ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ:

Εξελίξεις, Προσδιοριστικοί Παράγοντες και Συνέπειες

greece123Οι δημογραφικές αλλαγές που συντελέστηκαν στην σύγχρονη Ελλάδα χαρακτηρίζονται από την διαχρονική συρρίκνωση της γεννητικότητας και της θνησιμότητας καθώς και από τη μετατροπή της χώρας από χώρα αποστολής σε χώρα υποδοχής μεταναστών. Οι μεταβολές αυτές, που επήλθαν ως συνέπεια των διαχρονικών κοινωνικο-οικονομικών εξελίξεων, συνδυάστηκαν με αύξηση του πληθυσμού, με γήρανση της κατά ηλικία δομής του, με αυξανόμενη ένταση του βαθμού αστικότητας του πληθυσμού και με σημαντικές αλλαγές στην σύνθεση των οικογενειών και των νοικοκυριών.

9.1. Περιορισμοί και όρια στην μελέτη της μακροχρόνιας μεταβολής του πληθυσμού της Ελλάδας

Oι διαχρονικές μεταβολές του πληθυσμού μιας χώρας σχετίζονται με τις αλλαγές που συντελούνται στα επίπεδα γονιμότητας και θνησιμότητας καθώς και στην παρατηρούμενη τάση αναφορικά με τη μετανάστευση. Από την άποψη αυτή, στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες χώρες, παρατηρήθηκε διαχρονικά μια συρρίκνωση της θνησιμότητας και της γονιμότητας, εξελίξεις οι οποίες επηρέασαν σημαντικά τις μεταβολές τόσο του συνολικού πληθυσμού όσο και της κατά ηλικία δομής του.

Στην Ελλάδα, υπάρχουν τέσσερα στοιχεία που σε σημαντικό βαθμό διαφοροποιούν τη διαδικασία μιας ορθής αποτίμησης των διαχρονικών πληθυσμιακών αλλαγών:

  • Το πρώτο σχετίζεται με το γεγονός ότι από τη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους μέχρι το 1947, όπου έγινε η προσάρτηση των Δωδεκανήσων, οι συνεχείς αλλαγές στα γεωγραφικά όρια του κράτους δυσχεραίνουν σημαντικά την πραγματική αποτύπωση των αλλαγών στο μέγεθος του πληθυσμού. H προσάρτηση ή η απώλεια εδαφών προκαλεί «πλασματικές» αυξομειώσεις στο συνολικό μέγεθος του πληθυσμού, από την άποψη ότι τόσο το επίπεδο όσο και η μεταβολή του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού δεν συναρτώνται αποκλειστικά με την γονιμότητα, τη θνησιμότητα και τη μετανάστευση, αλλά είναι συνέπεια των αλλαγών στα γεωγραφικά όρια της χώρας.
  • Το δεύτερο στοιχείο σχετίζεται με την ιδιαίτερη σημασία που έχει διαχρονικά το φαινόμενο της μετανάστευσης για την Ελλάδα. Αν και στη σημερινή πραγματικότητα ο όρος μετανάστευση παραπέμπει κυρίως στην εισροή και παραμονή ατόμων ξένης εθνικότητας στην Ελλάδα, δεν θα πρέπει να αγνοούμε ό,τι ο όρος αυτός συνδέθηκε ιστορικά με τη μεταναστευτική εκροή Eλλήνων υπηκόων στο εξωτερικό, φαινόμενο το οποίο αποτέλεσε ένα ιδιαίτερα σημαντικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Το μεταναστευτικό φαινόμενο αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα εάν επιπλέον ενταχθούν σ’ αυτό, τα προσφυγικά ρεύματα, καθώς και οι ανταλλαγές πληθυσμών τα οποία προέκυψαν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Με δεδομένο ότι η φύση του φαινομένου της μετανάστευσης καθιστά προβληματική την ορθή ποσοτική της αποτύπωση, γίνεται κατανοητό ότι η μελέτη της συμβολής της στις μεταβολές του πληθυσμού της Ελλάδας παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες.
  • Το τρίτο στοιχείο αφορά στην ορθή εκτίμηση των επιπέδων γονιμότητας και θνησιμότητας, όπως αυτά παρατηρήθηκαν ιστορικά στην Ελλάδα. Είναι γνωστό ότι η εκτίμηση αυτή σε ετήσια βάση απαιτεί την χρήση δύο διαφορετικών πηγών: α) των ληξιαρχικών πράξεων γέννησης και θανάτου και β) του μέσου πληθυσμού κατά ηλικία και φύλο κατά τα έτη υπολογισμού της γονιμότητας και της θνησιμότητας. Δύο είναι τα προβλήματα που υπάρχουν σε σχέση με το πρώτο σημείο. Αρχικά, τα στοιχεία των ληξιαρχικών καταγραφών χαρακτηρίζονται από έλλειψη πληρότητας, συνέχειας και ακρίβειας (ΕΣΥΕ, 1966; Κοτζαμάνης και Ανδρουλάκη 2009). Η απρόσκοπτη καταγραφή τους ξεκινά το 1955, ενώ παράλληλα η αξιοπιστία τους κατά τις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες διαφέρει από αυτή των πιο πρόσφατων δεκαετιών18. Το δεύτερο πρόβλημα σχετίζεται με το γεγονός ότι οι γεννήσεις και οι θάνατοι πολύ συχνά καταχωρούνταν στο έτος κατά το οποίο δηλώνονταν και όχι στο έτος κατά το οποίο συνέβαιναν.

Σε ό,τι αφορά στον πληθυσμό, η συνήθης δημογραφική πρακτική της εκτίμησης του με βάση τον πληθυσμό μεταξύ δύο απογραφών (ενδοαπογραφική περίοδος), είναι πολλές φορές προβληματική λόγω της αμφιβολίας για την ορθότητα των στοιχείων ή των ελλείψεων, που υπάρχουν ιστορικά, στις πληροφορίες που προέκυπταν από τις απογραφές του πληθυσμού. Αυτό το τελευταίο αποτελεί και το τέταρτο σημείο το οποίο δυσχεραίνει την ορθή αποτύπωση των διαχρονικών μεταβολών του πληθυσμού.

Οι παλαιότερες ιστορικά απογραφές που διαθέτουμε στην Ελλάδα, υστερούν σημαντικά σε σχέση με την έννοια της απογραφής, όπως την γνωρίζουμε κατά τις πρόσφατες δεκαετίες (ΕΣΥΕ, 1961). Ειδικότερα για τον 19ο αιώνα, επρόκειτο περισσότερο για μια προσπάθεια καταγραφής του πληθυσμού παρά για μια γενική απογραφή. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις, η καταγραφή αυτή αφορούσε ένα συγκεκριμένο στόχο, όπως για παράδειγμα τη γνώση του θρησκεύματος του πληθυσμού (1828) ή του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού μιας πρόσφατα προσαρτημένης περιοχής. Η στόχευση αυτή συχνά οδηγούσε στη μη-συλλογή βασικών πληροφοριών για τον πληθυσμό, όπως η κατά ηλικία και φύλο σύνθεσή του.

Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις (1889, 1896 και 1940), αν και η διαδικασία της απογραφής κρίθηκε ικανοποιητική, η επεξεργασία των στοιχείων δεν ολοκληρώθηκε και συνεπώς, τα δημοσιευμένα στοιχεία ήταν πολύ περιορισμένα. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε 6 από τις 12 απογραφές-καταγραφές που διεξήχθησαν την περίοδο 1828-1940, δεν υπήρχαν ή δεν δημοσιεύτηκαν στοιχεία αναφορικά με την ηλικία των ατόμων και συνεπώς την κατά ηλικία και φύλο σύνθεση του πληθυσμού (Σιάμπος, 1973, σελ. 101). Ουσιαστικά, η πρώτη πραγματική απογραφή έλαβε χώρα το 1889, δηλαδή περίπου 70 χρόνια μετά την πρώτη καταγραφή του πληθυσμού που έγινε επί Καποδίστρια το 1828 (ΕΣΥΕ, 1961, Αποτελέσματα Απογραφής 1951, Κοτζαμάνη και Ανδρουλάκη, 2009). Ακολούθησαν οι απογραφές των ετών 1896, 1907, 1920, 1928 και 1940, οι οποίες συνεχίστηκαν μεταπολεμικά ανά δεκαετία από το 1951 έως το 2011.

Συμπερασματικά, γίνεται κατανοητό ότι η μελέτη της εξέλιξης του πληθυσμού της Ελλάδας από τη σύσταση του ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα, δεν μπορεί παρά να γίνει μέσα σ’ ένα πλαίσιο αρκετά περιοριστικό. Το εγχείρημα αυτό παρουσιάζει εγγενείς δυσκολίες στο βαθμό που οι προαναφερόμενοι περιορισμοί αποτρέπουν την ακριβή αποτύπωση του ρόλου της αναπαραγωγής, της φθοράς και της γεωγραφικής κινητικότητας του πληθυσμού, ως βασικές συνιστώσες της εξέλιξής του συνολικού μεγέθους και της ηλικιακής δομής του. Εξαίρεση αποτελεί η μεταπολεμική περίοδος, όπου η κάλυψη και η αξιοπιστία των δεδομένων επιτρέπει, σε ικανοποιητικό βαθμό, την ανάδειξη των συντελούμενων δημογραφικών αλλαγών.

 

9.2. Μέγεθος και αύξηση του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα από το 1821 έως σήμερα

Σύμφωνα με την πρώτη απογραφή του πληθυσμού της Ελλάδας (1828), το σύνολο των ατόμων που κατοικούσαν στις περιοχές που αποτέλεσαν το νεοσύστατο ελληνικό κράτος (Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα και Κυκλάδες) ήταν 753.450 (Πίνακας 9.1).

pinakas 9.1

Σημείωση: * Εκτίμηση με βάση την απογραφή του 1828. Πραγματικός πληθυσμός απογραφών.
Πηγή: Σιάμπος (1973, σελ. 17), ΕΛΣΤΑΤ, Στατιστική Επετηρίδα (2009-2010 σελ. 42), ΕΛΣΤΑΤ (2014β) και ίδιοι υπολογισμοί.

Πίνακας 9.1 Μέγεθος, αύξηση, επιφάνεια και πυκνότητα του πληθυσμού της Ελλάδας στα έτη των απογραφών (1821-2011).

 

Με βάση την απογραφή αυτή, εκτιμήθηκε ότι, το 1821, ο πληθυσμός των προαναφερόμενων περιοχών ήταν περισσότερος κατά 185.365 άτομα, δηλαδή απαριθμούσε 938.765 άτομα. Από το 1828 και μετά, ο πληθυσμός της Ελλάδας σημείωσε αύξηση, η οποία συντελέστηκε σε συνάρτηση με την διεύρυνση των γεωγραφικών ορίων της χώρας (Διάγραμμα 9.1).

diagramma 9.1

Σημείωση: Υπολογιζόμενος πληθυσμός στο μέσο των ετών.
Πηγή: ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1930 Πίνακας 2, 1979 σελ. 16) ΕΛΣΤΑΤ, Στατιστική Επετηρίδα (2009-2010 σελ. 43), ΕΛΣΤΑΤ (2014α), Σιάμπος (1973, σελ. 17-18) και ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 9.1 Πληθυσμός, επιφάνεια και πυκνότητα στην Ελλάδα (1821-2012).

 

Οι βασικές χρονολογίες κατά τον 19ο αιώνα αφορούν στην προσάρτηση των Ιονίων Νήσων το 1864 και της Θεσσαλίας, καθώς και της Άρτας το 1881. Οι δύο αυτές αλλαγές στα γεωγραφικά όρια οδήγησαν σε προσθήκη 229.000 και 286.000 στον υπάρχοντα πληθυσμό της Ελλάδας (Πίνακας 9.2).

pinakas 9.2

Πηγή: Σιάμπος (1973, σελ. 14-16), ΕΣΥΕ, Στατιστικές Επετηρίδες (1930, σελ.26, Πληθυσμός Θεσσαλίας και Άρτας το 1881, σελ. 27, Πληθυσμός Μακεδονίας, Ηπείρου, Νησιών Αιγαίου και Κρήτης το 1913, Πληθυσμός Δυτικής Θράκης το 1920, 1959-1960, σελ. 15, Πληθυσμός Δωδεκανήσων το 1947) και ίδιοι υπολογισμοί.

Πίνακας 9.2 Συμβολή στον συνολικό πληθυσμό της Ελλάδας ως συνέπεια της μεταβολής των γεωγραφικών ορίων της χώρας.

 

Η προσάρτηση της Μακεδονίας, του υπολοίπου της Ηπείρου, της Κρήτης και των νησιών του Αιγαίου, η οποία επήλθε ως συνέπεια του τέλους των Βαλκανικών πολέμων, αποτέλεσε ιστορικά τη σημαντικότερη προσθήκη πληθυσμού και εδαφών στο ελληνικό κράτος, αφού στον ήδη υπάρχοντα πληθυσμό προστέθηκαν πάνω από 2 εκατομμύρια άτομα, μέγεθος που αποτελούσε το 43% του τελικού συνολικού πληθυσμού. Επιπλέον, η παραχώρηση της Θράκης, της Ίμβρου και της Τενέδου οδήγησαν σε περαιτέρω αύξηση του πληθυσμού της Ελλάδας. Έτσι το μέγεθος του συνολικού πληθυσμού το 1920 ήταν πάνω από 5,5 εκατομμύρια, ενώ στην απογραφή του 1907 ήταν λιγότερο από το μισό (γύρω στα 2,6 εκατομμύρια). Η απώλεια της Δυτικής Θράκης, της Ίμβρου και της Τενέδου, η ανταλλαγή πληθυσμών και το κύμα προσφύγων προς την Ελλάδα, ως επακόλουθο της Μικρασιατικής καταστροφής, επηρέασαν σημαντικά το μέγεθος του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας, μέγεθος το οποίο το 1928 ήταν στο επίπεδο των 6,2 εκατομμυρίων ατόμων.

Η τελευταία προσθήκη γεωγραφικών εδαφών και πληθυσμού συντελέστηκε με την προσάρτηση των Δωδεκανήσων (1947), η οποία συνοδεύτηκε από προσθήκη 115.000 ατόμων. Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνεται στο μέγεθος του πληθυσμού της χώρας στην απογραφή του 1951 (7,6 εκατομμύρια). Από το 1951 και μετά, η χρονική κανονικότητα των απογραφών (ανά δεκαετία) φανερώνει τη σημαντική διαχρονική διεύρυνση του αριθμού των ατόμων που αποτελούσαν τον πληθυσμό της χώρας έως το 2001 και την πληθυσμιακή στασιμότητα της πιο πρόσφατης δεκαετίας (2001-2011). Συγκεκριμένα, η μεταπολεμική πληθυσμιακή αύξηση οδήγησε σ’ ένα πληθυσμιακό μέγεθος που το 2001 ήταν της τάξης των 10,9 εκατομμυρίων, σχεδόν όμοιο με τον πραγματικό πληθυσμό της χώρας το 2011.

Η γνώση της πυκνότητας του πληθυσμού ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, όπως αυτή προκύπτει από τα αποτελέσματα των διαδοχικών απογραφών και από τις εκτιμήσεις της ΕΛ.ΣΤΑΤ. (πρώην Ε.Σ.Υ.Ε), επιτρέπει μια εκτίμηση της αύξησης του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού. Εάν υποτεθεί ότι η εκάστοτε πυκνότητα των περιοχών που ανήκαν στην Ελληνική επικράτεια, εξέφραζε και την πυκνότητα των περιοχών που σταδιακά προσαρτίστηκαν στο ελληνικό κράτος, τότε, η διαχρονική αύξηση της πυκνότητας μπορεί να θεωρηθεί ότι εκφράζει την αύξηση του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού (εάν η συνολική γεωγραφική έκταση διατηρηθεί σταθερή στα σημερινά επίπεδα). Ο υπολογισμός αυτός, χωρίς να αποτελεί εκτίμηση με την αυστηρή έννοια του όρου, φανερώνει ότι το σημερινό μέγεθος του πληθυσμού της Ελλάδας είναι περίπου 5 φορές υψηλότερο από αυτό που ήταν κατά την περίοδο της δημιουργίας του σύγχρονου ελληνικού κράτους (Διάγραμμα 9.2).

diagramma 9.2

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την πυκνότητα του πληθυσμού σε ετήσια βάση. ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1930 Πίνακας 2, 1979 σελ. 16), ΕΛΣΤΑΤ, Στατιστική Επετηρίδα (2009-2010 σελ. 43).

Διάγραμμα 9.2 Διαχρονική αύξηση του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα (1821-2012). Βάση 100 το 1821. Εκτίμηση με βάση την πυκνότητα του πληθυσμού.

 

9.3. Φυσική αύξηση και μεταβολή του συνολικού πληθυσμού: η δημογραφική μετάβαση (μετασχηματισμός) στην Ελλάδα

Αναμφίβολα, οι κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές που συντελέστηκαν στη σύγχρονη Ελλάδα επηρέασαν τα δημογραφικά φαινόμενα και κατ’επέκταση την εξέλιξη του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Ειδικότερα, για τη γεννητικότητα και τη θνησιμότητα, το θεωρητικό υπόδειγμα της δημογραφικής μετάβασης στο οποίο υιοθετείται ή ορθότερα περιγράφεται η διαχρονική συρρίκνωσή τους, συναντάται και στη περίπτωση της Ελλάδας. Πάντως, το βασικό χαρακτηριστικό το οποίο, ως ένα βαθμό διαφοροποιεί την περίπτωση της Ελλάδας σε σχέση με το κλασσικό σχήμα της δημογραφικής μετάβασης, συνίσταται στο γεγονός της σχεδόν ταυτόχρονης μείωσης τη γεννητικότητας και της θνησιμότητας και όχι σε μια πιο πρώιμη χρονικά συρρίκνωση της δεύτερης σε σχέση με την πρώτη (Διάγραμμα 9.3).

diagramma 9.3

Πηγή: Σιάμπος (1973, σελ. 20, Πίνακας 2), Eurostat (2015α) και ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 9.3 Η δημογραφική μετάβαση στην Ελλάδα: μακροχρόνιες μεταβολές της γεννητικότητας και της θνησιμότητας (μέσοι ετήσιοι αδροί δείκτες ανά δεκαετία για 1.000 άτομα).

 

Έτσι, η διαφορά μεταξύ των επιπέδων γεννητικότητας και θνησιμότητας, μέσα σ’ ένα πλαίσιο συρρίκνωσης της έντασης και των δύο φαινομένων, συνδυάστηκε με υψηλά επίπεδα φυσικής αύξησης (Διάγραμμα 9.4) τα οποία συνέβαλαν στη διαχρονική διεύρυνση του μεγέθους του συνολικού πληθυσμού.

 diagramma 9.4

Πηγή: Σιάμπος (1973, σελ. 20, Πίνακας 2), Eurostat (2015α) και ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 9.4 Η μακροχρόνια εξέλιξη της φυσικής αύξησης στην Ελλάδα (μέσα ετήσια μεγέθη ανά δεκαετία για 1.000 άτομα).

 

Τα μέσα ετήσια μεγέθη της φυσικής αύξησης ήταν ιδιαίτερα υψηλά κατά τον 19ο αιώνα (της τάξης των 15 ατόμων σε 1.000 κατοίκους), αυξομειούμενα κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα (μεταξύ 7 και 13/1000) και ξεκάθαρα μειούμενα κατά την μεταπολεμική περίοδο (από περίπου 12/1000 την δεκαετία του 1950 σε μηδενικά επίπεδα στο τέλος του προηγούμενου αιώνα).

 

9.4. Φυσική αύξηση, καθαρή μετανάστευση και μεταβολή του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα από την δεκαετία του 1920 μέχρι σήμερα

Όπως προαναφέρθηκε, η αποτύπωση των μεταβολών του συνολικού πληθυσμού από την σύσταση του ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα, ως αποτέλεσμα των αλλαγών στη φυσική αύξηση και την καθαρή μετανάστευση, παρουσιάζει δυσκολίες. Εντούτοις, η αποτύπωση αυτή είναι εφικτή για την πιο πρόσφατη περίοδο, ειδικότερα δε κατά την μεταπολεμική περίοδο, καθώς και για την περίοδο από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 έως την έναρξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.

Στο Διάγραμμα 9.5, παρουσιάζονται οι συνιστώσες της πληθυσμιακής αύξησης από το 1925 μέχρι σήμερα. Η συμβολή της φυσικής αύξησης και της καθαρής μετανάστευσης δίνεται σε μέσα ετήσια μεγέθη για 1.000 άτομα, με εξαίρεση την περίοδο 1935-39 όπου δεν είναι διαθέσιμα τα στοιχεία για την καθαρή μετανάστευση (Κοτζαμάνης και Ανδρουλάκη, 2009). Αξιοπρόσεκτο είναι το συμπέρασμα ότι η φυσική αύξηση στη Ελλάδα συρρικνώνεται διαχρονικά με αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια να έχει αρνητικό πρόσημο (μείωση). Έτσι, ενώ κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920, λόγω της θετικής διαφοράς μεταξύ γεννήσεων και θανάτων, σε κάθε 1.000 άτομα του υπάρχοντος πληθυσμού προστίθονταν άλλα 15, το μέγεθος αυτό έγινε διαχρονικά 12 (στη δεκαετία του 1950), 10 (στη δεκαετία του 1960), 7 (στη δεκαετία του 1970), 3 (στη δεκαετία του 1980), οριακά θετικό την εικοσαετία 1990-2010, ενώ ήταν αρνητικό κατά την τελευταία διετία (2011-2013).

diagramma 9.5

Σημείωση: Μη διαθέσιμα δεδομένα για την καθαρή μετανάστευση την περίοδο 1930-34.
Πηγή: Κοτζαμάνης και Ανδρουλάκη (2009, σελ. 92, Πίνακας 2) και ίδιοι υπολογισμοί με βάση τα στοιχεία της ΕΣΥΕ Στατιστική Επετηρίδα (1975, σελ. 36), ΕΛΣΤΑΤ, Στατιστική Επετηρίδα (2009-2012, σελ. 43 και 78) και της Eurostat (2015α).

Διάγραμμα 9.5 Η πληθυσμιακή αύξηση και οι συνιστώσες της (1925-2013) – Μέσος ετήσιος αριθμός για 1.000 άτομα.

 

Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό, αποτελούν οι αλλαγές στον ρόλο της καθαρής μετανάστευσης στην αύξηση του πληθυσμού. Οι αλλαγές αυτές, άμεσα συνδεδεμένες με τις κοινωνικο-οικονομικές μεταβολές που συντελέστηκαν στην Ελλάδα, χαρακτηρίζονται από μια πρώτη περίοδο (1925-1934) κατά την οποία, η καθαρή μετανάστευση, πιθανότητα λόγω των προσφυγικών ρευμάτων προς την Ελλάδα, είναι θετική. Οι αλλαγές από το 1951 μέχρι σήμερα, υποδηλώνουν μιας κάποιας μορφής κυκλικότητα, αναφορικά με τη μετανάστευση: α) αρνητική καθαρή μετανάστευση τις δύο πρώτες δεκαετίες, λόγω της μετανάστευσης Ελλήνων υπηκόων προς το εξωτερικό, β) θετικό πρόσημο κατά τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες και γ) αρνητικό κατά την πιο πρόσφατη περίοδο. Η θετική καθαρή μετανάστευση της περιόδου 1971-2011 σχετίζεται, σε πρώτο χρόνο, με την μερική παλιννόστηση ατόμων που είχαν μεταναστεύσει κατά την προηγούμενη περίοδο και επέστρεψαν στην Ελλάδα κατά την δεκαετία του 1970 και του 1980. Η εξέλιξη αυτή συνοδεύτηκε από την απαρχή της μετατροπής της Ελλάδας σε χώρα υποδοχής ξένων υπηκόων (δεκαετία του 1980), φαινόμενο το οποίο εντάθηκε κατά την δεκαετία του 1990 και παρέμεινε σημαντικό κατά το μεγαλύτερο διάστημα της δεκαετίας του 2000. Τα αρνητικά μεγέθη της καθαρής μετανάστευσης κατά την πρόσφατη διετία, υποδηλώνουν, μεταξύ των άλλων, τη μετανάστευση Ελλήνων υπηκόων προς το εξωτερικό, ως συνέπεια της έντονης οικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών.

Ειδικότερα, για την μεταπολεμική περίοδο, η συμβολή των προαναφερόμενων συνιστωσών στην πληθυσμιακή αύξηση, μπορεί να αποδοθεί και σε ετήσια βάση, γεγονός που αναδεικνύει δύο σημεία με ιδιαίτερο ενδιαφέρον (Διάγραμμα 9.6).

diagramma 9.6new

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί με βάση τα στοιχεία της ΕΣΥΕ Στατιστική Επετηρίδα (1975, σελ. 36), ΕΛΣΤΑΤ, Στατιστική Επετηρίδα (2009-2012, σελ. 43 και 78) και της Eurostat (2015α).

Διάγραμμα 9.6: Οι συνιστώσες της μεταβολής του πληθυσμού κατά την μεταπολεμική περίοδο (Ετήσια μεγέθη για 1.000 άτομα).

 

Το πρώτο αφορά στη διαμόρφωση του επιπέδου της φυσικής αύξησης, ως συνέπεια του αριθμού των θανάτων και των γεννήσεων. Ουσιαστικά η διαχρονική συρρίκνωση της φυσικής αύξησης επήλθε ως αποτέλεσμα διαφορετικών μεταβολών για τα δύο δημογραφικά γεγονότα (Διάγραμμα 9.7). Η συνεχής αύξηση του αριθμού των θανάτων παρατηρήθηκε παράλληλα μ’ ένα σχετικά υψηλό αριθμό γεννήσεων (μεταξύ 140.000 και 160.000 το χρόνο την περίοδο μέχρι το 1981), αριθμός ο οποίος συρρικνώθηκε σημαντικά κατά την δεκαετία του 1980 και παρέμεινε σε σχετικά χαμηλά επίπεδα (περίπου στις 100 χιλιάδες) για μια δεκαετία. Η μικρή αύξηση των γεννήσεων που σημειώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 2000 δε διήρκησε πολύ και ακολουθήθηκε από νέα σημαντική συρρίκνωση, με αποτέλεσμα το 2013 ο αριθμός των γεννήσεων (κατά προσέγγιση στις 94.000) να είναι ο χαμηλότερος που παρατηρήθηκε ποτέ στην Ελλάδα.

diagramma 9.7new

Πηγή: ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1975, σελ. 36), ΕΛΣΤΑΤ, Στατιστική Επετηρίδα (2009-2012, σελ. 78) και Eurostat (2015α).

Διάγραμμα 9.7: Γεννήσεις και θάνατοι στην Ελλάδα κατά τη μεταπολεμική περίοδο.

 

Το δεύτερο σημείο είναι ότι οι αλλαγές, αναφορικά με τη μετανάστευση, είναι πλέον πιο εμφανείς. Συγκεκριμένα, οι νομοθετικές ρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν για τη μετανάστευση από τις χώρες υποδοχής, ως συνέπεια των δύο πετρελαϊκών κρίσεων κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1970, συνδυάστηκαν με παύση των μεταναστευτικών ρευμάτων από την Ελλάδα προς το εξωτερικό από το 1974 και μετά19.

 Επιπλέον, η μετατροπή της Ελλάδας από χώρα αποστολής σε χώρα υποδοχής μεταναστών συντελείται κυρίως την δεκαετία του 1990, εξέλιξη η οποία συνεχίζεται τουλάχιστον έως το 2007. Από το 2008 και μετά η καθαρή μετανάστευση γίνεται αρνητική, γεγονός το οποίο υποδηλώνει ότι η Ελλάδα μετατρέπεται σε χώρα καθαρής μεταναστευτικής εκροής.

Συμπερασματικά, η διαρκής συρρίκνωση της φυσικής αύξησης σε συνδυασμό με την «κυκλικότητα» της μετανάστευσης κατά την μεταπολεμική περίοδο, διαμόρφωσαν θετικούς, αν και αυξομειούμενους, ρυθμούς μεταβολής του συνολικού πληθυσμού (Πίνακας 9.3). Στη δεκαετία του 1950 ο ρυθμός αυτός (0,95%) ήταν υπερδιπλάσιος από τον αντίστοιχο της επόμενης δεκαετίας (0,44%), στη συνέχεια αυξήθηκε φτάνοντας το 1,06%, κατά τη δεκαετία του 1970, για να κυμανθεί σε σχετικά χαμηλά επίπεδα τις επόμενες δύο δεκαετίες και να γίνει σχεδόν μηδενικός κατά την περίοδο 2001-2011.

pinakas 9.3

Σημείωση: * Μέσος πληθυσμός για την σχετική συνολική αύξηση, ** Κανόνας του ανατοκισμού για τον υπολογισμό του μέσου ετήσιου ρυθμού μεταβολής. Πραγματικός πληθυσμός.
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Στατιστική Επετηρίδα (2009-2010 σελ. 42), ΕΛΣΤΑΤ (2014β) και ίδιοι υπολογισμοί.

Πίνακας 9.3 Μέγεθος και αύξηση του πληθυσμού κατά την μεταπολεμική περίοδο. Πραγματικός πληθυσμός στα έτη των απογραφών. 

 

9.5. Διαχρονικές μεταβολές στην κατά ηλικία σύνθεση του πληθυσμού της Ελλάδας

Η μακροχρόνια συρρίκνωση των επιπέδων θνησιμότητας και γεννητικότητας, καθώς και οι μεταβολές αναφορικά με την μετανάστευση, αναπόφευκτα επηρέασαν την κατά ηλικία δομή του πληθυσμού της Ελλάδας. Οι μεταβολές αυτές, καθώς και κάποια ιδιαίτερα ιστορικά γεγονότα τα οποία επηρέασαν τους δείκτες γεννητικότητας και θνησιμότητας, αποτυπώνονται στην ηλικιακή πυραμίδα του πληθυσμού της Ελλάδας (Διάγραμμα 9.8).

diagramma 9.8a

diagramma 9.8b

diagramma 9.8c

Σημείωση: Μόνιμος πληθυσμός το 2011.
Πηγή: ΕΣΥΕ (1966, σελ. 45, Πίνακας 24), ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1964 σελ. 23), ΕΛΣΤΑΤ (2015α).

Διάγραμμα 9.8 Πυραμίδες ηλικιών του πληθυσμού της Ελλάδας.

 

Το 1900, η κατά ηλικία σύνθεση του πληθυσμού αντικατοπτρίζει ένα νεανικό και συνεπώς αυξανόμενο πληθυσμό. Η μορφή του διαγράμματος είναι αυτή μιας κανονικής πυραμίδας με πεπλατυσμένη βάση και στενή κορυφή. Πέντε δεκαετίες αργότερα, η μορφή είναι αρκετά διαφορετική, κυρίως από την άποψη κάποιων ανισορροπιών που παρατηρούνται σε ορισμένες ηλικιακές ομάδες. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές, στις ηλικίες πέντε (5) έως εννέα (9) ετών, όπου τα χαμηλά μεγέθη πιθανότατα αντικατοπτρίζουν τον χαμηλό αριθμό γεννήσεων και τον υψηλό αριθμό θανάτων κατά την περίοδο της κατοχής, καθώς και στις ηλικίες 30 έως 34 ετών, όπου η παρατηρούμενη εσοχή σχετίζεται με τα γεγονότα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι τον χαμηλό αριθμό ατόμων ηλικίας 5-9 ετών το 1951, τον βρίσκουμε με την μορφή μιας μικρής εσοχής στις ηλικίες 65-69 ετών το 2011. Η ηλικιακή πυραμίδα του προαναφερόμενου έτους εκφράζει έναν πληθυσμό που βρίσκεται σε διαδικασία δημογραφικής γήρανσης: στενή στη βάση και πεπλατυσμένη στο μέσον και σταδιακά στην κορυφή της.

Η μακρά διαδικασία των μεταβολών στην κατά ηλικία δομή του πληθυσμού διαφαίνεται ξεκάθαρα στο (Διάγραμμα 9.9).Όπως προκύπτει, κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, οι μεταβολές στην κατά ηλικία σύνθεση ήταν σχετικά περιορισμένες, αφού στα 100 άτομα του πληθυσμού περίπου 55 με 60 ήταν ηλικίας 15 έως 64 ετών, τα 40 ήταν νεαρά άτομα (0-14 ετών), ενώ ο αριθμός των ηλικιωμένων ήταν οριακός (κάτω από 4 στα 100). Αντίθετα, τα τελευταία εκατό χρόνια, οι αλλαγές ήταν πολύ έντονες: αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων ατόμων και των ατόμων σε ηλικία εργασίας και συρρίκνωση του ποσοστού των νέων. Το 2011, στα 100 άτομα του πληθυσμού, τα 66 ήταν ηλικίας 15-64 ετών, τα 14 ήταν νέοι (0-14 ετών) και τα 20 ηλικίας 65 ετών και άνω.

diagramma 9.9

 

Πηγή: Σιάμπος (1973, σελ. 93, Πίνακας 18), ΕΛΣΤΑΤ, Στατιστική Επετηρίδα (2009-2010, σελ. 57), Eurostat (2015β).

Διάγραμμα 9.9 Εξέλιξη της ηλικιακής δομής του πληθυσμού της Ελλάδας κατά μείζονες ομάδες ηλικιών (ως % του συνολικού πληθυσμού).

 

Ο συνδυασμός των πληθυσμιακών μεγεθών για τις βασικές ηλικιακές ομάδες, φανερώνει ότι κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα σε 1 άτομο ηλικίας 65 ετών και άνω, αντιστοιχούσαν από 13 (1:13) έως 20 άτομα (1:20) ηλικίας 15-64 ετών. Η σχέση αυτή μειώνονταν συνεχώς για να φτάσει το 2011 σε επίπεδο χαμηλότερο του 1:4 (Διάγραμμα 9.10).

diagramma 9.10

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από Σιάμπος (1973, σελ. 93, Πίνακας 18), ΕΛΣΤΑΤ, Στατιστική Επετηρίδα (2009-2010, σελ. 57), Eurostat (2015β).

Διάγραμμα 9.10 Αριθμών ατόμων σε ηλικία εργασίας (15-64 ετών) που αντιστοιχούν σε ένα παιδί ηλικίας 0-14 ετών και σε ένα άτομο ηλικίας 65 ετών και άνω.

 

Σε ό,τι αφορά στους νέους, ενώ η σχέση νέων κάτω των 15 ετών προς άτομα ηλικίας 15-64 ετών ήταν περίπου 1:1,5, το 2011 το αντίστοιχο επίπεδο ήταν γύρω στο 1:5. Οι μεταβολές ήταν ιδιαίτερα έντονες τα τελευταία 40 χρόνια, γεγονός που αποτυπώνεται στην εξέλιξη της ηλικιακής διαμέσου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το 1971, το 50% του πληθυσμού ήταν ηλικίας κάτω των 33 ετών, το αντίστοιχο ποσοστό το 2011 παρατηρείται στην ηλικία άνω των 42 ετών (Διάγραμμα 9.11).

diagramma 9.11

Πηγή:Eurostat (2015γ).

Διάγραμμα 9.11 Εξέλιξη της διάμεσης ηλικίας του πληθυσμού στην Ελλάδα (1971-2013).

 

9.6. Οι διαχρονικές αλλαγές αναφορικά με το μέγεθος και τα χαρακτηριστικά των νοικοκυριών στην Ελλάδα (1951-2011)

Οι μεταβολές που αφορούν στα νοικοκυριά και στις οικογένειες (Πλαίσιο 9.1), αν και έχουν ιδιαίτερη σημασία για τις συνθήκες διαβίωσης των ατόμων, βρίσκονται συνήθως στο περιθώριο των αναλύσεων που αφορούν στον πληθυσμό μιας χώρας. Το γεγονός αυτό είναι κάπως οξύμωρο από την άποψη ότι οι δημογραφικές μεταβολές επηρεάζουν σημαντικά το μέγεθος και την σύνθεση των νοικοκυριών (Μπάγκαβος, 2004).

 plaisio 9.1a

Πηγή:EΛΣΤΑΤ (2013).

Πλαίσιο 9.1 Νοικοκυριά και Οικογένειες. Ορισμοί και έννοιες.

 

Αρχικά, είναι φανερό ότι η διαχρονική αύξηση της μέσης διάρκειας ζωής επιτρέπει τη μακροχρόνια διαβίωση διαδοχικών γενεών κάτω από την ίδια στέγη. Η επίπτωση της μείωσης της γονιμότητας, λογικά βαίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση, στο βαθμό που συρρικνώνεται το μέσο μέγεθος των οικογενειών και συνεπώς και το μέσο μέγεθος των οικογενειακών νοικοκυριών. Οι συνέπειες που προκαλούνται από τη γεωγραφική κινητικότητα είναι επίσης αξιοσημείωτες, στο βαθμό που η μεταναστευτική εισροή συμβάλει στην αύξηση του πληθυσμού και κατ’επέκταση στην αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών στην χώρα υποδοχής, ενώ η μεταναστευτική εκροή προκαλεί το αντίθετο αποτέλεσμα για τη χώρα αποστολής.

Ειδικότερα για την Ελλάδα, υπήρξαν δύο επιπλέον χαρακτηριστικά, τα οποία αναμφίβολα επηρέασαν τις διαχρονικές μεταβολές αναφορικά με το μέγεθος και την δομή των νοικοκυριών: α) η έντονη εσωτερική μετανάστευση με την μορφή μετακινήσεων από τις αγροτικές προς τις αστικές περιοχές και β) οι αλλαγές στην γαμηλιότητα, που συνδυάστηκαν με μείωση της συχνότητας σύναψης γάμων, αλλά και της μέσης διάρκειας έγγαμης συμβίωσης. Αν και τα χαρακτηριστικά αυτά δεν είναι αποκλειστικά δημογραφικής φύσεως, και επιπλέον, είναι δύσκολο να αποτυπωθεί ο ακριβής τους ρόλος για τις αλλαγές που σχετίζονται με τα νοικοκυριά και τις οικογένειες στην Ελλάδα, αναμφίβολα είχαν μια ιδιαίτερα σημασία για τις αλλαγές αυτές (Κακλαμάνη και Ντυκέν, 2009).

Σύμφωνα με τα στοιχεία των απογραφών που διεξήχθησαν από το 1951 έως το 2011, ο συνολικός πληθυσμός, ο αριθμός των ιδιωτικών νοικοκυριών και το μέσο μέγεθος των ιδιωτικών νοικοκυριών, ακολούθησαν αρκετά διαφορετικές πορείες (Διάγραμμα 9.12)

diagramma 9 12

Σημείωση: Μόνιμος πληθυσμός το 2001 και το 2011.
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Στατιστική Επετηρίδα (2009-2010, σελ. 64), ΕΛΣΤΑΤ (2015γ) και ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 9.12: Συνολικός πληθυσμός και αριθμός και μέσο μέγεθος των ιδιωτικών νοικοκυριών στην μεταπολεμική Ελλάδα (Δείκτης 0 το 1951).

 

Συγκεκριμένα, ενώ ο αριθμός των νοικοκυριών υπερδιπλασιάστηκε (από 1,8 εκατομμύρια το 1951 σε 4,1 εκατομμύρια το 2011) ο συνολικός πληθυσμός αυξήθηκε σχεδόν κατά 40%. Παράλληλα, ο μέσος αριθμός των ατόμων που ζούσαν σε ιδιωτικά νοικοκυριά (ή αλλιώς το μέσο μέγεθος των ιδιωτικών νοικοκυριών) συρρικνώνονταν συνεχώς, οδηγώντας σε μια συνολική μείωσης της τάξης του 40% περίπου (από 4,1 άτομα το 1951 σε 2,6 άτομα το 2011).

Έντονες μεταβολές παρατηρήθηκαν επίσης στην εξέλιξη του αριθμού των ιδιωτικών νοικοκυριών που αποτελούνται μόνο από ένα μέλος (μονομελή νοικοκυριά ή νοικοκυριά ενός ατόμου). Από τον Πίνακα 9.4 προκύπτει ότι ενώ το 1951 λιγότερο από ένα στα δέκα νοικοκυριά ήταν μονομελή, έξι δεκαετίες αργότερα η συγκεκριμένη μορφή νοικοκυριού αφορούσε το ένα στα τέσσερα ιδιωτικά νοικοκυριά. Επιπλέον, ενώ στην αρχή της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας τα άτομα που ζούσαν σε μονομελή νοικοκυριά αποτελούσαν το 3,2% και το 2% του πληθυσμού των ιδιωτικών νοικοκυριών και του συνολικού πληθυσμού αντίστοιχα, το 2011 τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 11,1% και 9,8%, δηλαδή 3,4 και 4,8 φορές υψηλότερα.

pinakas 9.4

Σημείωση: Α = ως % του συνολικού αριθμού των ιδιωτικών νοικοκυριών, Β = ως % του πληθυσμού των ιδιωτικών νοικοκυριών, Γ = ως % του συνολικού πληθυσμού. Μόνιμος πληθυσμός το 2001 και το 2011.
Πηγή: Σιάμπος (1997 σελ. 282, Πίνακας 6), ΕΛΣΤΑΤ (2015β και 2015γ) και ίδιοι υπολογισμοί.

Πίνακας 9.4: Η διαχρονική εξέλιξη του αριθμού των μονομελών νοικοκυριών την περίοδο 1951-2011 (επί 100).

 

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός ότι στην Ελλάδα, η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού ζει σε ιδιωτικά νοικοκυριά (Πίνακας 9.5), ενώ τόσο ο αριθμός όσο και το ποσοστό αυτών που διαβιούν σε συλλογικά νοικοκυριά είναι πολύ περιορισμένος. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι κατά την πιο πρόσφατη απογραφή (2011) 3.381 άτομα (0,03%) δήλωσαν άστεγοι, γεγονός που πιθανότατα παραπέμπει στις συνέπειες της πρόσφατης οικονομικής κρίσης.

pinakas 9.5

Πηγή: Eurostat (2015δ και 2015ε) και ίδιοι υπολογισμοί.

Πίνακας 9.5: Μόνιμος πληθυσμός ιδιωτικών και συλλογικών νοικοκυριών στην Ελλάδα κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα.

 

Μια πιο αναλυτική ματιά αναφορικά με την σύνθεση των νοικοκυριών και των οικογενειών καταδεικνύει τη διαχρονική συρρίκνωση των οικογενειακών νοικοκυριών στην Ελλάδα (Διαγράμματα 9.13α και 9.13β). Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το 2001 περίπου 9 στα 10 (89,5%) νοικοκυριά ήταν οικογενειακά νοικοκυριά, δέκα χρόνια αργότερα το αντίστοιχο ποσοστό μειώθηκε στο 86,7%. Η συρρίκνωση αυτή ήταν ακόμη πιο έντονη εάν εξεταστεί ο πληθυσμός που ζούσε σε οικογενειακά νοικοκυριά (μείωση από 76,4% σε 70,8%) ή επίσης ο πληθυσμός που διαβιούσε σε νοικοκυριά μιας οικογένειας (από 73,6% το 2001 σε 68,6% το 2011).

diagramma 9.13a

Σημείωση: Α = ως % των νοικοκυριών στο σύνολο των ιδιωτικών νοικοκυριών, Β = ως % των ατόμων στο συνολικό πληθυσμό των ιδιωτικών νοικοκυριών. Μόνιμος πληθυσμός
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ (2015β) και ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 9.13α Οικογένειες και νοικοκυριά  στην Ελλάδα το 2001 (%).

 

 

diagramma 9.13b

Σημείωση: Α = ως % των νοικοκυριών στο σύνολο των ιδιωτικών νοικοκυριών, Β = ως % των ατόμων στο συνολικό πληθυσμό των ιδιωτικών νοικοκυριών. Μόνιμος πληθυσμός
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ (2015γ) και ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 9.13β Οικογένειες και νοικοκυριά στην Ελλάδα το 2011 (%).

 

Ειδικότερα για την περίπτωση των νοικοκυριών με μία οικογένεια, θα πρέπει να επισημανθεί η σημαντική μείωση τόσο των νοικοκυριών όσο και των ατόμων που ζουν στα νοικοκυριά αυτά χωρίς την παρουσία παιδιών. Η καθοδική τάση αντικατοπτρίζεται στην συρρίκνωση των ποσοστών από 58,3% σε 54,1% και από 42,2% σε 36,6% μεταξύ των ετών 2001 και 2011 αντίστοιχα. Αντίθετα, διευρύνεται το ποσοστό των μονογονεϊκών οικογενειών (γονείς μόνοι με παιδιά). Σε σχέση με τον αριθμό των νοικοκυριών, το ποσοστό αυτό από 8% το 2001 αυξήθηκε στο 10,2% το 2011, ενώ σε σχέση με τον αριθμό των ατόμων τα αντίστοιχα μεγέθη μεταβλήθηκαν από 8,7% σε 10,1%.

Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί το γεγονός ό,τι (Πίνακας 9.6), η περίπτωση των γονέων που ζουν με τα παιδιά τους, χωρίς την παρουσία της/του συζύγου/συντρόφου, αφορά κυρίως στις γυναίκες-μητέρες (6,7% το 2001 και 8,6% το 2011), οι οποίες μάλιστα διαβιούν, συνήθως, χωρίς την παρουσία άλλου ατόμου (5,5% το 2001 και 6,5% το 2011). Τα αντίστοιχα μεγέθη για τους άνδρες-πατέρες, αν και δεν είναι αμελητέα, είναι αισθητά περιορισμένα αφού, το ποσοστό αυτών που ζουν με τα παιδιά τους (χωρίς την παρουσία της μητέρας) είναι μεταξύ 1,3% και 1,6%, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά χωρίς την παρουσία άλλου ατόμου κυμαίνεται στο 1% περίπου.

pinakas 9.6

Σημείωση: Α = ως % των νοικοκυριών στο σύνολο των ιδιωτικών νοικοκυριών, Β = ως % των ατόμων στο συνολικό πληθυσμό των ιδιωτικών νοικοκυριών. Μόνιμος πληθυσμός.
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ (2015β και 2015γ) και ίδιοι υπολογισμοί.

Πίνακας 9.6 Πληθυσμός και μονογονεϊκές οικογένειες στην Ελλάδα, 2001-2011 (%).

 

9.7. Η χωρική διάσταση των δημογραφικών αλλαγών και οι μεταβολές στο βαθμό αστικότητας στην Ελλάδα

9.7.1. Πληθυσμός ανά γεωγραφικό διαμέρισμα στην Ελλάδα

Οι διαχρονικές αλλαγές στο μέγεθος και την αύξηση του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα συνοδεύτηκαν από έντονες διαφοροποιήσεις των πληθυσμιακών αλλαγών στα διάφορα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας (πλαίσιο γεωγραφικά διαμερίσματα, περιφέρειες). Η περιφερειακή διάσταση των αλλαγών παρουσιάζεται ιδιαίτερα έντονη λόγω των διαφοροποιημένων επιπέδων γονιμότητας, θνησιμότητας και κυρίως μετανάστευσης (εσωτερικής και διεθνούς) που παρατηρήθηκαν ιστορικά στα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας. Οι έντονες πληθυσμιακές μετακινήσεις προς τα μεγάλα αστικά κέντρα (Κανελλόπουλος, 1995) και η επακόλουθη φυσική αύξηση του μετακινούμενου πληθυσμού (κατά βάση νεανικού), συνδυάστηκαν με διαφορετικούς ρυθμούς αύξησης του πληθυσμού των γεωγραφικών διαμερισμάτων. Στον Πίνακα 9.7 παρουσιάζεται η εξέλιξη του πληθυσμού των γεωγραφικών διαμερισμάτων20 της χώρας με βάση την πρώτη απογραφή μετά το έτος της προσάρτησης της κάθε περιοχής στο ελληνικό κράτος.

pinakas 9.7

Πηγή: Σιάμπος (1973, σελ. 40, Πίνακας 10), ΕΣΥΕ (1980α, σελ. 10, Πίνακας 1), ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 45-46, Πίνακας II.6), E-demography (2015) και ίδιοι υπολογισμοί.

Πίνακας 9.7 Πληθυσμός ανά γεωγραφικό διαμέρισμα στην Ελλάδα (σε χιλιάδες).

 

Η αύξηση του πληθυσμού αποτυπώνεται επίσης στα Διαγράμματα 9.14α έως 9.14δ, χρησιμοποιώντας ως βάση το 100 κατά την πρώτη χρονικά απογραφή. Αναμφίβολα, το πρώτο χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η διαχρονική διόγκωση του πληθυσμού της πρωτεύουσας, η οποία συνοδεύτηκε από αύξηση του ποσοστού των ατόμων που ζουν σε αυτή (Πίνακας 9.7).

Έτσι, ενώ το 1861, σε 100 άτομα του πληθυσμού τα 4 ζούσαν στην περιοχή της πρωτεύουσας, το 2011 διαβιούσαν περίπου τα 30/100. Η μεταβολή ήταν ιδιαίτερα έντονη κατά την μεταπολεμική περίοδο και κυρίως κατά την δεκαετία του 1960, αφού σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού μετακινήθηκε από την περιφέρεια στην πρωτεύουσα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ το 1961 ο πληθυσμός της πρωτεύουσας ήταν περίπου ίσος με αυτόν του συνόλου της Μακεδονίας, δέκα χρόνια αργότερα (1971), ο αριθμός των ατόμων που κατοικούσαν στην πρωτεύουσα ήταν υψηλότερος κατά 35% περίπου. Μάλιστα, η διαφορά αυτή, με κάποιες αυξομειώσεις, διατηρείται μέχρι σήμερα.

Διαφοροποιήσεις παρατηρούνται και στην πληθυσμιακή εξέλιξη ανά γεωγραφικό διαμέρισμα. Γενικά, σε μακροχρόνια βάση, ο πληθυσμός των γεωγραφικών περιοχών αυξήθηκε διαχρονικά. Στην ηπειρωτική Ελλάδα (Διαγράμματα 9.14α και 9.14γ), οι μεταβολές ήταν πιο σημαντικές στην Λοιπή Στερεά Ελλάδα και Εύβοια, την Θεσσαλία και την Μακεδονία και λιγότερο στην Πελοπόννησο, τη Θράκη και την Ήπειρο. Στην νησιωτική Ελλάδα (Διάγραμμα 9.14β) η πληθυσμιακή αύξηση αφορά κυρίως στην Κρήτη και τα Δωδεκάνησα, λιγότερο στις Κυκλάδες και πολύ λιγότερο στα Ιόνια νησιά και τα νησιά του Αιγαίου. Μάλιστα στα νησιά του Αιγαίου, παρατηρήθηκε πληθυσμιακή συρρίκνωση από το η οποία δεν αντισταθμίστηκε διαχρονικά (όπως συνέβη για τις Κυκλάδες και ως ένα βαθμό για τα Ιόνια νησιά) με αποτέλεσμα ο πληθυσμός του τις τελευταίες 4 δεκαετίες να παραμένει περίπου σταθερός σε ένα επίπεδο που είναι κατά 25% χαμηλότερο από αυτό που παρατηρήθηκε μετά την προσάρτησή τους στην ελληνική επικράτεια.

Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η πληθυσμιακή αύξηση που παρατηρήθηκε στη Μακεδονία, σχετίζεται με την αύξηση του πληθυσμού του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης, και συνεπώς του πληθυσμού της Κεντρικής Μακεδονίας (Διάγραμμα 9.14δ). Αντίθετα, στις υπόλοιπες περιοχές η αύξηση του πληθυσμού είτε ήταν πρόσκαιρη και σχετιζόταν με γεγονότα όπως η εγκατάσταση προσφυγικού πληθυσμού (Ανατολική Μακεδονία), είτε ήταν σχετικά ασθενής (Δυτική Μακεδονία).

Προκειμένου να αναδειχθεί η ιδιαίτερη σημασία της μεταπολεμικής περιόδου για τις δημογραφικές γεωγραφικές διαφοροποιήσεις, στα Διαγράμματα 9.15α και 9.15β αποτυπώνεται η πληθυσμιακή αύξηση στις γεωγραφικές περιοχές από το 1951 μέχρι σήμερα. Στην ηπειρωτική Ελλάδα (Διάγραμμα 9.15α) υπάρχουν δύο περιοχές στις οποίες ο πληθυσμός σημείωσε σημαντική αύξηση. Πρόκειται για τη Μακεδονία (ουσιαστικά την Κεντρική Μακεδονία), την Λοιπή Στερεά Ελλάδα και την Εύβοια. Η Θεσσαλία είναι σε μια ενδιάμεση κατάσταση, ενώ στη Θράκη και την Ήπειρο μετά από μια πρώτη περίοδο πληθυσμιακής συρρίκνωσης, παρατηρήθηκε οριακή ανάκαμψη.

 α. Ηπειρωτική Ελλάδα, οι πρώτες προσαρτημένες περιοχέςdiagramma 9.14a

β. Νησιωτική Ελλάδα

diagramma 9.14b

γ. Ηπειρωτική Ελλάδα, οι λοιπές προσαρτημένες περιοχές

diagramma 9.14c

δ. Οι παρατηρούμενες διαφοροποιήσεις στη Μακεδονία

diagramma 9.14d

 

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από Σιάμπος (1973, σελ. 40, Πίνακας 10), ΕΣΥΕ (1980α, σελ. 10, Πίνακας 1), ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 45-46, Πίνακας II.6), E-demography (2015).

Διάγραμμα 9.14 Πληθυσμιακή αύξηση στην Ελλάδα ανά γεωγραφικό διαμέρισμα (βάση 100 κατά την πρώτη απογραφή μετά το έτος προσάρτησης).

 

Σε ό,τι αφορά στην νησιωτική Ελλάδα (Διάγραμμα 9.15β), αναδεικνύονται δύο διακριτές χρονικές περίοδοι: Από το 1951έως το 1971 και από 1971 έως σήμερα. Η πρώτη περίοδος, που χαρακτηρίζεται από έντονα μεταναστευτικά ρεύματα τόσο προς τα αστικά κέντρα όσο και προς το εξωτερικό, αποτελεί μια περίοδο πληθυσμιακής στασιμότητας για την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα και πληθυσμιακής συρρίκνωσης για τις Κυκλάδες, τα Ιόνια νησιά και τα νησιά του Αιγαίου. Αντίθετα, από το 1971 και μετά, ο πληθυσμός αυξάνει κυρίως στα Δωδεκάνησα (διπλασιασμός του πληθυσμού από το 1971 μέχρι σήμερα) και στην Κρήτη (αύξηση κατά 48%). Η ασθενής αύξηση που παρατηρείται στις Κυκλάδες και στα Ιόνια νησιά απλά επαναφέρει τον πληθυσμό στα επίπεδα του 1951, ενώ αντίθετα στα νησιά του Αιγαίου συνεχίζεται η πληθυσμιακή μείωση. Αναμφίβολα, η σταδιακή μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα καθαρής εισροής μεταναστών, σε συνδυασμό με τους διαφορετικούς ρυθμούς φυσικής αύξησης του πληθυσμού των διάφορων περιοχών, βρίσκεται πίσω από τις προαναφερόμενες μεταβολές την περίοδο μετά το 1971.

 α. Ηπειρωτική Ελλάδαpinakas 9.15a

 β. Νησωτική Ελλάδα

pinakas 9.15b

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από Σιάμπος (1973, σελ. 40, Πίνακας 10), ΕΣΥΕ (1980α, σελ. 10, Πίνακας 1), ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 45-46, Πίνακας II.6), E-demography (2015).

Διάγραμμα 9.15 Πληθυσμιακή αύξηση στην Ελλάδα ανά γεωγραφικό διαμέρισμα από το 1951 έως σήμερα (βάση 100 το 1951).

 

9.7.2. Πληθυσμός και βαθμός αστικότητας στην Ελλάδα

Στη σύγχρονη Ελλάδα, οι μεταβολές στον βαθμό αστικότητας υπήρξαν ιδιαίτερα έντονες. Οι αλλαγές αυτές, ως συνέπεια των μετακινήσεων από τις ορεινές προς τις πεδινές περιοχές και από τις αγροτικές προς τις αστικές περιοχές (Valaoras 1974; Κοτζαμάνης και νδρουλάκη 2009) επιβραδύνονται κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Η μακροχρόνια εξέλιξη φανερώνει ότι, ενώ στα μέσα του 19ου αιώνα στα 100 άτομα του πληθυσμού, μόνο τα 7 ζούσαν σε αστικές περιοχές, περίπου 120 χρόνια αργότερα (1971), 1 στα 2 άτομα (53,2%) διαβιούσε στις περιοχές αυτές (Πίνακας 9.8), ενώ σήμερα (2011), το αντίστοιχο μέγεθος είναι 60,7%

pinakas 9.8

Σημείωση: Ο αστικός πληθυσμός: περιλαμβάνει τον πληθυσμό των δημοτικών/κοινοτικών διαμερισμάτων, των οποίων ο πολυπληθέστερος οικισμός έχει από 10.000 κατοίκους και άνω. Ο ημιαστικός πληθυσμός: περιλαμβάνει τον πληθυσμό των δημοτικών/κοινοτικών διαμερισμάτων, των οποίων ο πολυπληθέστερος οικισμός έχει από 2.000 έως και λιγότερο από 10.000 κατοίκους. Ο αγροτικός πληθυσμός: περιλαμβάνει τον πληθυσμό των δημοτικών/κοινοτικών διαμερισμάτων, των οποίων ο πολυπληθέστερος οικισμός έχει λιγότερους από  2.000 κατοίκους.
Πηγή: Σιάμπος, (1973, σελ 35, Πίνακας 8), Κοτζαμάνης και Ανδρουλάκη. (2009 σελ. 95, Πίνακας 3), Eurostat (2015ε) και ίδιοι υπολογισμοί.

Πίνακας 9.8 Πληθυσμός κατά βαθμό αστικότητας στην Ελλάδα (%).

 

Η έντονη αύξηση παρατηρήθηκε κυρίως την περίοδο της εγκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα (το ποσοστού του αστικού πληθυσμού από 22,9% το 1920 έφτασε το 31,1% το 1928), αλλά και κατά την περίοδο της έντονης εσωτερικής και διεθνούς μετανάστευσης η οποία συναρτάται με την αύξηση του ποσοστού των ατόμων που ζούσαν σε αστικές περιοχές από 37,7% το 1951 σε 58,1% το 1981.

Η έντονη αστικοποίηση αποτυπώνεται και στη μακροχρόνια εξέλιξη του αριθμού των οικισμών κατά τάξη μεγέθους στην Ελλάδα (Πίνακας 9.9). Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ το 1836 σε κάθε 1.000 οικισμούς υπήρχε μόνο μία πόλη με πληθυσμό άνω των 10.000 κατοίκων (3/3.257), το 2001 υπήρχαν 11 πόλεις (144/13.272). Παράλληλα, ο μέσος αριθμός κατοίκων ανά οικισμό αυξήθηκε σημαντικά, έτσι ώστε, στις αρχές του 21ου αιώνα, σε κάθε οικισμό, ζούσαν κατά μέσο όρο 3 φορές περισσότερα άτομα απ’ ότι στις απαρχές της δημιουργίας του σύγχρονου ελληνικού κράτους (251 κάτοικοι/ανά οικισμό το 1836 και 826 κάτοικοι/ανά οικισμό το 2001).

pinakas 9.9

Πηγή: Σιάμπος (1973, σελ 28-29, Πίνακες 4-5), Σιάμπος (1988, σελ. 99, Πίνακας 5), ΕΣΥΕ (1980β, σελ. 63, Πίνακας IX), ΕΣΥΕ Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 49, Πίνακας II.9), ΕΛΣΤΑΤ, Στατιστική Επετηρίδα (2009-2010, σελ. 48, Πίνακας II.9).

Πίνακας 9.9 Αριθμός οικισμών κατά τάξη μεγέθους στην Ελλάδα.

 

Η αποτύπωση των δημογραφικών μεταβολών στην Ελλάδα από τη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα φανερώνει την σημαντική αύξηση του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού αρχικά ως απόρροια της υψηλής φυσικής αύξησης και στη συνέχεια ως συνέπεια της μετατροπής της χώρας από χώρα εκροής σε χώρα εισροής μεταναστών. Στις απαρχές του 21ου αιώνα, οι μεταβολές του συνολικού πληθυσμού συναρτώνται όλο και περισσότερο με τη μετανάστευση, η κατά ηλικία δομή του χαρακτηρίζεται από μια διαδικασία έντονης δημογραφικής γήρανσης και ο βαθμός αστικότητας είναι ιδιαίτερα υψηλός. Αναμφίβολα οι κοινωνικο-οικονομικές μεταβολές που συντελέστηκαν στην Ελλάδα βρίσκονται πίσω από τις αλλαγές αυτές.

 

Βιβλιογραφικές Αναφορές

8                                                                                                                                                               10b 

Copyright © 2015

We have 3 guests and no members online