ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ 
       Ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ: Χθες - Σήμερα - Αύριο

Κατά τη διάρκεια του 20ο αιώνα, οι ιδιαίτερα έντονες δημογραφικές εξελίξεις, οι οποίες ήταν άμεσα συνδεδεμένες με την οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη, είχαν έναν καθολικό χαρακτήρα και επηρέασαν όλη την ανθρωπότητα διαμορφώνοντας τον παγκόσμιο πληθυσμιακό χάρτη. Η αύξηση του πληθυσμού, η μείωση της γονιμότητας, η επιμήκυνση του προσδόκιμου ζωής, η εξάπλωση της αστικοποίησης και η ενίσχυση των μεταναστευτικών ρευμάτων, αφορούσαν (σε διαφορετικό βαθμό) στο σύνολο των χωρών του πλανήτη.

Με την είσοδο στον 21ο αιώνα, η καθολικότητα κάποιων τάσεων φάνηκε να ανατρέπεται. Ωστόσο, απομένει να διαπιστωθεί η διάρκεια και η ένταση αυτών των ανατροπών. Τα δημογραφικά ζητήματα του 21ου προβλέπεται ότι θα είναι διαφορετικά εκείνων που απασχόλησαν την ανθρωπότητα τον προηγούμενο αιώνα. Ένα πράγμα όμως είναι πλέον αναμφισβήτητο: τα πληθυσμιακά θέματα αναδεικνύονται ως ιδιαίτερα κρίσιμα για το σύνολο των κοινωνικών και οικονομικών εξελίξεων και θα αποτελέσουν τον πυρήνα των μελλοντικών πολιτικών αποφάσεων.

 

8.1. Γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού

Με το γύρισμα του αιώνα, ο μισός σχεδόν παγκόσμιος πληθυσμός (49%) συγκεντρώνονταν σε πέντε χώρες: Κίνα, Ινδία, ΗΠΑ, Ινδονησία και Βραζιλία. Το 2000, μεγάλο μέρος του συνολικού πληθυσμού (περίπου το 60% ), κατοικούσε στις δέκα μεγαλύτερες χώρες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται επιπλέον η Ρωσία, το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές, η Ιαπωνία και η Νιγηρία (Πίνακας 8.1).

pinakas 8.1

Πηγή: United Nations, Department of Economic and Social Affairs, Population Division (2015). World Population Prospects: The 2015 Revision

Πίνακας 8.1 Οι δέκα πολυπληθέστερες χώρες του Κόσμου το 2000 και το 2015 και οι εκτιμήσεις για το 2030.

 

Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, η Νιγηρία έχει ανέβει τρεις θέσεις στη δεκάδα, αφού κατέγραψε την πλέον εντυπωσιακή αύξηση του πληθυσμού (Πλαίσιο 8.1). Η Ιαπωνία βγήκε από τη λίστα των δέκα μεγαλύτερων σε πληθυσμό χωρών, στην οποία πλέον βρίσκονται μόλις δύο οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες.

plaisio 8.1

Πλαίσιο 8.1 Νιγηρία και Πακιστάν: δύο δημογραφικοί γίγαντες.

 

Κατά τη διάρκεια των δεκαπέντε πρώτων ετών του νέου αιώνα, ο παγκόσμιος πληθυσμός συνέχισε την αυξητική του πορεία, καταγράφοντας, ωστόσο, διαρκώς χαμηλότερους ρυθμούς μεταβολής (Πίνακας 8.2).

pinakas 8.2

Πίνακας 8.2 Μέσος Ρυθμός Πληθυσμιακής Αύξησης και Περίοδος Διπλασιασμού σε μεγάλες περιοχές (2015).

 

Κατά την περίοδο 2010-2015, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης ήταν ίσος με 1,18%. Με το ρυθμό αυτό απαιτούνται περίπου 59 χρόνια για το διπλασιασμό του παγκόσμιου πληθυσμού. Για άλλη μια φορά, οι ρυθμοί πληθυσμιακής μεταβολής διαφοροποιούνται σημαντικά, ως προς τις γεωγραφικές συντεταγμένες και τις οικονομικές επιδόσεις των χωρών (Πίνακας 8.3).

pinakas 8.3

Σημείωση: Ο ρυθμός φυσικής αύξησης υπολογίζεται από τη διαφορά των αδρών δεικτών γονιμότητας και θνησιμότητας. Αποτυπώνει την αύξηση του πληθυσμού που οφείλεται αποκλειστικά στη φυσική κίνηση (γεννήσεις και θάνατοι) και εκφράζεται ανά 1.000 κατοίκους.

Πίνακας 8.3 Οι 10 Χώρες με τους Υψηλότερους και Χαμηλότερους Ρυθμούς Φυσικής Αύξησης, 2010-2015.

 

Future World Populations [VIDEO]  

 

8.2. Η Γονιμότητα

Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα, οι δείκτες γονιμότητας ακολούθησαν μια γενικευμένη πτωτική τάση, ρίχνοντας σε παγκόσμιο επίπεδο το μέσο αριθμό παιδιών ανά γυναίκα κάτω από 2,7 (UN, 2014). Η εξέλιξη αυτή, χαρακτηριστική των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα, όχι απλώς μετρίασε τις ανησυχίες σχετικά με τους ρυθμούς αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού, αλλά κυρίως ενέπνευσε αισιοδοξία σχετικά με το μέλλον της ανθρωπότητας. Το πέρασμα στην τρίτη φάση της δημογραφικής μετάβασης για τις χώρες του Αραβικού κόσμου και αρκετών χωρών της Αφρικής και της Ασίας, θεωρήθηκε ότι συνδέεται με την πορεία των πληθυσμών αυτών προς μια δημοκρατικότερη κοινωνία όπου αναβαθμίζεται η θέση της γυναίκας, αναγνωρίζεται ο καθοριστικός ρόλος της εκπαίδευσης στην ευημερία και την ανάπτυξη, ενώ βελτιώνονται οι ευκαιρίες για το σύνολο του πληθυσμού. Για δημογράφους και πολιτικούς επιστήμονες η προς τα κάτω σύγκλιση των επιπέδων γονιμότητας αποτελούσε ένδειξη εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού των λιγότερο ευνοημένων περιοχών του πλανήτη (Weber, 2013; Dyson, 2012).

Ωστόσο, ήδη από τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, η πτωτική πορεία της γονιμότητας φαίνεται να χάνει τον καθολικό της χαρακτήρα. Σε κάποιες περιοχές η μείωση της γονιμότητας έχει ανακοπεί (Bongaarts, 2008), ενώ σε άλλες ήδη από τα πρώτα χρόνια του νέου αιώνα, καταγράφεται μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ανατροπή στην εξέλιξη των δεικτών γονιμότητας. Η ανατροπή αυτή αφορά κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, τις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη (Διάγραμμα 8.1).

diagramma 8.1

Διάγραμμα 8.1 Γεωγραφική κατανομή χωρών που κατέγραψαν αύξηση του δείκτη γονιμότητας από την αρχή του 21ου αιώνα.

 

Στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές, κατά την περίοδο 2010-2015 καταγράφηκαν συνολικά 2,5 εκατομμύρια περισσότερες γεννήσεις σε σχέση με την περίοδο 2000-2005, γεγονός που ανέβασε το συνολικό δείκτη γονιμότητας των περιοχών αυτών από 1,58 σε 1,67 παιδιά ανά γυναίκα. Κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του νέου αιώνα, η γονιμότητα βρίσκεται σε πορεία ανόδου στις περισσότερες χώρες της Βορείου και Κεντρικής Ευρώπης. Κατά την περίοδο αυτή, χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία κατέγραψαν τα υψηλότερα επίπεδα γονιμότητας της τελευταίας 30ετίας, ενώ στη Σουηδία παρατηρείται μείωση του ποσοστού των άτεκνων γυναικών στις γενιές που γεννήθηκαν μετά το 1970. Αύξηση των βασικών δεικτών γονιμότητας σημειώνεται επίσης στον Καναδά, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία (UN, 2015).

Παράλληλα, δειλή αύξηση καταγράφουν οι γεννήσεις σε χώρες της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης που προσπαθούν ν’ απομακρυνθούν από τα εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα γονιμότητας. Ωστόσο, οι περισσότερες από αυτές εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν επίπεδα γονιμότητας χαμηλότερα του 1,5 παιδιών ανά γυναίκα. Ανάλογα δειλή είναι η ενίσχυση της γονιμότητας στην Ιαπωνία, όπου ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα πέρασε από το 1,3 στο 1,4 παιδιά μεταξύ του 2000 και του 2015.

Αν και η αύξηση του συνολικού αριθμού γεννήσεων μπορεί να είναι συγκυριακή, η παραπάνω εξέλιξη είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη για την ήδη γερασμένη Ευρώπη. Η διατήρησή της ανοδικής πορείας των γεννήσεων θα βοηθούσε έστω και μερικώς στον περιορισμό των αρνητικών επιπτώσεων της πληθυσμιακής γήρανσης στην οικονομία, την ανταγωνιστικότητα και την κοινωνική οργάνωση εκεί όπου τα επίπεδα γονιμότητας βρίσκονται επί δεκαετίες κάτω από το όριο αναπλήρωσης των γενεών.

Για άλλες όμως περιοχές του πλανήτη, η αύξηση των γεννήσεων δεν εκπέμπει ένα ανάλογα αισιόδοξο μήνυμα. Σε ορισμένες χώρες της Βόρειας Αφρικής και συγκεκριμένα στην Αλγερία, την Αίγυπτο, την Τυνησία και το Μαρόκο, οι δείκτες γονιμότητας άλλοτε αντιστρέφουν, άλλοτε ανακόπτουν μόνο την προηγούμενη πτωτική τάση τους (Διάγραμμα 8.2).

 diagramma 8.2

Διάγραμμα 8.2 Εξέλιξη γονιμότητας σε χώρες της Βόρειας Αφρικής, 1950-2015.

 

Οι αιτίες αυτής της νέας εξέλιξης δεν είναι ακόμη εντελώς ξεκάθαρες και κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι κοινές για όλες τις χώρες. Ως πιθανός ερμηνευτικός παράγοντας αναφέρεται συχνά η «επιστροφή στο Ισλάμ». Η στροφή αυτή δεν εξαντλείται σε πολιτικό επίπεδο, αλλά σημαίνει επιστροφή στις παραδοσιακές οικογενειακές αξίες που θέλουν τις γυναίκες εκτός αγοράς εργασίας, να παντρεύονται νωρίς και να αποκτούν πολλά παιδιά (Courbage, 2014). Είναι ακόμη νωρίς να αξιολογηθεί για το αν πρόκειται για μια πρόσκαιρη «κόπωση» ή για πραγματική ανατροπή της προηγούμενης πτωτικής τάσης. Υπάρχουν, ωστόσο, βάσιμες ανησυχίες ότι αν η άνοδος της γονιμότητας διατηρηθεί στην περιοχή με τους υψηλότερους (μετά την υπο-σαχάρια Αφρική) ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης, ίσως υπάρξουν αρνητικές συνέπειες.

Η ανάκαμψη της γονιμότητας θα στερήσει από τις χώρες αυτές το πλεονέκτημα του δημογραφικού μερίσματος, δηλαδή την ευκαιρία οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης τη σύντομη εκείνη περίοδο, όπου λόγω της μειούμενης γονιμότητας, ο αριθμός των εξαρτημένων (παιδιών και ηλικιωμένων) είναι μικρός σε σχέση με τον αριθμό των ατόμων που βρίσκονται στην παραγωγική ηλικία. Παράλληλα, λαμβάνοντας υπόψη τις κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις στην περιοχή, σε συνδυασμό με την οικονομική στασιμότητα, τις ανεπαρκείς επενδύσεις στην παιδεία και την υγεία, αλλά και τα έντονα περιβαλλοντικά προβλήματα, η ενίσχυση του ρυθμού πληθυσμιακής αύξησης μπορεί να ανακόψει την πορεία εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού των κοινωνιών, οδηγώντας στην επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των λαών.

Μερικές περιοχές του πλανήτη παραμένουν ανεπηρέαστες από τη σύγκλιση της γονιμότητας (fertility convergence) και τη γενικότερη τάση περιορισμού του μεγέθους της οικογένειας. Η υπο-Σαχάρια Αφρική εξακολουθεί να αποτελεί θύλακα εξαιρετικά υψηλής γονιμότητας. Έχει καταγραφεί ότι σε 21 χώρες κατά το έτος 2015, οι γυναίκες εξακολουθούν να αποκτούν τουλάχιστον 5 παιδιά κατά μέσο όρο. Από αυτές, μόνο δύο -το Αφγανιστάν (5,13 παιδιά ανά γυναίκα) και το Ανατολικό Τιμόρ (5,9 παιδιά ανά γυναίκα)-, βρίσκονται εκτός Αφρικής. Το φάσμα των διαφοροποιήσεων διευρύνεται αν συμπεριληφθούν οι 24 χώρες όπου η γονιμότητα είναι σταθερά χαμηλότερη του 1,5 παιδιού ανά γυναίκα. Από αυτές, μόνο οι 4 χώρες δεν ανήκουν στην Ευρώπη: η Ιαπωνία, η Κορέα, η Σιγκαπούρη και η Κίνα (Διάγραμμα 8.3.).

diagramma 8.3

Διάγραμμα 8.3 Χώρες με ιδιαίτερα υψηλή και ιδιαίτερα χαμηλή γονιμότητα, 2000-2015.

 

8.3. Θνησιμότητα

Κατά τα 15 πρώτα χρόνια του νέου αιώνα, συνεχίζονται σε παγκόσμιο επίπεδο τα βήματα προόδου σε ό,τι αφορά στον περιορισμό της θνησιμότητας και τη βελτίωση των δεικτών σε όλες τις ηλικίες. Όλες ανεξαιρέτως οι χώρες κατάφεραν να μειώσουν τους δείκτες βρεφικής θνησιμότητας, κάποιες μάλιστα, με ιδιαίτερα θεαματικούς ρυθμούς. Η γενικευμένη βελτίωση, αν και σημαντική, δεν υπήρξε ανάλογη των προσδοκιών. Ακόμη και σήμερα, σε 36 χώρες  οι θάνατοι κατά το πρώτο έτος ζωής εξακολουθούν να υπερβαίνουν τους 50 ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων βρεφών (Διάγραμμα 8.4).

diagramma 8.4

Διάγραμμα 8.4 Αριθμός χωρών ανάλογα με τα επίπεδα βρεφικής θνησιμότητας, 2015.

 

Από αυτές μόνο τρεις, το Αφγανιστάν (71‰), το Πακιστάν (70‰) και η Υεμένη (54‰) βρίσκονται εκτός της Αφρικανικής ηπείρου. Παράλληλα, ο αριθμός των χωρών με βρεφική θνησιμότητα υψηλότερη του 35‰ μειώθηκε σε 61 βρέφη από 88 που ήταν το 2000. Το 2015, από τις 25 χώρες με βρεφική θνησιμότητα μεταξύ 35-50‰, οι 13 βρίσκονται στην Αφρική, οι 8 στην Ασία, οι 3 στην Ωκεανία και 2 στην Κ & Ν Αμερική. Στον αντίποδα του φαινομένου, η βρεφική θνησιμότητα είναι χαμηλότερη του 10‰ στο σύνολο των περισσότερο ανεπτυγμένων χωρών. Στην Ευρώπη του 2015, τα υψηλότερα επίπεδα καταγράφονται στην Αλβανία (14‰) και τη Μολδαβία (11‰) με τις υπόλοιπες χώρες να καταγράφουν στο σύνολό τους επίπεδα χαμηλότερα του 5‰.

Ανάλογη πρόοδος καταγράφεται και στην παιδική θνησιμότητα. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Ο.Η.Ε. σχετικά με την εξέλιξη της θνησιμότητας, ο κίνδυνος θανάτου μεταξύ παιδιών ηλικίας κάτω των πέντε ετών, έχει μειωθεί σχεδόν κατά 50% μέσα στα τελευταία 15 χρόνια (UN, 2013). Στο τέλος του προηγούμενου αιώνα, 80 παιδιά στα 1.000 δεν κατάφερναν να επιβιώσουν μέχρι τη συμπλήρωση του πέμπτου έτους της ζωής τους. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο αριθμός αυτών περιορίστηκε στα 48 παιδιά ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων (Διάγραμμα 8.5).

diagramma 8.5

Διάγραμμα 8.5 Εξέλιξη παιδικής θνησιμότητας σε μεγάλες γεωγραφικές περιοχές, 1995-2015.

 

Παρά τη σχετικά μεγαλύτερη πρόοδο που σημειώθηκε μεταξύ των χωρών χαμηλού εισοδήματος, η άμβλυνση των γεωγραφικών διαφοροποιήσεων ήταν μόνο οριακή. Οι διαφορές παραμένουν έντονες και αποτελούν μια σημαντική παράμετρο της δημογραφικής ανισορροπίας του πλανήτη. Οι περιοχές με αξιοσημείωτη υστέρηση τοποθετούνται γεωγραφικά στην κεντρική και Δυτική Αφρική, όπου τα επίπεδα παιδικής θνησιμότητας είναι υψηλότερα των 150 θανάτων ανά 1.000 γεννήσεις (UN, 2013).

Το μεγαλύτερο μέρος της επιμήκυνσης της μέσης διάρκειας ζωής στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές αποδίδεται στη μείωση της βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας. Αντίθετα, στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές, η περαιτέρω αύξηση του προσδόκιμου ζωής οφείλεται στην μείωση της θνησιμότητας στις υψηλές ηλικιακές ομάδες (Διάγραμμα 8.6).

diagramma 8.6

 Διάγραμμα 8.6 Ποσοστιαία κατανομή θανάτων ανά ηλικιακή ομάδα και γεωγραφική περιοχή, 2015.

 

Σε παγκόσμιο επίπεδο, από την αρχή του 21ου αιώνα, το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση αυξήθηκε κατά 5 περίπου χρόνια, ξεπερνώντας τα 68 έτη για τους άνδρες και πλησιάζοντας τα 73 για τις γυναίκες από τα 63,3 και 67,9 αντίστοιχα (Διαγράμματα 8.7.α και 8.7.β).

diagramma 8.7a diagramma 8.7b
Διάγραμμα 8.7.α Άνδρες. Διάγραμμα 8.7.β Γυναίκες.

Διαγράμματα 8.7. Σύγκριση προσδόκιμου ζωής κατά τη γέννηση μεταξύ 2000 και 2015.

 

Αν και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής ήταν πιο σημαντική στις λιγότερο απ’ ό,τι στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές, οι διαφοροποιήσεις όχι μόνο δεν εξαλείφθηκαν, αλλά εξακολουθούν να είναι εντυπωσιακές. Το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση των ανδρών στην Αφρική, όπου σημειώνεται η χαμηλότερη τιμή (58 έτη) είναι κατά 18 χρόνια μικρότερο από αυτό που καταγράφεται από τους άνδρες που γεννιούνται στη Βόρειο Αμερική (76,8). Μεταξύ των γυναικών, το εύρος του προσδόκιμου ζωής ανάμεσα στην ελάχιστη και τη μέγιστη τιμή, υπερβαίνει τα 20 έτη. Σε πέντε χώρες της Αφρικής, το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση παραμένει χαμηλότερο των 50 ετών, γεγονός που αποδίδεται κατά κύριο λόγο στη δυσκολία ελέγχου και περιορισμού της διάδοσης του AIDS. Την ίδια στιγμή, το προσδόκιμο ζωής των ανδρών είναι υψηλότερο των 75 ετών σε 47 χώρες ενώ σε 51 χώρες το προσδόκιμο ζωής των γυναικών ξεπερνά τα 80 έτη. Οι χώρες αυτές δεν περιορίζονται γεωγραφικά στην Ευρώπη και τη Β. Αμερική, αλλά αντίθετα εντοπίζονται σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Το Ισραήλ, η Χιλή, η Ισλανδία, η Μαρτινίκα, η Γουαδελούπη, ο Λίβανος είναι ορισμένες από τις χώρες με υψηλό προσδόκιμο ζωής.

Το παραδοσιακό πλεονέκτημα των γυναικών έναντι των ανδρών στη μακροζωία διατηρείται. Σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου, οι γυναίκες ζουν κατά μέσο όρο περίπου πέντε χρόνια περισσότερο από τους άνδρες (Διάγραμμα 8.8).

diagramma 8.8

Διάγραμμα 8.8 Σύγκριση προσδόκιμου ζωής κατά τη γέννηση μεταξύ των δύο φύλων σεδιαφορετικές χώρες, 2014.

 

Ο λόγος των φύλων στις υψηλές ηλικιακές ομάδες εύγλωττα καταγράφει την ανισότητα των δύο φύλων απέναντι στον κίνδυνο θανάτου. Ακόμη όμως κι αυτή η βιολογική υπεροχή των γυναικών επηρεάζεται και διαμορφώνεται κάτω από την επίδραση των κοινωνικών διαφοροποιήσεων. Στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές, η διαφορά στη διάρκεια ζωής ανάμεσα στα φύλα περιορίζεται. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, η διαφορά μεταξύ των δύο φύλων άγγιξε τα 6 έτη. Από τότε, η διαφορά στο προσδόκιμο ζωής μεταξύ ανδρών και γυναικών στις περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες σταδιακά μειώνεται. Η τάση αυτή δεν αποτυπώνει κάποια σχετική επιδείνωση της σχετικής κατάστασης των γυναικών. Αντίθετα, αποδίδεται στη σχετική μείωση της πιθανότητας θανάτου μεταξύ των ανδρών από συγκεκριμένες αιτίες, κυρίως καρδιαγγειακά νοσήματα (Meslé, 2004). Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η διατήρηση της παραπάνω τάσης θα οδηγήσει στην εξίσωση της πιθανότητας θανάτου των φύλων μέσα στη δεκαετία του 2030.

Αντίθετα, στις πρώην Σοβιετικές δημοκρατίες παρατηρείται η μεγαλύτερη διαφορά προσδόκιμων ζωής μεταξύ των δύο φύλων, με το πλεονέκτημα των γυναικών να ξεπερνά τα 10 χρόνια. Ως απότοκο της ιδιαίτερα δυσμενούς εξέλιξης της ανδρικής θνησιμότητας μέσα στη δεκαετία του 1990 και της απότομης μείωσης του προσδόκιμου ζωής των ανδρών, η έντονη ανισότητα μεταξύ των φύλων αποτυπώνει τις δυσκολίες στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της περιοχής.

Αξιοσημείωτη εξαίρεση εξακολουθούν να αποτελούν ορισμένες χώρες της υπο-Σαχάριας Αφρικής, όπου το προσδόκιμο ζωής των γυναικών είναι κατά ένα περίπου έτος χαμηλότερο από εκείνο των ανδρών. Ο υψηλός κίνδυνος θανάτου κατά τον τοκετό, λόγω περιορισμένης πρόσβασης σε ιατρική βοήθεια και περίθαλψη, αποτελεί το βασικότερο παράγοντα αυτής της ιδιαιτερότητας. Είναι γεγονός, ότι ο αριθμός των περιοχών όπου η διαφορά του ανδρικού από το γυναικείο προσδόκιμο ζωής έχει αρνητικό πρόσημο μειώνεται, περιορίζοντας σταδιακά αυτή την τεχνητή ανισορροπία.

 

8.4. Η Πληθυσμιακή Γήρανση

Η πληθυσμιακή γήρανση είναι ίσως η μεγαλύτερη, όχι μόνο δημογραφική, αλλά κυρίως, κοινωνική και οικονομική πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει ο παγκόσμιος πληθυσμός τις αμέσως επόμενες δεκαετίες. Η επιμήκυνση της διάρκειας ζωής, μια από τις πάγιες επιδιώξεις του ανθρώπου αποτελεί μια από τις σημαντικότερες κατακτήσεις του προηγούμενου αιώνα. Η μεγάλη αυτή κατάκτηση, όμως, περιγράφεται συχνά, ως ο κρίσιμος παράγοντας που είναι πολύ πιθανό να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της οικονομικής σταθερότητας και κοινωνικής συνοχής. Διαχωρίζοντας το ατομικό από το κοινωνικό όφελος, η επιμήκυνση του προσδόκιμου ζωής παρουσιάζεται συχνά ως εμπόδιο για τη μελλοντική ευημερία των κοινωνιών -και κατ’ επέκταση των ατόμων που τις αποτελούν- δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, η οικονομική πρόοδος και η κοινωνική ανάπτυξη στηρίχτηκαν σε μεγάλο βαθμό στην ευνοϊκή συγκυρία που παρείχε η νεανική δομή του πληθυσμού.

Η μεταβολή στην ηλικιακή σύνθεση του πληθυσμού αποδίδεται κατά κύριο, αλλά όχι αποκλειστικό λόγο, στην αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων στο συνολικό πληθυσμό ως συνέπεια της μακροβιότητας των πρόσφατων γενεών σε σχέση με τις προηγούμενες. Παράλληλα όμως με την εντυπωσιακή αύξηση του προσδόκιμου ζωής, ο παγκόσμιος και κυρίως ο Ευρωπαϊκός πληθυσμός, κατέγραφαν εξίσου εντυπωσιακή μείωση του ρυθμού φυσικής αύξησης, ως απόρροια της συνεχούς μείωσης της γεννητικότητας. Ο συνδυασμός χαμηλών επιπέδων γεννητικότητας και θνησιμότητας συνέβαλλαν στη συμπίεση της πληθυσμιακής πυραμίδας από τη βάση και τη διόγκωσή της από τη κορυφή, επιδρώντας δραματικά στην ηλικιακή δομή της, όπως αποκαλύπτουν οι αλλοιώσεις στο σχήμα της και- επιβεβαιώνουν οι δείκτες δημογραφικής εξάρτησης. Παράλληλα, ιδιαίτερα σημαντικές είναι και οι κοινωνικές μεταβολές που προκαλούν οι δημογραφικές εξελίξεις. Η μεγαλύτερη σε διάρκεια ζωή σε συνδυασμό με το μικρότερο αριθμό παιδιών ανά μητέρα, δημιουργούν μια νέα κοινωνική πραγματικότητα, όπου οι οικογένειες αναπτύσσονται πλέον σε μήκος (η συνύπαρξη 4 γενεών δεν αποτελεί πια σπάνιο φαινόμενο) και όχι σε πλάτος (η μείωση του αριθμού παιδιών ανά γυναίκα μειώνει τον αριθμό αδερφών, ξαδέρφων, θείων κ.λ.π).

Σε συνδυασμό με τη γενικότερη τάση μείωσης των επιπέδων γονιμότητας, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής συνεπάγεται αύξηση της ηλικιακής διαμέσου και μεταβολή στη δομή της ηλικιακής πυραμίδας με την προς τα πάνω μετακίνηση του κέντρου βάρους της. Από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, η ηλικιακή διάμεσος καταγράφει ανοδική τάση σε παγκόσμιο επίπεδο.

Έτσι, ενώ το 1950 ο μισός πληθυσμός της Γης ήταν κάτω των 24 ετών, το 2015 η ηλικιακή διάμεσος είναι ήδη πάνω από τα 29,5 έτη. Η άνοδος ήταν ιδιαίτερα έντονη στις περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες, οι οποίες έχοντας ήδη ολοκληρώσει τη διαδικασία της δημογραφικής μετάβασης, προηγούνται σημαντικά ως προς τη διαδικασία της πληθυσμιακής γήρανσης. Στην Ευρώπη, κατά το διάστημα 1950-2015, η ηλικιακή διάμεσος αυξήθηκε κατά 12,7 χρόνια από τα οποία τα 4 προστέθηκαν μετά το γύρισμα του αιώνα. Στην Ελλάδα, όπου η δημογραφική γήρανση ακολουθεί ιδιαίτερα γρήγορη εξέλιξη, η ηλικιακή διάμεσος είναι κατά 17,6 χρόνια υψηλότερη των επιπέδων του 1950 και 5,2 χρόνια υψηλότερη από την καταγραφή κατά το 2000. Ήδη ο μισός πληθυσμός της χώρας είναι άνω των 43,6 ετών.

Ο αριθμός των ατόμων άνω των 60 ετών, ηλικία που χρησιμοποιείται συμβολικά για να διαχωρίσει τα νεαρά (και συνήθως οικονομικώς ενεργά) από τα ηλικιωμένα (και κατά κύριο λόγο μη-ενεργά) άτομα, αυξάνεται συνεχώς, ενώ παράλληλα μειώνεται η αναλογία των παιδιών κάτω των 14 ετών στον πληθυσμό. Μέσα στις επόμενες τέσσερις δεκαετίες το ποσοστό των ατόμων άνω των 60 ετών στο συνολικό πληθυσμό, αναμένεται να διπλασιαστεί, ενώ για πρώτη φορά στην ιστορία του παγκόσμιου πληθυσμού εκτιμάται ότι μέχρι το 2045 ο αριθμός των ατόμων άνω των 60 ετών θα ξεπερνά τον αριθμό των νέων κάτω των 15 ετών.

Στην Ευρώπη, η αναλογία των άνω των 60 ετών είναι ήδη υψηλότερη από αυτή των νέων κάτω των 15, ενώ περίπου 6 στους 10 κατοίκους ανήκει στην εργάσιμη ηλικιακή ομάδα, από 15 έως 59 ετών. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο (baseline scenario) των πληθυσμιακών προβολών των Ηνωμένων Εθνών, εκτιμάται ότι μέχρι το 2050 περισσότεροι από 1 στους 3 Ευρωπαίους θα είναι άνω των 60 ετών, ενώ το ποσοστό των άνω των 80 ετών θα γίνει διψήφιο (UN, 2015).

Παρά το σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας που χαρακτηρίζει τη μελέτη μελλοντικών δημογραφικών δεικτών, κυρίως όταν ο ορίζοντας είναι αρκετά μακρινός ώστε ένα μεγάλο μερίδιο του εκτιμώμενου κατά το τέλος της περιόδου πληθυσμού να μην έχει ακόμη γεννηθεί, ενδιαφέρον έχει η παρατήρηση ότι η ηλικιακή διάμεσος του ευρωπαϊκού πληθυσμού θα αυξηθεί κατά τουλάχιστον 6,5 έτη μέσα στις επόμενες 4 δεκαετίες ξεπερνώντας τα 46 χρόνια, ενώ το ποσοστό των άνω των 60 ετών θα είναι υπερ-τριπλάσιο αυτού των κάτω των 15 ετών.

Μια ακόμη ενδιαφέρουσα παρατήρηση αφορά στον (υπερ)διπλασιασμό του ποσοστού των ατόμων άνω των 80 ετών στο συνολικό πληθυσμό, τάση που γλαφυρά περιγράφεται ως «η γήρανση των γερόντων». Η τάση αυτή αποτελεί μια ακόμη από τις ελάχιστα εξερευνημένες πτυχές της δημογραφικής γήρανσης. Ο τρόπος και η ποιότητα ζωής των ατόμων αυτών έχει ελάχιστα μελετηθεί λόγω των πολύ μικρών μέχρι σήμερα μεριδίων της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας στο συνολικό πληθυσμό. Όσο κι αν η αύξηση του προσδόκιμου ζωής έχει σε σημαντικό βαθμό συμβάλλει στην παράταση της ζωής σε συνθήκες καλής υγείας, η αναπόφευκτη σωματική φθορά μεταφέρει τη βιολογική γήρανση στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες. Λέγεται ότι τα 80 έτη είναι τα νέα 65. Μελλοντικά, με την αύξηση τόσο του απόλυτου όσο και του σχετικού μεγέθους της «τέταρτης ηλικίας», θα αυξάνονται οι ανάγκες σε μακροχρόνια περίθαλψη και θα ενισχύονται οι απαιτούμενες ροές κεφαλαίων προς τις μεγαλύτερες ηλικίες. Η μελέτη της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας, ως προς τις ανάγκες, τις απαιτήσεις, τον τρόπο και την ποιότητα ζωής, θα βοηθήσουν στην καλύτερη πρόβλεψη και τη μεγαλύτερη ανταπόκριση στις απαιτήσεις οι οποίες θα ανακύψουν.

Από την εξέλιξη των διαφορετικών δεικτών εξάρτησης, επιβεβαιώνεται η διόγκωση των μεγαλύτερων ηλικιών παράλληλα με τη σταδιακή συρρίκνωση των παιδιών κάτω των 14 ετών. Αν και σε παγκόσμιο επίπεδο η αναμενόμενη επιβάρυνση του δείκτη ηλικιακής εξάρτησης μέχρι το 2050 δε θα είναι πολύ μεγάλη σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα, εκτιμάται ότι θα είναι αρκετά διαφοροποιημένη η σύνθεση του, η αναλογία δηλαδή των παραμέτρων που διαμορφώνουν την τιμή του δείκτη. Στην παρούσα φάση, το μεγαλύτερο μέρος της ηλικιακής εξάρτησης προέρχεται από τον πληθυσμιακό μέγεθος των νέων κάτω των 15 ετών.

Σταδιακά προβλέπεται ότι θα αυξηθεί το σχετικό βάρος των ηλικιωμένων και η αναλογία νέων και ηλικιωμένων στο δείκτη εξάρτησης θα τείνει να εξισορροπήσει. Η εικόνα είναι αρκετά διαφορετική στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές, όπου παιδιά και ηλικιωμένοι συμμετέχουν ήδη με ίση αναλογία στο δείκτη εξάρτησης. Στο μέλλον, η συμμετοχή των άνω των 60 ετών θα είναι κατά πολύ μεγαλύτερη αυτής των κάτω των 15 ετών.

Από την παραπάνω ανάλυση είναι πλέον σαφές, ότι η πληθυσμιακή γήρανση αποτελεί τη συνισταμένη δημογραφικών εξελίξεων που έχουν ήδη συμβεί και επιλογών που έχουν ήδη σημειωθεί σε παγκόσμια κλίμακα. Ως εκ τούτου, πρόκειται για ένα φαινόμενο:

  • μη-αναστρέψιμο, αφού, τουλάχιστον σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, δεν είναι δυνατή η επιστροφή στην προηγούμενη νεανική σύνθεση του πληθυσμού,
  • παγκόσμιο, αφού αφορά στο σύνολο του πληθυσμού, και όχι μόνο τις περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες. Αντίθετα, το πρόβλημα στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη ενδέχεται να είναι πολύ μεγαλύτερο, αφού η περίοδος και οι δυνατότητες προσαρμογής θα είναι μικρότερες, δεδομένου ότι οι χώρες αυτές θα «γεράσουν» πριν προλάβουν να «ευημερίσουν» (Eberstadt, 2004),
  • χωρίς ανάλογο προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία, αφού η εξέλιξη είναι ραγδαία και αναμένεται ακόμη πιο εντυπωσιακή μέσα στον 21ο αιώνα.

Εστιάζοντας στη γηραιά ήπειρο, η δημογραφική γήρανση αφορά τόσο στην Ευρώπη στο σύνολό της όσο και κάθε χώρα ξεχωριστά. Κοινές δημογραφικές τάσεις αποτελούν η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, η ενίσχυση της αναλογίας των ατόμων άνω των 65 ετών στο συνολικό πληθυσμό και η διατάραξη της αναλογίας εργαζομένων προς συνταξιούχους.

Ωστόσο, ακόμη και στο εσωτερικό της Ευρώπης το φαινόμενο παρουσιάζει διαφοροποιήσεις. Δεν γηράσκουν όλες οι χώρες με την ίδια ταχύτητα, δεν έχουν όλες τις ίδιες προοπτικές, ενώ σε κάποιες το πρόβλημα είναι ήδη περισσότερο έντονο απ’ ό,τι σε άλλες. Σε χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Βουλγαρία και η Γερμανία, το φαινόμενο της γήρανσης είναι ήδη έντονο και αναμένεται να συνεχίσει να εξελίσσεται με ιδιαίτερα ταχείς ρυθμούς. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Σουηδία, τη Γαλλία και τη Νορβηγία, η διαδικασία είναι πιο αργή, κυρίως λόγω της πρόσφατης ανάκαμψης των επιπέδων γονιμότητας.

Η προσέγγιση του φαινομένου της πληθυσμιακής γήρανσης, καθώς και η ανίχνευση των νέων δυνατοτήτων και ενδεχόμενων ευκαιριών, μέσα από τη σκιαγράφηση των μελλοντικών εξελίξεων, απαιτούν τη μελέτη νέων δεδομένων σχετικά με τη διαμόρφωση των μελλοντικών τάσεων. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν κυρίως από τις πληθυσμιακές προβολές που προδιαγράφουν τις δημογραφικές εξελίξεις γύρω από μια σειρά υποθέσεων εργασίας ως προς την εξέλιξη των βασικών δημογραφικών δεικτών (γονιμότητας-θνησιμότητας και μετακινήσεων). Τα δεδομένα αυτά όμως, είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στην αβεβαιότητα και τις εκπλήξεις που επιφυλάσσει το μέλλον. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου οι προβολές αποδείχθηκαν ανακριβείς, άλλοτε υποεκτιμώντας15 και άλλοτε υπερεκτιμώντας16 το μελλοντικό πληθυσμιακό μέγεθος.

Ανεξάρτητα όμως από την ακρίβεια των πληθυσμιακών προβολών, είναι απολύτως βέβαιο ότι μέσα στις επόμενες δεκαετίες θα μεταβληθεί σημαντικά η σχέση μεταξύ των διαφορετικών ηλικιακών ομάδων. Οι δείκτες ηλικιακής και οικονομικής εξάρτησης θα επιδεινωθούν, ανεξάρτητα από τις υποθέσεις σχετικά με την εξέλιξη της γονιμότητας που διέπουν τις εκτιμήσεις. Η εξέλιξη αυτή θα έχει αναπόφευκτα άμεσες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες θέτοντας παράλληλα νέα ηθικά διλήμματα.

«Δεινόν το γήρας, ου γαρ έρχεται μόνον» επεσήμαιναν οι πρόγονοί μας. Το δημογραφικό γήρας, κατά απόλυτη αναλογία με το βιολογικό, δε στερείται άμεσων αρνητικών συνεπειών. Οι δεξιότητες, οι ικανότητες και η δυναμική ενός πληθυσμού μεταβάλλεται με την ηλικία όχι μόνο σε ατομικό, αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο. Συγκρινόμενος με έναν πληθυσμό με νεανική ηλικιακή δομή, ένας γηράσκων πληθυσμός υπερτερεί σε εμπειρία και ωριμότητα, αλλά υστερεί σε δημιουργικότητα και καινοτόμο πνεύμα. Είναι κατά κανόνα πιο συντηρητικός, λιγότερο προσαρμοστικός στις αλλαγές και τείνει να παίρνει μικρότερα ρίσκα. Τα μέλη μιας γηρασμένης κοινωνίας δεν απολαμβάνουν απλώς μακρύτερη ζωή με καλή υγεία, αλλά καλούνται να αντιμετωπίσουν συγκεκριμένες προκλήσεις. Η πληθυσμιακή γήρανση επηρεάζει κάθε πτυχή της καθημερινότητας μέσα από τις δημοσιονομικές, κοινωνικές και πολιτικές της επιδράσεις (Tragaki, 2014).

Βραδεία ή αρνητική οικονομική ανάπτυξη, συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού, χαμηλή παραγωγικότητα, διαρκώς αυξανόμενες δημοσιονομικές δαπάνες, κυρίως λόγω της αύξησης των δαπανών σύνταξης, μακροχρόνιας φροντίδας και υγειονομικής περίθαλψης. Αυτές είναι μερικές πρώτες εκτιμήσεις για το μέλλον μέσα από το πρίσμα της δημογραφικής γήρανσης (EPC, 2003). Είτε πρόκειται για τις περισσότερο είτε για τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, το μακροπρόθεσμο δημοσιονομικό κόστος από την αναμενόμενη δημογραφική κρίση εκτιμάται ότι θα είναι πολλαπλάσιο του κόστους της τρέχουσας οικονομικής κρίσης (IMF, 2009). Άλλωστε, είναι γεγονός ότι το σημαντικότερο πρόβλημα της Ευρώπης σήμερα είναι δημογραφικό και όχι οικονομικό, κυρίως διότι οι προηγούμενες οικονομικές κρίσεις ξεπεράστηκαν χάρη στη δυναμική του πληθυσμού που σήμερα εκλείπει (Tragaki, 2014).

Παρά το μεγάλο αριθμό μελετών και εκτιμήσεων, δεν υπάρχει ομοφωνία από πλευράς επιστημόνων σχετικά με την έκταση και την ένταση των συνεπειών της πληθυσμιακής γήρανσης. Υπάρχουν οι «αισιόδοξοι» που θεωρούν διαχειρίσιμη την προβλεπόμενη αύξηση του ποσοστού των άνω των 60 στο συνολικό πληθυσμό. Εκφράζοντας την εμπιστοσύνη τους στην ευρηματικότητα του ανθρώπινου πνεύματος, υποστηρίζουν ότι θα βρεθούν οι μηχανισμοί, ώστε να αντιμετωπισθεί η αύξηση των συνταξιοδοτικών δαπανών και των δαπανών υγείας χωρίς να επηρεαστεί η ανάπτυξη (Falkingham, 1989). Επικαλούμενοι τη μέχρι τώρα εμπειρία και ευαισθησία των ευρωπαϊκών κρατών απέναντι στη δημιουργία και ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους, θεωρούν ότι θα υπάρξουν ανάλογες καινοτόμες ιδέες, ώστε να αντιμετωπισθεί το δημοσιονομικό κόστος χωρίς να πληγούν η φιλοσοφία και η δομή του συνταξιοδοτικού και του συστήματος πρόνοιας (Zaidi, 2008).

Από την άλλη πλευρά, οι απαισιόδοξοι, θεωρούν ότι οι αρχές της παγκοσμιοποίησης και η νεο-φιλελεύθερη ιδεολογία που διέπουν την οικονομία και τις αγορές εργασίας, περιορίζουν την ανταγωνιστικότητα των μεγαλύτερων ηλικιακά ατόμων, ενώ παράλληλα θέτουν σε κίνδυνο το «κοινωνικό συμβόλαιο» μεταξύ των γενεών, εις βάρος των ηλικιωμένων. Η δυνατότητα παραμονής στην εργασία σε μεγαλύτερες ηλικίες μειώνεται παρά τις προσπάθειες για επιμήκυνση του εργάσιμου βίου (active ageing). Η διατάραξη της αναλογίας εργαζομένων προς συνταξιούχους, μειώνει τη δυνατότητα μεταβίβασης κεφαλαίων μέσω του συνταξιοδοτικού συστήματος διαβρώνοντας τις σχέσεις μεταξύ γενεών. Τέλος, η σύσταση μικρότερων οικογενειών και ο μεγαλύτερος ατομικισμός (individualism) που επικρατούν στη σημερινή κοινωνία, διαρρηγνύουν την οικογενειακή συνοχή, ακόμα και στις χώρες του Ευρωπαϊκού νότου, όπου ο θεσμός της παραδοσιακής οικογένειας υποκαθιστά σε σημαντικό βαθμό την ανεπάρκεια της κρατικής πρόνοιας.

Ανάλογα με την κοινωνία, αλλά κυρίως ανάλογα με την περίσταση, οι ηλικιωμένοι αντιμετωπίζονται άλλοτε ως «κεφάλαιο», δεδομένων των συσσωρευμένων εμπειριών και της σοφίας που έχουν αποκομίσει από τη ζωή και άλλοτε ως «βάρος» για τις επόμενες γενεές λόγω της μη συμμετοχής τους στην παραγωγική διαδικασία και την αναπόφευκτη βιολογική φθορά. Είναι γεγονός ότι στην πλειονότητά τους οι σημερινοί εξηνταπεντάρηδες ανταποκρίνονται ελάχιστα ή καθόλου στην παραδοσιακή εικόνα του ηλικιωμένου συνταξιούχου των προηγούμενων δεκαετιών. Σύμφωνα με τη μέχρι τώρα εμπειρία, η επιμήκυνση του προσδόκιμου ζωής συνδυάστηκε σε μεγάλο βαθμό με την παράταση της καλής φυσικής κατάστασης και τη διατήρηση καλής υγείας. Όσο κι αν κανείς δεν μπορεί να εξασφαλίσει ότι κάτι τέτοιο θα συνεχιστεί και στο μέλλον, ο τρόπος αντιμετώπισης των ηλικιωμένων αλλάζει, και μόνο επειδή αλλάζει το σχετικό τους βάρος.

Ανεξάρτητα από το ποιες θα είναι οι εξελίξεις και ποιες προβλέψεις θα επιβεβαιωθούν, είναι απολύτως βέβαιο ότι η σημαντικότερη πρόκληση που αναδεικνύεται μέσα από το νέο δημογραφικό τοπίο σχετίζεται με το πόσο γρήγορα θα προσαρμοσθούν οι κοινωνίες και οι οικονομίες στο νέο συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ διαφορετικών ηλικιακών ομάδων. Νέες ισορροπίες θα αναζητηθούν προκειμένου να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή και η διαδραστικότητα μεταξύ των γενεών σε κοινωνίες, όπου ένας στους τρεις κατοίκους θα είναι ηλικίας άνω των 65 ετών.

 

8.5. Νέα Μορφή Μετακινήσεων: η Κλιματική Μετανάστευση

Οι διατηρούμενες δημογραφικές και οικονομικές ανισότητες σε συνδυασμό με τις πολιτικές αναταραχές και τις εμφύλιες ή διακρατικές συρράξεις που πλήττουν διάφορες περιοχές του πλανήτη εξακολουθούν να αποτελούν τις βασικές αιτίες πίσω από τις αυξανόμενες πληθυσμιακές μετακινήσεις. Μέσα στον 21ο αιώνα τα μεταναστευτικά ρεύματα όχι μόνο παραμένουν έντονα, αλλά πληθαίνουν, αναδεικνύοντας νέες «θερμές» περιοχές και διαμορφώνοντας νέες ροές προς καινούριες περιοχές υποδοχής. Τα τελευταία χρόνια αυξάνεται ο αριθμός των μελετητών που αξιολογούν ότι μέσα στις επόμενες δεκαετίες, μεταξύ των παραγόντων οι οποίοι συμβάλλουν στην αύξηση των πληθυσμιακών μετακινήσεων θα προστεθεί ένας ακόμη, ο περιβαλλοντικός (Πλαίσιο 8.2).

plaisio 8.2

Πλαίσιο 8.2 «Περιβαλλοντικός πρόσφυγας» ή «Κλιματικός μετανάστης»;

 

Στο σύνολό της σχεδόν η επιστημονική κοινότητα εκτιμά ότι η διατήρηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στα τρέχοντα επίπεδα θα οδηγήσει σε μη αναστρέψιμες για το φυσικό περιβάλλον συνέπειες όπως η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, περιόδους παρατεταμένης ανομβρίας, ξηρασία και πλημμύρες. Σε παγκόσμια κλίμακα, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στο φυσικό περιβάλλον, την ανθρώπινη ζωή και την οικονομική δραστηριότητα έχουν υπολογισθεί, για ένα εύρος αναμενόμενων θερμοκρασιών, με τη βοήθεια των πιθανοτήτων, (Stern, 2007; Λαζαρίδη κ.α., 2008). Σε τοπική κλίμακα, ωστόσο, οι προβλέψεις είναι πολύ πιο δύσκολες και οποιεσδήποτε εκτιμήσεις μοιάζουν παρακινδυνευμένες.

Κατά τις δυο τελευταίες δεκαετίες, το θέμα της κλιματικής αλλαγής βρίσκεται σταθερά στην κορυφή της παγκόσμιας ημερήσιας διάταξης, αναθερμαίνοντας το ενδιαφέρον των ερευνητών για τη σχέση μεταξύ κλίματος και χωρικής κατανομής του ανθρώπινου πληθυσμού. Το λιώσιμο των πάγων και η επακόλουθη άνοδος της στάθμης της θάλασσας, η συχνότερη εμφάνιση πλημμυρών και καταιγίδων, οι παρατεταμένες περίοδοι ανομβρίας και ξηρασίας που ενδέχεται να συμβάλουν στην ερημοποίηση καλλιεργήσιμων εκτάσεων, η μείωση των υδάτινων πόρων και η καταστροφή των οικοσυστημάτων, αποτελούν σοβαρές και μη-αναστρέψιμες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Τέτοιες εξελίξεις, υπολογίζεται ότι θα επιδράσουν δραματικά όχι μόνο στη φυσική, αλλά και την ανθρώπινη γεωγραφία. Οι συνέπειες των παραπάνω εξελίξεων για την ανθρώπινη ζωή και δραστηριότητα θα είναι άμεσες. Οι μειωμένες σοδειές και η έλλειψη διαθέσιμου πόσιμου νερού μπορεί να αφήσουν εκατομμύρια ανθρώπους χωρίς την απαραίτητη για την επιβίωσή τους ποσότητα τροφής και νερού.

Η κλιματική αλλαγή είναι ένα φαινόμενο που αφορά στο σύνολο του πλανήτη και του παγκόσμιου πληθυσμού. Ωστόσο, η ένταση του φαινομένου, καθώς και οι συνέπειές του, αναμένεται ότι θα εμφανίσουν σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των περιοχών, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος. Κάποιες από τις περιοχές του λιγότερο αναπτυγμένου κόσμου, εκτιμάται ότι θα είναι περισσότερο εκτεθειμένες στην κλιματική αλλαγή λόγω της γεωγραφικής τους θέσης. Παράλληλα, οι ίδιες αυτές περιοχές θα είναι δυσανάλογα ευάλωτες στις συνέπειές της, ως απόρροια του αρνητικού συνδυασμού αδύναμων οικονομιών, για τις οποίες το κόστος προσαρμογής και αντιμετώπισης είναι δυσβάσταχτο και μεγάλης εξάρτησης από κλάδους ιδιαίτερα ευαίσθητους στην κλιματική αλλαγή, όπως η αγροτική παραγωγή. Αν στα παραπάνω συνυπολογισθούν οι υψηλοί ρυθμοί πληθυσμιακής αύξησης που χαρακτηρίζουν τις περισσότερες από τις περιοχές αυτές, γίνεται εμφανές ότι λόγω της κλιματικής αλλαγής διακυβεύεται η προσπάθεια μείωσης της παγκόσμιας φτώχειας. Μέσα δε από το συνδυασμό περιβαλλοντικών και πληθυσμιακών πιέσεων, αναπτύσσεται μια νέα δυναμική μαζικών μετακινήσεων και συγκρούσεων με άμεσες συνέπειες για την ανθρώπινη ασφάλεια (GECHS, 2008; Dokos, 2008).

Στην ήδη εκτενή σχετική βιβλιογραφία, το θέμα της κλιματικής μετανάστευσης αντιμετωπίζεται, κατά κύριο λόγο, ως μέρος μιας ευρύτερης συζήτησης σχετικά με την προκαλούμενη, λόγω κλιματικών συμβάντων, μετακίνηση πληθυσμιακών ομάδων. Ωστόσο, ελάχιστες είναι οι μελέτες οι οποίες επικεντρώνονται στη μετανάστευση, ως συνέπεια της κλιματικής αλλαγής (Mc Leman and Smit, 2006; Brown, 2008). Στην πρώτη περίπτωση, οι πληθυσμιακές μετακινήσεις αποτελούν την άμεση αντίδραση σε φαινόμενα, όπως πλημμύρες ή τυφώνες που καταστρέφουν την υποδομή και τις καλλιέργειες των περιοχών που έχουν πληγεί και κάνουν δύσκολη την ανθρώπινη επιβίωση17. Η μετεγκατάσταση σε αυτές τις περιπτώσεις είναι τις περισσότερες φορές προσωρινή: οι πληθυσμοί επιστρέφουν στον τόπο τους όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες. Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση, όπου η μετανάστευση επιβάλλεται από τις συνέπειες της υπερθέρμανσης του πλανήτη, το φαινόμενο έχει μόνιμο χαρακτήρα, αφού οι συνθήκες που ώθησαν τον πληθυσμό να μετακινηθεί (πχ. άνοδος της στάθμης της θάλασσας ή ερημοποίηση) είναι συνήθως μη αναστρέψιμες. Στον Πίνακα 8.5 γίνεται μια προσπάθεια απόδοσης της σύνδεσης μεταξύ κλιματικής αλλαγής από τη μία πλευρά και ανθρώπινης ασφάλειας και μεταναστευτικών πιέσεων από την άλλη.

pinakas 8.5

Πίνακας 8.5 Απεικόνιση της σχέσης μεταξύ κλιματικής αλλαγής και μεταναστευτικών πιέσεων.

 

Υπάρχει, ωστόσο, μια ακόμα πτυχή του φαινομένου που έχει ελάχιστα μέχρι σήμερα διερευνηθεί. Η κλιματική αλλαγή εκτός από παράγοντας ώθησης μπορεί κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις να δράσει και ως παράγοντας έλξης μεταναστευτικών ρευμάτων. Η κλιματική αλλαγή δεν αποκλείεται να αυξήσει τη φέρουσα ικανότητα κάποιων περιοχών του πλανήτη. Μια ενδεχόμενη άνοδος της θερμοκρασίας κατά περίπου 1-2˚C μέσα στον επόμενο αιώνα, σε συνδυασμό με τη θετική επίδραση της αυξημένης συγκέντρωσης του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα (γνωστή ως “fertilization effect of CO2”), δεν αποκλείεται να συμβάλλουν, ώστε να επεκταθούν οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις, να αυξηθεί η στρεμματική απόδοση και να δοθεί η δυνατότητα για νέες καλλιέργειες σε περιοχές με μέσο και μεγάλο γεωγραφικό πλάτος, όπως η Βόρεια Ευρώπη, η Σιβηρία, ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία (IPCC, 2007).

Παράλληλα με τη σοδειά, θα αυξηθεί και η πυκνότητα της βλάστησης σε συγκεκριμένες περιοχές του βορείου ημισφαιρίου (USGCRP, 2000). Επιπλέον, λόγω των μεταβολών στη συχνότητα και την ένταση των βροχοπτώσεων, δεν αποκλείεται να περιορισθούν τα προβλήματα ανεπάρκειας νερού που αντιμετωπίζουν ορισμένες περιοχές (Hoerling et al., 2006). Δεν αποκλείεται, λοιπόν, το φαινόμενο της κλιματικής μετανάστευσης να περιλαμβάνει και μετακινήσεις πληθυσμιακών ομάδων που επιδιώκουν να επωφεληθούν από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής (Brown, 2007).

Συνοψίζοντας, η κλιματική αλλαγή αποτελεί μια νέα, κατά πολλούς μη αναστρέψιμη πραγματικότητα για τον παγκόσμιο πληθυσμό. Στην περίπτωση που οι δυσοίωνες προβλέψεις επαληθευτούν, αναμένεται να ενταθούν οι υφιστάμενες ανισότητες και να ανακοπούν οι προσπάθειες για μακρόχρονη οικονoμικά και κοινωνικά βιώσιμη ανάπτυξη και πρόοδο. Πέρα από κάθε αμφιβολία, οι πληθυσμιακές μετακινήσεις, εκούσιες ή ακούσιες, θα αποτελέσουν μια από τις κρισιμότερες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στις επόμενες δεκαετίες. Διαφοροποιήσεις στη χωρική κατανομή του ανθρώπινου πληθυσμού και αλλαγές στην ένταση και ροή των μεταναστευτικών ρευμάτων θα έχουν σημαντικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις επιδρώντας παράλληλα στην ανθρώπινη ασφάλεια των εμπλεκόμενων χωρών.

Στις χώρες που αναμένεται να έρθουν αντιμέτωπες με τις σοβαρότερες επιπτώσεις περιλαμβάνονται εκείνες της Βόρειας Αφρικής και της Ανατολικής Μεσογείου, όπου η διαδικασία ερημοποίησης έχει ήδη ξεκινήσει, ενώ το πρόβλημα της φτώχειας και οι ρυθμοί δημογραφικής ανάπτυξης θα δυσχεράνουν τη λήψη μέτρων αντιμετώπισης. Οι επιπτώσεις των παραπάνω εξελίξεων στη δημόσια υγεία, την κοινωνική συνοχή και τις εθνικές οικονομίες των χωρών της Μεσογείου είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εκτιμηθούν, ενώ σε μεγάλο βαθμό θα εξαρτηθούν από το επίπεδο ετοιμότητας της κάθε χώρας για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών μιας ενδεχόμενα μεγάλης αύξησης της μέσης θερμοκρασίας της ευρύτερης περιοχής. Δεδομένου ότι ο βαθμός ετοιμότητας συναρτάται άμεσα με το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και τη δυνατότητα λήψης έγκαιρων μέτρων πρόληψης και αντιμετώπισης, είναι πολύ πιθανό στο μέλλον να ενταθούν οι ανισότητες μεταξύ των χωρών της Μεσογείου. Κάτι τέτοιο θα ενίσχυε τις πληθυσμιακές πιέσεις από το Νότο προς το Βορρά, υποσκάπτοντας τις προσπάθειες για βιώσιμη κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη τόσο στις χώρες εκροής όσο και στις χώρες εισροής των κλιματικών μεταναστών.

Όσο και αν η ένταση των μελλοντικών μεταβολών και το εύρος των επιπτώσεών τους παραμένουν σε σημαντικό βαθμό αβέβαιες, είναι πλέον γενικά αποδεκτό ότι η αύξηση της θερμοκρασίας από τη συσσώρευση αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα είναι αναπόφευκτη, ενώ κάποιες επιπτώσεις θα είναι μη αναστρέψιμες. Η έγκαιρη λήψη μέτρων αντιμετώπισης και προσαρμογής, καθώς και η ανάπτυξη διακρατικών δικτύων συνεργασίας, αποτελούν ίσως το μοναδικό αντίβαρο στις δυσμενείς για την ανθρώπινη ασφάλεια και βιώσιμη ανάπτυξη εξελίξεις (Τραγάκη, 2010).

 

8.6. Πληθυσμιακές Προβολές: μια κλεφτή ματιά στο μέλλον

Οι πληθυσμιακές προβολές παρέχουν μια εικόνα, ως προς το μελλοντικό μέγεθος και σύνθεση του πληθυσμού, χρήσιμη σε κυβερνητικοί παράγοντες, άτομα επιφορτισμένα με τη χάραξη πολιτικής, δημόσιους φορείς και ερευνητές οι οποίοι χρησιμοποιούν τις πληθυσμιακές προβολές αφενός για να σχεδιάσουν τις πολιτικές και αφετέρου για να εντοπίσουν έγκαιρα τα ενδεχόμενα (θετικά ή αρνητικά) αποτελέσματα των δημογραφικών τάσεων και των εν εξελίξει μεταρρυθμίσεων.

Οι πληθυσμιακές προβολές είναι δημογραφικές προγνώσεις σχετικά με τη μελλοντική ανάπτυξη του πληθυσμού μιας περιοχής κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες εξέλιξης των δημογραφικών συνιστωσών, όπως αυτές της γονιμότητας, της θνησιμότητας και της μετανάστευσης. Δεδομένης της αβεβαιότητας γύρω από την εξέλιξη αυτών των συνιστωσών, οι προβολές υιοθετούν και εναλλακτικά σενάρια. Τα σενάρια αυτά σχετικά με την εξέλιξη των πληθυσμιακών συνιστωσών οριοθετούνται βάσει των τάσεων που έχουν παρατηρηθεί ή θεωρείται πιθανό να παρατηρηθούν μέσα στο θεωρητικό πλαίσιο.

Πληθυσμιακές προβολές σε παγκόσμιο και εθνικό επίπεδο δημιουργούν και επιμελούνται ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (από το 1950), η Παγκόσμια Τράπεζα (από το 1978), το United States Census Bureau (από το 1985) και το IIASA (από το 1994). Οι διαφορετικοί οργανισμοί υιοθετούν διαφορετικά σενάρια και εφαρμόζουν διαφορετικές τεχνικές για την κατάρτιση των προβολών. Σ’ αυτές τις διαφορές οφείλονται οι μεταξύ τους αποκλίσεις (Διάγραμμα 8.9). Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι παρά τις όποιες - συχνά όχι μικρές - αποκλίσεις, η γενική τάση, όσον αφορά στο συνολικό μέγεθος του πληθυσμού και την ηλικιακή του σύνθεση, είναι κοινή (Διάγραμμα 8.9). Στο σημείο αυτό έγκειται η ουσιαστική συνεισφορά των πληθυσμιακών προβολών η οποία εντοπίζεται όχι τόσο στην ακριβή πρόγνωση της μελλοντικής εικόνας του πληθυσμού όσο στην ανίχνευση των επερχόμενων τάσεων, τη δυνατότητα έγκαιρης πρόβλεψης ορισμένων σημαντικών εξελίξεων, τον εντοπισμό των παραγόντων εκείνων που συμβάλουν στη διαμόρφωση των εξελίξεων και στην προσπάθεια αποφυγής ή περιορισμού των αρνητικών παραμέτρων ή αντίθετα ενίσχυσης των θετικών τάσεων.

diagramma 8.9

Πηγή:W. Lutz, W. SandersonandS. Scherbov, IIASA’s 2007 Probabilistic World Population Projections http://www.iiasa.ac.at/Research/POP/proj07/index.html; UN (2009);
http://www.census.gov/ipc/www/idb/region.php;

Διάγραμμα 8.9. Η Εξέλιξη του Παγκόσμιου Πληθυσμού, 2005-2050.

 

8.6.1. Οι βασικές δημογραφικές τάσεις των επόμενων δεκαετιών

Σύμφωνα με τις πρόσφατες εκτιμήσεις του Ο.Η.Ε, ο παγκόσμιος πληθυσμός θα συνεχίσει να αυξάνει με ρυθμούς παρά τη συνεχιζόμενη μείωση της γονιμότητας. Τα συνολικά μεγέθη είναι μικρότερα από τις προηγούμενες προβλέψεις, έτσι ώστε αρκετοί μελετητές να θεωρούν ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός θα σταματήσει να αυξάνεται. Κάτι τέτοιο δεν αποκλείεται να συμβεί υπό την προϋπόθεση ότι θα συνεχιστεί η μείωση της γονιμότητας με ταχύτερους από τους σημερινούς ρυθμούς και θα επεκταθεί σε περιοχές, όπως η Νιγηρία και το Πακιστάν, όπου τα επίπεδα παραμένουν ακόμη μακριά από το όριο αναπλήρωσης των γενεών. Δεδομένου όμως του απρόβλεπτου κάποιων δημογραφικών εξελίξεων, ένας εκ νέου διπλασιασμός του παγκόσμιου πληθυσμού δεν μπορεί να αποκλειστεί. Σύμφωνα με τις υποθέσεις εργασίας του high variant scenario ο παγκόσμιος πληθυσμός ενδέχεται να ξεπεράσει τα 14 δισεκατομμύρια, πριν το τέλος του αιώνα.

Παρακολουθώντας το βασικό σενάριο (medium variant scenario) μέχρι το 2050 θα προστεθούν 2,5 δισεκατομμύρια νέοι κάτοικοι και ο συνολικός πληθυσμός θα ξεπεράσει τα 9,7 δισεκατομμύρια κατοίκων. Η αύξηση θα προέρχεται αποκλειστικά από τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη. Ειδικότερα η Αφρική, θα συνεισφέρει το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης (54% και περίπου 1,3 δισεκ. άτομα). Η συνεισφορά της Ασίας θα είναι χαμηλότερη: 875,000 άτομα που αντιστοιχεί στο 37% της συνολικής αύξησης του πληθυσμού. Κατά συνέπεια, το μερίδιο της κάθε ηπείρου θα αλλάξει σημαντικά και θα μετατοπιστεί το κέντρο βάρους του παγκόσμιου πληθυσμού. Ένας στους τέσσερις κατοίκους θα είναι Αφρικανός, δύο Ασιάτες και άλλος ένας από τις υπόλοιπες περιοχές του πλανήτη. Τη δραματικότερη μείωση θα καταγράψει η Ευρώπη η οποία θα συρρικνωθεί, όχι μόνο σε σχετικά, αλλά και σε απόλυτα μεγέθη (Πίνακας 8.6).

pinakas 8.6

Πίνακας 8.6. Κατανομή παγκόσμιου πληθυσμού το 2050 βάσει βασικού σεναρίου (mediumscenario).

 

Οι δέκα χώρες με τη σημαντικότερη συνεισφορά στην αύξηση του πληθυσμού μεταξύ 2015-2050, εκτιμάται ότι θα είναι η Ινδία, η Νιγηρία, το Πακιστάν, η Λαοκρατική Δημοκρατία του Κογκό (πρώην Ζαΐρ), η Αιθιοπία, οι ΗΠΑ, η Ινδονησία, η Ουγκάντα, η Αίγυπτος και ο Νίγηρας, με τη συγκεκριμένη σειρά.

Μια επιπλέον ουσιώδης διάσταση των μελλοντικών εξελίξεων αφορά την ηλικιακή δομή του πληθυσμού. Ο παγκόσμιος πληθυσμός γερνά. Το 2050, οι μισοί από τους κατοίκους αυτού του πλανήτη εκτιμάται ότι θα έχουν ηλικία άνω των 36 ετών. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, μέχρι το 2050 θα έχει εξισωθεί το μερίδιο των κάτω των 15 ετών με αυτό των άνω των 60 και υπολογίζεται ότι θα είναι 21%. Το ποσοστό των άνω των 80 ετών θα ανέβει σε παγκόσμιο επίπεδο στο 4,5%. Η γήρανση θα είναι πολύ πιο έντονη στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές, αλλά είναι σαφές ότι και οι λιγότερο ανεπτυγμένες αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα.

Οι παραπάνω τάσεις αποτελούν προβολές της σημερινής κατάστασης στο μέλλον υιοθετώντας μια σειρά από υποθέσεις που σχετίζονται με τη συνεχιζόμενη μείωση γονιμότητας και θνησιμότητας. Είναι σαφές ότι τίποτε δε διασφαλίζει αυτή την εξέλιξη και επομένως οι παραπάνω προβολές αποτελούν ένα πιθανό σενάριο εργασίας.

 

Βιβλιογραφικές Αναφορές

  • Bongaarts, J. (2008) “Fertility Transitions in Developing Countries: Progress or Stagnation?”, Working Paper, No7, population Council, available at: http://www.popcouncil.org/uploads/pdfs/wp/pgy/007.pdf
  • Brown, O. (2007) Climate Change and Forced Migration: observations, projections and implications, Human Development Report Office, Occasional Paper, No 17.
  • Brown, O. (2008) Migration and Climate Change, IOM Migration Research Series Paper No 31, 2008, Geneva: International Organization for Migration
  • Cleland , J., Ndugwa, R. & Zulu, E. (2011) “Family planning in sub-Saharan Africa: progress or stagnation?” Bulletin of the World Health Organization; 89:137-143.
  • Courbage, Y. (2014) “Has the Demographic Transition in the Southern Mediterranean Kept its Promises?”,Quaderns de la Mediterranua 20-21:53-60.
  • Dokos, T. (ed.) (2008) Climate Change: Addressing thw Impact on Human Security, ELIAMEP and Hellenic Ministry of Foreign Affairs, May 2008.
  • Dyson, T. (2012) On the democratic and demographic transition in Modern and Comparative seminar, 9th February 2012, London, UK.
  • Economic Policy Committee (2003) The impact of ageing on public finances: overview of analysis carried out at EU level and proposals for a future work programme, EPC/ECFIN/435/03.
  • Falkingham, J. (1989) “Dependency and Ageing in Britain: A Re-examination of the Evidence”, Journal of Social Policy (18) 2, Cambridge University Press.
  • GECHS (2008) Disaster Risk Reduction, Climate Change Adaptation and Human Security, A Commissioned Report for the Norwegian Ministry of Foreign Affairs, Report 2008:3.
  • Hoerling, M. et al. (2006) “Detection and attribution of twentieth-century Northern and Southern African rainfall change”, Journal of Climate, Vol. 19, Issue 16, pp.3989-4008.
  • International Monetary Fund (2009) Fiscal Implications of the Global and Financial Crisis, IMF Staff Position Note, June 2009.
  • IPCC (2007) Working Group II Contribution to the Intergovernmental Panel on Climate Change Fourth Assessment Report Climate Change 2007: Climate Change, Impacts, Adaptation and Vulnerability, April 2007.
  • Lutz, W., Sanderson, W & Scherbov, S.(eds) (2004) The End of World Population Growth in the 21st Century, Earthscan, ISBN:1-84407-099-9.
  • McLeman R., and B. Smit (2006) ‘Migration as an Adaptation to Climate Change’, Climate Change, 76:31-53.
  • Meslé, F. (2004) “ Ecart d’espérance de vie entre les sexes: les raisons du recul de l’avantage féminin” Revue d’Epidémiologie et de Santé Publique, Vol. 52, No 4, pp:333-352.
  • Ministry of Health and Population (2014) “Egypt Demographic and Health Survey, 2014
  • Nugent, R and Seligman, B. (2003) “How Demographic Change Affects Development” Technical Background Paper, Center for Global Development.
  • Pate, M. A. and Schoppig, J. (2012) “Africa’s Growing Giant-Population Dynamics in Nigeria” in Population Dynamics in Muslim Countries, Groth, H., Sousa-Poza, A. (eds), pp:211-224.ISBN 978-3-642-27880-8.
  • Seabrook, J. (2003) A World Growing Old, Pluto Press, London. ISBN 0 7453 1840 1
  • Shapiro, D. Gebreselassie, T. (2008) “Fertility Transition in Sub-Saharan Africa: Falling and Stalling” African Population Studies/Etude de la Population Africaine, Vol. 23, No.1, pp.3-23.
  • Stern, N. (2007) The Economics of Climate Change. The Stern Review, Cambridge, ISBN: 978052170080.
  • Tragaki A. (2014) “Demographics: the vulnerable heel of the European Achilles”, European View, DOI 10.1007/s12290-014-0317-3
  • United Nations (2013) World Mortality Report 2013,Department of Economic and Social Affairs, population Division.
  • United Nations (2015) World Population Prospects, The 2015 Revision, Population Division Department of Economic and Social Affairs, New York.
  • USGCRP (2000) “Climate change impacts on the United States: The potential consequences of climate variability and change. Overview: Agriculture”, US Global Change Research Program.
  • Weber, H. (2013) “Demography and democracy: the impact of youth cohort size on democratic stability in the world”, Democratization, Vol. 20(2):335-357.
  • Zaidi, A. (2008) Features and Challenges of Population Ageing: The European Perspective, Policy Brief March (I), European Center.


  • Λαζαρίδη, Κ., Τραγάκη, A. & Χουλιάρας, A. (επιμ.) (2008) Τα Οικονομικά της Κλιματικής Αλλαγής, Εκθεση Stern, Σύνοψη, Ελληνική Δημοκρατία, Υπουργείο Εξωτερικών, Εκδόσεις Καθημερινή.
  • Τραγάκη, Α. (2010) «Κλιματική Αλλαγή και Μεταναστευτικές Πιέσεις, Ανασκόπηση της Βιβλιογραφίας», Γεωγραφίες, Τεύχος 17
 7                                                                                                                                        9b

Copyright © 2015

We have one guest and no members online