ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ:

Εξελίξεις, Προσδιοριστικοί Παράγοντες και Συνέπειες

Αναμφίβολα η μετανάστευση αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα των διαχρονικών δημογραφικών αλλαγών που συντελέστηκαν στην σύγχρονη Ελλάδα. Η σταδιακή μετατροπή της χώρας από χώρα εκροής σε χώρα εισροής μεταναστών καθώς και η πρόσφατη τάση φυγής του γηγενούς πληθυσμού προς το εξωτερικό φανερώνουν ότι το μεταναστευτικό φαινόμενο θα εξακολουθήσει να αποτελεί μια σημαντική διάσταση των πληθυσμιακών αλλαγών στην Ελλάδα.

11.1. Εννοιολογικές αποσαφηνίσεις και στατιστική αποτύπωση της διεθνούς (εξωτερικής) μετανάστευσης

Το φαινόμενο της μετανάστευσης είναι πολυδιάστατο και συνδέεται μ’ ένα ευρύ φάσμα κοινωνικο-οκονομικών και γεωπολιτικών παραγόντων (Ταπεινός, 1993 και 2002). Επιπρόσθετα, η μετανάστευση, και ευρύτερα η γεωγραφική κινητικότητα, αποτελεί ένα από τα τρία βασικά δημογραφικά φαινόμενα. Εντούτοις, η δημογραφική της προσέγγιση διαφοροποιείται αισθητά απ’ αυτή της γονιμότητας και της θνησιμότητας, κυρίως σε ό,τι αφορά στην μεθοδολογία η οποία ακολουθείται προκειμένου να μετρηθεί η ένταση του φαινόμενου της μετανάστευσης.

H μέτρηση της ροπής ενός πληθυσμού για αναπαραγωγή (γονιμότητα) και της φθοράς του πληθυσμού (θνησιμότητα), βασίζεται στην σύνδεση των αντίστοιχων γεγονότων (γεννήσεις ή θάνατοι) με τον πληθυσμό που υπόκειται στον «κίνδυνο» της γέννησης και του θανάτου (risk population). Αντίθετα, στην περίπτωση της μετανάστευσης, ο προσδιορισμός του (δημογραφικού) γεγονότος και του πληθυσμού αναφοράς, ο οποίος μπορεί να βιώσει αυτό το γεγονός, είναι συχνά ασαφής. Η ασάφεια προκύπτει από ζητήματα που αφορούν στη δυσκολία μέτρησης της μετανάστευσης ως δημογραφικό γεγονός (π.χ. αριθμός μεταναστών) όσο και από τις ποικίλες και πολυάριθμες έννοιες οι οποίες προσδιορίζουν τη μετανάστευση ως φαινόμενο.

Στη συνήθη πρακτική, η μετανάστευση, προσδιορίζεται με βάση τον αριθμό των μεταναστών. Συνεπώς, ένα πρώτο βασικό πρόβλημα που ανακύπτει είναι ότι, σε αντίθεση με αυτό που ισχύει για τις γεννήσεις και τους θανάτους τα οποία καταγράφονται με βάση τις ληξιαρχικές πράξεις, για τον αριθμό των μεταναστών δεν υπάρχει μια αντίστοιχη πηγή αξιόπιστης στατιστικής πληροφόρησης. Επιπλέον, τόσο ο όρος μετανάστευση όσο και ο όρος μετανάστης απαιτούν περαιτέρω αποσαφήνιση, προκειμένου ο αριθμός των μεταναστών να ανταποκρίνεται στις έννοιες και κατ’ επέκταση στο φαινόμενο το οποίο μελετάται.

11.1.1. Μεταναστευτικές ροές (flows) και μεταναστευτικό απόθεμα (stock)

Ένας πρώτος βασικός διαχωρισμός αφορά στη διαφορά μεταξύ μεταναστευτικών ροών (migration flows) και μεταναστευτικού αποθέματος (migration stock). Οι μεταναστευτικές ροές, συνήθως μελετώνται σε ετήσια βάση και διαχωρίζονται μεταξύ μεταναστευτικών εισροών (immigration ή migration inflows ή inward migration) και μεταναστευτικών εκροών (emigration, ή migration outflows ή outward migration). Οι έννοιες αυτές, στο μέτρο που αφορούν τους μετανάστες διατυπώνονται και ως immigrants και emigrants αντίστοιχα. Από τη διαφορά μεταξύ εισροών και εκροών προκύπτει η καθαρή μετανάστευση (net migration), η οποία, μπορεί να εκτιμηθεί και από τη διαφορά μεταξύ της αύξησης του πληθυσμού και της φυσικής αύξησης μια συγκεκριμένης χρονικής περιόδου.

Η έννοια του μεταναστευτικού αποθέματος παραπέμπει στον αριθμό των μεταναστών οι οποίοι βρίσκονται σε μια χώρα (χώρα υποδοχής) σε δεδομένη χρονική στιγμή ή χρονική περίοδο, συνήθως σ’ ένα συγκεκριμένο έτος. Αν και το μεταναστευτικό απόθεμα συναρτάται με τις μεταναστευτικές ροές, ο αριθμός των μεταναστών που ανακύπτει για τις δύο αυτές διαφορετικές πτυχές είναι αισθητά διαφορετικός, κυρίως για δύο λόγους. Αρχικά, η διαχρονική μεταβολή του μεταναστευτικού αποθέματος δεν εξαρτάται μόνο από τις ετήσιες μεταναστευτικές ροές, αλλά και από τις μεταβολές στη φυσική αύξηση (γεννήσεις και θάνατοι) του μεταναστευτικού πληθυσμού. Παράλληλα, η σύγκριση των αντίστοιχων μεγεθών, τα οποία προέρχονται από διαφορετικές πηγές, οδηγεί συχνά σε αποτελέσματα που είναι οξύμωρα, αφού η ετήσια καθαρή μετανάστευση που προκύπτει μέσω της διαφοράς των μεταναστευτικών εισροών και εκροών είναι υψηλότερη από την αύξηση του μεταναστευτικού αποθέματος κατά το ίδιο έτος. Το παράδειγμα που παρατίθεται στο (Διάγραμμα 11.1) είναι αρκετά χαρακτηριστικό για την διαφορετικότητα των μεγεθών που αποτυπώνονται με βάση τις ροές ή το απόθεμα. Όπως προκύπτει συνολικά για τις πέντε επιλεγμένες χώρες για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για την περίοδο 1998-2013 (Δανία, Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο), η καθαρή μετανάστευση ήταν αισθητά υψηλότερη από την ετήσια αύξηση του μεταναστευτικού αποθέματος. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις, η διαφοροποίηση είναι ιδιαίτερα σημαντική, όπως για παράδειγμα το 2004 όπου η καθαρή μετανάστευση (466 χιλιάδες) ήταν περίπου 5,5 φορές υψηλότερη από την αύξηση του μεταναστευτικού αποθέματος (85 χιλιάδες) κατά το ίδιο έτος.

diagramma 11.1

Σημείωση: Οι πέντε επιλεγμένες χώρες είναι: Δανία, Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο.
Πηγή:Eurostat (2015α, 2015β και 2015γ) και ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 11.1 Σύγκριση μεταξύ ετήσιας καθαρής μετανάστευσης (διαφορά εισροών και εκροών) και ετήσιας αύξησης του μεταναστευτικού αποθέματος για το σύνολο πέντε επιλεγμένων ευρωπαϊκών χωρών την περίοδο 1999-2012.

Ένα δεύτερο σημαντικό σημείο, το οποίο συχνά οδηγεί σε παρερμηνείες, είναι η ταύτιση των μεταναστευτικών ροών με την μεταναστευτική εισροή. Η ταύτιση αυτή είναι λανθασμένη, αφού σε ένα πλαίσιο έντασης της γεωγραφικής κινητικότητας, η διάσταση της μεταναστευτικής εκροής είναι ιδιαίτερα σημαντική. Στο Διάγραμμα 11.2 αποτυπώνονται οι εκτιμήσεις για το σύνολο των πέντε προαναφερόμενων χωρών αναφορικά με τη μεταναστευτική εισροή και την καθαρή μετανάστευση, ως ποσοστού του συνολικού πληθυσμού των χωρών αυτών.

diagramma 11.2

Σημείωση: Οι πέντε επιλεγμένες χώρες είναι: Δανία, Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο.
Πηγή:Eurostat (2015α, 2015β και 2015γ) και ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 11.2 Σωρευτική μεταναστευτική εισροή και καθαρή μετανάστευση για το σύνολο πέντε επιλεγμένων ευρωπαϊκών χωρών την περίοδο 1999-2012 (ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού των επιλεγμένων χωρών).

Οι εκτιμήσεις αφορούν στα σωρευτικά μεγέθη της περιόδου 1999-2012 για το σύνολο των πέντε επιλεγμένων χωρών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2012, ο μεταναστευτικός πληθυσμός που θεωρητικά θα είχε προστεθεί στον υπάρχοντα πληθυσμό αποκλειστικά λόγω της μεταναστευτικής εισροής, θα αποτελούσε το 8,8% του συνολικού πληθυσμού. Αντίθετα, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τη μεταναστευτική εκροή, και συνεπώς την καθαρή μετανάστευση, το αντίστοιχο μέγεθος θα ήταν αισθητά χαμηλότερο (3,6%).

11.1.2. Μετανάστες και αλλοδαποί: εθνικότητα και χώρα γέννησης

Η ποσοτική διάσταση της μετανάστευσης, ως γεγονός, απαιτεί ένα διαχωρισμό μεταξύ μεταναστών και αλλοδαπών. Οι έννοιες αυτές δεν είναι ταυτόσημες, αφού υπάρχουν μετανάστες που είναι αλλοδαποί, αλλά και μετανάστες που δεν είναι αλλοδαποί. Για παράδειγμα, ο αλλοδαπός μετανάστης που εισέρχεται στη χώρα υποδοχής μπορεί στη διάρκεια παραμονής του στη χώρα αυτή να έχει αποκτήσει την εθνικότητα της χώρας και συνεπώς να πάψει να είναι αλλοδαπός αν και είναι μετανάστης. Κατ’ αντιστοιχία, τα παιδιά ενός αλλοδαπού μετανάστη (μετανάστες δεύτερης γενιάς), δεν είναι μετανάστες, αλλά μπορεί να είναι αλλοδαποί εφόσον δεν έχουν αποκτήσει την εθνικότητα της χώρας υποδοχής.

Ανεξάρτητα από τη νομική διάσταση αυτού του διαχωρισμού, η οποία κυρίως παραπέμπει στη δυνατότητα που παρέχεται στους μετανάστες-αλλοδαπούς για κτήση της εθνικότητας της χώρας υποδοχής, το ενδιαφέρον εστιάζεται στη σύγκριση που επιχειρείται συχνά, σχετικά με το ποσοστό του αλλοδαπού-μεταναστευτικού πληθυσμού (ως προς τον συνολικό πληθυσμό) που βρίσκεται στις χώρες υποδοχής σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Το ζήτημα αυτό καθίσταται περισσότερο περίπλοκο από ό,τι φαίνεται με την πρώτη ματιά αφού, πέρα από το διαχωρισμό μεταξύ αλλοδαπών και μεταναστών, υπεισέρχεται και το κριτήριο του τρόπου καθορισμού της εθνικότητας των αλλοδαπών. Έτσι, υπάρχουν χώρες στις οποίες η στατιστική αποτύπωση του μεταναστευτικού πληθυσμού γίνεται κυρίως με βάση την εθνικότητα που δηλώνουν οι μετανάστες και χώρες στις οποίες η εθνικότητα καθορίζεται κυρίως με γνώμονα τη χώρα γέννησης των μεταναστών. Ένα επιπλέον ζήτημα που σχετίζεται ειδικότερα με τις συγκρίσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), αφορά στην εθνικότητα των μεταναστών ανάλογα με το αν αυτοί είναι πολίτες ενός κράτους μέλος της Ε.Ε. ή πολίτες τρίτων χωρών (third countries nationals).


Στον Πίνακα 11.1 αποτυπώνεται το ποσοστό των ατόμων ξένης εθνικότητας (αλλοδαποί) για επιλεγμένες χώρες της Ε.Ε. την περίοδο 2007-2014 με βάση τα δύο προαναφερόμενα κριτήρια προσδιορισμού της εθνικότητας.

pinakas 11.1

Σημείωση: Οι πέντε επιλεγμένες χώρες είναι: Δανία, Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο.
Πηγή: Eurostat (2015α, 2015β και 2015γ) και ίδιοι υπολογισμοί.

Πίνακας 11.1 Σύγκριση μεταξύ ετήσιας καθαρής μετανάστευσης (διαφορά εισροών και εκροών) και ετήσιας αύξησης του μεταναστευτικού αποθέματος για το σύνολο πέντε επιλεγμένων ευρωπαϊκών χωρών την περίοδο 1999-2012.

Ένα πρώτο αναμενόμενο αποτέλεσμα, είναι ότι το κριτήριο της εθνικότητας της χώρας γέννησης συναρτάται με υψηλότερα ποσοστιαία μεγέθη αλλοδαπού πληθυσμού. Ουσιαστικά, η παραμονή των αλλοδαπών στις χώρες υποδοχής δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την κτήση της εθνικότητας της χώρας υποδοχής. Συνεπώς, τα άτομα αυτά, στη διάρκεια του χρόνου, προσμετρούνται ως «γηγενείς», με βάση το κριτήριο τη εθνικότητας, ενώ συνεχίζουν, από στατιστική άποψη, να θεωρούνται «αλλοδαποί», λόγω της εθνικότητας της χώρας στην οποία γεννήθηκαν. Ειδικότερα, όσο πιο μακροχρόνια είναι η εμπειρία μιας χώρας ως χώρα υποδοχής μεταναστών, τόσο πιθανότερη είναι η απόκτηση από τους μετανάστες, της εθνικότητας της χώρας αυτής και συνεπώς, τόσο οι διαφορές που ανακύπτουν με βάση τους δύο διαφορετικούς προσδιορισμούς της εθνικότητας καθίστανται σημαντικές. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται κυρίως στην περίπτωση της Γαλλίας, όπου το 2014, το ποσοστό των αλλοδαπών με κριτήριο την εθνικότητα της χώρας γέννησης (11,6%) είναι περίπου 1,8 φορές υψηλότερο από αυτό που προκύπτει με γνώμονα την εθνικότητα των ατόμων (6,3).

Ένα δεύτερο αποτέλεσμα είναι ότι η αναφορά σε ποσοστά αλλοδαπών και η σύγκριση μεταξύ χωρών, θα πρέπει να γίνεται με γνώμονα το ίδιο κριτήριο προσδιορισμού της εθνικότητας. Για παράδειγμα, η σύγκριση μεταξύ Ισπανίας και Γαλλίας φανερώνει ότι, με βάση την εθνικότητα των ατόμων, το ποσοστό των αλλοδαπών στην Ισπανία ήταν μεταξύ 1,6 και 2 φορές υψηλότερο απ’ ό,τι στην Γαλλία, ενώ όταν το κριτήριο της εθνικότητας συναρτάται με τη χώρα γέννησης, τα ποσοστά κυμαίνονται περίπου στα ίδια επίπεδα.

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα στις χώρες της Ε.Ε., ο διαχωρισμός του μεταναστευτικού πληθυσμού ανάλογα με το εάν πρόκειται για πολίτες τρίτων χωρών ή για πολίτες χωρών της Ε.Ε. αναδεικνύει σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των κρατών (Πίνακας 11.2).

pinakas 11.2

Σημείωση: Οι πέντε επιλεγμένες χώρες είναι: Δανία, Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο.
Πηγή: Eurostat (2015α, 2015β και 2015γ) και ίδιοι υπολογισμοί.

Πίνακας 11.2 Σύγκριση μεταξύ ετήσιας καθαρής μετανάστευσης (διαφορά εισροών και εκροών) και ετήσιας αύξησης του μεταναστευτικού αποθέματος για το σύνολο πέντε επιλεγμένων ευρωπαϊκών χωρών την περίοδο 1999-2012.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ στο Λουξεμβούργο καταγράφεται το υψηλότερο ποσοστό αλλοδαπών στο συνολικό πληθυσμό (43%), η πλειονότητα των αλλοδαπών είναι πολίτες χωρών της Ε.Ε. (πάνω από 8 στους 10). Έτσι, η κατηγορία αυτή αποτιμάται στο 37,4% του συνολικού πληθυσμού, ενώ οι πολίτες τρίτων χωρών αποτελούν μόλις το 5,6%. Αντίθετα, σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, στις οποίες τα συνολικά ποσοστά των αλλοδαπών (8,4% και 11,2% αντίστοιχα) αντιστοιχούν μόλις στο 20-26% των αντίστοιχων ποσοστών του Λουξεμβούργου, τα ποσοστά που αναφέρονται σε πολίτες τρίτων χωρών (6,5% και 7% αντίστοιχα) είναι 1,3-1,6 φορές υψηλότερα από αυτά του Λουξεμβούργου.

11.1.3. Διεθνής μετανάστευση, χώρος και χρόνος αναφοράς

Η μελέτη του φαινομένου της μετανάστευσης, απαιτεί τον προσδιορισμό ενός χώρου αναφοράς και μιας χρονικής περιόδου, η διάρκεια της οποίας καθορίζει συνήθως τη στατιστική αποτύπωση της μετανάστευσης ως γεγονότος.

Στην περίπτωση της διεθνούς μετανάστευσης, η αναφορά στο χώρο οδηγεί στη διάκριση μεταξύ της χώρας αποστολής και της χώρας υποδοχής. Η διάκριση είναι σημαντική γιατί η μελέτη του μεταναστευτικού φαινομένου (μέτρηση, προσδιοριστικοί παράγοντες, κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις, πολιτικές μετανάστευσης, κλ.π) διαφοροποιείται σημαντικά, ανάλογα με το εάν ο χώρος αναφοράς είναι η χώρα αποστολής ή η χώρα υποδοχής. Για παράδειγμα, σε μια χώρα υποδοχής, συνήθως προσμετράται το ποσοστό του αλλοδαπού πληθυσμού στον συνολικό πληθυσμό. Αντίθετα, στη χώρα αποστολής, αυτό που ενδιαφέρει είναι ο αριθμός των ατόμων που μεταναστεύουν σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας, δηλαδή η ροπή του πληθυσμού προς μετανάστευση. Επίσης, οι παράγοντες που προσδιορίζουν τη μετανάστευση, εκτός του ότι μπορεί να είναι διαφορετικοί για την χώρα προέλευσης και την χώρα στην οποία εισέρχονται οι μετανάστες, είναι συχνά «συμπληρωματικοί». Για παράδειγμα, το υψηλό βιοτικό επίπεδο και οι ευκαιρίες απασχόλησης που μπορεί να προσφέρει η χώρα υποδοχής δεν μπορούν από μόνα τους να οδηγήσουν σε μεταναστευτικά ρεύματα, εάν δε συνδυαστούν με το χαμηλό βιοτικό επίπεδο και τις ισχνές προοπτικές απασχόλησης στην χώρα αποστολής.

Ο διαχωρισμός της χώρας αποστολής από τη χώρα υποδοχής οδηγεί, επίσης, στον καθορισμό τεσσάρων διαφορετικών κατηγοριών μετανάστευσης-μεταναστών. Ως εκ τούτου, η μεταναστευτική εισροή σε μια χώρα μπορεί να αφορά πολίτες άλλων χώρων (αλλοδαποί) ή πολίτες της ίδια χώρας (γηγενείς) οι οποίοι πιθανότατα, έχοντας μεταναστεύσει σε μια προηγούμενη περίοδο, επιστρέφουν στην πατρίδα τους (παλιννοστούντες-return migration). Κατ’ αντιστοιχία, η μεταναστευτική εκροή μπορεί να αναφέρεται σε αλλοδαπούς οι οποίοι επιστρέφουν στη χώρα τους ή μεταναστεύουν σε άλλη χώρα, αλλά και σε γηγενείς οι οποίοι μεταναστεύουν στο εξωτερικό.

Στον Πίνακα 11.3 δίνεται ένα παράδειγμα της σημαντικότητας του διαχωρισμού των μεταναστευτικών ρευμάτων στις 4 προαναφερόμενες κατηγορίες για ορισμένες χώρες της Ε.Ε. Παρατηρείται ότι η μεταναστευτική εισροή, και κυρίως η μεταναστευτική εκροή, δεν αφορά αποκλειστικά τους αλλοδαπούς. Για τα μεταναστευτικά ρεύματα εισροής, αξίζει να σημειωθεί ότι, το ποσοστό των αλλοδαπών κυμαίνεται μεταξύ 45% και 91%. Η εικόνα είναι περισσότερο διαφοροποιημένη για τις μεταναστευτικές εκροές, αφού τα αντίστοιχα ποσοστά κυμαίνονται μεταξύ 43% και 72%.

pinakas 11.3

Πηγή:Eurostat (2015α και 2015β) και ίδιοι υπολογισμοί.

Πίνακας 11.3 Ποσοστό αλλοδαπών (%) ως προς την συνολική ετήσια μεταναστευτική εισροή και εκροή σε επιλεγμένες χώρες της Ε.Ε. (2010-2012). 

Ο προσδιορισμός του χρόνου αναφοράς για τη μελέτη της μετανάστευσης έχει διττό ενδιαφέρον. Αρχικά, η περίοδος κατά την οποία μελετάται η μετανάστευση είναι σε συνάρτηση με την επικρατούσα μορφή μετανάστευσης. Για παράδειγμα, η μορφή μετανάστευσης κατά τον 19ο αιώνα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες είχε τα χαρακτηριστικά της «ελεύθερης μετανάστευσης», υπό την έννοια ότι δεν υπήρχαν σημαντικοί περιορισμοί στην είσοδο των μεταναστών στην χώρα υποδοχής. Αντίθετα, η μελέτη των πρόσφατων μεταναστευτικών ρευμάτων προς τις χώρες της Ε.Ε. αφορά κυρίως τη μετανάστευση ατόμων οι οποίοι, λόγω των περιοριστικών μέτρων που εφαρμόζονται στις χώρες αυτές, είτε εισέρχονται είτε παραμένουν παράνομα σε μια χώρα.

Ένα δεύτερο σημείο ενδιαφέροντος είναι ότι ο χρόνος αναφοράς, συχνά παραπέμπει στον καθορισμό των εννοιών μετανάστευση και μετανάστης με βάση την διάρκεια της μετακίνησης. Συνήθως, ο ελάχιστος χρόνος απουσίας ενός ατόμου, προκειμένου το άτομο αυτό να θεωρηθεί, με τη στατιστική έννοια του όρου, ως μετανάστης είναι το ένα έτος. Για παράδειγμα, στις στατιστικές αναφορικά με τη μετανάστευση των ελλήνων προς το εξωτερικό κατά τη μεταπολεμική περίοδο, οι μετανάστες διαχωρίζονται σε «μονίμως μεταναστεύσαντες» και σε «παρωδικώς μεταναστεύσαντες» (ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα 1976, σελ. 47).

Στην πρώτη περίπτωση, πρόκειται για άτομα που μετανάστευσαν στο εξωτερικό για τουλάχιστον ένα χρόνο, ενώ στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται για όσους παρέμεναν εκτός Ελλάδος για λιγότερο από ένα έτος. Κατά τον ίδιο τρόπο, στην πιο πρόσφατη πρωτοβουλία μεταναστευτικής πολιτικής στην Ελλάδα (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, 2014), προσδιορίζεται η εποχική μετανάστευση με βάση την εποχική εργασία η οποία αφορά στη «...δραστηριότητα που πραγματοποιείται στην Ελλάδα για χρονικό διάστημα έως έξι συνολικά μήνες, ανά περίοδο δώδεκα μηνών, σε τομέα δραστηριότητας που συναρτάται με πρόσκαιρη και εποχιακού χαρακτήρα, απασχόληση». Ο προσδιορισμός αυτός συνοδεύεται από το καθεστώς του εποχικά εργαζόμενου (μετανάστη) ως ο «...πολίτης τρίτης χώρας που διατηρεί τον κύριο τόπο κατοικίας του σε Τρίτη χώρα και διαμένει νόμιμα και προσωρινά για λόγους απασχόλησης στην ελληνική επικράτεια σε τομέα δραστηριότητας που εξαρτάται από την αλλαγή των εποχών βάσει μιας ή περισσότερων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που συνάπτονται απευθείας μεταξύ του πολίτη τρίτης χώρας και του εργοδότη που είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα».

11.1.4. Η μετανάστευση ως διαδικασία και όχι ως απλό γεγονός

Μία επιπλέον διάσταση της διαφοροποίησης της μετανάστευσης από τα άλλα δύο δημογραφικά φαινόμενα, έγκειται στο ότι η μετανάστευση είναι μια διαδικασία και όχι ένα απλό γεγονός. Αυτό σημαίνει ότι, η μελέτη του μεταναστευτικού φαινομένου ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της στατιστικής παρατήρησης και της μέτρησής του. Ουσιαστικά, η διαδικασία αυτή παραπέμπει σε ολοκληρωμένες προσεγγίσεις οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τους προσδιοριστικούς παράγοντες, τις επιπτώσεις, αλλά και τα ζητήματα που σχετίζονται με άσκηση μεταναστευτικής πολιτικής. Όπως πολύ εύστοχα αναφέρεται από τον Ταπεινό (1993), το να καταγράψουμε ένα αριθμό εισερχόμενων μεταναστών και να προσδιορίσουμε τα χαρακτηριστικά τους κατά φύλο και ηλικία είναι σημαντικό, αλλά αυτό δεν αρκεί για την ανάλυση του φαινομένου. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι να προσδιοριστεί ο λόγος για τον οποίο τα άτομα έχουν μεταναστεύσει (π.χ. εργασία), η πιθανή οικογενειακή σχέση που μπορεί να υπάρχει με άτομα που ήδη διαμένουν στη χώρα υποδοχής (π.χ. οικογενειακή επανένωση) ή ακόμη και ο πιθανός απώτερος στόχος της μετακίνησης (π.χ. η πρώτη χώρα υποδοχής μπορεί απλά να αποτελεί το πρώτο βήμα για μελλοντική μετακίνηση σε άλλη χώρα υποδοχής που μπορεί να προσφέρει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης).

11.1.5. Διαχρονικές αλλαγές αναφορικά με τις μορφές διεθνούς μετανάστευσης

Τα γενικότερα ζητήματα που άπτονται της μετανάστευσης είναι σε άμεση συνάρτηση με τις μορφές μετανάστευσης οι οποίες παρατηρούνται διαχρονικά. Ουσιαστικά, οι ευρύτερες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες που επικρατούν σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους διαμορφώνουν τις επικρατούσες μορφές μετανάστευσης. Η ιστορία των μεταναστευτικών ρευμάτων από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, φανερώνει μιας μορφής «μετάβαση» από την «ελεύθερη μετανάστευση» στη μετανάστευση «μέσω συμβάσεων» και στη συνέχεια στις πιο σύγχρονες μορφές μετανάστευσης που αφορούν κυρίως στην «παράνομη» μετανάστευση, στα προσφυγικά ρεύματα και στη διαδικασία της οικογενειακής συνένωσης-επανένωσης (family reunification).

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, η διαμόρφωση των μορφών μετανάστευσης καθορίζεται από τις μεταναστευτικές πολιτικές που χαράσσουν οι χώρες υποδοχής. Για παράδειγμα, η παράνομη μετανάστευση προσδιορίζεται από το γεγονός ότι η χώρα υποδοχής θέτει περιορισμούς στην είσοδο και στην παραμονή αλλοδαπών στην επικράτειά της. Εάν θεωρηθεί ως δεδομένο ότι, η διαφορά του βιοτικού επιπέδου μεταξύ χώρας υποδοχής και χώρας αποστολής εντείνει την ροπή προς μετανάστευση, και ότι αυτό μπορεί να συμβαίνει μέσα σε πλαίσιο περιοριστικών μέτρων σχετικά με τη μεταναστευτική εισροή, τότε ο κατ’ εξοχήν τρόπος με τον οποίο ο υποψήφιος μετανάστης μπορεί να εισέλθει στη χώρα υποδοχής, είναι η παράνομη μετανάστευση.

Η ελεύθερη μετανάστευση έχει την έννοια της μετανάστευσης ατόμων, για τα οποία ο βασικός, αν όχι ο μόνος, περιορισμός που υπάρχει από την πλευρά της χώρας υποδοχής σχετίζεται με την κατάσταση της υγείας τους. Η ελεύθερη μετανάστευση αποτέλεσε την σημαντικότερη μορφή μετανάστευσης κατά την διάρκεια του 19ου και του πρώτου τετάρτου του 20ου αιώνα. Η μορφή αυτή χαρακτήρισε επί μακρόν την υπερπόντια μετανάστευση και ειδικότερα τα μεταναστευτικά ρεύματα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα ρεύματα αυτά εντάθηκαν σημαντικά από τη στιγμή που για πρώτη φορά έγινε εφικτή η διέλευση του Ατλαντικού με ατμόπλοιο (1827).

Οι υποψήφιοι μετανάστες, μετά την αποβίβασή τους, περνούσαν από ιατρικό έλεγχο, τα αποτελέσματα του οποίου καθόριζαν το κατά πόσο θα επιτρεπόταν ή θα απαγορευόταν η είσοδος τους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι εκτιμήσεις που υπάρχουν για την περίοδο από τα μέσα του 19ου αιώνα έως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, γύρω από την υπερωκεάνια μετανάστευση, ανεβάζουν τον αριθμό των μεταναστών που προέρχονταν από την Ευρώπη σε 60 εκατομμύρια (Ταπεινός, 1993). Οι χώρες που πρωτοστάτησαν στην ευρωπαϊκή μετανάστευση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες (Ηνωμένο Βασίλειο, Σκανδιναβικές χώρες) έδωσαν σταδιακά τη θέση τους στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Η υιοθέτηση, για πρώτη φορά από τις Ηνωμένες Πολιτείες, περιοριστικών μέτρων για τη μετανάστευση το 1921 και το 1924 (ειδικότερα του μέτρου των ποσοστώσεων (quota)), συνοδεύτηκε από τη συρρίκνωση των μεταναστευτικών ρευμάτων και από τη σταδιακή εξάλειψη της ελεύθερης μετανάστευσης, με τη μορφή που αυτή παρατηρήθηκε από τον 19ο έως το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα.

Η μετανάστευση μέσω συμβάσεων, αφορά στη σύναψη σύμβασης μεταξύ του υποψήφιου μετανάστη και ενός εργοδότη ή μιας διοικητικής αρχής της χώρας υποδοχής. Ιστορικά, η εξεύρεση υποψήφιων μεταναστών μέσω συμβάσεων, γίνεται με τη συνεργασία των αρχών της χώρας αποστολής με τις προξενικές αρχές της πιθανής χώρας υποδοχής. Συνήθως, στη σύμβαση καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και η διάρκεια της απασχόλησης του μετανάστη. Αν κι αυτή η μορφή μετανάστευσης συναντάται και στις μέρες μας, ο βαθμός σημαντικότητάς της είναι περιορισμένος, εάν συγκριθεί με προηγούμενες χρονικές περιόδους. Ιστορικά, η μετανάστευση από την Κίνα και την Ινδία στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας και τη Νότια Αφρική αντίστοιχα, την περίοδο πριν από το 1920, αφορούσε στους εργάτες με σύμβαση (indentured system). Επιπλέον, η μορφή αυτή μετανάστευσης, συνδυάστηκε με την οικονομική ανασυγκρότηση των ευρωπαϊκών χωρών και κυρίως της (Δυτικής) Γερμανίας κατά την περίοδο που εκτείνεται από το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970.

Η δεκαετία του 1970 αποτέλεσε σταθμό για την εξέλιξη των μορφών μετανάστευσης. Η παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία επήλθε ως συνέπεια των δύο πετρελαϊκών κρίσεων που έλαβαν χώρα κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας αυτής, συνοδεύτηκαν από λήψη περιοριστικών μέτρων από τις χώρες υποδοχής για τη μετανάστευση, και ειδικότερα τη μετανάστευση εργατικού δυναμικού, το 1974. Η υιοθέτηση του στόχου για μηδενική μετανάστευση είχε δύο σημαντικές επιπτώσεις.

Αρχικά, η επίτευξη του στόχου αυτού διεύρυνε την σημαντικότητα ορισμένων μορφών μετανάστευσης και ειδικότερα την παράνομη μετανάστευση, την μετανάστευση με τη μορφή ασύλου και την οικογενειακή επανένωση. Ουσιαστικά, τα περιοριστικά μέτρα αφαιρούσαν τη δυνατότητα των υποψήφιων μεταναστών να μεταναστεύσουν νόμιμα μέσω συμβάσεων. Παράλληλα, τα μέτρα αυτά ήταν σε αντιδιαστολή με τη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών, και συνεπώς με την αυξανόμενη ροπή προς μετανάστευση. Αυτό ως γεγονός αναπόφευκτα συνδυάστηκε με ένταση της παράνομης εισροής και παραμονής μεταναστών στις χώρες υποδοχής και με αύξηση των μεταναστευτικών ρευμάτων μέσα από τη διαδικασία του ασύλου (χωρίς βέβαια να υποτιμάται ο σημαντικός ρόλος των προσφυγικών ρευμάτων για τη διαδικασία αυτή). Επιπρόσθετα, η δικαιολογημένη μέριμνα για τους μετανάστες που ζούσαν νόμιμα στις χώρες υποδοχής πριν τη λήψη των περιοριστικών μέτρων και ειδικότερα η μέριμνα για τις οικογένειές τους που είχαν παραμείνει στη χώρα καταγωγής τους, οδήγησε στην ύπαρξη μεταναστευτικών ρευμάτων μέσω της διαδικασίας της οικογενειακής συνένωσης. Αναπόφευκτα, τα μέλη των οικογενειών που μετανάστευσαν στις χώρες υποδοχής μέσω της διαδικασίας αυτής, σταδιακά εισήλθαν στην αγορά εργασίας και συνεπώς ο «οικογενειακός» χαρακτήρας της μετακίνησης μετατράπηκε σε μια μορφή μετανάστευσης εργατικού δυναμικού, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα της λήψης των προαναφερόμενων περιοριστικών μέτρων για τη μετανάστευση.

Η δεύτερη σημαντική επίπτωση, αφορά στη διεύρυνση των ζητημάτων που άπτονται της μεταναστευτικής πολιτικής. Ενώ αρχικά οι υιοθετούμενες πολιτικές αφορούσαν στον έλεγχο και τη ρύθμιση των μεταναστευτικών ροών, οι εξελίξεις που ακολούθησαν έφεραν στο προσκήνιο το ζήτημα της κοινωνικο-οικονομικής ένταξης των μεταναστών και των οικογενειών τους (μεταναστευτικό απόθεμα) στη χώρα υποδοχής. Με την πάροδο του χρόνου έγινε κατανοητό ότι, η δυναμική της μετανάστευσης αντικατόπτριζε κυρίως μια «στρατηγική» από την πλευρά των μεταναστών, για μόνιμη παραμονή στις χώρες υποδοχής και όχι δεν επρόκειτο για πρόσκαιρη μορφή μετανάστευσης εργατικού δυναμικού.

11.2. Η Ελλάδα ως χώρα εκροής μεταναστών

Όπως αναφέρθηκε στο Κεφάλαιο 9, η διεθνής μετανάστευση αποτέλεσε ένα ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα για τη διαμόρφωση των διαχρονικών δημογραφικών μεταβολών στην Ελλάδα. Από τη δημιουργία του σύγχρονου Ελληνικού κράτους και για ένα χρονικό διάστημα περίπου 150 ετών, η Ελλάδα ήταν μια χώρα καθαρής μεταναστευτικής εκροής22.

Η μακροχρόνια τάση για μεταναστευτική εκροή θα πρέπει διαχρονικά να αποδοθεί τόσο σε παράγοντες που σχετίζονται με την Ελλάδα ως χώρα αποστολής (παράγοντες απώθησης, push factors), όσο και μ’ εκείνους που αφορούν στις χώρες υποδοχής (παράγοντες έλξης- pull factors). Περά από το γεγονός ότι οι χώρες υποδοχής προσέφεραν προοπτικές για καλύτερο βιοτικό επίπεδο, σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι πολιτικές που ασκήθηκαν από τις χώρες αυτές αναφορικά με τη μετανάστευση. Η δυνατότητα μετανάστευσης προς τις Η.Π.Α έως τα μέσα της δεκαετίας του 1920, με τα χαρακτηριστικά μιας ελεύθερης μετανάστευσης, καθώς και η προσφορά θέσεων εργασίας, από τις ευρωπαϊκές χώρες -κυρίως τη Γερμανία-, σε υποψήφιους μετανάστες κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, αποτέλεσαν χωρίς αμφιβολία βασικούς παράγοντες έλξης Ελλήνων μεταναστών στις χώρες αυτές σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους. Κατ’ αντιστοιχία, τα περιοριστικά μέτρα για τη μετανάστευση, όπως αυτά που υιοθετήθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1921 και κυρίως το 1924, αλλά και από το σύνολο των χωρών μεταναστευτικής εισροής το 1974, οδήγησαν σε συρρίκνωση έως και παύση των μεταναστευτικών ρευμάτων από την Ελλάδα στο εξωτερικό.

Σχετικά με τους παράγοντες που αφορούν στην Ελλάδα ως χώρα αποστολής, αναμφίβολα τα ιστορικά γεγονότα, και κυρίως αυτά που σχετίζονται με πολεμικές συγκρούσεις και με αλλαγές στα γεωγραφικά όρια της χώρας, συνδυάστηκαν με ένταση των μεταναστευτικών εκροών. Γενικότερα, η ροπή του πληθυσμού της Ελλάδας για μετανάστευση, σχετίζεται με την ύπαρξη ενός πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού στον πρωτογενή τομέα. Ένα μέρος των απασχολούμενων στον τομέα αυτό, ήταν πλεονάζον εργατικό δυναμικό, υπό την έννοια ότι, η οριακή του παραγωγικότητα ήταν μηδενική, δηλαδή η απασχόλησή του δε συνοδεύονταν από αύξηση της παραγωγής. Το εργατικό αυτό δυναμικό, δεν ήταν «παραγωγικό» αλλά απασχολούνταν παρέχοντας «βοήθεια» στους υπόλοιπους εργαζόμενους.

Η διεθνής εμπειρία φανερώνει ότι, κυρίως αυτό το κομμάτι του πληθυσμού είναι που μεταναστεύει αρχικά και ότι, η ροπή προς μετανάστευση γίνεται πιο έντονη όταν η χώρα αποστολής εισέρχεται σε διαδικασία οικονομικής ανάπτυξης και αλλαγής των παραγωγικών της δομών (Lewis, 1954). Εάν παράλληλα, η περίοδος αυτή συμπίπτει με προσφορά ευκαιριών απασχόλησης στις χώρες υποδοχής, τότε εντείνονται τα μεταναστευτικά ρεύματα εκροής. Τα χαρακτηριστικά αυτά, υπήρξαν διαχρονικά για την Ελλάδα και τις αντίστοιχες χώρες υποδοχής ελλήνων μεταναστών, ειδικότερα δε κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, γεγονός που συνδυάστηκε με αύξηση του αριθμού των ελλήνων πολιτών που μετανάστευσαν στο εξωτερικό.

Με βάση τις επίσημες μετρήσεις των μεταναστευτικών ρευμάτων προς το εξωτερικό, προκύπτει ότι, αν και υπάρχουν ρεύματα εκροής ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η ένταση του φαινομένου αφορά κυρίως το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, καθώς και την περίοδο μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου (Διάγραμμα 11.3).

diagramma 11.3

Σημείωση: Οι στατιστικές για τη μετανάστευση πριν το 1955 αφορούν μόνο στην υπερπόντια μετανάστευση. Από τον Οκτώβριο του 1977 και μετά σταματά η καταγραφή των μεταναστευτικών ρευμάτων που αφορούν σε έλληνες υπηκόους. Μέχρι το 1924, η υπερπόντια μετανάστευση αφορά στις χώρες ΗΠΑ, Καναδάς, Κούβα, Βραζιλία, Αυστραλία και Νοτιαφρικανική Ένωση. Από το 1925 και μετά αφορά στο σύνολο των χωρών εκτός από τις χώρες της Ευρώπης και της Μεσογείου (Ισραήλ, Αίγυπτος, Τουρκία, Αλγερία, Μαρόκο, Τυνησία και Λιβύη), (ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα 1975, σελ. 46, Πίνακας II.32, υποσημείωση 3).
Πηγή: ΕΣΥΕ (1980, σελ. 96, Πίνακας 43), ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1984, σελ. 46, Πίνακας II.31).

Διάγραμμα 11.3 Αριθμός Ελλήνων υπηκόων που μετανάστευσαν στο εξωτερικό (1891-1977).  

 

Παρότι για την περίοδο πριν το 1955 δεν υπάρχουν διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία παρά μόνο για την υπερπόντια μετανάστευση, το γεγονός ότι, το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα οι υπερατλαντικές χώρες και ειδικότερα οι Η.Π.Α, συνέχισαν να αποτελούν πόλο έλξης μεταναστών, επιβεβαιώνεται και στην περίπτωση της Ελλάδας. Την περίοδο αυτή, περίπου 15.000 άτομα μετανάστευαν κάθε χρόνο από την Ελλάδα. Τα μεγέθη ήταν ιδιαίτερα υψηλά την περίοδο 1906-1917, με το υψηλότερο αριθμό να καταγράφεται με την έναρξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου (περίπου 38 χιλιάδες το 1914), ενώ υψηλά μεγέθη καταγράφονται λίγο πριν την μικρασιατική καταστροφή, φτάνοντας στον αριθμό 29.000 κατά το 1921). Έως το 1954, γύρω στις 580.000 άτομα είχαν μεταναστεύσει προς τις υπερωκεάνιες χώρες23 (Πίνακας 11.4).

pinakas 11.4

Σημείωση: Η καταγραφή των μεταναστευτικών ρευμάτων την περίοδο αυτή αφορά μόνο στην υπερωκεάνια μετανάστευση.
Πηγή: ΕΣΥΕ (1980, σελ. 95), ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1984, σελ. 46, Πίνακας II.31).

Πίνακας 11.4: Μετανάστες από την Ελλάδα προς το εξωτερικό την περίοδο 1821-1954. 

 

Η μεταπολεμική περίοδος χαρακτηρίζεται από περαιτέρω ένταση των μεταναστευτικών ρευμάτων εκροής. Συνολικά, την περίοδο αυτή, πάνω από 1,2 εκατομμύρια άτομα μετανάστευσαν από την Ελλάδα προς το εξωτερικό (Πίνακας 11.5). Τα μεγέθη ήταν ιδιαίτερα υψηλά κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1960 και ειδικότερα μεταξύ 1963 και 1965, όπου, σε ετήσια βάση, μετανάστευαν πάνω από 100.000 άτομα.

pinakas 11.5

Πηγή:Kotzamanis (2000, Παράρτημα, σελ. 202, Πίνακας 1)

Πίνακας 11.5 Μετανάστες από την Ελλάδα προς το εξωτερικό την περίοδο 1955-1977. 

 

Ένα από τα χαρακτηριστικά της ελληνικής μεταναστευτικής εκροής είναι η σταδιακή αλλαγή της γεωγραφικής κατεύθυνσης των μεταναστευτικών ρευμάτων προς το εξωτερικό. Σταδιακά οι Ηνωμένες Πολιτείες παύουν να αποτελούν τη βασικότερη χώρα υποδοχής ελλήνων υπηκόων, δίνοντας τη θέση τους σε ευρωπαϊκές χώρες, με προεξέχουσα την Γερμανία (Πίνακες 11.4-11.6).

pinakas 11.6

Πηγή: ΕΣΥΕ (1980, σελ. 101, Πίνακας 46), ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1978, σελ. 60, Πίνακας II.42), Kotzamanis (2000, Παράρτημα, σελ. 204, Πίνακας 3) και ίδιοι υπολογισμοί.

Πίνακας 11.6 Μετανάστες από την Ελλάδα την περίοδο 1955-1977 κατά χώρα υποδοχής.

 

Πριν το 1955, η πλειονότητα των μεταναστών κατευθύνονταν στις υπερπόντιες χώρες και ειδικότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες (πάνω από 8 στους 10 μετανάστες), ενώ κατά τη μεταπολεμική περίοδο (1955-1977), ο αριθμός των μεταναστών με προορισμό την Ευρώπη (γύρω στις 760 χιλιάδες) ήταν περίπου 1,7 φορές υψηλότερος από αυτόν που κατευθύνθηκε προς τις υπερπόντιες χώρες (γύρω στις 440 χιλιάδες). Την περίοδο αυτή (Πίνακας 11.6), περίπου 1 στους 2 μετανάστες κατευθύνθηκε προς τη Γερμανία (51,6%). Τα ποσοστά προς τις άλλες χώρες παρέμειναν σχετικά χαμηλά, με τα υψηλότερα από αυτά να καταγράφονται για την Αυστραλία (14,2%) και τις ΗΠΑ (11,6%).

Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό των μεταναστευτικών ρευμάτων της μεταπολεμικής περιόδου, είναι τα σημαντικά ρεύματα παλιννόστησης που επισήμως καταγράφηκαν για την περίοδο 1968-1977 (Πίνακας 11.7).

pinakas 11.7

 

Πηγή: ΕΣΥΕ (1980, σελ. 101, Πίνακας 46), ΕΣΥΕ, Στατιστικές Επετηρίδες (διάφορα έτη) και ίδιοι υπολογισμοί.

Πίνακας 11.7 Μετανάστες από την Ελλάδα την περίοδο 1955-1977 και παλιννοστούντες την περίοδο 1968-1977.

 

Ουσιαστικά, στο διάστημα περίπου μιας δεκαετίας, οι παλιννοστούντες ανέρχονταν περίπου στους 230.000 άτομα, νούμερο το οποίο αντιστοιχεί στο 19,2% της μεταναστευτικής εκροής της περιόδου 1955-1977. Τα ρεύματα παλιννόστησης, τα οποία είναι σε συνάρτηση με την απόσταση μεταξύ της Ελλάδας και της χώρας υποδοχής, ήταν υψηλότερα για την περίπτωση των ευρωπαϊκών χωρών, όπου σε 10 μετανάστες αντιστοιχούσαν 2 παλιννοστούντες (21,6%) από ό,τι για τις υπερπόντιες χώρες όπου αντιστοιχούσε περίπου 1 (13,1%).

Οι διαφορές που παρατηρήθηκαν σχετικά με τον τόπο καταγωγής των Ελλήνων υπηκόων που μετανάστευσαν στο εξωτερικό, αποτελεί μια επιπλέον διάσταση του μεταναστευτικού φαινομένου. Ειδικότερα, για την περίοδο 1955-1977 (Διάγραμμα 11.4), η πλειονότητα των μεταναστών προέρχονταν από τη Μακεδονία (31,6%), ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά αφορούν σ’ αυτούς που προέρχονταν από τα Ιόνια Νησιά (2,5%). Γενικά, η μεταπολεμική μετανάστευση αφορά στις σχετικά πιο πρόσφατες απελευθερωμένες περιοχές, των οποίων οι κάτοικοι μετανάστευσαν, κυρίως στην Ευρώπη. Αντίθετα, επειδή τα πρώτα μεταναστευτικά ρεύματα προς τις υπερπόντιες χώρες προέρχονταν από τις τότε απελευθερωμένες περιοχές (π.χ. την Πελοπόννησο), οι κάτοικοι των περιοχών αυτών μετανάστευσαν, και κατά την μεταπολεμική περίοδο, κυρίως προς τις υπερατλαντικές χώρες.

diagramma 11.4

Πηγή:Kotzamanis (2000, Παράρτημα, σελ. 204, Πίνακας 5).

Διάγραμμα 11.4 Έλληνες υπήκοοι  που μετανάστευσαν στο εξωτερικό κατά γεωγραφικό διαμέρισμα προέλευσης (1955-1977), (ως % του συνολικού αριθμού μεταναστών).  

 

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η εικόνα αναφορικά με τη σημαντικότητα της μεταναστευτικής εκροής ανά γεωγραφικό διαμέρισμα είναι αρκετά διαφορετική, εάν ληφθεί υπόψη ο συνολικός πληθυσμός της κάθε γεωγραφικής περιοχής (Διάγραμμα 11.5). Έτσι, ενώ θα μπορούσε να ειπωθεί ότι, κατά τη μεταπολεμική περίοδο περίπου 6 στα 1.000 άτομα (6,3) μετανάστευσαν από την Ελλάδα προς το εξωτερικό, το μέγεθος αυτό είναι 2 και 1,6 φορές υψηλότερο για την Θράκη (12,8) και την Ήπειρο (10,1), ενώ είναι ιδιαίτερα χαμηλό για την Υπόλοιπη Στερεά και Εύβοια (2,3).

diagramma 11.5

 

 

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΣΥΕ (1980, σελ. 10, Πίνακας 1, σελ. 100, Πίνακας 45), ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 45-46, Πίνακας II.6) και Kotzamanis (2000, Παράρτημα, σελ. 204, Πίνακας 5).

Διάγραμμα 11.5 Έλληνες υπήκοοι που μετανάστευσαν στο εξωτερικό κατά γεωγραφικό διαμέρισμα προέλευσης (1955-1977). Μέσος ετήσιος αριθμός για 1.000 άτομα του συνολικού πληθυσμού του γεωγραφικού διαμερίσματος.

 

11.3. Η Ελλάδα ως χώρα εισροής μεταναστών

Οι πολιτικές αλλαγές οι οποίες συντελέστηκαν στις βαλκανικές χώρες και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης στο τέλος της δεκαετίας του 1980 συνοδεύτηκαν με ένταση των μεταναστευτικών ρευμάτων προς την Ελλάδα. Ήδη, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, συρρικνώνεται σημαντικά η μεταναστευτική εκροή ελλήνων υπηκόων στο εξωτερικό. Έτσι, η Ελλάδα, όπως και το σύνολο των χωρών του ευρωπαϊκού νότου μετατρέπεται από χώρα εκροής σε χώρα εισροής μεταναστών.

Πολλοί είναι οι παράγοντες που συντελούν στη μετατροπή αυτή. Μάλιστα, η σφαιρική αποτύπωσή τους υπαγορεύει την εξέταση των παραγόντων αυτών τόσο από την σκοπιά της χώρας υποδοχής (Ελλάδα) όσο και από την πλευρά των χωρών αποστολής των μεταναστών. Επιπλέον, αυτοί οι προσδιοριστικοί παράγοντες πολύ συχνά πρέπει να εξετάζονται συνδυαστικά και όχι μεμονωμένα.

Στην Ελλάδα, η διαχρονική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης αποτέλεσε ένα δυνητικό παράγοντα προσέλκυσης μεταναστών που προέρχονταν από χώρες με χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο. Αναμφίβολα, ο παράγοντας αυτός, έδρασε συμπληρωματικά, σε σχέση με τρεις επιπλέον διαστάσεις: την ένταξη της χώρας στην Ε.Ε., τη γεωγραφική της θέση, καθώς και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς εργασίας. Η σημασία των δύο πρώτων διαστάσεων θα πρέπει μάλλον να αποδοθεί στη δυνατότητα που παρέχεται στους μετανάστες να εκλάβουν την είσοδό τους Ελλάδα ως πρώτο βήμα προκειμένου να εισέλθουν και να μετακινηθούν στο εσωτερικό της Ε.Ε. Επιπρόσθετα, η Ελλάδα παρείχε στους μετανάστες, τη δυνατότητα απασχόλησής τους σε τομείς που δε απαιτούν επαγγελματική εξειδίκευση και στους οποίους συχνά ανθεί η παράνομη εργασία. Ο γεωργικός τομέας, ο τομέας των κατασκευών, ο τομέας του τουρισμού και ο τομέας της παροχής υπηρεσιών σε νοικοκυριά, οι οποίοι αποτελούσαν βασικούς τομείς της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα, διευκόλυναν την προσέλκυση μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού, το οποίο ήταν ανειδίκευτο και το οποίο, μέσα σ’ ένα πλαίσιο περιοριστικών μέτρων για τη μετανάστευση, δέχτηκε να απασχοληθεί παράνομα.

Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας, ως προσδιοριστικός παράγοντας της μετανάστευσης, θα πρέπει να εξεταστεί παράλληλα με τις κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές που συντελέστηκαν στις βαλκανικές χώρες. Αναμφίβολα, ο εκδημοκρατισμός των χωρών αυτών, σε συνδυασμό με τη γεωγραφική γειτνίαση με την Ελλάδα, συσχετίζεται, με την ένταση των μεταναστευτικών ρευμάτων από την Αλβανία και την Βουλγαρία κατά την δεκαετία του 1990. Αν και οι διαφορές στο βιοτικό επίπεδο μεταξύ της Ελλάδας και των βαλκανικών χωρών προϋπήρχαν της μετανάστευσης, η έναρξη των μεταναστευτικών ρευμάτων προς την Ελλάδα συνδέεται με τις αλλαγές στο πολιτικό καθεστώς των χωρών αυτών. Ουσιαστικά, οι αλλαγές αυτές επέτρεψαν την εκδήλωση μεταναστευτικών ρευμάτων που δυνητικά προϋπήρχαν αλλά ήταν σε μια κάπως «υπνώζουσα» κατάσταση. Κατά τον ίδιο τρόπο, στην πιο πρόσφατη περίοδο, το μεταναστευτικό φαινόμενο στην Ελλάδα δε θα μπορούσε να παραμείνει ανεπηρέαστο από τις πολεμικές συγκρούσεις σε σχετικά γειτονικές περιοχές (π.χ. Συρία), οι οποίες ακολουθούνται από σημαντικά ρεύματα προσφύγων προς την Ελλάδα και την Ευρώπη γενικότερα.

11.3.1. Εθνικότητα και αύξηση του αριθμού των αλλοδαπών στην Ελλάδα

Η διαχρονική αύξηση του αριθμού των αλλοδαπών, αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της μετανάστευσης προς την Ελλάδα. Οι απογραφές του πληθυσμού από το 1951 έως σήμερα, επιτρέπουν μια πρώτη ποσοτική αποτύπωση του πληθυσμού ξένης εθνικότητας στη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου (Πίνακας 11.8).

pinakas 11.8

Πηγή: Αποτελέσματα Απογραφών. ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1955, σελ. 52, Πίνακας 30), ΕΣΥΕ, (1962, Απογραφή 1961, Τεύχος I, Δημογραφικά χαρακτηριστικά, σελ. 31, Πίνακας I.7), CouncilofEurope (1996, σελ. 155-158, Πίνακας GR-7) και ΕΛΣΤΑΤ (2015α και 2015β).

Πίνακας 11.8 Αλλοδαποί και γηγενείς στην Ελλάδα κατά τα έτη των απογραφών (1951-2011).

 

Η διαχρονική αύξηση του αριθμού των αλλοδαπών, αφορά κυρίως τη δεκαετία του 1990 αφού ο αριθμός τους από 167 χιλιάδες το 1991, αυξάνει σε 762 χιλιάδες άτομα το 2001 και το αντίστοιχο ποσοστό τους στο συνολικό πληθυσμό μεταβάλλεται από 1,6% σε 7%. Ο μεταναστευτικός πληθυσμός εξακολουθεί να αυξάνει, αν και με χαμηλότερους ρυθμούς, κατά την περίοδο 2001-2011. Γενικά, ενώ το φαινόμενο της παρουσίας των αλλοδαπών στην Ελλάδα ήταν, από ποσοτική άποψη, οριακό στην αρχή της μεταπολεμικής περιόδου, το φαινόμενο αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία, αφού το 2011 το μέγεθος του πληθυσμού αυτού είναι πάνω από 900 χιλιάδες και το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται στο 8,4% περίπου.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί η μείωση του μεταναστευτικού πληθυσμού κατά την δεκαετία του 1980. Η μείωση αυτή (βλ. παρακάτω) αφορά συγκριμένες εθνικότητες και ειδικότερα άτομα που προέρχονται από ευρωπαϊκές χώρες, από τις Η.Π.Α και την Αυστραλία.

Σημαντικές αλλαγές συντελούνται διαχρονικά αναφορικά με την εθνικότητα των αλλοδαπών στην Ελλάδα. Στον Πίνακα 11.9 αποτυπώνεται ο πληθυσμός της Ελλάδας με βάση την εθνικότητα στα έτη των απογραφών 1971-2011. Εάν εστιαστεί κάποιος περισσότερο στην περίοδο μετά το 1991, θα παρατηρήσει ότι η αύξηση του αριθμού των αλλοδαπών τη δεκαετία του 1990 σχετίζεται με την αύξηση αυτών που προέρχονται από ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως από την Αλβανία και τη Βουλγαρία, ενώ κατά την πρόσφατη δεκαετία (2001-2011), η αύξηση εξακολουθεί μεν να σχετίζεται με ευρωπαϊκές εθνικότητες, αλλά παράλληλα διευρύνεται σημαντικά ο αριθμός των ατόμων που προέρχονται από την Ασία και την Αφρική.

 pinakas 11.9

 

Σημείωση: *Ρωσική Ομοσπονδία από το 1991, **Σερβία και Μαυροβούνιο από το 1991.
Πηγή: Αποτελέσματα Απογραφών. CouncilofEurope (1996, σελ. 155-158, Πίνακας GR-7), ΕΛΣΤΑΤ (2015α και 2015β) και ίδιοι υπολογισμοί.

Πίνακας 11.9 Πληθυσμός κατά εθνικότητα στην Ελλάδα (1971-2011).

 

Ειδικότερα για την δεκαετία του 1990, η αύξηση κατά 513.813 επήλθε ως συνέπεια της αύξησης των ατόμων με εθνικότητα από την Αλβανία (αύξηση κατά 417.480) και ως ένα βαθμό από τη Βουλγαρία (αύξηση κατά 32.691). Με άλλα λόγια, περίπου το 70% της συνολικής αύξησης του αλλοδαπού πληθυσμού στην Ελλάδα την περίοδο 1991-2001 σχετίζεται με άτομα αλβανικής εθνικότητας, ενώ το αντίστοιχο μέγεθος για τη δεύτερη σε σημαντικότητα εθνικότητα (Βουλγαρία) ήταν γύρω στο 5,5%. Η διεύρυνση του αριθμού των ατόμων από τη Γεωργία ήταν επίσης σημαντική (περίπου το 3,8% της συνολικής αύξησης του αριθμού των αλλοδαπών σχετίζεται με την συγκεκριμένη εθνικότητα). Γενικά, το 86,4% της συνολικής μεταβολής αφορά σε ευρωπαϊκές εθνικότητες, ενώ το αντίστοιχο μέγεθος για τις χώρες της Ασίας και κυρίως της Αφρικής, της Αμερικής και της Ωκεανίας είναι σχετικά περιορισμένο (11%, 1,2%, 1,1% και 0,4% αντίστοιχα).

Την περίοδο 2001-2011, το μέγεθος του αλλοδαπού πληθυσμού αυξάνει περίπου κατά 150.000 άτομα, δηλαδή αισθητά λιγότερο από το αντίστοιχο μέγεθος της δεκαετίας του 1990. Η συμβολή των ευρωπαϊκών εθνικοτήτων ανέρχεται σε 108.526 άτομα (ή αλλιώς το 72,4% της συνολικής αύξησης), λόγω της αύξησης που αφορά στα άτομα από την Ρουμανία (αύξηση κατά 44.321 άτομα ή ποσοστό 29,6% της συνολικής αύξησης), την Αλβανία (αύξηση κατά 42.815 άτομα ή ποσοστό 28,6% της συνολικής αύξησης) και τη Βουλγαρία (αύξηση κατά 40.813 άτομα ή ποσοστό 27,2% της συνολικής αύξησης), αλλά και της μείωσης για εθνικότητες χωρών όπως η Γαλλία, η Κύπρος και η Ρωσική Ομοσπονδία. Η ένταξη της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας στην Ε.Ε. πιθανότατα σχετίζεται με τη διευρυμένη σημασία των δύο αυτών εθνικοτήτων για την αύξηση του αλλοδαπού πληθυσμού κατά την πρόσφατη δεκαετία.

Παράλληλα, διευρύνεται η προσέλευση εθνικοτήτων από χώρες της Ασίας και της Αφρικής, ενώ συρρικνώνεται αυτή που αφορά στην Αμερική και την Ωκεανία. Συγκεκριμένα, τα άτομα που προέρχονται από τις χώρες της Ασίας αυξάνουν τον αριθμό τους κατά 48.859 (33,3% της συνολικής αύξησης), ενώ για τις χώρες της Αφρικής η αύξηση είναι της τάξης των 10.146 ατόμων (6,8% της συνολικής αύξησης). Για τις χώρες της Ασίας, τα σημαντικότερα μεγέθη αφορούν κυρίως στο Πακιστάν και ως έναν βαθμό το Αφγανιστάν και το Μπαγκλαντές (αύξηση κατά 23.047, 6.540, 6.222 ή αλλιώς 15,4%, 4,4% και 4,2% της συνολικής αύξησης αντίστοιχα). Στην περίπτωση της Αφρικής, πρόκειται, κυρίως, για άτομα που προέρχονται από την Αίγυπτο και τη Συρία (αύξηση κατά 3.007, και 2.76 ή αλλιώς 2,0% και 1,4% της συνολικής αύξησης). Με άλλα λόγια, παρά τις όποιες διαχρονικές μεταβολές, η αύξηση του αλλοδαπού πληθυσμού στην Ελλάδα εξακολουθεί να σχετίζεται, αν και λιγότερο σε σχέση με το παρελθόν, με τα άτομα που προέρχονται από ευρωπαϊκές χώρες.

11.3.2. Αλλαγές στην κατά εθνικότητα σύνθεση του αλλοδαπού πληθυσμού στην Ελλάδα

Η διαφορετική συμβολή της κάθε εθνικότητας στην αύξηση του μεταναστευτικού πληθυσμού στην Ελλάδα, αναμφίβολα μετέβαλε την κατά εθνικότητα σύνθεση του πληθυσμού αυτού. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1991 σε 100 αλλοδαπούς περίπου οι 67 προέρχονταν από την Ευρώπη, οι 5 από την Αφρική, οι 12 από την Αμερική, οι 11 από την Ασία και οι 4 από την Ωκεανία (Πίνακες 11.10).

pinakas 11.10

Πηγή: Αποτελέσματα Απογραφών. CouncilofEurope (1996, σελ. 155-158, Πίνακας GR-7), ΕΛΣΤΑΤ (2015α και 2015β) και ίδιοι υπολογισμοί.

Πίνακας 11.10 Εθνικότητα του αλλοδαπού πληθυσμού στην Ελλάδα με βάση την Ήπειρο στην οποία ανήκει η χώρα προέλευσης (1991-2011). (ως % tτου συνολικού αριθμού αλλοδαπών στο αντίστοιχο έτος).  

 

Είκοσι χρόνια όμως αργότερα, τα αντίστοιχα μεγέθη ήταν 80, 3, 1, 15 και 0. Όπως και στην περίπτωση της διαχρονικής αύξησης του αριθμού των αλλοδαπών, τα διευρυμένα ποσοστά αλλοδαπών από την Ευρώπη, αφορούν στα άτομα με προέλευση κυρίως την Αλβανία, αλλά και τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία (Πίνακας 11.11). Συγκεκριμένα, ενώ το 1991, οι αλλοδαποί που προέρχονταν από τις τρείς αυτές χώρες αποτελούσαν μόλις το 14,9% του συνολικού μεταναστευτικού πληθυσμού, το αντίστοιχο μέγεθος έφτασε το 62,4% το 2001 και το 66,1% το 2011 (52,7%, 8,3% και 5,1% για τις τρείς χώρες αντίστοιχα το 2011).

pinakas 11.11

Πηγή: Αποτελέσματα Απογραφών. CouncilofEurope (1996, σελ. 155-158, Πίνακας GR-7), ΕΛΣΤΑΤ (2015α και 2015β) και ίδιοι υπολογισμοί.

Πίνακας 11.11 Οι πέντε σημαντικότερες χώρες της Ε.Ε. και οι δέκα σημαντικότερες χώρες εκτός Ε.Ε., ως χώρες προέλευσης αλλοδαπών που βρίσκονταν στην Ελλάδα (1991-2011). (ως % του συνολικού αριθμού αλλοδαπών στο αντίστοιχο έτος).  


Η διευρυμένη παρουσία αλλοδαπών από την Ασία, συναρτάται με τη διαχρονική αύξηση του ποσοστού αυτών που προέρχονται από το Πακιστάν, την Ινδία και το Μπαγκλαντές. Ειδικότερα για το Πακιστάν, τα ποσοστά αυξήθηκαν από 1,1% το 1991, σε 1,5 το 2001 και σε 3,7% το 2011. Αντίθετα, για τα άτομα που προέρχονται από τις Φιλιππίνες, μια χώρα με σχετικά μακροχρόνια εμπειρία ως χώρα αποστολής μεταναστών προς την Ελλάδα, τα ποσοστά συρρικνώνονται διαχρονικά (από 2,2% το 1991 σε 1,1% το 2011). Σχετικά παρόμοια εξέλιξη παρατηρείται και για την Αίγυπτο, η οποία επίσης αποτελεί ιστορικά μια χώρα προέλευσης μεταναστών που ζουν στην Ελλάδα, αφού ο σχετικός αριθμός υπηκόων της χώρας αυτής συρρικνώνεται από 2,4% το 1991 σε 1,1% το 2011.

11.3.3. Διαφοροποιήσεις γηγενούς και αλλοδαπού πληθυσμού αναφορικά με την σύνθεση κατά ηλικία και φύλο

Μία από τις βασικές διαφοροποιήσεις δημογραφικού χαρακτήρα, μεταξύ αλλοδαπού και γηγενούς πληθυσμού, είναι ότι, ο μεταναστευτικός πληθυσμός παρουσιάζει νεανικότερη κατά ηλικία δομή από αυτήν του πληθυσμού της χώρας υποδοχής. Η διαφοροποίηση αυτή κατά κύριο λόγο οφείλεται στο γεγονός ότι, η ροπή προς μετανάστευση είναι συνάρτηση της ηλικίας των ατόμων και αφορά ειδικότερα τις ηλικίες 20 έως 44 ετών.

Προκειμένου να αναδειχθεί η διαφορετική ηλιακή σύνθεση των δύο πληθυσμών στην Ελλάδα, υπολογίστηκε αρχικά, η κατά ηλικία δομή γηγενών και αλλοδαπών, ως ποσοστό της κάθε ηλικιακής ομάδας στον συνολικό πληθυσμό των αλλοδαπών και των γηγενών αντίστοιχα. Στη συνέχεια, εκτιμήθηκε ο λόγος των ποσοστών αυτών (ποσοστό στους αλλοδαπούς/ποσοστό στον γηγενή πληθυσμό) για κάθε ηλικιακή ομάδα συνολικά, αλλά και κατά φύλο. Όταν ο λόγος αυτός είναι ίσος με τη μονάδα δεν υπάρχει διαφοροποίηση στην κατά ηλικία σύνθεση, ενώ το αντίθετο ισχύει σε κάθε άλλη περίπτωση.

Τα αποτελέσματα του προαναφερόμενου υπολογισμού απεικονίζονται στο Διάγραμμα 11.6.

diagramma 11.6

Σημείωση: Όταν ο λόγος είναι ίσος με την μονάδα τότε δεν υπάρχουν διαφορές στην κατά ηλικία σύνθεση των δύο πληθυσμών.
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ (2015γ) και ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 11.6 Διαφορές στην κατά ηλικία σύνθεση του αλλοδαπού και του γηγενούς πληθυσμού στην Ελλάδα (2011). (Λόγος αλλοδαπών/γηγενείς αναφορικά με το ποσοστό της κάθε ηλικιακής ομάδας στον συνολικό πληθυσμό αλλοδαπών και γηγενών αντίστοιχα).

 

Η στενή σχέση μεταξύ «νεανικότητας» και μετανάστευσης αποτυπώνεται στο γεγονός ότι, στις ηλικίες 20 έως 44 ετών, τα ποσοστό των αλλοδαπών (ως προς το συνολικό πληθυσμό των αλλοδαπών), είναι 1,4 έως 1,8 φορές υψηλότερα από αυτά που συναντώνται στον γηγενή πληθυσμό. Επίσης, τα ποσοστά είναι υψηλότερα στις πολύ νεαρές ηλικίες (0-9 ετών), πιθανότατα λόγω της διαφορετικής αναπαραγωγικής συμπεριφοράς γηγενών και αλλοδαπών (βλ. παρακάτω ενότητα 12.3). Αντίθετα, ο χαμηλός αριθμός μεταναστών στις ηλικίες 45 ετών και άνω, σε συνδυασμό με τη γήρανση του γηγενούς πληθυσμού, εξηγεί γιατί ο υπολογιζόμενος λόγος είναι χαμηλότερος από τη μονάδα στις προαναφερόμενες ηλικίες. Μάλιστα, οι διαφορές είναι πιο έντονες στην περίπτωση των γυναικών, κάτι που θα πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ό,τι ο λόγος φύλων είναι διαφορετικός για κάθε πληθυσμό.

Είναι χαρακτηριστικό ό,τι (Πίνακας 11.12), ενώ στο γηγενή πληθυσμό σε 100 γυναίκες αντιστοιχούν 95 άνδρες, στον αλλοδαπό πληθυσμό η σχέση είναι αντίστροφη (σε 100 γυναίκες αντιστοιχούν 105 άνδρες). Μάλιστα, ανακύπτουν ιδιαίτερα σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των εθνικοτήτων. Έτσι, ενώ η μετανάστευση από το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές αφορά τον ανδρικό πληθυσμό, αφού σε 100 γυναίκες αντιστοιχούν 2.235 και 1.325 άνδρες, στην περίπτωση της Βουλγαρίας, των Φιλιππίνων και κυρίως της Ουκρανίας και της Ρωσικής Ομοσπονδίας η μετανάστευση αφορά γυναίκες (σε 100 γυναίκες αντιστοιχούν 61, 44, 27 και 25 άνδρες αντίστοιχα). Πέρα από το γεγονός ότι, οι διαφορές αυτές δύναται να αντικατοπτρίζουν διαφορετικές μεταναστευτικές στρατηγικές για κάθε εθνικότητα, η διάσταση του τομέα απασχόλησης και του επαγγέλματος που ασκούν οι μετανάστες (άνδρες και γυναίκες) αναμφίβολα αποτυπώνεται στους διαφορετικούς λόγους φύλων για κάθε εθνικότητα.

pinakas 11.12

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ (2015β) και ίδιοι υπολογισμοί.

Πίνακας 11.12 Λόγος φύλου (αριθμός ανδρών για 100 γυναίκες) στον αλλοδαπό και τον γηγενή πληθυσμό στην Ελλάδα (2011).

 

Επιπλέον, εάν η σχέση ανδρών και γυναικών εξεταστεί με βάση την ηλικία των ατόμων, προκύπτουν σημαντικές διαφορές μεταξύ γηγενών και αλλοδαπών (Διάγραμμα 11.7). Στην περίπτωση του γηγενούς πληθυσμού, η σχέση ανδρών/γυναικών είναι προς όφελος των πρώτων έως την ηλικία των 30 ετών, ενώ ισχύει το αντίστροφο για τις ηλικίες των 45 ετών και άνω. Ουσιαστικά, η διαφοροποίηση πριν την ηλικία των 30 ετών συναρτάται με το γεγονός ότι, αναλογικά γεννιούνται περισσότερα αγόρια από ό,τι κορίτσια και παράλληλα η θνησιμότητα έως την ηλικία των 30 ετών δεν παρουσιάζει διαφοροποιήσεις μεταξύ των φύλων. Αντίθετα, η υψηλότερη θνησιμότητα των ανδρών στις ηλικίες άνω των 45 ετών αιτιολογεί γιατί ο λόγος φύλων είναι προς όφελος των γυναικών στις ηλικίες αυτές.

diagramma 11.7

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ (2015γ) και ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 11.7 Λόγος φύλου (αριθμός ανδρών για 100 γυναίκες) κατά ηλικιακές ομάδες στον αλλοδαπό και τον γηγενή πληθυσμό στην Ελλάδα (2011).

 

Αναφορικά με τον πληθυσμό των αλλοδαπών, η σχετική υπέρ-εκπροσώπηση των ανδρών στις ηλικίες κάτω των 45 ετών, πιθανότατα συναρτάται με την προαναφερόμενη σχέση μεταξύ ηλικίας και μετανάστευσης και με το ότι σε πολλές εθνικότητες, η μετανάστευση αφορά κυρίως τους άνδρες. Τέλος, η υπέρ-εκπροσώπηση των γυναικών, μετά την ηλικία των 45 ετών, θα πρέπει πιθανότατα να συνδυαστεί με την απασχόληση αλλοδαπών γυναικών στον τομέα της παροχής υπηρεσιών σε οικογένειες.

 

11.4. Γονιμότητα αλλοδαπών και γηγενών στην Ελλάδα

Τα τελευταία χρόνια, η ανάλυση της γονιμότητας με γνώμονα την εθνικότητα των ατόμων αποτελεί αντικείμενο όλο και μεγαλύτερου αριθμού μελετών. Αρχικά το ενδιαφέρον είναι δημογραφικής φύσης, από την άποψη ότι, συνήθως η γονιμότητα των μεταναστών είναι υψηλότερη από αυτήν που παρατηρείται στις χώρες υποδοχής. Κατά συνέπεια, πιστεύεται ότι η αναπαραγωγική συμπεριφορά των αλλοδαπών συμβάλλει στο δημογραφικό δυναμισμό της χώρας υποδοχής, διάσταση η οποία αποκτά ιδιαίτερη σημασία, όταν η γονιμότητα στη χώρα αυτή βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα.

Ένα επιπλέον ενδιαφέρον σημείο αφορά στην πιθανή διαχρονική σύγκλιση των επιπέδων γονιμότητας μεταξύ αλλοδαπών και γηγενών, εξέλιξη η οποία θεωρείται ότι αντικατοπτρίζει τον βαθμό κοινωνικο-οικονομικής ένταξης των μεταναστών στη χώρα υποδοχής. Πλήθος αναλύσεων επικεντρώνονται στην ανάλυση του κατά πόσο και με ποιον τρόπο η μετανάστευση επηρεάζει την αναπαραγωγική συμπεριφορά των ατόμων που μεταναστεύουν και σε ποιoν βαθμό οι αλλαγές στην αναπαραγωγική συμπεριφορά αποτελούν συνάρτηση της διάρκειας παραμονής των αλλοδαπών στη χώρα στην οποία έχουν μεταναστεύσει.

Η εκτίμηση της γονιμότητας με βάση την εθνικότητα των ατόμων απαιτεί δύο σειρές δεδομένων: α) τις γεννήσεις κατά ηλικία και εθνικότητα της μητέρας και β) τον (μέσο) πληθυσμό των γυναικών κατά ηλικία και εθνικότητα. Στην Ελλάδα, η καταγραφή των γεννήσεων με βάση την εθνικότητα ξεκίνησε το 2004, γεγονός που δεν επιτρέπει ασφαλείς εκτιμήσεις αναφορικά με τη γονιμότητα αλλοδαπών και γηγενών πριν από το έτος αυτό.

Επιπλέον, όπως συμβαίνει σε πολλές χώρες υποδοχής, δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία για τον πληθυσμό των γυναικών ανά εθνικότητα σε ετήσια βάση. Οι όποιες διαθέσιμες πηγές (π.χ. Έρευνα Εργατικού Δυναμικού, στατιστικές μετανάστευσης) είτε δεν παρέχουν αξιόπιστα αναλυτικά στοιχεία ανά εθνικότητα είτε δεν καλύπτουν όλη την περίοδο από το 2004 και μετά. Ουσιαστικά στην Ελλάδα, η πηγή που μπορεί να θεωρηθεί ως η πλέον αξιόπιστη για την πληθυσμό ανά εθνικότητα είναι η απογραφή του πληθυσμού, γεγονός που, σε συνδυασμό με την καταγραφή των γεννήσεων ανά εθνικότητα, επιτρέπει αξιόπιστες εκτιμήσεις για την γονιμότητα με βάση την εθνικότητα των μητέρων για το έτος 2011.

Στην παρούσα ενότητα παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων αυτών αναλυτικά κατά εθνικότητα για το έτος 2011. Για την ακρίβεια, γίνεται λόγος για τις εθνικότητες στις οποίες ο αριθμός των γεννήσεων είναι ικανοποιητικά σημαντικός προκειμένου η μέτρηση της γονιμότητας να είναι αξιόπιστη. Επίσης, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα εκτιμήσεων για την γονιμότητα αλλοδαπών (συνολικά και όχι ανά εθνικότητα) και γηγενών για την περίοδο 2004-2012, με βάση κάποιες εκτιμήσεις για τους αντίστοιχους πληθυσμούς των γυναικών σε ετήσια βάση κατά την προαναφερόμενη περίοδο.

 

11.4.1. Γονιμότητα κατά εθνικότητα στην Ελλάδα το έτος 2011

11.4.1.1 Ένταση και χρονοδιάγραμμα της γονιμότητας στην Ελλάδα: η διάσταση της εθνικότητας.

Στον Πίνακα 11.13 συνοψίζονται τα αποτελέσματα αναφορικά με τα επίπεδα γονιμότητας κατά εθνικότητα στην Ελλάδα το 2011. Στον πίνακα περιέχονται μόνο οι εθνικότητες για τις οποίες ο αριθμός των γεννήσεων ήταν τουλάχιστον 100. Επιπλέον, τα αποτελέσματα δίνονται με βάση ορισμένες ομαδοποιήσεις χωρών. Οι ομαδοποιήσεις αυτές είτε είναι γεωγραφικού χαρακτήρα είτε σχετίζονται με την κατάταξη των χωρών,ανάλογα με τον βαθμό οικονομικής ανάπτυξής τους.

pinakas 11.13

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2015γ και 2015δ). 

Πίνακας 11.13 Γονιμότητα κατά χώρα εθνικότητας στην Ελλάδα, 2011.


Παρατηρείται ότι η γονιμότητα των αλλοδαπών συνολικά (2,16) ήταν κατά 1,6 φορές υψηλότερη από αυτή των γηγενών (1,33). Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι, με εξαίρεση τις γυναίκες από την Κύπρο (1,17), οι ελληνίδες είχαν τη χαμηλότερη γονιμότητα σε σχέση με όλες τις κατηγορίες εθνικοτήτων, εξετάζοντάς τες είτε ως μεμονωμένες εθνικότητες, είτε με βάση την ήπειρο στην οποία ανήκουν οι χώρες-εθνικότητες, είτε με γνώμονα τους όποιους οικονομικούς σχηματισμούς (ΕΕ_28).

Ένα επιπλέον αξιοπρόσεκτο στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι ο βαθμός οικονομικής ανάπτυξης των χωρών προέλευσης των μεταναστών, κατά κάποιο τρόπο αποτυπώνεται στην αναπαραγωγική τους συμπεριφορά. Έτσι, η υψηλότερη γονιμότητα (2,51) συναντάται στις αλλοδαπές που προέρχονται από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, η χαμηλότερη (2,10) σ’ εκείνες των οποίων οι χώρες γνωρίζουν ένα υψηλό βαθμό οικονομικής ανάπτυξης και η ενδιάμεση κατάσταση (2,38) σε όσες προέρχονται από χώρες με ένα μέσο βαθμό οικονομικής ανάπτυξης.

Είναι επίσης αξιοσημείωτο, ότι ενώ η υποσαχάρια Αφρική είναι από τις περιοχές με την υψηλότερη γονιμότητα στον πλανήτη, η γονιμότητα των γυναικών που προέρχονται από την περιοχή αυτή και ζουν στην Ελλάδα (2,48) είναι χαμηλότερη από αυτή των γυναικών με καταγωγή από την Βόρεια Αφρική (4,18). Το αποτέλεσμα αυτό πιθανότατα σχετίζεται με τον χαμηλό αριθμό γεννήσεων που μπορεί να επηρεάζει το υπολογιζόμενο επίπεδο γονιμότητας, χωρίς όμως να αποκλείεται η ύπαρξη ενός “selectivity effect”.

Δηλαδή είναι πιθανό ότι οι γυναίκες που προέρχονται από τις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής και μετανάστευσαν στην Ελλάδα, διαφοροποιούνται, από την άποψη της αναπαραγωγικής τους συμπεριφοράς, από αυτές που παρέμειναν στις χώρες τους. Είναι επίσης πιθανό να ισχύει το ίδιο, αν και προς την αντίθετη κατεύθυνση, για τις γυναίκες που προέρχονται από την Αίγυπτο και των οποίων η γονιμότητα είναι ιδιαίτερα υψηλή (4,49).

Γενικά, τα υψηλότερα επίπεδα γονιμότητας παρατηρούνται για τις γυναίκες που μετανάστευσαν από χώρες της Ασίας και ειδικότερα τη Συρία (5,49), την Κίνα (4,81), την Ινδία (4,10) και λιγότερο το Πακιστάν (3,23). Τέλος, εντύπωση προκαλεί η πολύ υψηλή γονιμότητα των γυναικών με αδιευκρίνιστη χώρα-εθνικότητα (5,99), το οποίο όμως μπορεί να συνδέεται με το γεγονός ότι η κατηγορία αυτή δεν αποτυπώνεται απαραίτητα με τον ίδιο τρόπο στα δεδομένα για τις γεννήσεις και σε αυτά που αφορούν στον πληθυσμό κατά εθνικότητα.

Ιδιαίτερα σημαντικές διαφορές, μεταξύ αλλοδαπών και γηγενών, ανακύπτουν αναφορικά με το κατά ηλικία πρότυπο, αλλά και με το χρονοδιάγραμμα της γονιμότητας. Οι αλλοδαπές γυναίκες φέρνουν στον κόσμο, κατά μέσο όρο, περισσότερα παιδιά και σε χαμηλότερη ηλικία από τις γηγενείς. Είναι χαρακτηριστικό ότι, το 2011, η μέση ηλικία απόκτησης των παιδιών ήταν τα 26,9 έτη για τις μετανάστριες, ενώ για τις γηγενείς τα 30,7 έτη (Πίνακας 11.13). Στο Διάγραμμα 11.8 παρέχονται επιπλέον πληροφορίες αναφορικά με τις προαναφερόμενες διαφοροποιήσεις. Εκτός από τις αλλοδαπές γυναίκες συνολικά, παρουσιάζεται και η περίπτωση των γυναικών από την Συρία και από την Αλβανία. Η πρώτη περίπτωση είναι ενδιαφέρουσα αφού οι γυναίκες αυτές είχαν την υψηλότερη γονιμότητα το 2011 και η δεύτερη περίπτωση γιατί, κατά το ίδιο έτος, οι γεννήσεις των γυναικών που κατάγονται από την Αλβανία αποτελούσαν το 58,9% του συνολικού αριθμού γεννήσεων που προέρχονταν από αλλοδαπές μητέρες.

diagramma 11.8

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2015γ και 2015δ).

Διάγραμμα 11.8 Το κατά ηλικία και εθνικότητα πρότυπο της γονιμότητας στην Ελλάδα το 2011.

 

Παρατηρείται ότι, οι διαφορές στην μέση γονιμότητα μεταξύ αλλοδαπών (συνολικά) και γηγενών σχετίζονται με τη σχετικά υψηλότερη γονιμότητα των πρώτων στις ηλικίες κάτω των 30 ετών. Η υψηλότερη γονιμότητα των ελληνίδων στις ηλικίες 30-39 ετών δεν αρκεί για να αντισταθμίσει τη διαφορά που παρατηρείται στις πιο νεαρές ηλικίες, και έτσι η γονιμότητα είναι χαμηλότερη από αυτή των γυναικών ξένης εθνικότητας. Τα σχετικά υψηλά επίπεδα γονιμότητας στις ηλικίες άνω των 30 ετών για τις γηγενείς, πιθανότατα αντικατοπτρίζουν μιας μορφής «αναπλήρωση της χαμένης γονιμότητας»: τα παιδιά που οι Ελληνίδες δεν έφεραν στον κόσμο στις πιο νεαρές ηλικίες, αναπληρώνονται, ως ένα βαθμό, από τις γεννήσεις που πραγματοποιούνται μετά την ηλικία των 30 ετών.

Τα μέγιστα επίπεδα γονιμότητας για τις μετανάστριες συναντώνται στις ηλικίες 20-24 και 25-29 ετών (133 και 131 γεννήσεις σε 1000 γυναίκες αντίστοιχα), ενώ για τις γηγενείς στις ηλικίες 30-34 ετών (97 γεννήσεις σε 1000 γυναίκες). Στην περίπτωση των γυναικών από την Συρία, η γονιμότητα είναι υψηλότερη και ταυτόχρονα συντελείται σε χαμηλότερες ηλικίες. Το μέγιστο επίπεδο αφορά στις ηλικίες 20-24 ετών (348/1000) και η μέση ηλικία απόκτησης παιδιών είναι τα 27,2 έτη (Πίνακας 11.13). Τέλος, στην περίπτωση των γυναικών από την Αλβανία, η γονιμότητά τους είναι πιο υψηλή από την γονιμότητα του συνόλου των αλλοδαπών στις ηλικίες κάτω των 29 ετών και ελαφρά ασθενέστερη από την ηλικία των 30 ετών και πάνω. Παράλληλα, το χρονοδιάγραμμα είναι πιο νεανικό, αφού, κατά μέσο όρο, αποκτούν παιδιά στην ηλικία των 26 ετών (Πίνακας 11.13).

11.4.1.2. Η συμβολή αλλοδαπών και γηγενών στην μέση γονιμότητα στην Ελλάδα το έτος 2011

Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ αλλοδαπών και γηγενών αναφορικά με τη γονιμότητά τους οδηγούν συχνά σε λανθασμένα συμπεράσματα αναφορικά με την επίπτωση της γονιμότητας των μεταναστών στη μέση γονιμότητα της χώρας υποδοχής. Η επίπτωση αυτή δε σχετίζεται μόνο με τις διαφορές στα επίπεδα γονιμότητας, αλλά και με το ποσοστό της κάθε πληθυσμιακής (αλλά και ηλικιακής ομάδας) στον συνολικό πληθυσμό. Για παράδειγμα, όπως φαίνεται παρακάτω, η γονιμότητα των γυναικών από την Συρία το 2011 ήταν μεν υψηλότερη περισσότερο από 4 φορές από αυτή των Ελληνίδων, αλλά, οι γυναίκες αυτές συνέβαλαν μόνο κατά 0,3% στη μέση γονιμότητα που παρατηρήθηκε στην Ελλάδα το ίδιο έτος.

Στον Πίνακα 11.14, αποτυπώνονται οι εκτιμήσεις για την επίπτωση γηγενών και αλλοδαπών στην μέση γονιμότητα στην Ελλάδα. Η ανάγνωση του πίνακα γίνεται ως εξής: η γονιμότητα των γηγενών γυναικών ηλικίας 20-24 ετών στην Ελλάδα ήταν 25 γεννήσεις για 1.000 γυναίκες (στήλη 2). Οι γυναίκες αυτές αποτελούσαν το 87,3% (στήλη 3) του συνολικού αριθμού γυναικών ηλικίας 20-24 ετών και συνεπώς η συμβολή τους στη συνολική γονιμότητα στις αντίστοιχες ηλικίες ήταν 22 (=25 x 87,3%) γεννήσεις στις 1.000 γυναίκες (στήλη 4).

pinakas 11.14

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2015γ και 2015δ).

Πίνακας 11.14 Συμβολή αλλοδαπών και γηγενών στην μέση γονιμότητα στην Ελλάδα (2011).

 

Αντίστοιχα στις ίδιες ηλικίες, η γονιμότητα των αλλοδαπών ήταν 133/1.000 (στήλη 5) και αποτελούσαν το υπόλοιπο 12,7% (στήλη 6) του συνολικού αριθμού των γυναικών ηλικίας 20-24 ετών. Συνεπώς, η συμβολή τους στη συνολική γονιμότητα της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας ήταν 17 γεννήσεις (=133 x 12,7%) για 1.000 γυναίκες (στήλη 6). Η συνολική γονιμότητα στις ηλικίες αυτές ήταν 39 γεννήσεις (=22+17) για 1.000 γυναίκες (στήλη 8) και η σχετική συμβολή των γηγενών (στήλη 9) ήταν 56,5% (=22/39), ενώ των αλλοδαπών (στήλη 10) ήταν 43,5% (=17/39). Η συνολική επίπτωση προκύπτει από το άθροισμα της επιμέρους απόλυτης συμβολής κατά ηλικιακή ομάδα για τις γηγενείς (232, στήλη 4) και τις αλλοδαπές (55, στήλη 7). Ανεξάρτητα από τις ηλικιακές ομάδες, η συμβολή συνολικά των γηγενών στην μέση γονιμότητα του έτους 2011 ήταν 81% και των αλλοδαπών 19%. Η συμβολή των τελευταίων ήταν ιδιαίτερα υψηλή στις πιο νεαρές ηλικίες (30,8%, 43,5% και 22,3% στις ηλικίες 15-19, 20-24 και 25-29 αντίστοιχα) και αρκετά περιορισμένη από την ηλικία των 30 ετών και άνω.

Αναμφίβολα, η κάθε εθνικότητα επηρέασε με διαφορετικό τρόπο την προαναφερόμενη διαδικασία, αφού η γονιμότητα είναι διαφορετική για τις μεμονωμένες εθνικότητες και επιπλέον, ο αριθμός των γυναικών σε κάθε ηλικιακή ομάδα μεταξύ 15-49 ετών είναι διαφορετικός. Στον Πίνακα 11.15 αποτυπώνεται η επίπτωση ορισμένων εθνικοτήτων στην μέση γονιμότητα στην Ελλάδα. Παράλληλα δίνεται και το ποσοστό των γεννήσεων που προέρχονται από μητέρες της αντίστοιχης εθνικότητας.

pinakas 11.15

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2015γ και 2015δ).

Πίνακας 11.15 Συμβολή αλλοδαπών (κατά εθνικότητα) στo επίπεδο γονιμότητας και στις γεννήσεις που παρατηρήθηκε στην Ελλάδα το 2011.


Γίνεται αντιληπτή η ιδιαίτερη σημασία της συμβολής των γυναικών που κατάγονται από την Αλβανία και σε λιγότερο βαθμό αυτών από την Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Ουσιαστικά από το 19% της συνεισφοράς των αλλοδαπών στην συνολική γονιμότητα στην Ελλάδα το έτος 2011, το 11,2% (δηλαδή το 58,9% της συνολικής συνεισφοράς των αλλοδαπών) συναρτάται με τις γυναίκες που προέρχονται από την Αλβανία, ενώ τα αντίστοιχα μεγέθη για αυτές που κατάγονται από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία ήταν πολύ χαμηλότερα (1,3% της συνεισφοράς στην συνολική γονιμότητα, δηλαδή περίπου 7% της συνολικής συνεισφοράς των αλλοδαπών) για κάθε μία περίπτωση.

11.4.2. Γονιμότητα γηγενών και αλλοδαπών στην Ελλάδα την περίοδο 2004-2012

Όπως προαναφέρθηκε, στην Ελλάδα τα διαθέσιμα στοιχεία αναφορικά με τις γεννήσεις κατά ηλικία και εθνικότητα της μητέρας είναι διαθέσιμα από το 2004 και μετά. Παρόλα αυτά, ο υπολογισμός των αντίστοιχων επιπέδων γονιμότητας απαιτεί μία εκτίμηση του αριθμού των γυναικών που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία (15-49 ετών) κατά ηλικία και εθνικότητα, αφού τα δεδομένα αυτά δεν υπάρχουν για τη συγκεκριμένη περίοδο. Προφανώς, η εκτίμηση αυτή θα αφορά τις γηγενείς γυναίκες και τις αλλοδαπές στο σύνολό τους, χωρίς διαχωρισμό σε συγκεκριμένες εθνικότητες, κάτι που θα ήταν ιδιαιτέρως δύσκολο και λογικά μη-αξιόπιστο (Bagavos et al., υπό δημοσίευση).

11.4.2.1. Η διαχρονική εξέλιξη της γονιμότητας γηγενών και αλλοδαπών στην Ελλάδα (2004-2012)

Γνωρίζοντας τις γεννήσεις και τον πληθυσμό των γυναικών ανά ηλικία και εθνικότητα μπορούν να εκτιμηθούν τα επίπεδα γονιμότητας γηγενών και μεταναστών. Στην παρούσα ενότητα, περιγράφονται οι αντίστοιχες εκτιμήσεις, με στόχο την ανάδειξη του ρόλου της γονιμότητας των δύο πληθυσμιακών ομάδων στην εξέλιξη της συνολικής γονιμότητας στην Ελλάδα από το 2004 και μετά.

Στο Διάγραμμα 11.9 παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των υπολογισμών αναφορικά με τη μέση γονιμότητα (ΔΟΓ) συνολικά και κατά εθνικότητα (συνολικά) κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Παρατηρείται ότι η γονιμότητα είναι αισθητά υψηλότερη από αυτή των γηγενών. Μάλιστα, η διαφορά αυτή φαίνεται ότι διευρύνονταν κατά την περίοδο 2004-2009, ενώ συρρικνώνονταν από το 2009 και έπειτα. Συγεκριμένα, το 2004 η μέση γονιμότητα των αλλοδαπών (1,93) ήταν περίπου 1,6 φορές υψηλότερη από αυτή των γηγενών (1,23), το 2009 ήταν διπλάσια (2,80 και 1,37 για αλλοδαπές και γηγενείς αντίστοιχα), ενώ το 2012 ήταν 1,4 φορές υψηλότερη (1,87 και 1,31 αντίστοιχα).

diagramma 11.9

Πηγή:Bagavos et al. (υπό δημοσίευση).

Διάγραμμα 11.9 Δείκτης Ολικής Γονιμότητας ανά εθνικότητα στην Ελλάδα (2004-2012).


Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η τάση στην εξέλιξη της γονιμότητας παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά, αφού και για τις δύο κατηγορίες, ο μέσος αριθμός παιδιών αυξάνει μέχρι το 2009 για να μειωθεί στη συνέχεια. Παρόλα αυτά, οι μεταβολές είναι πολύ πιο έντονες στην περίπτωση των αλλοδαπών γυναικών από ό,τι για τις γηγενείς. Μεταξύ 2004 και 2009, η γονιμότητα των γυναικών ξένης εθνικότητας αυξήθηκε κατά 45%, ενώ των ελληνίδων κατά 11,4%, ενώ την περίοδο της συρρίκνωσης της γονιμότητας (2009-2012), οι μεταβολές ήταν της τάξης του -33,3% και -4,4% αντίστοιχα. Στον βαθμό που η πρόσφατη οικονομική κρίση συνδέεται με τη συρρίκνωση της γονιμότητας, το ασταθές οικονομικό περιβάλλον επηρέασε πιθανότατα περισσότερο, την αναπαραγωγική συμπεριφορά των αλλοδαπών από ό,τι των γηγενών. Οι εξελίξεις αυτές συνδυάστηκαν με επίπεδα συνολικής γονιμότητας 1,30 το 2004, 1,51 το 2009 και 1,37 το 2012 ή αλλιώς με αύξηση κατά 15,9% και μείωση κατά -9,2% στις περιόδους 2004-2009 και 2009-2012.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι διαφοροποιήσεις αναφορικά με το χρονοδιάγραμμα της γονιμότητας. Η ανάλυση επιβεβαιώνει ότι η απόκτηση παιδιών για τις αλλοδαπές γυναίκες συμβαίνει σε μικρότερη ηλικία από ότι για τις γηγενείς (Πίνακας 11.16).

pinakas 11.16

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2015γ και 2015δ) και Bagavosetal. (υπό δημοσίευση).

Πίνακας 11.16 Μέση ηλικία απόκτησης παιδιών για αλλοδαπές και γηγενείς γυναίκες στην Ελλάδα (2004-2012).

 

Είναι χαρακτηριστικό ότι η διαφορά στην μέση ηλικία τεκνοποίησης κυμαίνεται μεταξύ 3,4 και 4,8 έτη, αφού κατά μέσο όρο οι γηγενείς τεκνοποιούν κυρίως στην ηλικία των 30 με 30,7 έτη, ενώ οι αλλοδαπές μεταξύ 25,9 και 27 ετών. Ουσιαστικά, ενώ στην περίπτωση των αλλοδαπών γυναικών η γονιμότητά τους έως την ηλικία των 30 ετών καλύπτει, ανάλογα με το έτος αναφοράς, το 70-75% της συνολικής τους γονιμότητας, το αντίστοιχο ποσοστό στις γηγενείς, κυμαίνεται μεταξύ 40 και 48% (Διάγραμμα 11.10).

diagramma 11.10

 

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2015γ και 2015δ) και Bagavosetal. (υπό δημοσίευση).

Διάγραμμα 11.10 Σωρευτική γονιμότητα έως την ηλικία των 30 ετών (%) για αλλοδαπές και γηγενείς στην Ελλάδα (2004-2012).

 

11.4.2.2. Η ετήσια συμβολή αλλοδαπών και γηγενών στις γεννήσεις και στο επίπεδο της συνολικής γονιμότητας στην Ελλάδα την περίοδο 2004-2012

Από την προηγούμενη ανάλυση, εύλογα προκύπτουν κάποια ερωτήματα όπως: α) ποια ήταν η ετήσια συνεισφορά αλλοδαπών και γηγενών στο επίπεδο της μέσης γονιμότητας η οποία παρατηρήθηκε στην Ελλάδα την περίοδο 2004-2012; β) πώς διαφοροποιείται η συμβολή αυτή ανάλογα με την ηλικία των γυναικών; Προκειμένου να απαντηθούν τα παραπάνω ερωτήματα, η συνεισφορά αυτή υπολογίστηκε με τον τρόπο που περιγράφεται παραπάνω (Πίνακας 11.9) για το έτος 2011.

Τα αποτελέσματα που αποτυπώνονται στο Διάγραμμα 11.11 φανερώνουν ότι η προαναφερόμενη συμβολή παρουσίασε αυξητική τάση μεταξύ 2004 και 2009 (από 15,9% σε 18,9% για τις γεννήσεις και από 16,4% σε 20,2% για τη μέση γονιμότητα) για να μειωθεί στη συνέχεια (15,4% και 16,6% αντίστοιχα το 2012). Σημειώνεται επίσης, ότι η συμβολή στην μέση γονιμότητα είναι ελαφρά υψηλότερη από ό,τι στις γεννήσεις, αφού η γονιμότητα των αλλοδαπών είναι υψηλότερη από αυτήν των γηγενών.

diagramma 11.11

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2015γ και 2015δ) και Bagavos et al. (υπό δημοσίευση).

Διάγραμμα 11.11 Συμβολή αλλοδαπών γυναικών στις γεννήσεις και στην μέση γονιμότητα (Δείκτης Ολικής Γονιμότητας) στην Ελλάδα (2004-2012) - (%).

 

Σε ό,τι αφορά στη διάσταση της ηλικίας (Διάγραμμα 11.12), η συμβολή ήταν ιδιαίτερα σημαντική στις νεαρές ηλικίες (15-24 ετών) και αισθητά χαμηλότερη στις ηλικίες 25-34 ετών (γύρω στο 15%) και 35 ετών και άνω (γύρω στο 10%). Ειδικότερα για τις νεαρές ηλικίες, το 2009, η συμβολή των αλλοδαπών στην συνολική γονιμότητα στις ηλικίες αυτές έφτασε στο μέγιστο επίπεδο αγγίζοντας το 45%.

diagramma 11.12

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2015γ και 2015δ) και Bagavosetal. (υπό δημοσίευση).

Διάγραμμα 11.12 Συμβολή αλλοδαπών γυναικών στις γεννήσεις και στην μέση γονιμότητα (ειδικοί κατά ηλικία δείκτες γονιμότητας) στην Ελλάδα σε συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες (2004-2012) - (%).

 

11.4.2.3. Η συμβολή αλλοδαπών και γηγενών στις διαχρονικές μεταβολές της γονιμότητας στην Ελλάδα την περίοδο 2004-2012

Από την ανάλυση που προηγήθηκε έγινε φανερό ότι υπήρξαν δύο διακριτές χρονικές περίοδοι στην διαχρονική μεταβολή της γονιμότητας στην Ελλάδα την περίοδο 2004-2012. Η πρώτη περίοδος (2004-2009) χαρακτηρίστηκε από αύξηση της γονιμότητας η οποία συνοδεύτηκε από μια δεύτερη περίοδο (2009-2012) συρρίκνωσης της γονιμότητας. Η τάση αυτή αντικατοπτρίζει αντίστοιχες μεταβολές που παρατηρήθηκαν για τη γονιμότητα γηγενών και αλλοδαπών και συνεπώς, εύλογα τίθεται το ερώτημα αναφορικά με το ποια ήταν η συμβολή των δύο αυτών κατηγοριών στις διαχρονικές μεταβολές της συνολικής γονιμότητας. Η συμβολή αυτή εξαρτάται από τις μεταβολές στην γονιμότητα αυτή καθ’αυτή (σε κάθε ηλικία) και από τις διαχρονικές αλλαγές στο ποσοστό του κάθε πληθυσμού (αλλοδαπές, γηγενείς) σε κάθε ηλικία του συνολικού πληθυσμού των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία (Bagavos et al., υπό δημοσίευση).

Στον Πίνακα 11.17 παρατίθενται τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων για τη διακριτή συμβολή αλλοδαπών και γηγενών στις διαχρονικές μεταβολές της γονιμότητας την περίοδο 2004-2009 και 2009-2012. Η συμβολή δίνεται ως ποσοστό της συνολικής γονιμότητας στην αρχή κάθε περιόδου (2004 και 2009 αντίστοιχα). Την περίοδο 2004-2009, η συνολική γονιμότητα αυξήθηκε κατά 15,9%. Η αύξηση αυτή οφείλεται περισσότερο στην συμβολή των γηγενών (9,0%) και λιγότερο σε αυτή των αλλοδαπών (7,0%). Δηλαδή, η αύξηση της γονιμότητας στην Ελλάδα κατά την προαναφερόμενη περίοδο οφείλεται κατά 56,3% στη συμβολή των γηγενών και κατά 43,7% σε αυτή των αλλοδαπών. Την περίοδο 2009-2012, η συρρίκνωση της γονιμότητας (-9,2%) προήλθε λιγότερο από τις γηγενείς (-4,1%) και περισσότερο από τις αλλοδαπές (-5,1%). Συνολικά, η μείωση οφείλεται κατά 55,8% στις αλλοδαπές και κατά 44,2% στις γηγενείς.

pinakas 11.17

 

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2015γ και 2015δ) και Bagavosetal. (υπό δημοσίευση).

Πίνακας 11.17 Συμβολή αλλοδαπών και γηγενών στην διαχρονική μεταβολή της γονιμότητας στην Ελλάδα την περίοδο 2004-2009 και 2009-2012 (ως % της συνολικής γονιμότητας στην αρχή κάθε περιόδου).


Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα αποτελέσματα σε σχέση με την διάσταση της ηλικίας. Η υψηλή συμβολή των γηγενών της πρώτης περιόδου σχετίζεται με τις ηλικίες άνω των 30 ετών, αφού κάτω από την ηλικία των 30 ετών η συμβολή είναι αρνητική (επειδή η γονιμότητα μειώνεται στις ηλικίες αυτές). Την ίδια περίοδο, η συμβολή των αλλοδαπών είναι θετική σε όλες τις ηλικίες με τα υψηλότερα μεγέθη να αφορούν στις ηλικίες 20-29 ετών. Αντίθετα, η διαφορετική συμβολή των δύο πληθυσμιακών ομάδων, στην μείωση της γονιμότητας την περίοδο 2009-2012, σχετίζεται κυρίως με τα αρνητικά μεγέθη στις ηλικίες 20-24 ετών για τις αλλοδαπές, 30-34 ετών για τις γηγενείς και ως ένα βαθμό στις ηλικίες 25-29 ετών και για τις δύο ομάδες.

Όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι δυνατή η αποτύπωση αξιόπιστων εκτιμήσεων για μεμονωμένες εθνικότητες αναφορικά με την προαναφερόμενη συμβολή. Πάντως, το γεγονός ότι την περίοδο 2004-2012, το ποσοστό των γεννήσεων που προέρχονταν από μητέρες με καταγωγή από την Αλβανία (ως προς τον συνολικό αριθμό γεννήσεων από αλλοδαπές μητέρες) κυμαίνονταν μεταξύ 56% και 62%, φανερώνει την ιδιαίτερη σημασία της πληθυσμιακής αυτής ομάδας για την επίπτωση της γονιμότητας των μεταναστών στην μέση γονιμότητα στην Ελλάδα.

 

11.5. Η μεταναστευτική εισροή ως παράγοντας διαμόρφωσης δημογραφικών αλλαγών στην Ελλάδα την περίοδο 1991-2011

Έχοντας παρουσιάσει τα βασικά χαρακτηριστικά της δημογραφικής διάστασης της μετανάστευσης προς την Ελλάδα, εύλογα τίθεται το εξής ερώτημα: ποιές ήταν οι επιπτώσεις δημογραφικού χαρακτήρα που προέκυψαν από το φαινόμενο αυτό;

Για να απαντηθεί το παραπάνω ερώτημα, εκπονήθηκαν αναδρομικές προβολές του πληθυσμού της Ελλάδας για την περίοδο 1991-2013. Η περίοδος αυτή, αποτελεί τη βασική χρονική περίοδο αύξησης των μεταναστευτικών εισροών και του αλλοδαπού πληθυσμού στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα, για την περίοδο αυτή υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία αναφορικά με τους ετήσιους δείκτες γονιμότητας και θνησιμότητας κατά ηλικία ή κατά ηλικιακή ομάδα. Σκοπός είναι να αναδειχθεί ποιές θα μπορούσε να είναι οι διαχρονικές μεταβολές αναφορικά με την αύξηση του συνολικού μεγέθους και την κατά ηλικία σύνθεση του πληθυσμού της Ελλάδας, εάν κατά την εξεταζόμενη περίοδο, δεν υπήρχαν μεταναστευτικά ρεύματα (μηδενική καθαρή μετανάστευση), ή αλλιώς εάν ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν ένας κλειστός πληθυσμός.

Η προσέγγιση αυτή απαιτεί κάποιες διευκρινήσεις αναφορικά με την περίοδο 1991-2013. Η πρόσφατη οικονομική κρίση, οδήγησε ένα αριθμό γηγενών στην απόφαση να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό, γεγονός που σημαίνει ότι η καθαρή μετανάστευση από το 2008 και μετά δεν αντικατοπτρίζει μόνο τα μεταναστευτικά ρεύματα αλλοδαπών, αλλά και γηγενών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat (2015α, 2015β), την περίοδο 2010-2013, η καθαρή μετανάστευση (περίπου 130.000 άτομα) ήταν αρνητική, δηλαδή η Ελλάδα ήταν χώρα καθαρής εκροής μεταναστών. Περίπου τα μισά (51,7%) από τα άτομα αυτά ήταν γηγενείς ενώ τα υπόλοιπα (48,3%) ήταν αλλοδαποί. Γενικά, από το 2008 και μετά η καθαρή μετανάστευση γίνεται αρνητική Eurostat (2015α, 2015β), γεγονός που υπαγορεύει τον διαχωρισμό της συνολικής περιόδου 1991-2013, στην περίοδο πριν και μετά την κρίση (1991-2007 και 2008-2013 αντίστοιχα). Με δεδομένο ότι, αυτό που ενδιαφέρει στην παρούσα ενότητα είναι οι δημογραφικές επιπτώσεις που προκύπτουν από τη μετανάστευση αλλοδαπών στην Ελλάδα, η έμφαση δίνεται κυρίως στην περίοδο 1991-2007, θεωρώντας ό,τι τα μεγέθη της καθαρής μετανάστευσης αυτής της περιόδου αναφέρονται σε αλλοδαπούς υπηκόους.

Η αποτύπωση της σημασίας της μετανάστευσης αλλοδαπών στην Ελλάδα, για την αύξηση και την ηλιακή δομή του πληθυσμού την περίοδο 1991-2007, προκύπτει από την σύγκριση των πραγματικών μεγεθών μ’ αυτά που πρόεκυψαν από την προαναφερόμενη αναδρομική προβολή με μηδενική μετανάστευση. Για την προβολή αυτή χρησιμοποιήθηκαν τα επίσημα στοιχεία που αφορούν στους ειδικούς κατά ηλικία δείκτες γονιμότητας (Eurostat, 2015ζ) και στους ειδικούς κατά ηλικία και φύλο δείκτες θνησιμότητας (Eurostat, 2015η), για όλα τα έτη μεταξύ 1991 και 2013. Ακόμη, χρησιμοποιήθηκε ο πληθυσμός κατά ηλικία και φύλο την 1η Ιανουαρίου του έτους 1991, το οποίο άλλωστε είναι και το έτος βάσης των προβολών (Eurostat, 2015στ).

11.5.1. Μετανάστευση αλλοδαπών και διαχρονικές μεταβολές του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας

Από τα αποτελέσματα που προέκυψαν προκύπτει αβίαστα ένα πρώτο συμπέρασμα: η μετανάστευση, αποτέλεσε τον αποκλειστικό παράγοντα διαμόρφωσης των διαχρονικών μεταβολών αναφορικά με το μέγεθος και την αύξηση του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας. Η πληθυσμιακή αύξηση της περιόδου 1991-2007, οφείλεται αποκλειστικά στην εισροή και παραμονή αλλοδαπού πληθυσμού, ενώ η μείωση κατά την περίοδο της κρίσης αφορά στη μεταναστευτική εκροή τόσο αλλοδαπών όσο και γηγενών. Είναι χαρακτηριστικό, ότι, χωρίς μετανάστευση, το μέγεθος του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας (Διάγραμμα 11.13) θα είχε παραμείνει περίπου σταθερό στο επίπεδο του 1991, σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της περιόδου 1991-2013. Αντίθετα, η παρουσία αλλοδαπού πληθυσμού στην Ελλάδα, οδήγησε σε αύξηση του συνολικού πληθυσμού. Η αύξηση αυτή για το σύνολο της περιόδου 1991-2007 ήταν γύρω στο 10%. Έκτοτε, και ειδικότερα την τελευταία τριετία, η αρνητική καθαρή μετανάστευση συνδυάστηκε με πληθυσμιακή συρρίκνωση, αν και το 2013 το συνολικό μέγεθος του πληθυσμού ήταν περίπου 8% υψηλότερο από αυτό του 1991.

diagramma 11.13

Πηγή:Eurostat (2015ε) και ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από Eurostat (2015στ, 2015ζ και 2015η).

Διάγραμμα 11.13 Η επίπτωση της μετανάστευσης στην διαχρονική αύξηση του πληθυσμού της Ελλάδας (1991-2013). (Δείκτης 100 το 1991). 


Ειδικότερα για την περίοδο 1991-2007, η επίπτωση της μετανάστευσης αλλοδαπών στην Ελλάδα, μπορεί να διαχωριστεί μεταξύ αυτής που αφορά στην ετήσια καθαρή μετανάστευση (ροές) και στη φυσική αύξηση του αλλοδαπού πληθυσμού (απόθεμα). Επιπλέον, οι δύο αυτές διαστάσεις μπορούν να εξεταστούν παράλληλα με τη φυσική αύξηση του γηγενούς πληθυσμού (η οποία στην περίπτωση ενός κλειστού πληθυσμού ταυτίζεται με τη συνολική αύξηση του γηγενούς πληθυσμού).

Τα αποτελέσματα φανερώνουν ότι πριν την οικονομική κρίση (Διάγραμμα 11.14), η ετήσια καθαρή μετανάστευση (ουσιαστικά ατόμων ξένης εθνικότητας), ήταν ο βασικός παράγοντας της πληθυσμιακής αύξησης στην Ελλάδα, αφού το 80%-106% της αύξησης του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα οφείλονταν στον παράγοντα αυτό. Επίσης, υπογραμμίζεται ότι διαχρονικά, διευρύνεται ο ρόλος της φυσικής αύξησης των μεταναστών, έτσι ώστε το 2007, περίπου το 20% της συνολικής μεταβολής να σχετίζεται με την φυσική αύξηση του μεταναστευτικού πληθυσμού. Επιπλέον, είναι φανερό ότι, ο ρόλος της φυσικής αύξησης των γηγενών είναι οριακός και μάλιστα παρουσιάζει υψηλό αρνητικό πρόσημο στο τέλος της δεκαετίας του 1990.

diagramma 11.14

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από Eurostat (2015στ, 2015ζ και 2015η).

Διάγραμμα 11.14 Η συνεισφορά της καθαρής μετανάστευσης αλλοδαπών και της φυσικής αύξησης αλλοδαπών και γηγενών στην αύξηση του πληθυσμού της Ελλάδας (1991-2007). (ως % επί της ετήσιας συνολικής αύξησης.

 

11.5.2. Μετανάστευση αλλοδαπών και αλλαγές στην κατά ηλικία σύνθεση του πληθυσμού της Ελλάδας

Οι προαναφερόμενες επιπτώσεις της μετανάστευσης για το συνολικό μέγεθος του πληθυσμού, παρουσιάζονται αρκετά διαφοροποιημένες, εάν εξεταστούν υπό το πρίσμα της κατά ηλικία δομής του.

Ειδικότερα, η παρουσία αλλοδαπού πληθυσμού στην Ελλάδα από το 1991 και μετά, δεν απέτρεψε τη μείωση του αριθμού των νέων ηλικίας 0 έως 14 ετών, απλώς επιβράδυνε αυτή τη διαδικασία (Διάγραμμα 11.15). Χωρίς μετανάστευση ο πληθυσμός αυτός θα είχε μειωθεί περίπου κατά 25%, ενώ λόγω της μετανάστευσης, και κυρίως λόγω της γονιμότητας των μεταναστών, η μείωση ήταν της τάξης του 17%.

diagramma 11.15

Πηγή:Eurostat (2015ε) και ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από Eurostat (2015στ, 2015ζ και 2015η).

Διάγραμμα 11.15 Η επίπτωση της μετανάστευσης στην εξέλιξη του αριθμού των ατόμων ηλικίας 0 έως 14 ετών (1991-2013). (Βάση 100 το 1991).

 

Η επίπτωση ήταν σημαντική για τον πληθυσμό εργάσιμης ηλικίας (15-64 ετών), αφού οι μεταναστευτικές ροές αφορούν κυρίως στις παραγωγικές ηλικίες (Διάγραμμα 11.16). Είναι χαρακτηριστικό ότι, χωρίς μετανάστευση, το εν δυνάμει εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα θα είχε αρχίσει να μειώνεται από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Η μετανάστευση μετατόπισε χρονικά την εξέλιξη αυτή, η οποία παρατηρήθηκε από το 2009 και μετά. Μάλιστα, πριν την κρίση (2007), το μέγεθος του πληθυσμού των παραγωγικών ηλικιών ήταν περίπου κατά 10% υψηλότερο (γύρω στις 760 χιλιάδες) από αυτό το οποίο θεωρητικά θα υπήρχε στην Ελλάδα εάν η μετανάστευση ήταν μηδενική.

 diagramma 11.16

 

Πηγή:Eurostat (2015ε) και ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από Eurostat (2015στ, 2015ζ και 2015η).

Διάγραμμα 11.16: Η επίπτωση της μετανάστευσης στην εξέλιξη του αριθμού των ατόμων ηλικίας 15  έως 64 ετών (1991-2013). (Βάση 100 το 1991).   

 

Αναφορικά με τον πληθυσμό των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω (Διάγραμμα 11.17), η διαχρονική εξέλιξη του ήταν ανεξάρτητη από την παρουσία αλλοδαπού πληθυσμού στην Ελλάδα. Λόγω της κατά ηλικία δομής του πληθυσμού το 1991, καθώς και της συνεχούς μείωσης της θνησιμότητας, ο πληθυσμός αυτός αυξήθηκε περίπου κατά 47% μεταξύ 1991 και 2007, ενώ θα είχε αυξηθεί σχεδόν κατά το ίδιο ποσοστό (46%) εάν δεν υπήρχε μετανάστευση. Δηλαδή, η επίπτωση της διαχρονικής ηλικιακής γήρανσης ατόμων, ξένης εθνικότητας που εισήλθαν στην Ελλάδα σε σχετικά νεαρή ηλικία, απλά προσέδωσε μια εκατοστιαία μονάδα αύξησης (περίπου 17.000 άτομα) στον ήδη διευρυμένο αριθμό ηλικιωμένων ατόμων.

diagramma 11.17

Πηγή:Eurostat (2015ε) και ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από Eurostat (2015στ, 2015ζ και 2015η).

Διάγραμμα 11.17 Η επίπτωση της μετανάστευσης στην εξέλιξη του αριθμού των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω (1991-2013). (Βάση 100 το 1991).

 

Αντίθετα, λόγω της συμβολής της μετανάστευσης στην αύξηση του πληθυσμού, το ποσοστό των ηλικιωμένων ατόμων στο συνολικό πληθυσμό, αυξήθηκε λιγότερο απ’ ό,τι στην περίπτωση όπου η μετανάστευση ήταν μηδενική (Διάγραμμα 11.18). Επομένως, η μετανάστευση δεν απέτρεψε την δημογραφική γήρανση, απλώς συνδυάστηκε με μια σχετική επιβράδυνσή της, αφού το μερίδιο των ηλικιωμένων από 13,8% το 1991 έφτασε το 18,6% το 2007, ενώ θα ήταν 20,2% εάν δεν υπήρχε μετανάστευση.

diagramma 11.18

Πηγή: Eurostat (2015ε) και ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από Eurostat (2015στ, 2015ζ και 2015η).

Διάγραμμα 11.18: Η επίπτωση της μετανάστευσης στην εξέλιξη του ποσοστού των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω στο συνολικό πληθυσμό (1991-2013).

 

Αν και στις μέρες μας ο όρος διεθνής μετανάστευση παραπέμπει κυρίως στα μεταναστευτικά ρεύματα εισροής προς την Ελλάδα, και σχετικά πρόσφατα, στη μετανάστευση Ελλήνων προς το εξωτερικό, δεν θα πρέπει να αγνοούμε ότι, η μετανάστευση, και κυρίως η μεταναστευτική εκροή αποτέλεσε ένα αναπόσπαστο κομμάτι της δημογραφικής ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας. Αναμφίβολα, η μακροχρόνια εμπειρία της χώρας ως χώρα αποστολής μεταναστών θα μπορούσε να αποτελέσει οδηγό για τις συνθήκες διαβίωσης του μεταναστευτικού πληθυσμού που βρίσκεται στην Ελλάδα.

Βιβλιογραφικές Αναφορές

 10                                                                                                                                                 12b 

Copyright © 2015

We have one guest and no members online