Η δημογραφία, ως η επιστήμη της μελέτης των πληθυσμών, εκτιμάται ότι γεννήθηκε στο Λονδίνο γύρω στα μέσα του 17ου αιώνα, ονοματίστηκε περίπου 200 χρόνια αργότερα από έναν Γάλλο μαθηματικό και «ενηλικιώθηκε» με την αναγνώρισή της ως επιστήμη μόλις το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Αν και ως αυτόνομη επιστήμη η δημογραφία είναι πολύ νέα, το ενδιαφέρον γύρω από θέματα που αφορούν στο μέγεθος, τη σύνθεση, τη δομή και τη δυναμική του πληθυσμού δεν είναι πρόσφατο.
Ήδη από την αρχαιότητα, οι ηγέτες των λαών είτε επρόκειτο για μονάρχες, αυτοκράτορες, στρατηγούς, πολιτικούς ή θρησκευτικούς ηγέτες, επιθυμούσαν πάντα να γνωρίζουν με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τον αριθμό των ατόμων που ζούσαν υπό την ηγεμονία τους. Σύμφωνα με τα ιστορικά ευρήματα, πληθυσμιακές καταμετρήσεις γίνονταν στην αρχαία Αίγυπτο, τη Βαβυλωνία, την Ινδία, τη Μέση Ανατολή και την Ιαπωνία, ενώ οι πιο συστηματικές προσπάθειες απογραφής του πληθυσμού καταγράφηκαν στην Κίνα τουλάχιστον 3.000 χρόνια πριν (Vilquin, 2006). Φορολογικοί, στρατιωτικοί και νομικοί λόγοι επέβαλαν την εκτίμηση τόσο του συνολικού μεγέθους όσο και κάποιων ποιοτικών χαρακτηριστικών συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων.1
Σε αντίθεση με τις σημερινές απογραφές, η καταμέτρηση δεν αφορούσε το συνολικό πληθυσμό, αλλά μόνο τους ενήλικες άρρενες κατοίκους, που ήταν ικανοί να συμμετέχουν στη στρατιωτική οργάνωση της χώρας, όπως επίσης τους αρχηγούς των νοικοκυριών και όσους είχαν φορολογικές υποχρεώσεις. Οι γυναίκες και τα παιδιά έμεναν συνήθως εκτός της καταγραφής. Οι καταμετρήσεις αυτές δεν γίνονταν σε τακτά χρονικά διαστήματα αλλά είχαν σποραδικό χαρακτήρα, και λόγω των αμιγώς διοικητικών κινήτρων, τα αποτελέσματά τους στις περισσότερες περιπτώσεις δεν καταγράφονταν αναλυτικά ούτε καταχωρούνταν σε επίσημα αρχεία. Για τους σημερινούς ερευνητές, οι απογραφές αυτές είναι μάλλον περιορισμένης αξιοπιστίας, κυρίως λόγω πολιτικών ή θρησκευτικών σκοπιμοτήτων.
Ωστόσο και παρά τις όποιες μεθοδολογικές αδυναμίες ή πολιτικές μεθοδεύσεις, οι ιστορικοί δημογράφοι έχουν καταφέρει να συλλέξουν από αυτές τις καταγραφές, πολύτιμες πληροφορίες και να εξάγουν κάποια χρήσιμα συμπεράσματα σχετικά με την εξέλιξη του πληθυσμού.Μέσα από τις πρακτικές αυτές καταδεικνύονται αφ’ ενός η χρησιμότητα των πληθυσμιακών εκτιμήσεων και αφ’ ετέρου η σημασία που αποδίδεται αιώνες τώρα στο μέγεθος, τη δομή και στη σύνθεση του πληθυσμού.
Η αναζήτηση δογμάτων και θεωριών περί πληθυσμού οδηγεί πολύ πίσω στο χρόνο. «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» ήταν μια από τις πρώτες παροτρύνσεις του Θεού προς τον άνθρωπο, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη. Οι Αρχαίοι Έλληνες είχαν φροντίσει να αναθέσουν σε περισσότερες από μία θεότητες την ευθύνη για τη γονιμότητα των γυναικών και την ευγονία των ζευγαριών. Ανάλογες θεότητες που ευνοούν την αναπαραγωγή συναντώνται στη ρωμαϊκή και αιγυπτιακή μυθολογία. Η εξήγηση είναι εξαιρετικά απλή. Κατά το μεγαλύτερο διάστημα της ανθρώπινης παρουσίας πάνω στη Γη, η διατήρηση ή η οριακή αύξηση του πληθυσμού δεν ήταν δυνατή παρά μόνο χάρη σε υψηλά ποσοστά γονιμότητας, ικανά να αντισταθμίζουν την ιδιαίτερα υψηλή θνησιμότητα που επί αιώνες έπληττε την ανθρωπότητα σε όλες τις ηλικιακές ομάδες.
1.1. Οι πρώτες περί πληθυσμού θεωρίες και ο ρόλος των δημογραφικών παραμέτρων
Ο προβληματισμός σχετικά με τις συνέπειες της πληθυσμιακής εξέλιξης, κάθε άλλο παρά πρόσφατος είναι. Πριν από όχι λιγότερα από 2.500 χρόνια, οι σημαντικότεροι από τους φιλοσόφους της αρχαιότητας ασχολήθηκαν με τη δυναμική του πληθυσμού, προβληματίστηκαν σχετικά με τις συνέπειες των πληθυσμιακών μεταβολών και έθεσαν τις βάσεις για την ανάπτυξη των πρώτων θεωριών περί πληθυσμού. Ήδη από τότε, το ενδιαφέρον έπαψε να είναι αποκλειστικά αριθμητικό και το επίκεντρο του προβληματισμού μετατοπίστηκε στην αλληλεπίδραση μεταξύ πληθυσμιακών τάσεων, διαθέσιμων πόρων, οικονομικών εξελίξεων και εύρυθμης λειτουργίας της κοινωνίας.
Η αύξηση του πληθυσμού αποτελούσε επιδίωξη για τον Κομφούκιο (περίπου 500 π.Χ.) που θεωρούσε ότι μεγαλύτερος αριθμός άνθρωπων δημιουργεί μεγαλύτερη παραγωγή και είναι κατά συνέπεια προϋπόθεση για την ευημερία του πληθυσμού. Αντιλαμβανόμενος ότι υπάρχει μια σχέση ισορροπίας ανάμεσα στην έκταση της καλλιεργήσιμης γης και το μέγεθος του πληθυσμού που αυτή μπορεί να «αντέξει», κατέληξε στη διαπίστωση ότι κάθε σημαντική απόκλιση από το αναφερόμενο ως «σημείο ισορροπίας» αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης της φτώχειας.
Τροφή και εκπαίδευση αποτελούσαν τις βασικές προϋποθέσεις στη θεωρία του Κομφούκιου για τη διασφάλιση μιας βιώσιμης πληθυσμιακής ανάπτυξης, ενώ παράλληλα ιδιαίτερη βαρύτητα απέδωσε στη σωστή και δίκαιη διακυβέρνηση. Απέδιδε στους κυβερνώντες την ευθύνη και την υποχρέωση διασφάλισης της ισορροπίας μεταξύ πληθυσμιακών πιέσεων και πόρων και θεωρούσε θεμιτές τις μαζικές μετακινήσεις ατόμων από τις περισσότερο προς τις λιγότερο πυκνοκατοικημένες περιοχές. Η Σχολή του Κομφούκιου παρατήρησε, επίσης, ότι κάποιοι εξωτερικοί παράγοντες μπορεί να ελέγχουν τους ρυθμούς αύξησης του πληθυσμού. Για παράδειγμα παρατήρησε ότι η θνησιμότητα αυξάνει όταν η τροφή είναι ανεπαρκής, η πρόωρη γαμηλιότητα ενισχύει τη βρεφική θνησιμότητα, οι πόλεμοι επιβραδύνουν τον ρυθμό πληθυσμιακής αύξησης. Δεν επιχείρησαν ωστόσο να ερμηνεύσουν τις επιπτώσεις από τις μεταβολές της θνησιμότητας, της γονιμότητας, της γαμηλιότητας και των μεταναστευτικών κινήσεων στην ισορροπία μεταξύ πληθυσμού και φυσικών πόρων (Sprengler, 1998).
Όσον αφορά στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, παρατηρείται ότι, αν και υπάρχουν λεπτομερείς αναφορές σχετικά με τον τρόπο ζωής και την καθημερινότητα των αρχαίων Ελλήνων, οι πληροφορίες που σχετίζονται με τη δημογραφική κατάσταση της Αρχαίας Ελλάδας, είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με πληθυσμιακές καταμετρήσεις, ενώ τα αριθμητικά μεγέθη που καταγράφονται από τους ιστορικούς της εποχής περιορίζονται στην εκτίμηση των εμπλεκομένων σε μάχες στρατιωτών.
Εντούτοις, και παρά τις όποιες δημογραφικές αβεβαιότητες, φαίνεται ότι τα επίπεδα γονιμότητας ήταν ιδιαίτερα χαμηλά στην Αρχαία Ελλάδα του 5ου και 4ου π.Χ. αιώνα. Η διαπίστωση αυτή είναι κοινή ανεξαρτήτως πολιτεύματος: αφορά εξίσου την δημοκρατική Αθήνα, αλλά και την ολιγαρχική Σπάρτη. Σε μια ενδιαφέρουσα ανάλυση της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής στην Αρχαία Ελλάδα, ο Joseph Moreau (1949) ισχυρίζεται ότι τα αίτια της χαμηλής γονιμότητας εντοπίζονται στην κοινωνική δομή και την οικονομική οργάνωση των πόλεων-κρατών. Πιο συγκεκριμένα, οι ελεύθεροι πολίτες της Αθήνας απείχαν πλήρως από κάθε παραγωγική δραστηριότητα. Η αγροτική παραγωγή, η βιοτεχνία και ο κύριος όγκος των οικιακών ασχολιών ήταν αρμοδιότητες των μετοίκων και των δούλων. Κάθε ελεύθερος Αθηναίος πολίτης, ακόμα και οι λιγότερο εύρωστοι οικονομικά, όφειλε να έχει στην υπηρεσία του τουλάχιστον δύο δούλους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κοινωνικής οργάνωσης, η ανατροφή και εκπαίδευση των παιδιών ήταν όχι μόνο δαπανηρή, αλλά σαφώς λιγότερο αποδοτική από την απόκτηση και συντήρηση δούλων οι οποίοι συνέβαλαν στην παραγωγική διαδικασία (Moreau, 1949. p. 600).
Όπως είναι φυσικό, η οικονομία αδυνατούσε να συντηρεί ένα συνεχώς αυξανόμενο αριθμό μη εργαζόμενων Αθηναίων πολιτών. Έτσι, η διατήρηση ή η οριακή αύξηση του πληθυσμού των πόλεων-κρατών οφείλονταν αποκλειστικά στη μεταναστευτική κίνηση με αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση του αριθμού των «πολιτών» και την αντίστοιχη αύξηση των «μετοίκων» και των «δούλων». Παρά την εντελώς διαφορετική κοινωνική και πολιτική οργάνωση, αντίστοιχα δύσκολη, αν όχι δυσκολότερη, ήταν η πληθυσμιακή διατήρηση της αριστοκρατίας στην πόλη της Σπάρτης (Moreau, 1949. p. 602).
Ως Αθηναίος ευγενής, ο Πλάτων, έδειξε ιδιαίτερη ευαισθησία στους κινδύνους που ενέχει η υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα, ενώ παράλληλα έδειχνε προβληματισμένος από την αριθμητική συρρίκνωση του πληθυσμού των Αθηναίων πολιτών. Στους Νόμους του (360 πΧ) ανέδειξε για πρώτη φορά τη σημασία ενός στάσιμου πληθυσμού. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, μια πόλη-κράτος έπρεπε να είναι αρκετά μεγάλη πληθυσμιακά ώστε να προασπίζει με επιτυχία την εδαφική της ακεραιότητα και να εξασφαλίζει τον απαραίτητο καταμερισμό εργασίας για το εργατικό δυναμικό της, αλλά όχι τόσο μεγάλη ώστε να αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες των κατοίκων της (Sprengler, 1998). Επιπλέον, το μέγεθος μιας πόλης έπρεπε να είναι τέτοιο ώστε οι πολίτες να γνωρίζονται μεταξύ τους, προϋπόθεση ιδιαίτερης σημασίας, αφού, η ανωνυμία αποτελούσε εχθρό της δημοκρατίας (Weeks, 2002).
Ωστόσο, πρέπει να τονισθεί, ότι στον «πληθυσμό» ο Πλάτων προσμετρούσε μόνο τους πολίτες, αδιαφορώντας για τις άλλες κατηγορίες κατοίκων μιας πόλης-κράτους. Όρισε το ιδανικό πληθυσμιακό μέγεθος2 περισσότερο με πολιτικούς παρά οικονομικούς όρους (Moreau, 1949:604) και εξέφρασε τις απόψεις του περί κοινωνικής δικαιοσύνης (Charbit, 2011:13). Προκειμένου να διατηρείται ο πληθυσμός σταθερός στο «επιθυμητό» επίπεδο, πρότεινε πολιτικές που περιελάμβαναν μέτρα ενίσχυσης ή περιορισμού της γονιμότητας (ηλικία γάμου, έλεγχος γεννήσεων) και ελέγχου της μετανάστευσης (όπως η ίδρυση αποικιών, σε περιόδους πληθυσμιακής αύξησης ή η προσέλκυση μετοίκων, σε αντίθετη περίπτωση).
Σύμφωνα με διάφορους μελετητές (όχι απαραίτητα και υποστηρικτές του), ο Πλάτων αναγνωρίζεται ως ένας από τους πρόδρομους της δημογραφικής σκέψης, για τρεις βασικούς λόγους. Πρώτον, έχοντας στο επίκεντρο της μελέτης του τον πληθυσμό μιας καλά ορισμένης χωρικής μονάδας, ανέδειξε τη σχέση του με το περιβάλλον. Δεύτερον, εντόπισε τις δημογραφικές παραμέτρους που συμβάλλουν στην δυναμική του πληθυσμού και τρίτον διατύπωσε σαφείς πληθυσμιακές πολιτικές εστιάζοντας στον έλεγχο των γεννήσεων και των μεταναστευτικών ροών (Charbit, 2011).
Ο σπουδαιότερος από τους μαθητές του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης (340 πΧ), εισήγαγε την έννοια του βέλτιστου πληθυσμού, υποστηρίζοντας ότι μια πυκνοκατοικημένη πόλη είναι σχεδόν αδύνατον να κυβερνηθεί σωστά. Παραλλήλιζε μάλιστα το μέγεθος μιας πόλης με αυτό οποιουδήποτε ζωντανού οργανισμού, είτε πρόκειται για ζώο ή φυτό, που χάνει τις φυσικές του ιδιότητες και δυνάμεις όταν είναι είτε πολύ μικρό είτε τεράστιο (Weeks, 2002).
Κανένας βέβαια από τους προαναφερθέντες φιλοσόφους δεν υποψιαζόταν ότι μέσα από αυτές τις προτάσεις πολιτικής διατύπωνε δημογραφικές θεωρίες. Άλλωστε, την εποχή εκείνη, η λέξη δημογραφία δεν είχε καν επινοηθεί. Έπρεπε να περάσουν περίπου 25 αιώνες, ιδιαίτερα κρίσιμων για την πορεία της ανθρωπότητας ιστορικών γεγονότων, μέχρι να αναπτυχθεί η επιστήμη. Η ακμή και η παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η άνοδος και η πτώση του Βυζαντίου, ο Μεσαίωνας, οι Σταυροφορίες, η Αναγέννηση, η ανακάλυψη της Αμερικής, η Γαλλική Επανάσταση, η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, κάθε ένα από αυτά τα ιστορικά γεγονότα είτε υποκινήθηκε είτε επιταχύνθηκε από τις διαφορετικές, αλλά σε κάθε περίπτωση καθοριστικής σημασίας δημογραφικές εξελίξεις. Αύξηση ή απότομη συρρίκνωση του πληθυσμιακού μεγέθους, λοιμοί και επιδημίες, μεταβολές στην κατά ηλικία και εθνικότητα σύνθεσή του, απότομη αύξηση της πληθυσμιακής συγκέντρωσης ή έλλειψη πόρων αποτέλεσαν σε κάθε στιγμή της ανθρωπότητας, ίσως όχι τους καθοριστικούς, αλλά σίγουρα σημαντικούς ερμηνευτικούς παράγοντες πίσω από μεγάλα γεγονότα της Παγκόσμιας ιστορίας.
Οι δημογραφικές παράμετροι θα ήταν ίσως υπερβολή να θεωρηθούν ως οι κύριες κατευθυντήριες δυνάμεις πίσω από τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Έπαιξαν όμως σε κάθε στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας ένα σιωπηλό, αλλά αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση των νέων ισορροπιών. Ελάχιστοι μελετητές έχουν αποδώσει στις πληθυσμιακές μεταβλητές την ιστορική αξία που τους αναλογεί. Οι αιτίες αυτής της παράλειψης μπορούν να αναζητηθούν στην απουσία αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων και την έλλειψη ικανών εμπειρικών προσεγγίσεων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, μπορεί κανείς με ασφάλεια να ισχυριστεί, ότι οι δημογραφικές παράμετροι σε μεγάλο βαθμό διαμόρφωσαν τη ροή και την ένταση των ιστορικών και πολιτικών εξελίξεων και διαμορφώθηκαν από αυτές.
1.2. Η γέννηση, η καθιέρωση και η ανάπτυξη της επιστήμης
Ο όρος «δημογραφία» (démographie) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1855 στο βιβλίο Eléments de Statistique Humaine, ou Démographie Comparée του Achille Guillard (1799-1876). Με σαφή ελληνική ρίζα, ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον εμπνευστή του για να περιγράψει τη «φυσική και κοινωνική ιστορία της ανθρωπότητας».
Ωστόσο, ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης, η δημογραφία προϋπήρχε του όρου. Θεωρείται ότι «γεννήθηκε» το 1662, με την έκδοση του βιβλίου Natural and Political Observations. Συγγραφέας του βιβλίου ήταν ο John Graunt (1620-1674), ένας ευκατάστατος Άγγλος έμπορος που ασχολήθηκε με την ανάλυση μακρών χρονολογικών σειρών σχετικά με τη θνησιμότητα των κατοίκων 150 ενοριών του Λονδίνου κατά το 17ο αιώνα. Εξοικειωμένος με τη χρήση των αριθμών, υπήρξε ο πρώτος που μελέτησε με συστηματικότητα και συνέπεια τις στατιστικές καταγραφές διερευνώντας θέματα όπως η αναλογία μεταξύ ανδρών και γυναικών, η ηλικιακή δομή, η θνησιμότητα και οι αιτίες θανάτου κατά ηλικία και φύλο όπως επίσης τα ποσοστά γεννήσεων και γάμων.
Στις 110 περίπου σελίδες του βιβλίου του, παρουσιάζονται σε μορφή στατιστικών πινάκων δημογραφικά στοιχεία των οποίων η αξιοπιστία ελέγχθηκε και επιβεβαιώθηκε αργότερα (Kreager, 1988). Η πρωτοποριακή, αλλά και ιδιαίτερα συστηματική δουλειά του Graunt συμπληρώθηκε με την επινόηση μεθοδολογικών εργαλείων για την ανάλυση και την παρουσίαση των δεδομένων και των μεταβολών τους και ονομάστηκε αρχικά Political Arithmetick. O όρος αυτός αποδίδεται στον William Petty (1623-1687), θερμό θαυμαστή και πιθανώς συνεργάτη του Graunt. Με τη βοήθεια μαθηματικών εργαλείων, ο Graunt προσπάθησε να εντοπίσει τους «νόμους» που διέπουν τον πληθυσμό, με την πεποίθηση ότι η εξέλιξη και οι μεταβολές του πληθυσμού καθορίζονται από νόμους ανάλογους με αυτούς που ισχύουν στην αστρονομία και τη φυσική. Η συστηματική παρατήρηση, σε συνδυασμό με τη διαίσθησή του, τον βοήθησαν να εντοπίσει κανονικότητες και περιοδικότητες μέσα στα νούμερα. Ο υπολογισμός της θνησιμότητας κατά αιτία θανάτου, η παρατήρηση ότι ο δείκτης θνησιμότητας στις αστικές περιοχές ήταν υψηλότερος από αυτόν των αγροτικών περιοχών, η διαπίστωση ότι η αναλογία των δύο φύλων κατά τη γέννηση δεν είναι ίση και ότι η μεγαλύτερη πιθανότητα γέννησης αγοριών αντισταθμίζεται από την υψηλότερη, σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, ανδρική θνησιμότητα, αποτελούν μερικά μόνο από τα ενδιαφέροντα συμπεράσματα της εμπειρικής μελέτης του. Η σημαντικότερη συνεισφορά του, όμως, εκτιμάται ότι είναι η προσέγγιση της θνησιμότητας μέσα από τον υπολογισμό της πιθανότητας επιβίωσης, προσέγγιση που αποτέλεσε το πρώτο βήμα για την κατασκευή των πινάκων επιβίωσης (life tables). Για τη συνολική συμβολή του στη συστηματική παρατήρηση και καταγραφή των πληθυσμιακών θεμάτων, ο Graunt αποκαλείται σήμερα «θεμελιωτής της δημογραφίας».
Ως ο πιο άξιος συνεχιστής του έργου του Graunt αναγνωρίζεται ο George King (1648-1712). Αν και μόνο ένα μικρό μέρος της έρευνάς του δημοσιεύτηκε όσο ήταν εν ζωή, το έργο του χαρακτηρίζεται από την ενδελεχή και συστηματική ανάλυση των πληθυσμιακών δεδομένων και την ομαδοποίησή τους κατά ηλικία, φύλο, οικογενειακή κατάσταση, κοινωνική διαστρωμάτωση κλπ.. Ο George King υπολόγισε τον πληθυσμό της Μεγάλης Βρετανίας κατά το 17ο αιώνα. Επίσης, εκτίμησε -με ικανοποιητική ακρίβεια όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων- τον πληθυσμό της Ευρώπης και τον παγκόσμιο πληθυσμό στηριζόμενος σε υποθέσεις ως προς τη διαμόρφωση της πληθυσμιακής πυκνότητας ανά υψόμετρο.
O μαθηματικός Edmund Halley (1659-1742), γνωστός κυρίως από την ενασχόλησή του με την αστρονομία και τη μελέτη των κομητών, ασχολήθηκε με τις μεταβολές στο μέγεθος και την ηλικιακή δομή των πληθυσμών. Κυριότερη δημογραφική συμβολή του ήταν η ανάλυση της κατά ηλικία θνησιμότητας, βασισμένη στα στατιστικά στοιχεία των κατοίκων της πόλης Breslau. Η ανάλυση αυτή αποτέλεσε τη βάση για την ανάπτυξη της αναλογιστικής επιστήμης. Η κατασκευή του πίνακα επιβίωσης των κατοίκων της Breslau, που στηρίχθηκε σε πρώιμη δουλειά του Graunt, θεωρείται πλέον ως σημαντικός σταθμός στην εξέλιξη της δημογραφίας, ως επιστήμης.
Από τα μέσα του 17ου έως τα τέλη του 18ου αιώνα διάφοροι γνωστοί μαθηματικοί, όπως ο Euler και ο Bernoulli, και αναλογιστές, όπως ο Williem Kersseboom και ο Nicolas Struyck, ασχολήθηκαν με τη στατιστική επεξεργασία στοιχείων που προέκυπταν από την καταγραφή γάμων, γεννήσεων, αλλά κυρίως θανάτων. Δημιούργησαν τους πρώτους κατά ηλικία και φύλο δείκτες γαμηλιότητας, γονιμότητας και θνησιμότητας, εισήγαγαν τη χρήση των πιθανοτήτων και κατασκεύασαν τους πρώτους πίνακες επιβίωσης.Την περίοδο αυτή, το ενδιαφέρον γύρω από το ερευνητικό πεδίο της αποκαλούμενης «πολιτικής αριθμητικής» ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο σε χώρες όπως η Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία, Ελβετία και Σουηδία. Ανήσυχοι ερευνητές γνωρίζονταν μεταξύ τους, αλληλογραφούσαν τακτικά εκφράζοντας προβληματισμούς, αλλά και έντονες διαφωνίες, δημοσίευαν το έργο τους σε περιοδικά. Με τον τρόπο αυτό θεμελιώθηκε σταδιακά η μαθηματική δημογραφία, ετέθησαν οι βάσεις για τις πρώτες δημογραφικές αναλύσεις και προήχθη ο προβληματισμός που οδήγησε αργότερα στην ανάπτυξη των βασικών δημογραφικών θεωριών.
Αργότερα, ο Malthus (1798) με το περίφημο δοκίμιο “Essay on the Principle of Population as its affects the future improvement of society; With remarks on the speculations of Mr Godwin, M Condorcet and other writers” πέρασε από την παρατήρηση και τη στατιστική ανάλυση στη θεωρητική μελέτη και την εκτίμηση των επιπτώσεων της πληθυσμιακής εξέλιξης. Εγκαινίασε μια μακρά περίοδο προβληματισμού σχετικά με τους υψηλούς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης και τους περιορισμούς που αυτοί θέτουν στην οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία της ανθρωπότητας. Η θεωρία του βασίζεται στην άποψη ότι η δυναμική του πληθυσμού είναι πολύ μεγαλύτερη από τη δυνατότητα της γης να παράγει την απαραίτητη για την επιβίωση του ανθρώπου τροφή. Ο ρυθμός αύξησης του ανθρώπινου πληθυσμού ακολουθεί γεωμετρική πρόοδο, ενώ η παραγόμενη ποσότητα τροφής αυξάνεται μόνο με αριθμητική πρόοδο.
Ως συνέπεια αυτής της αναντιστοιχίας μεταξύ αναγκών και πόρων, η αύξηση του πληθυσμού συνοδεύεται αναπόφευκτα με την εμφάνιση μεγάλης κλίμακας λιμού και επιδημιών. Κατά τον Malthus, το ανθρώπινο γένος αδυνατεί να ελέγξει το ρυθμό αναπαραγωγής του, έτσι το έργο αυτό αναλαμβάνει η φύση με τρόπο απότομο και αιφνιδιαστικό ώστε να «απαλλαγεί» από το «ανθρώπινο πλεόνασμα». Για την αποφυγή αυτής της δυσάρεστης έκβασης, προτείνεται η υιοθέτηση μιας «υπεύθυνης» στάσης μέσα από την εφαρμογή μέτρων περιορισμού των γεννήσεων.
Πιο συγκεκριμένα, τα φτωχά και κατώτερα κοινωνικά στρώματα προτείνεται να παντρεύονται σε μεγάλη ηλικία και να περιορίζουν τη γεννητικότητά τους στον αριθμό των παιδιών τα οποία είναι σε θέση να συντηρήσουν. Στην εποχή της, η θεωρία του Malthus υπήρξε πεδίο έντονης αντιπαράθεσης, μεταξύ θερμών υποστηρικτών που συμμερίζονταν τους κινδύνους του υπερπληθυσμού και εκείνων που αντιμάχονταν έντονα την ιδέα της επιβολής αναγκαστικών περιορισμών στον αριθμό των γεννήσεων. Σε κάθε περίπτωση, η θεψρία αυτή αποτέλεσε το έναυσμα για τη διατύπωση πολλών και διαφορετικών απόψεων σχετικά με την επίδραση της πληθυσμιακής αύξησης στην οικονομική ανάπτυξη, το βιοτικό επίπεδο των ατόμων, αλλά και τη δυνατότητα του ανθρώπινου είδους να ελέγχει τη δημογραφική συμπεριφορά και εξέλιξή του.
Η Βιομηχανική Επανάσταση και η αποικιοκρατική επέκταση της Ευρώπης οδήγησαν στην ανάπτυξη νέων κοινωνικών δομών και συνέβαλαν στη ραγδαία πληθυσμιακή αύξηση του 18ου-19ου και 20ου αιώνα. Γεγονός που ενέτεινε τον προβληματισμό σχετικά με τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της πληθυσμιακής αύξησης, συνέβαλε στην αναζήτηση μεθόδων ελέγχου των μηχανισμών εξέλιξης του πληθυσμού και ανέδειξε την χρησιμότητα συλλογής αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων για την εκπόνηση πληθυσμιακών μελετών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο άρχισε να διαφαίνεται η αναγκαιότητα ενός ερευνητικού πεδίου το οποίο παρατηρεί, κατανοεί και ερμηνεύει τη δομή και σύνθεση του πληθυσμού και τους μηχανισμούς εξέλιξής του.
Σταδιακά, συγκροτήθηκε ένα σώμα επιστημόνων διαφορετικών ειδικοτήτων που ασχολούνταν με θέματα πληθυσμού, οι οποίοι ανέπτυξαν βαθμιαία κάποια εργαλεία, χρησιμοποιώντας κυρίως τα μαθηματικά και τη στατιστική και συνέβαλαν στη διαμόρφωση της μεθοδολογίας. Η έδρα Πολιτικής Οικονομίας και Σύγχρονης Ιστορίας που δημιουργήθηκε το 1805 στο London’s East India College, αποτέλεσε την απαρχή της ακαδημαϊκής μελέτης του πληθυσμού. Το γεγονός ότι ο πρώτος κάτοχος αυτής της έδρας ήταν ο Thomas Malthus επηρρέασε το αντικείμενο και διαμόρφωσε το θεωρητικό πλαίσιο του πεδίου. Παρά το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις πληθυσμιακές στατιστικές, που άρχισαν να βρίσκουν σταδιακά τη θέση τους στα διεθνή συνέδρια κατά το τέλος του 19ου αιώνα3, η Δημογραφία άργησε να αποκτήσει την υπόσταση αυτόνομης επιστήμης, κυρίως λόγω του μεγάλου αριθμού ετερόκλητων επιστημόνων που δήλωναν ειδικοί σε θέματα πληθυσμού: στατιστικοί, οικονομολόγοι, βιολόγοι, κοινωνιολόγοι, αλλά και δικηγόροι, γεωγράφοι, ιστορικοί και πολιτικοί. Τόσες διαφορετικές φωνές ήταν εξαιρετικά δύσκολο να συνεννοηθούν χωρίς μια κοινή επιστημονική γλώσσα. Η απουσία μιας ενιαίας θεωρητικής προσέγγισης που θα ερμήνευε τις εξελίξεις και θα εδραίωνε τη σημασία των πληθυσμιακών ζητημάτων, αλλά και η έλλειψη μιας δομημένης θεματολογίας που θα αποτελούσε τη βάση για μελλοντική έρευνα, καθυστέρησαν την εξέλιξη της δημογραφίας σε αυτόνομη επιστήμη.
Για να εξελιχθεί ένα αντικείμενο από απλό πεδίο ερευνητικού ενδιαφέροντας σε επιστήμη απαιτείται ο συνδυασμός τριών βασικών προϋποθέσεων (Hodgson, 2001;1983). Πρώτον, είναι απαραίτητη η συνεργασία και ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των ατόμων που ασχολούνται με αυτό το αντικείμενο. Κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται μέσα από τη διοργάνωση συνεδρίων, την έκδοση εξειδικευμένων επιστημονικών περιοδικών και τη δημιουργία επαγγελματικών οργανώσεων. Δεύτερον, απαραίτητη θεωρείται η δημιουργία ενός Φορέα ή Οργανισμού που διευθύνει την έρευνα, ενώ παράλληλα χρειάζεται να προωθηθεί και να καθιερωθεί η διδασκαλία του αντικειμένου σε πανεπιστημιακό επίπεδο. Τέλος, καθοριστικής σημασίας είναι η προς τα έξω αναγνώριση της αξίας των επιστημονικών ευρημάτων, η εφαρμογή αυτών και η ανάδειξη συνεργιών με άλλες επιστήμες.
Οι προϋποθέσεις για να γίνει η δημογραφία αυτόνομη επιστήμη άρχισαν να πληρούνται μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα στο πλαίσιο της γενικότερης ανασυγκρότησης των εθνών. Σταδιακά αναδείχθηκε και αναγνωρίστηκε ο ρόλος των πληθυσμιακών μελετών. Την εποχή εκείνη άρχισε να γίνεται πιο σαφής η διεπιστημονική διάσταση της δημογραφίας που δανειζόταν εργαλεία και μεθοδολογικές προσεγγίσεις τόσο από τις θετικές όσο και από τις κοινωνικές επιστήμες. Στο Traité de Démographie που εκδόθηκε το 1946 υπό τη διεύθυνση του A. Landry, γίνεται για πρώτη φορά διάκριση μεταξύ «ποσοτικής δημογραφίας» και «ποιοτικής δημογραφίας».
Το 1947, ιδρύθηκε στο Παρίσι το Institut d’Etudes Démographiques (INED), το οποίο αν και δεν είχε εκπαιδευτικό ρόλο, συνεισέφερε σημαντικά στην εδραίωση της επιστήμης και εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα ερευνητικά ιδρύματα της Ευρώπης γύρω από πληθυσμιακά θέματα. Την ίδια εποχή, η έκδοση δύο ακαδημαϊκών περιοδικών με αντικείμενο τον πληθυσμό, το Population (Παρίσι) το 1946 και το Population Studies (Λονδίνο) ένα χρόνο αργότερα, βοήθησαν στην οριοθέτηση της δημογραφίας ως αντικείμενο ακαδημαϊκής έρευνας. Τέλος, με την ίδρυση σχετικού τμήματος στη γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών (Population Division, UN Secretariat) επετεύχθη τόσο η καλύτερη συνεργασία μεταξύ ατόμων και κρατών όσο και η διαμόρφωση κοινών μεθοδολογικών εργαλείων στη δημογραφική μελέτη. Το νέο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον που διαμορφώθηκε μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η άρση των αποικιοκρατικών καθεστώτων και η δημιουργία του «Τρίτου Κόσμου», η σταδιακή μείωση της θνησιμότητας σε παγκόσμιο επίπεδο και η συνεπακόλουθη ταχύτατη πληθυσμιακή αύξηση, το απρόσμενο «baby-boom» που κατέγραψαν ορισμένες ανεπτυγμένες χώρες, ενίσχυσε το ενδιαφέρον γύρω από τη μελέτη των πληθυσμιακών μεταβολών. Ήρθε εκ νέου στο προσκήνιο ο προβληματισμός σχετικά με την επίδραση των δημογραφικών εξελίξεων στην οικονομική ανάπτυξη και αναδείχθηκε ο ρόλος της δημογραφίας ως «εργαλείο πολιτικής». Κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα σημειώθηκε μεγάλη πρόοδος στην οργάνωση και ανάπτυξη της απαραίτητης υποδομής για την προώθηση και διάχυση της δημογραφίας ως αυτόνομης πλέον επιστήμης. Πέρα από την ίδρυση επιστημονικών και ερευνητικών κέντρων που προάγουν την πληθυσμιακή μελέτη, και την εισαγωγή της διδασκαλίας της δημογραφίας σε διάφορα Πανεπιστημιακά Τμήματα, ιδρύθηκαν οργανώσεις που συνδέουν επιστήμονες απ’όλο τον κόσμο. Παράλληλα, αυξήθηκε ο αριθμός των επιστημονικών περιοδικών που επικεντρώνονται σε πληθυσμιακά θέματα. Τέλος, δημιουργήθηκαν εξειδικευμένοι διαδικτυακοί τόποι που ενθαρρύνουν την άμεση επικοινωνία μεταξύ των δημογράφων, προσφέρουν καλύτερη και γρηγορότερη πρόσβαση σε στατιστικά δεδομένα και διευκολύνουν την άμεση διάδοση των νέων ιδεών και προβληματισμών.
Μέσα στη δεκαετία του 1950, το δημογραφικό ενδιαφέρον εξαπλώθηκε πέρα από το παραδοσιακό αντικείμενο μιας κοινωνικής επιστήμης. Την εποχή αυτή ξεκίνησε μια περίοδος πρωτόγνωρων δημογραφικών εξελίξεων που οδήγησαν στη ραγδαία αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού. Η σταθερή αύξηση του προσδόκιμου ζωής, οι διακυμάνσεις στη γονιμότητα, οι έντονες μεταναστευτικές ροές, η αστικοποίηση αποτελούν τις βασικότερες από αυτές τις εξελίξεις. Οι δημογράφοι πέρασαν από την απλή αντικειμενική παρατήρηση και ανάλυση των δημογραφικών εξελίξεων και των γεωγραφικών και κοινωνικών διαφοροποιήσεων τους, στη σε βάθος διερεύνησή τους και ικανοποιητική ερμηνεία τους. Άρχισαν να αναζητούν να κατανοήσουν, να ερμηνεύσουν και ακόμη να προβλέψουν τους παράγοντες που συμβάλλουν στη διαμόρφωση των τάσεων αυτών και τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις.
Ορισμένοι μελετητές ανέδειξαν τους οικονομικούς παράγοντες ως καθοριστικούς στη διαμόρφωση των δημογραφικών μεταβολών και συνέβαλαν έτσι στην ανάπτυξη του τομέα της οικονομικής δημογραφίας. Άλλοι πάλι, προσπαθώντας να ερμηνεύσουν τις δημογραφικές τάσεις και διαφοροποιήσεις μέσα από κοινωνικές παραμέτρους, όπως μεταξύ άλλων την οικογενειακή κατάσταση, το μορφωτικό επίπεδο, το επάγγελμα, τις συνθήκες διαβίωσης, ανέπτυξαν τον τομέα της κοινωνικής δημογραφίας. Ανάλογες διασυνδέσεις αναπτύχθηκαν σταδιακά μεταξύ δημογραφίας και βιολογίας, ψυχολογίας, ανθρωπολογίας, ιστορίας, γεωγραφίας και πολιτικών επιστημών. Μέσα σε αυτό το νέο πνευματικό περιβάλλον αναπτύχθηκε η θεωρία της δημογραφικής μετάβασης. Αυτή αποτέλεσε την πρώτη και ίσως την πιο συστηματική προσπάθεια ένταξης της γονιμότητας και θνησιμότητας σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο και συσχέτισης των εξελίξεών τους με το συνδυασμό διαφορετικών κοινωνικών και οικονομικών ομάδων.
Τα πληθυσμιακά δεδομένα και η ανάλυσή τους αποτέλεσαν πολύτιμο υλικό για τη λήψη πολιτικών αποφάσεων. Πολιτικοί και τεχνοκράτες άρχισαν να ενδιαφέρονται για την κατανόηση όχι μόνο των μηχανισμών εξέλιξης του πληθυσμού, αλλά των κοινωνικών και οικονομικών συνεπειών τους, καθώς επίσης για τις μελλοντικές πληθυσμιακές εξελίξεις. Γρήγορα το ενδιαφέρον, ιδιαίτερα των Αμερικανών δημογράφων, στράφηκε προς τη διαμόρφωση προτάσεων πολιτικής, δημιουργώντας ένα νέο πεδίο εφαρμογών.
Από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, η ανάπτυξη νέων στατιστικών τεχνικών ως προς τη συλλογή και επεξεργασία δεδομένων συνέβαλε στην εφαρμογή νέων μεθόδων ανάλυσης εμπλουτίζοντας σημαντικά τη δημογραφική εργαλειοθήκη. Προβλήματα που σχετίζονται με την ποιότητα ή και τη διαθεσιμότητα δημογραφικών στοιχείων, αντιμετωπίστηκαν αποτελεσματικά και επέτρεψαν στην ανάπτυξη νέων μεθόδων εκτίμησης, προσέγγισης και προβολής των πληθυσμιακών παραμέτρων. Καθοριστική ήταν η χρήση των υπολογιστών στην εφαρμογή και ανάπτυξη των δημογραφικών εργαλείων, ενώ οι νέες τεχνολογίες και ιδιαίτερα η εξάπλωση του διαδικτύου, διευκόλυναν την άμεση πρόσβαση σε πληθυσμιακά δεδομένα και τη διάχυση των αποτελεσμάτων.
Κι ενώ ως προς το μεθοδολογικό μέρος, τόσο η πρόοδος της επιστήμης όσο και η αξία των παραγόμενων αποτελεσμάτων είναι αναμφισβήτητες, διάσταση απόψεων διαπιστώνεται μεταξύ των δημογράφων σχετικά με την επάρκεια των πληθυσμιακών θεωριών. Το 1952, ο Rupert Vance στην ομιλία του με τίτλο “Is theory for demographers?” αποκάλυπτε την απογοήτευσή του για την ένδεια θεωρητικού υπόβαθρου στην επιστήμη της δημογραφίας. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών που μεσολάβησαν από αυτή την αρχική διαπίστωση έχει διευρυνθεί το θεωρητικό πλαίσιο (Hauser and Duncan, 1959; Gutman, 1960; Nam, 1979). Ωστόσο, η αμφισβήτηση ως προς την επαρκή θεωρητική υπόσταση της Δημογραφίας παρεμένει.
Ορισμένοι ακόμη θεωρούν ότι η δημογραφία εξακολουθεί να σχετίζεται άμεσα με τη στατιστική επεξεργασία στοιχείων αφού, όπως επισημαίνει ο J.Mc Falls (2003) ακόμα και σήμερα πολλοί πιστεύουν ότι «η δημογραφία είναι καμουφλαρισμένα μαθηματικά –ένα είδος στεγνής κοινωνικής λογιστικής». Για άλλους, δημογραφική θεωρία δεν αποτελούν μόνο οι θεωρίες σχετικά με το βέλτιστο πληθυσμό και τη δημογραφική μετάβαση, αλλά επίσης το πλήθος των θεωρητικών μοντέλων, των πληθυσμιακών υποδειγμάτων και των προσομοιώσεων που ευρύτατα χρησιμοποιούνται στη δημογραφική ανάλυση (Burch, 2003; Micklin and Poston Jr, 2005).
Σήμερα, η δημογραφία βρίσκεται πολύ κοντά σε αυτό που είχε οραματιστεί ο Achille Guillard 150 χρόνια πριν: μια κοινωνική επιστήμη με πολυδιάστατο χαρακτήρα, άμεσα συνδεδεμένη με τους άλλους κλάδους της γνώσης. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο G. Tapinos (1993):
............... | «…… Είναι μια οικονομική δημογραφία, μια δημογραφική ανθρωπολογία, μια ιατρική δημογραφία. Να το αγνοήσουμε, σημαίνει να υποβαθμίσουμε τον κλάδο αυτό, στην καλύτερη περίπτωση σε ένα τομέα εφαρμογής της μαθηματικής στατιστικής, στη χειρότερη περίπτωση σε μια συλλογή διαδικασιών μέτρησης. Σημαίνει να κινδυνεύσουμε να περιγράψουμε καλύτερα εξηγώντας λιγότερο.» | ............... |
Κατά τη διάρκεια των 80 σχεδόν ετών που υφίσταται ως αυτόνομο επιστημονικό πεδίο, η δημογραφία έχει βρει τον χώρο της στην τομή των κοινωνικών επιστημών και της βιολογίας χρησιμοποιώντας εργαλεία ανώτερων μαθηματικών καιστατιστικής. Διαθέτει ένα επαρκώς δομημένο θεωρητικό πλαίσιο και ένα σύνολο πολύπλοκων τεχνικών συλλογής, επεξεργασίας και ανάλυσης δεδομένων που την καθιστούν την πιο «θετική» από τις κοινωνικές επιστήμες (Greenhalgh, 1996). Ο αριθμός των δημογράφων αυξάνεται διαρκώς παράλληλα με τον αριθμό των ερευνητικών ενδιαφερόντων που εμπίπτουν στο αντικείμενο.
Ορισμένοι, όμως, από τους πλέον διακεκριμένους σύγχρονους δημογράφους αγωνιούν μήπως αυτή η ανάπτυξη οδηγήσει στον κατακερματισμό της επιστήμης, μήπως η διασύνδεσή της με άλλους ερευνητικούς τομείς αποδυναμώσει τον κύριο κορμό της δημογραφικής ανάλυσης. Ο Ronald Lee εκφράζει την ανησυχία μήπως «η δημογραφία καταλήξει σαν ένα ντόνατς, μια επιστήμη χωρίς κέντρο». Ακόμη όμως και αυτό, δείχνει ότι δεν υπάρχει εφησυχασμός, αλλά μια διαρκής ζύμωση για την ενδυνάμωση τόσο της ίδιας της επιστήμης όσο και της σχέσης της με τα άλλα επιστημονικά πεδία.
Άλλωστε, όποιο παγκόσμιο πρόβλημα κι αν σκεφτεί κανείς αποκλείεται να μην εντοπίσει τη δημογραφική παράμετρο μέσα σε αυτό.
Πίνακας 1.1 Πρόσωπα Σταθμοί στην Ιστορία της Δημογραφίας, 17ος-20ος αιώνας. |
- Burch, T. (2003) “Demography in a new key: A theory of population theory” Demographic Research, Volume 9, Article 11, pp:263-284.
- Charbit, Y. (2011) The Classical Foundations of Population Thought: From Plato to Quesnay, Springer, Science +Business Media B.V.
- Graunt J., [1662] (1975), Natural and Political Observations Mentioned in a Following Index and Made Upon the Bill of Mortality, Arno Press, New York.
- Greenhalgh, S (1996) “The Social Construction of Population Science: An Intellectual Institutional and Political History of Twentieth-Century Demography” Comparative Studies in Society and History, Vol 38(1), pp: 26-66.
- Gutman, R. (1960) “In defence of population theory” American Sociological Review, 25(3):325-333.
- Hauser, P. M. and O. D. Duncan (1959) The Nature of Demography, The Study of Population: An inventory and appraisal, edited by P. M.Hauser and O.D. Duncan, pp.29-44. Chicago: University of Chicago Press.
- Hodgson, D. (1983) Demography as Social Science and Policy Science, Population and Development Review, Vol.9(1):1-34.
- Hodgson, D. (2001) Demography: Twentieth-century history, International Encyclopedia of the Social & Behavioral Sciences edited by J. Smelser, pp.3493-3498, Pergamon.
- Kreager, P. (1988) “New light on Graunt”, Population Studies, 42(1):129-140
- McFalls, J. (2003) Population: A Lively Introduction, Population Reference Bureau.
- Micklin, M and D. Poston, Jr (2005) “Prologue: The Demographer’s Ken: 50 Years of Growth and Challenge” in Handbook of Population, Poston and Micklin (eds), pp: 1-15.
- Moreau, J. (1949) “Les théories démographiques dans l’Antiquité grecque” Population, 4e année, No 4, pp. 597-614.
- Nam, CB (1979) “The progress of demography as a scientific discipline”, Demography, 16(4):485-492.
- Sprengler, J. (1998) History of Population Theories in The Economics of Population: Classic Writings, ed. Julian L. Simon, Transaction Publishers, USA.
- Vilquin, E. (2006) The Origins of Demographic Science, Demography: Analysis and Synthesis, edited by G. Caseli, J. Vallin and G. Wunch, pp. 767- 778, Vol. IV, Elsevier.
- Weeks, J. (2009) Population, an Introduction to Concepts and Issues. 9th edition. Wadsworth.
- Ταπεινός Γ., (1993) Στοιχεία Δημογραφίας, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα.