Οι πληροφορίες σχετικά με τα πληθυσμιακά μεγέθη γίνονται καλύτερα αντιληπτές όταν εκφράζονται με τη βοήθεια αριθμητικών μεγεθών, των δημογραφικών μέτρων. Η πληροφορία, για παράδειγμα, ότι ο πληθυσμός μιας περιοχής αυξάνεται συχνά, δεν είναι ικανοποιητική. Πόση είναι η αύξηση; Σε πόσο χρονικό διάστημα σημειώθηκε; Πού οφείλεται; Ποιές ηλικιακές ομάδες επηρρεάζονται περισσότερο; Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα προσφέρουν πληρέστερη ενημέρωση όχι μόνο σχετικά με την εξέλιξη του φαινομένου (στην περίπτωσή μας την αύξηση του πληθυσμού), αλλά παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με την ένταση, το ρυθμό μεταβολής, αλλά και την επίδρασή τους σε άλλες δημογραφικές μεταβλητές. Η παρεχόμενη πληροφόρηση γίνεται με τον τρόπο αυτό περισσότερο συγκεκριμένη και καλύτερα αξιοποιήσιμη.
Τα δημογραφικά μέτρα μπορεί να είναι απόλυτα ή σχετικά μεγέθη, λόγοι ή ρυθμοί και αναφέρονται άλλοτε στα γεγονότα που επέρχονται κατά τη διάρκεια ενός έτους ή σε αυτά που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια μιας γενιάς (Haupt and Kane, 2000).
Απόλυτοι Αριθμοί (Absolute Values or Counts)
Με απόλυτους αριθμούς περιγράφεται το μέγεθος ενός πληθυσμού ή ενός υποσυνόλου του, καθώς και η συχνότητα εμφάνισης ενός δημογραφικού γεγονότος που συντελείται σε συγκεκριμένη περιοχή κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου.
Παραδείγματα:
- Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, ο μόνιμος πληθυσμός που διαμένει στην Ελλάδα υπολογίζεται στα 10.816.286 άτομα.
- Στους 377 ανήλθαν οι θάνατοι που αποδίδονται σε αυτοκτονίες το 2010, στην Ελλάδα.
- Ο αριθμός των εκτός γάμου γεννήσεων το 2010 στην Ελλάδα έφτασε τις 8.314.
Οι απόλυτοι αριθμοί εκφράζουν τη συχνότητα με την οποία εμφανίζεται ένα δημογραφικό γεγονός. Η πληροφορία αυτή αν και βασική, αποκτά μεγαλύτερη αξία όταν παρουσιάζεται σε συνάρτηση με το μέγεθος του συνολικού πληθυσμού που βιώνει τα γεγονότα. Με γνώμονα αυτήν την πληροφορία δομούνται οι κοινωνικές και οι δημογραφικές πολιτικές για την αντιμετώπιση ενός φαινομένου ή για την προστασία συγκεκριμένων και ευπαθών πληθυσμιακών ομάδων. Συνεπώς, οι απόλυτοι αριθμοί αποτελούν τη βάση, πρώτον, για την κατάρτιση άλλων πιο σύνθετων δεικτών και, δεύτερον, για οποιαδήποτε περαιτέρω στατιστική ανάλυση και επεξεργασία.
Αναλογίες και Ποσοστά (Proportion and Percentages)
Με τη βοήθεια των αναλογιών εκφράζεται το σχετικό βάρος μιας πληθυσμιακής υποομάδας στο συνολικό πληθυσμό, βάσει της παρακάτω σχέσης:
Με τη βοήθεια των αναλογιών εκφράζεται το σχετικό βάρος μιας πληθυσμιακής υποομάδας στο συνολικό πληθυσμό, βάσει της παρακάτω σχέσης:
Σημείωση: Στην περίπτωση αυτή ο αριθμητής περιέχεται στον παρανομαστή ή αλλιώς το Pi είναι υποσύνολο του συνολικού πληθυσμού P (Pi⊆P).
Δεδομένου ότι το Pi είναι υποσύνολο του P, το παραπάνω κλάσμα παίρνει πάντα τιμές μεταξύ 0 και 1. Μπορεί, επίσης, να εκφραστεί ως ποσοστό, αν πολλαπλασιαστεί με το 100, ή επί τοις χιλίοις (‰) αν πολλαπλασιαστεί επί 1.000, κ.ο.κ..
Πλαίσιο 4.1 Αναλογίες και ποσοστά.
Πλαίσιο 4.2 Αναλογίες και ποσοστά.
Λόγοι (Ratios)
Οι λόγοι προκύπτουν από την αναγωγή μιας πληθυσμιακής ομάδας προς μια άλλη και εκφράζουν τη μεταξύ τους σχέση.
Ο λόγος των φύλων (sex ratio) που εκφράζεται ως ο αριθμός των ανδρών που αντιστοιχεί σε 100 γυναίκες.
Πλαίσιο 4.3 Αναλογίες και ποσοστά.
Ο λόγος ηλικιακής εξάρτησης (age-dependency ratio) ο οποίος δίνει τον αριθμό των εξαρτημένων ατόμων (κάτω των 14 και άνω των 65 ετών) που αντιστοιχούν στον ενεργό πληθυσμό σε ηλικία εργασίας (από 15 έως 64 ετών).
Με τη βοήθεια των αναλογιών αποτυπώνονται οι σχέσεις μεταξύ διαφορετικών υπο-ομάδων και εκτιμώνται οι αλλαγές στη δομή και σύνθεση ενός πληθυσμού. Οι μεταβολές στις αναλογίες αποτυπώνουν τους διαφορετικούς ρυθμούς εξέλιξης μεταξύ των επιμέρους πληθυσμιακών ομάδων. Ενδεχόμενη αύξηση του λόγου ηλικιακής εξάρτησης, για παράδειγμα, σημαίνει ότι ο αριθμός των εξαρτημένων οικονομικά ατόμων αυξάνεται ταχύτερα από τον αριθμό των οικονομικά ενεργών.
4.2. Δημογραφικοί Δείκτες (Demographic Rates)
Οι δημογραφικοί δείκτες εκφράζουν τη συχνότητα εμφάνισης ενός δημογραφικού γεγονότος (π.χ. γέννηση ή θάνατος) σε έναν πληθυσμό κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου, συνήθως κατά τη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους. Οι δημογραφικοί δείκτες διακρίνονται στους αδρούς (ή ακαθάριστους δείκτες) και τους ειδικούς δείκτες.
Οι αδροί δείκτες (crude rates) προκύπτουν από το λόγο του αριθμού των γεγονότων στο συνολικό πληθυσμό και εκφράζονται από την παρακάτω γενική σχέση:
Οι αδροί ή ακαθάριστοι δείκτες είναι απλοί στον υπολογισμό και εύκολοι στην ερμηνεία τους. Περιγράφουν την ένταση ενός δημογραφικού φαινομένου σε έναν πληθυσμό εκφράζοντας τον αριθμό των συμβάντων ανά 1.000 κατοίκους (ή 100 ή 10.000 ανάλογα με τη συχνότητα του φαινομένου).
Οι ειδικοί κατά ηλικία (ή κατά φύλο) δείκτες (age-specific or sex-specific rates) υπολογίζονται κατά τρόπο ανάλογο με αυτό των αδρών δεικτών, αναφέρονται όμως σε συγκεκριμένο υποσύνολο του πληθυσμού, σε άτομα που ανήκουν σε συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα (ή φύλο).
Παράδειγμα 4.1: Υπολογισμός αδρού και ειδικών κατά ηλικία δεικτών [πραγματικά δεδομένα] |
Ερώτηση:
Ο πληθυσμός Β καταγράφει υψηλότερο αδρό δείκτη θνησιμότητας. Μπορεί από αυτό κάποιος να συμπεράνει ότι ο «κίνδυνος» θανάτου είναι μεγαλύτερος για τα άτομα του πληθυσμού Β σε σχέση με αυτά του πληθυσμού Α;
Πλαίσιο 4.4 Αναλογίες και ποσοστά.
Ο αδρός δείκτης περιγράφει την ένταση του φαινομένου σ’έναν συγκεκριμένο πληθυσμό, αλλά δεν προσφέρεται για σύγκριση μεταξύ περισσότερων πληθυσμών διότι παραβλέπει τις μεταξύ τους διαφοροποιήσεις ως προς κάποια χαρακτηριστικά που συμβάλλουν στη διαμόρφωση της δημογραφικής συμπεριφοράς. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα παραγόντων που επιδρούν στην ένταση ενός φαινομένου είναι η ηλικία και το φύλο. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, είναι γνωστό ότι ο κίνδυνος θανάτου διαφοροποιείται σημαντικά με την ηλικία. Είναι λοιπόν πιθανό, ο υψηλότερος αδρός δείκτης θνησιμότητας (αριθμός θανάτων ανά 1000 άτομα) του πληθυσμού Β να αποδίδεται στην ηλικιακή κατανομή (αν ο πληθυσμός Β έχει περισσότερους ηλικιωμένους σε σχέση με τον πληθυσμό Α) και όχι σε μεγαλύτερα επίπεδα θνησιμότητας. Οι αδροί δείκτες δεν προσφέρονται για συγκρίσεις μεταξύ πληθυσμών με διαφορετική ηλικιακή δομή.
Στο παραπάνω υποθετικό παράδειγμα, έστω ότι οι πληθυσμοί Α και Β έχουν την ηλικιακή κατανομή που παρουσιάζεται στη στήλη Πληθυσμός του Πίνακα 4.1 που ακολουθεί, ενώ οι θάνατοι κατανέμονται ανά δεκαετείς ηλικιακές ομάδες, έτσι όπως καταγράφεται στις στήλες # θανάτων. Παρατηρείται ότι παρ’όλο που ο πληθυσμός Β έχει υψηλότερο αδρό δείκτη θνησιμότητας σε σχέση με τον πληθυσμό Α (33,3 θάνατοι ανά 1.000 κατοίκους έναντι 28,6 θάνατοι ανά 1.000 κατοίκους), οι δύο πληθυσμοί καταγράφουν ακριβώς τους ίδιους ανά ηλικιακή ομάδα δείκτες θνησιμότητας. Με άλλα λόγια, ο κίνδυνος θανάτου ανά ηλικία είναι ακριβώς ο ίδιος για τα άτομα των δύο πληθυσμών.
Πίνακας 4.1 Παράδειγμα υποθετικών πληθυσμών.
Ο υψηλότερος αδρός δείκτης θνησιμότητας που καταγράφει ο πληθυσμός Β οφείλεται στα μεγαλύτερα ποσοστά του πληθυσμού που συγκεντρώνονται στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η πιθανότητα θανάτου αυξάνεται με την ηλικία.
Στον Πίνακα 4.2 προτείνεται ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα υποθετικών πληθυσμών. Οι πληθυσμοί Α και Γ έχουν ακριβώς τους ίδιους αδρούς δείκτες θνησιμότητας, δεν αντιμετωπίζουν όμως με την ίδια επιτυχία το θάνατο.
Πίνακας 4.2 Παράδειγμα υποθετικών πληθυσμών.
Μεταξύ των δύο πληθυσμών καταγράφονται σημαντικές διαφορές στη θνησιμότητα σε όλες τις ηλικιακές ομάδες (όπως αποτυπώνονται στη στήλη θάνατοι ανά 1.000 κατοίκους) οι οποίες όμως αντισταθμίζονται από τη διαφορετική ηλικιακή δομή και «χάνονται» πίσω από ταυτόσημους αδρούς δείκτες θνησιμότητας (28,6 θάνατοι ανά 1.000 κατοίκους). Το γεγονός ότι ο πληθυσμός Γ καταγράφει σε κάθε ηλικία σημαντικά υψηλότερους δείκτες θνησιμότητας σε σχέση με το Α, δηλαδή ο κίνδυνος θανάτου είναι σταθερά υψηλότερος στο πληθυσμό Γ, δεν αποτυπώνεται στον αδρό δείκτη θνησιμότητας λόγω της νεανικότερης δομής του πρώτου.
Γίνεται με τα παραπάνω παραδείγματα σαφές ότι η βασική αδυναμία των αδρών ή ακαθάριστων δεικτών είναι ότι δεν προσφέρονται για σύγκριση μεταξύ δύο πληθυσμών: με την αναγωγή των γεγονότων στο συνολικό πληθυσμό παραβλέπεται η επίδραση της κατά ηλικία δομής και της κατά φύλο σύνθεσης του πληθυσμού. Αυτό συμβαίνει, επειδή η πιθανότητα εμφάνισης ενός δημογραφικού γεγονότος επηρεάζεται σημαντικά από την ηλικία και το φύλο του ατόμου, ενώ δεν είναι όλα τα άτομα εξ’ίσου εκτεθειμένα σε κάθε δημογραφικό γεγονός. Κατ’ αναλογία δεν ενδείκνυται η χρήση αδρών δεικτών για τη μελέτη ενός δημογραφικού φαινομένου σε συγκεκριμένο πληθυσμό σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, δεδομένου ότι η κατά ηλικία και φύλο κατανομή ενός πληθυσμού μεταβάλλονται διαχρονικά.
Σε κάθε περίπτωση είτε πρόκειται για σύγκριση μεταξύ διαφορετικών πληθυσμών είτε μεταξύ διαφορετικών χρονικών στιγμών του ίδιου πληθυσμού, είναι απαραίτητη η τυποποίηση των δεικτών ως προς την ηλικία (age-standardization) προκειμένου να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα (Βλέπε §5.1).
Ωστόσο, η αδυναμία αυτή η οποία καθιστά τους αδρούς δείκτες ακατάλληλους για γεωγραφικές ή διαχρονικές συγκρίσεις, δεν μειώνει τη θεωρητική, αλλά και πρακτική αξία των αδρών δεικτών στη δημογραφική ανάλυση. Η σημασία τους και η ευρεία χρήση τους οφείλεται στο ότι εκφράζουν τις συνιστώσες της πληθυσμιακής μεταβολής: ο αδρός δείκτης γεννητικότητας εκφράζει κατά πόσα άτομα (ανά 1.000 κατοίκους) αυξάνεται ένας πληθυσμός, ο αδρός δείκτης θνησιμότητας εκφράζει κατά πόσα άτομα (ανά 1.000 κατοίκους) μειώνεται ένας πληθυσμός, ενώ ο αδρός δείκτης καθαρής μετανάστευσης εκφράζει ανάλογα με το πρόσημό του, τον αριθμό των ατόμων (ανά 1.000 κατοίκους) που προστίθενται ή αφαιρούνται σ’ έναν πληθυσμό κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης χρονικής περιόδου (βλέπε §5.1).
4.3. Μέτρα Κοόρτης και Μέτρα Περιόδου
Η δημογραφική ανάλυση διακρίνεται σε διαμήκη (όταν μελετά ένα δημογραφικό φαινόμενο στη διάρκεια μιας κοόρτης) και εγκάρσια (όταν μελετά ένα δημογραφικό φαινόμενο κατά τη διάρκεια ενός έτους).
Μέτρα γενιάς ή της κοόρτης (cohort measures)
Μέτρα κοόρτης (ή γενεολογικοί δείκτες) καλούνται οι στατιστικές που περιγράφουν τα γεγονότα τα οποία αφορούν μια γενιά10 ή κοόρτη και ανάγονται στον πληθυσμό της συγκεκριμένης κοόρτης. Ως κόορτη ορίζεται μια ομάδα ατόμων που βίωσαν σε δεδομένη χρονική στιγμή κάποια κοινή δημογραφική εμπειρία, όπως γέννηση, αποφοίτηση, είσοδος στην αγορά εργασίας, γάμος κλπ. (Ταπεινός, 1993).
Μέτρα περιόδου (period measures)
Τα μέτρα περιόδου είναι οι στατιστικές που περιγράφουν τα συμβάντα που αφορούν στο σύνολο ή μέρος του πληθυσμού και έλαβαν χώρα μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Συνηθέστερη χρονική περίοδος είναι το ημερολογιακό έτος. Για τον υπολογισμό των μέτρων περιόδου χρησιμοποιούνται δεδομένα της αντίστοιχης περιόδου (period data). Τα δεδομένα αυτά καταγράφουν δημογραφικά συμβάντα τα οποία συνέβησαν κατά τη διάρκεια μιας περιόδου (συνήθως ενός έτους) και αναφέρονται στις δημογραφικές εμπειρίες ατόμων που ανήκουν σε διαφορετικές κοόρτες.
- Τα μέτρα περιόδου, και κατά συνέπεια η ανάλυση περιόδου, παρουσιάζουν κάποια πλεονεκτήματα σε σχέση με τα αντίστοιχα της κοόρτης:
- η συλλογή των απαραίτητων δεδομένων είναι ευκολότερη
- η ανάλυση βασίζεται σε πρόσφατα στοιχεία και άρα μπορεί να συλλάβει τις νέες δημογραφικές τάσεις και εξελίξεις
αποτυπώνονται άμεσα οι μεταβολές στη δημογραφική συμπεριφορά που αποτελούν συνέπεια κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών ή πολιτισμικών αλλαγών
Τα κυριότερα μειονεκτήματα συνοψίζονται στo ότι τα μέτρα περιόδου:
- δεν αναφέρονται σε καμία πραγματική γενιά και δεν αποτυπώνουν τις πραγματικές επιλογές κάποιας κοόρτης
- είναι ευάλωτα στις στιγμιαίες διακυμάνσης (tempo effect)
Το διάγραμμα Lexis προτείνει μια γραφική απεικόνιση της σχέσης μεταξύ μέτρων περιόδου και γενιάς. Ένα διάγραμμα Lexis αποτελείται από δύο κάθετους άξονες και παράλληλες ευθείες οριζόντιες και κάθετες που σχηματίζουν τετράγωνα (Διάγραμμα 4.1). Ο οριζόντιος άξονας εκφράζει το χρόνο ως ημερολογιακά έτη, ενώ ο κάθετος άξονας ως ηλικίες. Με αφετηρία τη χρονική στιγμή που αντιστοιχεί στην ημερομηνία γέννησης χαράζεται η διαγώνιος που αναπαριστά τη γραμμή ζωή ενός ατόμου ή μιας γενιάς (Ταπεινός, 1993).
Διάγραμμα 4.1 Αποτύπωση Ηλικίας και Γενιάς στο Διάγραμμα Lexis.
Διάγραμμα 4.2 Διάγραμμα Lexis.
Τα γεγονότα που αναφέρονται στην ηλικία a αποτυπώνονται πάνω στην οριζόντια γραμμή που περνά από την ηλικία a. Τα γεγονότα που αναφέρονται στο ημερολογιακό έτος t αποτυπώνονται πάνω στην κάθετη γραμμή με αρχή το έτος t.
Κάθε διαγώνιος αναφέρεται σε ένα άτομο ή το σύνολο της γενιάς με έτος γέννησης το σημείο τομής της διαγωνίου με τον οριζόντιο άξονα. Πάνω σε αυτή τη γραμμή μπορούν να σημειωθούν τα σημαντικά γεγονότα στη ζωή ενός ατόμου ή μιας γενιάς.
Κάθε οριζόντια γραμμή αφορά γεγονότα που συμβαίνουν σε σταθερή ηλικία, αυτή της τομής της ευθείας με τον κάθετο άξονα.
Αντίστοιχα, κάθε κάθετη γραμμή αφορά γεγονότα μιας χρονιάς που επηρεάζουν διαφορετικές γενιές σε διαφορετικές ηλικίες.
Το σκιαγραμμένο τετράγωνο παριστάνει γεγονότα της δεκαετίας του 1980 που επηρέασαν άτομα διαφορετικών γενεών που διένυαν τη δεύτερη δεκαετία της ζωής της.
Το σκιαγραμμένο τρίγωνο παριστάνει τα γεγονότα της δεκαετίας του 1990 που αφορούν άτομα γεννημένα πριν το 1970 και μικρότερα από 30 ετών (Διάγραμμα 4.2).
Με τη βοήθεια του διαγράμματος Lexis γίνεται αντιληπτή η σχέση μεταξύ μέτρων, περιόδου και γενιάς. Μια κάθετη γραμμή που τέμνει περισσότερες διαγώνιες σε διαφορετικές ηλικίες παριστάνει τα γεγονότα μιας χρονιάς (περιόδου) που επιδρούν και επηρεάζουν τις ζωές διαφορετικών γενεών (Παπαδάκης και Τσίμπος, 2004). Αντίθετα, η διαγώνιος που τέμνεται από διαφορετικές κάθετες παριστά την επίδραση γεγονότων διαφορετικών ετών στην πορεία ζωής μιας γενιάς.
Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι κυριότεροι δημογραφικοί δείκτες που χρησιμοποιούνται για τη μελέτη ενός πληθυσμού και της δυναμικής του, καθώς και οι βασικοί ανά δημογραφικό φαινόμενο δείκτες.
4.4. Δείκτες Δομής και Σύνθεσης του Πληθυσμού
Το ενδιαφέρον ενός δημογράφου κατά τη μελέτη ενός πληθυσμού αφορά τόσο στην ανάλυση της κατάστασής του (δομή και σύνθεση του πληθυσμού) όσο και της δυναμικής του (μεταβολές).
Η ηλικία και το φύλο αποτελούν τις δύο βασικότερες μεταβλητές της δημογραφικής ανάλυσης. Η κατά ηλικία και φύλο δομή ενός πληθυσμού επιδρά καθοριστικά στην ένταση και διάρκεια των δημογραφικών φαινομένων: οι δείκτες γεννητικότητας, θνησιμότητα και μετανάστευσης διαφοροποιούνται σημαντικά ανάλογα με την ηλικία και το φύλο11. Σχεδόν κάθε πτυχή της ανθρώπινης συμπεριφοράς και δραστηριότητας είτε πρόκειται για προσωπικές θέσεις και στάση ζωής (όπως πολιτική ή θρησκευτική ιδεολογία, αντιλήψεις, τοποθετήσεις κλπ) είτε πρόκειται για αντικειμενικά και μετρήσιμα χαρακτηριστικά (όπως εισόδημα, οικογενειακή κατάσταση ή απασχόληση) διαφοροποιείται σημαντικά ανάλογα με την ηλικία. Κατ’ απόλυτη αναλογία, ένας πληθυσμός με μεγάλο ποσοστό νέων ατόμων παρουσιάζει σημαντικές διαφορές ως προς τη συμπεριφορά, τις προτεραιότητες και τις απαιτήσεις συγκρινόμενος μ΄έναν πληθυσμό με υψηλό ποσοστό ηλικιωμένων.
4.4.1. Κατά φύλο σύνθεση του πληθυσμού
Αντίθετα με την κοινή αντίληψη, η κατανομή του πληθυσμού στα δύο φύλα δεν είναι ούτε ισομερής ούτε ηλικιακά ομοιόμορφη. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι άνδρες είναι περισσότεροι από τις γυναίκες. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ για το 2010, ο παγκόσμιος πληθυσμός αποτελείται από 3,478 δισεκατομμύρια άνδρες και 3,418 δισεκατομμύρια γυναίκες. Το θέμα είναι αρκετά πολύπλοκο, παρουσιάζει σημαντικές γεωγραφικές διαφοροποιήσεις και αξίζει ιδιαίτερης προσοχής.
Ο λόγος των φύλων είναι ο κύριος δείκτης αποτύπωσης της αριθμητικής αναλογίας μεταξύ των δύο φύλων σε έναν πληθυσμό.
Ο λόγος των φύλων (sex ratio) αποτελεί τον κυριότερο και ευρύτερα χρησιμοποιούμενο δείκτη για τη μελέτη της κατά φύλο σύνθεσης ενός πληθυσμού. Εκφράζεται από τον λόγο του ανδρικού πληθυσμού (PM) προς τον γυναικείο πληθυσμό (PF). Πολλαπλασιασμένος επί 100, ο λόγος αυτός εκφράζει τον αριθμό των ανδρών που αντιστοιχούν σε 100 γυναίκες κατά τη διάρκεια ενός έτους t:
Το 2010, ο λόγος των φύλων ήταν 102, δηλαδή αντιστοιχούσαν 102 άνδρες σε 100 γυναίκες παγκοσμίως.
Ο συγκεκριμένος λόγος καταγράφει έντονες γεωγραφικές διαφοροποιήσεις αφού είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στην ηλικιακή δομή του πληθυσμού ακολουθώντας σε γενικές γραμμές τον κανόνα ότι όσο νεότερος είναι ένας πληθυσμός τόσο υψηλότερη η αναλογία των ανδρών μέσα σε αυτόν. Αυτό οφείλεται στη διαπίστωση ότι κάθε ένα από τα δημογραφικά φαινόμενα (γεννητικότητα, θνησιμότητα και μεταναστευτική κίνηση) επιδρά με διαφορετικό τρόπο στη σύνθεση του πληθυσμού διαταράσσοντας την αριθμητική ισορροπία πότε προς όφελος του ενός και πότε του άλλου φύλου.
Η γεννητικότητα φαίνεται να ευνοεί τα αγόρια ενώ αντίθετα η θνησιμότητα επιδρά προς όφελος των γυναικών (ανδρική υπερθνησιμότητα). Ως αποτέλεσμα, στις νεαρές ηλικίες ο αριθμός των αγοριών υπερβαίνει τον αριθμό των κοριτσιών. Αντίθετα, στις μεγάλες ηλικίες οι γυναίκες είναι περισσότερες από τους άνδρες. Στις ενδιάμεσες ηλικίες καθοριστικός για την κατά φύλο σύνθεση του πληθυσμού είναι ο ρόλος της μετανάστευσης (Διάγραμμα 4.3).
Παράλληλα με τo λόγο των φύλων στο συνολικό πληθυσμό, ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο υπολογισμός του δείκτη σε συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες, παρέχοντας μια πιο λεπτομερή αποτύπωση των επί μέρους διαφορών.
Ειδικότερα, ο λόγος των φύλων κατά τη γέννηση (sex ratio at birth) εκφράζει τον αριθμό των νεογέννητων αγοριών που αντιστοιχούν σε 100 γεννήσεις (ζώντων) κοριτσιών και δίνεται από τη σχέση:
Η αριθμητική υπεροχή των αγοριών κατά τη γέννηση έχει επιβεβαιωθεί γεωγραφικά και ελεγχθεί διαχρονικά. Η πιθανότητα γέννησης αγοριού είναι σταθερά υψηλότερη της πιθανότητας γέννησης κοριτσιού και υπολογίζεται περίπου στο 0,514 (51,4%) έναντι 0.486 (48,6%), αντίστοιχα. Κατά συνέπεια, για κάθε 100 νεογέννητα κορίτσια αντιστοιχούν περίπου 105-106 νεογέννητα αγόρια. Η παραπάνω αναλογία είναι προσεγγιστική και δεν αποτελεί παρά μια «παγκόσμια μέση τιμή», αφού σημαντικές διακυμάνσεις καταγράφονται τόσο μεταξύ διαφορετικών πληθυσμών όσο και ανάμεσα σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Σήμερα η υψηλότερη αναλογία φύλων κατά τη γέννηση συναντάται σε χώρες της Ανατολικής Ασίας, όπως Κίνα, Νότιος Κορέα, Σιγκαπούρη, Χονγκ Κονγκ, Ταϊβάν αλλά και στην Ινδία.
Διάγραμμα 4.3 Λόγος των φύλων ανά ηλικιακή ομάδα σε επιλεγμένες χώρες, 2000.
4.4.2. Κατά ηλικία δομή του πληθυσμού
Η ηλικιακή σύνθεση ενός πληθυσμού, όπως αποτυπώνεται από τους σχετικούς δείκτες, έχει τεράστιες επιπτώσεις όχι μόνο στη δημογραφική αλλά επίσης στη οικονομική, κοινωνική και πολιτική εξέλιξη μιας χώρας ή μιας περιοχής. Τομείς όπως η παιδεία, η οικονομία, η απασχόληση, η πολιτική αλλά και άλλοι καθορίζονται από την ηλικιακή δομή ενός πληθυσμού και επηρρεάζονται άμεσα από τις μεταβολές της.
Η ηλικιακή διάμεσος (median age) αποτελεί έναν χρήσιμο δείκτη ηλικιακής σύνθεσης. Σε απόλυτη αντιστοιχία με την διάμεσο ως μέτρο θέσης της περιγραφικής στατιστικής, εκφράζει την ηλικία από την οποία ο μισός πληθυσμός είναι νεότερος και ο άλλος μισός γηραιότερος.
Ως λόγος ηλικιακής εξάρτησης (age-dependency ratio) ορίζεται ο λόγος των εξαρτημένων ατόμων, δηλαδή των νέων έως 14 ετών και των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών, στο σύνολο του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας (15-64 ετών). Ο δείκτης αυτός εκφράζει τον αριθμό των παιδιών και ηλικιωμένων που αντιστοιχεί σε κάθε εν δυνάμει οικονομικά ενεργό άτομο.
Ο λόγος ηλικιακής εξάρτησης μπορεί να αναλυθεί στο λόγο εξάρτησης των νέων και των ηλικιωμένων
λόγος εξάρτησης νέων+ λόγος εξάρτησης ηλικιωμένων
Ο λόγος εξάρτησης των νέων (child dependency ratio) είναι ο λόγος των νέων έως 14 ετών προς τον πληθυσμό από 15 έως 64 ετών.
Ο λόγος εξάρτησης ηλικιωμένων (old age dependency ratio) εκφράζεται από το λόγο των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών προς τον πληθυσμό από 15 έως 64 ετών.
Ο λόγος ηλικιακής εξάρτησης εκφράζεται, κατά συνέπεια, ως το άθροισμα του λόγου εξάρτησης των νέων και του λόγου εξάρτησης των ηλικιωμένων.
Ο αντίστροφος του λόγου ηλικιακής εξάρτησης (support ratio) ορίζεται ως ο λόγος των ατόμων ηλικίας 15-64 ετών προς τα άτομα ηλικίας κάτω των 14 και άνω των 65 ετών. Εκφράζεται έτσι ο αριθμός των ατόμων σε εργάσιμη ηλικία που αντιστοιχεί σε ένα ηλικιακά εξαρτημένο άτομο (παιδί ή ηλικιωμένο)
Ο δείκτης γήρανσης εκφράζεται από την αναλογία των ατόμων άνω των 65 ετών στο σύνολο του πληθυσμού. Αντίστοιχα, ο δείκτης νεανικότητας αντιστοιχεί στην αναλογία (ή το ποσοστό) των ατόμων κάτω των 15 ετών στο σύνολο του πληθυσμού.
Συχνά, ως δείκτης γήρανσης αναφέρεται ο λόγος των ατόμων άνω των 65 ετών προς τους νέους ηλικίας κάτω των 15 ετών.
Ο δείκτης ανανέωσης του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας είναι ο λόγος των ατόμων από 10-14 ετών στον αριθμό των από 60 έως 64 ετών. Ο λόγος αυτός συγκρίνει αριθμητικά τους νέους εργαζόμενους που πρόκειται να εισέλθουν στην αγορά εργασίας με αυτούς που πρόκειται να εξέλθουν αυτής λόγω συνταξιοδότησης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η επιλογή των ηλικιών που χρησιμοποιούνται ως κάτω και άνω όρια της εργάσιμης ηλικίας είναι συμβατική. Το 65ο έτος επιλέγεται ως κατώφλι της τρίτης ηλικίας διότι στις περισσότερες χώρες, ταυτίζεται με τη θεσμική ηλικία συνταξιοδότησης. Αντίστοιχα, το 15ο έτος ηλικίας συνήθως σηματοδοτεί το τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης και τη δυνατότητα ένταξης στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, σε πολλές αναλύσεις ως πληθυσμός εργάσιμης ηλικίας θεωρείται ο πληθυσμός από 20 έως 59 ετών. Κατά συνέπεια, οι ηλικίες που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των παράπανω δεικτών μπορεί να μεταβάλλονται, ανάλογα με την περιοχή και την περίοδο μελέτης.
Παράδειγμα 4.2: Υπολογισμός Δεικτών, Ελλάδα 2001 |
Η πληθυσμιακή πυραμίδα είναι ένας ειδικός τύπος διπλού ραβδογράμματος που χρησιμοποιείται ευρύτατα από τους δημογράφους για τη γραφική απεικόνιση της ηλικιακής και κατά φύλο σύνθεσης ενός πληθυσμού σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Η πληθυσμιακή πυραμίδα κατασκευάζεται φέρνοντας στην τετμημένη τον πληθυσμό (των ανδρών στο αρνητικό ημιάξονα και των γυναικών στο θετικό ημιάξονα) και στην τεταγμένη τις (συνήθως πενταετείς) ηλικιακές ομάδες. Για κάθε ηλικιακό κλιμάκιο σχηματίζεται ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, του οποίου η μια κάθετη πλευρά συμπίπτει με τον ημιάξονα Οy και έχει μήκος ίσο προς το αντίστοιχο μέγεθος του κλιμακίου των ηλικιών, ενώ η οριζόντια πλευρά έχει μήκος ίσο προς τον αριθμό ή το ποσοστό των ανδρών και γυναικών κάθε ηλικιακού κλιμακίου. Το μέγιστο ύψος της πυραμίδας είναι συνήθως τα 100 χρόνια.
Συνήθως η βάση είναι ευρύτερη της κορυφής, αφού ανεβαίνοντας τα κλιμάκια των ηλικιών, το πλήθος των ατόμων μειώνεται, λόγω της θνησιμότητας. Έτσι, τελικά, η κατασκευή παίρνει τη μορφή πυραμίδας, και σ’ αυτό ακριβώς οφείλει το όνομά της. Βέβαια, τυχόν απότομες μεταβολές της γεννητικότητας ή της μεταναστευτικής κίνησης ενδέχεται να ταράξουν την ισορροπία μεταξύ στρωμάτων αλλοιώνοντας το τριγωνικό σχήμα της πυραμίδας. Οι πληθυσμιακές πυραμίδες δεν είναι συμμετρικές, αφού γεννιούνται περισσότερα αγόρια από ό,τι κορίτσια, και η ανδρική θνησιμότητα είναι μεγαλύτερη της γυναικείας.
Η μορφή της πυραμίδας και οι λεπτομέρειές της, παρότι καταγράφουν τα στοιχεία μιας δεδομένης χρονικής στιγμής εκφράζουν τις τάσεις της φυσικής κίνησης του πληθυσμού και της κινητικότητάς του, όπως διαμορφώθηκαν τα τελευταία 100 χρόνια. Επομένως, η πληθυσμιακή πυραμίδα εκτός από μια στιγμιαία απεικόνιση της κατά ηλικία και φύλο σύνθεσης του πληθυσμού, αποτυπώνει την εξέλιξη των γενεών που γεννήθηκαν διαδοχικά την τελευταία 100ετία. Επιπλέον, το σχήμα της πυραμίδας υποδηλώνει τη δυναμική της μελλοντικής πληθυσμιακής εξέλιξης (Πίνακας4.3).
Κάθε πληθυσμιακή πυραμίδα έχει μια ιστορία να διηγηθεί σχετικά με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μιας περιοχής και του πληθυσμού της.
Πίνακας 4.3 Διαφορετικοί τύποι πληθυσμιακών πυραμίδων.
4.5. Δείκτες Μέτρησης Δημογραφικών Φαινομένων
Οι γεννήσεις, οι θάνατοι και οι μετακινήσεις αποτελούν τις βασικές δημογραφικές συνιστώσες της μεταβολής ενός πληθυσμού και συμβάλλουν στη διαμόρφωση της δυναμικής του. Διαφορετικοί δείκτες μέτρησης της γονιμότητας, θνησιμότητας και μετανάστευσης προσφέρουν χρήσιμα και συμπληρωματικά μεταξύ τους εργαλεία για την αποτύπωση των φαινομένων και τη μελέτη των διαφοροποιήσεών τους μεταξύ πληθυσμιακών ομάδων. Γνωρίζοντας τις ιδιότητες και ατέλειες των διαθέσιμων μέτρων βοηθά στην επιλογή των κατάλληλων ανά περίσταση εργαλείων και τη σωστή ερμηνεία και αξιοποίηση των πληροφοριών που παρέχονται από αυτά.
Στόχος των δεικτών γονιμότητας είναι η μέτρηση της τάσης ενός πληθυσμού για αναπαραγωγή και αφ’ετέρου η εκτίμηση της γεννητικότητας, ως συνιστώσας της φυσικής κίνησης του πληθυσμού.
Οι δείκτες γονιμότητας διακρίνονται σε δείκτες περιόδου και κοόρτης ανάλογα με το αν αναφέρονται σε γεγονότα μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου ή αν αποτυπώνουν τη συμπεριφορά μιας δεδομένης γενιάς.
Α. Δείκτες Περιόδου
Τα βασικότερα μέτρα περιόδου που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της γονιμότητας είναι τα ακόλουθα:
Ο αδρός (ή ακαθάριστος) δείκτης γεννητικότητας (Crude Birth Rate) είναι ο λόγος των γεννήσεων (B) που συντελούνται κατά τη διάρκεια μιας περιόδου (συνήθως ενός έτους) προς το μέσο πληθυσμό (P) της περιόδου αυτής.
Ως γενικός δείκτης γονιμότητας (General Fertility Rate) ορίζεται ο δείκτης ο οποίος ανάγει το σύνολο των γεννήσεων κατά τη διάρκεια ενός έτους t στον γυναικείο πληθυσμό που βρίσκεται σε αναπαραγωγική ηλικία, δηλαδή στις γυναίκες ηλικίας μεταξύ 15 και 49 ετών, κατά το έτος t.
Ο δείκτης αυτός αποσκοπεί στο να ξεπεραστούν κάποιες από τις αδυναμίες του αδρού δείκτη γονιμότητας. Χρησιμοποιείται ευρύτατα και προσφέρεται για συγκρίσεις μεταξύ διαφορετικών πληθυσμών. Η σημαντική διαφοροποίηση της γονιμότητας μεταξύ διαφορετικών ηλικιακών ομάδων αποτελεί το βασικότερο μειονέκτημά του.
Λόγος παιδιών προς γυναίκες (Child-Woman Ratio). Ο δείκτης αυτός ανάγει τον αριθμό των παιδιών κάτω των 4 ετών στο συνολικό γυναικείο πληθυσμό ηλικίας από 15 έως 49 ετών.
Ειδικός κατά ηλικία δείκτης γονιμότητας (Age-Specific Fertility Rate). Λόγω της σημαντικής διαφοροποίησης της γονιμότητας στις διαφορετικές ηλικιακές ομάδες, έχει νόημα η κατά ηλικία μέτρηση της γονιμότητας. Ο ειδικός κατά ηλικία δείκτης γονιμότητας ανάγει τις γεννήσεις που προέρχονται από γυναίκες που ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα [x , x+n] στο συνολικό γυναικείο πληθυσμό της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας κατά τη διάρκεια ενός έτους t.
Ο δείκτης ολικής γονιμότητας ή συνθετικός δείκτης γονιμότητας (Total Fertility Rate) αποτελεί το άθροισμα των επί μέρους ειδικών κατά ηλικία συντελεστών γονιμότητας για το έτος t.
Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί στον μέσο αριθμό παιδιών ανά γυναίκα και αποτελεί τον πιο εύχρηστο και διαδεδομένο δείκτη γονιμότητας. Χρησιμοποιείται ευρύτατα για τη σύγκριση των επιπέδων γονιμότητας τόσο ανάμεσα σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές όσο και ανάμεσα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Με τις τρέχουσες συνθήκες θνησιμότητας στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές, ο ελάχιστος απαραίτητος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η αναπλήρωση μιας γενιάς από μια άλλη αριθμητικά τουλάχιστον ίση, είναι περίπου 2,1.
Βασικό μειονέκτημα του δείκτη αυτού είναι ότι ανάγει δεδομένα μιας συγκεκριμένης χρονικής στιγμής στη διάρκεια μια γενεάς. Στην ουσία αποτελεί την αποτύπωση της δημογραφικής συμπεριφοράς όχι μιας πραγματικής, αλλά μιας εικονικής γενεάς, η οποία σε κάθε ηλικία καταγράφει επίπεδα γονιμότητας ανάλογα των ειδικών κατά ηλικία δεικτών γονιμότητας της συγκεκριμένης στιγμής. Ως εκ τούτου, αυξομειώσεις του συνθετικού συντελεστή γονιμότητας μπορεί να οφείλονται στη μεταβολή του χρονοδιαγράμματος των γεννήσεων και να μην αποτυπώνουν πραγματική αύξηση ή μείωση της γονιμότητας.
Ας υποθέσουμε για παράδειγμα ότι οι γυναίκες διαδοχικών γενεών αποκτούν ακριβώς δύο παιδιά, το πρώτο στην ηλικία των 25 ετών και το δεύτερο στα 28 τους χρόνια. Έστω ότι, κατ’ εξαίρεση, κατά τη διάρκεια ενός έτους t όλες οι γυναίκες αποφασίζουν να καθυστερήσουν την απόκτηση του πρώτου τους παιδιού κατά ένα έτος. Αν και ο τελικός αριθμός παιδιών ανά γυναίκα θα παραμείνει σταθερός για κάθε γενιά, ο δείκτης ολικής γονιμότητας κατά το έτος t θα μειωθεί κατά 1,0, θα πέσει δηλαδή από 2,0 σε 1,0 παιδιά ανά γυναίκα. Αντίθετα την επόμενη χρονιά t+1 θα αυξηθεί στα 3,0 παιδιά/γυναίκα, αφού θα αποκτήσουν το πρώτο τους παιδί (με ένα χρόνο καθυστέρηση) οι γυναίκες των 26 ετών, ενώ θα τεκνοποιήσουν κανονικά σύμφωνα με την υπόθεση εργασίας οι γυναίκες των 25 και αυτές των 28 ετών. H διαταραχή αυτή στο δείκτη αποκαθίσταται μετά το έτος t+2, και εφ’όσον το χρονοδιάγραμμα των γεννήσεων επανέλθει στους «φυσιολογικούς» προγενέστερους ρυθμούς.
Συμπερασματικά, επισημαίνεται ότι ο Δείκτης Ολικής Γονιμότητας είναι εξαιρετικά εύχρηστος, αφού για τον υπολογισμό αρκούν οι στατιστικές ενός μόνο έτους, απαιτεί όμως ιδιαίτερη προσοχή στην ερμηνεία, αφού είναι ευάλωτος σε αλλαγές (μόνιμες ή προσωρινές) τόσο στην ένταση όσο και στο χρονοδιάγραμμα των γεννήσεων.
Ο ακαθάριστος δείκτης αναπαραγωγής (Gross Reproduction Rate) είναι δείκτης ανάλογος του Δείκτη Ολικής Γονιμότητας, με τη διαφορά ότι στον υπολογισμό του Ακαθάριστου Δείκτη Αναπαραγωγής υπολογίζονται μόνο οι γεννήσεις κοριτσιών. Όπως διαφαίνεται και από την ονομασία του δείκτη, το ενδιαφέρον εστιάζεται στην αναπαραγωγή του πληθυσμού, την ικανότητά του δηλαδή να διατηρεί το μέγεθός του από γενιά σε γενιά. Θεωρείται ότι η αναπαραγωγική δυνατότητα ενός πληθυσμού διασφαλίζεται εφ’όσον κάθε γυναίκα αποκτήσει τουλάχιστον μια κόρη, που θα έχει με τη σειρά της τουλάχιστον μια κόρη κ.ο.κ. Ο προσδιορισμός «ακαθάριστος» αποδίδεται στο ότι παραβλέπεται η θνησιμότητα. Δε λαμβάνεται, δηλαδή, υπ’όψιν το γεγονός ότι δεν επιβιώνουν όλα τα κορίτσια ως την ηλικία τεκνοποίησης.
Μια ικανοποιητική προσέγγιση του δείκτη δίνεται από το γινόμενο του δείκτη ολικής γονιμότητας με το 0,4878, αριθμός που αντιστοιχεί στην μέση πιθανότητα γέννησης κοριτσιού (έναντι 0,5122 της πιθανότητας απόκτησης αγοριού).
Καθαρός δείκτης αναπαραγωγής (Net Reproduction Rate). Ο δείκτης αυτός αποτελεί μια παραλλαγή του ακαθάριστου δείκτη αναπαραγωγής, συνυπολογίζοντας τη θνησιμότητα. Προκύπτει από τον υπολογισμό του ακαθάριστου δείκτη αναπαραγωγής μειωμένος ανάλογα με τα τρέχοντα επίπεδα θνησιμότητας. Ο καθαρός δείκτης αναπαραγωγής ερμηνεύεται ως ο μέσος αριθμός θυγατέρων που αντιστοιχούν σε κάθε γυναίκα που επιβιώνει μέχρι το τέλος της αναπαραγωγικής ηλικίας. Αν ο δείκτης είναι υψηλότερος της μονάδας, τότε η γενιά των θυγατέρων είναι αριθμητικά μεγαλύτερη από αυτή των μητέρων τους.
Σημειώνεται, ότι αν όλες οι γυναίκες επιβίωναν μέχρι το τέλος της αναπαραγωγικής τους ηλικίας τότε ο ακαθάριστος και ο καθαρός δείκτης αναπαραγωγής θα ταυτίζονταν (NRR=GRR). Γενικά, NRR<GRR
Μέση ηλικία τεκοποίησης (mean age at birth). Ο δείκτης υπολογίζει το μέση ηλικία των γυναικών που αποκτούν παιδί κατά τη διάρκεια ενός έτους.
Συχνά χρησιμοποιείται η μέση ηλικία κατά την απόκτηση πρώτη παιδιού (mean age at first childbirth) όπου στον υπολογισμό του μέσου όρου των ηλικιών συμπεριλαμβάνονται μόνο οι πρώτες γεννήσεις κατά τη διάρκεια ενός έτους.
Ποσοστό εκτός γάμου γεννήσεων (share of out-of-marriage births). Η αναλογία των εκτός γάμου (ζώντων) γεννήσεων στο σύνολο των (ζώντων) γεννήσεων κατά τη διάρκεια ενός έτους.
Β. Μέτρα Κοόρτης
Ο τελικός αριθμός απογόνων (Completed Fertility) ή ολικός δείκτης γονιμότητας της γενιάς, αναφέρεται στο μέσο αριθμό παιδιών που αντιστοιχούν σε κάθε γυναίκα γενιάς που έχει ολοκληρώσει την αναπαραγωγική διαδικασία (γυναίκες άνω των 50 ετών). Σε αντιπαραβολή με το δείκτη ολικής γονιμότητας, ο τελικός αριθμός παιδιών αναφέρεται σε πραγματικές γενιές γυναικών και αποτελεί το βασικότερο δείκτη κοόρτης για τη μέτρηση της γονιμότητας.
Παράδειγμα 4.3: Υπολογισμός δεικτών Γονιμότητας, Δανία, 2004 [πραγματικά δεδομένα] |
Οι στατιστικές της θνησιμότητας αποτελούν σημαντικό δείκτη υγείας και ευημερίας ενός πληθυσμού. Παρέχουν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με το επίπεδο και την αποτελεσματικότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας, και επιτρέπουν την ανάδειξη των διαφοροποιήσεων μεταξύ διακριτών πληθυσμιακών υπο-ομάδων. Οι σχετικοί δείκτες παρέχουν πληροφορίες όχι μόνο σχετικά με τη διαφοροποίηση της θνησιμότητας ανά ηλικία και φύλο, αλλά και ως προς την αιτία θανάτου. Αποτελούν έτσι πολύτιμο εργαλείο όχι μόνο για τη δημογραφία, αλλά και την επιδημιολογία.
Τα βασικότερα μέτρα που χρησιμοποιούνται στην ανάλυση της θνησιμότητας είναι τα ακόλουθα:
Ο αδρός (ή ακαθάριστος) δείκτης θνησιμότητας (Crude Death Rate) είναι ο λόγος των θανάτων (D) που συντελούνται κατά τη διάρκεια μιας περιόδου (συνήθως ενός έτους) προς το μέσο πληθυσμό (P) της περιόδου αυτής.
Ειδικοί κατά ηλικία δείκτες θνησιμότητας (Age-Specific Death Rates). Όπως έχει ήδη σημειωθεί, ο ακαθάριστος δείκτης θανάτων δεν επιτρέπει την αποτύπωση των ηλικιακών διαφοροποιήσεων απέναντι στο θάνατο. Στους περισσότερους πληθυσμούς, η πιθανότητα θανάτου είναι σχετικά υψηλή κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους ζωής, μειώνεται σταδιακά μέχρι το τέλος της παιδικής ηλικίας (μέχρι περίπου την ηλικία των 15 ετών) και στη συνέχεια αυξάνεται εκθετικά με την ηλικία (Διάγραμμα 4.4).
Διάγραμμα 4.4 Ειδικοί κατά ηλικία δείκτες θνησιμότητας ανδρών, Ην. Βασίλειο, 2000.
Οι ειδικοί κατά ηλικία δείκτες θνησιμότητας ανάγουν τους θανάτους που επέρχονται σε άτομα που ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα [x , x+n] στο συνολικό πληθυσμό της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας κατά τη διάρκεια ενός έτους t.
Η βρεφική θνησιμότητα (Infant mortality) είναι ένας από τους βασικότερους δείκτες θνησιμότητας. Υπολογίζεται ως ο λόγος των θανάτων βρεφών πριν τη συμπλήρωση του πρώτου έτους ζωής που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια ενός έτους προς το σύνολο των γεννήσεων κατά το έτος αυτό. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την πιθανότητα θανάτου κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους ζωής.
Η βρεφική θνησιμότητα αποτελεί όχι μόνο έναν ευρύτατα διαδεδομένο δημογραφικό δείκτη, αλλά παράλληλα θεωρείται ιδιαίτερα ικανοποιητικό μέτρο αποτύπωσης του βιοτικού επιπέδου ενός πληθυσμού (Πίνακας 4.4). Η σημασία του αυτή αποδεικνύεται από το γεγονός ότι συνυπολογίζεται στην κατάρτιση του Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης (Human Development Index, HDI), ενώ επίσης αποτελεί έναν από τους 8 δείκτες που καταγράφουν την πρόοδο προς τους «Στόχους Ανάπτυξης της Χιλιετίας» (Millennium Development Goals) που έχουν θέσει τα Ηνωμένα Έθνη.
Πίνακας 4.4 Χώρες με τους χαμηλότερους και υψηλότερους δείκτες βρεφικής θνησιμότητας (2002.)
Η ιδιαίτερη σημασία της βρεφικής θνησιμότητας απαιτεί, από ιατρικής κυρίως πλευράς, την περαιτέρω διερεύνηση και μεγαλύτερη ανάλυση των θανάτων που συμβαίνουν κατά το πρώτο έτος της ανθρώπινης ζωής, κυρίως διότι αυτοί δεν κατανέμονται ομοιόμορφα στο χρόνο. Η πιθανότητα θανάτου είναι υψηλότερη κατά τις πρώτες ημέρες ή εβδομάδες της ανθρώπινης ζωής. Προσδιορίζονται έτσι δύο επί μέρους δείκτες βρεφικής θνησιμότητας, οι δείκτες νεογνικής και μετανεογνικής θνησιμότητας.
Δείκτης νεογνικής θνησιμότητας (neonatal mortality rate). Ο δείκτης νεογνικής θνησιμότητας ορίζεται ως ο λόγος των θανάτων βρεφών έως 28 ημερών κατά τη διάρκεια ενός έτους στο σύνολο των ζώντων γεννήσεων του συγκεκριμένου έτους.
Δείκτης μετανεογνικής θνησιμότητας (post-neonatal mortality rate). Ο δείκτης μετανεογνικής θνησιμότητας ορίζεται ως ο λόγος των θανάτων βρεφών μεγαλύτερων των 4 εβδομάδων και μικρότερων του ενός έτους, κατά τη διάρκεια ενός έτους, στο σύνολο των ζώντων γεννήσεων του συγκεκριμένου έτους.
Βρεφική θνησιμότητα = νεογνική θνησιμότητα + μετανεογνική θνησιμότητα
Το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση (life expectancy at birth) εκτιμά τη μέση αναμενόμενη διάρκεια ζωής (σε έτη) ενός νεογέννητου θεωρώντας ότι καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής του οι ειδικοί κατά ηλικία δείκτες θνησιμότητας παραμένουν σταθεροί και ίσοι με αυτούς που καταγράφονται στην περιοχή της γέννησής του κατά το έτος γέννησής του.
Εκτός από το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση (e0) υπολογίζεται το προσδόκιμο σε οποιαδήποτε ηλικία (π.χ. e65 το προσδόκιμο ζωής ενός ατόμου που είναι 65 ετών).
Για τον υπολογισμό του προσδόκιμου ζωής χρησιμοποιούνται δεδομένα περιόδου (και όχι κοόρτης). Αυτό οδηγεί συχνά σε παρερμηνεία της πληροφορίας που παρέχεται από το συγκεκριμένο δείκτη.
Ερώτηση:
Το 2012, το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση στην Κροατία ήταν 77 χρόνια. Είναι σωστό να πει κανείς ότι ένα παιδί που γεννήθηκε στην Κροατία το 2012 εκτιμάται ότι θα ζήσει περίπου 77 χρόνια;
Όχι ακριβώς.
Στην εκτίμηση του προσδόκιμου ζωής του 2012 συνυπολογίζονται οι ειδικοί κατά ηλικία δείκτες θνησιμότητας έτσι όπως καταγράφηκαν τη συγκεκριμένη χρονιά. Ο δείκτης υπολογίζεται στηριζόμενος στις στατιστικές θνησιμότητας του συγκεκριμένου έτους. Στην πραγματικότητα, το παιδί που μας ενδιαφέρει στο παραπάνω ερώτημα δε θα αντιμετωπίσει αυτούς τους δείκτες θνησιμότητας στα διάφορα στάδια της ζωής του. Προκειμένου να υπολογιστεί η πραγματική πιθανότητα θανάτου ανά ηλικία για το συγκεκριμένο άτομο απαιτούνται οι στατιστικές θανάτων των 100 ετών που ακολουθούν τη γέννηση του παιδιού αυτού. Το πραγματικό προσδόκιμο ζωής του δεν μπορεί να εκτιμηθεί πριν το 2112.
Ο υπολογισμός του προσδόκιμου ζωής γίνεται με τη βοήθεια των Πινάκων Επιβίωσης (Βλέπε Κεφάλαιο 5).
Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής αποτελεί μια από τις πιο επαναστατικές εξελίξεις για την ανθρωπότητα. Οι γεωγραφικές διαφοροποιήσεις ωστόσο, παραμένουν πολύ έντονες όπως φαίνεται στον Πίνακα 4.5.
Πίνακας 4.5 Χώρες με τα υψηλότερα και χαμηλότερα Προσδόκιμα Ζωής κατά τη γέννηση (2005).
4.6. Δείκτες Μεταναστευτικής Κίνησης
Ως μετανάστευση ορίζεται κάθε μόνιμη μεταβολή στον τόπο διαμονής. Εκτός από την μόνιμη κατοικία μεταφέρονται στο νέο τόπο διαμονής το σύνολο των δραστηριοτήτων του ατόμου που μεταναστεύει. Η μετανάστευση είναι συναρτώμενη του χώρου και προσδιορίζεται ως προς αυτόν. Οι μόνιμες αλλαγές κατοικίας που συμβαίνουν εντός των συνόρων μιας χώρας χαρακτηρίζονται ως εσωτερική μετανάστευση (internal migration), ενώ κάθε μετακίνηση που προϋποθέτει το πέρασμα των συνόρων καλείται εξωτερική ή διεθνής μετανάστευση (international migration). Επιπλέον το άτομο που μετακινείται προσδιορίζεται ως εξερχόμενος μετανάστης (emigrant) στην χώρα προέλευσης και ως εισερχόμενος μετανάστης (immigrant) στην χώρα προορισμού.
Η μετανάστευση είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο του οποίου η ένταση ρυθμίζεται από τις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες. Η δημογραφική διάσταση του φαινομένου έχει να κάνει με την επίδραση των πληθυσμιακών μετακινήσεων (είτε πρόκειται για αναχωρήσεις είτε για αφίξεις) στο μέγεθος, τη δομή και τη σύνθεση του πληθυσμού μιας περιοχής. Έτσι ενώ οι κοινωνιολόγοι προσπαθούν να απαντήσουν ερωτήματα σχετικά με τα ατομικά χαρακτηριστικά ενός ατόμου που επιλέγει να εγκαταλείψει τη χώρα όπου γεννήθηκε, και οι οικονομολόγοι μελετούν τις θετικές και αρνητικές συνέπειες των μετακινήσεων στη χώρα προέλευσης και τη χώρα προορισμού, οι δημογράφοι μελετούν τις μεταβολές που οι μετακινήσεις αυτές προκαλούν στην πληθυσμιακή πυραμίδα και τα δημογραφικά χαρακτηριστικά ενός πληθυσμού.
Σε αντίθεση με τη γονιμότητα και τη θνησιμότητα, η μετανάστευση δεν αποτελεί βιολογικό φαινόμενο. Δεν μεταναστεύουν όλοι, ενώ από τα άτομα που μεταναστεύουν, άλλοι επιστρέφουν πίσω στη χώρα τους (παλιννοστούντες), άλλοι όχι, ενώ άλλοι μεταναστεύουν εκ νέου σε άλλο προορισμό. Οι μετακινήσεις είναι άλλοτε ατομικές και άλλοτε ομαδικές. Άλλοτε πληρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις και καταγράφονται οι είσοδοι των μεταναστών (documented immigrants) άλλοτε πάλι όχι (undocumented immigrants). Οι διαφορετικές αυτές πτυχές του φαινομένου καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την καταγραφή των ατόμων που μετακινούνται και κατά συνέπεια δυσκολεύουν τη μέτρηση του φαινομένου. Οι στατιστικές είναι συνήθως ελλιπείς όσον αφορά στην καταγραφή του αριθμού και των χαρακτηριστικών των ατόμων που εισέρχονται σε μια περιοχή, ενώ είναι σχεδόν ανύπαρκτες σχετικά με τα άτομα που εξέρχονται από αυτήν.
Στις περιπτώσεις που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, η μεταναστευτική κίνηση εκτιμάται με δείκτες ανάλογους αυτών που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της γονιμότητας και της θνησιμότητας.
Ακαθάριστος δείκτης μεταναστευτικής εκροής (Gross rate of out-migration)
Ακαθάριστος δείκτης μεταναστευτικής εισροής (Gross rate of in-migration)
Αδρός δείκτης καθαρής μετανάστευσης (Crude Net Migration Rate)
Όταν, είτε δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία σχετικά με την εκροή και εισροή μεταναστών είτε τα διαθέσιμα στοιχεία δεν είναι αξιόπιστα, ο υπολογισμός της καθαρής μετανάστευσης γίνεται έμμεσα ως η διαφορά της φυσικής κίνησης από τη συνολική πληθυσμιακή μεταβολή (βλέπε Κεφάλαιο 5).
Στο επίκεντρο της δημογραφικής ανάλυσης βρίσκεται η μελέτη της δυναμικής του πληθυσμού.
Η θεμελιώδης δημογραφική εξίσωση εκφράζει τον αριθμό των ατόμων Pt που ζουν σε μία περιοχή τη χρονική στιγμή t:
όπου B(t-1,t) και D(t-1,t) εκφράζουν αντίστοιχα τον αριθμό των γεννήσεων και των θανάτων που καταγράφηκαν κατά την περίοδο (t-1,t), ενώ Ι(t-1,t) και Ε(t-1,t) είναι ο αριθμός των ατόμων που εισήλθαν και εξήλθαν από την περιοχή κατά την παραπάνω περίοδο. Γεννήσεις, θάνατοι και πληθυσμιακές μετακινήσεις διαμορφώνουν το μέγεθος του πληθυσμού επιδρώντας παράλληλα στην δομή, τη σύνθεση και το ρυθμό αύξησής του και καλούνται παράγοντες πληθυσμιακής μεταβολής.
Η διαφορά B(t-1,t) - D(t-1,t) εκφράζει τη φυσική κίνηση ενός πληθυσμού. Σε έναν πληθυσμό όπου οι γεννήσεις υπερισχύουν αριθμητικά των θανάτων (B>D) καταγράφεται φυσική αύξηση, ενώ αντίθετα (αν B<d) μιλάμε για αρνητική φυσική αύξηση ή μείωση του πληθυσμού. Στην ακραία περίπτωση όπου ο αριθμός των γεννήσεων συμπίπτει με τον αριθμό θανάτων (Β=D) είναι μηδενική.
Η διαφορά Ι(t-1,t)-Ε(t-1,t) εκφράζει το μεταναστευτικό ισοζύγιο. Αν οι εισροές μεταναστών είναι περισσότερες από τις εκροές τότε το μεταναστευτικό ισοζύγιο είναι θετικό και η περιοχή είναι περιοχή εισροής (ή περιοχή προορισμού). Στην αντίθετη περίπτωση όπου η εκροή μεταναστών είναι ισχυρότερη από την εισροή τότε η περιοχή καλείται περιοχή εκροής (ή περιοχή προέλευσης μεταναστών).
Επομένως, κάθε χρονική στιγμή ο πληθυσμός διαμορφώνεται ως συνάρτηση της φυσικής κίνησης (Φ.Κ.) και του μεταναστευτικού ισοζυγίου (Μ.Ι.). Η θεμελιώδης δημογραφική εξίσωση μπορεί κατά συνέπεια να γραφεί:
Έστω, τώρα, ότι το μέγεθος ενός πληθυσμού μεταβάλλεται από Pο σε Pt σε διάστημα n ετών. H πληθυσμιακή μεταβολή μπορεί να εκφραστεί με διαφορετικούς τρόπους:
Ποσοστιαία μεταβολή του πληθυσμού (percentage growth), βάσει του λόγου:
Ρυθμός πληθυσμιακής μεταβολής (population growth rate):
Τα παραπάνω μεγέθη είναι θετικά αν Pt>Pο και αρνητικά στην αντίθετη περίπτωση (Πλαίσιο 4.5). Στην αγγλική ορολογία, χρησιμοποιείται ο όρος πληθυσμιακή αύξηση (population growth) ακόμη και αν το αρνητικό πρόσημο υποδηλώνει μείωση του πληθυσμού, δηλαδή η μείωση εκφράζεται ως αρνητική αύξηση (Weinstein and Pillai, 2001).
Πλαίσιο 4.5
Περίοδος διπλασιασμού (doubling time). Οι ανθρώπινοι πληθυσμοί, όπως όλοι οι ζώντες οργανισμοί, έχουν τη δυνατότητα εκθετικής αύξησης. Ο υπολογισμός της περιόδου διπλασιασμού ενός πληθυσμού αποτελεί ένα ευρέως διαδεδομένο μέτρο της δυναμικής του πληθυσμού και εκφράζει το χρόνο (σε έτη) που απαιτείται για το διπλασιασμό του πληθυσμού, με βάση τους τρέχοντες δείκτες γεννητικότητας και θνησιμότητας.
Ένας απλός τρόπος υπολογισμού της περιόδου διπλασιασμού προκύπτει από τη διαίρεση του 69 (= ln2*100) με το ρυθμό αύξησης (σε ποσοστό ανά έτος). Το αποτέλεσμα δίνει τον αριθμό των ετών που απαιτούνται για το διπλασιασμό του πληθυσμού (Weeks, 2009).
Σε αντίθεση με τους άλλους δείκτες πληθυσμιακής εξέλιξης, ο χρόνος διπλασιασμού δεν εκφράζεται σε ποσοστά ή σε ρυθμούς (Πλαίσιο 4.6).
Πλαίσιο 4.6
Όπως είναι ήδη γνωστό, ο πληθυσμός ανανεώνεται κάτω από την άμεση επίδραση των τριών δημογραφικών φαινομένων. Γεννήσεις, θάνατοι και πληθυσμιακές μετακινήσεις διαμορφώνουν το μέγεθος του πληθυσμού επιδρώντας παράλληλα στην δομή, τη σύνθεση και το ρυθμό αύξησής του και καλούνται παράγοντες πληθυσμιακής μεταβολής.
Επιστρέφοντας στη θεμελιώδη δημογραφική εξίσωση έχουμε:
Από την παραπάνω εξίσωση προκύπτει ότι η μεταβολή του πληθυσμού μεταξύ δύο χρονικών στιγμών t-1 και t οφείλεται στη φυσική μεταβολή και την καθαρή μετανάστευση.
Διαιρώντας με τον αρχικό πληθυσμό προκύπτει:
Επομένως, ο ρυθμός πληθυσμιακής μεταβολής (population growth rate) ισούται με το ρυθμό φυσικής κίνησης (natural growth rate) και το ρυθμό μεταβολής του μεταναστευτικού ισοζυγίου (net migration rate).
Πλαίσιο 4.7 Βασικά Δημογραφικά Μεγέθη για τη Γερμανία για το έτος 2000.
- Biggar R J, Wohlfahrt J, Westergaard T and Melbye M. (1999) Sex ratios, family size, and birth order American Journal of Epidemiology 150 957-962.
- Catalano R. (2000) Economic factors and stress. In G. Fink (ed) Encyclopedia of stress, Vol.2 (pp 9-15). New York: Academic Press.
- Catalano R. A. (2003) Sex ratio in the two Germanies: A test on the economic stress hypothesis, Human Reproduction, 18(9), pp.1972-1975.
- Catalano R. and T. Bruckner (2005) Economic antecedents of the Swedish sex ratio, Social Science & Medicine, 60, pp.537-543.
- Cincotta, R., R. Engelman, D. Anastasion (2003) The Security Demographic, Population and Civil Conflict after the Cold War. Population Action International.
- Eberstadt, N. (2004) “Four Surprises in Global Demography”, Orbis, Fall 2004, pp.673-684.
- Ellis L. and S. Bonin 2004: War and the secondary sex ratio: are they related? Biology and Society, Vol.43(1), pp.115-122.
- Fukuda M., K. Fukuda, T. Shimizu and H. Møller (1998) Decline in sex ratio after Kobe earthquake Human Reproduction, Vol 13, pp 2321-2322.
- Grant V.J. and L.E. Metcalf.( 2003) Paternal occupation and offspring sex ratio. Sexualities, Evolution & Gender, 5, 3: 191-209.
- Hammel, E. and E. Smith. (2002) Population Dynamics and Political Stability. in Discouraging terrorism: Some Implications of 9/11, eds Neil J. Smelser & Faith Mitchell, Washington, D.C.: National Academies Press.
- Haupt, A, and Kane, T. (2000) Population Handbook, 4th International Edition, Population Reference Bureau, Washington, DC.
- Hinde, A. (1998) Demographic Methods, Arnold, USA.
- Hudson, V. and A. den Boer (2002). A Surplus of Men, A Deficit of Peace. International Security. Vol. 26, No 4, pp. 5-38.
- Hudson, V. and A. den Boer (2004). Bare branches: The Security implications of Asia’s surplus male population. Cambridge, MA: MIT Press.
- James W H. (1996) Interpregnancy intervals, high maternal age and seasonal effects on the human sex ratio Human Reproduction 11 7-9.
- Juntunen, K.S.T.; Kvist, A.P. & Kauppila, A.J.I. (1997). A shift from a male to a female majority in newborns with the increasing age of grand multiparous women. Human Reproduction, 12:2321-2323.
- Lerchl A. (1999) Sex ratios at birth and environmental temperatures. Naturwissenschaften 86, 341-342.
- Mace, R. and Eardley, J. (2004) Maternal nutrition and sex ratio at birth in Ethiopia. In Research in Economic Anthropology. JAI, 295-306.
- Mesquida, C. and N. Wiener. 1999. Male Age Composition and Severity of Wars. Politics and The Life Sciences, 18(2), pp. 181-189.
- Newell, C. (1988) Methods and Models in Demography, John Willey & Sons.
- Preston, S., Heuveline, P. Guillot, M. (2001) Demography: measuring and modeling population processes, Blackwell Publishers.
- Steveteig, S. (2005) The Young and the Restless: Population Age Structure and Civil War. Environmental Change and Security Program Report, Issue 11, Washington D.C.: Woodrow Wilson International Center for Scholars.
- Sule S.T and Madugu H.N. (2004) Sex ratio at birth in Zaria, Nigeria. Annals of Human Biology, 31, 2: 258-262.
- Tragaki A. (2007) Demography and Migration as Human Security Factors: the case of Southeastern Europe, Migration Letters, 4(2):103-118.
- Tragaki A. and K. Lasaridi (2009) Temporal and spatial trends in the sex ratio at birth in Greece, 1960-2006: exploring potential environmental factors, Population and Environment 30(3), pp: 114-128, Springer.
- Tragaki A. (2011) Demography and Security, a Complex Nexus: the case of Balkans, Southern Europe and Black Sea Studies, 11:4, 435-450, Taylor and Francis.
- Weeks, J. (2009) Population: An Introduction to Concepts and Issues. 9th edition. Wadsworth.
- Weinstein, J. and Pillai, V. (2001) Demography: the science of population, Allyn and Bacon.
- Παπαδάκης Μ, Κ. Τσίμπος (2004) Δημογραφική Ανάλυση, Αρχές-Μέθοδοι-Υποδείγματα, Εκδόσεις Σταμούλης, Αθήνα.
- Ταπεινός Γ., (1993) Στοιχεία Δημογραφίας, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα.