Σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, το μέγεθος και η δυναμική ενός πληθυσμού θεωρούνται άμεσα συνδεδεμένα με την ευημερία, τη σταθερότητα και την ασφάλεια. Αποτελεί παγιωμένη αντίληψη της κοινής γνώμης ότι, υπό όμοιες κατά τα άλλα συνθήκες, ένα μεγάλο πληθυσμιακά κράτος είναι σε θέση να διασφαλίσει τα δικαιώματά του, να διεκδικήσει τις επιδιώξεις του και να επιβάλλει τις προϋποθέσεις του στην διεθνή σκηνή δυναμικότερα και αποτελεσματικότερα σε σχέση με ένα μικρό. Αν και φαινομενικά αντιφατική, εξίσου διαδεδομένη είναι η αντίληψη που θέλει τους υψηλούς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης υπεύθυνους για τη φτώχεια, την ανεπάρκεια αγαθών και την πολιτική αστάθεια που χαρακτηρίζουν μεγάλες περιοχές του λιγότερο ανεπτυγμένου κόσμου. Οι πληθυσμιακές μεταβολές αποτελούν αναντίρρητα κρίσιμη παράμετρο στη διαμόρφωση του γενικότερου οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού περιβάλλοντος. Ωστόσο, η περιγραφή των δημογραφικών θεμάτων και η διατύπωση των ανησυχιών τροποποιούνται σημαντικά μέσα στο χρόνο και τον χώρο.
Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται συνοπτικά η ιστορία του ανθρώπινου πληθυσμού και αναφέρονται οι εποχές ορόσημο που συνέβαλλαν στη διαμόρφωση του σημερινού δημογραφικού τοπίου.
6.1. Σύντομη Ιστορική Αναδρομή
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ανθρωπολόγων, αρχαιολόγων και ιστορικών, το ανθρώπινο είδος, Homo Sapiens, διαβιώνει στη γη περισσότερο από 200.000 χρόνια (Wilson and Cann, 1992). Σχεδόν για το σύνολο των ετών αυτών ( 95% και πλέον της παραπάνω περιόδου), ο παγκόσμιος πληθυσμός χαρακτηρίζονταν από εξαιρετικά αργούς, αν όχι μηδενικούς, ρυθμούς αύξησης οι οποίοι εντάθηκαν τα τελευταία. Ο πληθυσμός άρχισε να δειλά καταγράφει θετικούς ρυθμούς αύξησης μόλις τα τελευταία 10.000 χρόνια. Μέσα σε αυτό το διάστημα, η πορεία της πληθυσμιακής εξέλιξης δεν υπήρξε ούτε γραμμική ούτε σταθερά αυξητική. Αντίθετα, οι περίοδοι αύξησης άλλοτε ακολουθήθηκαν από περιόδους στασιμότητας και άλλοτε τις διαδέχθηκαν περίοδοι πληθυσμιακής συρρίκνωσης. Οι μεταβολές αυτές ήταν αποτέλεσμα της συνδυαστικής επίδρασης έντονων διακυμάνσεων στα επίπεδα γονιμότητας και θνησιμότητας. Σε γενικές γραμμές, όμως, και κατά το μεγαλύτερο διάστημα, ο πληθυσμός εξελίχθηκε παράλληλα με τη διαθεσιμότητα των φυσικών πόρων. Νέα τεχνολογικά επιτεύγματα αναπτύχθηκαν, νέα εδάφη κατοικήθηκαν ή καλλιεργήθηκαν, νέες πρακτικές αξιοποιήθηκαν, χωρίς να είναι απόλυτα σαφής η σχέση αιτίας και αιτιατού. Οι τεχνολογικές εξελίξεις και η επιστημονική πρόοδος υπαγορεύθηκαν από την πληθυσμιακή αύξηση ή συντέλεσαν σ’ αυτή.
Σχετικά με το μέγεθος και το ρυθμό εξέλιξης του ανθρώπινου πληθυσμού αξιόπιστη πληροφόρηση διαθέτουμε μόλις από το 17ο αιώνα, οπότε ξεκίνησε η συστηματική καταγραφή, ανάλυση και μελέτη των πληθυσμιακών μεγεθών και των δημογραφικών φαινομένων της γεννητικότητας και θνησιμότητας. Οποιεσδήποτε εκτιμήσεις ή πληροφορίες σχετικά με το πληθυσμιακό μέγεθος και τις πληθυσμιακές εξελίξεις πριν από το 17ο αιώνα αποτελούν εκτιμήσεις ή προσεγγίσεις που στηρίζονται σε αρχαιολογικές παρατηρήσεις, ιστορικές αναφορές και αναγωγές, βάσει του εκτιμώμενου τρόπου διαβίωσης και διατροφής σε συνδυασμό με την εξέλιξη12 της φέρουσας ικανότητας των κατοικήσιμων εκτάσεων.
Η παρουσία του ανθρώπινου είδους πάνω στη Γη διακρίνεται σε τρεις μεγάλους κύκλους-περιόδους: από την εμφάνιση του πρώτου ανθρώπου έως τη Νεολιθική εποχή, από τη Νεολιθική εποχή έως τη Βιομηχανική Επανάσταση και από τη Βιομηχανική Επανάσταση έως σήμερα. Σε κάθε μια από τις παραπάνω φάσεις, ο πληθυσμός εξελίσσεται υπό την καθοριστική επίδραση δύο βασικών δυνάμεων: του αναγκαστικού περιορισμού και της επιλογής. Η διαθέσιμη ποσότητα νερού και τροφής, οι πρώτες ύλες, καθώς και οι πηγές ενέργειας, αποτελούν βασικούς περιοριστικούς παράγοντες, οι οποίοι στο μεγαλύτερο διάστημα της ανθρώπινης ιστορίας, επικράτησαν των δυνάμεων της προσωπικής επιλογής.
Νεολιθική περίοδος: από τους κυνηγούς στους αγρότες
Αρχικά, η ανθρώπινη παρουσία στη γη ήταν εξαιρετικά περιορισμένη. Ως κυνηγοί και καρποσυλλέκτες, οι άνθρωποι επιβίωναν κάτω από πρωτόγονες και ιδιαίτερα επικίνδυνες συνθήκες και για το λόγο αυτό αυξάνονταν με ιδιαίτερα αργούς ρυθμούς. Λαμβάνοντας υπόψη την έκταση της γης που απαιτείται για την επιβίωση μιας τέτοιας κοινωνίας, δύσκολα ο πλανήτης θα μπορούσε να «αντέξει», δηλαδή να θρέψει, περισσότερους από μερικά εκατομμύρια κατοίκων. Έτσι, κατά την αρχή της Αγροτικής Επανάστασης, η οποία έγινε περίπου το 8.000 π.Χ, ο παγκόσμιος πληθυσμός υπολογίζεται γύρω στα 4-6 εκατομμύρια άτομα. Ο μέσος ρυθμός αύξησης δεν ξεπερνούσε, σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 0,01% ετησίως και κατά συνέπεια η περίοδος διπλασιασμού του πληθυσμού ήταν της τάξης των 8.000-9.000 ετών (Gilbert, 2001; Weeks, 2002).
Με την Αγροτική Επανάσταση η κατάσταση άρχισε ν’ αλλάζει και ο πληθυσμός ν’ αυξάνεται με ταχύτερους ρυθμούς. Αν οι υψηλοί ρυθμοί πληθυσμιακής αύξησης υπήρξαν η αιτία ή το αποτέλεσμα της συστηματικής καλλιέργειας της γης αποτελεί σημείο τριβής μεταξύ των επιστημόνων και μελετητών του πληθυσμού. Κοινός τόπος είναι η αποδοχή ότι λόγω αυτής της πρακτικής, άρχισε να αυξάνεται -αργά αλλά σταθερά- η «φέρουσα ικανότητα», δηλαδή η χωρητικότητα της γης (Boserup, 1965; Cohen, 1995). Ο όρος φέρουσα ικανότητα (carrying capacity) αναφέρεται στον αριθμό των ατόμων τους οποίους μπορεί να συντηρήσει μια περιοχή με βάση τους φυσικούς της πόρους και της χρήσης τους από τους ανθρώπους. Το κυνήγι και η συλλογή καρπών αποτελούν εξαντλητική χρήση των φυσικών πόρων. Όσο οι παραπάνω τρόποι αποτελούσαν τη μοναδική δυνατότητα εύρεσης τροφής, οι άνθρωποι, αφού εξαντλούσαν τους πόρους μιας περιοχής, αναγκάζονταν να μετακινούνται τακτικά σε άλλους τόπους, αναζητώντας διαρκώς νέες περιοχές που θα τους εξασφάλιζαν την απαραίτητη για την επιβίωσή τους ποσότητα τροφής. Σταδιακά, η διάδοση της καλλιέργειας, η συστηματοποίησή της, η εξημέρωση και χρήση των ζώων στις αγροτικές εργασίες οδήγησαν σε εντατικότερη χρήση της γης και των φυσικών πόρων, ενώ παράλληλα επέτρεψαν τη μονιμότερη εγκατάσταση ατόμων σε περιοχές.
Από δημογραφικής άποψης, η Αγροτική Επανάσταση σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας περιόδου ταχύτερων ρυθμών πληθυσμιακής ανάπτυξης που είχε ως αποτέλεσμα την αριθμητική αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού. Η κλασσική θεωρία προσφέρει μια απλή και πειστική ερμηνεία αυτής της εξέλιξης, αποδίδοντας την αύξηση του πληθυσμού στη μείωση της θνησιμότητας λόγω των βελτιωμένων συνθηκών διαβίωσης. Η πληθυσμιακή ανάπτυξη, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, προκλήθηκε από τα υψηλότερα ποσοστά επιβίωσης, ως απόρροια των καλύτερων συνθηκών διατροφής και του λιγότερο επικίνδυνου τρόπου διαβίωσης. Η συστηματική καλλιέργεια της γης και η εξημέρωση των ζώων βελτίωσαν καθοριστικά την ποιότητα και την ποσότητα τροφής κι έδωσαν τη δυνατότητα δημιουργίας αποθεμάτων διασφαλίζοντας, την επιβίωση του πληθυσμού κατά τις περιόδους χαμηλής σοδειάς ή κακών κλιματικών συνθηκών. Ο περιορισμός των αναγκαστικών μετακινήσεων και η μόνιμη εγκατάσταση σε οικισμούς, συνέβαλαν στην καλύτερη αντιμετώπιση των κλιματικών μεταβολών και τη μείωση των εξωτερικών κινδύνων. Επομένως, σύμφωνα με τη κλασσική θεωρία, η παρατηρούμενη αύξηση του πληθυσμού κατά την εποχή αυτή, σχετίζεται με τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και διατροφής.
Ωστόσο, μια πρόσφατη προσέγγιση θέτει σε αμφισβήτηση τη θετική συσχέτιση μεταξύ της αγροτικής ζωής και της μείωσης της θνησιμότητας. Η νέα θεωρία ισχυρίζεται ότι ο νέος τρόπος ζωής τον οποίο επέφερε η Αγροτική Επανάσταση, όχι μόνο δεν συνέβαλε στη μείωση, αλλά αντίθετα οδήγησε στην αύξηση της θνησιμότητας. Ο ισχυρισμός αυτός στηρίζεται σε δύο επιχειρήματα. Το πρώτο σχετίζεται με τη διαθέσιμη τροφή, η οποία αν και αυξήθηκε ποσοτικά θεωρείται ότι υποβαθμίστηκε ποιοτικά. Εκτιμάται ότι, ως κυνηγός και συλλέκτης καρπών, ο άνθρωπος είχε ένα αρκετά επισφαλές, αλλά ποικίλο και πλούσιο σε βιταμίνες και θρεπτικά συστατικά διαιτολόγιο σε σχέση με τον αγρότη, του οποίου η διατροφή, στηριζόμενη κυρίως στα σιτηρά, αν και επαρκής σε θερμίδες, ήταν διατροφικά πενιχρή και μονότονη. Σκελετικά ευρήματα φαίνεται να συνηγορούν με αυτήν την τοποθέτηση: η μάζα του σώματος, το ύψος και το βάρος των οστών φαίνεται ότι μειώθηκαν όταν οι μετακινούμενοι κυνηγοί απέκτησαν μόνιμο τόπο διαμονής και έγιναν αγρότες (Livi-Bacci, 2001). Το δεύτερο, και ίσως πιο ισχυρό επιχείρημα, αναφέρεται στις δυσμενείς συνέπειες της εγκατάλειψης της νομαδικής ζωής. Η μόνιμη εγκατάσταση των ατόμων και η οργάνωσή τους σε οικισμούς δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση και εξάπλωση ασθενειών, λοιμώξεων και επιδημιών, άγνωστων στους προ της αγροτικής μετάβασης πληθυσμούς, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν από μεγάλη κινητικότητα και χαμηλή πυκνότητα. Ο συνδυασμός των δύο παραπάνω παραγόντων, υποβάθμιση διατροφικών συνηθειών και εμφάνιση μεταδοτικών ασθενειών, είναι ικανός να στηρίξει το επιχείρημα της υψηλότερης θνησιμότητας μεταξύ αγροτών σε σχέση με τους κυνηγούς προκατόχους τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η καταγεγραμμένη αύξηση του πληθυσμού οφείλεται στην παράλληλη ενίσχυση της γονιμότητας, υπόθεση η οποία τεκμηριώνεται από τις κοινωνικές αλλαγές οι οποίες σημειώθηκαν κατά τη μετάβαση στην οργανωμένη αγροτική κοινωνία. Στην εποχή του κυνηγιού και των συνεχών μετακινήσεων, τα μικρά παιδιά αποτελούσαν «βάρος» αφού απαιτούσαν ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα, δεδομένων των δυσκολιών της καθημερινότητας. Οι μητέρες που είχαν στην επίβλεψή τους μωρά, αντιμετώπιζαν μεγαλύτερες δυσκολίες κατά τις μετακινήσεις τους και ήταν περισσότερο ευάλωτες στους εξωτερικούς κινδύνους. Συνεπώς, το διάστημα μεταξύ διαδοχικών γεννήσεων έπρεπε να ήταν αρκετά μεγάλο, ώστε να έχει αυτονομηθεί το μεγαλύτερο παιδί πριν τη νέα γέννηση. Αντίθετα, στην αγροτική κοινωνία, το «κόστος» των παιδιών μειώθηκε, ενώ παράλληλα αυξήθηκε η «αξία» τους, εκτιμήθηκε, δηλαδή, η συνεισφορά τους μέσα από τη συμμετοχή τους στις αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες.
Μερικούς αιώνες αργότερα, κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα, όταν οι σημαντικότεροι πολιτισμοί είχαν ήδη εγκατασταθεί κι αρχίσει ν αναπτύσσονται στην Ελλάδα και την Κίνα, ο παγκόσμιος πληθυσμός υπολογίζεται ότι έφτανε τα 100 περίπου εκατομμύρια. Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης εκτιμάται περίπου στο 0,14% ενώ ο απαραίτητος χρόνος για το διπλασιασμό του πληθυσμού ξεπερνούσε τα 500 χρόνια.
Στις αρχές της χριστιανικής εποχής ο παγκόσμιος πληθυσμός υπολογίζεται ότι άγγιζε τα 250 εκατομμύρια, αριθμό που ξανασυναντούμε στο τέλος της πρώτης χιλιετίας. Στο μεσοδιάστημα, λοιμοί και επιδρομές μείωσαν το ρυθμό φυσικής αύξησης ανά έτος ανεβάζοντας σημαντικά τη διάρκεια του χρόνου διπλασιασμού του πληθυσμού (Πίνακας 6.1).
Σημείωση: Ο χρόνος διπλασιασμού δεν υπολογίζεται σε περιόδους αρνητικών ρυθμών πληθυσμιακής ανάπτυξης.
Πηγή: Biraben (2003); Weeks (2002).
Πίνακας 6.1 Η Εξέλιξη του Παγκόσμιου Πληθυσμού: πολύ αργή στην αρχή, σταθερά επιταχυνόμενη τα τελευταία 250 χρόνια.
Με τη συμπλήρωση της πρώτης χιλιετίας εγκαινιάστηκε στην Ευρώπη μια εποχή δημογραφικής ακμής που διήρκησε περίπου τρεις αιώνες. Αν και τα σχετικά στοιχεία είναι περιορισμένα και εξαιρετικά ελλειπή, υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις σταθερής δημογραφικής ανάπτυξης κατά τη διάρκεια του 11ου, 12ου και 13ου αι.. Νέες πόλεις ιδρύθηκαν, μεγάλες περιοχές εκχερσώθηκαν και κατοικήθηκαν, άλλες αποξηράνθηκαν και καλλιεργήθηκαν. Στο διάστημα των τριών αυτών αιώνων ο πληθυσμός διπλασιάστηκε ή και τριπλασιάστηκε σε ορισμένες περιοχές.
Πίνακας 6.1 Η Εξέλιξη του Παγκόσμιου Πληθυσμού: πολύ αργή στην αρχή, σταθερά επιταχυνόμενη τα τελευταία 250 χρόνια.
Η πληθυσμιακή ανάκαμψη, ωστόσο, άρχισε να δείχνει σημάδια κόπωσης κατά τις πρώτες δεκαετίες του 14ου αιώνα. Γεγονός που αποδίδεται στην αρνητική συγκυρία που προέκυψε από το συνδυασμό διάφορων παραγόντων. Η εξάντληση των εύφορων περιοχών, η προσωρινή διακοπή της τεχνολογικής προόδου και οι δυσμενείς κλιματικές συνθήκες13 αποτέλεσαν τις κύριες αιτίες της παρατηρούμενης σημαντικής μείωσης της αγροτικής παραγωγής και οδήγησαν στην επιβράδυνση των ρυθμών αύξησης του πληθυσμού. Η μεγάλη όμως δημογραφική επιδείνωση προκλήθηκε στα μέσα του 14ου αιώνα, με τη διάδοση της «Μαύρης Πανώλης». Από το 1342, όταν η πανδημία πρωτοεμφανίστηκε στην Σικελία, μέχρι το 1352, που έφτασε στη Ρωσία έχοντας πρώτα διασχίσει όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο, οι επιπτώσεις της πανώλης ήταν κάτι παραπάνω από καταστροφικές. Ο πληθυσμός της Ευρώπης, ο οποίος τότε ανερχόταν στα 80 περίπου εκατομμύρια, συρρικνώθηκε στο ένα τρίτο (Livi-Bacci, 2001). Η επιδημία ξαναχτύπησε κατά κύματα κατά τον 14ο αιώνα, αναιρώντας πλήρως τη δημογραφική αύξηση της προηγούμενης περιόδου. Εκτιμάται ότι η Ευρώπη ανέκαμψε, φθάνοντας στα προ της πανδημίας πληθυσμιακά επίπεδα, μόλις στα μέσα του 16ου αιώνα.
Η Βιομηχανική Επανάσταση
Πριν το τέλος του 18ου αιώνα, εγκαινιάστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο μια περίοδος ραγδαίου οικονομικού και κοινωνικού μετασχηματισμού, γνωστή ως Βιομηχανική Επανάσταση. Η Βιομηχανική Επανάσταση, επεκτάθηκε γρήγορα σε διάφορες περιοχές του βορείου ημισφαιρίου, σηματοδοτώντας την απελευθέρωση του ανθρώπινου πληθυσμού από τις δυσοίωνες μαλθουσιανές προοπτικές. Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου όχι μόνο δεν περιορίστηκε από το μέγεθος και το ρυθμό αύξησης του πληθυσμού, αλλά συνέχισε απρόσκοπτα την ανοδική πορεία σημειώνοντας μια χωρίς προηγούμενο αύξηση. Κατά την περίοδο εκείνη, ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνεται με το ταχύτερο ρυθμό στην ιστορία του ενώ ο απαιτούμενος χρόνος για το διπλασιασμό του πληθυσμού είναι συντομότερος από ποτέ.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις ίσχυαν για κάθε ένα από τα έτη της περιόδου 1750 έως περίπου το 1957. Κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων αιώνων, οι δημογραφικές εξελίξεις υπήρξαν ραγδαίες. Οι ρυθμοί δημογραφικής αύξησης ακολουθούσαν εκθετική τάση (Διάγραμμα 6.1), οι χρόνοι διπλασιασμού διαρκώς συρρικνώνονταν, ενώ ο αριθμός των ατόμων ο οποίος κάθε χρόνο προστίθεντο στο συνολικό πληθυσμό όλο και μεγάλωνε (Fischer, 1993; National Research Council, 2000; Gilbert, 2001).
Διάγραμμα 6.1 Η εξέλιξη του παγκόσμιου πληθυσμού ακολουθεί εκθετική τάση κατά τους τελευταίους 3 αιώνες.
Συγκεκριμένα, ο πληθυσμός της γης κατά την έναρξη της Βιομηχανικής Επανάστασης (γύρω στο 1750) ανέρχονταν στα 800 περίπου εκατομμύρια ανθρώπους. Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης υπολογίζεται στο 0,34%, ποσοστό που αντιστοιχεί σε ετήσια αύξηση του πληθυσμού κατά 2,6 εκατομμύρια άτομα14. Με τους συγκεκριμένους ρυθμούς αύξησης, απαιτούνταν δύο περίπου αιώνες για το διπλασιασμό του πληθυσμού. Πενήντα χρόνια αργότερα, στις αρχές του 19ου αιώνα, ο παγκόσμιος πληθυσμός είχε ήδη ξεπεράσει το φράγμα του 1 δισεκατομμυρίου κατοίκων, αυξανόμενος κατά 0,42% ετησίως, καταγράφοντας χρόνο διπλασιασμού ίσο με περίπου 1,5 αιώνες. Στην πραγματικότητα όμως, χρειάστηκαν μόλις 118 χρόνια για να περάσει ο παγκόσμιος πληθυσμός από το 1 στα 2 δισεκατομμύρια. Ημερομηνία ορόσημο όπου συνέβη ο πρώτος διπλασιασμός από το 1 στα 2 δισεκατομμύρια κατοίκων, ήταν το 1922. Από εκεί και πέρα, ο χρόνος που μεσολάβησε για την προσθήκη κάθε επιπλέον δισεκατομμυρίου στον παγκόσμιο πληθυσμό μειωνόταν εντυπωσιακά: χρειάστηκαν 37 χρόνια για να περάσει ο πληθυσμός από τα 2 στα 3 δισεκατομμύρια (συνέβη το 1959) και 15 χρόνια για να φτάσει τα 4 δισεκατομμύρια. Η προσθήκη του πέμπτου δισεκατομμυρίου απαίτησε 13 χρόνια και μόλις 12 χρόνια μετά, το 1999, ο παγκόσμιος πληθυσμός έφτασε τα 6 δισεκατομμύρια (Διάγραμμα 6.2).
Διάγραμμα 6.2 Ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνεται ραγδαία και ο χρόνος που απαιτείται για την προσθήκη ενός επιπλέον δισεκατομμυρίου ατόμων μειώνεται θεαματικά.
Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα συντελέστηκε η μεγαλύτερη, τόσο ποσοστιαία όσο και σε απόλυτα μεγέθη, αύξηση του πληθυσμού. Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης κατά περιόδους ξεπέρασε το 2%, ενώ ο χρόνος διπλασιασμού έφτασε το 1970 στα 33 μόλις χρόνια, επίπεδο το οποίο χαρακτηρίζεται ως το χαμηλότερο όλων των εποχών.
6.2. Γιατί τότε και όχι άλλοτε;
Εύλογα προκύπτει το ερώτημα, γιατί αυτή η δυναμική στην αύξηση του πληθυσμού συντελείται τότε και όχι νωρίτερα στην ιστορία του ανθρώπινου πληθυσμού ;
Για δεκάδες χιλιάδες χρόνια ο ανθρώπινος πληθυσμός χαρακτηριζόταν από πολύ αργούς –σχεδόν μηδενικούς- ρυθμούς αύξησης. Οι δείκτες θνησιμότητας ήταν ιδιαίτερα υψηλοί, ενώ τα επίπεδα γονιμότητας, αν και κατά πολύ υψηλότερα από τα σημερινά, οριακά αντιστάθμιζαν τον αριθμό των θανάτων. Πριν την Αγροτική Επανάσταση, δεδομένων των συνθηκών διαβίωσης και των πιθανοτήτων επιβίωσης, η γονιμότητα αναπλήρωσης [βλ. Πλαίσιο 6.1] ήταν περίπου, επτά (7) παιδιά ανά γυναίκα.
Πλαίσιο 6.1 Γονιμότητα αναπλήρωσης.
Τα επίπεδα αυτά, αν και σαφώς χαμηλότερα του βιολογικού ορίου, είναι ιδιαίτερα υψηλά δεδομένου του τρόπου οργάνωσης της καθημερινότητας (διαρκείς μετακινήσεις, εποχική έλλειψη τροφής, κίνδυνοι κλπ), αλλά και του προσδόκιμου ζωής της εποχής που δε φαίνεται να ξεπερνούσε κατά πολύ τα 20 χρόνια. Κατά τη νεολιθική περίοδο, ο πληθυσμός άρχισε να καταγράφει οριακά θετικούς ρυθμούς αύξησης, κυρίως λόγω της μικρής υπεροχής των γεννήσεων έναντι των θανάτων. Αν και η πορεία του δεν υπήρξε σταθερά αυξητική (κυρίως λόγω λιμών και επιδημιών), στο τέλος της περιόδου ο παγκόσμιος πληθυσμός υπολογίζεται στα 800 εκατομμύρια, έναντι μόλις μερικών εκατομμυρίων που απαριθμούσε στην αρχή της.
Έστω και μια μικρή, αλλά σταθερή στο χρόνο υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων, αρκεί για να οδηγήσει, αργά στην αρχή και με αυξανόμενους ρυθμούς στη συνέχεια, στην αύξηση του πληθυσμού. Η μεγάλη ανατροπή στη δημογραφική εξέλιξη του ανθρώπου επήλθε με τη Βιομηχανική Επανάσταση. Ο παράγοντας που συνέβαλε καθοριστικά στην εμφάνιση και διατήρηση θετικών ρυθμών πληθυσμιακής αύξησης δεν ήταν η αύξηση της γονιμότητας αλλά, αντίθετα, η μείωση της θνησιμότητας. Κατά την πρώτη περίοδο της Βιομηχανικής Επανάστασης, άρχισαν σταδιακά να βελτιώνονται οι συνθήκες διαβίωσης. Οι άνθρωποι άρχισαν να τρέφονται καλύτερα, να ντύνονται πιο ζεστά, να πίνουν καθαρότερο νερό, να εφαρμόζουν κάποιους βασικούς κανόνες υγιεινής. Οι παράγοντες αυτοί περιόρισαν τη διάδοση των επιδημιών και ενίσχυσαν την ανθρώπινη αντοχή στις μεταδοτικές ασθένειες. Οι πρώτες θετικές συνέπειες αποτυπώθηκαν στους βελτιούμενους δείκτες βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας. Στη συνέχεια, η πρόοδος της ιατρικής και της φαρμακευτικής συνέβαλαν στην αποτελεσματική πρόληψη (μέσω των εμβολιασμών) και την αντιμετώπιση (μέσω των θεραπειών και φαρμακευτικών αγωγών) αρκετών ασθενειών. Η πιθανότητα επιβίωσης αυξήθηκε, οι δείκτες θνησιμότητας όλων των ηλικιακών ομάδων κατέγραψαν σημαντική βελτίωση και το προσδόκιμο ζωής άρχισε να καταγράφει μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή ανοδική πορεία.
H δημογραφική δυναμική των τελευταίων 250 περίπου χρόνων, οφείλεται στη σαφή υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων, η οποία αποδίδεται όχι στην ιδιαίτερα υψηλή γονιμότητα, αλλά στη συνεχή και γρήγορη μείωση της θνησιμότητας και τελικά στα πολύ χαμηλά επίπεδα θνησιμότητας τα οποία καταγράφηκαν κατά τον 20ο αιώνα.
Άμεση συνέπεια της παράλληλης μείωσης της θνησιμότητας και της γονιμότητας ήταν η μεταβολή της ηλικιακής δομής του πληθυσμού με τη σταδιακή διόγκωση των μεσαίων ηλικιακών ομάδων. Όταν ο πληθυσμός σε αναπαραγωγική ηλικία αυξάνεται (σε απόλυτα ή και σχετικά μεγέθη), τότε επιτυγχάνονται οι θετικοί ρυθμοί πληθυσμιακής αύξησης, ακόμη και αν ο δείκτης γονιμότητας πέσει σε επίπεδα ίσα ή χαμηλότερα του ορίου αναπλήρωσης των γενεών. Οι γεννήσεις αυξάνονται, λόγω του μεγάλου αριθμού των εν δυνάμει μητέρων, και υπερτερούν αριθμητικά των θανάτων. Η ιδιαίτερη δημογραφική συγκυρία κατά την οποία η ηλικιακή δομή του πληθυσμού συμβάλλει καθοριστικά στη διαμόρφωση υψηλών ρυθμών πληθυσμιακής αύξησης περιγράφεται διεθνώς με τον όρο population momentum (δημογραφική δυναμική).
Η «δημογραφική μετάβαση» είναι ένα μοντέλο που περιγράφει τη σταδιακή μετάβαση των πληθυσμών από το αρχικό καθεστώς υψηλής θνησιμότητας και υψηλής γονιμότητας σε ένα καθεστώς χαμηλής θνησιμότητας και γονιμότητας. Όπως κάθε «μοντέλο», έτσι και το συγκεκριμένο, αποτελεί τη γενικευμένη και απλουστευμένη παρουσίαση μιας σύνθετης εικόνας, ώστε να περιγράφονται ικανοποιητικά οι πληθυσμιακές εξελίξεις ενός συνόλου χωρών.
Το έναυσμα για τη διατύπωση της σχετικής θεωρίας δόθηκε το 1929 από τον Αμερικανό δημογράφο Warren Thompson (1887-1973) ο οποίος μελέτησε διάφορες χώρες κατά την περίοδο 1908-1927. Παρατήρησε ότι είναι δυνατή η ομαδοποίηση των χωρών ανάλογα με τους ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης σε τρεις κατηγορίες-φάσεις, οι οποίες διαδέχονταν η μια την άλλη. Μερικά χρόνια αργότερα, η ιδέα συμπληρώθηκε από άλλους μελετητές μεταξύ των οποίων, ο Frank Wallace Notestein (1902-1983) και ο Kingsley Davis, οι οποίοι υποστήριξαν ότι οι φάσεις μετάβασης είναι τέσσερις ή πέντε. Ουσιαστικά, και μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1940, η δημογραφική μετάβαση αποτελούσε απλά μια απεικόνιση της δημογραφικής κατάστασης και όχι μια θεωρία. Καθώς όμως η μελέτη των ανεπτυγμένων χωρών επεκτείνονταν και όλο και περισσότερες χώρες ταίριαζαν στην εικόνα αυτή, το φαινόμενο άρχισε να παίρνει διαστάσεις ενός άγραφου νόμου που διέπει την πληθυσμιακή εξέλιξη παγκοσμίως. Σταδιακά αναπτύχθηκε το ερμηνευτικό πλαίσιο μέσα στο οποία διαμορφώνονται οι δείκτες γεννητικότητας και θνησιμότητας, οι οποίοι φέρονται ως οι καθοριστικοί παράγοντες των πληθυσμιακών εξελίξεων. Παράλληλα, δόθηκε η περιγραφή, ονοματίστηκαν οι διαφορετικές φάσεις και επινοήθηκε ο όρος «δημογραφική μετάβαση» για να περιγράψει αυτό το πέρασμα από τη μια φάση στην άλλη, το οποίο στη συνέχεια αναδείχθηκε ως η σημαντικότερη θεωρία της δημογραφίας.
Διάγραμμα 6.3 Οι φάσεις της Δημογραφικής Μετάβασης.
6.3.1. Η θεωρία της δημογραφικής μετάβασης
Η κλασσική θεωρία της δημογραφικής μετάβασης αναπτύσσει το θεωρητικό πλαίσιο προκειμένου να περιγραφεί και να ερμηνευθεί η διαδικασία μετάβασης των πληθυσμών από τα υψηλά στα χαμηλά επίπεδα γονιμότητας και θνησιμότητας.
Οι μεταβολές της γονιμότητας και της θνησιμότητας δεν είναι γενικά συντονισμένες. Κατά κανόνα προηγείται η σταδιακή μείωση της θνησιμότητας και ακολουθεί με κάποια υστέρηση (της οποίας η διάρκεια διαφοροποιείται γεωγραφικά) η μείωση της γονιμότητας. Σύμφωνα με τη θεωρία της δημογραφικής μετάβασης, ο δημογραφικός κύκλος χαρακτηρίζεται από τα ακόλουθα στάδια ή φάσεις.
ΦΑΣΗ Ι - Στάδιο υψηλής στασιμότητας:
Η πρώτη φάση χαρακτηρίζεται από την ισορροπία μεταξύ υψηλής γονιμότητας και υψηλής θνησιμότητας, με αποτέλεσμα την οριακή πληθυσμιακή αύξηση. Για τον λόγο αυτόν της αποδίδεται ο χαρακτηρισμός ως «στάδιο υψηλής στασιμότητας». Κατά τη φάση αυτή, τα υψηλά επίπεδα θνησιμότητας αιτιολογούνται από την πλήρη άγνοια του πληθυσμού σχετικά με την πρόληψη ή αντιμετώπιση ασθενειών και επιδημιών, καθώς και στους περιοδικούς λοιμούς. Έλλειψη πόσιμου νερού, κακές συνθήκες υγιεινής και ελλειπής διατροφή δημιουργούσαν ένα εξαιρετικά δύσκολο περιβάλλον, όπου μόνο ένα μικρό ποσοστό των παιδιών κατάφερνε να ενηλικιωθεί. Κατά καιρούς, καταγράφονται εξάρσεις της θνησιμότητας λόγω επιδημιών, όπως η χολέρα και ο κίτρινος πυρετός.
Η υψηλή βρεφική και παιδική θνησιμότητα αποτελούν ισχυρό αντικίνητρο για οποιοδήποτε οικογενειακό προγραμματισμό και έλεγχο της γονιμότητας. Ιδιαίτερα στις κοινωνίες που στηρίζονται στην αγροτική παραγωγή και την ανειδίκευτη εργασία, τα παιδιά θεωρούνται «κεφάλαιο» για την οικογένεια και την κοινωνία, αφού οι μεγάλες οικογένειες αποτελούν προϋπόθεση για την εξασφάλιση του απαραίτητου εργατικού δυναμικού. Ως αποτέλεσμα, κατά την πρώτη φάση, οι δείκτες γεννητικότητας είναι ιδιαίτερα υψηλοί.
Αυτό το στάδιο χαρακτηρίζει τον πληθυσμό της Ευρώπης μέχρι το 18ο αιώνα, οπότε για πρώτη φορά διαταράσσεται η ισορροπία θνησιμότητας και γονιμότητας. Η έναρξη της Βιομηχανικής Επανάστασης σηματοδότησε το πέρασμα στη δεύτερη φάση για τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Στην περίοδο που διανύουμε, καμία χώρα δε βρίσκεται σε αυτή τη φάση. Ενδεχομένως κάποιες απομονωμένες φυλές του Αμαζονίου να αποτελούν τους μοναδικούς πληθυσμούς που εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται δημογραφικά από το στάδιο υψηλής στασιμότητας .
ΦΑΣΗ ΙΙ - Πρώϊμο στάδιο ανάπτυξης
Το βασικό χαρακτηριστικό της δεύτερης φάσης είναι η σταδιακά επιταχυνόμενη μείωση της θνησιμότητας. Η τάση αυτή είναι αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων, όπως βελτίωση των υγειονομικών συνθηκών, η καλύτερη αντιμετώπιση ορισμένων ασθενειών, η βελτίωση της ποιότητας και της ποσότητας της διαθέσιμης τροφής μέσα από την εντατικότερη και αποτελεσματικότερη καλλιέργεια της γης. Άμεση συνέπεια των παραπάνω είναι ο σημαντικός περιορισμός της βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας, που συνέβαλε στη μείωση του αδρού δείκτη θνησιμότητας. Υπάρχουν ωστόσο περίοδοι έντονων διακυμάνσεων από χρονιά σε χρονιά λόγω επιδημιών ή ελλείψεων στη σοδειά. Στο στάδιο αυτό η γονιμότητα, παρά τις όποιες διακυμάνσεις της, παραμένει σε σταθερά υψηλά επίπεδα.
Κατά τη δεύτερη φάση σημειώνονται υψηλοί ρυθμοί αύξησης του πληθυσμού, αφού η διαφορά μεταξύ γονιμότητας και θνησιμότητας τείνει αυξανόμενη. Αξίζει να επισημανθεί, ότι η πληθυσμιακή αύξηση αυτής της περιόδου οφείλεται, όχι στην υψηλή γονιμότητα, αλλά στη μειούμενη θνησιμότητα. Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό της φάσης αυτής είναι η σημαντική μεταβολή της ηλικιακής δομής του πληθυσμού. Ενώ κατά την πρώτη φάση μεγάλο μέρος του πληθυσμού συγκεντρωνόταν στα 5-10 πρώτα ηλικιακά έτη, κατά τη δεύτερη φάση, η πληθυσμιακή πυραμίδα εμφανίζεται να «γεμίζει" και στις αναπαραγωγικές ηλικίες, αφού βελτιώνεται σημαντικά η πιθανότητα επιβίωσης και εισόδου στην ενήλικη ζωή.
Η δεύτερη φάση ξεκίνησε από το Ηνωμένο Βασίλειο μέσα στο 19ο αιώνα και γρήγορα επεκτάθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη. Σ’ αυτήν αποδίδεται η ραγδαία πληθυσμιακή αύξηση των τελευταίων δύο αιώνων, που κλιμακώθηκε κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, όταν οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες εισήλθαν σε αυτή τη φάση. Σήμερα, στο δεύτερο στάδιο της δημογραφικής μετάβασης παραμένουν χώρες που διατηρούν υψηλά επίπεδα γονιμότητας, όπως το Αφγανιστάν, καθώς και οι περισσότερες χώρες της υπο-σαχάριας Αφρικής.
ΦΑΣΗ ΙΙΙ - Όψιμο στάδιο ανάπτυξης
Βασικό χαρακτηριστικό της τρίτης φάσης είναι η ραγδαία μείωση της γονιμότητας, ενώ παράλληλα συνεχίζεται η μείωση της θνησιμότητας.
Η μείωση της γονιμότητας αποδίδεται σ’ ένα συνδυασμό παραγόντων. Ιδιαίτερα καθοριστική είναι η μείωση της βρεφικής θνησιμότητας, που έκανε τους γονείς λιγότερο ανασφαλείς σχετικά με τον τελικό αριθμό των παιδιών που επιβιώνουν, ώστε να συνδράμουν στην παραγωγική διαδικασία και να τους βοηθήσουν στα γεράματα. Δεύτερον, η αστικοποίηση άλλαξε τον τρόπο ζωής και μαζί επέφερε αλλαγές στις παραδοσιακές αντιλήψεις που επικρατούσαν γύρω από το μέγεθος της οικογένειας στις αγροτικές κοινωνίες. Τρίτον, η γυναικεία εκπαίδευση και απασχόληση διαφοροποίησαν τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία αποδίδοντάς της επιπλέον ρόλους, πέραν αυτού της μητέρας. Παράλληλα, η διάδοση των αντισυλληπτικών μεθόδων προσέφερε ένα αποτελεσματικό μέσο για τον καλύτερο έλεγχο των γεννήσεων και την εφαρμογή αποτελεσματικού οικογενειακού προγραμματισμού.
Κατά το στάδιο αυτό καταγράφοντα οι υψηλότεροι ρυθμοί πληθυσμιακής αύξησης. Ο πληθυσμός αυξάνεται ταχύτατα αν και η διαφορά μεταξύ γεννήσεων και θανάτων αρχίζει σταδιακά να μειώνεται.
Η Τρίτη φάση της δημογραφικής μετάβασης ξεκίνησε από τη Βόρεια Ευρώπη, στα τέλη του 19ου αιώνα. Στη βιομηχανική Ευρώπη η μείωση της γονιμότητας ξεκίνησε με καθυστέρηση αρκετών δεκαετιών, σε σχέση με τη θνησιμότητα. Στην παρούσα φάση, στο τρίτο στάδιο της δημογραφικής μετάβασης βρίσκονται χώρες όπως η Ινδία, το Μπαγκλαντές, η Αίγυπτος κ.α..
ΦΑΣΗ IV - Χαμηλό στάδιο στασιμότητας
Σταδιακά, οι μειούμενοι δείκτες θνησιμότητας και γονιμότητας ισορροπούν σε χαμηλά επίπεδα.
Ο συνολικός πληθυσμός είναι μεγάλος, αλλά πλέον δεν αυξάνεται, παρά μόνο οριακά. Η ηλικιακή δομή μεταβάλλεται, γεγονός που αποτυπώνεται στις πληθυσμιακές πυραμίδες οι οποίες εμφανίζονται διογκωμένες στις μεσαίες και υψηλές ηλικίες. Το προσδόκιμο επιβίωσης ανεβαίνει σταθερά, ο δείκτης γονιμότητας είναι χαμηλότερος του ορίου αναπλήρωσης και ο πληθυσμός γερνάει.
Στην τέταρτη φάση της δημογραφικής μετάβασης βρίσκεται ένας μεγάλος αριθμός, ανεπτυγμένων κυρίως χωρών, μεταξύ των οποίων η Κίνα, η Βραζιλία, η Νέα Ζηλανδία.
ΦΑΣΗ V – Συρρίκνωση (;)
Στη φάση αυτή η γονιμότητα παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε επίπεδα κάτω του ορίου αναπλήρωσης των γενεών. Μείωση του αριθμού των γάμων, ενίσχυση της προγαμιαίας συμβίωσης, καθυστέρηση στην απόκτηση του πρώτου παιδιού, μείωση του τελικού μεγέθους της οικογένειας, δυσκολία στον συνδυασμό οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, είναι μερικοί από τους λόγους που εξηγούν τη διατήρηση της γονιμότητας σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα. Την ίδια στιγμή, με δεδομένο ότι η διαδικασία της πληθυσμιακής γήρανσης έχει προχωρήσει, αυξανόμενο ποσοστό του πληθυσμού συγκεντρώνεται στην κορυφή της ηλικιακής πυραμίδας, ο αριθμός των θανάτων αυξάνεται χρόνο με το χρόνο, παρά τα χαμηλά επίπεδα θνησιμότητας. Οι θάνατοι υπερτερούν αριθμητικά των γεννήσεων και έτσι η φυσική μεταβολή του πληθυσμού είναι αρνητική. Μ’ αυτά τα δεδομένα και εφ’ όσον απουσιάζουν μαζικές μεταναστευτικές εισροές, ο πληθυσμός αναμένεται να οδηγηθεί σταδιακά στη συρρίκνωση.
Στην πέμπτη φάση φαίνεται να έχουν εισέλθει χώρες, όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία, οι οποίες ήδη καταγράφουν φυσική μείωση του πληθυσμού τους.
Σε κάποιες χώρες του ευρωπαϊκού βορρά (όπως Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Σουηδία), το πέρασμα στο τελικό αυτό στάδιο της δημογραφικής μετάβασης έχει καθυστερήσει, διότι η γονιμότητα έδωσε σημάδια ανάκαμψης και δείχνει να σταθεροποιείται κοντά στο όριο αναπλήρωσης των γενεών.
Πίνακας 6.3 Το μοντέλο της Δημογραφικής Μετάβασης.
Η θεωρία της δημογραφικής μετάβασης αποτελεί ίσως το πιο ολοκληρωμένο και ευρέως αποδεκτό μοντέλο στη θεωρία της επιστήμης της δημογραφίας. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι περιορισμοί, οι οποίοι είναι σκόπιμο να αναφερθούν, χωρίς να αμφισβητείται η αξία του μοντέλου. Τα κυριότερα σημεία κριτικής αφορούν στις παρακάτω αδυναμίες:
- Το μοντέλο ερμηνεύει τις πληθυσμιακές μεταβολές ως συνάρτηση δύο εκ των τριών δημογραφικών φαινομένων. Από το μοντέλο απουσιάζει εντελώς η επίδραση της μετανάστευσης, η οποία όμως είναι καθοριστικής σημασίας για τις πληθυσμιακές εξελίξεις.
- Το μοντέλο της δημογραφικής μετάβασης δεν παρέχει καμία εκτίμηση σχετικά με τη διάρκεια μετάβασης από το αρχικό στο τελικό στάδιο. Οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης χρειάστηκαν αιώνες, ενώ σε κάποιες από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες η μετάβαση από το ένα στάδιο στο άλλο διαρκεί μόνο μερικές δεκαετίες.
- Δεν υπάρχει πρόβλεψη για το αν τελικά όλες οι χώρες ολοκληρώνουν την πορεία της μετάβασης, φθάνοντας στο πέμπτο στάδιο.
- Τέλος, οι αιτίες των μεταβολών στους ρυθμούς γεννητικότητας και θνησιμότητας δεν είναι κοινοί για όλες τις χώρες.
6.3.2. Διαφορές Μεταξύ Λιγότερο και Περισσότερο Ανεπτυγμένων Χωρών
Το μοντέλο της δημογραφικής μετάβασης διατυπώθηκε για να περιγράψει τις δημογραφικές εξελίξεις που σημειώθηκαν στις βιομηχανικές χώρες κατά τον 19ου και 20ου αιώνα. Οι δημογραφικές εξελίξεις συνδυάστηκαν με τις οικονομικές, κοινωνικές και τεχνολογικές εξελίξεις της περιόδου και ερμηνεύτηκαν σε συνάρτηση με αυτές.
Ωστόσο, φαίνεται ότι με κάποιες διαφοροποιήσεις, το μοντέλο μπορεί να περιγράψει τις δημογραφικές εξελίξεις και στις λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομικά περιοχές. Οι κυριότερες διαφορές συνοψίζονται στα ακόλουθα:
- Σημαντική χρονική καθυστέρηση στην εμφάνιση του φαινομένου. Στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες η διαδικασία της μετάβασης, άρχισε μόλις τον 20ο αιώνα, με καθυστέρηση σχεδόν δύο αιώνων. Κάποιες χώρες, όπως το Αφγανιστάν ή περιοχές της υπο-Σαχάριας Αφρικής, βρίσκονται ακόμη στη δεύτερη φάση, αφού τα επίπεδα γονιμότητας είναι ακόμη εξαιρετικά υψηλά. Οι περισσότερες όμως από τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές, έχουν ήδη επιτύχει, σε κάποιο βαθμό, τον έλεγχο της γονιμότητας και βρίσκονται στην τρίτη φάση.
- Ταχύτερη μείωση της θνησιμότητας. Στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές η μείωση της θνησιμότητας συντελέστηκε μέσα σε 50 περίπου χρόνια, έναντι περίπου 150 ετών που χρειάστηκαν οι περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες για να ολοκληρώσουν τη δεύτερη φάση. Κατά συνέπεια, στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, η δεύτερη φάση είναι μικρότερης διάρκειας. Το γεγονός αυτό αποδίδεται εν μέρει στην εφαρμογή διαθέσιμων ιατρικών και τεχνολογικών μεθόδων, αλλά κυρίως στην ταχύτατη υιοθέτηση νέων προτύπων διαβίωσης.
- Μεγαλύτερο μεσοδιάστημα μεταξύ μείωσης θνησιμότητας και μείωσης γονιμότητας. Σε αντίθεση με τη θνησιμότητα, μεταβολές στη γονιμότητα αποτελούν προϊόν συνειδητής επιλογής και απαιτούν σημαντικές αλλαγές τόσο σε κοινωνικό όσο και ατομικό επίπεδο. Οι αλλαγές αυτές που έχουν κυρίως να κάνουν με τη συμμετοχή των γυναικών στην εκπαίδευση και την αγορά εργασίας, καθώς και η ευαισθητοποίησή τους σε θέματα οικογενειακού προγραμματισμού, συχνά καθυστερούν, αφού έρχονται σε αντίθεση με τις παραδοσιακές αντιλήψεις.
- Υψηλότεροι ρυθμοί αύξησης, καταγράφονται στις αναπτυσσόμενες χώρες συγκρινόμενοι με αυτούς των ανεπτυγμένων χωρών στις ίδιες φάσεις.
Ο όρος population momentum (δημογραφική ορμή ή δυναμική) επινοήθηκε για να ερμηνεύσει τη φαινομενικά παράδοξη συνεχιζόμενη αύξηση του πληθυσμού κατά την τέταρτη φάση της δημογραφικής μετάβασης, παρά τους ιδιαίτερα χαμηλούς δείκτες γονιμότητας. Η εξήγηση αυτού του «παράδοξου», βρίσκεται στην ευνοϊκή ηλικιακή δομή του πληθυσμού. Με τη βρεφική και παιδική θνησιμότητα να ακολουθούν πτωτική πορεία, ο όγκος των ατόμων που επιβιώνουν μέχρι την αναπαραγωγική ηλικία συνεχίζει για ένα διάστημα να αυξάνει διασφαλίζοντας, έτσι, την αριθμητική υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων. Με τον τρόπο αυτό, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ακόμη και με δείκτες γονιμότητας χαμηλότερους του ορίου αναπλήρωσης των γενεών, οι ρυθμοί φυσικής αύξησης του πληθυσμού παραμένουν θετικοί. Το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ μείωσης της γονιμότητας και της εμφάνισης αρνητικών ρυθμών φυσικής αύξησης, παρέχει μια περίοδο δημογραφικής δυναμικής, ένα διάστημα κεκτημένης φόρας. Αυτή η «πληθυσμιακή ορμή» παραλληλίζεται με το όχημα που συνεχίζει να τρέχει παρά το γεγονός ότι ο οδηγός του πατάει φρένο. Γίνεται αντιληπτό ότι η διάρκεια του φαινομένου δεν είναι απεριόριστη, αλλά περιορίζεται στο διάστημα μιας ή δύο περίπου γενεών, όσο η ηλικιακή δομή του πληθυσμού συμβάλλει στην αριθμητική υπεροχή των γεννήσεων.
Ο όρος δημογραφική ή πληθυσμιακή δυναμική αποτελεί μάλλον την καλύτερη απόδοση της έννοιας του population momentum στα ελληνικά. Η επίδραση της ευνοϊκής ηλικιακής δομής στη μεταβολή του πληθυσμού υπολογίζεται από τον αδρό δείκτη γεννητικότητας και το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση βάσει του τύπου:
PMF = CBR*L.E.atBirth
Όταν PMF >1, η δημογραφική ορμή είναι θετική και ο πληθυσμός αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνει
PMF = 1, η φυσική κίνηση δεν συμβάλλει πλέον στην αύξηση του πληθυσμού
PMF < 1, η δημογραφική ορμή είναι αρνητική και ο πληθυσμός θα αρχίσει να μειώνεται
Στον Πίνακα 6.4. παρουσιάζεται αναλυτικά ο υπολογισμός του PMF
Πίνακας 6.4 Υπολογισμός PopulationMomentumFactorκαι άλλοι δημογραφικοί δείκτες σε επιλεγμένες χώρες.
6.3.4. Demographic dividend (δημογραφικό μέρισμα)
Ως demographic dividend (δημογραφικό μέρισμα) περιγράφεται η θετική επίδραση των δημογραφικών μεταβολών στην οικονομική ανάπτυξη. Όπως προκύπτει από τη θεωρία της δημογραφικής μετάβασης, η θνησιμότητα και η γονιμότητα μειώνονται, καθώς ο πληθυσμός περνά μέσα από τις διαδοχικές φάσεις του μοντέλου. Η μείωση αυτή όμως δεν είναι συγχρονισμένη. Η χρονική υστέρηση στην εξέλιξη των δεικτών γονιμότητας σε σχέση με τους δείκτες θνησιμότητας προκαλεί όχι μόνο υψηλούς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης, αλλά και σημαντικές μεταβολές στην ηλικιακή δομή του πληθυσμού. Υπό προϋποθέσεις, οι μεταβολές στην ηλικιακή δομή του πληθυσμού ενεργοποιούν σημαντικές ευκαιρίες ανάπτυξης, που με οικονομικο-δημογραφικούς όρους ονομάζονται «δημογραφικό μέρισμα». Το «δημογραφικό μέρισμα» διανέμεται μέσα από διαφορετικούς μηχανισμούς, με βασικότερους την προσφορά εργασίας, την αποταμίευση και το ανθρώπινο κεφάλαιο.
Προσφορά Εργασίας: Η δημογραφική μετάβαση επιδρά στην προσφορά εργασίας με δύο τρόπους: πρώτον με την αύξηση του πληθυσμού σε εργάσιμη ηλικία, και δεύτερον, με την ενίσχυση της γυναικείας απασχόλησης. Συγκεκριμένα, στο μοντέλο της δημογραφικής μετάβασης, όσο ο πληθυσμός σημειώνει υψηλούς ρυθμούς φυσικής αύξησης, το εργατικό δυναμικό αυξάνεται γρηγορότερα από τον αριθμό των οικονομικώς εξαρτημένων ατόμων (παιδιών και ηλικιωμένων). Εάν η αγορά εργασίας μπορεί να απορροφήσει αυτή την προσφορά δημιουργούνται οι προϋποθέσεις αύξησης του κατά κεφαλήν παραγόμενου προϊόντος. Επιπλέον, όταν το μέγεθος της οικογένειας μειώνεται, διευκολύνεται η ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας. Κατά το διάστημα αυτό, εφαρμόζοντας τις κατάλληλες οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για ταχεία αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος.
Αποταμίευση: Οι νέοι και οι ηλικιωμένοι, τα άτομα τα οποία συνήθως αποκαλούνται οικονομικώς εξαρτώμενα, καταναλώνουν περισσότερα απ’όσα παράγουν, ενώ αντίθετα τα άτομα που βρίσκονται στην παραγωγική ηλικία (έστω από 20 έως 64 ετών), παράγουν περισσότερο και έχουν τη δυνατότητα να αποταμιεύουν. Η αύξηση των αποταμιεύσεων συμβάλλει στην ενίσχυση των επενδύσεων, τη δημιουργία αποθεματικών για τη χρηματοδότηση μελλοντικών αναγκών, κυρίως των συντάξεων και των δαπανών για την παιδεία.
Ανθρώπινο Κεφάλαιο: Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο ζουν οι άνθρωποι. Όσο προχωρά η διαδικασία της μετάβασης, συντελούνται σημαντικές κοινωνικές αλλαγές, όπως για παράδειγμα ενισχύεται ο ρόλος της εκπαίδευσης, αλλάζει η θέση της γυναίκας, δημιουργείται ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον. Οι κοινωνίες που επωφελούνται από τις δημογραφικές μεταβολές βλέπουν το επίπεδο του λαού τους να βελτιώνεται.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές, ότι για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα προκύπτει ένα σημαντικό όφελος, ένα «παράθυρο ευκαιρίας» το οποίο οι δημογραφικές εξελίξεις προσφέρουν στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Το αν και κατά πόσο μια κοινωνία μπορεί να επωφεληθεί, μέσω των παραπάνω μηχανισμών, από τις δημογραφικές μεταβολές, εξαρτάται από το πόσο βοηθητικό είναι το οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον που επικρατεί. Η περίοδος αυτή διαρκεί περίπου 30-50 χρόνια, ανάλογα με την ταχύτητα μείωσης της γεννητικότητας. Σταδιακά, με την πάροδο των δεκαετιών περιορίζεται το σχετικό όφελος μέχρι τελικά να μηδενιστεί (Διάγραμμα 6.4).
Διάγραμμα 6.4 Δημογραφική Δυναμική και Δημογραφική Μετάβαση.
Χαρακτηριστική περίπτωση της επίδρασης της δημογραφικής μετάβασης στην οικονομία αποτελεί η περιοχή της Ανατολικής Ασίας. Η περιοχή περιλαμβάνει ένα μείγμα χωρών οι οποίες βρίσκονται σε διαφορετικό στάδιο της διαδικασίας για τη δημογραφική μετάβαση ενώ κάποιες από αυτές κατάφεραν να αξιοποιήσουν στο μέγιστο το δημογραφικό Στην συγκεκριμένη περιοχή, η δημογραφική μετάβαση συντελέστηκε με μεγάλη ταχύτητα (διήρκησε μόνο από 50 έως 75 χρόνια) και σε αυτή αποδίδεται κατά κύριο λόγο το «οικονομικό θαύμα» της περιοχής κατά τη δεκαετίες 1970-1990.
Από το 1950 καταγράφονται ραγδαίες δημογραφικές εξελίξεις. Μέσα σε πέντε δεκαετίες, το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση και για τα δύο φύλα εκτινάχθηκε από τα 43 στα 72 έτη. Η βρεφική θνησιμότητα έπεσε από 181‰ (δηλαδή 181 στα 1000 μωρά πέθαιναν πριν συμπληρώσουν το πρώτο έτος ηλικίας τους) το 1950 στο 34‰ το 2000. Όπως έχει ήδη επισημανθεί, η μείωση της βρεφικής θνησιμότητας αποτελεί τη βασικότερη προϋπόθεση για τη μείωση της γονιμότητας. Έτσι, κατά την ίδια περίοδο, η γονιμότητα μειώθηκε δραματικά, από 6 σε μόλις 2 παιδιά ανά γυναίκα. Η παραπάνω τάση ενισχύθηκε από τη στήριξη και διάδοση μεθόδων οικογενειακού προγραμματισμού που με επιτυχία εφαρμόστηκαν σε όλες τις χώρες της περιοχής. Παράλληλα, μέσα από συντονισμένες πολιτικές βελτιώθηκε σημαντικά το εκπαιδευτικό επίπεδο του πληθυσμού. Ως αποτέλεσμα των δημογραφικών εξελίξεων, την περίοδο 1975-1990 ο πληθυσμός σε εργάσιμη ηλικία (15-64 ετών) αυξανόταν με ρυθμούς πολύ ταχύτερους από τον πληθυσμό σε μη-εργάσιμη ηλικία (άτομα κάτω των 15 και άνω των 65 ετών) (Διάγραμμα 6.5), βάζοντας την περιοχή σε έναν ενάρετο κύκλο (virtuous circle) οικονομικής μεγέθυνσης. Στα χρόνια που μεσολάβησαν μεταξύ 1965 και 1990, το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξανόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό υψηλότερο του 6%. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, υπολογίζεται ότι ο δημογραφικός παράγοντας συνέβαλε σε ποσοστό που κυμαίνεται από 25% έως 40% στην οικονομική ανάπτυξη της συγκεκριμένης περιόδου (Bloom et al. 2003).
Πηγή: United Nations, Department of Economic and Social Affairs, Population Division, World Population Prospects: The 2012 Revision.
Διάγραμμα 6.5 Ρυθμός Μεταβολής πληθυσμού σε εργάσιμη και μη-εργάσιμη ηλικία: Ανατολική Ασία, 1950-2010.
Εξίσου σημαντικές ήταν οι δημογραφικές αλλαγές που σημειώθηκαν στις χώρες της Λατινικής Αμερικής από το 1965 μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα μεταξύ των οποίων επισημαίνονται η αύξηση του προσδόκιμου ζωής κατά περίπου 20 χρόνια, η μείωση στο ένα τρίτο της βρεφικής θνησιμότητας και ο περιορισμός της θνησιμότητας από 5 στα 2,5 παιδιά ανά γυναίκα. Ωστόσο, παρά το ευνοϊκό δημογραφικό περιβάλλον που συνέβαλε στην ταχύτατη αύξηση του εργατικού δυναμικού (Διάγραμμα 6.6), η οικονομική ανάπτυξη της περιοχής ήταν πολύ μικρότερη από αυτήν που παρατηρήθηκε στην Ανατολική Ασία.
Πηγή: United Nations, Department of Economic and Social Affairs, Population Division, World Population Prospects: The 2012 Revision.
Διάγραμμα 6.6 Ρυθμός Μεταβολής πληθυσμού σε εργάσιμη και μη-εργάσιμη ηλικία: Λατινική Αμερική, 1950-2010.
Η αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν κατά μέσο όρο χαμηλότερη του 1% ετησίως. Οι λόγοι πίσω από το περιορισμένο δημογραφικό μέρισμα της Λατινικής Αμερικής παραμένουν αντικείμενο μελέτης και αντιπαράθεσης μεταξύ των οικονομολόγων. Υπάρχει όμως συναίνεση γύρω από τη διαπίστωση ότι οι χώρες αυτές δεν κατάφεραν να καρπωθούν το όφελος από τις δημογραφικές εξελίξεις, λόγω απουσίας των κατάλληλων οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών (Inter-American Development Bank, 2000).
- Biraben, J.N. (1979) L'évolution du nombre des homes, Population, Vol.30, No 1, pp. 13-25.
- Bloom D., D. Canning and J. Sevilla (2003) The Demographic Dividend: A New Perspective on the Economic Consequences of population Change. Population Matters, RAND
- Boserup, E. (1965) The Conditions of Agricultural Growth: The economics of agrarian change under population pressure, London: George Allen and Unwin.
- Cohen, J. (1995) How Many People Can Earth Support?, W.W. Norton, New York.
- Eberstadt N. (2004) “Four Surprises in Global Demography”, Orbis, Fall 2004, pp: 673-684.
- Gilbert, G. (2001) World Population, Contemporary World Issues, ABC-CLIO, Inc., Santa Barbara, California.
- Grove, J. (2002) The Little Ice Age, Routledge, Taylor & Francis group.
- Inter-American Development Bank (2000) Development Beyond Economic: 2000 Report, Economic and Social Progress in Latin America, Washington, D.C.:IDB, 2000.
- Livi-Bacci, M. (2001) A Concise History of World Population, Third edition, Blackwell Publishers Inc.
- Mc Falls Jr., J. (2007) Population: A Lively Introduction, Population Bulletin, Vol.62, No.1, Population Reference Bureau.
- National Research Council (2000) Beyond Six Billion: Forecasting the World’s Population, Panel on Population Projections. John Bongaarts and Rodolfo A. Bulatao, eds. Committee on Population, Commission on Behavioral and Social Sciences and Education. Washington, D.C.: National Academy Press.
- Pison, G. (2011) “Tous les pays du monde, 2011” Population et Sociétés, Bulletin Mensuel d’Information de l’Institut National d’Etudes Démographiques, No 480.
- United Nations (2008) World Urbanization Prospects, The 2007 Revision, Department of Economic and Social Affairs, New York.
- United Nations (2006) World Population Policies 2005, Population Division Department of Economic and Social Affairs, New York.
- United Nations Population Fund (2007) State of World Population, Unleashing the Potential of Urban Growth.
- United Nations, Department of Economic and Social Affairs, Population Division (2013) World Population Prospects: The 2012 Revision, DVD Edition.
- Weeks, J. (2002) Population, An Introduction to Concept and Issues, eighth edition, Wadsworth Publishing Co.
- Wilson, A. and Cann, R. (1992) “The Recent African Genesis of Humans” Scientific American 266:68-73.