ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ:

Εξελίξεις, Προσδιοριστικοί Παράγοντες και Συνέπειες

Οι διαχρονικές αλλαγές αναφορικά με το μέγεθος και την κατά ηλικία δομή του πληθυσμού της Ελλάδας συναρτώνται άμεσα με τις μεταβολές του μεγέθους του εργατικού δυναμικού. Επιπρόσθετα, η αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης και οι μεταβολές στην απασχόληση, την ανεργία, την εκπαίδευση και την συνταξιοδότηση επηρεάζουν σημαντικά τόσο την συνολική διάρκεια του κύκλου ζωής των ατόμων, όσο και την παραμονή τους στα διάφορα στάδια αυτού του κύκλου. Τα επόμενα χρόνια, οι μεταβολές του εργατικού δυναμικού και οι διαφοροποιήσεις στον κύκλο ζωής των ατόμων θα είναι σε άμεση συνάρτηση με τις προοπτικές εξέλιξης του πληθυσμού.

 

12.1. Η κοινωνικο-οικονομική διάσταση των δημογραφικών μεταβολών στην Ελλάδα

12.1.1. Η δημογραφική διάσταση των διαχρονικών μεταβολών του εργατικού δυναμικού

Μία από τις σημαντικότερες διαστάσεις των σχέσεων μεταξύ των δημογραφικών μεταβολών και της αγοράς εργασίας είναι οι παρατηρούμενες επιπτώσεις στην διαχρονική εξέλιξη του εργατικού δυναμικού. Η στενή σχέση προκύπτει από το γεγονός ότι το εργατικό δυναμικό είναι συνάρτηση του ποσοστού συμμετοχής των ατόμων στην αγορά εργασίας (ή αλλιώς στο εργατικό δυναμικό) και του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας (συνήθως 15 έως 64 ετών).

Τα ποσοστά συμμετοχής εκφράζουν την τάση που έχουν τα άτομα να συμμετέχουν στην αγορά εργασίας. Παράλληλα, η τάση αυτή διαφοροποιείται ανάλογα με το φύλο και την ηλικία των ατόμων. Βασικός προσδιοριστικός παράγοντας για την παρουσία ή όχι των ατόμων στην αγορά εργασίας είναι το μορφωτικό τους επίπεδο. Ουσιαστικά η αύξηση του μορφωτικού επιπέδου συμβαδίζει με υψηλότερη θέληση των ατόμων να εργαστούν, και στον βαθμό που το επιτρέπουν οι οικονομικές συνθήκες, η θέληση αυτή αντικατοπτρίζεται σε αύξηση των ποσοστών συμμετοχής στην αγορά εργασίας.

Η διάσταση της ηλικίας είναι επίσης σημαντική από την άποψη ότι η απόφαση για συμμετοχή στην αγορά εργασίας διαφοροποιείται ανάλογα με τα διάφορα στάδια του κύκλου ζωής και τις αντίστοιχες προτιμήσεις των ατόμων. Έτσι, στις πιο νεαρές ηλικίες (15-29 ετών) οι προτιμήσεις των ατόμων τείνουν περισσότερο προς την εκπαίδευση, επομένως τα ποσοστά συμμετοχής τους στο εργατικό δυναμικό είναι γενικά χαμηλά. Αντίθετα στις ενδιάμεσες ηλικίες (30-49 ετών) τα ποσοστά αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικά, αφού οι προτιμήσεις των ατόμων, μετά την πιθανή ολοκλήρωση των σπουδών τους, τείνουν προς την εργασία. Επιπρόσθετα, στις υψηλότερες ηλικίες (50-64 ετών) και όσο τα άτομα προσεγγίζουν την ηλικία συνταξιοδότησης, η παρουσία τους στην αγορά εργασίας, συναρτάται τόσο από τις συνθήκες που επικρατούν για αυτούς στην αγορά εργασίας όσο και από το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τα συνταξιοδοτικά συστήματα.

Οι δυσμενείς συνθήκες στην αγορά εργασίας και η ύπαρξη δυνατοτήτων για πρώιμη συνταξιοδότηση των ατόμων σ’ αυτές τις ηλικίες, συνηγορούν στη μείωση της ενεργού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό. Τέλος, οι διαφοροποιήσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, σχετίζονται τόσο με τις προαναφερόμενες διαφορές που συναντώνται στις διάφορες ηλικίες όσο και με το γεγονός ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων η δημιουργία οικογένειας προκαλεί, γενικά, μεγαλύτερο διάστημα απουσίας των γυναικών από την αγορά εργασίας και συνεπώς οδηγεί σε χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής των γυναικών σε σχέση με αυτά των ανδρών.

Στο Διάγραμμα 12.1 αποτυπώνονται τα ποσοστά συμμετοχής ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα κατά πενταετείς ομάδες ηλικιών, όπως αυτά προκύπτουν από τα στοιχεία των απογραφών του 1971 και του 2011. Παρατηρείται ότι, σε όλες τις ηλικίες, τα ποσοστά συμμετοχής των ανδρών είναι υψηλότερα από αυτά των γυναικών. Η σημαντική διεύρυνση της παρουσίας των γυναικών στην αγορά εργασίας μεταξύ 1971 και 2011 συνδυάστηκε με συρρίκνωση των προαναφερόμενων διαφοροποιήσεων. Και στα δύο φύλα, τα υψηλότερα ποσοστά συναντώνται στις ηλικίες 30-49 ετών και ειδικότερα στην περίπτωση των ανδρών τα ποσοστά αυτά προσεγγίζουν το 100%. Η εκπαίδευση, η δημιουργία οικογένειας και η συνταξιοδότηση επιδρούν στο κατά ηλικία πρότυπο της συμμετοχής στην αγορά εργασίας με τρόπο ώστε τόσο στην αρχή όσο και στο τέλος του εργασιακού βίου (15-29 ετών και 50-64 ετών αντίστοιχα), η παρουσία των ατόμων στην αγορά εργασίας να εμφανίζεται περιορισμένη.

diagramma 12.1

Σημείωση: Μόνιμος πληθυσμός απογραφής 2011.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1979, σελ. 55, Πίνακας III.1 και σελ 69, Πίνακας III.7), ΕΣΥΕ (1977, Αποτελέσματα απογραφής 1971, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, σελ. 1, Πίνακας 1 και σελ. 538, Πίνακας 19) και ΕΛΣΤΑΤ (2015α).

Διάγραμμα 12.1 Ποσοστά συμμετοχής στην αγορά εργασίας ανά φύλο και ηλικιακή ομάδα στην Ελλάδα (1971-2011).

 

Η διαφοροποιημένη τάση των ατόμων να εργαστούν, αναφορικά με το φύλο και την ηλικία τους, ενισχύει παράλληλα τον ρόλο της κατά ηλικία σύνθεσης του πληθυσμού για τις μεταβολές του εργατικού δυναμικού. Ουσιαστικά, το μέγεθος του εργατικού δυναμικού δεν είναι απλά συνάρτηση του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας (15-64 ετών) και του συνολικού ποσοστού συμμετοχής στις ηλικίες αυτές, αλλά κυρίως της κατά ηλικία δομής του πληθυσμού και της κατά ηλικία και φύλο συμμετοχής στην αγορά εργασίας.

Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, (Μπάγκαβος, 2003), οι διαχρονικές αλλαγές στο μέγεθος του εργατικού δυναμικού μπορούν να διαχωριστούν σε αυτές που αφορούν στη μεταβολή της συμμετοχής των ατόμων στην αγορά εργασίας (επίπτωση συμμετοχής) και στη διάσταση που αφορά στις μεταβολές του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας (επίπτωση πληθυσμού). Ο διαχωρισμός αυτός μπορεί να γίνει με τη χρήση μιας «decomposition method».

Στο Διάγραμμα 12.2 απεικονίζονται τα αποτελέσματα από την εφαρμογή της προαναφερόμενης μεθόδου για την περίοδο 1971-2011 στην Ελλάδα, με έτος βάσης το 1971. Η συνολική μεταβολή αποτελεί το άθροισμα των επιμέρους μεταβολών ανά δεκαετία. Κατά την περίοδο της τελευταίας πεντηκονταετίας, το εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 45,5%. Η δεκαετία της σημαντικότερης μεταβολής ήταν η δεκαετία του 1990 (22,3%), ενώ η συμβολή της πιο πρόσφατης δεκαετίας στην συνολική μεταβολή ήταν σχεδόν μηδενική (0,4%).

diagramma 12.2

Σημείωση: Μόνιμος πληθυσμός απογραφών 2001 και 2011.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία των απογραφών. ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1979, σελ. 55, Πίνακας III.1 και σελ 69, Πίνακας III.7), ΕΣΥΕ (1977, Αποτελέσματα απογραφής 1971, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, σελ. 1, Πίνακας 1 και σελ. 538, Πίνακας 19), ΕΣΥΕ (1985, Αποτελέσματα Απογραφής 1981, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Α’, σελ. 1, Πίνακας 1, Τεύχος Β’, σελ. 848, Πίνακας 29), ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 93, Πίνακας III.1), ΕΣΥΕ (1998, Αποτελέσματα Απογραφής 1991, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Γ΄, σελ.1364, Πίνακας 29), ΕΛΣΤΑΤ (2015β), ΕΛΣΤΑΤ(2015γ) και ΕΛΣΤΑΤ (2015α).

Διάγραμμα 12.2 Αύξηση του εργατικού δυναμικού ανά δεκαετία (και συνολικά) στην Ελλάδα (1971-2011). (Ως προς το μέγεθος του εργατικού δυναμικού το 1971, επί 100).

 

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα αποτελέσματα αναφορικά με τον ρόλο του πληθυσμού και των ποσοστών συμμετοχής στην διαχρονική αύξηση του εργατικού δυναμικού (Διάγραμμα 12.3). Η επίπτωση των μεταβολών του πληθυσμού ήταν συνολικά πιο καθοριστική (28,3%) από αυτή της μεταβολής των ποσοστών συμμετοχής (17,2%). Τόσο η πληθυσμιακή διάσταση όσο και αυτή της τάσης των ατόμων για εργασία ήταν ιδιαίτερα σημαντικές την δεκαετία του 1990 (συμβολή κατά 11,9% και 10,3% αντίστοιχα). Στην τελευταία δεκαετία, η μείωση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας αντισταθμίζεται από μια ασθενή μεταβολή των ποσοστών συμμετοχής, γεγονός που οδηγεί σε μια οριακή μεταβολή του εργατικού δυναμικού.

diagramma 12.3

Σημείωση: Μόνιμος πληθυσμός απογραφών 2001 και 2011.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία των απογραφών. ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1979, σελ. 55, Πίνακας III.1 και σελ 69, Πίνακας III.7), ΕΣΥΕ (1977, Αποτελέσματα απογραφής 1971, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, σελ. 1, Πίνακας 1 και σελ. 538, Πίνακας 19), ΕΣΥΕ (1985, Αποτελέσματα Απογραφής 1981, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Α’, σελ. 1, Πίνακας 1, Τεύχος Β’, σελ. 848, Πίνακας 29), ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 93, Πίνακας III.1), ΕΣΥΕ (1998, Αποτελέσματα Απογραφής 1991, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Γ΄, σελ.1364, Πίνακας 29), ΕΛΣΤΑΤ (2015β), ΕΛΣΤΑΤ(2015γ) και ΕΛΣΤΑΤ (2015α).

Διάγραμμα 12.3 Η επίπτωση των μεταβολών του πληθυσμού και των ποσοστών συμμετοχής στην διαχρονική αύξηση του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα (1971-2011). (Ως προς το μέγεθος του εργατικού δυναμικού το 1971, επί 100).

 

Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η ιδιαίτερη σημαντικότητα του πληθυσμιακού παράγοντα για την αύξηση του εργατικού δυναμικού στη δεκαετία του 1990 σχετίζεται με την καθαρή εισροή αλλοδαπού πληθυσμού στην Ελλάδα. Διαχωρίζοντας τον πληθυσμό σε γηγενείς και αλλοδαπούς και ακολουθώντας την ίδια μεθοδολογία, προκύπτει ότι η συνολική πληθυσμιακή συμβολή (11,9%) οφείλεται κυρίως στην αυξανόμενη παρουσία των αλλοδαπών στην Ελλάδα (8,9%) και πολύ λιγότερο στην αύξηση του γηγενούς πληθυσμού (3%) (Διάγραμμα 12.4). Μάλιστα, κατά την τρέχουσα δεκαετία, χωρίς την παρουσία των αλλοδαπών, η πληθυσμιακή συνιστώσα του εργατικού δυναμικού θα είχε συρρικνωθεί ακόμη περισσότερο (κατά 3,5% αντί για 2,4%) εάν η συμβολή της παρουσίας των αλλοδαπών δεν ήταν θετική (1%).

diagramma 12.4

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία των απογραφών και της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού για το έτος 2001. ΕΛΣΤΑΤ (2015δ), Eurostat (2015α, 2015β, 2015γ και 2015δ).

Διάγραμμα 12.4 Η πληθυσμιακή συνιστώσα (γηγενείς, αλλοδαποί) στην διαχρονική αύξηση του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα (1991-2011). (Ως προς το μέγεθος του εργατικού δυναμικού το 1991, επί 100).


Τέλος, ιδιαίτερη σημασία θα πρέπει να δοθεί στο ότι η σημαντικότητα των ποσοστών συμμετοχής για τη διαχρονική αύξηση του μεγέθους του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα, σχετίζεται αποκλειστικά με την αυξημένη παρουσία των γυναικών στην αγορά εργασίας (Διάγραμμα 12.5).diagramma 12.5

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία των απογραφών. ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1979, σελ. 55, Πίνακας III.1 και σελ 69, Πίνακας III.7), ΕΣΥΕ (1977, Αποτελέσματα απογραφής 1971, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, σελ. 1, Πίνακας 1 και σελ. 538, Πίνακας 19), ΕΣΥΕ (1985, Αποτελέσματα Απογραφής 1981, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Α’, σελ. 1, Πίνακας 1, Τεύχος Β’, σελ. 848, Πίνακας 29), ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 93, Πίνακας III.1), ΕΣΥΕ (1998, Αποτελέσματα Απογραφής 1991, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Γ΄, σελ.1364, Πίνακας 29), ΕΛΣΤΑΤ (2015β), ΕΛΣΤΑΤ(2015γ) και ΕΛΣΤΑΤ (2015α).

Διάγραμμα 12.5 Η επίπτωση των ποσοστών συμμετοχής στην αγορά εργασίας ανά φύλο και ηλικιακή ομάδα στην διαχρονική αύξηση του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα (1971-2011). (Ως προς το μέγεθος του εργατικού δυναμικού το 1971, επί 100).

 

Τα τελευταία σαράντα χρόνια, η συνιστώσα που αφορά στα ποσοστά συμμετοχής οδήγησε σε αύξηση του εργατικού δυναμικού κατά 17,2%. Η αύξηση αυτή συναρτάται κατά 25,8% με τα αυξημένα ποσοστά συμμετοχής των γυναικών, ενώ η συρρίκνωση των αντίστοιχων ποσοστών στους άνδρες είχε αρνητική επίπτωση (-8,5%). Μάλιστα η ανάλυση κατά εθνικότητα καταδεικνύει ότι η αυξημένη συμμετοχή οφείλεται αποκλειστικά στην εντεινόμενη παρουσία των γηγενών γυναικών στην αγορά εργασίας.

Εν κατακλείδι, η αύξηση του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα από το 1971 έως σήμερα ήταν κυρίως δημογραφικής φύσης και λιγότερο κοινωνικο-οικονομικής. Η μεταναστευτική εισροή της δεκαετίας του 1990 ενέτεινε ακόμη περισσότερο τη δημογραφική διάσταση, ενώ η κοινωνικο-οικονομική διάσταση σχετίζεται αποκλειστικά με την αυξημένη ροπή των γηγενών γυναικών για συμμετοχή στην αγορά εργασίας.

12.1.2. Προσδόκιμο επιβίωσης και στάδια του κύκλου ζωής των ατόμων στην Ελλάδα

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η δημογραφική γήρανση βρίσκεται στο επίκεντρο πλήθους επιστημονικών προσεγγίσεων που αφορούν στις κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις που δύναται να προκύψουν από αυτήν. Λόγω της στενής σχέσης μεταξύ ηλικίας και συνταξιοδότησης, ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στις επιπτώσεις της γήρανσης στη βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων. Ουσιαστικά, οι μεταβολές στην κατά ηλικία δομή του πληθυσμού επηρεάζουν είτε έμμεσα είτε άμεσα τον λόγο μεταξύ απασχολούμενων και συνταξιούχων. Υπό το βάρος των δυσμενών δημογραφικών αλλαγών, επιχειρούνται αλλαγές ή τονίζονται διαστάσεις όπως η ηλικία συνταξιοδότησης, τα επίπεδα των εισφορών, το ύψος των συντάξεων και των ποσοστών αναπλήρωσης καθώς και η ανάγκη μείωσης της ανεργίας και διεύρυνσης της απασχόλησης.

Στην παρούσα ενότητα επιχειρείται μια διαφορετική προσέγγιση των σχέσεων πληθυσμού, απασχόλησης και συνταξιοδότησης, μέσα από την αποτύπωση της μέσης διάρκειας ζωής των ατόμων και της μέσης διάρκειας παραμονής τους σε ορισμένα βασικά στάδια του κύκλου ζωής (εκπαίδευση, συμμετοχή στην αγορά εργασίας, απασχόληση, ανεργία και συνταξιοδότηση). Ο στόχος είναι να διερευνηθεί σε ποιόν βαθμό η αύξηση της μέσης διάρκειας ζωής συμβαδίζει με αντίστοιχες μεταβολές στα προαναφερόμενα στάδια του κύκλου ζωής ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα. Ο βαθμός διαφοροποίησης ανά φύλο εξαρτάται από τα διαφορετικά επίπεδα θνησιμότητας, αλλά και από τις διαφορές στα ποσοστά ανά ηλικία που παρατηρούνται για κάθε φύλο, ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο, την απασχόληση, τη ανεργία, την συμμετοχή στην αγορά εργασίας και τη συνταξιοδότηση.

12.1.2.1. Απασχόληση, ανεργία, εκπαίδευση και συνταξιοδότηση: το πρότυπο κατά ηλικία και φύλο

Στον Πίνακα 12.1 αποτυπώνονται τα ποσοστά των απασχολούμενων (δείκτης απασχόλησης) και των ανέργων ανά ηλικιακή ομάδα και φύλο στα έτη 1991 και 2011. Παρατηρείται ότι η παρουσία των ανδρών στην απασχόληση είναι αισθητά υψηλότερη από αυτή των γυναικών. Το ίδιο, αλλά σε μικρότερο βαθμό, ισχύει και για τον αριθμό των ανέργων ως ποσοστό του αντίστοιχου πληθυσμού (και όχι ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού – δείκτης ανεργίας). Κατά συνέπεια, οι διαφοροποιήσεις αυτές οδηγούν σε αντίστοιχες διαφορές από την άποψη των ποσοστών συμμετοχής στην αγορά εργασίας.

pinakas 12.1

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 93, Πίνακας III.1), ΕΣΥΕ (1998, Αποτελέσματα Απογραφής 1991, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Γ΄, σελ.1364, Πίνακας 29) και ΕΛΣΤΑΤ (2015α).

Πίνακας 12.1 Ποσοστά απασχολούμενων (δείκτης απασχόλησης) και ανέργων ανά ηλικιακή ομάδα και φύλο στην Ελλάδα (1991, 2011) – (επί 100).

 

Για παράδειγμα, το 2011, στους 100 άνδρες που βρίσκονταν στις ηλικίες 30-34 ετών οι 94 ήταν απασχολούμενοι και οι 3 ήταν άνεργοι, δηλαδή οι 97 βρίσκονταν στην αγορά εργασίας. Αντίθετα, στις 100 γυναίκες της ίδια ηλικιακής ομάδας, το μέγεθος στην απασχόληση ήταν περίπου στο 46%;, σε ποσοστό ανεργίας περίπου στο 3%; και συνεπώς στο εργατικό δυναμικό βρίσκονταν λιγότερο από 1 στις δύο γυναίκες (περίπου στο 49%).

Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει το γεγονός ότι διαχρονικά τα σχετικά μεγέθη στην απασχόληση μειώνονται για τους άνδρες, ενώ αυξάνονται για τις γυναίκες όλων των ηλικιακών ομάδων με μόνη εξαίρεση τις ηλικίες 15-19 ετών. Τα μεγέθη που αφορούν στην ανεργία αυξάνουν και για τα δύο φύλα. Ως προς τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, η τάση είναι αυξητική για τις γυναίκες (με εξαίρεση τις ηλικίες 15-19 ετών) και μειούμενη για τους άνδρες.

Αναφορικά με την εκπαίδευση (Διαγράμματα 12.6 και 12.7) η εξέλιξη ήταν φανερά υπέρ των γυναικών. Έτσι, ενώ το 1991, η συμμετοχή των γυναικών ήταν χαμηλότερη αυτής των ανδρών, η σταθερη διεύρυνση της παρουσίας τους στην εκπαίδευση τα τελευταία 20 χρόνια, οδήγησε σε επίπεδα συμμετοχής τα οποία το 2011 ξεπέρασαν αυτά των ανδρών.

diagramma 12.6

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 93, Πίνακας III.1), ΕΣΥΕ (1998, Αποτελέσματα Απογραφής 1991, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Γ΄, σελ.1364, Πίνακας 29) και ΕΛΣΤΑΤ (2015α).

Διάγραμμα 12.6 Ποσοστά συμμετοχής των ανδρών στην εκπαίδευση ανά ηλικιακή ομάδα στην Ελλάδα (1991-2011).

 

diagramma 12.7

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 93, Πίνακας III.1), ΕΣΥΕ (1998, Αποτελέσματα Απογραφής 1991, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Γ΄, σελ.1364, Πίνακας 29) κΠηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 93, Πίνακας III.1), ΕΣΥΕ (1998, Αποτελέσματα Απογραφής 1991, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Γ΄, σελ.1364, Πίνακας 29) και ΕΛΣΤΑΤ (2015α).

Διάγραμμα 12.7 Ποσοστά συμμετοχής των γυναικών στην εκπαίδευση ανά ηλικιακή ομάδα στην Ελλάδα (1991-2011).αι ΕΛΣΤΑΤ (2015α).

 

Σχετικά με τη συνταξιοδότηση (Διαγράμματα 12.8 και 12.9), είναι φανερό ότι στο βαθμό που το συνταξιοδοτικό δικαίωμα σχετίζεται με την προηγούμενη παρουσία των ατόμων στην απασχόληση, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι υψηλότερα για τους άνδρες από ό,τι για τις γυναίκες. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να τονιστεί ότι διαχρονικά, οι μεταβολές αυτών των ποσοστών διαφοροποιούνται κατά φύλο.

 diagramma 12.8

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 93, Πίνακας III.1), ΕΣΥΕ (1998, Αποτελέσματα Απογραφής 1991, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Γ΄, σελ.1364, Πίνακας 29) και ΕΛΣΤΑΤ (2015α).

Διάγραμμα 12.8 Ποσοστά συνταξιοδότησης των ανδρών ανά ηλικιακή ομάδα στην Ελλάδα (1991-2011).

 

diagramma 12.9

 

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 93, Πίνακας III.1), ΕΣΥΕ (1998, Αποτελέσματα Απογραφής 1991, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Γ΄, σελ.1364, Πίνακας 29) και ΕΛΣΤΑΤ (2015α).

Διάγραμμα 12.9 Ποσοστά συνταξιοδότησης των γυναικών ανά ηλικιακή ομάδα στην Ελλάδα (1991-2011).

 

Η διαχρονική ωρίμανση των δικαιωμάτων προς συνταξιοδότηση βρίσκεται πιθανότατα πίσω από την αύξηση των ποσοστών συνταξιοδότησης στις ηλικίες 55-69 ετών στις γυναίκες και 60 και άνω στους άνδρες. Αντίθετα, η μείωση για τους άνδρες στις ηλικίες κάτω των 59 ετών και στις γυναίκες άνω των 70 ετών είναι πιθανόν να επήλθε ως συνέπεια των πρόσφατων νομοθετικών ρυθμίσεων σχετικά με την πρώιμη κατοχύρωση συνταξιοδοτικού διακιώματος, αλλά και με το δικαίωμα στη συνταξιοδότηση για τη σύζυγο μετά τον θάνατο του συζύγου της.

12.1.2.2. Απασχόληση, ανεργία, εκπαίδευση και συνταξιοδότηση: το πρότυπο με βάση την μέση διάρκεια ζωής

Τα αποτελέσματα αναφορικά με την εκτίμηση της μέσης διάρκειας παραμονής στα διάφορα στάδια του κύκλου ζωής ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα περιέχονται στους Πίνακες 12.2 και 12.3. Οι διαχρονικές μεταβολές για κάθε φύλο, καθώς και οι διαφορές μεταξύ των φύλων είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Πιο συγκεκριμένα, ενώ ένα κορίτσι που γεννήθηκε στην Ελλάδα το 1991, ακολουθώντας το κατά ηλικία πρότυπο θνησιμότητας του ίδιου έτους είχε μπροστά του περισσότερα χρόνια ζωής (79,6 έτη) από ότι ένα αγόρι (74,5), η παραμονή του σε συγκεκριμένα στάδια του κύκλου ζωής του αναμένονταν ότι θα ήταν αρκετά διαφοροποιημένη (Πίνακας 12.2). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, το κορίτσι θα βρίσκονταν για 17,3 έτη στην αγορά εργασίας (έναντι 38 ετών για το αγόρι) εκ των οποίων τα 15,4 θα εμφανίζονταν ως απασχολούμενη και 2 έτη ως άνεργη (ενώ αντίστοιχα για το αγόρι θα ήταν 35,7 και 2,3 έτη). Αντίθετα, η διάρκεια παραμονής του κοριτσιού στην εκπαίδευση θα ήταν περίπου όση και του αγοριού (13,3 και 13,7 έτη αντίστοιχα), ενώ παρόμοια θα ήταν επίσης τα μεγέθη αναφορικά με τον χρόνο κατά τον οποίο θα επιβίωνε ως συνταξιούχος (16,6 και 16 έτη αντίστοιχα).

pinakas 12.2

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 93, Πίνακας III.1), ΕΣΥΕ (1998, Αποτελέσματα Απογραφής 1991, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Γ΄, σελ.1364, Πίνακας 29) ΕΛΣΤΑΤ (2015α) και Eurostat (2015ε).

Πίνακας 12.2 Προσδόκιμα επιβίωσης και μέση διάρκεια παραμονής στα διάφορα στάδια του κύκλου ζωής ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα σε επιλεγμένες ηλικίες και ηλικιακές ομάδες (1991, 2011, σε έτη).

 

Αντίθετα, ο χρόνος που θα δαπανούσε για την απασχόληση στο σπίτι (οικιακά) θα ήταν πιο σημαντικός (26,2 έτη) από οποιοδήποτε άλλο στάδιο, την ίδια στιγμή που το αντίστοιχο μέγεθος για το αγόρι θα ήταν μηδενικό. Στην πραγματικότητα, το κορίτσι του παραδείγματος θα είχε περάσει το 33% του βίου του ως απασχολούμενη στο σπίτι (Πίνακας 12.3) ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά στην απασχόληση (19%), στην ανεργία (2%), στην εκπαίδευση (17%) και στη συνταξιοδότηση (21%) θα ήταν αισθητά χαμηλότερα. Αντίθετα, το αγόρι θα περνούσε σχεδόν το μισό του βίου του ως απασχολούμενος (48%), θα βρίσκονταν περίπου στα ίδια ποσοστά με το κορίτσι ως άνεργος (3%), ως μαθητής-φοιτητής (18%) και ως συνταξιούχος (22%), αλλά δε θα είχε δαπανήσει καθόλου χρόνο για απασχόληση στο σπίτι (0%).

pinakas 12.3

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 93, Πίνακας III.1), ΕΣΥΕ (1998, Αποτελέσματα Απογραφής 1991, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Γ΄, σελ.1364, Πίνακας 29) ΕΛΣΤΑΤ (2015α).και Eurostat (2015ε).

Πίνακας 12.3 Μέση διάρκεια παραμονής στα διάφορα στάδια του κύκλου ζωής ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα σε επιλεγμένες ηλικίες και ηλικιακές ομάδες ως ποσοστό του αντίστοιχου προσδόκιμου επιβίωσης (1991, 2011, επί 100).

 

Είκοσι χρόνια αργότερα, η εικόνα παρουσιάζεται διαφορετική για τα βρέφη που γεννήθηκαν στην Ελλάδα το 2011. Παρά το γεγονός ότι διαχρονικά αυξάνει η μέση διάρκεια ζωής, η συρρίκνωση των ποσοστών συμμετοχής των ανδρών στην αγορά εργασίας, μειώνει τον χρόνο παρουσίας τους σε αυτή (από 38 σε 34,9 έτη). Δε συμβαίνει το ίδιο με τις γυναίκες αφού λόγω της αυξανόμενης παρουσίας τους στο εργατικό δυναμικό, παρατηρείται αύξηση της παραμονής τους στην αγορά εργασίας (από 17,3 σε 24,7 έτη). Ανάλογη συρρίκνωση της διαφοράς μεταξύ των φύλων αποτυπώνεται και στη μέση διάρκεια ζωής στην απασχόληση (28,4 για τους άνδρες και 19,7 έτη για τις γυναίκες).

Παρόλα αυτά, τα υψηλά επίπεδα ανεργίας οδηγούν σε σημαντική αύξηση του μέσου χρόνου παραμονής στην ανεργία και για τα δύο φύλα. Ο χρόνος αυτός πάνω 2,5 φορές υψηλότερος σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα 20 χρόνια νωρίτερα (από 2,3 σε 6,5 έτη για τα αγόρια και από 2 σε 5 έτη για τα κορίτσια). Είναι επίσης χαρακτηριστικό, ότι ενώ η περίοδος ανεργίας καταλάμβανε το 3% και το 2% του συνολικού βίου ανδρών και γυναικών αντίστοιχα, τα ποσοστά αυτά το 2011 είναι 8% και 6%.

Σε ό,τι αφορά στην απασχόληση στο σπίτι, αν και η εικόνα το 2011 είναι αισθητά βελτιωμένη για τις γυναίκες, αφού ο μέσος χρόνος παραμονής τους στην κατάσταση αυτή συρρικνώνεται (από 26,2 σε 16,9 έτη), το ποσοστό με βάση το συνολικό τους βίο (20%) εξακολουθεί να διαφοροποιείται αισθητά από τα σταθερά μηδενικά ποσοστά που παρατηρούνται για τους άνδρες. Τέλος, οι εξελίξεις είναι κάπως πιο ευνοϊκές για τις γυναίκες αναφορικά με την διάσταση της εκπαίδευσης, αφού το 2011 η μέση διάρκεια παραμονής τους σε αυτή είναι υψηλότερη από αυτή τον ανδρών (16,1 αντί για 15,6 έτη αντίστοιχα) αν και τα αντίστοιχα ποσοστά σε σχέση με τον συνολικό τους βίο είναι ασθενέστερα (19% αντί για 20% αντίστοιχα).

12.1.2.3. Μείωση της θνησιμότητας και μέση διάρκεια παραμονής σε επιλεγμένα στάδια του κύκλου ζωής

Η διαχρονική μείωση της θνησιμότητας, αναμφίβολα, επηρέασε τη διάρκεια παραμονής των ατόμων στα διάφορα στάδια του κύκλου ζωής. Η επίπτωση αυτή μπορεί να εκτιμηθεί εάν αναλογιστεί κανείς πώς θα είχε μεταβληθεί η μέση διάρκεια ζωής στα διάφορα στάδια εάν η θνησιμότητα είχε παραμείνει διαχρονικά σταθερή.

Στον Πίνακα 12.4 αποτυπώνονται οι εκτιμήσεις που προκύπτουν για επιλεγμένα στάδια του κύκλου ζωής και για ορισμένες ηλικίες, εάν η θνησιμότητα είχε παραμένει σταθερή στα επίπεδα του 1991. Αναμφίβολα, η σημαντικότερη επίπτωση αφορά στη μέση διάρκεια παραμονής στην συνταξιοδότηση, αφού η μείωση της θνησιμότητας αφορά κυρίως τις μεγαλύτερες ηλικίες. Πιο συγκεκριμένα, ενώ, μεταξύ 1991-2011, η πραγματική αύξηση της μέσης διάρκειας συνταξιοδότησης στις ηλικίες 60-64 ετών ήταν 3,4 για τους άνδρες και 2,1 έτη για τις γυναίκες, η σταθερότητα της θνησιμότητας θα οδηγούσε σε αύξηση κατά 1 έτος για τους άνδρες και σε μείωση κατά 0,4 έτη για τις γυναίκες.

pinakas 12.4

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα (1999, σελ. 93, Πίνακας III.1), ΕΣΥΕ (1998, Αποτελέσματα Απογραφής 1991, Τόμος III, Οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, Τεύχος Γ΄, σελ.1364, Πίνακας 29) ΕΛΣΤΑΤ (2015α).και Eurostat (2015ε).

Πίνακας 12.4 Ο ρόλος της μείωσης της θνησιμότητας μεταξύ 1991 και 2011 στην μέση διάρκεια παραμονής στην αγορά εργασίας, την εκπαίδευση και την συνταξιοδότηση, για ορισμένες ενδεικτικές ηλικίες στην Ελλάδα.

 

Δηλαδή, το 69,8% της πραγματικής αύξησης που παρατηρήθηκε για τους άνδρες οφείλεται στη διαχρονική συρρίκνωση της θνησιμότητας, ενώ στις γυναίκες όλη η αύξηση είναι δημογραφικής φύσης (117,8%). Η πραγματική αύξηση στις γυναίκες ήταν λιγότερη από αυτή που θα επέτρεπε η μείωση της θνησιμότητας, αφού όπως προαναφέρθηκε, κατά την εξεταζόμενη περίοδο μειώθηκαν τα ποσοστά συνταξιοδότησης.

Η αύξηση της μέσης διάρκειας παραμονής στην εκπαίδευση και για τα δύο φύλα σχετίζεται αποκλειστικά με την αύξηση των ποσοστών συμμετοχής σε αυτήν, αφού η επίπτωση του δημογραφικού παράγοντα είναι αμελητέα (0,9% και 0,1% αντίστοιχα). Οι διαφοροποιήσεις που προκύπτουν σχετικά με την παρουσία ανδρών και γυναικών στην αγορά εργασίας παρουσιάζουν, επίσης, ενδιαφέρον.

Στις γυναίκες, η αύξηση της μέσης διάρκειας παραμονής σε αυτήν κατά 7,3 έτη, σχετίζεται αποκλειστικά με την αύξηση των ποσοστών συμμετοχής, αφού η επίπτωση της μείωσης της θνησιμότητας είναι αμελητέα (1,1%). Αντίθετα στους άνδρες, η συρρικνωμένη παρουσία τους στην αγορά εργασίας ή αλλιώς η αύξηση της μέσης διάρκειας ζωής τους ως οικονομικά μη-ενεργοί (κατά 5,9 έτη) σχετίζεται σε σημαντικό βαθμό με παράγοντες δημογραφικούς παράγοντες, αφού η μείωση της θνησιμότητας εξηγεί περίπου το 39,7% της μεταβολής αυτής.

 

12.2. Δημογραφικές προβολές: Αξιοπιστία και αβεβαιότητα/βεβαιότητα

Οι προβολές του πληθυσμού αποτελούν ένα χρήσιμο μεθοδολογικό εργαλείο το οποίο συμβάλει στην αποτύπωση των μελλοντικών πληθυσμιακών μεταβολών. Ανεξάρτητα από την μέθοδο η οποία χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των προβολών, οι μελλοντικές δημογραφικές αλλαγές συναρτώνται με τέσσερις παράγοντες. Οι τρεις από αυτούς αναφέρονται στις υποθέσεις για τις μελλοντικές εξελίξεις αναφορικά με τα δημογραφικά φαινόμενα (γονιμότητα, θνησιμότητα και διεθνής μετανάστευση).

Ο συνδυασμός υποθέσεων για τη μελλοντική εξέλιξη των δημογραφικών φαινομένων οδηγεί στην υιοθέτηση σεναρίων για την μελλοντική εξέλιξη του πληθυσμού. Η τέταρτη διάσταση αφορά στην κατά ηλικία δομή του πληθυσμού κατά το έτος βάσης των δημογραφικών προβολών. Ουσιαστικά, στην κατά ηλικία δομή ενός πληθυσμού αποτυπώνονται οι μεταβολές του παρελθόντος αναφορικά με τα δημογραφικά φαινόμενα για ένα διάστημα περίπου 100 ετών (όσες και οι ηλικίες που συναντώνται σ’ έναν πληθυσμό).

Αν και η διάσταση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, τουλάχιστον για τις βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες πληθυσμιακές αλλαγές, πολύ συχνά ο ρόλος της είτε δεν αναδεικνύεται ικανοποιητικά είτε υποεκτιμάται. Η ιδιαίτερη σημασία της κατά ηλικία δομής ενός πληθυσμού για τις μελλοντικές δημογραφικές αλλαγές συνδυάζεται με το γεγονός ότι, η γνώση της ηλικιακής δομής συμβάλει στον διαχωρισμό μεταξύ μελλοντικών αλλαγών που μπορούν να χαρακτηριστούν ως αναπόφευκτες και αυτών που δεν μπορούν να θεωρούνται ως τέτοιες.

Στη παρούσα σύντομη ενότητα εξετάζονται αναδρομικά τα αποτελέσματα των προβολών που έχουν εκπονηθεί την τελευταία εικοσαετία για τον πληθυσμό της Ελλάδας και συγκρίνονται με την πραγματική εξέλιξη του πληθυσμού. Η έμφαση δίνεται στις διαφορές που προκύπτουν αναφορικά με το μέγεθος και την αύξηση του πληθυσμού, καθώς και με την κατά ηλικία δομή του. Παρά το γεγονός ότι οι προβολές του πληθυσμού δεν έχουν αυστηρά τον χαρακτήρα της πρόβλεψης, η ανάλυση που επιχειρείται αναδεικνύει την αναμφίβολη χρησιμότητά τους. Οι προβολές που έχουν πραγματοποιηθεί κατά το παρελθόν, αφορούν στα έτη 1996 και 2004 και έχουν εκπονηθεί από την Eurostat. Η σύγκριση των αποτελεσμάτων γίνεται με τον πληθυσμό της περιόδου 1995-2013, όπως αυτός έχει εκτιμηθεί από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. για την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους.

12.2.1. Σύγκριση αποτελεσμάτων που αφορούν στον συνολικό πληθυσμό και στην αύξησή του

Στα Διαγράμματα 12.10 και 12.11 συγκρίνονται τα αποτελέσματα των προβολών του πληθυσμού με το μέγεθος και την αύξηση του συνολικού πληθυσμού την περίοδο 1995-2013, όπως αυτός έχει εκτιμηθεί αναδρομικά από την ΕΛ.ΣΤΑΤ.. Θα πρέπει να τονιστεί ότι λογικά, οι πιο πρόσφατες προβολές αναμένεται ότι θα παρουσιάζουν λιγότερες διαφορές με τον εκτιμώμενο πληθυσμό από ότι οι παλαιότερες. Παρατηρείται ότι οι προβολές που καταρτίστηκαν το 1996 ήταν λιγότερο αισιόδοξες από την πραγματική εξέλιξη. Το 2013 ο συνολικός πληθυσμός ήταν λίγο υψηλότερος από 11 εκατομμύρια, ενώ με βάση τις προβολές θα ήταν γύρω στα 10,6 εκατομμύρια (Διάγραμμα 12.10). Την περίοδο 1996-2013, η συνολική αύξηση του πληθυσμού μεταξύ 1996 και 2013, ήταν γύρω στο 4% ενώ αναμενόταν μια αύξηση κάτω από το 2% (Διάγραμμα 12.11).

diagramma 12.10Πηγή:Eurostat (2015στ, 2015ζ και 2015η).

Διάγραμμα 12.10 Σύγκριση μεταξύ προβολών και πραγματικής εξέλιξης του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα.

 

diagramma 12.11

Πηγή: Eurostat (2015στ, 2015ζ και 2015η).

Διάγραμμα 12.11: Σύγκριση μεταξύ προβολών και πραγματικής εξέλιξης αναφορικά με την αύξηση του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα.

 

Αντίθετα, οι προβολές του 2004 ήταν πιο αισιόδοξες από την πραγματική μεταβολή, αφού το 2013 ο πληθυσμός θα έφτανε περίπου στα 11,4 εκατομμύρια και η αύξηση την περίοδο 2004-2013 θα ήταν γύρω στο 3%, ενώ στην πραγματικότητα ήταν οριακή (0,2%). Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι για την πρώτη τετραετία (2004-2008) τα αποτελέσματα ήταν πολύ κοντά (μια αύξηση γύρω στο 1,4-1,5%), ενώ διαφοροποιούνται στην πιο πρόσφατη πενταετία.

Οι διαφορές στα αποτελέσματα μεταξύ αναμενόμενης και πραγματικής εξέλιξης σχετίζονται αρχικά με τις διαφοροποιήσεις, αναφορικά με το μέγεθος και την κατά ηλικία και φύλο σύνθεση του πληθυσμού που χρησιμοποιείται για το έτος βάσης των προβολών και του πληθυσμού που έχει εκτιμηθεί αναδρομικά για το ίδιο έτος. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο συνολικός πληθυσμός του έτους βάσης των προβολών (1996) ήταν χαμηλότερος από τον εκτιμώμενο πληθυσμό περίπου κατά 190.000. Αντίθετα, οι διαφορές για τις προβολές του 2004 ήταν αμελητέες.

Το δεύτερο στοιχείο που βρίσκεται πίσω από τις αποκλίσεις των προαναφερόμενων μεγεθών αφορά στις υποθέσεις που υιοθετήθηκαν στην διαδικασία των προβολών αναφορικά με την εξέλιξη των δημογραφικών φαινομένων (γονιμότητας, θνησιμότητα και μετανάστευση). Στα Διαγράμματα 12.12 έως 12.15, συγκρίνονται οι υποθέσεις με την πραγματική εξέλιξη την περίοδο 1995-2012. Σχετικά με τη γονιμότητα, στις προβολές του 1996 υιοθετήθηκε μια υπόθεση ως προς με την εξέλιξη του μέσου αριθμού παιδιών ανά γυναίκα που τελικά ήταν πιο αισιόδοξη από την πραγματική (Διάγραμμα 12.12). Αντίθετα, στις προβολές του 2004 οι υποθέσεις ήταν, γενικά, πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα.Σημαντικές διαφοροποιήσεις προκύπτουν αναφορικά με τα προσδόκιμα επιβίωσης ανδρών (Διάγραμμα 12.13) και γυναικών (Διάγραμμα 12.14), αφού στην πραγματικότητα αυξήθηκαν περισσότερο του αναμενόμενου. Οι διαφορές είναι πιο έντονες για τις γυναίκες, ακόμη και στην περίπτωση των σχετικά πιο πρόσφατων προβολών (2004).

diagramma 12.12

Πηγή: Eurostat (2015ζ, 2015η και 2015θ).

Διάγραμμα 12.12 Σύγκριση μεταξύ υποθέσεων και πραγματικής εξέλιξης αναφορικά με τον Δείκτη Ολικής Γονιμότητας στην Ελλάδα.

 

diagramma 12.13

Πηγή: Eurostat (2015ζ, 2015η και 2015ι).

Διάγραμμα 12.13 Σύγκριση μεταξύ υποθέσεων και πραγματικής εξέλιξης αναφορικά με το προσδόκιμο επιβίωσης στη γέννηση των ανδρών στην Ελλάδα.

 

diagramma 12.14

Πηγή: Eurostat (2015ζ, 2015η και 2015ι).

Διάγραμμα 12.14 Σύγκριση μεταξύ υποθέσεων και πραγματικής εξέλιξης αναφορικά με τον προσδόκιμο επιβίωσης στη γέννηση των γυναικών στην Ελλάδα.

 

Από το Διάγραμμα 12.15 προκύπτει ότι η υποεκτίμηση ή υπερεκτίμηση της καθαρής μετανάστευσης είναι το βασικό στοιχείο που καθορίζει τις διαφορές αναφορικά με το συνολικό μέγεθος και την αύξηση του πληθυσμού μεταξύ προβαλλόμενου και εκτιμούμενου πληθυσμού. Οι μεταβολές της καθαρής μετανάστευσης, με κύριο χαρακτηριστικό τα υψηλά θετικά επίπεδα έως το 2008 και τα αρνητικά επίπεδα από το 2008 και μετά, δεν αποτυπώθηκαν στις υποθέσεις των προβολών του πληθυσμού, γεγονός που συνδυάστηκε με τις προκύπτουσες διαφορές στα πληθυσμιακά μεγέθη.

diagramma 12.15new

Πηγή: Eurostat (2015ζ, 2015η και 2015κ).

Διάγραμμα 12.15 Σύγκριση μεταξύ υποθέσεων και πραγματικής εξέλιξης αναφορικά με τον καθαρή μετανάστευση στην Ελλάδα.

 

12.2.2. Σύγκριση των αποτελεσμάτων αναφορικά με την κατά ηλικία δομή του πληθυσμού

Οι διαφορές μεταξύ προβαλλόμενων και πραγματικών πληθυσμιακών μεγεθών, ως συνέπεια των διαφοροποιήσεων αναφορικά με τον πληθυσμό του έτους βάσης των προβολών και της εξέλιξης των δημογραφικών φαινομένων, είναι αρκετά διαφορετικές εάν εξεταστούν υπό το πρίσμα της κατά ηλικία δομής του πληθυσμού. Αυτή η σχετικά διαφορετική εικόνα σχετίζεται με το γεγονός ότι τα δημογραφικά φαινόμενα δεν επηρεάζουν με την ίδια ένταση τον αριθμό των ατόμων που ανήκουν σε συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες.

Πιο συγκεκριμένα, τα αποτελέσματα των προβολών είναι πολύ κοντά στην πραγματικότητα αναφορικά με την εξέλιξη του αριθμού των ηλικιωμένων ατόμων (Διάγραμμα 12.16).

diagramma 12.16

Πηγή: Eurostat (2015στ, 2015ζ και 2015η).

Διάγραμμα 12.16 Σύγκριση μεταξύ προβολών και πραγματικής εξέλιξης αναφορικά με τον αριθμό των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω στην Ελλάδα.

 

Αντίθετα, εντοπίζονται διαφοροποιήσεις σχετικά με τα νεαρά άτομα (0-14 ετών) και τα άτομα ηλικίας 15 έως 64 ετών (Διαγράμματα 12.17 και 12.18 αντίστοιχα).

diagramma 12.18
Πηγή: Eurostat (2015στ, 2015ζ και 2015η).

Διάγραμμα 12.17 Σύγκριση μεταξύ προβολών και πραγματικής εξέλιξης αναφορικά με τον αριθμό των ατόμων ηλικίας 0 έως 14 ετών στην Ελλάδα.

 

diagramma 12.17

Πηγή: Eurostat (2015στ, 2015ζ και 2015η).

Διάγραμμα 12.18 Σύγκριση μεταξύ προβολών και πραγματικής εξέλιξης αναφορικά με τον αριθμό των ατόμων ηλικίας 15 έως 64 ετών στην Ελλάδα.

 

Οι διαφορές εντοπίζονται στη σχετική αναντιστοιχία μεταξύ υποθέσεων και πραγματικότητας: στην περίπτωση των νέων η αναντιστοιχία αφορά στην εξέλιξη της γονιμότητας, ενώ για τον πληθυσμό σε ηλικία εργασίας αφορά στην καθαρή μετανάστευση. Τέλος, θα πρέπει να τονιστεί ότι οι προβολές θα μπορούσαν να θεωρηθούν σημαντικά αξιόπιστες από την άποψη της ταυτόχρονης αποτύπωσης της εξέλιξης του αριθμού των ηλικιωμένων ατόμων και αυτών που βρίσκονται σε εργάσιμη ηλικία (Διάγραμμα 12.19).

 diagramma 12.19

Πηγή: Eurostat (2015στ, 2015ζ και 2015η).

Διάγραμμα 12.19 Σύγκριση μεταξύ προβολών και πραγματικής εξέλιξης αναφορικά με τον αριθμό των ατόμων ηλικίας 15 έως 64 ετών που αντιστοιχούν σε ένα άτομο ηλικίας 65 ετών και άνω στην Ελλάδα.

 

12.3. Δημογραφικές προβολές: Η αποτύπωση των μελλοντικών αλλαγών στον πληθυσμό της Ελλάδας

Στην παρούσα ενότητα γίνεται μια προσπάθεια να αποτυπωθούν οι βασικές πτυχές των μελλοντικών δημογραφικών μεταβολών στην Ελλάδα. Η έμφαση δε δίνεται στο είδος της μεθοδολογικής προσέγγισης και των τεχνικών αναφορικά με τις δημογραφικές προβολές, αλλά στην προσπάθεια κατανόησης των αποτελεσμάτων που προκύπτουν για τις δημογραφικές αλλαγές με χρονικό ορίζοντα το 2050. Οι αλλαγές που μελετώνται αφορούν στο συνολικό μέγεθος και την αύξηση του πληθυσμού, καθώς και τις μεταβολές στην κατά ηλικία δομή του.

12.3.1. Η σημασία της σημερινής κατά ηλικία δομής για τις μελλοντικές μεταβολές του μεγέθους του συνολικού πληθυσμού

Ένα πρώτο βασικό ερώτημα για το δημογραφικό μέλλον αφορά στην αποτύπωση της επίπτωσης που δύναται να υπάρξει τα επόμενα χρόνια από την σημερινή κατά ηλικία δομή του πληθυσμού της Ελλάδας ή αλλιώς από την επίπτωση που θα προκύψει τις επόμενες δεκαετίες λόγω των μεταβολών στη γονιμότητα, τη θνησιμότητα και τη διεθνή μετανάστευση, όπως αυτές παρατηρήθηκαν κατά το παρελθόν. Ανεξάρτητα από τις υποθέσεις για τη μελλοντική μεταβολή των προαναφερόμενων φαινομένων, η σημερινή κατά ηλικία δομή του πληθυσμού συνηγορεί προς μια μελλοντική μείωση του συνολικού του μεγέθους. Η επί μακρόν διατήρηση της μέσης γονιμότητας σε ένα επίπεδο κάτω από αυτό που θεωρητικά θα επέτρεπε την απλή αντικατάσταση των διαδοχικών γενεών (περίπου 21 γεννήσεις σε κάθε 10 γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας) και το γεγονός ότι, γενικά, η γονιμότητα είναι η σημαντικότερη δημογραφική συνιστώσα για τις μακροχρόνιες μεταβολές του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού, η μελλοντική πληθυσμιακή συρρίκνωση φαίνεται ως αναπόφευκτη εξέλιξη.

Προκειμένου να αποτυπωθεί η σημασία της σημερινής κατά ηλικία δομής για τη μελλοντική μεταβολή του συνολικού πληθυσμού και της κατά ηλικία δομής του, στην ανάλυση που ακολουθεί, υιοθετείται ένα σενάριο (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 1α) σταθερής γονιμότητας και θνησιμότητας, καθώς και μηδενικής καθαρής μετανάστευσης. Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Ποιές μπορεί να είναι οι μεταβολές στο μέγεθος του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας από σήμερα έως το 2050, εάν τα επόμενα χρόνια η γονιμότητα και η θνησιμότητα παραμείνουν στα σημερινά επίπεδα και παράλληλα δε θα υπάρξουν διεθνή μεταναστευτικά ρεύματα είτε εκροής είτε εισροής; Με άλλα λόγια, εάν τα επόμενα χρόνια, ο πληθυσμός μεταβάλλεται κάτω από την αποκλειστική επίπτωση της φυσικής αύξησης (διαφορά μεταξύ γεννήσεων και θανάτων) θα ήταν δυνατή μια αύξηση του συνολικού του μεγέθους;

pinakas 12.5

Πίνακας 12.5 Περιγραφή σεναρίων για την μακροχρόνια εξέλιξη του πληθυσμού στην Ελλάδα (2013-2050).

 

Η απάντηση είναι όχι, γιατί, η μεταπολεμική αύξηση του αριθμού των θανάτων, μέσα σε ένα πλαίσιο συρρίκνωσης της θνησιμότητας, αναμένεται ότι θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια, ενώ παράλληλα, μια σημαντική αύξηση του αριθμού των γεννήσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πιθανή μελλοντική εξέλιξη. Τα τελευταία 50 χρόνια η δημογραφική γήρανση βαίνει αυξανόμενη (η διάμεση ηλικία αυξάνει συνεχώς έτσι ώστε από 27,8 έτη το 1961 έφτασε τα 42,4 έτη το 2013) και η σημερινή κατά ηλικία δομή συνηγορεί σε μια περαιτέρω διεύρυνση του αριθμού των ηλικιωμένων ατόμων (65 ετών και άνω) στις επόμενες δεκαετίες.

Η εξέλιξη αυτή οδηγεί αναπόφευκτα σε μια αύξηση του αριθμού των θανάτων, ακόμη και εάν η θνησιμότητα τα επόμενα χρόνια παραμένει στα σημερινά επίπεδα, δηλαδή ένα προσδόκιμο επιβίωσης κατά τη γέννηση στα 78 έτη για τους άνδρες και 83,3 έτη για τις γυναίκες (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 1α). Η αύξηση μεταξύ 2013 και 2050 θα είναι της τάξης του 38% (Διάγραμμα 12.20). 

diagramma 12.20

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 12.20 Μεταβολή του συνολικού πληθυσμού, των γεννήσεων, των θανάτων και του αριθμού των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία (15-49) στην Ελλάδα υπό την αποκλειστική επίπτωση της σημερινής κατά ηλικία και φύλο δομής του πληθυσμού (Σενάριο 1α) - (Δείκτης 100 το 2013).

 

Η σχέση μεταξύ της μελλοντικής διεύρυνσης του αριθμού των ηλικιωμένων ατόμων και της αύξησης του αριθμού των θανάτων αποτυπώνεται ξεκάθαρα στην διαχρονική μεταβολή του αριθμού των θανάτων στις ηλικίες 65 ετών και άνω και στις ηλικίες κάτω των 65 ετών (Διάγραμμα 12.21). Ακόμη και αν η μέση διάρκεια ζωής των ανδρών και των γυναικών παραμένει διαχρονικά σταθερή, στην πρώτη ηλικιακή ομάδα ο αριθμός των θανάτων θα αυξηθεί κατά 50% και στην δεύτερη θα μειωθεί περίπου κατά 20%.

diagramma 12.21

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 12.21 Μεταβολή του αριθμού των θανάτων στις ηλικίες κάτω και άνω των 65 ετών υπό την αποκλειστική επίπτωση της σημερινής κατά ηλικία και φύλο δομής του πληθυσμού (Σενάριο 1α) - (Δείκτης 100 το 2013).

 

Επιπλέον, η σημερινή κατά ηλικία δομή, συνηγορεί σε μια διαχρονική συρρίκνωση του αριθμού των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία (15 έως 49 ετών) περίπου κατά 40% (Διάγραμμα 12.20), και συνεπώς με σταθερές συνθήκες αναπαραγωγής, ο αριθμός των γεννήσεων θα μειώνεται διαχρονικά (κατά 41,5%). Ο συνδυασμός των δύο αυτών μεταβολών θα οδηγήσει σε συρρίκνωση της φυσικής αύξησης, και συνεπώς, εάν δεν υπάρχει καθαρή μεταναστευτική εισροή, το συνολικό μέγεθος του πληθυσμού αναπόφευκτα θα μειωθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στην περίπτωση αυτή, το 2050 το συνολικό μέγεθος του πληθυσμού θα είναι χαμηλότερο κατά 21,5% σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα.

12.3.2. Η αναπόφευκτη μείωση του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού τις επόμενες δεκαετίες

Ένα εύλογο ερώτημα που τίθεται στη συνέχεια είναι το εξής: Σε ποιό βαθμό μια μελλοντική αύξηση της γονιμότητας ή/και μια αναμενόμενη μείωση της θνησιμότητας μπορεί να διαφοροποιήσει τα παραπάνω αποτελέσματα; Ειδικότερα, θα μπορούσε να αποτραπεί μια μελλοντική μείωση του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού, χωρίς την ύπαρξη καθαρών μεταναστευτικών εισροών; Η απάντηση είναι όχι.

Η υπόθεση για μια μελλοντική συρρίκνωση της θνησιμότητας είναι απολύτως ρεαλιστική και μάλιστα υιοθετείται από την Eurostat για την κατάρτιση των πιο πρόσφατων δημογραφικών προβολών για την Ελλάδα (Διάγραμμα 12.22).

diagramma 12.22

Πηγή: Eurostat (2015λ).

Διάγραμμα 12.22 Υποθέσεις της Eurostat αναφορικά με την εξέλιξη του προσδόκιμου επιβίωσης στη γέννηση για άνδρες και γυναίκες στην Ελλάδα (2013-2050) – (Βασικό σενάριο και σενάριο χαμηλής θνησιμότητας).

 

Παρόλα αυτά, ακόμα και στην περίπτωση μιας ιδιαίτερα αισιόδοξης υπόθεσης σχετικά με τη διαχρονική αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης στη γέννηση (85,2 και 89,5 έτη για άνδρες και γυναίκες αντίστοιχα το 2050), η συρρίκνωση της θνησιμότητας δεν μπορεί από μόνη της να αποτρέψει μια μελλοντική μείωση του μεγέθους του πληθυσμού. Για την ακρίβεια, ένα χαμηλότερο επίπεδο θνησιμότητας (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 1β και Σενάριο 1γ) απλά συγκρατεί την αύξηση του αριθμού των θανάτων (Διάγραμμα 12.23) σε σχέση με την υπόθεση της σταθερής θνησιμότητας. Η αύξηση είναι της τάξης του 14 και του 20% ανάλογα με το εάν υιοθετείται μια υψηλή ή μια «κανονική» μείωση της θνησιμότητας.

diagramma 12.23

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 12.23 Μεταβολή του αριθμού των θανάτων με βάση τις υποθέσεις της Eurostat αναφορικά με την εξέλιξη του προσδόκιμου επιβίωσης στη γέννηση για άνδρες και γυναίκες, με σταθερή γονιμότητα και μηδενική καθαρή μετανάστευση (Σενάρια 1β και 1γ) - (Δείκτης 100 το 2013).

 

Πάντως η εξέλιξη αυτή δεν επηρεάζει καθόλου τον αριθμό των γεννήσεων, αφού η μείωση της θνησιμότητας δεν επηρεάζει την εξέλιξη του αριθμού των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία (τα επίπεδα θνησιμότητας είναι ήδη χαμηλά και η περαιτέρω μείωση είναι αμελητέα) και συνεπώς η αύξηση του αριθμού των θανάτων σε συνδυασμό με την μείωση των γεννήσεων οδηγούν σε συρρίκνωση του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού (κατά 16,5 και 15% αντίστοιχα, Διάγραμμα 12.24).

diagramma 12.24

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 12.24 Μεταβολή του συνολικού πληθυσμού με σταθερή γονιμότητα, μηδενική μετανάστευση και υιοθέτηση των υποθέσεων της Eurostat για την μελλοντική συρρίκνωση της θνησιμότητας στην Ελλάδα (Σενάρια 1β και 1γ) - (Δείκτης 100 το 2013).

 

Εύλογα, το επόμενο ερώτημα αφορά σε μια πιθανή μελλοντική ανάκαμψη της γονιμότητας η οποία, μέσα σε ένα πλαίσιο μηδενικής διεθνούς μετανάστευσης και συρρίκνωσης της θνησιμότητας, θα μπορούσε ενδεχομένως να αποτρέψει τη μείωση του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού. Το ερώτημα αφορά πρώτον, στο κατά πόσο είναι ρεαλιστική μια υπόθεση για αυξημένη γονιμότητα τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα και δεύτερον, εάν αυτή η αύξηση θα μπορούσε να είναι τόσο σημαντική ώστε να αποτραπεί μια μελλοντική πληθυσμιακή συρρίκνωση.

Εάν παρόλα αυτά, στο πλαίσιο των υποθέσεων της Eurostat, γίνει δεκτό ότι η υπόθεση για αύξηση της γονιμότητας μπορεί να είναι ρεαλιστική, ταυτόχρονα επιβεβαιωθεί η υπόθεση για συρρίκνωση της θνησιμότητας και η καθαρή μετανάστευση παραμείνει μηδενική, η μελλοντική μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας θα πρέπει και πάλι να θεωρείται αναπόφευκτη.

Επομένως, λόγω της σημερινής κατά ηλικία δομής του πληθυσμού, η εξέλιξη της γονιμότητας τα επόμενα χρόνια δε θα συμβαδίζει απαραίτητα με την εξέλιξη του αριθμού των γεννήσεων. Κι αυτό γιατί, όπως προαναφέρθηκε, θα υπάρχει μια διαχρονική συρρίκνωση του αριθμού των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία (15-49 ετών), η οποία ακόμη και σε συνθήκες αύξησης της γονιμότητας θα συνδυάζεται με μείωση του αριθμού των γεννήσεων (negative population momentum).

Μ’ άλλα λόγια, χωρίς καθαρή μεταναστευτική εισροή, ο στόχος για μηδενική πληθυσμιακή αύξηση τα επόμενα χρόνια, υπαγορεύει μια συνεχή αύξηση του αριθμού των γεννήσεων προκειμένου να αντισταθμιστεί η αναμενόμενη διεύρυνση του αριθμού των θανάτων η οποία θα παρατηρηθεί ανεξάρτητα από την πιθανή συρρίκνωση της θνησιμότητας. Ο αυξημένος αριθμός γεννήσεων θα πρέπει να προέλθει από έναν όλο και πιο συρρικνωμένο αριθμό γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία και συνεπώς, είναι πολύ πιθανόν ότι ακόμη και σε περίπτωση αύξησης της γονιμότητας, να προκύψει μείωση του αριθμού των γεννήσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι, τα επόμενα χρόνια, η διατήρηση του αριθμού των γεννήσεων στα σημερινά επίπεδα, υπό το πρίσμα της υπόθεσης μηδενικής μετανάστευσης και σταθερής θνησιμότητας, θα απαιτήσει μια συνεχιζόμενη αύξηση της μέσης γονιμότητας από 1,34 σε περίπου 2 παιδιά ανά γυναίκα έως το 2050 (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 2α, Διάγραμμα 12.25).

Στο Διάγραμμα 12.25 απεικονίζονται οι εκτιμήσεις σχετικά με τα επίπεδα γονιμότητας τα οποία, ανάλογα με τις υποθέσεις θνησιμότητας, θα επέτρεπαν την αύξηση του αριθμού των γεννήσεων, προκειμένου με μηδενική μετανάστευση, να αποφευχθεί μια μείωση του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 2β, Σενάριο 2γ και Σενάριο 2δ). Επίσης, παρατίθενται οι δύο υποθέσεις που υιοθετούνται από την Eurostat για τη μελλοντική εξέλιξη της μέσης γονιμότητας στην Ελλάδα, καθώς και η πραγματική εξέλιξή της από το 1960 μέχρι σήμερα.

diagramma 12.25

Πηγή: Eurostat (2015θ και 2015λ) και ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 12.25 Εκτιμήσεις αναφορικά με τις απαιτούμενες μεταβολές της γονιμότητας (Δείκτης Ολικής Γονιμότητας) προκειμένου, με βάση τις υποθέσεις για μηδενική καθαρή μετανάστευση και πιθανή μεταβολή της θνησιμότητας, ο αριθμός των γεννήσεων είτε να παραμένει σταθερός, είτε να μεταβάλλεται προκειμένου, το μέγεθος του συνολικού πληθυσμού να παραμένει διαχρονικά σταθερό (2013-2050).

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι ένας στόχος για επίτευξη μηδενικής πληθυσμιακής αύξησης, στο πλαίσιο μιας μηδενικής μετανάστευσης (δηλαδή ουσιαστικά ένας στόχος μηδενικής φυσικής αύξησης) τις επόμενες δεκαετίες, θα απαιτούσε μια συνεχιζόμενη αύξηση της γονιμότητας η οποία θα πρέπει να φτάσει στο επίπεδο του 2,74, 2,48 και 2,39 ανάλογα με την υπόθεση για σταθερή θνησιμότητα (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 2β), μειούμενη θνησιμότητα (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 2γ) και αισθητά μειούμενη θνησιμότητα (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 2δ).

Οι μεταβολές αυτές δεν φαντάζουν πιθανές για τέσσερις βασικούς λόγους: α) εάν η παρούσα οικονομική κρίση δεν είναι παροδική, αλλά έχει περισσότερο διαρθρωτικό χαρακτήρα, τότε η υπόθεση για αύξηση της γονιμότητας είναι περισσότερο συζητήσιμη, β) η απαιτούμενη αύξηση της γονιμότητας οδηγεί διαχρονικά σε επίπεδα μέσης γονιμότητας που δεν παρατηρήθηκαν ποτέ κατά το παρελθόν, γ) η αύξηση της γονιμότητας πρέπει να είναι συνεχής για ένα διάστημα τουλάχιστον τεσσάρων δεκαετιών, εξέλιξη η οποία, ιστορικά, δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ στην Ελλάδα και δ) αν και η υπόθεση της αύξησης της γονιμότητας είναι μια υπόθεση που υιοθετείται στις πρόσφατες δημογραφικές προβολές για την Ελλάδα, η αύξηση αυτή είναι αισθητά ασθενέστερη από αυτή που θα επέτρεπε μια διαχρονική σταθερότητα του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού, στο πλαίσιο μιας μηδενικής διεθνούς μετανάστευσης.

Από την παραπάνω ανάλυση προκύπτει ένα πρώτο βασικό συμπέρασμα αναφορικά με τη μελλοντική μεταβολή του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα: χωρίς την ύπαρξη καθαρής μεταναστευτικής εισροής, το μέγεθος του συνολικού πληθυσμού αναπόφευκτα θα συρρικνωθεί. Η εξέλιξη αυτή θα επέλθει ως συνέπεια της σημερινής κατά ηλικία δομής του πληθυσμού, δηλαδή των μεταβολών που παρατηρήθηκαν κατά το παρελθόν αναφορικά με την γονιμότητα, τη θνησιμότητα και την μετανάστευση. Μια μελλοντική συρρίκνωση των επιπέδων θνησιμότητας και πιθανή αύξηση της γονιμότητας τα επόμενα χρόνια απλώς θα επιβραδύνουν την εξέλιξη αυτή, αλλά δε θα την αποτρέψουν τελικά.

Μένει να προσδιοριστεί, το κατά πόσο η υπόθεση καθαρής μεταναστευτικής εισροής τα επόμενα χρόνια, η οποία θα συμβάλει στην αποφυγή μιας μείωσης του πληθυσμού στην Ελλάδα, είναι ρεαλιστική. Αρχικά, θα πρέπει να τονιστεί ότι μια τέτοια υπόθεση δεν υιοθετείται από την Eurostat (Διάγραμμα 12.26).

diagramma 12.26

Πηγή: Eurostat (2015μ).

Διάγραμμα 12.26 Υπόθεση του βασικού σεναρίου της Eurostat αναφορικά με την εξέλιξη της ετήσιας καθαρής μετανάστευσης στην Ελλάδα (2015-2050).

 

Το αντίθετο, ο παράγοντας μετανάστευση αφορά πλέον σε μια καθαρή μεταναστευτική εκροή τουλάχιστον για τις επόμενες τρεις δεκαετίες. Επιπλέον, ακόμη και στην περίπτωση όπου υιοθετηθεί η υπόθεση για ύπαρξη καθαρής μεταναστευτικής εισροής στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, σε συνδυασμό με ένα στόχο για αποφυγή μείωσης του συνολικού πληθυσμού τα επόμενα χρόνια, η υπόθεση αυτή οδηγεί ιδιαίτερα υψηλά μεγέθη αλλοδαπού πληθυσμού. Στο Διάγραμμα 12.27 παρουσιάζονται οι εκτιμήσεις αναφορικά με την καθαρή μεταναστευτική εισροή των επόμενων δεκαετιών, η οποία θα επέτρεπε την αποφυγή της μείωσης του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα, με βάση δύο διαφορετικά σενάρια για την εξέλιξης της γονιμότητας και της θνησιμότητας, σενάρια τα οποία βασίζονται στις υποθέσεις της Eurostat.

diagramma 12.27

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 12.27 Εκτιμήσεις αναφορικά με την ετήσια καθαρή μεταναστευτική εισροή (Σενάρια 3α και 3β) η οποία, τα επόμενα χρόνια, θα επέτρεπε την αποφυγή μιας μείωσης του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα. Υιοθέτηση υποθέσεων της Eurostat για την εξέλιξης της γονιμότητας (βασικό σενάριο) και της θνησιμότητας (βασικό σενάριο και σενάριο χαμηλής θνησιμότητας).

 

Στο πρώτο (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 3α) υιοθετούνται οι υποθέσεις του βασικού σεναρίου αναφορικά με την εξέλιξη της γονιμότητας και της θνησιμότητας και στο δεύτερο (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 3β) υιοθετείται η υπόθεση του βασικού σεναρίου για τη γονιμότητα και μιας ακόμη χαμηλότερης θνησιμότητας.

Αυτό που προκύπτει είναι ότι ο στόχος της σταθερότητας του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού στις επόμενες δεκαετίες, θα απαιτούσε μια συνεχή και αυξανόμενη μεταναστευτική εισροή. Ο ετήσιος αριθμός των μεταναστών (ροές) από περίπου 14.000 το 2013 θα πρέπει να φτάσει τις 67.000 ή τις 60.000 το 2050 ανάλογα με την υπόθεση για την εξέλιξη της θνησιμότητας. Η εξέλιξη αυτή αναμφίβολα θα μεταβάλει το μεταναστευτικό απόθεμα στο διάστημα 2013-2050, δηλαδή το μέγεθος του μεταναστευτικού πληθυσμού που θα βρίσκεται στην Ελλάδα και επιπλέον το ποσοστό του πληθυσμού αυτού στον συνολικό πληθυσμό της Ελλάδας.

Ουσιαστικά, το μεταναστευτικό απόθεμα, εξαρτάται από την εξέλιξη των ετήσιων μεταναστευτικών ροών, αλλά και από τη διαχρονική φυσική αύξηση του μεταναστευτικού πληθυσμού. Επιπλέον, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ήδη στην Ελλάδα υπάρχει ένα μεταναστευτικό απόθεμα (για την ακρίβεια ένα απόθεμα αλλοδαπού πληθυσμού), το οποίο σύμφωνα με την απογραφή του 2011 ανέρχεται στο 8,4% του συνολικού πληθυσμού. Εκτιμώντας τα παραπάνω δεδομένα, προκύπτει ότι το μέγεθος του μεταναστευτικού αποθέματος για την περίοδο 2013-2050 θα βαίνει αυξανόμενο (Διάγραμμα 12.28).

diagramma 12.28

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 12.28 Εξέλιξη του πληθυσμού ξένης εθνικότητας (μεταναστευτικό απόθεμα) την περίοδο 2013-2050, με βάση τις εκτιμήσεις για καθαρή μεταναστευτική εισροή η οποία θα επέτρεπε την αποφυγή μιας μείωσης του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα.

 

Στην περίπτωση της βασικής υπόθεσης για συρρίκνωση της θνησιμότητας το μεταναστευτικό απόθεμα από 30.000 το 2015 θα ανέλθει σε 625.000 το 2030 και σε 1,9 εκατομμύρια το 2050, ενώ στην περίπτωση μιας υψηλότερης συρρίκνωσης της θνησιμότητας θα φτάσει τις 575.000 το 2030 και το 1,7 εκατομμύρια το 2050. Λαμβάνοντας υπόψη την διαχρονική εξέλιξη αναφορικά με τον ήδη υπάρχοντα μεταναστευτικό πληθυσμό, το ποσοστό των μεταναστών στο συνολικό πληθυσμό θα μεταβληθεί από 8,4% που είναι σήμερα σε 26 ή σε 24,5% το 2050 ανάλογα με το σενάριο εξέλιξης της θνησιμότητας (Διάγραμμα 12.29).

diagramma 12.29Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ (2015ε) και ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 12.29 Ποσοστό του πληθυσμού ξένης εθνικότητας, την περίοδο 2013-2050, με βάση τις εκτιμήσεις για καθαρή μεταναστευτική εισροή η οποία θα επέτρεπε την αποφυγή μιας μείωσης του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα - (Πραγματικό ποσοστό το 2013).

 

Συμπερασματικά, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η υπόθεση για μια μελλοντική ανάκαμψη των μεταναστευτικών εισροών, προκειμένου να αποφευχθεί η μείωση του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια δεν φαντάζει ρεαλιστική: είτε γιατί οι υποθέσεις που υιοθετούνται αναφορικά με την μετανάστευση των επόμενων ετών εντάσσονται σε ένα πλαίσιο για ύπαρξη καθαρής μεταναστευτικής εκροής και όχι εισροής, είτε γιατί η απαιτούμενη μεταναστευτική εισροή οδηγεί σε μεγέθη τα οποία δύσκολα μπορούν να γίνουν αποδεκτά.

Συνεπώς, δεδομένης της σημερινής κατά ηλικία δομής του πληθυσμού της Ελλάδας, η μέσα στις επόμενες δεκαετίες μείωση του συνολικού πληθυσμού θα πρέπει να θεωρείται ως μια αναπόφευκτη εξέλιξη, αφού ούτε η αύξηση της γονιμότητας ούτε η μείωση της θνησιμότητας ούτε ακόμη η διατήρηση ρευμάτων εισροής μεταναστών είναι ικανές να αποτρέψουν την τάση αύτη. Ανάλογα με την εξέλιξη των δημογραφικών δεικτών, το μέγεθος της μείωσης του Ελληνικού πληθυσμού μέχρι το 2050 εκτιμάται ότι θα είναι τουλάχιστον 15,5% (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 4α) ενώ δεν αποκλείεται να φτάσει έως και 21,5% (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 1α). Οι εναλλακτικές αυτές εξελίξεις αποτυπώνονται στo Διάγραμμα 12.30.

diagramma 12.30

Πηγή: Eurostat (2015στ και 2015ν) και ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 12.30 Το εύρος της αναμενόμενης συρρίκνωσης του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα.

 

12.3.3. Η περαιτέρω διεύρυνση της δημογραφικής γήρανσης

Οι μελλοντικές εξελίξεις αναφορικά με την κατά ηλικία δομή του πληθυσμού συνδέονται ακόμη πιο στενά, από ό,τι αυτές που αφορούν στον συνολικό πληθυσμό, με την σημερινή κατά ηλικία δομή. Το μελλοντικό μέγεθος των περισσότερων ηλικιακών ομάδων θα εξαρτηθεί από τη διαχρονική γήρανση των ατόμων που έχουν ήδη γεννηθεί και βρίσκονται, ανάλογα με το έτος γέννησής τους, στις διάφορες ηλικίες του πληθυσμού, δηλαδή από την υφιστάμενη ηλικιακή διάρθρωση του πληθυσμού.

Γενικά, δεν θα πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις, η εξέλιξη του αριθμού των ατόμων που ανήκουν σε συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες δεν επηρεάζεται στον ίδιο βαθμό από την υιοθέτηση σεναρίων για τη γονιμότητα, τη θνησιμότητα ή την μετανάστευση. Για παράδειγμα, η μεταβολή του αριθμού των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω και 80 ετών και άνω είναι ανεξάρτητη από τις υποθέσεις για τη μελλοντική εξέλιξη της γονιμότητας. Η μέγιστη ηλικία των ατόμων που θα γεννηθούν μεταξύ 2013 και 2050, θα είναι τα 37 έτη και συνεπώς οι υποθέσεις για την εξέλιξη της γονιμότητας δε θα επηρεάσουν τον αριθμό των ατόμων που θα ανήκουν στις δύο προαναφερόμενες ηλικιακές ομάδες.

Επίσης, όπως προαναφέρθηκε, οι υποθέσεις για την εξέλιξη της θνησιμότητας, αφορούν κυρίως στις πιο προχωρημένες ηλικίες (50 ετών και άνω), ηλικίες στις οποίες η θνησιμότητα αν και μειούμενη παραμένει σχετικά υψηλή. Αυτό σημαίνει ότι η εξέλιξη του αριθμού των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω από σήμερα έως το 2050 θα εξαρτηθεί κυρίως από την τωρινή κατά ηλικία δομή (ουσιαστικά τον αριθμό των ατόμων και την κατά ηλικία δομή του πληθυσμού ηλικίας 28 ετών και άνω το 2013), από τα μελλοντικά επίπεδα θνησιμότητας και ως ένα μικρό βαθμό από την μετανάστευση.

Τέλος, σε σχέση με τη μετανάστευση (είτε εισροή, είτε εκροή), οι διαχρονικές μεταβολές της θα επηρεάσουν κυρίως τον πληθυσμό που βρίσκεται σε ηλικία εργασίας (15-64 ετών), αφού η ηλικιακή σύνθεση του μεταναστευτικού πληθυσμού αφορά κυρίως τις παραγωγικές ηλικίες και σε μικρότερο βαθμό τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες.

Προκειμένου να δοθεί μια τάξη μεγέθους των επικείμενων μεταβολών, στα Διαγράμματα 12.31 έως 12.37, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των προβολών που αφορούν στις βασικές ηλικιακές ομάδες του πληθυσμού με βάση τα διαφορετικά σενάρια. Συγκεκριμένα, η μείωση του πληθυσμού των νέων (0-14) θα πρέπει να θεωρείται ως αναπόφευκτη εξέλιξη. Ο πληθυσμός αυτός θα μπορούσε να παραμένει στα σημερινά επίπεδα, μόνο εάν υπάρξει μια ιδιαίτερα σημαντική αύξηση της μέσης γονιμότητας (στην πιο ευνοϊκή περίπτωση μια αύξηση όμοια με αυτή που αποτυπώνεται στο προαναφερόμενο Σενάριο 2δ).

diagramma 12.31

Πηγή: Eurostat (2015στ και 2015ξ) και ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 12.31 Το εύρος της αναμενόμενης συρρίκνωσης του πληθυσμού των νέων (0-14 ετών) στην Ελλάδα.

diagramma 12.32

Πηγή: Eurostat (2015στ και 2015ξ) και ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 12.32 Το εύρος της αναμενόμενης συρρίκνωσης του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας (15-64 ετών) στην Ελλάδα.

 

diagramma 12.33

Πηγή: Eurostat (2015στ) και ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 12.33 Το εύρος της αναμενόμενης αύξησης του πληθυσμού ηλικίας 65 ετών και άνω στην Ελλάδα.

diagramma 12.34

Πηγή: Eurostat (2015στ) και ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 12.34 Το εύρος της αναμενόμενης αύξησης του πληθυσμού ηλικίας 80 ετών και άνω στην Ελλάδα.

 

diagramma 12.35

Πηγή: Πηγή: Eurostat (2015στ και 2015ν) και ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 12.35 Το εύρος της αναμενόμενης μείωσης του αριθμού των ατόμων ηλικίας 15 έως 64 ετών που αντιστοιχούν σε ένα άτομο ηλικίας 65 ετών και άνω (support ratio).

diagramma 12.36

Πηγή: Πηγή: Eurostat (2015στ και 2015ξ) και ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 12.36 Το εύρος της αναμενόμενης αύξησης του ποσοστού των ατόμων ηλικίας 50 έως 64 ετών στο σύνολο του πληθυσμού 15 έως 64 ετών.

diagramma 12.37

Πηγή: Eurostat (2015στ) και ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 12.37 Το εύρος της αναμενόμενης αύξησης του ποσοστού των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω στον συνολικό πληθυσμό.

 

Η υπόθεση αυτή δεν είναι ρεαλιστική και συνεπώς ο αριθμός των ατόμων ηλικίας 0-14 θα μειωθεί. Η μείωση την περίοδο 2013 και 2050 θα κυμανθεί μεταξύ 27 και 40% (Διάγραμμα 12.31), ανάλογα με την υιοθέτηση της υπόθεσης για αύξηση της γονιμότητας (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 4δ) ή για σχετική σταθερότητα στα σημερινά επίπεδα (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 1α, κατά το οποίο η υπόθεση της γονιμότητας είναι παρόμοια με την υπόθεση χαμηλής γονιμότητας της Eurostat).

Η μελλοντική εξέλιξη του μεγέθους του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας (15-64 ετών), θα είναι συνάρτηση της σημερινής κατά ηλικία δομής του πληθυσμού. Επιπλέον, σε σχέση με τα δημογραφικά φαινόμενα, η μετανάστευση είναι το κύριο φαινόμενο το οποίο θα επηρεάσει τις διαχρονικές μεταβολές του προαναφερόμενου πληθυσμού. Η επίπτωση της κατά ηλικία δομής προκύπτει από τη διαχρονική συρρίκνωση του αριθμού των γεννήσεων από το 1980 και μετά στην Ελλάδα, εξέλιξη η οποία αποτυπώνεται ήδη στη μεταβολή του πληθυσμού των παραγωγικών ηλικιών.

Από τη στιγμή που οι ολιγομελείς γενιές που προήλθαν από τον χαμηλό αριθμό γεννήσεων της δεκαετίας του 1980 εισέρχονται στην ηλικία των 15 ετών (περίπου από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά), δημιουργούνται οι συνθήκες για συρρίκνωση του μεγέθους του πληθυσμού των παραγωγικών ηλικιών. Η εξέλιξη αυτή αντισταθμίστηκε από την καθαρή μεταναστευτική εισροή της δεκαετίας του 1990. Παρόλα αυτά και με την πάροδο του χρόνου, όσο οι προαναφερόμενες ολιγομελείς γενιές αποτελούν όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού της εργάσιμης ηλικίας (π.χ. το 2010 από τις περίπου 50 γενιές που αποτελούν τον πληθυσμό αυτόν οι 15 είναι ολιγομελείς γενιές) τόσο ο πληθυσμός που βρίσκεται σε ηλικία εργασίας θα συρρικνώνεται.

Παράλληλα, από τον πληθυσμό αυτόν σταδιακά αποχωρούν τα άτομα των υψηλότερων ηλικιών (50 έως 64 ετών) των οποίων ο αριθμός είναι σημαντικός, λόγω του σχετικά υψηλού αριθμού γεννήσεων πριν από το 1980, και ως ένα βαθμό, της μεταναστευτικής εισροής από το 1990 και μετά. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η διαφορά μεταξύ του αριθμού των ατόμων ηλικίας 15-29 ετών και του πληθυσμού 50-64 ετών ήταν περίπου 0,5 εκατομμύρια άτομα, από το 2010 και μετά η διαφορά έχει γίνει αρνητική, εξέλιξη η οποία οδηγεί στην μείωση του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού ηλικίας 15 έως 64 ετών. Η εξέλιξη αυτή θα συνεχιστεί τουλάχιστον για τα επόμενες τρεις δεκαετίες (ουσιαστικά έως ότου οι ολιγομελείς γενιές που γεννήθηκαν από το 1980 και μετά θα μπαίνουν στην ηλικία των 50 ετών) και θα οδηγήσει σε συνεχή συρρίκνωση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας.

Η προοπτική μείωσης του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας, θα μπορούσε θεωρητικά να ανατραπεί, μέσω μια σημαντικής μεταναστευτικής εισροής τα επόμενα χρόνια. Παρόλα αυτά, το απαιτούμενο μέγεθος της μεταναστευτικής εισροής θα πρέπει να είναι ακόμη υψηλότερο σε σχέση με αυτό που απλώς θα επέτρεπε μια μηδενική αύξηση του συνολικού πληθυσμού (βλ. παραπάνω Πίνακας 12.5 - Σενάριο 3α και Σενάριο 3β). Η εξέλιξη αυτή θα απέτρεπε τη μείωση του πληθυσμού ηλικίας 15-64 ετών μέσω της προσφυγής στην μετανάστευση και θα πρέπει να θεωρείται ανέφικτη. Συμπερασματικά, στις επόμενες δεκαετίες, το μέγεθος του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας θα συρρικνώνεται. Μεταξύ 2013 και 2050, η μείωση αναμένεται ότι θα είναι πάνω από 30% (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 1α και Σενάριο , Διάγραμμα 12.32).

Η σημερινή κατά ηλικία δομή του πληθυσμού της Ελλάδας συνηγορεί επίσης προς μια διαχρονική αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων (65 ετών και άνω) και των υπερηλίκων (80 ετών και άνω) και προς περαιτέρω ένταση της δημογραφικής γήρανσης, εξελίξεις οι οποίες θα πρέπει να θεωρούνται αναπόφευκτες.

Η επίπτωση της σημερινής κατά ηλικία δομής (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 1α) οδηγεί σε αύξηση της τάξης του 30% για την πρώτη ηλικιακή ομάδα και περίπου 50% για την δεύτερη (Διαγράμματα 12.33 και 12.34). Η μείωση της θνησιμότητας τα επόμενα χρόνια, θα οδηγούσε σε αύξηση του αριθμού των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω και 80 ετών και άνω γύρω στο 50 και το 100% αντίστοιχα (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 1β), ενώ στην περίπτωση μιας υψηλής μείωσης της θνησιμότητας η αύξηση θα ήταν ακόμη υψηλότερη (γύρω στο 60 και το 120% αντίστοιχα, Σενάριο 1γ).

Οι προαναφερόμενες εξελίξεις αναφορικά με τη μελλοντική ηλικιακή διάρθρωση του πληθυσμού της Ελλάδας, οι οποίες σε σημαντικό βαθμό είναι αναπόφευκτες, συνηγορούν επίσης σε μείωση του αριθμού των ατόμων ηλικίας 15 έως 64 ετών που αντιστοιχούν σε ένα άτομο ηλικίας 65 ετών και άνω (support ratio). Ο δείκτης αυτός από το σημερινό επίπεδο του 3,2 αναμένεται ότι θα περιοριστεί μεταξύ 1,5 και 1,7 το 2050 (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 1α και Σενάριο 4α, Διάγραμμα 12.35). Η δημογραφική γήρανση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας αναμένεται επίσης ότι θα ενταθεί την επόμενη εικοσαετία και θα αρχίσει να συρρικνώνεται στη συνέχεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 50 έως 64 ετών στο σύνολο του πληθυσμού 15 έως 64 ετών, από 28% που είναι σήμερα, θα φτάσει το 37-38% περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 2030 και θα μειωθεί 31-35% το 2050 (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 1α και Σενάριο 4β, Διάγραμμα 12.36).

Τέλος, η συνολική γήρανση (ποσοστό των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω στο συνολικό πληθυσμό) θα σημειώσει σημαντική αύξηση, αφού ο αριθμός των ηλικιωμένων θα αυξάνεται και ο συνολικός πληθυσμός θα μειώνεται. Το ποσοστό αυτό από το σημερινό επίπεδο του 20% θα κυμαίνεται μεταξύ 33-38% (Πίνακας 12.5 - Σενάριο 1α και Σενάριο 1γ, Διάγραμμα 12.37).

Οι διαχρονικές αλλαγές αναφορικά με το μέγεθος και την κατά ηλικία δομή του πληθυσμού της Ελλάδας συνδυάστηκαν με συρρίκνωση της σημασίας της δημογραφικής συνιστώσας για τις μεταβολές του εργατικού δυναμικού. Παράλληλα, η αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης και η διεύρυνση της διάρκειας του κύκλου ζωής των ατόμων, συνδυάστηκαν με σημαντικές αλλαγές αναφορικά με την μέση διάρκεια παραμονής στα διάφορά στάδια αυτού του κύκλου (απασχόληση, ανεργία, εκπαίδευση και συνταξιοδότηση). Τα επόμενα χρόνια, η αναμενόμενη διεύρυνση της δημογραφικής γήρανσης και οι ισχνές προοπτικές πληθυσμιακής αύξησης, αναμφίβολα θα επηρεάσουν τον δυνάμει αριθμό εργαζομένων καθώς και την κατανομή του χρόνου στα διάφορα στάδια του κύκλου ζωής των ατόμων.

 

Βιβλιογραφικές Αναφορές

 11    

Copyright © 2015

We have 2 guests and no members online