγίζουν την ηλικία συνταξιοδότησης, η παρουσία τους στην αγορά εργασίας, συναρτάται τόσο από τις συνθήκες που επικρατούν για αυτούς στην αγορά εργασίας όσο και από το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τα συνταξιοδοτικά συστήματα.
Οι δυσμενείς συνθήκες στην αγορά εργασίας και η ύπαρξη δυνατοτήτων για πρώιμη συνταξιοδότηση των ατόμων σ’ αυτές τις ηλικίες, συνηγορούν στη μείωση της ενεργού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό. Τέλος, οι διαφοροποιήσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, σχετίζονται τόσο με τις προαναφερόμενες διαφορές που συναντώνται στις διάφορες ηλικίες όσο και με το γεγονός ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων η δημιουργία οικογένειας προκαλεί, γενικά, μεγαλύτερο διάστημα απουσίας των γυναικών από την αγορά εργασίας και συνεπώς οδηγεί σε χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής των γυναικών σε σχέση με αυτά των ανδρών.
Στο Διάγραμμα 12.1 αποτυπώνονται τα ποσοστά συμμετοχής ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα κατά πενταετείς ομάδες ηλικιών, όπως αυτά προκύπτουν από τα στοιχεία των απογραφών του 1971 και του 2011. Παρατηρείται ότι, σε όλες τις ηλικίες, τα ποσοστά συμμετοχής των ανδρών είναι υψηλότερα από αυτά των γυναικών. Η σημαντική διεύρυνση της παρουσίας των γυναικών στην αγορά εργασίας μεταξύ 1971 και 2011 συνδυάστηκε με συρρίκνωση των προαναφερόμενων διαφοροποιήσεων. Και στα δύο φύλα, τα υψηλότερα ποσοστά συναντώνται στις ηλικίες 30-49 ετών και ειδικότερα στην περίπτωση των ανδρών τα ποσοστά αυτά προσεγγίζουν το 100%. Η εκπαίδευση, η δημιουργία οικογένειας και η συνταξιοδότηση επιδρούν στο κατά ηλικία πρότυπο της συμμετοχής στην αγορά εργασίας με τρόπο ώστε τόσο στην αρχή όσο και στο τέλος του εργασιακού βίου (15-29 ετών και 50-64 ετών αντίστοιχα), η παρουσία των ατόμων στην αγορά εργασίας να εμφανίζεται περιορισμένη.
Σημείωση: Μόνιμος πληθυσμός απογραφής 2011.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1979, σελ. 55, Πίνακας III.1 και σελ 69, Πίνακας III.7), ΕΣΥΕ (1977, Αποτελέσματα απογραφής 1971, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, σελ. 1, Πίνακας 1 και σελ. 538, Πίνακας 19) και ΕΛΣΤΑΤ (2015α).
Διάγραμμα 12.1 Ποσοστά συμμετοχής στην αγορά εργασίας ανά φύλο και ηλικιακή ομάδα στην Ελλάδα (1971-2011).
Η διαφοροποιημένη τάση των ατόμων να εργαστούν, αναφορικά με το φύλο και την ηλικία τους, ενισχύει παράλληλα τον ρόλο της κατά ηλικία σύνθεσης του πληθυσμού για τις μεταβολές του εργατικού δυναμικού. Ουσιαστικά, το μέγεθος του εργατικού δυναμικού δεν είναι απλά συνάρτηση του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας (15-64 ετών) και του συνολικού ποσοστού συμμετοχής στις ηλικίες αυτές, αλλά κυρίως της κατά ηλικία δομής του πληθυσμού και της κατά ηλικία και φύλο συμμετοχής στην αγορά εργασίας.
Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, (Μπάγκαβος, 2003), οι διαχρονικές αλλαγές στο μέγεθος του εργατικού δυναμικού μπορούν να διαχωριστούν σε αυτές που αφορούν στη μεταβολή της συμμετοχής των ατόμων στην αγορά εργασίας (επίπτωση συμμετοχής) και στη διάσταση που αφορά στις μεταβολές του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας (επίπτωση πληθυσμού). Ο διαχωρισμός αυτός μπορεί να γίνει με τη χρήση μιας «decomposition method».
Στο Διάγραμμα 12.2 απεικονίζονται τα αποτελέσματα από την εφαρμογή της προαναφερόμενης μεθόδου για την περίοδο 1971-2011 στην Ελλάδα, με έτος βάσης το 1971. Η συνολική μεταβολή αποτελεί το άθροισμα των επιμέρους μεταβολών ανά δεκαετία. Κατά την περίοδο της τελευταίας πεντηκονταετίας, το εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 45,5%. Η δεκαετία της σημαντικότερης μεταβολής ήταν η δεκαετία του 1990 (22,3%), ενώ η συμβολή της πιο πρόσφατης δεκαετίας στην συνολική μεταβολή ήταν σχεδόν μηδενική (0,4%).
Σημείωση: Μόνιμος πληθυσμός απογραφών 2001 και 2011.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία των απογραφών. ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1979, σελ. 55, Πίνακας III.1 και σελ 69, Πίνακας III.7), ΕΣΥΕ (1977, Αποτελέσματα απογραφής 1971, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, σελ. 1, Πίνακας 1 και σελ. 538, Πίνακας 19), ΕΣΥΕ (1985, Αποτελέσματα Απογραφής 1981, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Α’, σελ. 1, Πίνακας 1, Τεύχος Β’, σελ. 848, Πίνακας 29), ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 93, Πίνακας III.1), ΕΣΥΕ (1998, Αποτελέσματα Απογραφής 1991, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Γ΄, σελ.1364, Πίνακας 29), ΕΛΣΤΑΤ (2015β), ΕΛΣΤΑΤ(2015γ) και ΕΛΣΤΑΤ (2015α).
Διάγραμμα 12.2 Αύξηση του εργατικού δυναμικού ανά δεκαετία (και συνολικά) στην Ελλάδα (1971-2011). (Ως προς το μέγεθος του εργατικού δυναμικού το 1971, επί 100).
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα αποτελέσματα αναφορικά με τον ρόλο του πληθυσμού και των ποσοστών συμμετοχής στην διαχρονική αύξηση του εργατικού δυναμικού (Διάγραμμα 12.3). Η επίπτωση των μεταβολών του πληθυσμού ήταν συνολικά πιο καθοριστική (28,3%) από αυτή της μεταβολής των ποσοστών συμμετοχής (17,2%). Τόσο η πληθυσμιακή διάσταση όσο και αυτή της τάσης των ατόμων για εργασία ήταν ιδιαίτερα σημαντικές την δεκαετία του 1990 (συμβολή κατά 11,9% και 10,3% αντίστοιχα). Στην τελευταία δεκαετία, η μείωση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας αντισταθμίζεται από μια ασθενή μεταβολή των ποσοστών συμμετοχής, γεγονός που οδηγεί σε μια οριακή μεταβολή του εργατικού δυναμικού.
Σημείωση: Μόνιμος πληθυσμός απογραφών 2001 και 2011.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία των απογραφών. ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1979, σελ. 55, Πίνακας III.1 και σελ 69, Πίνακας III.7), ΕΣΥΕ (1977, Αποτελέσματα απογραφής 1971, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, σελ. 1, Πίνακας 1 και σελ. 538, Πίνακας 19), ΕΣΥΕ (1985, Αποτελέσματα Απογραφής 1981, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Α’, σελ. 1, Πίνακας 1, Τεύχος Β’, σελ. 848, Πίνακας 29), ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 93, Πίνακας III.1), ΕΣΥΕ (1998, Αποτελέσματα Απογραφής 1991, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Γ΄, σελ.1364, Πίνακας 29), ΕΛΣΤΑΤ (2015β), ΕΛΣΤΑΤ(2015γ) και ΕΛΣΤΑΤ (2015α).
Διάγραμμα 12.3 Η επίπτωση των μεταβολών του πληθυσμού και των ποσοστών συμμετοχής στην διαχρονική αύξηση του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα (1971-2011). (Ως προς το μέγεθος του εργατικού δυναμικού το 1971, επί 100).
Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η ιδιαίτερη σημαντικότητα του πληθυσμιακού παράγοντα για την αύξηση του εργατικού δυναμικού στη δεκαετία του 1990 σχετίζεται με την καθαρή εισροή αλλοδαπού πληθυσμού στην Ελλάδα. Διαχωρίζοντας τον πληθυσμό σε γηγενείς και αλλοδαπούς και ακολουθώντας την ίδια μεθοδολογία, προκύπτει ότι η συνολική πληθυσμιακή συμβολή (11,9%) οφείλεται κυρίως στην αυξανόμενη παρουσία των αλλοδαπών στην Ελλάδα (8,9%) και πολύ λιγότερο στην αύξηση του γηγενούς πληθυσμού (3%) (Διάγραμμα 12.4). Μάλιστα, κατά την τρέχουσα δεκαετία, χωρίς την παρουσία των αλλοδαπών, η πληθυσμιακή συνιστώσα του εργατικού δυναμικού θα είχε συρρικνωθεί ακόμη περισσότερο (κατά 3,5% αντί για 2,4%) εάν η συμβολή της παρουσίας των αλλοδαπών δεν ήταν θετική (1%).
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία των απογραφών και της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού για το έτος 2001. ΕΛΣΤΑΤ (2015δ), Eurostat (2015α, 2015β, 2015γ και 2015δ).
Διάγραμμα 12.4 Η πληθυσμιακή συνιστώσα (γηγενείς, αλλοδαποί) στην διαχρονική αύξηση του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα (1991-2011). (Ως προς το μέγεθος του εργατικού δυναμικού το 1991, επί 100).
Τέλος, ιδιαίτερη σημασία θα πρέπει να δοθεί στο ότι η σημαντικότητα των ποσοστών συμμετοχής για τη διαχρονική αύξηση του μεγέθους του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα, σχετίζεται αποκλειστικά με την αυξημένη παρουσία των γυναικών στην αγορά εργασίας (Διάγραμμα 12.5).
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία των απογραφών. ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1979, σελ. 55, Πίνακας III.1 και σελ 69, Πίνακας III.7), ΕΣΥΕ (1977, Αποτελέσματα απογραφής 1971, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, σελ. 1, Πίνακας 1 και σελ. 538, Πίνακας 19), ΕΣΥΕ (1985, Αποτελέσματα Απογραφής 1981, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Α’, σελ. 1, Πίνακας 1, Τεύχος Β’, σελ. 848, Πίνακας 29), ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 93, Πίνακας III.1), ΕΣΥΕ (1998, Αποτελέσματα Απογραφής 1991, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Γ΄, σελ.1364, Πίνακας 29), ΕΛΣΤΑΤ (2015β), ΕΛΣΤΑΤ(2015γ) και ΕΛΣΤΑΤ (2015α).
Διάγραμμα 12.5 Η επίπτωση των ποσοστών συμμετοχής στην αγορά εργασίας ανά φύλο και ηλικιακή ομάδα στην διαχρονική αύξηση του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα (1971-2011). (Ως προς το μέγεθος του εργατικού δυναμικού το 1971, επί 100).
Τα τελευταία σαράντα χρόνια, η συνιστώσα που αφορά στα ποσοστά συμμετοχής οδήγησε σε αύξηση του εργατικού δυναμικού κατά 17,2%. Η αύξηση αυτή συναρτάται κατά 25,8% με τα αυξημένα ποσοστά συμμετοχής των γυναικών, ενώ η συρρίκνωση των αντίστοιχων ποσοστών στους άνδρες είχε αρνητική επίπτωση (-8,5%). Μάλιστα η ανάλυση κατά εθνικότητα καταδεικνύει ότι η αυξημένη συμμετοχή οφείλεται αποκλειστικά στην εντεινόμενη παρουσία των γηγενών γυναικών στην αγορά εργασίας.
Εν κατακλείδι, η αύξηση του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα από το 1971 έως σήμερα ήταν κυρίως δημογραφικής φύσης και λιγότερο κοινωνικο-οικονομικής. Η μεταναστευτική εισροή της δεκαετίας του 1990 ενέτεινε ακόμη περισσότερο τη δημογραφική διάσταση, ενώ η κοινωνικο-οικονομική διάσταση σχετίζεται αποκλειστικά με την αυξημένη ροπή των γηγενών γυναικών για συμμετοχή στην αγορά εργασίας.
12.1.2. Προσδόκιμο επιβίωσης και στάδια του κύκλου ζωής των ατόμων στην Ελλάδα
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η δημογραφική γήρανση βρίσκεται στο επίκεντρο πλήθους επιστημονικών προσεγγίσεων που αφορούν στις κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις που δύναται να προκύψουν από αυτήν. Λόγω της στενής σχέσης μεταξύ ηλικίας και συνταξιοδότησης, ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στις επιπτώσεις της γήρανσης στη βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων. Ουσιαστικά, οι μεταβολές στην κατά ηλικία δομή του πληθυσμού επηρεάζουν είτε έμμεσα είτε άμεσα τον λόγο μεταξύ απασχολούμενων και συνταξιούχων. Υπό το βάρος των δυσμενών δημογραφικών αλλαγών, επιχειρούνται αλλαγές ή τονίζονται διαστάσεις όπως η ηλικία συνταξιοδότησης, τα επίπεδα των εισφορών, το ύψος των συντάξεων και των ποσοστών αναπλήρωσης καθώς και η ανάγκη μείωσης της ανεργίας και διεύρυνσης της απασχόλησης.
Στην παρούσα ενότητα επιχειρείται μια διαφορετική προσέγγιση των σχέσεων πληθυσμού, απασχόλησης και συνταξιοδότησης, μέσα από την αποτύπωση της μέσης διάρκειας ζωής των ατόμων και της μέσης διάρκειας παραμονής τους σε ορισμένα βασικά στάδια του κύκλου ζωής (εκπαίδευση, συμμετοχή στην αγορά εργασίας, απασχόληση, ανεργία και συνταξιοδότηση). Ο στόχος είναι να διερευνηθεί σε ποιόν βαθμό η αύξηση της μέσης διάρκειας ζωής συμβαδίζει με αντίστοιχες μεταβολές στα προαναφερόμενα στάδια του κύκλου ζωής ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα. Ο βαθμός διαφοροποίησης ανά φύλο εξαρτάται από τα διαφορετικά επίπεδα θνησιμότητας, αλλά και από τις διαφορές στα ποσοστά ανά ηλικία που παρατηρούνται για κάθε φύλο, ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο, την απασχόληση, τη ανεργία, την συμμετοχή στην αγορά εργασίας και τη συνταξιοδότηση.
12.1.2.1. Απασχόληση, ανεργία, εκπαίδευση και συνταξιοδότηση: το πρότυπο κατά ηλικία και φύλο
Στον Πίνακα 12.1 αποτυπώνονται τα ποσοστά των απασχολούμενων (δείκτης απασχόλησης) και των ανέργων ανά ηλικιακή ομάδα και φύλο στα έτη 1991 και 2011. Παρατηρείται ότι η παρουσία των ανδρών στην απασχόληση είναι αισθητά υψηλότερη από αυτή των γυναικών. Το ίδιο, αλλά σε μικρότερο βαθμό, ισχύει και για τον αριθμό των ανέργων ως ποσοστό του αντίστοιχου πληθυσμού (και όχι ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού – δείκτης ανεργίας). Κατά συνέπεια, οι διαφοροποιήσεις αυτές οδηγούν σε αντίστοιχες διαφορές από την άποψη των ποσοστών συμμετοχής στην αγορά εργασίας.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 93, Πίνακας III.1), ΕΣΥΕ (1998, Αποτελέσματα Απογραφής 1991, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Γ΄, σελ.1364, Πίνακας 29) και ΕΛΣΤΑΤ (2015α).
Πίνακας 12.1 Ποσοστά απασχολούμενων (δείκτης απασχόλησης) και ανέργων ανά ηλικιακή ομάδα και φύλο στην Ελλάδα (1991, 2011) – (επί 100).
Για παράδειγμα, το 2011, στους 100 άνδρες που βρίσκονταν στις ηλικίες 30-34 ετών οι 94 ήταν απασχολούμενοι και οι 3 ήταν άνεργοι, δηλαδή οι 97 βρίσκονταν στην αγορά εργασίας. Αντίθετα, στις 100 γυναίκες της ίδια ηλικιακής ομάδας, το μέγεθος στην απασχόληση ήταν περίπου στο 46%;, σε ποσοστό ανεργίας περίπου στο 3%; και συνεπώς στο εργατικό δυναμικό βρίσκονταν λιγότερο από 1 στις δύο γυναίκες (περίπου στο 49%).
Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει το γεγονός ότι διαχρονικά τα σχετικά μεγέθη στην απασχόληση μειώνονται για τους άνδρες, ενώ αυξάνονται για τις γυναίκες όλων των ηλικιακών ομάδων με μόνη εξαίρεση τις ηλικίες 15-19 ετών. Τα μεγέθη που αφορούν στην ανεργία αυξάνουν και για τα δύο φύλα. Ως προς τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, η τάση είναι αυξητική για τις γυναίκες (με εξαίρεση τις ηλικίες 15-19 ετών) και μειούμενη για τους άνδρες.
Αναφορικά με την εκπαίδευση (Διαγράμματα 12.6 και 12.7) η εξέλιξη ήταν φανερά υπέρ των γυναικών. Έτσι, ενώ το 1991, η συμμετοχή των γυναικών ήταν χαμηλότερη αυτής των ανδρών, η σταθερη διεύρυνση της παρουσίας τους στην εκπαίδευση τα τελευταία 20 χρόνια, οδήγησε σε επίπεδα συμμετοχής τα οποία το 2011 ξεπέρασαν αυτά των ανδρών.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 93, Πίνακας III.1), ΕΣΥΕ (1998, Αποτελέσματα Απογραφής 1991, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Γ΄, σελ.1364, Πίνακας 29) και ΕΛΣΤΑΤ (2015α).
Διάγραμμα 12.6 Ποσοστά συμμετοχής των ανδρών στην εκπαίδευση ανά ηλικιακή ομάδα στην Ελλάδα (1991-2011).
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 93, Πίνακας III.1), ΕΣΥΕ (1998, Αποτελέσματα Απογραφής 1991, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Γ΄, σελ.1364, Πίνακας 29) κΠηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 93, Πίνακας III.1), ΕΣΥΕ (1998, Αποτελέσματα Απογραφής 1991, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Γ΄, σελ.1364, Πίνακας 29) και ΕΛΣΤΑΤ (2015α).
Διάγραμμα 12.7 Ποσοστά συμμετοχής των γυναικών στην εκπαίδευση ανά ηλικιακή ομάδα στην Ελλάδα (1991-2011).αι ΕΛΣΤΑΤ (2015α).
Σχετικά με τη συνταξιοδότηση (Διαγράμματα 12.8 και 12.9), είναι φανερό ότι στο βαθμό που το συνταξιοδοτικό δικαίωμα σχετίζεται με την προηγούμενη παρουσία των ατόμων στην απασχόληση, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι υψηλότερα για τους άνδρες από ό,τι για τις γυναίκες. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να τονιστεί ότι διαχρονικά, οι μεταβολές αυτών των ποσοστών διαφοροποιούνται κατά φύλο.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 93, Πίνακας III.1), ΕΣΥΕ (1998, Αποτελέσματα Απογραφής 1991, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Γ΄, σελ.1364, Πίνακας 29) και ΕΛΣΤΑΤ (2015α).
Διάγραμμα 12.8 Ποσοστά συνταξιοδότησης των ανδρών ανά ηλικιακή ομάδα στην Ελλάδα (1991-2011).
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 93, Πίνακας III.1), ΕΣΥΕ (1998, Αποτελέσματα Απογραφής 1991, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Γ΄, σελ.1364, Πίνακας 29) και ΕΛΣΤΑΤ (2015α).
Διάγραμμα 12.9 Ποσοστά συνταξιοδότησης των γυναικών ανά ηλικιακή ομάδα στην Ελλάδα (1991-2011).
Η διαχρονική ωρίμανση των δικαιωμάτων προς συνταξιοδότηση βρίσκεται πιθανότατα πίσω από την αύξηση των ποσοστών συνταξιοδότησης στις ηλικίες 55-69 ετών στις γυναίκες και 60 και άνω στους άνδρες. Αντίθετα, η μείωση για τους άνδρες στις ηλικίες κάτω των 59 ετών και στις γυναίκες άνω των 70 ετών είναι πιθανόν να επήλθε ως συνέπεια των πρόσφατων νομοθετικών ρυθμίσεων σχετικά με την πρώιμη κατοχύρωση συνταξιοδοτικού διακιώματος, αλλά και με το δικαίωμα στη συνταξιοδότηση για τη σύζυγο μετά τον θάνατο του συζύγου της.
12.1.2.2. Απασχόληση, ανεργία, εκπαίδευση και συνταξιοδότηση: το πρότυπο με βάση την μέση διάρκεια ζωής
Τα αποτελέσματα αναφορικά με την εκτίμηση της μέσης διάρκειας παραμονής στα διάφορα στάδια του κύκλου ζωής ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα περιέχονται στους Πίνακες 12.2 και 12.3. Οι διαχρονικές μεταβολές για κάθε φύλο, καθώς και οι διαφορές μεταξύ των φύλων είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Πιο συγκεκριμένα, ενώ ένα κορίτσι που γεννήθηκε στην Ελλάδα το 1991, ακολουθώντας το κατά ηλικία πρότυπο θνησιμότητας του ίδιου έτους είχε μπροστά του περισσότερα χρόνια ζωής (79,6 έτη) από ότι ένα αγόρι (74,5), η παραμονή του σε συγκεκριμένα στάδια του κύκλου ζωής του αναμένονταν ότι θα ήταν αρκετά διαφοροποιημένη (Πίνακας 12.2). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, το κορίτσι θα βρίσκονταν για 17,3 έτη στην αγορά εργασίας (έναντι 38 ετών για το αγόρι) εκ των οποίων τα 15,4 θα εμφανίζονταν ως απασχολούμενη και 2 έτη ως άνεργη (ενώ αντίστοιχα για το αγόρι θα ήταν 35,7 και 2,3 έτη). Αντίθετα, η διάρκεια παραμονής του κοριτσιού στην εκπαίδευση θα ήταν περίπου όση και του αγοριού (13,3 και 13,7 έτη αντίστοιχα), ενώ παρόμοια θα ήταν επίσης τα μεγέθη αναφορικά με τον χρόνο κατά τον οποίο θα επιβίωνε ως συνταξιούχος (16,6 και 16 έτη αντίστοιχα).
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 93, Πίνακας III.1), ΕΣΥΕ (1998, Αποτελέσματα Απογραφής 1991, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Γ΄, σελ.1364, Πίνακας 29) ΕΛΣΤΑΤ (2015α) και Eurostat (2015ε).
Πίνακας 12.2 Προσδόκιμα επιβίωσης και μέση διάρκεια παραμονής στα διάφορα στάδια του κύκλου ζωής ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα σε επιλεγμένες ηλικίες και ηλικιακές ομάδες (1991, 2011, σε έτη).
Αντίθετα, ο χρόνος που θα δαπανούσε για την απασχόληση στο σπίτι (οικιακά) θα ήταν πιο σημαντικός (26,2 έτη) από οποιοδήποτε άλλο στάδιο, την ίδια στιγμή που το αντίστοιχο μέγεθος για το αγόρι θα ήταν μηδενικό. Στην πραγματικότητα, το κορίτσι του παραδείγματος θα είχε περάσει το 33% του βίου του ως απασχολούμενη στο σπίτι (Πίνακας 12.3) ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά στην απασχόληση (19%), στην ανεργία (2%), στην εκπαίδευση (17%) και στη συνταξιοδότηση (21%) θα ήταν αισθητά χαμηλότερα. Αντίθετα, το αγόρι θα περνούσε σχεδόν το μισό του βίου του ως απασχολούμενος (48%), θα βρίσκονταν περίπου στα ίδια ποσοστά με το κορίτσι ως άνεργος (3%), ως μαθητής-φοιτητής (18%) και ως συνταξιούχος (22%), αλλά δε θα είχε δαπανήσει καθόλου χρόνο για απασχόληση στο σπίτι (0%).
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 93, Πίνακας III.1), ΕΣΥΕ (1998, Αποτελέσματα Απογραφής 1991, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Γ΄, σελ.1364, Πίνακας 29) ΕΛΣΤΑΤ (2015α).και Eurostat (2015ε).
Πίνακας 12.3 Μέση διάρκεια παραμονής στα διάφορα στάδια του κύκλου ζωής ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα σε επιλεγμένες ηλικίες και ηλικιακές ομάδες ως ποσοστό του αντίστοιχου προσδόκιμου επιβίωσης (1991, 2011, επί 100).
Είκοσι χρόνια αργότερα, η εικόνα παρουσιάζεται διαφορετική για τα βρέφη που γεννήθηκαν στην Ελλάδα το 2011. Παρά το γεγονός ότι διαχρονικά αυξάνει η μέση διάρκεια ζωής, η συρρίκνωση των ποσοστών συμμετοχής των ανδρών στην αγορά εργασίας, μειώνει τον χρόνο παρουσίας τους σε αυτή (από 38 σε 34,9 έτη). Δε συμβαίνει το ίδιο με τις γυναίκες αφού λόγω της αυξανόμενης παρουσίας τους στο εργατικό δυναμικό, παρατηρείται αύξηση της παραμονής τους στην αγορά εργασίας (από 17,3 σε 24,7 έτη). Ανάλογη συρρίκνωση της διαφοράς μεταξύ των φύλων αποτυπώνεται και στη μέση διάρκεια ζωής στην απασχόληση (28,4 για τους άνδρες και 19,7 έτη για τις γυναίκες).
Παρόλα αυτά, τα υψηλά επίπεδα ανεργίας οδηγούν σε σημαντική αύξηση του μέσου χρόνου παραμονής στην ανεργία και για τα δύο φύλα. Ο χρόνος αυτός πάνω 2,5 φορές υψηλότερος σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα 20 χρόνια νωρίτερα (από 2,3 σε 6,5 έτη για τα αγόρια και από 2 σε 5 έτη για τα κορίτσια). Είναι επίσης χαρακτηριστικό, ότι ενώ η περίοδος ανεργίας καταλάμβανε το 3% και το 2% του συνολικού βίου ανδρών και γυναικών αντίστοιχα, τα ποσοστά αυτά το 2011 είναι 8% και 6%.
Σε ό,τι αφορά στην απασχόληση στο σπίτι, αν και η εικόνα το 2011 είναι αισθητά βελτιωμένη για τις γυναίκες, αφού ο μέσος χρόνος παραμονής τους στην κατάσταση αυτή συρρικνώνεται (από 26,2 σε 16,9 έτη), το ποσοστό με βάση το συνολικό τους βίο (20%) εξακολουθεί να διαφοροποιείται αισθητά από τα σταθερά μηδενικά ποσοστά που παρατηρούνται για τους άνδρες. Τέλος, οι εξελίξεις είναι κάπως πιο ευνοϊκές για τις γυναίκες αναφορικά με την διάσταση της εκπαίδευσης, αφού το 2011 η μέση διάρκεια παραμονής τους σε αυτή είναι υψηλότερη από αυτή τον ανδρών (16,1 αντί για 15,6 έτη αντίστοιχα) αν και τα αντίστοιχα ποσοστά σε σχέση με τον συνολικό τους βίο είναι ασθενέστερα (19% αντί για 20% αντίστοιχα).
12.1.2.3. Μείωση της θνησιμότητας και μέση διάρκεια παραμονής σε επιλεγμένα στάδια του κύκλου ζωής
Η διαχρονική μείωση της θνησιμότητας, αναμφίβολα, επηρέασε τη διάρκεια παραμονής των ατόμων στα διάφορα στάδια του κύκλου ζωής. Η επίπτωση αυτή μπορεί να εκτιμηθεί εάν αναλογιστεί κανείς πώς θα είχε μεταβληθεί η μέση διάρκεια ζωής στα διάφορα στάδια εάν η θνησιμότητα είχε παραμείνει διαχρονικά σταθερή.
Στον Πίνακα 12.4 αποτυπώνονται οι εκτιμήσεις που προκύπτουν για επιλεγμένα στάδια του κύκλου ζωής και για ορισμένες ηλικίες, εάν η θνησιμότητα είχε παραμένει σταθερή στα επίπεδα του 1991. Αναμφίβολα, η σημαντικότερη επίπτωση αφορά στη μέση διάρκεια παραμονής στην συνταξιοδότηση, αφού η μείωση της θνησιμότητας αφορά κυρίως τις μεγαλύτερες ηλικίες. Πιο συγκεκριμένα, ενώ, μεταξύ 1991-2011, η πραγματική αύξηση της μέσης διάρκειας συνταξιοδότησης στις ηλικίες 60-64 ετών ήταν 3,4 για τους άνδρες και 2,1 έτη για τις γυναίκες, η σταθερότητα της θνησιμότητας θα οδηγούσε σε αύξηση κατά 1 έτος για τους άνδρες και σε μείωση κατά 0,4 έτη για τις γυναίκες.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 93, Πίνακας III.1), ΕΣΥΕ (1998, Αποτελέσματα Απογραφής 1991, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Γ΄, σελ.1364, Πίνακας 29) ΕΛΣΤΑΤ (2015α).και Eurostat (2015ε).
Πίνακας 12.4 Ο ρόλος της μείωσης της θνησιμότητας μεταξύ 1991 και 2011 στην μέση διάρκεια παραμονής στην αγορά εργασίας, την εκπαίδευση και την συνταξιοδότηση, για ορισμένες ενδεικτικές ηλικίες στην Ελλάδα.
Δηλαδή, το 69,8% της πραγματικής αύξησης που παρατηρήθηκε για τους άνδρες οφείλεται στη διαχρονική συρρίκνωση της θνησιμότητας, ενώ στις γυναίκες όλη η αύξηση είναι δημογραφικής φύσης (117,8%). Η πραγματική αύξηση στις γυναίκες ήταν λιγότερη από αυτή που θα επέτρεπε η μείωση της θνησιμότητας, αφού όπως προαναφέρθηκε, κατά την εξεταζόμενη περίοδο μειώθηκαν τα ποσοστά συνταξιοδότησης.
Η αύξηση της μέσης διάρκειας παραμονής στην εκπαίδευση και για τα δύο φύλα σχετίζεται αποκλειστικά με την αύξηση των ποσοστών συμμετοχής σε αυτήν, αφού η επίπτωση του δημογραφικού παράγοντα είναι αμελητέα (0,9% και 0,1% αντίστοιχα). Οι διαφοροποιήσεις που προκύπτουν σχετικά με την παρουσία ανδρών και γυναικών στην αγορά εργασίας παρουσιάζουν, επίσης, ενδιαφέρον.
Στις γυναίκες, η αύξηση της μέσης διάρκειας παραμονής σε αυτήν κατά 7,3 έτη, σχετίζεται αποκλειστικά με την αύξηση των ποσοστών συμμετοχής, αφού η επίπτωση της μείωσης της θνησιμότητας είναι αμελητέα (1,1%). Αντίθετα στους άνδρες, η συρρικνωμένη παρουσία τους στην αγορά εργασίας ή αλλιώς η αύξηση της μέσης διάρκειας ζωής τους ως οικονομικά μη-ενεργοί (κατά 5,9 έτη) σχετίζεται σε σημαντικό βαθμό με παράγοντες δημογραφικούς παράγοντες, αφού η μείωση της θνησιμότητας εξηγεί περίπου το 39,7% της μεταβολής αυτής.
12.2. Δημογραφικές προβολές: Αξιοπιστία και αβεβαιότητα/βεβαιότητα
Οι προβολές του πληθυσμού αποτελούν ένα χρήσιμο μεθοδολογικό εργαλείο το οποίο συμβάλει στην αποτύπωση των μελλοντικών πληθυσμιακών μεταβολών. Ανεξάρτητα από την μέθοδο η οποία χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των προβολών, οι μελλοντικές δημογραφικές αλλαγές συναρτώνται με τέσσερις παράγοντες. Οι τρεις από αυτούς αναφέρονται στις υποθέσεις για τις μελλοντικές εξελίξεις αναφορικά με τα δημογραφικά φαινόμενα (γονιμότητα, θνησιμότητα και διεθνής μετανάστευση).
Ο συνδυασμός υποθέσεων για τη μελλοντική εξέλιξη των δημογραφικών φαινομένων οδηγεί στην υιοθέτηση σεναρίων για την μελλοντική εξέλιξη του πληθυσμού. Η τέταρτη διάσταση αφορά στην κατά ηλικία δομή του πληθυσμού κατά το έτος βάσης των δημογραφικών προβολών. Ουσιαστικά, στην κατά ηλικία δομή ενός πληθυσμού αποτυπώνονται οι μεταβολές του παρελθόντος αναφορικά με τα δημογραφικά φαινόμενα για ένα διάστημα περίπου 100 ετών (όσες και οι ηλικίες που συναντώνται σ’ έναν πληθυσμό).
Αν και η διάσταση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, τουλάχιστον για τις βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες πληθυσμιακές αλλαγές, πολύ συχνά ο ρόλος της είτε δεν αναδεικνύεται ικανοποιητικά είτε υποεκτιμάται. Η ιδιαίτερη σημασία της κατά ηλικία δομής ενός πληθυσμού για τις μελλοντικές δημογραφικές αλλαγές συνδυάζεται με το γεγονός ότι, η γνώση της ηλικιακής δομής συμβάλει στον διαχωρισμό μεταξύ μελλοντικών αλλαγών που μπορούν να χαρακτηριστούν ως αναπόφευκτες και αυτών που δεν μπορούν να θεωρούνται ως τέτοιες.
Στη παρούσα σύντομη ενότητα εξετάζονται αναδρομικά τα αποτελέσματα των προβολών που έχουν εκπονηθεί την τελευταία εικοσαετία για τον πληθυσμό της Ελλάδας και συγκρίνονται με την πραγματική εξέλιξη του πληθυσμού. Η έμφαση δίνεται στις διαφορές που προκύπτουν αναφορικά με το μέγεθος και την αύξηση του πληθυσμού, καθώς και με την κατά ηλικία δομή του. Παρά το γεγονός ότι οι προβολές του πληθυσμού δεν έχουν αυστηρά τον χαρακτήρα της πρόβλεψης, η ανάλυση που επιχειρείται αναδεικνύει την αναμφίβολη χρησιμότητά τους. Οι προβολές που έχουν πραγματοποιηθεί κατά το παρελθόν, αφορούν στα έτη 1996 και 2004 και έχουν εκπονηθεί από την Eurostat. Η σύγκριση των αποτελεσμάτων γίνεται με τον πληθυσμό της περιόδου 1995-2013, όπως αυτός έχει εκτιμηθεί από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. για την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους.
12.2.1. Σύγκριση αποτελεσμάτων που αφορούν στον συνολικό πληθυσμό και στην αύξησή του
Στα Διαγράμματα 12.10 και 12.11 συγκρίνονται τα αποτελέσματα των προβολών του πληθυσμού με το μέγεθος και την αύξηση του συνολικού πληθυσμού την περίοδο 1995-2013, όπως αυτός έχει εκτιμηθεί αναδρομικά από την ΕΛ.ΣΤΑΤ.. Θα πρέπει να τονιστεί ότι λογικά, οι πιο πρόσφατες προβολές αναμένεται ότι θα παρουσιάζουν λιγότερες διαφορές με τον εκτιμώμενο πληθυσμό από ότι οι παλαιότερες. Παρατηρείται ότι οι προβολές που καταρτίστηκαν το 1996 ήταν λιγότερο αισιόδοξες από την πραγματική εξέλιξη. Το 2013 ο συνολικός πληθυσμός ήταν λίγο υψηλότερος από 11 εκατομμύρια, ενώ με βάση τις προβολές θα ήταν γύρω στα 10,6 εκατομμύρια (Διάγραμμα 12.10). Την περίοδο 1996-2013, η συνολική αύξηση του πληθυσμού μεταξύ 1996 και 2013, ήταν γύρω στο 4% ενώ αναμενόταν μια αύξηση κάτω από το 2% (Διάγραμμα 12.11).
Πηγή:Eurostat (2015στ, 2015ζ και 2015η).
Διάγραμμα 12.10 Σύγκριση μεταξύ προβολών και πραγματικής εξέλιξης του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα.
Πηγή: Eurostat (2015στ, 2015ζ και 2015η).
Διάγραμμα 12.11: Σύγκριση μεταξύ προβολών και πραγματικής εξέλιξης αναφορικά με την αύξηση του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα.
Αντίθετα, οι προβολές του 2004 ήταν πιο αισιόδοξες από την πραγματική μεταβολή, αφού το 2013 ο πληθυσμός θα έφτανε περίπου στα 11,4 εκατομμύρια και η αύξηση την περίοδο 2004-2013 θα ήταν γύρω στο 3%, ενώ στην πραγματικότητα ήταν οριακή (0,2%). Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι για την πρώτη τετραετία (2004-2008) τα αποτελέσματα ήταν πολύ κοντά (μια αύξηση γύρω στο 1,4-1,5%), ενώ διαφοροποιούνται στην πιο πρόσφατη πενταετία.
Οι διαφορές στα αποτελέσματα μεταξύ αναμενόμενης και πραγματικής εξέλιξης σχετίζονται αρχικά με τις διαφοροποιήσεις, αναφορικά με το μέγεθος και την κατά ηλικία και φύλο σύνθεση του πληθυσμού που χρησιμοποιείται για το έτος βάσης των προβολών και του πληθυσμού που έχει εκτιμηθεί αναδρομικά για το ίδιο έτος. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο συνολικός πληθυσμός του έτους βάσης των προβολών (1996) ήταν χαμηλότερος από τον εκτιμώμενο πληθυσμό περίπου κατά 190.000. Αντίθετα, οι διαφορές για τις προβολές του 2004 ήταν αμελητέες.
Το δεύτερο στοιχείο που βρίσκεται πίσω από τις αποκλίσεις των προαναφερόμενων μεγεθών αφορά στις υποθέσεις που υιοθετήθηκαν στην διαδικασία των προβολών αναφορικά με την εξέλιξη των δημογραφικών φαινομένων (γονιμότητας, θνησιμότητα και μετανάστευση). Στα Διαγράμματα 12.12 έως 12.15, συγκρίνονται οι υποθέσεις με την πραγματική εξέλιξη την περίοδο 1995-2012. Σχετικά με τη γονιμότητα, στις προβολές του 1996 υιοθετήθηκε μια υπόθεση ως προς με την εξέλιξη του μέσου αριθμού παιδιών ανά γυναίκα που τελικά ήταν πιο αισιόδοξη από την πραγματική (Διάγραμμα 12.12). Αντίθετα, στις προβολές του 2004 οι υποθέσεις ήταν, γενικά, πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα.Σημαντικές διαφοροποιήσεις προκύπτουν αναφορικά με τα προσδόκιμα επιβίωσης ανδρών (Διάγραμμα 12.13) και γυναικών (Διάγραμμα 12.14), αφού στην πραγματικότητα αυξήθηκαν περισσότερο του αναμενόμενου. Οι διαφορές είναι πιο έντονες για τις γυναίκες, ακόμη και στην περίπτωση των σχετικά πιο πρόσφατων προβολών (2004).
Πηγή: Eurostat (2015ζ, 2015η και 2015θ).
Διάγραμμα 12.12 Σύγκριση μεταξύ υποθέσεων και πραγματικής εξέλιξης αναφορικά με τον Δείκτη Ολικής Γονιμότητας στην Ελλάδα.
Πηγή: Eurostat (2015ζ, 2015η και 2015ι).
Διάγραμμα 12.13 Σύγκριση μεταξύ υποθέσεων και πραγματικής εξέλιξης αναφορικά με το προσδόκιμο επιβίωσης στη γέννηση των ανδρών στην Ελλάδα.
Πηγή: Eurostat (2015ζ, 2015η και 2015ι).
Διάγραμμα 12.14 Σύγκριση μεταξύ υποθέσεων και πραγματικής εξέλιξης αναφορικά με τον προσδόκιμο επιβίωσης στη γέννηση των γυναικών στην Ελλάδα.
Από το Διάγραμμα 12.15 προκύπτει ότι η υποεκτίμηση ή υπερεκτίμηση της καθαρής μετανάστευσης είναι το βασικό στοιχείο που καθορίζει τις διαφορές αναφορικά με το συνολικό μέγεθος και την αύξηση του πληθυσμού μεταξύ προβαλλόμενου και εκτιμούμενου πληθυσμού. Οι μεταβολές της καθαρής μετανάστευσης, με κύριο χαρακτηριστικό τα υψηλά θετικά επίπεδα έως το 2008 και τα αρνητικά επίπεδα από το 2008 και μετά, δεν αποτυπώθηκαν στις υποθέσεις των προβολών του πληθυσμού, γεγονός που συνδυάστηκε με τις προκύπτουσες διαφορές στα πληθυσμιακά μεγέθη.
Πηγή: Eurostat (2015ζ, 2015η και 2015κ).
Διάγραμμα 12.15 Σύγκριση μεταξύ υποθέσεων και πραγματικής εξέλιξης αναφορικά με τον καθαρή μετανάστευση στην Ελλάδα.
12.2.2. Σύγκριση των αποτελεσμάτων αναφορικά με την κατά ηλικία δομή του πληθυσμού
Οι διαφορές μεταξύ προβαλλόμενων και πραγματικών πληθυσμιακών μεγεθών, ως συνέπεια των διαφοροποιήσεων αναφορικά με τον πληθυσμό του έτους βάσης των προβολών και της εξέλιξης των δημογραφικών φαινομένων, είναι αρκετά διαφορετικές εάν εξεταστούν υπό το πρίσμα της κατά ηλικία δομής του πληθυσμού. Αυτή η σχετικά διαφορετική εικόνα σχετίζεται με το γεγονός ότι τα δημογραφικά φαινόμενα δεν επηρεάζουν με την ίδια ένταση τον αριθμό των ατόμων που ανήκουν σε συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες.
Πιο συγκεκριμένα, τα αποτελέσματα των προβολών είναι πολύ κοντά στην πραγματικότητα αναφορικά με την εξέλιξη του αριθμού των ηλικιωμένων ατόμων (Διάγραμμα 12.16).
Πηγή: Eurostat (2015στ, 2015ζ και 2015η).
Διάγραμμα 12.16 Σύγκριση μεταξύ προβολών και πραγματικής εξέλιξης αναφορικά με τον αριθμό των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω στην Ελλάδα.
Αντίθετα, εντοπίζονται διαφοροποιήσεις σχετικά με τα νεαρά άτομα (0-14 ετών) και τα άτομα ηλικίας 15 έως 64 ετών (Διαγράμματα 12.17 και 12.18 αντίστοιχα).
Πηγή: Eurostat (2015στ, 2015ζ και 2015η).
Διάγραμμα 12.17 Σύγκριση μεταξύ προβολών και πραγματικής εξέλιξης αναφορικά με τον αριθμό των ατόμων ηλικίας 0 έως 14 ετών στην Ελλάδα.
Πηγή: Eurostat (2015στ, 2015ζ και 2015η).
Διάγραμμα 12.18 Σύγκριση μεταξύ προβολών και πραγματικής εξέλιξης αναφορικά με τον αριθμό των ατόμων ηλικίας 15 έως 64 ετών στην Ελλάδα.
Οι διαφορές εντοπίζονται στη σχετική αναντιστοιχία μεταξύ υποθέσεων και πραγματικότητας: στην περίπτωση των νέων η αναντιστοιχία αφορά στην εξέλιξη της γονιμότητας, ενώ για τον πληθυσμό σε ηλικία εργασίας αφορά στην καθαρή μετανάστευση. Τέλος, θα πρέπει να τονιστεί ότι οι προβολές θα μπορούσαν να θεωρηθούν σημαντικά αξιόπιστες από την άποψη της ταυτόχρονης αποτύπωσης της εξέλιξης του αριθμού των ηλικιωμένων ατόμων και αυτών που βρίσκονται σε εργάσιμη ηλικία (Διάγραμμα 12.19).
Πηγή: Eurostat (2015στ, 2015ζ και 2015η).
Διάγραμμα 12.19 Σύγκριση μεταξύ προβολών και πραγματικής εξέλιξης αναφορικά με τον αριθμό των ατόμων ηλικίας 15 έως 64 ετών που αντιστοιχούν σε ένα άτομο ηλικίας 65 ετών και άνω στην Ελλάδα.
12.3. Δημογραφικές προβολές: Η αποτύπωση των μελλοντικών αλλαγών στον πληθυσμό της Ελλάδας
Στην παρούσα ενότητα γίνεται μια προσπάθεια να αποτυπωθούν οι βασικές πτυχές των μελλοντικών δημογραφικών μεταβολών στην Ελλάδα. Η έμφαση δε δίνεται στο είδος της μεθοδολογικής προσέγγισης και των τεχνικών αναφορικά με τις δημογραφικές προβολές, αλλά στην προσπάθεια κατανόησης των αποτελεσμάτων που προκύπτουν για τις δημογραφικές αλλαγές με χρονικό ορίζοντα το 2050. Οι αλλαγές που μελετώνται αφορούν στο συνολικό μέγεθος και την αύξηση του πληθυσμού, καθώς και τις μεταβολές στην κατά ηλικία δομή του.
12.3.1. Η σημασία της σημερινής κατά ηλικία δομής για τις μελλοντικές μεταβολές του μεγέθους του συνολικού πληθυσμού
Ένα πρώτο βασικό ερώτημα για το δημογραφικό μέλλον αφορά στην αποτύπωση της επίπτωσης που δύναται να υπάρξει τα επόμενα χρόνια από την σημερινή κατά ηλικία δομή του πληθυσμού της Ελλάδας ή αλλιώς από την επίπτωση που θα προκύψει τις επόμενες δεκαετίες λόγω των μεταβολών στη γονιμότητα, τη θνησιμότητα και τη διεθνή μετανάστευση, όπως αυτές παρατηρήθηκαν κατά το παρελθόν. Ανεξάρτητα από τις υποθέσεις για τη μελλοντική μεταβολή των προαναφερόμενων φαινομένων, η σημερινή κατά ηλικία δομή του πληθυσμού συνηγορεί προς μια μελλοντική μείωση του συνολικού του μεγέθους. Η επί μακρόν διατήρηση της μέσης γονιμότητας σε ένα επίπεδο κάτω από αυτό που θεωρητικά θα επέτρεπε την απλή αντικατάσταση των διαδοχικών γενεών (περίπου 21 γεννήσεις σε κάθε 10 γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας) και το γεγονός ότι, γενικά, η γονιμότητα είναι η σημαντικότερη δημογραφική συνιστώσα για τις μακροχρόνιες μεταβολές του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού, η μελλοντική πληθυσμιακή συρρίκνωση φαίνεται ως αναπόφευκτη εξέλιξη.
Προκειμένου να αποτυπωθεί η σημασία της σημερινής κατά ηλικία δομής για τη μελλοντική μεταβολή του συνολικού πληθυσμού και της κατά ηλικία δομής του, στην ανάλυση που ακολουθεί, υιοθετείται ένα σενάριο (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 1α) σταθερής γονιμότητας και θνησιμότητας, καθώς και μηδενικής καθαρής μετανάστευσης. Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Ποιές μπορεί να είναι οι μεταβολές στο μέγεθος του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας από σήμερα έως το 2050, εάν τα επόμενα χρόνια η γονιμότητα και η θνησιμότητα παραμείνουν στα σημερινά επίπεδα και παράλληλα δε θα υπάρξουν διεθνή μεταναστευτικά ρεύματα είτε εκροής είτε εισροής; Με άλλα λόγια, εάν τα επόμενα χρόνια, ο πληθυσμός μεταβάλλεται κάτω από την αποκλειστική επίπτωση της φυσικής αύξησης (διαφορά μεταξύ γεννήσεων και θανάτων) θα ήταν δυνατή μια αύξηση του συνολικού του μεγέθους;
Πίνακας 12.5 Περιγραφή σεναρίων για την μακροχρόνια εξέλιξη του πληθυσμού στην Ελλάδα (2013-2050).
Η απάντηση είναι όχι, γιατί, η μεταπολεμική αύξηση του αριθμού των θανάτων, μέσα σε ένα πλαίσιο συρρίκνωσης της θνησιμότητας, αναμένεται ότι θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια, ενώ παράλληλα, μια σημαντική αύξηση του αριθμού των γεννήσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πιθανή μελλοντική εξέλιξη. Τα τελευταία 50 χρόνια η δημογραφική γήρανση βαίνει αυξανόμενη (η διάμεση ηλικία αυξάνει συνεχώς έτσι ώστε από 27,8 έτη το 1961 έφτασε τα 42,4 έτη το 2013) και η σημερινή κατά ηλικία δομή συνηγορεί σε μια περαιτέρω διεύρυνση του αριθμού των ηλικιωμένων ατόμων (65 ετών και άνω) στις επόμενες δεκαετίες.
Η εξέλιξη αυτή οδηγεί αναπόφευκτα σε μια αύξηση του αριθμού των θανάτων, ακόμη και εάν η θνησιμότητα τα επόμενα χρόνια παραμένει στα σημερινά επίπεδα, δηλαδή ένα προσδόκιμο επιβίωσης κατά τη γέννηση στα 78 έτη για τους άνδρες και 83,3 έτη για τις γυναίκες (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 1α). Η αύξηση μεταξύ 2013 και 2050 θα είναι της τάξης του 38% (Διάγραμμα 12.20).
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 12.20 Μεταβολή του συνολικού πληθυσμού, των γεννήσεων, των θανάτων και του αριθμού των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία (15-49) στην Ελλάδα υπό την αποκλειστική επίπτωση της σημερινής κατά ηλικία και φύλο δομής του πληθυσμού (Σενάριο 1α) - (Δείκτης 100 το 2013).
Η σχέση μεταξύ της μελλοντικής διεύρυνσης του αριθμού των ηλικιωμένων ατόμων και της αύξησης του αριθμού των θανάτων αποτυπώνεται ξεκάθαρα στην διαχρονική μεταβολή του αριθμού των θανάτων στις ηλικίες 65 ετών και άνω και στις ηλικίες κάτω των 65 ετών (Διάγραμμα 12.21). Ακόμη και αν η μέση διάρκεια ζωής των ανδρών και των γυναικών παραμένει διαχρονικά σταθερή, στην πρώτη ηλικιακή ομάδα ο αριθμός των θανάτων θα αυξηθεί κατά 50% και στην δεύτερη θα μειωθεί περίπου κατά 20%.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 12.21 Μεταβολή του αριθμού των θανάτων στις ηλικίες κάτω και άνω των 65 ετών υπό την αποκλειστική επίπτωση της σημερινής κατά ηλικία και φύλο δομής του πληθυσμού (Σενάριο 1α) - (Δείκτης 100 το 2013).
Επιπλέον, η σημερινή κατά ηλικία δομή, συνηγορεί σε μια διαχρονική συρρίκνωση του αριθμού των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία (15 έως 49 ετών) περίπου κατά 40% (Διάγραμμα 12.20), και συνεπώς με σταθερές συνθήκες αναπαραγωγής, ο αριθμός των γεννήσεων θα μειώνεται διαχρονικά (κατά 41,5%). Ο συνδυασμός των δύο αυτών μεταβολών θα οδηγήσει σε συρρίκνωση της φυσικής αύξησης, και συνεπώς, εάν δεν υπάρχει καθαρή μεταναστευτική εισροή, το συνολικό μέγεθος του πληθυσμού αναπόφευκτα θα μειωθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στην περίπτωση αυτή, το 2050 το συνολικό μέγεθος του πληθυσμού θα είναι χαμηλότερο κατά 21,5% σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα.
12.3.2. Η αναπόφευκτη μείωση του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού τις επόμενες δεκαετίες
Ένα εύλογο ερώτημα που τίθεται στη συνέχεια είναι το εξής: Σε ποιό βαθμό μια μελλοντική αύξηση της γονιμότητας ή/και μια αναμενόμενη μείωση της θνησιμότητας μπορεί να διαφοροποιήσει τα παραπάνω αποτελέσματα; Ειδικότερα, θα μπορούσε να αποτραπεί μια μελλοντική μείωση του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού, χωρίς την ύπαρξη καθαρών μεταναστευτικών εισροών; Η απάντηση είναι όχι.
Η υπόθεση για μια μελλοντική συρρίκνωση της θνησιμότητας είναι απολύτως ρεαλιστική και μάλιστα υιοθετείται από την Eurostat για την κατάρτιση των πιο πρόσφατων δημογραφικών προβολών για την Ελλάδα (Διάγραμμα 12.22).
Πηγή: Eurostat (2015λ).
Διάγραμμα 12.22 Υποθέσεις της Eurostat αναφορικά με την εξέλιξη του προσδόκιμου επιβίωσης στη γέννηση για άνδρες και γυναίκες στην Ελλάδα (2013-2050) – (Βασικό σενάριο και σενάριο χαμηλής θνησιμότητας).
Παρόλα αυτά, ακόμα και στην περίπτωση μιας ιδιαίτερα αισιόδοξης υπόθεσης σχετικά με τη διαχρονική αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης στη γέννηση (85,2 και 89,5 έτη για άνδρες και γυναίκες αντίστοιχα το 2050), η συρρίκνωση της θνησιμότητας δεν μπορεί από μόνη της να αποτρέψει μια μελλοντική μείωση του μεγέθους του πληθυσμού. Για την ακρίβεια, ένα χαμηλότερο επίπεδο θνησιμότητας (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 1β και Σενάριο 1γ) απλά συγκρατεί την αύξηση του αριθμού των θανάτων (Διάγραμμα 12.23) σε σχέση με την υπόθεση της σταθερής θνησιμότητας. Η αύξηση είναι της τάξης του 14 και του 20% ανάλογα με το εάν υιοθετείται μια υψηλή ή μια «κανονική» μείωση της θνησιμότητας.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 12.23 Μεταβολή του αριθμού των θανάτων με βάση τις υποθέσεις της Eurostat αναφορικά με την εξέλιξη του προσδόκιμου επιβίωσης στη γέννηση για άνδρες και γυναίκες, με σταθερή γονιμότητα και μηδενική καθαρή μετανάστευση (Σενάρια 1β και 1γ) - (Δείκτης 100 το 2013).
Πάντως η εξέλιξη αυτή δεν επηρεάζει καθόλου τον αριθμό των γεννήσεων, αφού η μείωση της θνησιμότητας δεν επηρεάζει την εξέλιξη του αριθμού των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία (τα επίπεδα θνησιμότητας είναι ήδη χαμηλά και η περαιτέρω μείωση είναι αμελητέα) και συνεπώς η αύξηση του αριθμού των θανάτων σε συνδυασμό με την μείωση των γεννήσεων οδηγούν σε συρρίκνωση του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού (κατά 16,5 και 15% αντίστοιχα, Διάγραμμα 12.24).
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 12.24 Μεταβολή του συνολικού πληθυσμού με σταθερή γονιμότητα, μηδενική μετανάστευση και υιοθέτηση των υποθέσεων της Eurostat για την μελλοντική συρρίκνωση της θνησιμότητας στην Ελλάδα (Σενάρια 1β και 1γ) - (Δείκτης 100 το 2013).
Εύλογα, το επόμενο ερώτημα αφορά σε μια πιθανή μελλοντική ανάκαμψη της γονιμότητας η οποία, μέσα σε ένα πλαίσιο μηδενικής διεθνούς μετανάστευσης και συρρίκνωσης της θνησιμότητας, θα μπορούσε ενδεχομένως να αποτρέψει τη μείωση του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού. Το ερώτημα αφορά πρώτον, στο κατά πόσο είναι ρεαλιστική μια υπόθεση για αυξημένη γονιμότητα τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα και δεύτερον, εάν αυτή η αύξηση θα μπορούσε να είναι τόσο σημαντική ώστε να αποτραπεί μια μελλοντική πληθυσμιακή συρρίκνωση.
Εάν παρόλα αυτά, στο πλαίσιο των υποθέσεων της Eurostat, γίνει δεκτό ότι η υπόθεση για αύξηση της γονιμότητας μπορεί να είναι ρεαλιστική, ταυτόχρονα επιβεβαιωθεί η υπόθεση για συρρίκνωση της θνησιμότητας και η καθαρή μετανάστευση παραμείνει μηδενική, η μελλοντική μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας θα πρέπει και πάλι να θεωρείται αναπόφευκτη.
Επομένως, λόγω της σημερινής κατά ηλικία δομής του πληθυσμού, η εξέλιξη της γονιμότητας τα επόμενα χρόνια δε θα συμβαδίζει απαραίτητα με την εξέλιξη του αριθμού των γεννήσεων. Κι αυτό γιατί, όπως προαναφέρθηκε, θα υπάρχει μια διαχρονική συρρίκνωση του αριθμού των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία (15-49 ετών), η οποία ακόμη και σε συνθήκες αύξησης της γονιμότητας θα συνδυάζεται με μείωση του αριθμού των γεννήσεων (negative population momentum).
Μ’ άλλα λόγια, χωρίς καθαρή μεταναστευτική εισροή, ο στόχος για μηδενική πληθυσμιακή αύξηση τα επόμενα χρόνια, υπαγορεύει μια συνεχή αύξηση του αριθμού των γεννήσεων προκειμένου να αντισταθμιστεί η αναμενόμενη διεύρυνση του αριθμού των θανάτων η οποία θα παρατηρηθεί ανεξάρτητα από την πιθανή συρρίκνωση της θνησιμότητας. Ο αυξημένος αριθμός γεννήσεων θα πρέπει να προέλθει από έναν όλο και πιο συρρικνωμένο αριθμό γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία και συνεπώς, είναι πολύ πιθανόν ότι ακόμη και σε περίπτωση αύξησης της γονιμότητας, να προκύψει μείωση του αριθμού των γεννήσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι, τα επόμενα χρόνια, η διατήρηση του αριθμού των γεννήσεων στα σημερινά επίπεδα, υπό το πρίσμα της υπόθεσης μηδενικής μετανάστευσης και σταθερής θνησιμότητας, θα απαιτήσει μια συνεχιζόμενη αύξηση της μέσης γονιμότητας από 1,34 σε περίπου 2 παιδιά ανά γυναίκα έως το 2050 (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 2α, Διάγραμμα 12.25).
Στο Διάγραμμα 12.25 απεικονίζονται οι εκτιμήσεις σχετικά με τα επίπεδα γονιμότητας τα οποία, ανάλογα με τις υποθέσεις θνησιμότητας, θα επέτρεπαν την αύξηση του αριθμού των γεννήσεων, προκειμένου με μηδενική μετανάστευση, να αποφευχθεί μια μείωση του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 2β, Σενάριο 2γ και Σενάριο 2δ). Επίσης, παρατίθενται οι δύο υποθέσεις που υιοθετούνται από την Eurostat για τη μελλοντική εξέλιξη της μέσης γονιμότητας στην Ελλάδα, καθώς και η πραγματική εξέλιξή της από το 1960 μέχρι σήμερα.
Πηγή: Eurostat (2015θ και 2015λ) και ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 12.25 Εκτιμήσεις αναφορικά με τις απαιτούμενες μεταβολές της γονιμότητας (Δείκτης Ολικής Γονιμότητας) προκειμένου, με βάση τις υποθέσεις για μηδενική καθαρή μετανάστευση και πιθανή μεταβολή της θνησιμότητας, ο αριθμός των γεννήσεων είτε να παραμένει σταθερός, είτε να μεταβάλλεται προκειμένου, το μέγεθος του συνολικού πληθυσμού να παραμένει διαχρονικά σταθερό (2013-2050).
Αξίζει να σημειωθεί ότι ένας στόχος για επίτευξη μηδενικής πληθυσμιακής αύξησης, στο πλαίσιο μιας μηδενικής μετανάστευσης (δηλαδή ουσιαστικά ένας στόχος μηδενικής φυσικής αύξησης) τις επόμενες δεκαετίες, θα απαιτούσε μια συνεχιζόμενη αύξηση της γονιμότητας η οποία θα πρέπει να φτάσει στο επίπεδο του 2,74, 2,48 και 2,39 ανάλογα με την υπόθεση για σταθερή θνησιμότητα (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 2β), μειούμενη θνησιμότητα (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 2γ) και αισθητά μειούμενη θνησιμότητα (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 2δ).
Οι μεταβολές αυτές δεν φαντάζουν πιθανές για τέσσερις βασικούς λόγους: α) εάν η παρούσα οικονομική κρίση δεν είναι παροδική, αλλά έχει περισσότερο διαρθρωτικό χαρακτήρα, τότε η υπόθεση για αύξηση της γονιμότητας είναι περισσότερο συζητήσιμη, β) η απαιτούμενη αύξηση της γονιμότητας οδηγεί διαχρονικά σε επίπεδα μέσης γονιμότητας που δεν παρατηρήθηκαν ποτέ κατά το παρελθόν, γ) η αύξηση της γονιμότητας πρέπει να είναι συνεχής για ένα διάστημα τουλάχιστον τεσσάρων δεκαετιών, εξέλιξη η οποία, ιστορικά, δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ στην Ελλάδα και δ) αν και η υπόθεση της αύξησης της γονιμότητας είναι μια υπόθεση που υιοθετείται στις πρόσφατες δημογραφικές προβολές για την Ελλάδα, η αύξηση αυτή είναι αισθητά ασθενέστερη από αυτή που θα επέτρεπε μια διαχρονική σταθερότητα του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού, στο πλαίσιο μιας μηδενικής διεθνούς μετανάστευσης.
Από την παραπάνω ανάλυση προκύπτει ένα πρώτο βασικό συμπέρασμα αναφορικά με τη μελλοντική μεταβολή του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα: χωρίς την ύπαρξη καθαρής μεταναστευτικής εισροής, το μέγεθος του συνολικού πληθυσμού αναπόφευκτα θα συρρικνωθεί. Η εξέλιξη αυτή θα επέλθει ως συνέπεια της σημερινής κατά ηλικία δομής του πληθυσμού, δηλαδή των μεταβολών που παρατηρήθηκαν κατά το παρελθόν αναφορικά με την γονιμότητα, τη θνησιμότητα και την μετανάστευση. Μια μελλοντική συρρίκνωση των επιπέδων θνησιμότητας και πιθανή αύξηση της γονιμότητας τα επόμενα χρόνια απλώς θα επιβραδύνουν την εξέλιξη αυτή, αλλά δε θα την αποτρέψουν τελικά.
Μένει να προσδιοριστεί, το κατά πόσο η υπόθεση καθαρής μεταναστευτικής εισροής τα επόμενα χρόνια, η οποία θα συμβάλει στην αποφυγή μιας μείωσης του πληθυσμού στην Ελλάδα, είναι ρεαλιστική. Αρχικά, θα πρέπει να τονιστεί ότι μια τέτοια υπόθεση δεν υιοθετείται από την Eurostat (Διάγραμμα 12.26).
Πηγή: Eurostat (2015μ).
Διάγραμμα 12.26 Υπόθεση του βασικού σεναρίου της Eurostat αναφορικά με την εξέλιξη της ετήσιας καθαρής μετανάστευσης στην Ελλάδα (2015-2050).
Το αντίθετο, ο παράγοντας μετανάστευση αφορά πλέον σε μια καθαρή μεταναστευτική εκροή τουλάχιστον για τις επόμενες τρεις δεκαετίες. Επιπλέον, ακόμη και στην περίπτωση όπου υιοθετηθεί η υπόθεση για ύπαρξη καθαρής μεταναστευτικής εισροής στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, σε συνδυασμό με ένα στόχο για αποφυγή μείωσης του συνολικού πληθυσμού τα επόμενα χρόνια, η υπόθεση αυτή οδηγεί ιδιαίτερα υψηλά μεγέθη αλλοδαπού πληθυσμού. Στο Διάγραμμα 12.27 παρουσιάζονται οι εκτιμήσεις αναφορικά με την καθαρή μεταναστευτική εισροή των επόμενων δεκαετιών, η οποία θα επέτρεπε την αποφυγή της μείωσης του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα, με βάση δύο διαφορετικά σενάρια για την εξέλιξης της γονιμότητας και της θνησιμότητας, σενάρια τα οποία βασίζονται στις υποθέσεις της Eurostat.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 12.27 Εκτιμήσεις αναφορικά με την ετήσια καθαρή μεταναστευτική εισροή (Σενάρια 3α και 3β) η οποία, τα επόμενα χρόνια, θα επέτρεπε την αποφυγή μιας μείωσης του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα. Υιοθέτηση υποθέσεων της Eurostat για την εξέλιξης της γονιμότητας (βασικό σενάριο) και της θνησιμότητας (βασικό σενάριο και σενάριο χαμηλής θνησιμότητας).
Στο πρώτο (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 3α) υιοθετούνται οι υποθέσεις του βασικού σεναρίου αναφορικά με την εξέλιξη της γονιμότητας και της θνησιμότητας και στο δεύτερο (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 3β) υιοθετείται η υπόθεση του βασικού σεναρίου για τη γονιμότητα και μιας ακόμη χαμηλότερης θνησιμότητας.
Αυτό που προκύπτει είναι ότι ο στόχος της σταθερότητας του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού στις επόμενες δεκαετίες, θα απαιτούσε μια συνεχή και αυξανόμενη μεταναστευτική εισροή. Ο ετήσιος αριθμός των μεταναστών (ροές) από περίπου 14.000 το 2013 θα πρέπει να φτάσει τις 67.000 ή τις 60.000 το 2050 ανάλογα με την υπόθεση για την εξέλιξη της θνησιμότητας. Η εξέλιξη αυτή αναμφίβολα θα μεταβάλει το μεταναστευτικό απόθεμα στο διάστημα 2013-2050, δηλαδή το μέγεθος του μεταναστευτικού πληθυσμού που θα βρίσκεται στην Ελλάδα και επιπλέον το ποσοστό του πληθυσμού αυτού στον συνολικό πληθυσμό της Ελλάδας.
Ουσιαστικά, το μεταναστευτικό απόθεμα, εξαρτάται από την εξέλιξη των ετήσιων μεταναστευτικών ροών, αλλά και από τη διαχρονική φυσική αύξηση του μεταναστευτικού πληθυσμού. Επιπλέον, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ήδη στην Ελλάδα υπάρχει ένα μεταναστευτικό απόθεμα (για την ακρίβεια ένα απόθεμα αλλοδαπού πληθυσμού), το οποίο σύμφωνα με την απογραφή του 2011 ανέρχεται στο 8,4% του συνολικού πληθυσμού. Εκτιμώντας τα παραπάνω δεδομένα, προκύπτει ότι το μέγεθος του μεταναστευτικού αποθέματος για την περίοδο 2013-2050 θα βαίνει αυξανόμενο (Διάγραμμα 12.28).
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 12.28 Εξέλιξη του πληθυσμού ξένης εθνικότητας (μεταναστευτικό απόθεμα) την περίοδο 2013-2050, με βάση τις εκτιμήσεις για καθαρή μεταναστευτική εισροή η οποία θα επέτρεπε την αποφυγή μιας μείωσης του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα.
Στην περίπτωση της βασικής υπόθεσης για συρρίκνωση της θνησιμότητας το μεταναστευτικό απόθεμα από 30.000 το 2015 θα ανέλθει σε 625.000 το 2030 και σε 1,9 εκατομμύρια το 2050, ενώ στην περίπτωση μιας υψηλότερης συρρίκνωσης της θνησιμότητας θα φτάσει τις 575.000 το 2030 και το 1,7 εκατομμύρια το 2050. Λαμβάνοντας υπόψη την διαχρονική εξέλιξη αναφορικά με τον ήδη υπάρχοντα μεταναστευτικό πληθυσμό, το ποσοστό των μεταναστών στο συνολικό πληθυσμό θα μεταβληθεί από 8,4% που είναι σήμερα σε 26 ή σε 24,5% το 2050 ανάλογα με το σενάριο εξέλιξης της θνησιμότητας (Διάγραμμα 12.29).
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ (2015ε) και ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 12.29 Ποσοστό του πληθυσμού ξένης εθνικότητας, την περίοδο 2013-2050, με βάση τις εκτιμήσεις για καθαρή μεταναστευτική εισροή η οποία θα επέτρεπε την αποφυγή μιας μείωσης του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα - (Πραγματικό ποσοστό το 2013).
Συμπερασματικά, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η υπόθεση για μια μελλοντική ανάκαμψη των μεταναστευτικών εισροών, προκειμένου να αποφευχθεί η μείωση του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια δεν φαντάζει ρεαλιστική: είτε γιατί οι υποθέσεις που υιοθετούνται αναφορικά με την μετανάστευση των επόμενων ετών εντάσσονται σε ένα πλαίσιο για ύπαρξη καθαρής μεταναστευτικής εκροής και όχι εισροής, είτε γιατί η απαιτούμενη μεταναστευτική εισροή οδηγεί σε μεγέθη τα οποία δύσκολα μπορούν να γίνουν αποδεκτά.
Συνεπώς, δεδομένης της σημερινής κατά ηλικία δομής του πληθυσμού της Ελλάδας, η μέσα στις επόμενες δεκαετίες μείωση του συνολικού πληθυσμού θα πρέπει να θεωρείται ως μια αναπόφευκτη εξέλιξη, αφού ούτε η αύξηση της γονιμότητας ούτε η μείωση της θνησιμότητας ούτε ακόμη η διατήρηση ρευμάτων εισροής μεταναστών είναι ικανές να αποτρέψουν την τάση αύτη. Ανάλογα με την εξέλιξη των δημογραφικών δεικτών, το μέγεθος της μείωσης του Ελληνικού πληθυσμού μέχρι το 2050 εκτιμάται ότι θα είναι τουλάχιστον 15,5% (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 4α) ενώ δεν αποκλείεται να φτάσει έως και 21,5% (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 1α). Οι εναλλακτικές αυτές εξελίξεις αποτυπώνονται στo Διάγραμμα 12.30.
Πηγή: Eurostat (2015στ και 2015ν) και ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 12.30 Το εύρος της αναμενόμενης συρρίκνωσης του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα.
12.3.3. Η περαιτέρω διεύρυνση της δημογραφικής γήρανσης
Οι μελλοντικές εξελίξεις αναφορικά με την κατά ηλικία δομή του πληθυσμού συνδέονται ακόμη πιο στενά, από ό,τι αυτές που αφορούν στον συνολικό πληθυσμό, με την σημερινή κατά ηλικία δομή. Το μελλοντικό μέγεθος των περισσότερων ηλικιακών ομάδων θα εξαρτηθεί από τη διαχρονική γήρανση των ατόμων που έχουν ήδη γεννηθεί και βρίσκονται, ανάλογα με το έτος γέννησής τους, στις διάφορες ηλικίες του πληθυσμού, δηλαδή από την υφιστάμενη ηλικιακή διάρθρωση του πληθυσμού.
Γενικά, δεν θα πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις, η εξέλιξη του αριθμού των ατόμων που ανήκουν σε συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες δεν επηρεάζεται στον ίδιο βαθμό από την υιοθέτηση σεναρίων για τη γονιμότητα, τη θνησιμότητα ή την μετανάστευση. Για παράδειγμα, η μεταβολή του αριθμού των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω και 80 ετών και άνω είναι ανεξάρτητη από τις υποθέσεις για τη μελλοντική εξέλιξη της γονιμότητας. Η μέγιστη ηλικία των ατόμων που θα γεννηθούν μεταξύ 2013 και 2050, θα είναι τα 37 έτη και συνεπώς οι υποθέσεις για την εξέλιξη της γονιμότητας δε θα επηρεάσουν τον αριθμό των ατόμων που θα ανήκουν στις δύο προαναφερόμενες ηλικιακές ομάδες.
Επίσης, όπως προαναφέρθηκε, οι υποθέσεις για την εξέλιξη της θνησιμότητας, αφορούν κυρίως στις πιο προχωρημένες ηλικίες (50 ετών και άνω), ηλικίες στις οποίες η θνησιμότητα αν και μειούμενη παραμένει σχετικά υψηλή. Αυτό σημαίνει ότι η εξέλιξη του αριθμού των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω από σήμερα έως το 2050 θα εξαρτηθεί κυρίως από την τωρινή κατά ηλικία δομή (ουσιαστικά τον αριθμό των ατόμων και την κατά ηλικία δομή του πληθυσμού ηλικίας 28 ετών και άνω το 2013), από τα μελλοντικά επίπεδα θνησιμότητας και ως ένα μικρό βαθμό από την μετανάστευση.
Τέλος, σε σχέση με τη μετανάστευση (είτε εισροή, είτε εκροή), οι διαχρονικές μεταβολές της θα επηρεάσουν κυρίως τον πληθυσμό που βρίσκεται σε ηλικία εργασίας (15-64 ετών), αφού η ηλικιακή σύνθεση του μεταναστευτικού πληθυσμού αφορά κυρίως τις παραγωγικές ηλικίες και σε μικρότερο βαθμό τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες.
Προκειμένου να δοθεί μια τάξη μεγέθους των επικείμενων μεταβολών, στα Διαγράμματα 12.31 έως 12.37, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των προβολών που αφορούν στις βασικές ηλικιακές ομάδες του πληθυσμού με βάση τα διαφορετικά σενάρια. Συγκεκριμένα, η μείωση του πληθυσμού των νέων (0-14) θα πρέπει να θεωρείται ως αναπόφευκτη εξέλιξη. Ο πληθυσμός αυτός θα μπορούσε να παραμένει στα σημερινά επίπεδα, μόνο εάν υπάρξει μια ιδιαίτερα σημαντική αύξηση της μέσης γονιμότητας (στην πιο ευνοϊκή περίπτωση μια αύξηση όμοια με αυτή που αποτυπώνεται στο προαναφερόμενο Σενάριο 2δ).
Πηγή: Eurostat (2015στ και 2015ξ) και ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 12.31 Το εύρος της αναμενόμενης συρρίκνωσης του πληθυσμού των νέων (0-14 ετών) στην Ελλάδα.
Πηγή: Eurostat (2015στ και 2015ξ) και ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 12.32 Το εύρος της αναμενόμενης συρρίκνωσης του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας (15-64 ετών) στην Ελλάδα.
Πηγή: Eurostat (2015στ) και ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 12.33 Το εύρος της αναμενόμενης αύξησης του πληθυσμού ηλικίας 65 ετών και άνω στην Ελλάδα.
Πηγή: Eurostat (2015στ) και ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 12.34 Το εύρος της αναμενόμενης αύξησης του πληθυσμού ηλικίας 80 ετών και άνω στην Ελλάδα.
Πηγή: Πηγή: Eurostat (2015στ και 2015ν) και ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 12.35 Το εύρος της αναμενόμενης μείωσης του αριθμού των ατόμων ηλικίας 15 έως 64 ετών που αντιστοιχούν σε ένα άτομο ηλικίας 65 ετών και άνω (support ratio).
Πηγή: Πηγή: Eurostat (2015στ και 2015ξ) και ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 12.36 Το εύρος της αναμενόμενης αύξησης του ποσοστού των ατόμων ηλικίας 50 έως 64 ετών στο σύνολο του πληθυσμού 15 έως 64 ετών.
Πηγή: Eurostat (2015στ) και ίδιοι υπολογισμοί.
Διάγραμμα 12.37 Το εύρος της αναμενόμενης αύξησης του ποσοστού των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω στον συνολικό πληθυσμό.
Η υπόθεση αυτή δεν είναι ρεαλιστική και συνεπώς ο αριθμός των ατόμων ηλικίας 0-14 θα μειωθεί. Η μείωση την περίοδο 2013 και 2050 θα κυμανθεί μεταξύ 27 και 40% (Διάγραμμα 12.31), ανάλογα με την υιοθέτηση της υπόθεσης για αύξηση της γονιμότητας (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 4δ) ή για σχετική σταθερότητα στα σημερινά επίπεδα (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 1α, κατά το οποίο η υπόθεση της γονιμότητας είναι παρόμοια με την υπόθεση χαμηλής γονιμότητας της Eurostat).
Η μελλοντική εξέλιξη του μεγέθους του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας (15-64 ετών), θα είναι συνάρτηση της σημερινής κατά ηλικία δομής του πληθυσμού. Επιπλέον, σε σχέση με τα δημογραφικά φαινόμενα, η μετανάστευση είναι το κύριο φαινόμενο το οποίο θα επηρεάσει τις διαχρονικές μεταβολές του προαναφερόμενου πληθυσμού. Η επίπτωση της κατά ηλικία δομής προκύπτει από τη διαχρονική συρρίκνωση του αριθμού των γεννήσεων από το 1980 και μετά στην Ελλάδα, εξέλιξη η οποία αποτυπώνεται ήδη στη μεταβολή του πληθυσμού των παραγωγικών ηλικιών.
Από τη στιγμή που οι ολιγομελείς γενιές που προήλθαν από τον χαμηλό αριθμό γεννήσεων της δεκαετίας του 1980 εισέρχονται στην ηλικία των 15 ετών (περίπου από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά), δημιουργούνται οι συνθήκες για συρρίκνωση του μεγέθους του πληθυσμού των παραγωγικών ηλικιών. Η εξέλιξη αυτή αντισταθμίστηκε από την καθαρή μεταναστευτική εισροή της δεκαετίας του 1990. Παρόλα αυτά και με την πάροδο του χρόνου, όσο οι προαναφερόμενες ολιγομελείς γενιές αποτελούν όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού της εργάσιμης ηλικίας (π.χ. το 2010 από τις περίπου 50 γενιές που αποτελούν τον πληθυσμό αυτόν οι 15 είναι ολιγομελείς γενιές) τόσο ο πληθυσμός που βρίσκεται σε ηλικία εργασίας θα συρρικνώνεται.
Παράλληλα, από τον πληθυσμό αυτόν σταδιακά αποχωρούν τα άτομα των υψηλότερων ηλικιών (50 έως 64 ετών) των οποίων ο αριθμός είναι σημαντικός, λόγω του σχετικά υψηλού αριθμού γεννήσεων πριν από το 1980, και ως ένα βαθμό, της μεταναστευτικής εισροής από το 1990 και μετά. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η διαφορά μεταξύ του αριθμού των ατόμων ηλικίας 15-29 ετών και του πληθυσμού 50-64 ετών ήταν περίπου 0,5 εκατομμύρια άτομα, από το 2010 και μετά η διαφορά έχει γίνει αρνητική, εξέλιξη η οποία οδηγεί στην μείωση του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού ηλικίας 15 έως 64 ετών. Η εξέλιξη αυτή θα συνεχιστεί τουλάχιστον για τα επόμενες τρεις δεκαετίες (ουσιαστικά έως ότου οι ολιγομελείς γενιές που γεννήθηκαν από το 1980 και μετά θα μπαίνουν στην ηλικία των 50 ετών) και θα οδηγήσει σε συνεχή συρρίκνωση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας.
Η προοπτική μείωσης του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας, θα μπορούσε θεωρητικά να ανατραπεί, μέσω μια σημαντικής μεταναστευτικής εισροής τα επόμενα χρόνια. Παρόλα αυτά, το απαιτούμενο μέγεθος της μεταναστευτικής εισροής θα πρέπει να είναι ακόμη υψηλότερο σε σχέση με αυτό που απλώς θα επέτρεπε μια μηδενική αύξηση του συνολικού πληθυσμού (βλ. παραπάνω Πίνακας 12.5 - Σενάριο 3α και Σενάριο 3β). Η εξέλιξη αυτή θα απέτρεπε τη μείωση του πληθυσμού ηλικίας 15-64 ετών μέσω της προσφυγής στην μετανάστευση και θα πρέπει να θεωρείται ανέφικτη. Συμπερασματικά, στις επόμενες δεκαετίες, το μέγεθος του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας θα συρρικνώνεται. Μεταξύ 2013 και 2050, η μείωση αναμένεται ότι θα είναι πάνω από 30% (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 1α και Σενάριο 4β, Διάγραμμα 12.32).
Η σημερινή κατά ηλικία δομή του πληθυσμού της Ελλάδας συνηγορεί επίσης προς μια διαχρονική αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων (65 ετών και άνω) και των υπερηλίκων (80 ετών και άνω) και προς περαιτέρω ένταση της δημογραφικής γήρανσης, εξελίξεις οι οποίες θα πρέπει να θεωρούνται αναπόφευκτες.
Η επίπτωση της σημερινής κατά ηλικία δομής (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 1α) οδηγεί σε αύξηση της τάξης του 30% για την πρώτη ηλικιακή ομάδα και περίπου 50% για την δεύτερη (Διαγράμματα 12.33 και 12.34). Η μείωση της θνησιμότητας τα επόμενα χρόνια, θα οδηγούσε σε αύξηση του αριθμού των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω και 80 ετών και άνω γύρω στο 50 και το 100% αντίστοιχα (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 1β), ενώ στην περίπτωση μιας υψηλής μείωσης της θνησιμότητας η αύξηση θα ήταν ακόμη υψηλότερη (γύρω στο 60 και το 120% αντίστοιχα, Σενάριο 1γ).
Οι προαναφερόμενες εξελίξεις αναφορικά με τη μελλοντική ηλικιακή διάρθρωση του πληθυσμού της Ελλάδας, οι οποίες σε σημαντικό βαθμό είναι αναπόφευκτες, συνηγορούν επίσης σε μείωση του αριθμού των ατόμων ηλικίας 15 έως 64 ετών που αντιστοιχούν σε ένα άτομο ηλικίας 65 ετών και άνω (support ratio). Ο δείκτης αυτός από το σημερινό επίπεδο του 3,2 αναμένεται ότι θα περιοριστεί μεταξύ 1,5 και 1,7 το 2050 (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 1α και Σενάριο 4α, Διάγραμμα 12.35). Η δημογραφική γήρανση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας αναμένεται επίσης ότι θα ενταθεί την επόμενη εικοσαετία και θα αρχίσει να συρρικνώνεται στη συνέχεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 50 έως 64 ετών στο σύνολο του πληθυσμού 15 έως 64 ετών, από 28% που είναι σήμερα, θα φτάσει το 37-38% περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 2030 και θα μειωθεί 31-35% το 2050 (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 1α και Σενάριο 4β, Διάγραμμα 12.36).
Τέλος, η συνολική γήρανση (ποσοστό των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω στο συνολικό πληθυσμό) θα σημειώσει σημαντική αύξηση, αφού ο αριθμός των ηλικιωμένων θα αυξάνεται και ο συνολικός πληθυσμός θα μειώνεται. Το ποσοστό αυτό από το σημερινό επίπεδο του 20% θα κυμαίνεται μεταξύ 33-38% (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 1α και Σενάριο 1γ, Διάγραμμα 12.37).
Οι διαχρονικές αλλαγές αναφορικά με το μέγεθος και την κατά ηλικία δομή του πληθυσμού της Ελλάδας συνδυάστηκαν με συρρίκνωση της σημασίας της δημογραφικής συνιστώσας για τις μεταβολές του εργατικού δυναμικού. Παράλληλα, η αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης και η διεύρυνση της διάρκειας του κύκλου ζωής των ατόμων, συνδυάστηκαν με σημαντικές αλλαγές αναφορικά με την μέση διάρκεια παραμονής στα διάφορά στάδια αυτού του κύκλου (απασχόληση, ανεργία, εκπαίδευση και συνταξιοδότηση). Τα επόμενα χρόνια, η αναμενόμενη διεύρυνση της δημογραφικής γήρανσης και οι ισχνές προοπτικές πληθυσμιακής αύξησης, αναμφίβολα θα επηρεάσουν τον δυνάμει αριθμό εργαζομένων καθώς και την κατανομή του χρόνου στα διάφορα στάδια του κύκλου ζωής των ατόμων.
- Eurostat (2015α). Eurostat Database/Population and social conditions/Population and Housing Census (cens)/Census 1990/91 round - national level (cens_91n)/Population Structure (cens_91str)/Population by sex, age group and citizenship (cens_91sctz).
- Eurostat (2015β). Eurostat Database/Population and social conditions/Population and Housing Census (cens)/Census 1990/91 round - national level (cens_91n)/Active Population (cens_91act)/Active population by citizenship and age group (cens_91actz).
- Eurostat (2015γ). Eurostat Database/Population and social conditions/Labour market (labour)/
Employment and unemployment (Labour Force Survey) (employ)/LFS series - Detailed annual survey results (lfsa)/Population - LFS series (lfsa_pop)/Population by sex, age, nationality and labour status (1 000) (lfsa_pganws). - Eurostat (2015δ) Population and housing census data 2011.
- Eurostat (2015ε). Eurostat Database/Population and social conditions/Demography and migration (pop)/Mortality (demo_mor)/Life table (demo_mlifetable).
- Eurostat (2015στ). Eurostat Database/Population and social conditions/Demography and migration (pop)/Population (demo_pop)/Population on 1 January by age and sex (demo_pjan).
- Eurostat (2015ζ). Population projections at national level 1996. Medium variant. [Τα στοιχεία δεν είναι πλέον διαθέσιμα στον ιστότοπο της Eurostat].
- Eurostat (2015η) Population projections at national level 2004. Baseline scenario. [Τα στοιχεία δεν είναι πλέον διαθέσιμα στον ιστότοπο της Eurostat].
- Eurostat (2015θ). Eurostat Database/Population and social conditions/Demography and migration (pop)/Fertility (demo_fer)/Fertility indicators (demo_find)/Total fertility rate.
- Eurostat (2015ι). Eurostat Database/Population and social conditions/Demography and migration (pop)/Mortality (demo_mor)/Life expectancy by age and sex (demo_mlexpec).
- Eurostat (2015κ). Eurostat Database/Population and social conditions/Demography and migration (pop)/Population change - Demographic balance and crude rates at national level (demo_gind)/Net migration plus statistical adjustment.
- Eurostat (2015λ). Eurostat Database/Population and social conditions/Population projections (proj)/EUROPOP2013 - Population projections at national level (proj_13n)/Assumptions (proj_13na).
- Eurostat (2015μ). Eurostat Database/Population and social conditions/Population projections (proj)/EUROPOP2013 - Population projections at national level (proj_13n)/ Projected demographic balances and indicators (proj_13ndbi)/Main scenario - Projected demographic balances and indicators (proj_13ndbims)/Net migration – total.
- Eurostat (2015ν). Eurostat Database/Population and social conditions/Population projections (proj)/EUROPOP2013 - Population projections at national level (proj_13n)/Projected population (proj_13np)/No migration variant - Population on 1st January by sex and single year age (proj_13npzms).
- Eurostat (2015ξ). Eurostat Database/Population and social conditions/Population projections (proj)/EUROPOP2013 - Population projections at national level (proj_13n)/Projected population (proj_13np)/ Main scenario - Population on 1st January by sex and single year age (proj_13npms).
- Preston, S.H., Heuveline, P. and Guillot, M. (2001). Demography, Measuring and Modeling Population Processes. Massachusetts: Blackwell Publishers.
- ΕΛΣΤΑΤ (2015α). Στατιστικά Θέματα/Πληθυσμός/Μόνιμος Πληθυσμός/Οικονομικά Στοιχεία Τόμος III/2011/Πίνακες/Πίνακας 01Α. Απογραφή Πληθυσμού 2011. Μόνιμος Πληθυσμός, κατά φύλο, ομάδες ηλικιών και κατάσταση ασχολίας.
- ΕΛΣΤΑΤ (2015β). Στατιστικά Θέματα/Πληθυσμός/Μόνιμος Πληθυσμός/Οικονομικά Στοιχεία Τόμος III/2001/Πίνακες/Πίνακας 1. Απογραφή Πληθυσμού 2001. Οικονομικώς ενεργός και μη ενεργός πληθυσμός κατά φύλο και ομάδες ηλικιών.
- ΕΛΣΤΑΤ(2015γ). Στατιστικά Θέματα/Πληθυσμός/Μόνιμος Πληθυσμός/Οικονομικά Στοιχεία Τόμος III/2001/Πίνακες/Πίνακας 29. Οικονομικώς μη ενεργός πληθυσμός κατά φύλο, ομάδες ηλικιών και αιτία που δεν εργάζονται.
- ΕΛΣΤΑΤ(2015δ). Στατιστικά Θέματα/Πληθυσμός/Μόνιμος Πληθυσμός/Δημογραφικά Στοιχεία Τόμος II/2001/Πίνακες/Πίνακας 10. Πληθυσμός ελληνικής και ξένης υπηκοότητας, με διάκριση των ξένων χωρών σε ΕΕ και λοιπές κατά φύλο και ομάδες ηλικιών.
- ΕΛΣΤΑΤ (2015ε). Στατιστικά Θέματα/Πληθυσμός/Μόνιμος Πληθυσμός/Δημογραφικά Στοιχεία Τόμος II/2011/Πίνακες/Πίνακας 10. Απογραφή Πληθυσμού 2011. Μόνιμος Πληθυσμός κατά υπηκοότητα, φύλο και ομάδες ηλικιών.
- ΕΛΣΤΑΤ και ΕΣΥΕ, Στατιστικές Επετηρίδες (1930-2010). (Διαθέσιμες: ΕΛΣΤΑΤ/Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Γενικά δημοσιεύματα/Στατιστική Επετηρίδα της Ελλάδος).
- ΕΣΥΕ (1977). Αποτελέσματα Απογραφής 1971, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού. Αθήνα. (Διαθέσιμο: ΕΛΣΤΑΤ/Ψηφιακή Βιβλιοθήκη/Ειδικά δημοσιεύματα/Πληθυσμός/ Απογραφές/1971).
- ΕΣΥΕ (1985). Αποτελέσματα Απογραφής 1981, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχη Α’ και Β’. Αθήνα. (Διαθέσιμο: ΕΛΣΤΑΤ/Ψηφιακή Βιβλιοθήκη/Ειδικά δημοσιεύματα/Πληθυσμός/Απογραφές/1981).
http://dlib.statistics.gr/Book/GRESYE_02_0101_00064.pdf και http://dlib.statistics.gr/Book/GRESYE_02_0101_00065.pdf. - ΕΣΥΕ (1998). Αποτελέσματα Απογραφής 1991, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Γ΄. Αθήνα. (Διαθέσιμο: ΕΛΣΤΑΤ/Ψηφιακή Βιβλιοθήκη/Ειδικά δημοσιεύματα/Πληθυσμός/Απογραφές/1991).
- Μπάγκαβος Χ.,2003, Πληθυσμός, αγορά εργασίας και συντάξεις στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αθήνα: Gutenberg.
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
A |
.. | A |
Active ageing (Επιμήκυνση του εργάσιμου βίου) · 106 |
Απογραφή · 15, 26, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 44, 47, 48, 50, 52, 87, 156, 157, 158, 168, 173, 175, 177, 194, 196, 197, 206, 208, 238, 281 Aστική μετάβαση (Urban transition) · 125, 126 Aστικοποίηση (Urbanization) · 20, 102, 111, 126, 127, 128, 131, 132, 178 |
|
D | B |
|
Demographic dividend (Δημογραφικό μέρισμα) · 106 |
Βρεφική θνησιμότητα (Infant mortality) · 16,22, 67, 79, 83, 98, 99, 102, 104, 105, 106, 107, 108, 116, 117, 134, 138, 140, 148, 185, 199, 201, 202 |
|
F | Γ |
|
Fertility convergence (Σύγκλιση της γονιμότητας) · 136 |
Γονιμότητα αναπλήρωσης · 98, 99, 100 |
|
H | Δ | |
Ηealthy migrant effect · 207 |
Δειγματοληπτικές έρευνες · 35, 36, 39, 41, 46, 47, 48, 210 Δείκτες · 12, 18, 29, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 59, 62, 63, 65, 66, 67, 68, 69, 71, 75, 76, 77, 78, 82, 83, 89, 98, 101, 102, 105, 106, 121, 124, 127, 135, 136, 137, 142, 144, 160, 164, 182, 189, 209, 210, 246, 248 Αδρός (ή ακαθάριστος) ~ θνησιμότητας (Crude Death Rate) · 53, 54, 55 Αδρός (ή ακαθάριστος) ~ γεννητικότητας (Crude Birth Rate) · 55, 121 Αδρός ~ καθαρής μετανάστευσης (Crude Net Migration Rate) · 55, 69 Ακαθάριστος ~ αναπαραγωγής (Gross Reproduction Rate)· 64, 65 Ακαθάριστος ~ μεταναστευτικής εκροής (Gross rate of ou-migration) · 69 Ακαθάριστος ~ μεταναστευτικής ειροής (Gross rate of in-migration) · 69 ~ ανανέωσης του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας · 60 Γενικός ~ γονιμότητας (General Fertility Rate) · 63 ~ γήρανσης · vi, 60, 124, 125 ~ γονιμότητας (Age-Specific Fertility Rate) ·62, 63, 64, 65, 84, 89, 98, 103, 105, 119, 120, 121, 135, 136, 189, 246, 248 Ειδικός κατά ηλικία ~ γονιμότητας (General Fertility Rate) · 63 Ειδικοί κατά ηλικία ~ θνησιμότητας (Age-Specific Death Rates) · 66, 67, 68, 76, 82, 83 ~ επιβίωσης · 78, 83 ~ θνησιμότητας (Αge-Specific Death Rates) ·iii, 53, 54, 65, 66, 67, 68, 75, 78, 82. 83, 98, 102, 106, 209, 248 Καθαρός ~ αναπαραγωγής (Net Reproduction Rate)· 65 ~ κοόρτης · i, 55, 63, 65, 68 ~ μεταναστευτικής κίνησης · 16, 58, 68, 69 ~ μετανεογνικής θνησιμότητας (post-neonatal mortality rate) · 67 ~ νεανικότητας · 60, 235 ~ νεογνικής θνησιμότητας (neonatal mortality rate) · 67 ~ Ολικής Γονιμότητας ή συνθετικός δείκτης γονιμότητας (Total Fertility Rate) · 64, 65, 118, 123, 185, 186, 190, 191, 192, 193, 198, 242, 244, 245, 246, 247, 269, 280 ~ περιόδου · i, 50, 52, 55, 56, 63, 66, 68, 70, 71, 78, 80, 87, 89, 93, 94, 96, 97, 98, 102, 105, 108, 122, 124, 143, 144, 162, 175, 206, 218, 219, 221, 227, 230, 247, 248, 249, 267 Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης (Human Development Index, HDI) · 67 Δημογραφική ή πληθυσμιακή ορμή (Population momentum) · 98, 105, 106 Δημογραφική μετάβαση · ii, iii, 21, 100, 101, 106, 107, 160, 187, 198 Δημογραφικό μέρισμα (demographic dividend) · ii, 106, 108 Διαφορική γονιμότητα · iv, 183, 189, 191, 193, 196 Διεθνής μετανάστευση (International Migration) · 128, 217, 221, 224, 251 Δυναμική του πληθυσμού · 16, 17, 19, 22, 23, 56, 57, 63, 69, 71, 75, 78, 81, 93, 98, 105, 144, 145 |
|
L | Ε | |
Lowest-low fertility (Χαμηλά επίπεδα γονιμότητας) · 123, 130, 186 |
Εσωτερική μετανάστευση(Internal Migration) · 68, 167 | |
M | Η | |
Μigration paradox · 207 |
Ηλικιακή διάμεσος (Median age) · 59, 124, 143 |
|
P | Θ | |
Populationmomentum (Δημογραφική ορμή ή δύναμη) · 84, 98, 100, 105, 106, 279 Population Momentum Factor · 10, 106 |
Θεμελιώδης δημογραφική εξίσωση · 69, 70, 71, 87 |
|
S | Λ | |
Selectivity effect · 238 |
Ληξιαρχική καταγραφή · 45, 46 Λόγος · 52, 58, 59, 60, 63, 66, 67, 89, 141, 206, 207, 208, 223, 235, 236, 238 ~ των φύλων (sex ratio) · 52, 58, 59, 134, 141, 235, 236, 237 ~ των φύλων κατά τη γέννηση (sex ratio at birth) · 58, 89 ~ εξάρτησης ηλικιωμένων (age dependancy ratio) · 60, 134 ~ εξάρτησης των νέων (child dependancy ratio) · 59, 60 ~ ηλικιακής εξάρτησης (age-dependencay ratio) · 52, 59, 60, 124, 143 ~ παιδιών προς γυναίκες (Child-Woman Ratio) · 63 |
|
T | Μ | |
Τempoeffect(Στιγμιαία διακύμανση) · 55, 123 |
Μέση ηλικία κατά την απόκτηση πρώτη παιδιού (Mean age at first child birth) · 65 Μέση ηλικία τεκνοποίησης · 99, 187, 189, 244 Μεταναστευτικές ροές (Migration flows) · iv, 90, 128, 218, 250 Mεταναστευτική εισροή · v, 88, 100, 103, 129, 167, 219, 221, 222, 223, 248, 260, 275, 279, 281, 282, 283, 288 Mεταναστευτική εκροή · 88, 128, 155, 167, 219, 221, 222, 225, 229, 248, 251, 281 Mεταναστευτικό απόθεμα (Migration stock) · iv, 218, 224, 281, 282, 283 |
|
Π | ||
Παράγοντες (απ)ώθησης (Push factors) · 225 Παράγοντες έλξης(pull factors) · 225 Περίοδος διπλασιασμού (doubling time) · 70, 94, 133, 134 Πίνακας επιβίωσης (Life Tables) · 78, 80, 81 ~ Γενιάς (cohort lifetables) · 78 ~ Περιόδου (Period life tables) · 77 ~ Πλήρης (Unabridged) · 78 ~ Πρότυπος (Model life table) · 83 ~ Συνεπτυγμένος (abridged) · 78 Πληθυσμιακές προβολές · 75, 85, 90, 144, 149 Πληθυσμιακή πυραμίδα · 61, 69, 102, 127 Πληθυσμός · ii, 15, 17, 26, 27, 37, 41, 42, 50, 51, 52, 53, 54, 55, 57, 58, 59, 61, 62, 70, 71, 72, 76, 78, 79, 83, 84, 85, 86, 87, 89, 93, 94, 95, 96, 97, 98, 102, 103, 105, 106, 108, 111, 112, 113, 125, 126, 131, 132, 134, 142, 143, 144, 150, 151, 157, 158, 163, 165, 167, 168, 169, 171, 172, 173, 175, 177, 179, 181, 182, 191, 192, 193, 208, 215, 219, 229, 230, 235, 248, 250, 251, 254, 256, 257, 258, 267, 275, 285, 288, 289, 291 Γηρασμένος ~ · 62 Κλειστός ~ · 83, 248 Μόνιμος ~ · 37, 50,165, 168, 172, 173, 181, 182, 191, 192, 193, 215, 254, 256, 257, 258, 291 Νεανικός ~ · 62 Σταθερός (Stable population) ~ · ii, 83, 84, 85 Στάσιμος ~ · 84 Ώριμος ~ · 62 Νόμιμος ~ · 37 Πραγματικός ~ · 37, 157, 163 Ποσοστό εκτός γάμου γεννήσεων (Share of out marriage births) · 65 Προβολές του Πληθυσμού (Population Projections) · 85, 89, 90, 149, 248, 267, 269, 271 Προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση (Life expectancy at birth) · 67, 68, 78, 79, 105, 107, 114, 115, 140 Πρότυπος πληθυσμός (Standard population) · 75 |
||
Ρ | ||
Ρυθμός πληθυσμιακής μεταβολής (Population growth rate) · 71, 86, 87, 104, 112, 113, 133, 134 |
||
Σ | ||
Στόχοι Ανάπτυξης της Χιλιετίας (Millenium Development Goals) · 67 Σύγκλιση γονιμότητας (Fertility convergence) · 136 Συνεπτυγμένοι πίνακες · 78 |
||
Τ | ||
Τελικός αριθμός απογόνων (Completed fertility) · 65 Τυποποίηση ως προς την ηλικία (Age Standardization)· 55, 75, 76, 78 |
||
Φ | ||
Φέρουσα ικανότητα(Carrying capacity) · 94, 147 |