ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ:

Εξελίξεις, Προσδιοριστικοί Παράγοντες και Συνέπειες

Η σημαντική διαχρονική συρρίκνωση των επιπέδων γονιμότητας και θνησιμότητας στην σύγχρονη Ελλάδα συνοδεύτηκε από την ανάδειξη σημαντικών διαφορών αναφορικά με την αναπαραγωγή και την φθορά επιμέρους πληθυσμιακών ομάδων. Αυτές οι καταστάσεις διαφορικής γονιμότητας και θνησιμότητας συναρτώνται με παράγοντες όπως το φύλο, το μορφωτικό επίπεδο, την κατάσταση απασχόλησης και τον βαθμό αστικότητας. Τα επόμενα χρόνια, η περαιτέρω ανάδειξη της Ελλάδας των διαφορών θα αποτελέσει, από δημογραφική σκοπιά, ένα σημαντικό πεδίο επιστημονικής αναζήτησης.

 

10.1. Συνολική και διαφορική γονιμότητα στην Ελλάδα

10.1.1. Θεωρίες γονιμότητας και διαφορική γονιμότητα

Η μείωση της γονιμότητας και η συρρίκνωση των επιπέδων θνησιμότητας αποτελούν ιστορικά τις δύο σημαντικότερες μεταβολές δημογραφικού χαρακτήρα οι οποίες παρατηρήθηκαν για το σύνολο των χωρών του πλανήτη. Ειδικότερα για την γονιμότητα, η σημαντική μείωσή της από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα αποτέλεσε αντικείμενο πολλών θεωρητικών προσεγγίσεων, οι οποίες τείνουν να εξηγήσουν τους προσδιοριστικούς παράγοντες της μεταβολής αυτής.

Στην προσπάθεια εξήγησης των μεταβολών της γονιμότητας θα πρέπει να γίνει μία διάκριση σε δύο επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο αφορά στις αναλύσεις που επικεντρώνονται στους προσδιοριστικούς παράγοντες της συνολικής γονιμότητας. Συχνά οι αναλύσεις αυτές οδηγούν στη διατύπωση μιας θεωρίας για τη γονιμότητα. Το δεύτερο επίπεδο αφορά στην προσπάθεια εξήγησης των διαφορετικών επιπέδων γονιμότητας η οποία συναντάται σε μια χώρα με βάση κάποιο κριτήριο, π.χ. το εκπαιδευτικό επίπεδο των γυναικών. Στην περίπτωση αυτή αναφερόμαστε σε καταστάσεις διαφορικής γονιμότητας, από την άποψη ότι μελετάται η αναπαραγωγική συμπεριφορά και οι διαφορές που προκύπτουν μεταξύ «υπο-πληθυσμών» οι οποίοι καθορίζονται με βάση κάποιο κριτήριο. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του εκπαιδευτικού επιπέδου, εξετάζεται η αναπαραγωγική συμπεριφορά των γυναικών, πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και αναλύονται οι παράγοντες που καθορίζουν τις διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των τριών αυτών «υπο-πληθυσμών» αναφορικά με κάποιες διαστάσεις της γονιμότητας όπως η μέση γονιμότητα, η μέση ηλικία απόκτησης του πρώτου παιδιού κ.λπ.

10.1.2. Θεωρητικό πλαίσιο και διαχρονικές μεταβολές της γονιμότητας στην Ελλάδα

Η διαχρονική μείωση της γονιμότητας στην Ελλάδα, εντάσσεται σε ευρύτερα θεωρητικά πλαίσια που αφορούν στις οικονομικά προηγμένες χώρες. Παρά τις όποιες ιδιαιτερότητες, για τις οποίες είναι πολύ δύσκολο να αποτυπωθεί αναλυτικά ο τρόπος με τον οποίο επηρέασαν και εξακολουθούν να επηρεάζουν τη γονιμότητα στην Ελλάδα, η αναφορά σε θεωρίες της γονιμότητας που βρίσκουν εφαρμογή και στην ελληνική περίπτωση, είναι αρκετά διαφωτιστική. Ένα βασικό στοιχείο το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, είναι η χρονική περίοδος αναφοράς, λόγω του ότι τα θεωρητικά πρότυπα που μπορεί να αποτυπώνουν την συρρίκνωση της γονιμότητας στην Ελλάδα κατά την περίοδο της δημογραφικής μετάβασης, είναι διαφορετικά από αυτά που μπορεί να προσδιορίζουν τα σημερινά, ιδιαίτερα χαμηλά, επίπεδα γονιμότητας. Ουσιαστικά, η χρονική περίοδος αναφοράς, χωρίς απαραίτητα να προσδιορίζεται με αυστηρά κριτήρια, είναι σημαντική επειδή οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες αλλάζουν στη διάρκεια του χρόνου. Για παράδειγμα, η μελέτη της γονιμότητας στην σημερινή Ελλάδα, θα εντάσσονταν σ’ ένα πλαίσιο στο οποίο θα λαμβάνονταν υπόψη, η αύξηση τόσο του εκπαιδευτικού επιπέδου όσο και η παρουσία των γυναικών στην αγορά εργασίας. Αντίθετα, οι συνθήκες τον 19ο αιώνα, γενικά υπαγόρευαν την αναπαραγωγική συμπεριφορά των ατόμων με γνώμονα τους διακριτούς ρόλους μεταξύ ανδρών και γυναικών, με κύριο χαρακτηριστικό την σχεδόν αποκλειστική ενασχόληση των γυναικών με την οικογένεια.

Πέρα από την χρονική περίοδο, ιδιαίτερη σημασία για τις θεωρητικές προσεγγίσεις της γονιμότητας έχει το «υποκείμενο» αναφοράς. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτό που ενδιαφέρει σε σχέση με την αναπαραγωγή, είναι η στάση των ατόμων (κυρίως των γυναικών). Σε άλλες περιπτώσεις ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση των ζευγαριών ακόμη και η αντίληψη που έχουν για την ανατροφή των παιδιών που πρόκειται να αποκτήσουν, φαίνεται ότι επηρεάζει την αναπαραγωγική τους συμπεριφορά. Για παράδειγμα, η σχέση μεταξύ βιοτικού επιπέδου και γονιμότητας μπορεί να μην αναφέρεται στο βιοτικό επίπεδο που θέλουν να έχουν οι γονείς μετά την γέννηση ενός παιδιού, αλλά στο βιοτικό επίπεδο που θα επιθυμούσαν να προσφέρουν στο παιδί το οποίο ανατρέφουν.

Ξεκινώντας από τη θεωρία της δημογραφικής μετάβασης, αναμφίβολα, ο κοινωνικο-οικονομικός εκσυγχρονισμός που συντελέστηκε και στην Ελλάδα συνδυάστηκε με συρρίκνωση της γονιμότητας (Κυριαζή, 1992). Ο εκσυγχρονισμός αυτός αποτυπώνεται στην αλλαγή της θέσης της γυναίκας, η οποία δεν περιορίζεται στο ρόλο της ως μητέρα, αλλά αναλαμβάνει ευθύνες πέραν του νοικοκυριού διερευνώντας πεδία εξωοικιακής απασχόλησης τα οποία θα αποφέρουν επιπλέον εισόδημα στην οικογένεια. Η αλλαγή αυτή επιτείνεται διαχρονικά από την αύξηση του εκπαιδευτικού επιπέδου των γυναικών, η οποία αναπόφευκτα συνδυάζεται με αυξημένη συμμετοχή στην αγορά εργασίας. Μάλιστα, οι ευκαιρίες απασχόλησης διευρύνονται, καθώς αλλάζουν οι παραγωγικές δομές, συρρικνώνεται ο γεωργικός τομέας και διευρύνεται ο τομέας των υπηρεσιών. Οι αλλαγές οι οποίες μόλις αναφέρθηκαν, συντελούνται σ’ ένα πλαίσιο μετατόπισης από την αγροτική στην αστική κοινωνία και ταυτόχρονα συνοδεύονται από το φαινόμενο της μετακίνησης πληθυσμού από τις αγροτικές στις αστικές περιοχές. Ουσιαστικά, αυτός ο κοινωνικο-οικονομικός εκσυγχρονισμός οδηγεί στη συρρίκνωση του ρόλου της οικογένειας, ως μονάδας παραγωγής, και στη μείωση των οικονομικών πλεονεκτημάτων που απορρέουν από τις πολυάριθμες οικογένειες.

Σύμφωνα με τον Caldwell (1982), η αλλαγή από ένα πρότυπο αγροτικής σ’ ένα πρότυπο αστικής οικονομίας συνοδεύεται από συρρίκνωση της γονιμότητας, επειδή αλλάζει η κατεύθυνση των χρηματικών ροών μεταξύ γονέων και παιδιών. Στις αγροτικές κοινωνίες, οι χρηματικές ροές πηγαίνουν από τα παιδιά προς τους γονείς, αφού τα παιδιά μέσω της απασχόλησής τους στις αγροτικές εργασίες συμβάλλουν στο οικογενειακό εισόδημα. Αντίθετα, στις αστικές κοινωνίες, η ενασχόληση των παιδιών με άλλες δραστηριότητες, και κυρίως την εκπαίδευση, μεταβάλουν την κατεύθυνση των χρηματικών ροών οι οποίες πλέον πηγαίνουν από τους γονείς προς τα παιδιά, με συνέπεια τη διαχρονική συρρίκνωση του μέσου αριθμού παιδιών ανά οικογένεια.

Ιδιαίτερη σημασία θα πρέπει επίσης να αποδοθεί στην διάκριση του Becker (1981) μεταξύ «ποιότητας» και «ποσότητας» των παιδιών. Η διάκριση αυτή συμβάλει στην εξήγηση της συρρίκνωσης της γονιμότητας μέσα σ’ ένα πλαίσιο βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των νοικοκυριών. Η βελτίωση της εισοδηματικής κατάστασης των ατόμων και των οικογενειών δεν αποτυπώνεται σε υψηλότερη γονιμότητα, αλλά σε συρρίκνωσή της. Τα άτομα προτιμούν να φέρουν στον κόσμο λιγότερα παιδιά, δαπανώντας επιπλέον πόρους προκειμένου να εξασφαλίσουν την «ποιότητα ζωής» των παιδιών αυτών (π.χ. δαπανώντας χρήματα για την εκπαίδευσή τους). Έτσι, το κόστος ανατροφής των παιδιών, αποτελεί σταδιακά τον καθοριστικό παράγοντα για την απόφαση σχετικά με τον αριθμό παιδιών. Το υψηλό κόστος, ωθεί τα άτομα και τα ζευγάρια, στην επιλογή να φέρουν στο κόσμο λιγότερα αλλά πιο «ποιοτικά» παιδιά, αντί για περισσότερα αλλά λιγότερο «ποιοτικά».

Η απόφασή τους αυτή αναμφίβολα σχετίζεται με το γεγονός ότι σταδιακά, οι συνθήκες θνησιμότητας επέτρεψαν την μακροχρόνια επιβίωση των βρεφών και των παιδιών. Σε περιόδους χαμηλής θνησιμότητας, οι γονείς αποκτούν παιδιά τα οποία λογικά θα επιβιώσουν μέχρι το θάνατο των γονέων τους. Αντίθετα, σε μια περιόδους υψηλής θνησιμότητας, είναι πιθανότερο οι γονείς να φέρουν στον κόσμο περισσότερα παιδιά από αυτά με τα οποία θα ήθελαν στην πραγματικότητα να συμβιώσουν, επειδή γνωρίζουν ότι δυστυχώς κάποια από αυτά θα αποβιώσουν σε μικρή ηλικία. Αυτή η τάση για «πλεονάζουσες» γεννήσεις, δεν υφίσταται σε περιόδους χαμηλής βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας, με συνέπεια τη διαχρονική συρρίκνωση της γονιμότητας.

Γενικότερα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, η γενικευμένη τάση κοινωνικο-οικονομικής ανέλιξης των ατόμων, ως συνέπεια κυρίως της βελτίωσης του εκπαιδευτικού τους επιπέδου, απαιτεί τη «ρύθμιση» της αναπαραγωγικής τους συμπεριφοράς με απώτερο σκοπό την επίτευξη στόχων, πέρα απ’ αυτούς που αφορούν στην οικογένεια. Στο βαθμό που ο υψηλός αριθμός παιδιών δυσχεραίνει τις δυνατότητες για ανοδική κοινωνικο-οικονομική κινητικότητα, η «ρύθμιση» της γονιμότητας συνδυάζεται με αύξηση της μέσης ηλικίας απόκτησης του πρώτου παιδιού, καθώς και με συρρίκνωση του μέσου αριθμού παιδιών. Ειδικότερα στις περιπτώσεις χωρών όπως η Ελλάδα, όπου το κόστος και ο χρόνος για την ανατροφή των παιδιών είναι κυρίως υπόθεση της οικογένειας και πολύ λιγότερο υπόθεση κρατικής μέριμνας, το φαινόμενο αυτό εντείνεται.

10.1.3. Οι διαχρονικές μεταβολές αναφορικά με την γονιμότητα στην Ελλάδα

Οι εκτιμήσεις αναφορικά με τα επίπεδα γονιμότητας στην Ελλάδα, αποτυπώνουν την μακροχρόνια τάση συρρίκνωσης των επιπέδων αυτών από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα. Από τον Πίνακα 10.1, προκύπτει ότι, -από ένα επίπεδο μέσης γονιμότητας πάνω από 7 παιδιά ανά γυναίκα στα μέσα του 19ου αιώνα,- ο ΔΟΓ έπεσε κάτω από το 5 την περίοδο 1921-1925, και κάτω από το 4 (3,88) περίπου 15 χρόνια αργότερα.

pinakas 10.1

Πηγή: Siampos (1991, σελ. 293, 295, 297, 300), Μπαλτάς (2014, σελ. 2, Πίνακας 1), Eurostat (2015α), EuropeanDemographicDataSheet (2012 και 2014).

Πίνακας 10.1 Δείκτης Ολικής Γονιμότητας (ΔΟΓ) και Δείκτης Γενεαλογικής Γονιμότητας (ΔΓΓ) στην Ελλάδα από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα.

 

Γενικά, η συρρίκνωση της γονιμότητας συνεχίστηκε κατά τη μεταπολεμική περίοδο, με αποτέλεσμα τα χαμηλά επίπεδα τα οποία καταγράφονται κατά την τελευταία εικοσαετία, να είναι χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Η μακροχρόνια τάση συρρίκνωσης της αναπαραγωγικής συμπεριφοράς στην Ελλάδα αποτυπώνεται, επίσης, στη μείωση της γενεαλογικής γονιμότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ-κατά μέσο όρο- οι γυναίκες που γεννήθηκαν στην Ελλάδα κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα γεννούσαν κατ’ ελάχιστο τρία (3) παιδιά και σε αρκετές περιπτώσεις πάνω από 7 παιδιά, ενώ το αντίστοιχο μέγεθος για τις μεταπολεμικές γενιές κυμαινόταν μεταξύ 1,6 και 2 παιδιά.

Αναμφίβολα, η μη-αντικατάσταση των μεταπολεμικών γενεών στον πληθυσμό της Ελλάδας, θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για την εξέλιξη του συνολικού πληθυσμού τις επόμενες δεκαετίες. Θα πρέπει πάντως να τονιστεί, ότι, λόγω της υψηλής θνησιμότητας στις μικρές και τις νεαρές ηλικίες, τα υψηλά επίπεδα γονιμότητας κατά τον 19ο αιώνα δεν αποτυπώνονταν σε αντίστοιχα μεγέθη, αναφορικά με την αναπαραγωγή και την αύξηση του πληθυσμού. Οι εκτιμήσεις που υπάρχουν (Siampos, 1991) φανερώνουν ότι, αν και οι γενιές που γεννήθηκαν πριν από το 1870 πιθανώς αντικαταστάθηκαν (το επίπεδο αντικατάστασης εκτιμάται σε 6,1, 5,9 και 5,4 παιδιά ανά γυναίκα για τις γενιές του 1850, 1860 και 1870 αντίστοιχα), δεν συνέβη το ίδιο για τις γενιές που γεννήθηκαν από το 1880 και μετά.

Μια πιο αναλυτική ματιά για την εξέλιξη των δεικτών γονιμότητας κατά την μεταπολεμική περίοδο, φανερώνει ότι ο μέσος ετήσιος αριθμός παιδιών, μετά από κάποιες σχετικά ασθενείς μεταβολές από το 1956 έως το τέλος της δεκαετίας του 1970, μειώθηκε απότομα κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και κινήθηκε σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα για μία περίπου δεκαπενταετία (Διάγραμμα 10.1).

diagramma 10.1

Σημείωση: Η χρονική διαφορά μεταξύ των δύο δεικτών είναι τα 28 έτη, το οποίο αποτελεί μια εκτίμηση της γενεαλογικής μέσης ηλικίας τεκνοποίησης. 

Πηγή:Siampos (1991, σελ. 297, 300), Μπαλτάς (2014, σελ. 2, Πίνακας 1), Eurostat (2015α), EuropeanDemographicDataSheet (2012 και 2014), Κοτζαμάνης (1988, σελ. 157-158 και 183), Κοζαμάνης και Ανδρουλάκη. (2009, σελ 102-103), Μπάγκαβος (2003, σελ. 72) και ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 10.1 Δείκτης Ολικής Γονιμότητας (ΔΟΓ) και Δείκτης Γενεαλογικής Γονιμότητας (ΔΓΓ) στην Ελλάδα κατά την μεταπολεμική περίοδο.  

 

Στη συνέχεια, η μικρή ανάκαμψη του Δ.Ο.Γ κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2000, συνοδεύτηκε από περαιτέρω συρρίκνωσή του κατά την τελευταία πενταετία.

Γενικά, στην Ελλάδα, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη μεταπολεμικά σε πολλές οικονομικά προηγμένες χώρες, δεν παρατηρήθηκε αύξηση της γονιμότητας την περίοδο 1945-1965 (γνωστή και ως baby-boom). Υπήρξε μόνο μια μικρή ανάκαμψη της μέσης ετήσιας γονιμότητας κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1960. Επιπλέον, στην Ελλάδα, αλλά και σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία, τα ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα γονιμότητας (lowest low fertility) της δεκαετίας του 1990 ήταν χωρίς ιστορικό προηγούμενο για την Ευρώπη. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, αν και ο αναλυτικός μηχανισμός μέσα από τον οποίο η οικονομική κρίση επηρεάζει τα επίπεδα γονιμότητας, δεν είναι πλήρως προσδιορισμένος, η συρρίκνωση της γονιμότητας κατά την τελευταία πενταετία συνδέεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τις δυσχερείς οικονομικές συνθήκες.

Επειδή οι μεταβολές των ετήσιων δεικτών γονιμότητας είναι συνάρτηση όχι μόνο της έντασης (αριθμός παιδιών), αλλά και του χρονοδιαγράμματος της γονιμότητας (μέση ηλικία τεκνοποίησης), είναι ενδιαφέρον να μελετηθεί, παράλληλα, η εξέλιξη της γονιμότητας των γενεών (Διάγραμμα 10.1). Αυτό που προκύπτει είναι ότι, ενώ ο Δ.Γ.Γ για τις γενιές των γυναικών που γεννήθηκαν περίπου έως τα μέσα της δεκαετίας του 1950 παρέμεινε σχετικά σταθερός (περίπου 2 παιδιά ανά γυναίκα), οι επόμενες γενιές έφερναν στον κόσμο όλο και λιγότερα παιδιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι για την νεότερη γενιά για την οποία μπορεί με σχετική βεβαιότητα να εκτιμηθεί ο μέσος αριθμός παιδιών (γενιά του 1972), ο αριθμός αυτός είναι γύρω στο 1,6.

Ένα επιπλέον ενδιαφέρον σημείο για την εξέλιξη της γονιμότητας, είναι η μελέτη του χρονοδιαγράμματός της, δηλαδή οι μεταβολές που συντελούνται διαχρονικά αναφορικά με τη μέση ηλικία απόκτησης των παιδιών. Γενικά, στις περιπτώσεις όπου ο ρόλος των γυναικών είναι στενά συνδεδεμένος με την αναπαραγωγή και την οικογένεια, η γονιμότητα είναι υψηλή και η μέση ηλικία τεκνοποίησης είναι χαμηλή, αφού η αναπαραγωγή ξεκινά από χαμηλές ηλικίες21. Η χειραφέτηση των γυναικών, καθώς και η διεύρυνση του φάσματος των προτιμήσεων και των επιλογών τους, συνδυάζονται με αύξηση της ηλικίας τεκνοποίησης και συρρίκνωσης του μέσου αριθμού παιδιών, δηλαδή: λιγότερα παιδιά και σε μεγαλύτερη ηλικία. Οι μεταβολές αυτές επηρεάζουν την εξέλιξη του Δ.Ο.Γ, από την άποψη ότι, μια αύξηση του δείκτη αυτού μπορεί να υποκρύπτει μεταβολές στο χρονοδιάγραμμα και όχι στην ένταση της γονιμότητας.

Πάντως, ανεξάρτητα από τη σχέση χρονοδιαγράμματος και μεταβολών του Δ.Ο.Γ, η μέση ηλικία τεκνοποίησης και η μέση ηλικία απόκτησης του πρώτου παιδιού αυξήθηκαν σημαντικά τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα (Διάγραμμα 10.2).

diagramma 10.2

Πηγή:Eurostat (2015α).

Διάγραμμα 10.2 Μέση ηλικία τεκνοποίησης και μέση ηλικίας απόκτησης πρώτου παιδιού στην Ελλάδα από το 1960 έως το 2013. 

 

Συγκριμένα, η μέση ηλικία τεκνοποίησης μετά από μια περίοδο συρρίκνωσης μεταξύ 1960 και 1980 (από τα 29 στα 26 έτη αντίστοιχα), αυξάνονταν συνεχώς, με αποτέλεσμα στις μέρες μας να είναι περίπου στα 31 έτη. Η αύξηση αυτή, συναρτάται με το γεγονός ότι, με την πάροδο του χρόνου οι γυναίκες αποφασίζουν να γίνουν μητέρες σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία. Είναι χαρακτηριστικό ότι, μεταξύ 1990 και 2013, η μέση ηλικία απόκτησης του πρώτου παιδιού αυξήθηκε από τα 26 στα 30 έτη.

Η έλευση των παιδιών σε μικρότερες ηλικίες κατά την περίοδο 1960-1980, καθώς και η «καθυστέρηση» στην εκδήλωση της γονιμότητας και «μετατόπιση» της γέννησης των παιδιών σε μεγαλύτερες ηλικίες από το 1980 και μετά, αποτυπώνεται στις διαχρονικές αλλαγές αναφορικά με το κατά ηλικία πρότυπο της γονιμότητας (Διάγραμμα 10.3).

diagramma 10.3

Πηγή:Eurostat (2015β).

Διάγραμμα 10.3 Το κατά ηλικία πρότυπο γονιμότητας στην Ελλάδα σε επιλεγμένα έτη.

 

Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ το 1960 η υψηλότερη γονιμότητα (περίπου 160 γεννήσεις σε 1.000 γυναίκες) εντοπίζονταν στις ηλικίες 25-29 ετών, το 1980 αφορούσε στις ηλικίες 20-24 ετών, το 2000 τις ηλικίες 25-29 ετών και το 2013 τις γυναίκες ηλικίας 30-34 ετών. Παράλληλα, συρρικνώνεται η ένταση της γονιμότητας, αφού τα υψηλότερα επίπεδα που παρατηρήθηκαν το 1960 και το 1980 ήταν περίπου διπλάσια από τα αντίστοιχα επίπεδα το 2000 και του 2013 (περίπου 80 γεννήσεις ανά 1.00 γυναίκες).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, παρουσιάζει και η αποτύπωση της εξέλιξης της γονιμότητας κατά ηλικία (Διάγραμμα 10.4). Αυτό που προκύπτει είναι ότι, η προαναφερόμενη ασθενής ανάκαμψη της γονιμότητας στην Ελλάδα κατά την δεκαετία του 1960 σχετίζεται με την αύξηση της γονιμότητας στις ηλικίες κάτω των 29 ετών. Η αύξηση στις ηλικίες 15-19 και 20-24 ετών συνεχίστηκε περίπου έως το 1980, γεγονός που αποτυπώνεται στην προαναφερόμενη μείωση της μέσης ηλικίας τεκνοποίησης μεταξύ των ετών 1960 και 1980. Αντίθετα, η διεύρυνση της ηλικίας αυτής από το 1980 και μετά, συναρτάται με την σταδιακή αύξηση της γονιμότητας στις ηλικίες άνω των 30 ετών και τη σχεδόν συνεχή μείωση στις ηλικίες κάτω των 30 ετών. Ενδιαφέρον, επίσης προκαλεί το γεγονός ότι η μείωση του ετήσιου δείκτη γονιμότητας κατά την τελευταία πενταετία, συνδέεται με τη μείωση της γονιμότητας σε όλες τις ηλικίες, εκτός από αυτή των 35 ετών και άνω.

diagramma 10.4

Πηγή:Eurostat (2015β).

Διάγραμμα 10.4 Ειδικοί κατά ηλικιακές ομάδες δείκτες γονιμότητας στην Ελλάδα (1960-2013), (για 1.000 γυναίκες).

 

Αν και η πραγματική αποτύπωση του ρόλου του χρονοδιαγράμματος και της έντασης της γονιμότητας, για τις διαχρονικές μεταβολές του Δ.Ο.Γ στη μεταπολεμική Ελλάδα, θα απαιτούσε μια πιο εξειδικευμένη προσέγγιση δημογραφικής ανάλυσης (Κοτζαμάνης, 1988), αυτά τα οποία προκύπτουν συμπερασματικά είναι τα εξής. Γενικά στην Ελλάδα, η γονιμότητα ήταν και παραμένει ιδιαίτερα χαμηλή. Τα σχετικά υψηλά επίπεδα της μέσης ετήσιας γονιμότητας πριν το 1980 συναρτώνται περισσότερο με το χρονοδιάγραμμα (μείωση της μέσης ηλικίας τεκνοποίησης) παρά με την ένταση της γονιμότητας. Οι αλλαγές στο χρονοδιάγραμμα (αύξηση της μέσης ηλικίας τεκνοποίησης) επηρέασαν την εξέλιξη του Δ.Ο.Γ κατά την περίοδο μετά το 1980, αλλά η επίπτωση αυτή εμπίπτει σ’ ένα πλαίσιο ασθενούς έντασης της γονιμότητας.

 

10.1.4. Μορφές διαφορικής γονιμότητας στην Ελλάδα

10.1.4.1. Διαφορική γονιμότητα κατά φύλο

Γενικά στη Δημογραφία, η γονιμότητα των ανδρών αποτελεί ένα αντικείμενο το οποίο δεν μελετάται συχνά (Zhang, 2011). Παρόλα αυτά, η πρόσφατη οικονομική κρίση επανέφερε στο προσκήνιο το ενδιαφέρον της μελέτης της αναπαραγωγικής συμπεριφοράς και για τα δύο φύλα, στο βαθμό που οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες μπορούν να επηρεάσουν διαφορετικά τη γονιμότητα των ανδρών και των γυναικών. Το γεγονός ότι στην Ελλάδα, το σύστημα καταγραφής των γεννήσεων επιτρέπει να γνωρίζουμε την ηλικία όχι μόνο της μητέρας, αλλά και του πατέρα, συνδυάστηκε με την εκπόνηση μελετών αναφορικά με την διαφορική γονιμότητα κατά φύλο (Tragaki and Bagavos, 2014). Στον υπολογισμό των ετήσιων δεικτών γονιμότητας για άνδρες και γυναίκες ξεχωριστά, συνδυάζονται οι γεννήσεις, με βάση την ηλικία της μητέρας, σε σχέση με το μέσο πληθυσμό των γυναικών στις αντίστοιχες ηλικίες καθώς και οι γεννήσεις, με βάση την ηλικία του πατέρα, σε σχέση με το μέσο πληθυσμό των ανδρών στις αντίστοιχες ηλικίες.

Ένα πρώτο αποτέλεσμα το οποίο προκύπτει είναι ότι, στην Ελλάδα, οι γυναίκες, έχουν γενικά υψηλότερη γονιμότητα από τους άνδρες (Διάγραμμα 10.5). Μάλιστα, η διαφορά, ενώ είναι πολύ μικρή σε περιόδους μείωσης της γονιμότητας, τείνει να διευρύνεται σε περιόδους αύξησης της γονιμότητας. Αξίζει επίσης να σημειωθεί, ότι, παρά την διαφορά στο επίπεδο της γονιμότητας, η διαχρονική τάση εξέλιξής της δε διαφοροποιείται σημαντικά μεταξύ ανδρών και γυναικών.

diagramma 10.5

Πηγή: Tragaki and Bagavos (2014), Bagavos and Tragaki (υπό δημοσίευση) και ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 10.5 Δείκτες Ολικής Γονιμότητας για άνδρες και γυναίκες στην Ελλάδα (1992-2011).

 

Ένα δεύτερο σημείο προσοχής, αν κι ως ένα βαθμό είναι αναμενόμενο ως αποτέλεσμα, είναι ότι οι άνδρες γίνονται γονείς σε μεγαλύτερη ηλικία από ότι οι γυναίκες (Διάγραμμα 10.6). Παρατηρείται ότι, και στα δύο έτη (2001 και 2011) το ηλικιακό προφίλ της γονιμότητας των ανδρών είναι πιο «μετατοπισμένο» προς τα δεξιά, δηλαδή προς τις υψηλότερες ηλικίες. Γενικά, η διαφορά στη μέση ηλικία τεκνοποίησης είναι περίπου τα 5 έτη. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι, οι γυναίκες έως την ηλικία των 34 ετών έχουν ολοκληρώσει περίπου το 78-85% της γονιμότητάς τους, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στους άνδρες κυμαίνεται μεταξύ 51-59%.

diagramma 10.6b

Σημείωση: Η μέση ηλικίας τεκνοποίησης το 2001 ήταν 33,7 και 28,8 έτη για άνδρες και γυναίκες αντίστοιχα, ενώ τα μεγέθη για το 2011 ήταν 34,7 και 30 έτη. Μόνιμος πληθυσμός απογραφών 2001 και 2011.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2015α και 2015β) και Eurostat (2015γ).

Διάγραμμα 10.6 Το κατά ηλικία πρότυπο γονιμότητας ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα (2001, 2011).

 

10.1.4.2. Διαφορική γονιμότητα κατά επίπεδο εκπαίδευσης και κατάσταση απασχόλησης

Το επίπεδο εκπαίδευσης θεωρείται βασικός παράγοντας διαφοροποίησης της γονιμότητας (Wood et al., 2014; Vienna Yearbook of Population Research, 2012). Μέσα από ένα σχετικά άγνωστο πλέγμα αλληλεπιδράσεων, η αύξηση του εκπαιδευτικού επιπέδου επιδρά στη γονιμότητα μέσω του χρόνου ο οποίος απαιτείται για την ολοκλήρωση μιας εκπαιδευτικής βαθμίδας, αλλά κυρίως μέσω των αλλαγών που αυτή επιφέρει αναφορικά με τις στάσεις και τις προτιμήσεις των ατόμων. Ίσως η σημαντικότερη από τις αλλαγές αυτές συναρτάται με το γεγονός ότι, το υψηλό μορφωτικό επίπεδο συσχετίζεται με τη μεγαλύτερη συμμετοχή των ατόμων στην αγορά εργασίας.

Στην Ελλάδα, η μέση γονιμότητα των γυναικών διαφοροποιείται σημαντικά, ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο (Πίνακας 10.2).

 pinakas 10.2

Σημείωση: Χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο: Δεν έχουν ολοκληρώσει το λύκειο. Μέσο εκπαιδευτικό επίπεδο: Έχουν ολοκληρώσει το λύκειο αλλά δεν έχουν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Υψηλό: Έχουν τουλάχιστον πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Μόνιμος πληθυσμός απογραφών 2001 και 2011.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2015α και 2015γ) και Eurostat (2015γ).

Πίνακας 10.2 Δείκτης Ολικής Γονιμότητας (ΔΟΓ) κατά εκπαιδευτικό επίπεδο και φύλο στην Ελλάδα σε επιλεγμένα έτη (2001, 2011). 

 

Μάλιστα, η διαφοροποίηση αυτή αποτυπώνεται και με βάση την γενεαλογική γονιμότητα (Bagavos, 2010). Αντίθετα, στους άνδρες, ο βαθμός διαφοροποίησης είναι αισθητά περιορισμένος. Συγκεκριμένα, οι γυναίκες χαμηλού μορφωτικού επιπέδου έχουν αισθητά υψηλότερη γονιμότητα από εκείνες με μέσο και κυρίως με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Το 2001 και το 2011 ο Δ.Ο.Γ των γυναικών οι οποίες ήταν απόφοιτες γυμνασίου είχαν μεταξύ 18% και 77% υψηλότερη γονιμότητα από όσες ήταν απόφοιτες λυκείου ή είχαν ολοκληρώσει τις σπουδές σε μια ανώτατης σχολής. Πάντως, το ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο γονιμότητας των γυναικών αυτών, το 2011 (2,14) θα πρέπει πιθανότατα να συνδυαστεί με την παρουσία αλλοδαπών γυναικών στην Ελλάδα (βλ. Κεφάλαιο 12).

Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των φύλων είναι ακόμη πιο έντονες εάν ληφθεί υπόψη η διάσταση της κατάστασης απασχόλησης (Πίνακας 10.3). Στην περίπτωση των ανδρών, η γονιμότητα σχετίζεται αποκλειστικά με τους απασχολούμενους, αφού ο Δ.Ο.Γ αυτών που δεν απασχολούνται (είτε είναι άνεργοι, είτε βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας) είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Είναι πιθανό, το εύρος της διαφορικής γονιμότητας των ανδρών με βάση την κατάσταση απασχόλησης, να υποδηλώνει ότι στην Ελλάδα, η απασχόληση αποτελεί μια αναγκαία συνθήκη για τους άνδρες προκειμένου να αποφασίσουν να αποκτήσουν παιδιά.

pinakas 10.3

Σημείωση: Στους μη απασχολούμενους συμπεριλαμβάνονται οι άνεργοι και οι μη-ενεργοί (άτομα που δεν είναι ούτε απασχολούμενοι ούτε άνεργοι). Μόνιμος πληθυσμός απογραφών 2001 και 2011.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2015α και 2015δ) και Eurostat (2015γ).

Πίνακας 10.3 Δείκτης Ολικής Γονιμότητας (ΔΟΓ) κατά κατάσταση απασχόλησης και φύλο στην Ελλάδα σε επιλεγμένα έτη (2001, 2011).

 

Το ενδιαφέρον στοιχείο στην περίπτωση των γυναικών είναι ότι η απασχόλησή τους δε συνοδεύεται απαραίτητα από χαμηλή γονιμότητα. Έτσι, ενώ το 2001 οι απασχολούμενες γυναίκες έφεραν στον κόσμο λιγότερα παιδιά από τις μη-απασχολούμενες (1,13 και 1,35 αντίστοιχα), το 2011 ο Δ.Ο.Γ των απασχολούμενων γυναικών ήταν περίπου 16% υψηλότερος από αυτόν των μη-απασχολούμενων (1,53 και 1,31 αντίστοιχα). Αν και το αποτέλεσμα αυτό δε θα μπορούσε απαραίτητα να γενικευτεί, θα μπορούσε παρόλα αυτά να συνδυαστεί με το αυξανόμενο μορφωτικό επίπεδο των γυναικών.

Στον Πίνακα 10.4 εμφανίζονται τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων για τη μέση γονιμότητα ανδρών και γυναικών με βάση το μορφωτικό επίπεδο και την κατάσταση απασχόλησης το έτος 2011. Στην περίπτωση των ανδρών, τα αποτελέσματα είναι παρόμοια με τα παραπάνω, δηλαδή, ανεξάρτητα από το μορφωτικό επίπεδο, η γονιμότητα των ανδρών είναι υπόθεση των απασχολούμενων και όχι των μη-απασχολούμενων. Αντίθετα, στις γυναίκες χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και οι οποίες δεν απασχολούνται, εμφανίζεται υψηλότερη γονιμότητα (2,36). Πάντως, στην περίπτωση των γυναικών θα πρέπει να σταθεί κανείς στο γεγονός ότι, οι απασχολούμενες τόσο με μέσο όσο και με υψηλό μορφωτικό επίπεδο έχουν υψηλότερη γονιμότητα (1,62 και 1,37 αντίστοιχα) από αυτές που δεν απασχολούνται (1,27 και 0,76 για μέσο και υψηλό μορφωτικό επίπεδο αντίστοιχα). Τα αποτελέσματα αυτά αφήνουν να διαφανεί ότι, όταν η βελτίωση του εκπαιδευτικού επιπέδου των γυναικών συνδυάζεται με επακόλουθη απασχόλησή τους στην αγορά εργασίας, η γονιμότητά τους είναι υψηλότερη από αυτή που θα είχαν εάν δεν απασχολούνταν.

pinakas 10.4

Σημείωση: Μόνιμος πληθυσμός απογραφής 2011.
Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2015α) και Eurostat (2015γ).

Πίνακας 10.4 Δείκτης Ολικής Γονιμότητας (ΔΟΓ) κατά επίπεδο εκπαίδευσης, κατάσταση απασχόλησης και φύλο στην Ελλάδα το 2011.  

 

10.1.4.3. Διαφορική γονιμότητα κατά εκπαιδευτικό επίπεδο και εκπαιδευτικό πεδίο

Μία επιπλέον διάσταση η οποία σχετίζεται με την εκπαίδευση και τη γονιμότητα, αφορά όχι τόσο στο εκπαιδευτικό επίπεδο, όσο στο εκπαιδευτικό πεδίο και την ειδίκευση που αυτό παρέχει (Hoem et al., 2006). Η επιλογή του εκπαιδευτικού πεδίου σχετίζεται με τη γονιμότητα μέσω μιας σειράς αλληλεπιδράσεων. Αρχικά, η επιλογή αυτή μπορεί να υποδηλώνει τις στάσεις και τις προτιμήσεις των ατόμων σε σχέση με την αναπαραγωγή. Επιπρόσθετα, μπορεί να καθορίσει το είδος απασχόλησης των ατόμων και επομένως, την μελλοντική δυνατότητα συνύπαρξης επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής. Τέλος, η επιλογή αυτή, μπορεί στην διάρκεια σπουδών του ατόμου, να διαμορφώσει στάσεις και προτιμήσεις αναφορικά με τη γονιμότητα.

Στην Ελλάδα, η διερεύνηση της σχέσης εκπαιδευτικού πεδίου και γονιμότητας είναι εφικτή, με βάση τα δεδομένα των απογραφών τα οποία αναφέρονται στον αριθμό παιδιών και στο τμήμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από το όποιο έχουν αποφοιτήσει οι ερωτώμενες γυναίκεςΣτην Ελλάδα, η διερεύνηση της σχέσης εκπαιδευτικού πεδίου και γονιμότητας είναι εφικτή, με βάση τα δεδομένα των απογραφών τα οποία αναφέρονται στον αριθμό παιδιών και στο τμήμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από το όποιο έχουν αποφοιτήσει οι ερωτώμενες γυναίκες (Bagavos, 2010). (Bagavos, 2010).

Στον Πίνακα 10.5 αποτυπώνονται τα αποτελέσματα μιας τέτοιας προσέγγισης που βασίζεται στα δεδομένα της απογραφής του 2001 για τις γυναίκες που γεννήθηκαν στην Ελλάδα μεταξύ των ετών 1955-1959 (γενιά 1955-59). Στο ποσοστό των γυναικών χωρίς παιδιά, που είναι ο κατ’εξοχήν δείκτης γονιμότητας για τις αναλύσεις αυτές (Bagavos, 2010), έχουν προστεθεί ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα και ο μέσος αριθμός παιδιών ανά μητέρα της γενιάς αυτής (Δ.Γ.Γ), αφού οι αντίστοιχες γυναίκες το 2001 είχαν συμπληρώσει την ηλικία των 40 ετών. Η κατάταξη των εκπαιδευτικών πεδίων έγινε με βάση την διεθνή πρακτική (ISCED_1997) και αφορά μόνο στις γυναίκες με πτυχίο ΑΕΙ.

pinakas 10.5

Πηγή:Bagavos (2010) και ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από την απογραφή του 2001.

Πίνακας 10.5 Ποσοστό γυναικών χωρίς παιδιά και Δείκτες Γενεαλογικής Γονιμότητας των γυναικών και των μητέρων κατά επίπεδο εκπαιδευτικό πεδίο στην Ελλάδα (γυναίκες με πτυχίο ΑΕΙ που γεννήθηκαν μεταξύ 1955 και 1959). 

 

Από τα αποτελέσματα προκύπτει ότι, το υψηλότερο ποσοστό των γυναικών που δεν τεκνοποίησε, εντοπίζεται σ’ αυτές που έχουν αποφοιτήσει από Τμήματα Καλών Τεχνών (29,3%) και Θεολογίας (26,6%), ενώ το υψηλότερο ποσοστό αυτών που έγιναν μητέρες αφορά σε εκπαιδευτικά πεδία, όπως η Οδοντιατρική (14,8%), η Χημεία (16,7%) και τα Μαθηματικά (17%). Γενικά, περίπου για τις μισές από τις προαναφερόμενες σχολές τα ποσοστά των γυναικών χωρίς παιδιά είναι πάνω από το μέσο όρο που αφορά στο σύνολο των ΑΕΙ (18,9%) και για τις υπόλοιπες μισές είναι κάτω από το επίπεδο αυτό.

Η παράλληλη εξέταση του μέσου αριθμού παιδιών ανά γυναίκα και ανά μητέρα, οδηγεί σε μία ενδιαφέρουσα επισήμανση. Τα υψηλά ποσοστά γυναικών χωρίς παιδιά για κάποια εκπαιδευτικά πεδία, δεν σημαίνουν απαραίτητα ότι όλες οι γυναίκες με τα αντίστοιχα πτυχία είχαν χαμηλή γονιμότητα. Ειδικότερα, γι’ αυτές με πτυχίο θεολογικής, όπου όπως προαναφέρθηκε, τα ποσοστά των γυναικών χωρίς παιδιά είναι υψηλά, ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα και, κυρίως, ο μέσος αριθμός παιδιών ανά μητέρα είναι επίσης υψηλός (1,62 και 2,20 αντίστοιχα). Το ίδιο θα μπορούσε να παρατηρηρηθεί και στην περίπτωση των τμημάτων νοσηλευτικής, όπου ενώ τα ποσοστά αυτών που δεν έγιναν μητέρες είναι κοντά στο μέσο όρο (18,7%), η μέση γονιμότητα των γυναικών (1,74) και των μητέρων (2,14) είναι από τις υψηλότερες. Το γεγονός αυτό παραπέμπει σε κάποιες καταστάσεις «επιλεκτικότητας-selectivity», από την άποψη ότι, στις προαναφερόμενες κατηγορίες εκπαιδευτικών επιπέδων, διαφαίνονται δύο κατηγορίες γυναικών: αυτές που δε φέρνουν στο κόσμο παιδιά και αυτές που φέρνουν στον κόσμο σχετικά πολλά παιδιά.

Αναμφίβολα, το τελικό επίπεδο γονιμότητας των γυναικών, συναρτάται μεν με το εκπαιδευτικό πεδίο, αλλά και με την άσκηση συγκεκριμένου επαγγέλματος μετά την λήψη του πτυχίου. Αυτό σημαίνει, ότι ακόμη και στην περίπτωση της λήψης πτυχίου από το ίδιο τμήμα, η τελική γονιμότητα των γυναικών μπορεί να διαφοροποιείται ανάλογα με το είδος και τις συνθήκες απασχόλησής τους. Στον Πίνακα 10.6 αποτυπώνονται κάποιες διαφοροποιήσεις που προκύπτουν από τον συνδυασμό του εκπαιδευτικού πεδίου με το επάγγελμα των γυναικών της προαναφερόμενης γενιάς. Τα εκπαιδευτικά πεδία αφορούν στις φυσικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, στο δίκαιο και στα οικονομικά. Στην περίπτωση τόσο των φυσικών όσο και των ανθρωπιστικών επιστημών, οι γυναίκες πτυχιούχοι που εργάζονταν ως καθηγήτριες μέσης εκπαίδευσης στο Δημόσιο είχαν γενικά υψηλότερη γονιμότητα από εκείνες που ασκούσαν το ίδιο επάγγελμα στον Ιδιωτικό τομέα (ιδιωτικά σχολεία ή φροντιστήρια). Παρόμοιες διαφοροποιήσεις εντοπίζονται για όσες τελείωσαν νομικές σχολές και απασχολούνται είτε ως δικηγόροι ή σύμβουλοι επιχειρήσεων είτε ως συμβολαιογράφοι, καθώς και γι αυτές που έχουν πτυχίο οικονομικών και απασχολούνται είτε ως ελεύθεροι επαγγελματίες είτε ως οικονομολόγοι στο δημόσιο. Αναμφίβολα, οι οικονομικές απολαβές και η δυνατότητα που έχουν τα άτομα, στο πλαίσιο της άσκησης συγκεκριμένης απασχόλησης, να ανταποκρίνονται στις επαγγελματικές και οικογενειακές τους υποχρεώσεις, συναρτώνται με τις προαναφερόμενες διαφοροποιήσεις.

pinakas 10.6

Πηγή: Bagavos (2010) και ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από την απογραφή του 2001.

Πίνακας 10.6 Ποσοστό γυναικών χωρίς παιδιά και Δείκτες Γενεαλογικής Γονιμότητας των γυναικών και των μητέρων κατά εκπαιδευτικό πεδίο και επάγγελμα στην Ελλάδα (γυναίκες που γεννήθηκαν μεταξύ 1955 και 1959).

 

10.1.4.4. Διαφορική γονιμότητα κατά βαθμό αστικότητας και γεωγραφική περιοχή

Η αναφορά σε καταστάσεις διαφορικής γονιμότητας με βάση το βαθμό αστικότητας, παραπέμπει σε μια περισσότερο ιστορική διάσταση των καταστάσεων αυτών, υπό την έννοια ότι παλαιότερα, οι έντονες κοινωνικο-οικονομικές διαφοροποιήσεις μεταξύ αγροτικού και αστικού περιβάλλοντος ήταν καθοριστικές για την διαμόρφωση των διαφορών στα επίπεδα γονιμότητας. Στην πιο πρόσφατη περίοδο, αυτό που επιπλέον μπορεί να ενδιαφέρει για την περίπτωση της Ελλάδας, είναι εάν η κοινωνικο-οικονομική σύγκλιση μεταξύ αγροτικών και αστικών περιοχών ή μεταξύ γεωγραφικών ενοτήτων συνοδεύεται από μια αντίστοιχη εξέλιξη αναφορικά με τη γονιμότητα.

Τα στοιχεία που διαμορφώνουν το πλαίσιο των διαφοροποιήσεων μεταξύ αγροτικών και αστικών περιοχών ή μεταξύ γεωγραφικών περιφερειών, καθώς και η σύνδεσή τους με την διαφορική γονιμότητα, συναρτώνται, κυρίως, με την θέση της γυναίκας, με τη γνώση και τη χρήση της αντισύλληψης, με το ρόλο της οικογένειας, ως μονάδα παραγωγής, με την δυνατότητα ανταπόκρισης των ατόμων στις οικογενειακές και τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις, καθώς και με το εύρος των δραστηριοτήτων που προσφέρονται στους γονείς στο πλαίσιο της ανατροφής των παιδιών τους. Επιπρόσθετα, οι ευκαιρίες εξω-οικιακής απασχόλησης, μέσα σ’ ένα καθεστώς βελτίωσης του μορφωτικού επιπέδου, συνιστούν καθοριστικό παράγοντα των διαφοροποιήσεων, αναφορικά με την αναπαραγωγική συμπεριφορά των ατόμων.

Εξετάζοντας τη γονιμότητα επιλεγμένων γενεών στην Ελλάδα, παρατηρείται ότι η διαφορά μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών υφίσταται (Πίνακας 10.7). Με βάση την απογραφή του 2001, εκτιμάται ότι η γενεαλογική γονιμότητα για γενιές που έχουν ολοκληρώσει την αναπαραγωγή τους ήταν περίπου 13% υψηλότερη στις αγροτικές (2,12) από ό,τι στις αστικές περιοχές (1,87). Η διαφορά αυτή είναι κάπως πιο υψηλή (μεταξύ 14% και 17%) για τις νεότερες γενιές, αν και το αποτέλεσμα αυτό συναρτάται με το ότι, πιθανότατα στις αστικές περιοχές δεν έχει ολοκληρωθεί η αναπαραγωγική συμπεριφορά των γυναικών, η οποία αναφέρεται, συνήθως, σε μεγαλύτερες ηλικίες από ό,τι στις αγροτικές περιοχές.

pinakas 10.7

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από την απογραφή του 2001, ΕΛΣΤΑΤ (2015ε).

Πίνακας 10.7 Δείκτης Γενεαλογικής Γονιμότητας (ΔΓΓ) κατά βαθμό αστικότητας στην Ελλάδα (γυναίκες που γεννήθηκαν μεταξύ 1950-1954, 1955-1959 και 1960-1964).

 

Η γεωγραφική διάσταση των διαφορών (Πίνακας 10.8), η οποία συναρτάται με την εκάστοτε κατάταξη σε γεωγραφικές περιφέρειες-ενότητες καταδεικνύει ότι, στην Αττική, η μέση γονιμότητα των προαναφερόμενων γενεών ήταν περίπου κατά 9%με 13% χαμηλότερη από ό,τι η μέση γονιμότητα για το σύνολο της χώρας.

Αντίθετα, σε όλες τις γενιές, στα Νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη, καθώς και στην Κεντρική Ελλάδα, τα μεγέθη ήταν περίπου κατά 10% υψηλότερα από τον εθνικό μέσο όρο, ενώ ήταν επίσης γύρω στο 4% με 6% υψηλότερα στη Βόρεια Ελλάδα.

 pinakas 10.8

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από την απογραφή του 2001, ΕΛΣΤΑΤ (2015ε).

Πίνακας 10.8 Δείκτης Γενεαλογικής Γονιμότητας (ΔΓΓ) κατά γεωγραφική ενότητα στην Ελλάδα (γυναίκες που γεννήθηκαν μεταξύ 1950-1954, 1955-1959 και 1960-1964). 

 

Πάντως, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο, αφορά τη διαχρονική εξέλιξη των διαφοροποιήσεων. Εάν, για τις προαναφερόμενες γεωγραφικές περιοχές, γίνει αντιπαραβολή της εξέλιξης του Δ.Ο.Γ για την περίοδο 1990-2013, με την αντίστοιχη μεταβολή για το σύνολο της χώρας, διαπιστώνεται ότι με την πάροδο του χρόνου, οι διαφορές στη μέση γονιμότητα συρρικνώνονται (Διάγραμμα 10.7). Η εξέλιξη αυτή συναρτάται, κυρίως, με τη μείωση των διαφορών μεταξύ του συνολικού μέσου όρου και της γονιμότητας στα Νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη. Γενικά, υπάρχει μια τάση σύγκλισης των επιπέδων γονιμότητας, η οποία πιθανόν να σχετίζεται με μιας μορφής συρρίκνωση των διαφορών κοινωνικο-οικονομικού χαρακτήρα μεταξύ των προαναφερόμενων περιοχών.

 diagramma 10.7

Σημείωση: Οι χωρικές ενότητες είναι αυτές του 2010.
Πηγή: Eurostat (2015δ).

Διάγραμμα 10.7 Γεωγραφικές διαφοροποιήσεις αναφορικά με τον Δείκτη Ολικής Γονιμότητας στην Ελλάδα (1990-2013), (ΔΟΓ ίσος με 1 σε εθνικό επίπεδο).  

 

10.2. Συνολική και διαφορική θνησιμότητα στην Ελλάδα

10.2.1 Το γενικό πλαίσιο και οι προσδιοριστικοί παράγοντες της μείωσης της θνησιμότητας

Η μελέτη των παραγόντων που ιστορικά επηρέασαν την εξέλιξη των επιπέδων θνησιμότητας συνδέεται άμεσα με τις αλλαγές αναφορικά με τη σημαντικότητα συγκεκριμένων αιτιών θανάτου στις διάφορες χρονικές περιόδους. Επιπλέον, οι αλλαγές αυτές, έχουν άμεση συνάρτηση με τον βαθμό κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης. Το πρότυπο της διαχρονικής συρρίκνωσης της θνησιμότητας, όπως αυτό παρατηρήθηκε αρχικά στην Ευρώπη και στην συνέχεια στον υπόλοιπο κόσμο, φανερώνει ότι, η υψηλή θνησιμότητα που επικρατούσε στην Γηραιά Ήπειρο περίπου έως τα μέσα του 18ου αιώνα, ήταν αποτέλεσμα της διάδοσης μεταδοτικών και μολυσματικών ασθενειών. Αυτή, η κατά κάποιο τρόπο «εξωγενής» θνησιμότητα, η οποία έπληττε κυρίως δύο ηλικιακές ομάδες ιδιαίτερα ευάλωτες στις μολυσματικές παθήσεις, τα βρέφη και τα παιδιά έως την ηλικία των πέντε (5) ετών, αντικατοπτρίζονταν στα χαμηλά επίπεδα της μέσης διάρκειας ζωής (γύρω στα 25-30 έτη). Αυτό βέβαια δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πριν την δημογραφική μετάβαση η θνησιμότητα παρέμενε σταθερά σε υψηλά επίπεδα (Chesnais, 1986). Υπήρχαν χρονικές περίοδοι κατά τις οποίες η θνησιμότητα μειώνονταν. Η διαφορά σε σχέση με αυτό που συνέβη τους τελευταίους δύο αιώνες, έγκειται στο γεγονός ότι η όποια συρρίκνωση της θνησιμότητας ήταν παροδική και δεν είχε σταθερό-μόνιμο χαρακτήρα. Ουσιαστικά, μετά την περίοδο μείωσης της θνησιμότητας, συνήθως ακολουθούσε μια απότομη αύξησή της («θνησιμότητα κρίσης»), ως συνέπεια π.χ. μιας κακής σοδειάς ή της εμφάνισης μιας μεταδοτικής ασθένειας η οποία σε κάποιες περιπτώσεις αφάνιζε το 40% του πληθυσμού μιας περιοχής.

Στην πορεία, μέσα σ’ ένα πλαίσιο κοινωνικο-οικονομικού εκσυγχρονισμού, άρχισαν να αντιμετωπίζονται οι μεταδοτικές ασθένειες, να συρρικνώνεται η βρεφική και η παιδική θνησιμότητα και σταδιακά ν’ αυξάνει το προσδόκιμο επιβίωσης στη γέννηση. Παράλληλα, διευρύνεται η σημασία μιας, ως ένα βαθμό, «ενδογενούς» θνησιμότητας η οποία πλέον σχετίζεται με πιο σύγχρονες αιτίες θανάτου και ειδικότερα με τις εκφυλιστικές παθήσεις. Με την πάροδο του χρόνου, η μείωση της θνησιμότητας αφορά στις ενδιάμεσες ηλικίες και με πιο αργούς ρυθμούς στις μεγαλύτερες ηλικίες.

Ουσιαστικά, το προαναφερόμενο, και ως ένα βαθμό γενικευμένο, πρότυπο μιας «μετάβασης» από υψηλά σε σταθερά χαμηλά επίπεδα θνησιμότητας και από χαμηλά σε σταθερά υψηλά προσδόκιμα επιβίωσης, υποδεικνύει ότι, η υψηλή θνησιμότητα συναρτάται με χαμηλό βαθμό κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης. Το γεγονός αυτό επιτρέπει την εξάπλωση μεταδοτικών ασθενειών, εξέλιξη η οποία οδηγεί σε υψηλά επίπεδα βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας και συνεπώς σε ασθενή προσδόκιμα επιβίωσης. Αντίθετα, μέσα από τη σταδιακή διεύρυνση της κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης, αντιμετωπίζονται οι μολυσματικές ασθένειες, ελαχιστοποιείται η θνησιμότητα των βρεφών και των παιδιών και αυξάνει η μέση διάρκεια ζωής. Επιπλέον, διευρύνεται η σημασία των εκφυλιστικών παθήσεων, οι οποίες πλήττουν τα μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα, χωρίς παρόλα αυτά να εμποδίζεται η περαιτέρω αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης.

Η απαρχή της σταθερής μείωσης της θνησιμότητας, ως συνέπεια της αντιμετώπισης των μεταδοτικών ασθενειών, συναρτάται κυρίως με τέσσερις παράγοντες: α) την ατομική υγιεινή (π.χ. ο συχνός καθαρισμός και η χρήση του σαπουνιού), β) τη δημόσια υγιεινή (π.χ. η δημιουργία ενός σύγχρονου συστήματος ύδρευσης και αποχέτευσης), γ) τη βελτίωση των συνθηκών διατροφής και δ) την ιατρική πρόοδο (Ταπεινός, 1993). Σε μια πρώτη φάση, οι δύο πρώτοι παράγοντες έχουν ιδιαίτερη σημασία, αφού η βελτίωση της ατομικής και της δημόσιας υγιεινής εμποδίζουν την μετάδοση των ασθενειών μεταξύ ατόμων ή την μετάδοση ασθενειών μέσω των λημμάτων και του μη-πόσιμου νερού. Η σημασία της διατροφής έγκειται στο γεγονός ότι, στο βαθμό που τα άτομα λαμβάνουν ένα ικανοποιητικό αριθμό θερμίδων, δηλαδή παύουν να υποσιτίζονται, ο οργανισμός τους καθίσταται πιο ανθεκτικός σε νόσους που σχετίζονται με μολυσματικές ασθένειες. Σε ό,τι αφορά στην ιατρική πρόοδο, η αναμφίβολα θετική επίπτωσή της πιθανότατα έπεται των άλλων τριών παραγόντων, στο βαθμό που οι εμβολιασμοί και η θεραπεία σ’ ένα ασφαλές νοσοκομειακό περιβάλλον απαίτησαν αρκετό χρόνο προκειμένου να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά για την αντιμετώπιση των μεταδοτικών ασθενειών. Πάντως, με την πάροδο του χρόνου, ο τελευταίος αυτός παράγοντας κατέστη αναμφίβολα ο πιο σημαντικός για την αντιμετώπιση της θνησιμότητας.

Γενικά, η ελαχιστοποίηση της θνησιμότητας, μπορεί να αποδοθεί σε δύο κατηγορίες παραγόντων: α) τους οργανωτικούς, και β) τους πολιτιστικούς ή πολιτισμικούς (Τσαούσης, 1997). Οι πρώτοι αφορούν στα μέτρα που λαμβάνει και στα μέσα που χρησιμοποιεί η πολιτεία προκειμένου να αντιμετωπιστεί η θνησιμότητα, ενώ οι δεύτεροι παράγοντες συναρτώνται με τον βαθμό αποδοχής και χρήσης των μέτρων και των μέσων αυτών από τα άτομα που αποτελούν ένα πληθυσμό. Στους οργανωτικούς παράγοντες εντάσσονται η γενικότερη πρόοδος στον τομέα της ιατρικής, η παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, η λήψη μέτρων προληπτικής ιατρικής, καθώς και η γενικότερη βελτίωση της δημόσιας υγιεινής. Στους πολιτιστικούς ή πολιτισμικούς παράγοντες ιδιαίτερη θέση κατέχει η αύξηση του επιπέδου εκπαίδευσης του πληθυσμού. Ουσιαστικά, με την βελτίωση του μορφωτικού επιπέδου, τα άτομα αναγνωρίζουν τη σημασία της σύγχρονης ιατρικής και της πρόληψης, πείθονται για το γεγονός ότι υπάρχουν μορφές θνησιμότητας που είναι αντιμετωπίσιμες, δίνουν ιδιαίτερη σημασία στην ατομική υγιεινή και αποφεύγουν στάσεις και συμπεριφορές που συσχετίζονται με υψηλό κίνδυνο θνησιμότητας.

10.2.2. Η μακροχρόνια πτώση της θνησιμότητας στην Ελλάδα

Η διαρκής συρρίκνωση της θνησιμότητας στην Ελλάδα τα τελευταία 130 χρόνια, αποτυπώνεται εύλογα στην εξέλιξη του προσδόκιμου επιβίωσης κατά τη γέννηση (Διάγραμμα 10.8). Από τους διαθέσιμους πίνακες επιβίωσης προκύπτει ότι, ενώ ένα βρέφος που γεννήθηκε στην Ελλάδα στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, είχε μπροστά του περίπου 37 χρόνια ζωής, σήμερα το αντίστοιχο μέγεθος είναι 2,2 φορές υψηλότερο (81,4 έτη). Μάλιστα οι εκτιμήσεις για τα μέσα του 19ου αιώνα (Σιάμπος, 1973; Βαλαώρας, 1974), δίνουν ένα προσδόκιμο επιβίωσης περίπου στα 28 έτη.

diagramma 10.8

Πηγή: Παπαδάκης και Τσίμπος. (1993, σελ. 70), Eurostat (2015ε) και ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 10.8: Η διαχρονική αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης στη γέννηση στην Ελλάδα (σύνολο φύλων).

 

Η ιδιαίτερα σημαντική συρρίκνωση της θνησιμότητας, σχετίζεται με τη μείωση των πιθανοτήτων θανάτου στις διάφορες ηλικίες. Βέβαια, η μείωση αυτή δεν είναι της ίδιας έντασης για όλες τις ηλικίες (Διάγραμμα 10.9). Αυτό που κυρίως έχει αλλάξει στο κατά ηλικία πρότυπο θνησιμότητας, δεν είναι η μορφή της καμπύλης, αλλά το γεγονός ότι σε κάθε ηλικία, ο κίνδυνος θνησιμότητας είναι σήμερα χαμηλότερος από ό,τι ήταν κατά το παρελθόν, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στη μετατόπιση της καμπύλης προς τα κάτω. Επεξηγηματικά, τα άτομα μετά τη γέννησή τους, εξακολουθούν να διατρέχουν μειωμένο κίνδυνο θνησιμότητας, έως περίπου την ηλικία των 10 ετών και στη συνέχεια ο κίνδυνος αυτός αυξάνει, σχεδόν γραμμικά, έως ότου αποβιώσουν. Μ’ άλλα λόγια, αυτό που έχει αλλάξει είναι η μέση διάρκεια ζωής και όχι η μακροζωία, η αύξηση της οποίας θα απαιτούσε την αντιμετώπιση της θνησιμότητας που οφείλεται στο γήρας. Παρά τις σημαντικές προόδους που έχουν συντελεστεί, ο μηχανισμός γήρανσης των κυττάρων του ανθρώπινου οργανισμού παραμένει ακόμη σχετικά άγνωστος, γεγονός που αποτρέπει την αντιμετώπιση της θνησιμότητας που οφείλεται στη γήρανση του ανθρώπινου οργανισμού.

diagramma 10.9

Πηγή: ΕΣΥΕ, (1964 σελ. 18), Παπαδάκης και Τσίμπος. (1993, σελ. 66), Eurostat (2015ε) και ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 10.9: Το κατά ηλικία πρότυπο θνησιμότητας (πιθανότητες θανάτου) στην Ελλάδα το 1879 και το 2013, (σύνολο φύλων, πενταετείς ομάδες ηλικιών). 

 

Από το Διάγραμμα 10.10 προκύπτει ότι, η μείωση της θνησιμότητας στις ηλικίες από 0 έως 14 ετών ήταν πάνω 98%. Σημαντική μείωση παρατηρήθηκε μεταξύ 15 και 49 ετών (μεταξύ 80% και 95%), ενώ από τα 50 έως τα 85 έτη η μείωση ήταν της τάξης του 50% με 80%. Επιπρόσθετα, οι μεταβολές ήταν πιο έντονες για τις γυναίκες από ό,τι για τους άνδρες.

diagramma 10.10

Πηγή: ΕΣΥΕ, (1964 σελ. 18), Παπαδάκης κ.α. (1993, σελ. 66), Eurostat (2015ε) και ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 10.10 Η μείωση (%) των πιθανοτήτων θανάτου κατά ηλικιακή ομάδα και φύλο στην Ελλάδα μεταξύ 1879 και 2013.

 

Όπως προαναφέρθηκε, ιδιαίτερη σημασία για τη μείωση της θνησιμότητας, θα πρέπει να αποδοθεί στη συρρίκνωση της βρεφικής θνησιμότητας (Διάγραμμα 10.11). Η τεράστια μείωση της θνησιμότητας των βρεφών αποτυπώνεται στο γεγονός ότι ενώ στα μέσα του 19ου αιώνα ένα στα πέντε βρέφη (200/1.000) απεβίωνε πριν συμπληρώσει την ηλικία του ενός έτους, σήμερα ο κίνδυνος αυτός αφορά μόνο 3 στα 1.000 βρέφη.

diagramma 10.11

Σημείωση: Διορθωμένα μεγέθη για τα έτη μεταξύ 1956 και 1970.
Πηγή: Valaoras (1960, σελ. 132, Πίνακας 3), ΕΣΥΕ (1980 σελ. 72, Πίνακας 31), Eurostat (2015στ) και ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 10.11 Βρεφική θνησιμότητα στην Ελλάδα (1860-2013), (για 1.000 γεννήσεις).

 

Η εξέλιξη αυτή είχε άμεση επίπτωση στην αύξηση της μέσης διάρκειας ζωής (Διάγραμμα 10.12), τουλάχιστον έως τις τρείς πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Στην πιο πρόσφατη περίοδο, η εξέλιξη του προσδόκιμου επιβίωσης στη γέννηση δεν συναρτάται με τη βρεφική θνησιμότητα, αλλά με τη συρρίκνωση των επιπέδων θνησιμότητας σε ηλικίες άνω των 45-50 ετών.

 diagramma 10.12

Σημείωση: Διορθωμένα μεγέθη για την βρεφική θνησιμότητα στα έτη μεταξύ 1956 και 1970.
Πηγή:Valaoras (1960, σελ. 132, Πίνακας 3), ΕΣΥΕ (1964, σελ. 18, Πίνακας 2), ΕΣΥΕ (1980 σελ. 72, Πίνακας 31), Eurostat (2015ε και 2015στ) και ίδιοι υπολογισμοί.

Διάγραμμα 10.12 Σχέση μεταξύ βρεφικής θνησιμότητας και προσδόκιμου επιβίωσης στη γέννηση στην Ελλάδα (1860-2013).

 

Πίσω από την μείωση της βρεφικής θνησιμότητας, βρίσκεται η σταδιακή αντιμετώπιση των μεταδοτικών ασθενειών στην Ελλάδα. Γενικά, με το πέρασμα του χρόνου, διευρύνεται ο αριθμός των θανάτων που σχετίζεται με τις εκφυλιστικές παθήσεις, ενώ συρρικνώνεται δραστικά η σημαντικότητα των μολυσματικών ασθενειών (Πίνακας 10.9). Παρά το γεγονός ότι παλαιότερα, για ένα σημαντικό αριθμό θανάτων, η αιτία θανάτου παρέμενε αδιευκρίνιστη, είναι βέβαιο ότι, τα λοιμώδη και παρασιτικά νοσήματα αποτελούν πλέον ένα πολύ οριακό ποσοστό (κάτω από το 1% τα τελευταία χρόνια), σε αντίθεση με τις εκφυλιστικές παθήσεις οι οποίες σχετίζονται με περίπου 3 στους 4 θανάτους.

pinakas 10.9

Πηγή: Σιάμπος (1973, σελ. 113-114, Πίνακες 22α και 22β), ΕΛΣΤΑΤ (2014, Πίνακας 2) και ίδιοι υπολογισμοί.

Πίνακας 10.9Θάνατοι κατά αιτία στην Ελλάδα (1928-2012). 

 

Πάντως, δε θα πρέπει να συγχέεται η ποσοστιαία κατανομή των αιτιών θανάτου με τον κίνδυνο θνησιμότητας κατά αιτία θανάτου. Ειδικότερα, κατά τα τελευταία 15 χρόνια στην Ελλάδα (Διάγραμμα 10.13), παρατηρείται αύξηση της θνησιμότητας που σχετίζεται με νοσήματα του αναπνευστικού συστήματος, ενώ για τις άλλες δύο σημαντικές κατηγορίες εκφυλιστικών παθήσεων, είτε υπάρχει μια τάση σταθεροποίησης (νεοπλάσματα) είτε ακόμη και μείωσής της (νοσήματα του κυκλοφορικού συστήματος).

diagramma 10.13

Πηγή:Eurostat (2015ζ).

Διάγραμμα 10.13 Εξέλιξη των προτυποποιημένων  δεικτών θνησιμότητας κατά αιτία θανάτου στην Ελλάδα (1994-2010), (για 100.000 άτομα).(Βάση 100 το 1994)

 

10.2.3. Μορφές διαφορικής θνησιμότητας στην Ελλάδα

Η διαφορική θνησιμότητα αποτελεί μία σημαντική συνιστώσα της μελέτης της φθοράς ενός πληθυσμού, από την άποψη ότι, τα τελευταία χρόνια εντείνεται το ενδιαφέρον της αποτύπωσης των ανισοτήτων απέναντι στο θάνατο. Εκτός από την ποσοτική διάσταση, το ενδιαφέρον εστιάζεται στην αντιμετώπιση των προσδιοριστικών παραγόντων που συναρτώνται με τα διαφορετικά επίπεδα θνησιμότητας τα οποία παρατηρούνται μεταξύ υπο-πληθυσμών. Εκτός από την ηλικία, η οποία ούτως ή άλλως διαφοροποιεί τον κίνδυνο θνησιμότητας που διατρέχουν τα άτομα, τα κριτήρια καθορισμού των υπο-πληθυσμών αυτών γενικά αναφέρονται στο φύλο, στο επάγγελμα, στον βαθμό αστικότητας και στην γεωγραφική περιοχή καθώς και στο επίπεδο εκπαίδευσης. Η αποτύπωση των καταστάσεων διαφορικής θνησιμότητας είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις αιτίες θανάτου, γεγονός που συναρτάται συχνά με παράγοντες συμπεριφοράς των ατόμων. Οι αλλαγές στις συμπεριφορές αυτές, εκτιμάται ότι μπορεί να συνδυαστούν με συρρίκνωση των ανισοτήτων απέναντι στο θάνατο. Πάντως, η μελέτη του εύρους των καταστάσεων διαφορικής θνησιμότητας, συχνά απαιτεί την διαθεσιμότητα δεδομένων για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ η διαχρονική αποτύπωση ενός κριτηρίου (π.χ. το επάγγελμα) δεν είναι πάντοτε εφικτή.

10.2.3.1. Διαφορική θνησιμότητα κατά φύλο

Η διαφορική θνησιμότητα κατά φύλο, αποτελεί, ίσως, τη βασικότερη διάσταση διαφοροποιήσεων, αναφορικά με την θνησιμότητα. Για το λόγο αυτό πλέον, στην συνήθη πρακτική για την μελέτη της θνησιμότητας, ο διαχωρισμός μεταξύ ανδρών και γυναικών θεωρείται ως δεδομένο.

Στην Ελλάδα, όπως και στις υπόλοιπες οικονομικά προηγμένες χώρες, η μέση διάρκεια ζωής των ανδρών παραμένει χαμηλότερη από αυτή των γυναικών (Πίνακας 10.10).

pinakas 10.10

Πηγή: Σιάμπος (1973 σελ. 111), ΕΣΥΕ (1964, σελ. 18, Πίνακας 2), ΕΣΥΕ (1980, σελ. 14, Πίνακας 3 και σελ. 132-143, Πίνακες Vα-Vγ), ΕΣΥΕ (2009α, σελ. 50, Πίνακας λβ΄) και Eurostat (2015ε).

Πίνακας 10.10 Προσδόκιμα επιβίωσης στη γέννηση και στην ηλικία των 65 ετών κατά φύλο στην σύγχρονη Ελλάδα

 

Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ ένα βρέφος (αγόρι ή κορίτσι) που γεννήθηκε στην Ελλάδα γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, είχε μπροστά του περίπου 28 έτη ζωής, ένα κορίτσι που γεννιέται σήμερα αναμένεται ότι θα ζήσει 84 χρόνια ενώ ένα αγόρι 78,7 χρόνια. Ουσιαστικά, μέσα στο πλαίσιο της διαχρονικής μείωσης της θνησιμότητας, η ταχύτερη συρρίκνωση της θνησιμότητας των γυναικών, συνδυάστηκε με μια τάση διεύρυνσης της διαφορικής θνησιμότητας κατά φύλο (Διάγραμμα 10.14). Έτσι, ενώ πριν από 150 χρόνια, άνδρες και γυναίκες είχαν περίπου την ίδια μέση διάρκεια ζωής, σήμερα η διαφορά ξεπερνά τα 5 έτη. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, σήμερα μια γυναίκα ηλικίας 65 ετών στην Ελλάδα, έχει μπροστά της περίπου 3 χρόνια ζωής περισσότερα από έναν άνδρα της ίδιας ηλικίας. 

diagramma 10.14

Πηγή: Όπως Πίνακας 11.10

Διάγραμμα 10.14 Η διεύρυνση των διαφορών μεταξύ ανδρών και γυναικών αναφορικά με το προσδόκιμο επιβίωσης στη γέννηση στην Ελλάδα.

 

Οι προαναφερόμενες διαφορές σχετίζονται με παράγοντες βιολογικούς, αφού εκτιμάται ότι ο γυναικείος οργανισμός παρουσιάζει μια μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στις διάφορες ασθένειες. Αφορά επίσης σε μια μεγαλύτερη μέριμνα των γυναικών για ιατρική φροντίδα (π.χ. συχνές επισκέψεις σε γυναικολόγο) και πιθανώς σε χαμηλότερους κινδύνους που διατρέχουν οι γυναίκες στον εργασιακό τους χώρο, από την άποψη ότι οι επίπονες και επικίνδυνες εργασίες γίνονται συνήθως από άνδρες. Σχετίζονται επίσης με παράγοντες συμπεριφοράς (αλκοόλ, κάπνισμα κ.λπ.) οι οποίοι μπορεί να είναι καθοριστικοί για την επιβίωση των ατόμων.

Πάντως, γενικά, οι όποιες διαφορές, αποτυπώνονται στις διαφοροποιήσεις αναφορικά με τις αιτίες θανάτου κατά φύλο (Διάγραμμα 10.15). Με βάση τις τρεις προαναφερόμενες βασικές κατηγορίες εκφυλιστικών παθήσεων, παρατηρείται ότι, η κατά περίπου 30% υψηλότερη θνησιμότητα των ανδρών, συναρτάται με το γεγονός ότι η ανδρική θνησιμότητα που συνδέεται με διάφορες μορφές νεοπλασμάτων είναι περίπου διπλάσια από αυτή που αφορά στις γυναίκες.

diagramma 10.15

Πηγή:Eurostat (2015ζ).

Διάγραμμα 10.15 Λόγος των προτυποποιημένων  δεικτών θνησιμότητας κατά αιτία θανάτου και φύλο στην Ελλάδα (1994-2010), (για 100.000 άτομα). (Γυναίκες/Άνδρες).

 

10.2.3.2. Η γεωγραφική διάσταση της διαφορικής θνησιμότητας

Η μελέτη της γεωγραφικής διάστασης της θνησιμότητας στην Ελλάδα, συχνά προσκρούει στις εκάστοτε αλλαγές αναφορικά με τα όρια των χωρικών ενοτήτων. Για το λόγο αυτό, οι εκάστοτε αναλύσεις είναι υπό μία έννοια αποσπασματικές, λόγω του ότι δεν υπάρχει μια συνεχής και σταθερή απεικόνιση των επιπέδων θνησιμότητας για το σύνολο της μεταπολεμικής περιόδου. Συγκεκριμένα, για την περίοδο 1981-2012, υπάρχουν αναλύσεις της θνησιμότητας σε επίπεδο νομών, αλλά και σε περιφερειακό επίπεδο, με βάση τις γεωγραφικές περιφέρειες που ίσχυαν κατά την απογραφή του 2001 (e-demography, 2015). Για την περίοδο από το 1990 και μετά, η Eurostat (2015η) παρέχει πληροφορίες για τη θνησιμότητα σε περιφερειακό επίπεδο, όπου όμως οι γεωγραφικές περιφέρειες αναφέρονται στην κατάταξη του έτους 2010.

Επιπρόσθετα, μεμονωμένοι ερευνητές έχουν μελετήσει τη γεωγραφική διάσταση της θνησιμότητας. Οι Παπαδάκης και Τσίμπος (1993) έχουν εκτιμήσει περιφερειακούς πίνακες επιβίωσης για τις περιόδους 1960-62, 1970-72 και 1980-82. Στη μελέτη τους, ο χώρος αναφοράς είναι το γεωγραφικό διαμέρισμα. Επίσης, σε πρόσφατη ανάλυση, οι Tsimbos et al. (2011) προχώρησαν σε εκτιμήσεις για τα επίπεδα θνησιμότητας ανά νομό για τα έτη 1991, 2001 και 2007. Τέλος, έχουν γίνει εκτιμήσεις (ΕΣΥΕ 1964; Valaoras 1974), για τα επίπεδα θνησιμότητας με βάση τον βαθμό αστικότητας και το διαχωρισμό σε αστικές (πόλεις άνω των 10.000 κατοίκων) και μη αστικές (κωμοπόλεις και χωριά κάτω των 10.000 κατοίκων) περιοχές.

Στο πλαίσιο αυτό, φαίνεται ότι η τάση που αναδεικνύεται αφορά στην ύπαρξη, αλλά και στη διαχρονική συρρίκνωση των γεωγραφικών διαφοροποιήσεων της θνησιμότητας. Στο βαθμό που ελαττώνονται οι κοινωνικο-οικονομικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των γεωγραφικών ενοτήτων, δηλαδή οι διαφορές αναφορικά με τους προαναφερόμενους οργανωτικούς και πολιτισμικούς παράγοντες της θνησιμότητας γίνονται ασθενέστερες, οι διαφορές στα επίπεδα θνησιμότητας παρουσιάζονται περιορισμένες σε σχέση με το παρελθόν.

Μελετώντας τη θνησιμότητα σε επίπεδο γεωγραφικού διαμερίσματος, μεταξύ των ετών 1961 και 1981 (Πίνακας 10.11), παρατηρείται ότι, ενώ το 1961, το προσδόκιμο επιβίωσης στη γέννηση στο γεωγραφικό διαμέρισμα με το χαμηλότερο επίπεδο (Θράκη), αντιστοιχούσε περίπου στο 93%, του εθνικού μέσου όρου, είκοσι χρόνια αργότερα, το αντίστοιχο μέγεθος ήταν μεταξύ 96% και 96,7%. Σε ό,τι αφορά στο υψηλότερο μέγεθος (Κρήτη), η μεταβολή ήταν οριακή, αφού η διαφορά παρέμεινε περίπου στο 2%. Η σχετική συρρίκνωση των διαφορών συναρτάται με το γεγονός ότι, ενώ το 1961 η μέση διάρκεια ζωής στην Κρήτη ήταν κατά 6,1 και 6,3 έτη υψηλότερη από ό,τι στη Θράκη για άνδρες και γυναίκες αντίστοιχα, η διαφορά το 1981, μειώθηκε αντιστοίχως στα 4,2 και στα 3,7 έτη.

pinakas 10.11

Πηγή: Παπαδάκης και Τσίμπας. (1993).

Πίνακας 10.11 Προσδόκιμα επιβίωσης στη γέννηση κατά γεωγραφικό διαμέρισμα και φύλο (λόγος του προσδόκιμου του γεωγραφικού διαμερίσματος ως προς αυτό του συνόλου της χώρας). 

 

Για την πιο πρόσφατη περίοδο, η συρρίκνωση των γεωγραφικών διαφοροποιήσεων αποτυπώνεται στην εξέλιξη του προσδόκιμου επιβίωσης στη γέννηση (Διάγραμμα 10.16) και στην ηλικία των 65 ετών (Διάγραμμα 10.17), σε επίπεδο γεωγραφικών ενοτήτων που ανταποκρίνονται στην κατάταξη του 2010. Και στις δύο περιπτώσεις, και ειδικότερα σε ό,τι αφορά στο προσδόκιμο στην ηλικία των 65 ετών, τα μεγέθη τείνουν προς τον εθνικό μέσο όρο.

 diagramma 10.16

Πηγή:Eurostat (2015η).

Διάγραμμα 10.16 Προσδόκιμα επιβίωσης στη γέννηση (σύνολο φύλων) κατά γεωγραφική ενότητα (λόγος του προσδόκιμου της γεωγραφικής ενότητας ως προς αυτό του συνόλου της χώρας).

diagramma 10.17

Πηγή: Eurostat (2015η). 

Διάγραμμα 10.17 Προσδόκιμα επιβίωσης στην ηλικία των 65 ετών (σύνολο φύλων) κατά γεωγραφική ενότητα (λόγος του προσδόκιμου της γεωγραφικής ενότητας ως προς αυτό του συνόλου της χώρας).

 

10.2.3.3. Διαφορική θνησιμότητα: η διάσταση της εθνικότητας

Η διεύρυνση του αριθμού των ατόμων ξένης εθνικότητας στις χώρες υποδοχής, συνοδεύτηκε με την αύξηση του ενδιαφέροντος για τα επίπεδα θνησιμότητας του πληθυσμού ξένης υπηκοότητας. Αυτή η μορφή διαφορικής θνησιμότητας, προκύπτει τόσο από την σύγκριση του επιπέδου θνησιμότητας των μεταναστών με τους γηγενείς, όσο και με τα άτομα που παρέμειναν στην χώρα αποστολής. Οι αναλύσεις φανερώνουν ότι, με όποιο τρόπο και αν επιχειρηθεί η προαναφερομένη σύγκριση, το επίπεδο θνησιμότητας των μεταναστών είναι χαμηλότερο, τόσο από αυτό των γηγενών όσο και από αυτό των ατόμων που παρέμειναν στην χώρα αποστολής (Verropoulou and Tsimbos 2015). Η διαφοροποίηση αυτή γνωστή και ως «healthy migrant effect» ή «migration paradox» εκτιμάται ότι συνδέεται με το γεγονός ότι οι μετανάστες πρώτης γενιάς αποτελούν μια επιλεκτική ομάδα με υψηλότερο μέσο επίπεδο υγείας από τους ομοεθνείς τους που δε μετανάστευσαν. Επιπρόσθετα, στο βαθμό που, στην χώρα υποδοχής δεν υιοθετούν συμπεριφορές που επιβαρύνουν την υγεία τους (αλκοόλ, κάπνισμα) έχουν χαμηλότερη θνησιμότητα από το γηγενή πληθυσμό.

Στην Ελλάδα, οι σχετικές αναλύσεις είναι πολύ περιορισμένες σε αριθμό, τόσο γιατί η καταγραφή των θανάτων κατά εθνικότητα αποτελεί σχετικά πρόσφατη διαδικασία (αφορά στην περίοδο από το 2004 και μετά) όσο και γιατί δεν είναι γνωστός ο μέσος ετήσιος πληθυσμός κατά ηλικία, φύλο και εθνικότητα. Παρόλα αυτά, μια πολύ πρόσφατη μελέτη, στην οποία χρησιμοποιείται ο πληθυσμός κατά εθνικότητα, ο οποίος προέκυψε από την πρόσφατη απογραφή (2011), προκύπτει ότι σε αντίθεση με την γενικότερη εικόνα, η θνησιμότητα των αλλοδαπών στην Ελλάδα είναι γενικά υψηλότερη από αυτή των γηγενών (Πίνακας 10.12). Εξαίρεση αποτελούν οι άνδρες που προέρχονται από «Άλλες ευρωπαϊκές χώρες» (κυρίως την Αλβανία) και οι γυναίκες με προέλευση τις «Άλλες χώρες» (κυρίως χώρες της Αφρικής και της Ασίας).

pinakas 10.12

Πηγή:VerropoulouandTsimbos (2015).

Πίνακας 10.12 Προτυποποιημένοι δείκτες θνησιμότητας κατά εθνικότητα στην Ελλάδα (2011. (Δείκτης 100 για τον γηγενή πληθυσμό).

 

Σε ό,τι αφορά στις αιτίες θανάτου, αξίζει να σημειωθεί η σχετικά υψηλή θνησιμότητα που σχετίζεται με λοιμώδη και παρασιτικά νοσήματα και η οποία αφορά κυρίως στους άνδρες μετανάστες οι οποίοι προέρχονται είτε από χώρες της ΕΕ -κυρίως από Βουλγαρία και Ρουμανία-, είτε από «Άλλες χώρες» -κυρίως από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Η υψηλή θνησιμότητα των ανδρών μεταναστών που σχετίζεται με νοσήματα του κυκλοφορικού συστήματος επίσης αφορά αυτούς που προέρχονται από την Βουλγαρία και την Ρουμανία. . Αντίθετα, η θνησιμότητα των μεταναστών που σχετίζεται με μορφές νεοπλασμάτων είναι σχετικά χαμηλή, ειδικότερα δε για τους άνδρες και τις γυναίκες που προέρχονται από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Τέλος, ιδιαίτερα υψηλή είναι η θνησιμότητα των αλλοδαπών που συναρτάται με εξωτερικές αιτίες (ατυχήματα, αυτοκτονίες και ανθρωποκτονίες).

Γενικά, με δεδομένο ότι, η εισροή αλλοδαπών είναι ένα σχετικά πρόσφατο φαινόμενο για την Ελλάδα, η εικόνα της θνησιμότητας κατά αιτία θανάτου, φαίνεται ότι αντανακλά τα χαρακτηριστικά της θνησιμότητας τα οποία επικρατούν στη χώρα προέλευσής τους (Verropoulou and Tsimbos, 2015).

 

10.2.4. Θνησιμότητα, επιβίωση και κατάσταση υγείας

10.2.4.1. Ο προσδιορισμός της κατάστασης υγείας

Τα τελευταία χρόνια, εντείνεται το ενδιαφέρον, της σύνδεσης των επιπέδων θνησιμότητας που παρατηρούνται σ’ ένα πληθυσμό, με την κατάσταση υγείας των ατόμων που τον αποτελούν. Ουσιαστικά, η διαχρονική αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης, οδήγησε σταδιακά σ’ ένα προβληματισμό αναφορικά με το εάν τα κέρδη στη μέση διάρκεια ζωής σχετίζονται μόνο με την επιβίωση ή παράλληλα αφορούν στην επιβίωση με καλή υγεία (Μπάγκαβος, 2012).

Ο προσδιορισμός του επιπέδου υγείας του πληθυσμού, γίνεται, συνήθως, με βάση τρεις διαστάσεις της κατάστασης υγείας των ατόμων που τον αποτελούν. Η πρώτη αφορά στη διάσταση της υποκειμενικής κατάστασης υγείας, όπου τα άτομα αυτο-αξιολογούν το επίπεδο/κατάσταση της υγείας τους. Οι απαντήσεις προέρχονται από το ερώτημα: «Πώς θα χαρακτηρίζατε την υγείας σας;». Οι πέντε πιθανές απαντήσεις συνήθως ομαδοποιούνται σε δύο κατηγορίες. Συγκεκριμένα, για τα άτομα που απαντούν «Πολύ καλή» ή «Καλή», θεωρείται ότι η κατάσταση της υγείας τους είναι καλή, ενώ για τα άτομα που απαντούν «Κακή», «Πολύ κακή» η «Μέτρια» η κατάσταση υγείας τους θεωρείται κακή.

Η δεύτερη διάσταση της κατάστασης υγείας, συναρτάται με την αντικειμενική κατάσταση υγείας, κατά την οποία τα άτομα αναφέρουν την ύπαρξη ή όχι κάποιου χρόνιου προβλήματος υγείας. Οι απαντήσεις αφορούν στο ερώτημα: «Έχετε κάποιο χρόνιο πρόβλημα υγείας ή χρόνια πάθηση;». Σημειώνεται ότι, ως χρόνιο πρόβλημα υγείας ή χρόνια πάθηση θεωρείται το πρόβλημα ή η πάθηση που διαρκεί ή πρόκειται να διαρκέσει πάνω από 6 μήνες. Ανάλογα με τις απαντήσεις («Ναι» ή «Όχι»), τα άτομα θεωρείται ότι είναι σε κακή ή καλή κατάσταση υγείας αντίστοιχα.

Η τρίτη και τελευταία διάσταση αφορά στον περιορισμό των δραστηριοτήτων λόγω προβλημάτων υγείας, με τα άτομα να αναφέρουν κατά πόσον οι καθημερινές τους δραστηριότητες επηρεάζονται δυσμενώς από κάποιο πρόβλημα υγείας. Οι απαντήσεις αφορούν στο ερώτημα: «Καθ’όλη τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών και περισσότερο, λόγω κάποιου προβλήματος υγείας, έχετε περιορίσει κάποιες από τις δραστηριότητές σας ή έχετε δυσκολευτεί σε αυτές;». Για τα άτομα που απαντούν «Ναι, πάρα πολύ» ή «Ναι, αλλά όχι πάρα πολύ» θεωρείται ότι η κατάσταση της υγείας τους είναι κακή. Με άλλα λόγια, η «μη-υγιής» («unhealthy») κατάσταση καθορίζεται από την ύπαρξη κάποιου προβλήματος υγείας που περιορίζει τις δραστηριότητες των ατόμων τουλάχιστον για τους τελευταίους 6 μήνες πριν από τη διενέργεια διεξαγωγής μιας σχετικής έρευνας. Τέλος, σε καλή κατάσταση υγείας βρίσκονται όσοι απαντούν «Όχι, καθόλου».

Η πρώτη διάσταση της κατάστασης υγείας, δηλαδή η αυτοαξιολόγηση του επιπέδου υγείας (ή η υποκειμενική κατάσταση υγείας του πληθυσμού), αποτελεί για το γενικό πληθυσμό μία έννοια η οποία αναπτύσσεται από την ατομικότητα των περιπτώσεων μέσω εναλλακτικών προσλήψεων ή/και αντιλήψεων (Brunner, 2006).

Ένα από τα ισχυρά πλεονεκτήματα της αυτοαξιολόγησης της κατάστασης υγείας είναι ότι αποτελεί ένα θεμελιώδη δείκτη του συνολικού επιπέδου υγείας (Yong and Saito, 2009) και επίσης ότι μπορεί να επιτελέσει έναν ισχυρό ρόλο πρόβλεψης για τη μελλοντική θνησιμότητα, νοσηρότητα, καθώς και για τη χρησιμοποίηση των υπηρεσιών υγείας από τα άτομα (Alexopoulos and Geitona, 2009). Επιπλέον, τα άτομα είναι πιθανόν να αξιολογούν την υγεία τους ολιστικά, υπό την έννοια ότι συνυπολογίζουν τις σωματικές, πνευματικές, ψυχικές, κοινωνικές και συναισθηματικές συνιστώσες οι οποίες επηρεάζουν το επίπεδο υγείας. Επίσης, φαίνεται ότι, το επίπεδο και ο τρόπος αυτοαξιολόγησης της υγείας από το ίδιο το άτομο αντανακλά τόσο τις κοινωνικοοικονομικές και ψυχολογικές συνθήκες ζωής του, όσο και τυχόν βλαβερές συνήθειες για την ίδια του την υγεία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η υποκειμενική αντίληψη του επιπέδου υγείας απεικονίζει με χαρακτηριστικό τρόπο ακόμη και ασθένειες που δεν μπορούν να μετρηθούν μέσω άλλων μοναδικών μεταβλητών υγείας (Yong and Saito, 2009).

Ένα ισχυρό μειονέκτημα είναι η υποκειμενική φύση της μέτρησης και κατά συνέπεια του ερωτήματος. Τα άτομα καλούνται να αξιολογήσουν μόνα τους το επίπεδο υγείας τους δίχως να έχουν διασταυρωθεί τα στοιχεία μέσω ιατρικών και κλινικών διαγνώσεων και αξιολογήσεων. Επίσης, η προσωπική αντίληψη του επιπέδου υγείας δεν μπορεί να έχει καθολική «εφαρμογή» (non-uniform basis), αφού τα άτομα απαντούν διαφορετικά είτε εξαιτίας οικονομικής, κοινωνικής, εκπαιδευτικής, πολιτιστικής και πολιτισμικής διαφοροποίησης είτε διαφορετικών αντιλήψεων βάσει φύλου (Brunner, 2006; Bagavos, 2013).

Η δεύτερη διάσταση της κατάστασης υγείας που αφορά στην αντικειμενική μέτρηση της υγείας, παρακάμπτει το στοιχείο του υποκειμενισμού, καθώς μία πιθανή απάντηση ύπαρξης χρόνιας πάθησης συνοδεύεται από μία αντίστοιχη προϋπάρχουσα διάγνωση. Επίσης, τα άτομα φαίνεται ότι στην καθημερινή τους πρακτική ενεργούν βάσει των αντιλήψεών τους σχετικά με την υγεία (uniform basis) ανεξάρτητα από οικονομικές, κοινωνικές, εκπαιδευτικές πολιτιστικές και πολιτισμικές διαφοροποιήσεις.

Όμως, ένα σοβαρό μειονέκτημα του ερωτήματος αυτού είναι η μη-ολιστική οπτική με την οποία προσμετράται η υγεία. Ένα «καλό» επίπεδο υγείας σημαίνει απλώς την απουσία κάποιας χρόνιας πάθησης ενώ δεν συνυπολογίζονται τα σωματικά, πνευματικά, ψυχικά και συναισθηματικά στοιχεία τα οποία προσδιορίζουν την υγεία.

Τέλος, η τρίτη διάσταση που αφορά στον περιορισμό των δραστηριοτήτων, αποτελεί μία σαφώς «αρνητική» μεταβλητή. Αρνητική, διότι μέσω αυτής αξιολογούνται τα άτομα που βρίσκονται στο χειρότερο δυνατό επίπεδο υγείας, ώστε η καθημερινή τους ζωή να πραγματοποιείται με δυσκολία. Επίσης, ανάλογα με τον τρόπο που τίθεται το ερώτημα, ίσως ενέχει και ένα στοιχείο υποκειμενισμού, δηλαδή δεν είναι ξεκάθαρο πότε μία οργανική αντίδραση θεωρείται ως δυσκολία στις καθημερινές δραστηριότητες και εργασίες. Τέλος, αν εκληφθεί ως η μοναδική μεταβλητή μέτρησης υγείας, παραλείπονται πολύ σημαντικά στοιχεία που προσδιορίζουν το επίπεδο υγείας ενός ατόμου, όπως η κοινωνική ευεξία, η νοητική διαύγεια, η πνευματική ευεξία και εγρήγορση και σημαντικότερο όλων, η ψυχική υγεία.

10.2.4.2. Η ποσοτική αποτίμηση της κατάστασης υγείας

Η ποσοτική αποτύπωση της κατάσταση υγείας, αφορά στον προσδιορισμό της έντασης του φαινομένου, με βάση τις τρεις προαναφερόμενες διαστάσεις. Η ένταση ορίζεται ως το ποσοστό του πληθυσμού που έχει κάποιο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ή που βρίσκεται σε συγκεκριμένη κατάσταση σ’ ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο (συνήθως ένα έτος). Με τον τρόπο αυτό, και με βάση τις απαντήσεις που προκύπτουν από δειγματοληπτικές έρευνες, υπολογίζονται τα ποσοστά ή δείκτες επιπολασμού (prevalence rates). Τα ποσοστά που προκύπτουν από το δείγμα σταθμίζονται με βάση τα χαρακτηριστικά του πληθυσμού προκειμένου να εκφράζουν το συνολικό πληθυσμό. Με τον τρόπο αυτό προκύπτουν οι σταθμισμένοι δείκτες (ποσοστά) επιπολασμού (weighted prevalence rates) αναφορικά με την κατάσταση υγείας του πληθυσμού. Επίσης, σε κάποιες περιπτώσεις, λαμβάνοντας υπόψη το προσδόκιμο επιβίωσης και τα ποσοστά επιπολασμού, υπολογίζονται τα προσδόκιμα υγείας (health expectancies). Το πιο γνωστό προσδόκιμο υγείας είναι αυτό που αναφέρεται στο κατά πόσο οι καθημερινές δραστηριότητες των ατόμων επηρεάζονται δυσμενώς από ένα πρόβλημα υγείας. Το προσδόκιμο αυτό είναι γνωστό και ως Έτη Υγιούς Επιβίωσης (Healthy Life Years).

Στον Πίνακα 10.13 περιέχονται τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων που αφορούν στα προσδόκιμα υγείας στην Ελλάδα, με βάση τις τρεις διαστάσεις της κατάστασης υγείας. Οι εκτιμήσεις βασίζονται στα δεδομένα που προέκυψαν από την διενέργεια της Εθνική Έρευνας Υγείας από την Εθνική Στατιστική Αρχή το έτος 2009, καθώς και στους πίνακες επιβίωσης ανδρών και γυναικών για το ίδιο έτος. Αξίζει να σημειωθεί ότι, αν και οι γυναίκες έχουν υψηλότερο προσδόκιμο επιβίωσης, αναμένεται ότι θα περάσουν ένα μεγαλύτερο μέρος του βίου τους με κακή κατάσταση υγείας από ό,τι οι άνδρες. Μάλιστα, το συμπέρασμα αυτό προκύπτει ανεξάρτητα από τη διάσταση της κατάστασης υγείας.

pinakas 10.13

Πηγή: Ίδιοι υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ (2009) και Eurostat (2015ε).

Πίνακας 10.13 Προσδόκιμο Επιβίωσης (ΠΕ) και Προσδόκιμο Υγείας (ΠΥ) με καλή υγεία κατά φύλο στην Ελλάδα, με βάση τους τρεις τρόπους προσδιορισμού της κατάστασης υγείας, 2009.

 

Συγκεκριμένα, ένα κορίτσι που γεννήθηκε στην Ελλάδα το 2009, εκτιμάται ότι, ανάλογα με τον τρόπο προσδιορισμού του επιπέδου υγείας, θα ζήσει μεταξύ 60% και 75% του βίου του με καλή υγεία. Το αντίστοιχο μέγεθος για ένα αγόρι, το οποίο θα επιβιώσει για λιγότερα έτη, θα είναι μεταξύ 70% και 82%. Σε ό,τι αφορά στους άνδρες και τις γυναίκες μεταξύ των ηλικιών 60 και 64 ετών, το 2009 είχαν μπροστά τους 21,9 και 24,6 έτη ζωής αντίστοιχα. Στην περίπτωση των ανδρών, το 30% με 55% του βίου τους θα το διάγουν έχοντας καλή υγεία, ενώ για τις γυναίκες το αντίστοιχο ποσοστό θα είναι μεταξύ 19% και 39%.

Η διαχρονική εξέλιξη αναφορικά με τα Έτη Υγιούς Επιβίωσης, επιβεβαιώνει την δυσμενέστερη θέση των γυναικών σε σχέση με τους άνδρες, κυρίως στις υψηλές ηλικίες (Διάγραμμα 10.18). Έτσι, ενώ το 2004, τα μεγέθη ήταν περίπου ίδια, δέκα χρόνια αργότερα, η (απόλυτη) μέση διάρκεια ζωής των γυναικών ηλικίας 65 ετών αποτελούσε το 85% των Ετών Υγιούς Επιβίωσης των ανδρών στην ίδια ηλικία.

diagramma 10.18

Πηγή: Eurostat (2015θ).

Διάγραμμα 10.18: Λόγος Ετών Υγιούς Επιβίωσης ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα (2004-2013).

 

Η δυσμενέστερη θέση των γυναικών, ανεξαρτήτως ηλικίας, προκύπτει ξεκάθαρα, αν αντί για τα απόλυτα μεγέθη, ληφθούν υπόψην τα ποσοστά της μέσης διάρκειας ζωής με καλή υγεία στο σύνολο της μέσης διάρκειας ζωής. Έτσι, η διαφορά μεταξύ των φύλων βαίνει αυξανόμενη. Στην περίπτωση της ηλικίας 0, η διαφορά από 3 γίνεται 5 εκατοστιαίες μονάδες, ενώ στην ηλικία των 65 ετών από 6 γίνεται 12 εκατοστιαίες μονάδες. Για την ηλικία αυτή, αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, αν και το προσδόκιμο επιβίωσης αυξάνει, η σχετική διάρκεια διαβίωσης με καλή υγεία μειώνεται και για τα δύο φύλα.

diagramma 10.19

Πηγή:Eurostat (2015θ).

Διάγραμμα 10.19 Έτη Υγιούς Επιβίωσης για άνδρες και γυναίκες ως ποσοστό του Προσδόκιμου Επιβίωσης στην Ελλάδα (2004-2013).

 

Στις απαρχές του 21ου αιώνα, η χαμηλή γονιμότητα και θνησιμότητα συμβαδίζουν με την εμφάνιση έντονων διαφοροποιήσεων από την άποψη της αναπαραγωγής και της φθοράς επιμέρους πληθυσμιακών ομάδων. Η Ελλάδα των διαφορών αποτελεί μια πραγματικότητα, η οποία τα επόμενα χρόνια θα χρίζει περαιτέρω διερεύνησης με γνώμονα την άμβλυνση των ανισοτήτων απέναντι στο θάνατο καθώς και την αντιμετώπιση των ανασταλτικών παραγόντων που δυσχεραινόμουν την αναπαραγωγική συμπεριφορά των ατόμων.

 

Βιβλιογραφικές Αναφορές

 

 9                                                                                                                                                                 11b

Copyright © 2015

We have 2 guests and no members online