ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ 
       ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΑ: Αντικείμενο - Μεθοδολογία - Εφαρμογές

Η δημογραφική ανάλυση στηρίζεται σε δεδομένα σχετικά με τον πληθυσμό μιας περιοχής. Η αξία του παραγόμενου αποτελέσματος καθορίζεται από την ποιότητα και την αξιοπιστία της πληροφορίας. Οι πληροφορίες αυτές σχετίζονται κυρίως με τον αριθμό των κατοίκων, τη γεωγραφική τους κατανομή, τα δημογραφικά (ηλικία, φύλο, φυλή κλπ) και κοινωνικά τους χαρακτηριστικά (επίπεδο εκπαίδευσης, επαγγελματική και οικογενειακή κατάσταση κλπ), τη φυσική τους κίνηση (τον αριθμό των γεννήσεων και των θανάτων), τις μετακινήσεις τους εντός, από και προς τη συγκεκριμένη περιοχή. Επιπλέον και ανάλογα με τη φύση και τα επί μέρους ενδιαφέροντα της μελέτης απαιτούνται στοιχεία ως προς κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πληθυσμού. Πέρα όμως από τη στατική απεικόνιση της δημογραφικής κατάστασης μια δεδομένη χρονική στιγμή, η δημογραφική ανάλυση ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις διαχρονικές μεταβολές των εξεταζομένων παραμέτρων, την εξέλιξη στο πέρασμα των χρόνων και στη διάγνωση πιθανών μελλοντικών τάσεων.

Κύρια πηγή πληροφοριών σχετικά με το μέγεθος, τη δομή, τη σύνθεση και τα χαρακτηριστικά ενός πληθυσμού και των νοικοκυριών αποτελεί η απογραφή του πληθυσμού. Αναλυτικά στοιχεία σχετικά με την κίνηση του πληθυσμού που αναφέρονται σε δημογραφικά γεγονότα, γάμους, γεννήσεις και θανάτους, προκύπτουν από τις ληξιαρχικές καταγραφές των στοιχείων φυσικής κίνησης του πληθυσμού. Οι μετακινήσεις, καθώς και οι αλλαγές στη γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού παρακολουθούνται ως ένα βαθμό με ειδικά ερωτήματα5 που συμπεριλαμβάνονται στην απογραφή του πληθυσμού και έμμεσα μέσα από διάφορες διοικητικές καταγραφές. Επιπρόσθετες πληροφορίες για τις παραπάνω μεταβλητές, καθώς και για άλλα ειδικότερου ενδιαφέροντος χαρακτηριστικά του πληθυσμού, παρέχονται από ειδικές δειγματοληπτικές έρευνες που χρησιμοποιούνται άλλοτε προκειμένου να συμπληρωθούν ενδεχόμενα κενά των ληξιαρχικών καταγραφών ή των απογραφών και άλλοτε προκειμένου να διερευνηθούν σε βάθος ειδικά θέματα.

 

3.1 Απογραφές πληθυσμού

 

Η απογραφή του πληθυσμού (population census) είναι η διοικητική εργασία που αποβλέπει στην πλήρη απαρίθμηση των κατοίκων μιας χώρας ως προς τα κυριότερα δημογραφικά, οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του. Στόχος της απογραφής είναι η στατιστική απεικόνιση του πληθυσμού μιας περιοχής κάποια δεδομένη χρονική στιγμή.

Τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά διαφοροποιούν τις πληθυσμιακές απογραφές από κάθε άλλου είδους καταμετρήσεις ή έρευνες:

  1. η ατομική καταμέτρηση,
  2. η καθολικότητα της κάλυψης,
  3. ο συγχρονισμός και
  4. η περιοδικότητα.

Η ατομικότητα επιβάλλει την ατομική καταμέτρηση και τη συγκέντρωση πληροφοριών για κάθε έναν από τους κατοίκους. Η καθολικότητα και ο συγχρονισμός της διαδικασίας διασφαλίζουν αντίστοιχα την κάλυψη του συνολικού πληθυσμού μιας χώρας και την ταυτόχρονη διενέργειά της σε όλη την επικράτεια. Τέλος, μέσα από την περιοδικότητα εξασφαλίζεται η επανάληψη της διαδικασίας σε τακτά και προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα, διασφαλίζοντας έτσι τη δυνατότητα της διαχρονικής ανάλυσης, σύγκρισης και μελέτης των μεταβολών.   

Η απογραφή του πληθυσμού είναι μια μαζική και επαναλαμβανόμενη εθνική έρευνα που αποτελεί τη βάση κάθε εθνικού στατιστικού συστήματος, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί σημείο αναφοράς για μεγάλο αριθμό ερευνών και αναλύσεων (Cook, 2004). Οι χώρες διενεργούν απογραφές, προκειμένου να συγκεντρώσουν στοιχεία σχετικά με το μέγεθος του πληθυσμού τους και την χωρική κατανομή του, να περιγράψουν τα κύρια δημογραφικά (ηλικία, φύλο, φυλή κλπ), κοινωνικά (οικογενειακή κατάσταση, επίπεδο εκπαίδευσης κλπ) ή οικονομικά χαρακτηριστικά (επάγγελμα, εισόδημα κλπ), καθώς και να αποτυπώσουν τις συνθήκες στέγασης και διαβίωσης του πληθυσμού. Η περιοδική επανάληψη της διαδικασίας επιτρέπει τη διαχρονική μελέτη και σύγκριση της έντασης των μεταβολών μεταξύ γεωγραφικών περιοχών ή πληθυσμιακών υπο-ομάδων. 

Τα στοιχεία που προκύπτουν από τη γενική απογραφή ενός πληθυσμού χρησιμοποιούνται από έναν μεγάλο αριθμό φορέων/χρηστών, όπως Κυβέρνηση, Τοπική Αυτοδιοίκηση, επιχειρήσεις, οργανισμούς, ερευνητές και είναι καθοριστικά για τη λήψη σημαντικών αποφάσεων. Μεταξύ άλλων, τα στοιχεία της απογραφής αποτελούν τη βάση για τη χάραξη της κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής (συντάξεις, υγεία, επιδόματα στέγασης ή ανεργίας κλπ) σε εθνικό, περιφερειακό, τοπικό επίπεδο καθώς και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με βάση τα αποτελέσματα των απογραφών λαμβάνονται αποφάσεις σχετικά με την κατανομή των δημοσίων δαπανών, τη χωροθέτηση των απαραίτητων υποδομών (νοσοκομεία, σχολεία, δρόμοι, κέντρα περίθαλψης κλπ) τον καθορισμό του αριθμού των εδρών κάθε περιφέρειας στο Κοινοβούλιο. Η αξιόπιστη μέτρηση του πληθυσμού και η καταγραφή των βασικών χαρακτηριστικών του, δεν είναι μια απλή στατιστική άσκηση χρήσιμη μόνο σε όσους ασχολούνται με τους αριθμούς, αλλά αποτελεί προϋπόθεση για το σχεδιασμό και την αποτελεσματικότητα της κοινωνικής πολιτικής και περιφερειακής ανάπτυξης, βασισμένες στη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία.

Επιπλέον, στις περισσότερες περιπτώσεις στις απογραφές στηρίζεται η κατάρτιση του απαραίτητου πλαισίου για τη διεξαγωγή ειδικών δειγματοληπτικών ερευνών. Για τους λόγους αυτούς, η συμμετοχή του πληθυσμού στη διαδικασία της απογραφής είναι υποχρεωτική, τουλάχιστον στις ανεπτυγμένες χώρες.

Σε πολλές χώρες, παράλληλα με την απογραφή του πληθυσμού γίνεται και η απογραφή κατοικιών. Με τον τρόπο αυτό συγκεντρώνονται ταυτόχρονα πληροφορίες τόσο για τον πληθυσμό όσο και για τις συνθήκες διαβίωσής του, κινητοποιώντας μια μόνο φορά το μηχανισμό καταμέτρησης και συλλογής στοιχείων.

Για ένα σημαντικό αριθμό χωρών τα αποτελέσματα της απογραφής είναι καθοριστικής σημασίας, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν άλλες εναλλακτικές πηγές πληθυσμιακών δεδομένων.

3.1.1. Τρόποι διεξαγωγής της απογραφής

Σύμφωνα με τη συνήθη διεθνή πρακτική, απογραφές διεξάγονται συστηματικά ανά δεκαετία. Τα δεδομένα συλλέγονται με την παραδοσιακή μέθοδο των ερωτηματολογίων. Η ταυτόχρονη απογραφή του πληθυσμού επιτυγχάνεται με τη βοήθεια μεγάλου αριθμού ειδικά καταρτισμένων απογραφέων οι οποίοι επισκέπτονται πόρτα-πόρτα όλα τα νοικοκυριά και επικοινωνούν με τα μέλη τους. Το ερωτηματολόγιο προωθείται και συμπληρώνεται από τους απογραφείς καλύπτοντας το σύνολο του πληθυσμού κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης ημέρας του χρόνου. Έχει προηγηθεί συστηματική ενημέρωση του πληθυσμού, ώστε να εξασφαλιστεί ο υψηλότερος δυνατός βαθμός ανταπόκρισης (response rate). Κατά τη διαδικασία αυτή απογράφεται όχι μόνο ο πραγματικός αλλά επίσης ο μόνιμος και ο νόμιμος πληθυσμός (βλ. Πλαίσιο 3.1).

 

Η παραδοσιακή αυτή μέθοδος απογραφής του πληθυσμού αποτελεί μια ιδιαίτερα δαπανηρή διαδικασία, που απαιτεί χρήμα, χρόνο και μεγάλο αριθμό ατόμων που απασχολούνται. Επιπλέον απαιτείται μια μακρά περίοδο σχεδιασμού (χαρτογράφηση, ορισμός απογραφικών τετραγώνων, κατάρτιση ερωτηματολογίου) που συνοδεύεται από έντονη διοικητική προεργασία (συντονισμός κεντρικού με τοπικούς φορείς). Ακολουθείται από τη συγκέντρωση, τον έλεγχο, την καταγραφή και την κωδικοποίηση των στοιχείων, διαδικασίες που απαιτούν υψηλές και συνήθως μη ανταποδοτικές επενδύσεις, αφού κατά κανόνα δεν μπορούν να ξαναχρησιμοποιηθούν σε επόμενες απογραφές. Ένα επιπλέον μειονέκτημα της διαδικασίας είναι η αδυναμία έγκαιρης διάθεσης των αποτελεσμάτων, λόγω του τεράστιου όγκου πληροφοριών που συγκεντρώνονται. H παραγωγή στοιχείων από την απογραφή απαιτεί χρόνο, ενώ τα αποτελέσματα είναι διαθέσιμα στην καλύτερη περίπτωση 1 με 2 χρόνια μετά το τέλος της συλλογής τους.

 

Οι ερωτήσεις «ποιους καταμετρά μια απογραφή;» ή «πόσος είναι ο πληθυσμός μιας περιοχής» δεν είναι τόσο απλές όσο ακούγονται και η απάντηση σε αυτές δεν είναι μονοσήμαντη.

Σύμφωνα με την UNECE και την EUROSTAT, ο απογραφόμενος πληθυσμός διακρίνεται στο μόνιμο, νόμιμο και πραγματικό πληθυσμό, ανάλογα με το κριτήριο καταγραφής ενός ατόμου σε μια διοικητική ενότητα την ημέρα της απογραφής. Πιο συγκεκριμένα:

Ο μόνιμος πληθυσμός είναι το σύνολο των ατόμων που έχουν ζήσει συνεχώς στον τόπο συνήθους διαμονής τους για περίοδο τουλάχιστον 12 μηνών πριν την ημερομηνία αναφοράς της Απογραφής ή έφθασαν στον τόπο συνήθους διαμονής τους κατά τους τελευταίους 12 μήνες πριν από την ημερομηνία αναφοράς, με την πρόθεση να παραμείνουν εκεί για τουλάχιστον ένα έτος.

Ο νόμιμος πληθυσμός (ή dejure πληθυσμός) προκύπτει από τον αριθμό των ατόμων που είναι καταχωρημένα στα δημοτολόγια της συγκεκριμένης περιοχής.

Ο πραγματικός πληθυσμός (ή defacto πληθυσμός) προκύπτει από τον αριθμό των ατόμων που βρέθηκαν παρόντα κατά την ημέρα της απογραφής, σε κάθε περιφέρεια, νομό, δήμο ή κοινότητα, δημοτικό ή κοινοτικό διαμέρισμα και αυτοτελή οικισμό.

Όπως είναι φυσικό, οι παραπάνω πληθυσμοί δεν ταυτίζονται δημιουργώντας σύγχυση στον καθορισμό του ακριβούς πληθυσμιακού μεγέθους και στην επιλογή της καταλληλότερης κάθε φορά μεταβλητής στα πλαίσια μιας δημογραφικής ανάλυσης.

 

Πλαίσιο 3.1 Πραγματικός ή Μόνιμος πληθυσμός. 

 

Στην Ελλάδα, η πρώτη επίσημη απογραφή έγινε το 1834-1836, ενώ από το 1951, απογραφές γίνονται συστηματικά κάθε δέκα χρόνια. Τα πρώτα απογραφικά δελτία ήταν μικρά με περιορισμένο αριθμό ερωτήσεων αποσκοπώντας στη συγκέντρωση των απολύτων βασικών δημογραφικών πληροφοριών.

 

Η τελευταία Γενική Απογραφή Πληθυσμού και Κατοικιών έγινε 2011 και σχεδιάστηκε κατά το αποκεντρικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο η χώρα χωρίστηκε σε 94 Εποπτείες. Κάθε Εποπτεία διαιρέθηκε σε Απογραφικούς Τομείς και κάθε Τομέας σε Απογραφικά Τμήματα. Η συγκέντρωση της πληροφορίας έγινε με τη μέθοδο της συνέντευξης και τη χρήση ειδικά σχεδιασμένων ερωτηματολογίων. Σύμφωνα με πληροφορίες της ΕΛ.ΣΤΑΤ. σχετικά με το σχεδιασμό και την οργάνωση της απογραφής, στη διαδικασία συγκέντρωσης των στοιχείων συμμετείχαν 12400 Τομεάρχες και 55000 Απογραφείς, που είχαν προηγουμένως κατάλληλα εκπαιδευτεί. 

 

Ως προς τις προηγούμενες Γενικές Απογραφές, η Απογραφή του 2011 διέφερε σε ορισμένα σημαντικά μεθοδολογικά και τεχνικά θέματα.

  • Σύμφωνα με τις επιταγές της EUROSTAT και για πρώτη φορά πρωταρχικός στόχος ήταν η καταγραφή του Μόνιμου Πληθυσμού της Χώρας, απογράφοντας τα άτομα ως προς τον τόπο μόνιμης κατοικίας τους. Συμπληρωματικά, συγκεντρώθηκαν στοιχεία σχετικά με τον πραγματικό και τον νόμιμο πληθυσμό. Οι προηγούμενες απογραφές κύριο στόχο είχαν τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με τον Πραγματικό Πληθυσμό.
  • Διενεργήθηκε με πλήρη διασφάλιση των όρων προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, λαμβάνοντας υπ’όψιν σχετική απόφαση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.
  • Προηγήθηκε έρευνα κάλυψης της Απογραφής σε δείγμα 2000 νοικοκυριών, ώστε να εκτιμηθεί η πληρότητα και η ποιότητα της συλλεγόμενης πληροοφρίας.
  • Διενεργήθηκε σε διάστημα δεκαπέντε ημερών, ενώ η προηγούμενη πρακτική ήθελε τη διαδικασία απογραφής να ολοκληρώνεται εντός μιας ημέρας.
  • Στο ερωτηματολόγιο συμπεριελήφθησαν, πέρα των βασικών θεμάτων, νέα ερωτήματα κοινωνικής και περιβαλλοντικής σημασίας, όπως πρόσβαση στο διαδίκτυο, χρησιμοποιούμενες πηγές ενέργειας, ανακύκλωση απορριμάτων κλπ (Πίνακας 3.2).

 

pinakas 3.2 new

Σημείωση: Το σύμβολο√ υποδηλώνει τις συμπληρωματικές μεταβλητές για τις οποίες η ΕΛ.ΣΤΑΤ. συγκέντρωσε στοιχεία κατά την πρόσφατη απογραφή.
Πηγή: UN/ECE, Recommendations for the 2010 Censuses of Population and Housing in the ECE Region, ECE/CES/STAT/ NONE/2006/4.

Πίνακας 3.2 Βασικές και Συμπληρωματικές Μεταβλητές Απογραφής Πληθυσμού και Κατοικιών- Συστάσεις EUROSTAT.

 

Η παραδοσιακή μέθοδος απογραφής έχει διάφορες παραλλαγές. Ορισμένες χώρες, όπως η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, ο Καναδάς, το Ηνωμένο Βασίλειο, έχουν επιλέξει να καταργήσουν τους απογραφείς ως μεσάζοντες για τη διανομή και συμπλήρωση του ερωτηματολογίου. Στις χώρες αυτές, το  ερωτηματολόγιο αποστέλλεται ταχυδρομικά στο σύνολο των νοικοκυριών. Μέσα σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα και ακολουθώντας σαφώς διατυπωμένες οδηγίες και κατευθύνσεις, τα άτομα που απαρτίζουν κάθε νοικοκυριό καλούνται να συμπληρώσουν το ερωτηματολόγιο και να το επιστρέψουν ταχυδρομικά. Για τη διαδικασία αυτή έχουν στη διάθεσή τους περίπου ένα μήνα, αλλά οι απαντήσεις αφορούν σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, κοινή για όλους. Μια σειρά από συμπληρωματικές μεθοδολογικές κινήσεις απαιτούνται ώστε να επιτευχθεί η πλήρης κατανόηση των ερωτήσεων και να εξασφαλιστεί ένας ικανοποιητικός βαθμός ανταπόκρισης. Είναι σαφές ότι η συγκεκριμένη μέθοδος δεν μπορεί να εφαρμοστεί παρά σε πληθυσμούς με υψηλή «απογραφική συνείδηση».

 

Αποτελεί πλέον γενική παραδοχή ότι η καταμέτρηση του πληθυσμού γίνεται όλο και πιο επίπονη και δαπανηρή υπόθεση (Cook, 2004; Durr, 2005). Πέρα από τις ειδικές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν σε κάθε χώρα και διαμορφώνουν συγκεκριμένες καταστάσεις, κάποιες κοινές εξελίξεις που καταγράφονται διεθνώς συμβάλλουν στη διαμόρφωση νέων τάσεων που καθιστούν ανεπαρκείς τις «συμβατικές» απογραφές: οι πληθυσμιακές μετακινήσεις γίνονται όλο και πιο εύκολες, οι οικογενειακές δομές μεταβάλλονται, η κινητικότητα του εργατικού δυναμικού δημιουργεί νέες οικονομικές και δημογραφικές συνιστώσες, που δεν αποτυπώνονται επαρκώς στα παραδοσιακά ερωτηματολόγια. Ως αποτέλεσμα ο βαθμός ανταπόκρισης των πολιτών βαθμιαία μειώνεται, οι συλλεγόμενες πληροφορίες υστερούν σε επάρκεια ενώ οι απαιτούμενες δαπάνες για την κάλυψη του πληθυσμού διαρκώς αυξάνονται.

 

 

Χώρα Περιοδικότητα Είδος
Αυστραλία 5-ετής Παραδοσιακή απογραφή – αποστολή μέσω ταχυδρομείου
Γαλλία ετήσια Δειγματοληπτική απογραφή (κυλιόμενη)
Δανία 10-ετής Απογραφή βάσει μητρώου
Ελβετία 10-ετής Παραδοσιακή απογραφή - αποστολή μέσω ταχυδρομείου ή internetΑντικατάσταση με Μητρώα Πληθυσμού
Ελλάδα 10-ετής Παραδοσιακή απογραφή - απογραφείς
Η.Π.Α 10-ετής Παραδοσιακή απογραφή - αποστολή μέσω ταχυδρομείου
Ην.Βασίλειο 10-ετής Παραδοσιακή απογραφή - αποστολή μέσω ταχυδρομείου. Δυνατότητα ηλεκτρονικής υποβολής συμπλητωμένου δελτίου
Ισπανία 10-ετής Παραδοσιακή απογραφή - απογραφείς
Καναδάς 5-ετής Παραδοσιακή απογραφή - αποστολή μέσω ταχυδρομείου
Ν.Ζηλανδία 5-ετής Παραδοσιακή απογραφή - αποστολή μέσω ταχυδρομείου
Νορβηγία 10-ετής Τελευταία παραδοσιακή απογραφή. Αντικατάσταση με Μητρώα Πληθυσμού

Πηγή: Εθνικές Στατιστικές Υπηρεσίες              

Πίνακας 3.1 Είδος και περιοδικότητα απογραφών σε επιλεγμένες χώρες.

 

Ανταποκρινόμενες στις παραπάνω προκλήσεις, που καθιστούν τις συμβατικές απογραφές μάλλον παρωχημένες, ορισμένες χώρες έχουν προχωρήσει σε ριζικές αλλαγές του τρόπου απογραφής των πληθυσμών τους με την εισαγωγή νέων πρακτικών. Ήδη, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, άρχισαν να διαφαίνονται κάποιες εναλλακτικές προτάσεις για τη συγκέντρωση πληθυσμιακών δεδομένων. Κάποιες χώρες, με υψηλό επίπεδο διοικητικής οργάνωσης, καθιέρωσαν τα Μητρώα Πληθυσμού τα οποία σε συνδυασμό με άλλες διοικητικές βάσεις δεδομένων αποτελούν τη βασική πηγή πληροφόρησης (Πίνακας 3.1).

Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα των χωρών της Σκανδιναβίας, όπου οι απογραφές γίνονται πλέον βάσει μητρώου (βλ. Πλαίσιο 3.2). 

 

Το παράδειγμα της Δανίας

 

Η Δανία άλλαξε τον τρόπο διεξαγωγής των απογραφών του πληθυσμού και των κατοικιών της, περνώντας από τη συμβατική στην απογραφή βάσει μητρώων[ii]. Η τελευταία συμβατική απογραφή διεξήχθη το 1970, μια πρώτη απογραφή του πληθυσμού βάσει μητρώων έγινε το 1976, ενώ η πρώτη απογραφή πληθυσμού και κατοικιών με τη νέα μέθοδο έγινε το 1981.

Η απόφαση για την αλλαγή του τρόπου απογραφής ελήφθη το 1968 και είχε ως στόχο την απλοποίηση και αύξηση της αποτελεσματικότητας του συστήματος, τον περιορισμό του κόστους σε χρήμα και ανθρωποώρες παράλληλα με την επιτάχυνση της επεξεργασίας και διάθεσης των δεδομένων. Το 1968 άρχισε να δημιουργείται το Κεντρικό Μητρώο Πληθυσμό (CentralPopulationRegisterCPR) συγκεντρώνοντας πληροφορίες από τα αρχεία των Νομών. Η ενημέρωση του CPR έγινε από τοπικούς φορείς. Στόχος ήταν η αποφυγή της διπλής καταμέτρησης και του κόστους που αυτή συνεπάγεται. Κρίσιμης σημασίας για την επιτυχία του εγχειρήματος ήταν η εισαγωγή ενός μοναδικού προσωπικού αριθμού ταυτότητας για κάθε άτομο. Ο ίδιος αυτός ατομικός αριθμός χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια σε όλη τη δημόσια διοίκηση καταργώντας τους διάφορους επί μέρους αριθμούς μητρώων. Ο κοινός αυτός προσωπικός κωδικός αποτέλεσε μια ιδιαίτερα κρίσιμη επιλογή που συνέβαλε στη συνεχόμενη ροή πληροφόρησης μεταξύ CPR και άλλων φορέων, όπως εφορία, κοινωνική ασφάλιση, τραπεζικό σύστημα κλπΠαράλληλα χρησιμοποιήθηκαν διάφοροι κωδικοί που υποδηλώνουν τον Νομό, την ενορία, το επάγγελμα, την εθνικότητα και τη διεύθυνση.

Η απογραφή του 1976 (με καθυστέρηση ενός έτους από τον αρχικό προγραμματισμό) έγινε βάσει της πληροφορίας που είχε ήδη συγκεντρωθεί στο νέο μητρώο CPR. Η προσπάθεια αυτή αποτέλεσε μια πολύ σημαντική εμπειρία, αναδεικνύοντας πόσο αποτελεσματικός μπορεί να είναι ο συγκεκριμένος τρόπος απογραφής. Παράλληλα, όμως, έφερε στο φως κάποια προβλήματα ορισμένων βάσεων δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία του μητρώου. Τα σημαντικότερα προβλήματα εντοπίστηκαν στον προσδιορισμό στοιχείων σχετικά με τον κλάδο και το επάγγελμα απασχόλησης.

Η δημιουργία του Μητρώου Κτιρίων και Κατοικιών αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο για την πλήρη απογραφή πληθυσμού και κατοικιών βάσει των μητρώων, που υλοποιήθηκε το 1981. Η απογραφή αυτή βασίστηκε στα ακόλουθα μητρώα:

  • Κεντρικό Μητρώο Πληθυσμού
  • Κεντρικό Μητρώο Κτηρίων και Κατοικιών
  • Φορολογικά Μητρώα
  • Μητρώα Κοινωνικής Ασφάλισης και Επιδομάτων Ανεργίας
  • Ταξινόμηση Επιπέδου Εκπαίδευσης

Η εμπειρία της Δανίας από την εφαρμογή του νέου συστήματος απογραφής είναι συνολικά θετική. Επισημαίνεται ωστόσο πόσο σημαντική είναι η διασύνδεση της πληροφορίας μεταξύ των διαφορετικών μητρώων σχετικά με τη στατιστική μονάδα (άτομο ή κατοικία). Το κλειδί για αυτή τη διασύνδεση είναι ο ατομικός αριθμός, ενώ ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο παίζουν ορισμένοι κωδικοί, όπως οι διευθύνσεις κατοικίας και εργασίας, για την ανάδειξη των συγγενικών σχέσεων μεταξύ των ατόμων, και των διασυνδέσεων  μεταξύ τόπου κατοικίας και τόπου εργασίας.

 

 

 

Πλαίσιο 3.2 Το παράδειγμα της Δανίας.

 

Μια άλλη εναλλακτική μέθοδος συλλογής στοιχείων είναι ο συνδυασμός διοικητικών πηγών με δειγματοληπτικές έρευνες. Εφαρμόζεται σε χώρες που έχουν τη δυνατότητα να συλλέξουν μόνο ένα μέρος των απαραίτητων πληροφοριών από διοικητικές πηγές και χρησιμοποιούν τις έρευνες ώστε να συμπληρώσουν τα υπολειπόμενα στοιχεία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση της Γαλλίας, όπου υιοθετήθηκε το σύστημα των κυλιόμενων δειγματοληπτικών απογραφών (βλέπε Πλαίσιο 3.3). 

 

 Το παράδειγμα της Γαλλίας

 

Απαντώντας στην αυξανόμενη ζήτηση για όλο και πιο έγκαιρα στοιχεία, η Γαλλία άλλαξε το 2004 το τρόπο διεξαγωγής των απογραφών8. Βασικοί λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν την απόφαση ήταν πρώτον, το διαρκώς αυξανόμενο διάστημα μεταξύ διαδοχικών απογραφών, δεύτερον, το μεγάλο κόστος σε χρήμα και ανθρωποώρες που απαιτεί η συμβατική μορφή απογραφής και, τρίτον, οι αυξανόμενες ανάγκες για «πρόσφατα» δεδομένα σε μεγάλη γεωγραφική ανάλυση.

Σύμφωνα με τη νέα μεθοδολογία, τα στοιχεία συγκεντρώνονται μέσα από διαδοχικές ετήσιες διαδικασίες. Συγκεκριμένα, διεξάγεται πλήρης απογραφή του πληθυσμού κάθε έτος, κυκλικά για το 1/5 των Δήμων και Κοινοτήτων με λιγότερους από 10.000 κατοίκους. Έτσι σε περίοδο μιας πενταετίας, απογράφεται ο πληθυσμός που διαμένει σε «μικρούς ή μεσαίους» Δήμους (περίπου ο μισός πληθυσμός της Γαλλίας). Για τους Δήμους με περισσότερους από 10.000 κατοίκους, προβλέπεται κυλιόμενη δειγματοληπτική απογραφή έτσι ώστε το σύνολο του πληθυσμού να έχει απογραφεί σε μια επταετία. Για να εξασφαλιστεί η πλήρης κάλυψη του πληθυσμού και να αποκλειστούν διπλο-καταμετρήσεις έχει δημιουργηθεί ένα μητρώο κτιρίων και κατοικιών (Répertoire d’Immeubles Localisés) με πληροφορίες σχετικά με τη θέση και χρήση κτιρίων, από το οποίο προκύπτει αναλυτικός ψηφιακός χάρτης. Το αρχείο αυτό ενημερώνεται τακτικά και χρησιμοποιείται ως δειγματοληπτικό πλαίσιο των ερευνών.

Η διάκριση μεταξύ «μικρών» και «μεγάλων» δήμων γίνεται για να περιορισθούν αφ’ενός τα λάθη δειγματοληψίας και αφ’ετέρου το κόστος της όλης διαδικασίας. Για τους Δήμους κάτω των 10000 κατοίκων η δειγματοληπτική έρευνα κρίνεται ανεπαρκής λόγω του μικρού δείγματος. Για τους μεγάλους δήμους, η κυλιόμενη δειγματοληψία παρέχει αποτελέσματα ανάλογα μιας απογραφής με 7-ετή περιοδικότητα, με σαφώς χαμηλότερο. νέα μέθοδος απογραφής απαιτεί μεγαλύτερη και καλύτερη συνεργασία μεταξύ της Κεντρικής Στατιστικής Υπηρεσίας (INSEE) και των τοπικών φορέων: το INSEE οργανώνει και ελέγχει τη συλλογή δεδομένων, οι Δήμοι προετοιμάζουν και διεξάγουν τις δειγματοληπτικές απογραφές (censussurveys).

 

 

Πλαίσιο 3.3 Το παράδειγμα της Γαλλίας

 

Γενικά, εκτιμάται ότι παρά τη δυνατότητα εφαρμογής εναλλακτικών πρακτικών και την εξαιρετικά θετική σχετική εμπειρία, η αξία των παραδοσιακών απογραφών δεν θα μειωθεί, κυρίως λόγω της διοικητικής αδυναμίας μεγάλου αριθμού χωρών να διατηρήσουν ενημερωμένα μητρώα πληθυσμού και να συντονίζουν τοπικές δειγματοληπτικές έρευνες (Griffin, 1999).

 

3.1.2 Συλλογή πληροφοριών

Το περιεχόμενο των στοιχείων που συλλέγονται κατά τη διαδικασία της απογραφής πληθυσμού και κατοικιών τροποποιείται με το πέρασμα του χρόνου ώστε να ανταποκρίνεται καλύτερα στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες διαβίωσης και στις νέες απαιτήσεις έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η πληρέστερη δυνατή κοινωνική και δημογραφική ανάλυση του πληθυσμού. Το περιεχόμενο των ερωτηματολογίων αλλάζει: κάποιες ερωτήσεις προστίθενται ενώ άλλες αφαιρούνται ή τροποποιούνται από απογραφή σε απογραφή. Ωστόσο, και παρά τις όποιες αλλαγές, ο σημαντικότερος όγκος πληροφοριών παραμένει αμετάβλητος, γεγονός που διασφαλίζει τη διαχρονική συγκρισιμότητα των πληροφοριών. Πρόκειται για πληροφορίες που αφορούν στο φύλο, την ηλικία, την οικογενειακή κατάσταση, το εκπαιδευτικό επίπεδο αλλά και τους οικογενειακούς δεσμούς που συνδέουν τα άτομα ενός νοικοκυριού.

Ωστόσο, έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι, ακόμα και οι ερωτήσεις που παραμένουν αμετάβλητες, δεν εξασφαλίζουν πάντα την επιθυμητή διαχρονική συγκρισιμότητα, κυρίως λόγω αλλαγής του ορισμού. Για παράδειγμα, έννοιες όπως «νοικοκυριό», «αρχηγός νοικοκυριού», «αστικός» ή «αγροτικός πληθυσμός» έχουν υποστεί μεταβολές στο πέρασμα του χρόνου, καθιστώντας δύσκολη τη διαχρονική μελέτη και σύγκριση.

Ο όγκος των στοιχείων που συγκεντρώνονται κατά τη διάρκεια της απογραφής αποτελεί άμεση συνάρτηση αφ’ενός μεν της ακολουθούμενης μεθοδολογίας και αφ’ετέρου της υλικοτεχνικής υποδομής που διατίθεται για την επεξεργασία και ανάλυση των δεδομένων. Οι παράγοντες αυτοί θέτουν σημαντικούς περιορισμούς στον όγκο της ζητούμενης πληροφορίας. Αναπόφευκτα, η επιλογή των ερωτήσεων που απαρτίζουν το ερωτηματολόγιο της απογραφής προκύπτει από το αντιστάθμισμα δύο καθοριστικών παραγόντων. Από τη μια πλευρά, η ανάγκη περιορισμού του κόστους της επεξεργασίας των στατιστικών δεδομένων (σε χρόνο και χρήμα) για την όσο πιο έγκαιρη και έγκυρη παραγωγή στοιχείων διατηρώντας παράλληλα τη δυνατότητα διαχρονικής σύγκρισης των αποτελεσμάτων, περιορίζουν τις όποιες αλλαγές στις ελάχιστες δυνατές. Από την άλλη πλευρά, οι διαρκώς μεταβαλλόμενες κοινωνικές και δημογραφικές συνθήκες απαιτούν νέες μεταβλητές για την πληρέστερη αποτύπωση και ανάλυσή της νέας πραγματικότητας.

 

Στις περισσότερες χώρες, η επιλογή τόσο του είδους όσο και του αριθμού των ερωτήσεων που συμπεριλαμβάνονται σε ένα ερωτηματολόγιο αποτελεί αντικείμενο μελέτης μιας Ειδικής Ομάδας Εργασίας που συγκεντρώνει και αξιολογεί σχετικές προτάσεις από αρμόδιους φορείς. Στην Ελλάδα, η σύσταση της συγκεκριμένης ομάδας γίνεται τρία χρόνια περίπου πριν τη διεξαγωγή της απογραφής. Η Ομάδα Εργασίας αποτελείται κατά κύριο λόγο από ειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό της ΕΛ.ΣΤΑΤ., ενώ μετέχουν επίσης εκπρόσωποι των βασικότερων φορέων-χρηστών καθώς και εκπρόσωπος της Eurostat9. Ιδιαίτερα για τις χώρες της ΕΕ, υπάρχει σχετική οδηγία της Eurostat που θέτει τις γενικές μεθοδολογικές γραμμές που πρέπει να ακολουθηθούν και καθορίζει τις βασικές μεταβλητές (core topics) που πρέπει να συμπεριληφθούν στα ερωτηματολόγια όλων των χωρών, ώστε να διασφαλιστεί η διακρατική συγκρισιμότητα και η παραγωγή ίδιου τύπου δεδομένων, στο ίδιο επίπεδο γεωγραφικής ανάλυσης για το σύνολο των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Πίνακας 3.2). 

 

Συνολικός Πληθυσμός
 Βασικές Μεταβλητές
Συμπληρωματικές Μεταβλητές   
 1.1. Τόπος συνήθους διανομής  
 Γεωγραφικά Χαρακτηριστικά Ατόμου
 
 Βασικές Μεταβλητές
Συμπληρωματικές Μεταβλητές   
 1.2. Τόπος εργασίας 1  Χωροθέτηση σχολείου ή Παν/μίου  
2  Μέσο Μετακίνησης προς την εργασία  
3  Μέσο μετακίνησης προς το σχολείο  
4  Απόσταση που διανύεται καθημερινά για την εργασία  
5  Απόσταση που διανύεται καθημερινά για το σχολείο  
Δημογραφικά Χαρακτηριστικά Ατόμου
 Βασικές Μεταβλητές
Συμπληρωματικές Μεταβλητές   
 1.3 Φύλο 6  Πραγματική οικογενειακή κατάσταση
1.4 Ηλικία/Έτος γέννησης 7 Συνολικός αριθμός αποκτηθέντων (ζώντων) τέκνων
1.5 Οικογενειακή κατάσταση (νομικά) 8 Έτος (α) πρώτου γάμου, (β) τρέχοντος γάμου  
  9 Έτος (α) πρώτου συμφώνου συμβίωσης, (β) τρέχοντος συμφώνου συμβίωσης  
Οικονομικά Χαρακτηριστικά Ατόμου
Βασικές Μεταβλητές Συμπληρωματικές Μεταβλητές   
 8  Επαγγελματική κατάσταση  10  Συνήθης επαγγελματική κατάσταση  
 Επάγγελμα  11  Μη αμειβόμενη απασχόληση για κοινωνικούς ή οικογενειακούς λόγους  
10   Κλάδος οικονομικής δραστηριότητας  12  Τομέας απασχόλησης  
 11  Θέση στο επάγγελμα  13  Αδήλωτη απασχόληση  
     14  Τόπος εργασίας  
     15  Ώρες απασχόλησης  
     16  Διάρκεια ανεργίας  
    17 Αριθμός απασχολουμένων στην μονάδα εργασίας  
    18 Κύρια πηγή εισοδήματος  
    19 Εισόδημα  
Επίπεδο Εκπαίδευσης Ατόμου
Βασικές Μεταβλητές Συμπληρωματικές Μεταβλητές 
12 Επίπεδο εκπαίδευσης 20 Τίτλοι σπουδών
    21 Πεδίο σπουδών
    22 Παρακολούθηση σχολείου
    23 Γνώση γραφής/ανάγνωσης
    24 Γνώση Η/Υ  
Εσωτερικές και Διεθνείς Μετακινήσεις 
Βασικές Μεταβλητές Συμπληρωματικές Μεταβλητές 
 13  Χώρα/τόπος γεννήσεως  25  Χώρα προηγούμενης κατοικίας στο εξωτερικό  
 14  Υπηκοότητα 26   Διάρκεια παραμονής στο εξωτερικό  
15 Παραμονή στο εξωτερικό και έτος εισόδου στη χώρα 27 Τόπος μόνιμης κατοικίας προ 5-ετίας  
16 Προηγούμενη παραμονή σε άλλη περιοχή και έτος άφιξης στον τόπο διαμονής 28 Λόγος μετακίνησης
    29 Τόπος γέννησης γονέων  
    30 Απόκτηση υπηκοότητας  
  Εθνικά και Πολιτισμικά Χαρακτηριστικά   
Βασικές Μεταβλητές   Συμπληρωματικές Μεταβλητές   
    31 Εθνικότητα
    32 Γλώσσα  
    33 Θρησκεία  
Χαρακτηριστικά Νοικοκυριού/Οικογένειας
Βασικές Μεταβλητές Συμπληρωματικές Μεταβλητές 
    34 Ύψος ενοικίου  
    35 Διαρκή καταναλωτικά αγαθά που διαθέτει το νοικοκυριό
    36 Αριθμός αυτοκινήτων που χρησιμοποιεί το νοικοκυριό
    37 Διαθεσιμότητα χώρου στάθμευσης
    38 Τηλέφωνα και σύνδεση Internet
    39 Τύπος κενής κατοικίας
    40 Κατοικείται από ένα ή περισσότερα νοικοκυριά
     Χαρακτηριστικά Κτιρίων και Κατοικιών
Βασικές Μεταβλητές  Συμπληρωματικές Μεταβλητές  
19 Είδος κατοικίας 41 Διαθεσιμότητα και χαρακτηριστικά δευτερεύουσας κατοικίας
20 Ιδιοκτησία κατοικίας 42 Αριθμός κατοικιών στο κτίριο
21 Οικοδομικό τετράγωνο 43 Ζεστό νερό
22 Τύπος κατοικίας 44 Δίκτυο αποχέτευσης
23 Αριθμός κατοικιών 45 Κουζίνα
24 Αριθμός δωματ'ιων 46 Δυνατότητα μαγειρέματος
25 Δίκτυο Ύδρευσης 47 Ενέργεια που χρησιμοποιείται για θέρμανση
26 Λουτρό ή ντους 48 Ηλεκτρικό
27 Αποχωρητήριο 49 Φυσικό αέριο
28 Είδος θέρμανσης 50 Κλιματισμός  
29 Τύπος κτιρίου 51 Θέση κατοικίας στ κτίριο
30 Έτος κατασκευής 52 Προσβασιμότητα κτιρίου  
    53 Ανελκυστήρας  
    54 Τύπος κατασκευής κτιρίου  
    55   Κατάσταση κτιρίου  

Σημείωση: Το σύμβολο √ υποδηλώνει τις συμπληρωματικές μεταβλητές για τις οποίες η ΕΛ.ΣΤΑΤ. συγκέντρωσε στοιχεία κατά την πρόσφατη απογραφή.

Πηγή: UN/ECE, Recommendations for the 2010 Censuses of Population and Housing in the ECE Region, ECE/CES/STAT/NONE/2006/ 

Πίνακας 3.2. Βασικές και Συμπληρωματικές Μεταβλητές Απογραφής Πληθυσμού και Κατοικιών - Συστάσεις Eurostat

 

Κατά την απογραφή του 2011, παρότι τα ερωτηματολόγια σχεδιάστηκαν με τρόπο που να επιτρέπεται η ανάγνωσή τους από σύστημα οπτικής αναγνώρισης χαρακτήρων (OCR), η επεξεργασία και δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων καθυστέρησαν αρκετά. Tα πρώτα στοιχεία σχετικά με το Μόνιμο πληθυσμό ανά Δήμο ανακοινώθηκαν στα τέλη του Ιουλίου του 2012, ενώ δεκατρείς μήνες αργότερα ανακοινώθηκαν νέα αναθεωρημένα αποτελέσματα σχετικά με τον μόνιμο, νόμιμο και πραγματικό πληθυσμό της χώρας. 

Σημειώνουμε ότι ήδη από το 2001, έχει διακοπεί η έντυπη 5-τομη δημοσίευση των βασικών αποτελεσμάτων των απογραφών. Η αντικατάσταση του παραδοσιακού τρόπου έντυπης δημοσίευσης των αποτελεσμάτων από τα μαγνητικά μέσα (δισκέτα ή CD) είναι τελικά εις βάρος των χρηστών, αφού η παροχή δεν είναι πλέον άμεση (απαιτείται αίτηση κλπ) ενώ τα στοιχεία που παρέχονται στο διαδίκτυο είναι πολύ περιορισμένα. Γενικά, άμεση διάχυση των αποτελεσμάτων προκύπτει από τα δημοσιεύματα και από το διαδίκτυο. Αντίθετα, η διάχυση στοιχείων μέσω παραγγελίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως έμμεση, αφού οι χρήστες δεν έχουν ούτε άμεση ούτε την ίδια πρόσβαση στην πληροφορία. Επιπλέον, αν τα αιτούμενα στοιχεία απαιτούν προσαρμογές στην ανάλυση των μεταβλητών ή/και στην γεωγραφική ανάλυση, τότε ο χρόνος ανταπόκρισης είναι μεγάλος, ενώ υπάρχουν  περιπτώσεις όπου είναι αδύνατο να ικανοποιηθεί το αίτημα.

Ο αριθμός των μεταβλητών, η ταχύτητα επεξεργασίας και η διάχυση των πληροφοριών αποτελούν άμεση συνάρτηση της υλικοτεχνικής υποδομής της Στατιστικής Υπηρεσίας αλλά και της γενικότερης διοικητικής οργάνωσης μιας χώρας. Ως εκ τούτου, προτάσεις για ενίσχυση του αριθμού των ερωτήσεων δεν μπορούν παρά να διατυπώνονται με ιδιαίτερη προσοχή, διατηρώντας υπ’ όψιν τους περιορισμούς που αντιμετωπίζει το υπάρχον Στατιστικό Σύστημα. Η αναμόρφωση της διαδικασίας της απογραφής απαιτεί σημαντική ενίσχυση στην υποδομή της ΕΛ.ΣΤΑΤ.

 

pinakas 3.2a

pinakas 3.2b

Σημείωση: Το σύμβολο υποδηλώνει τις συμπληρωματικές μεταβλητές για τις οποίες η ΕΛ.ΣΤΑΤ. συγκέντρωσε στοιχεία κατά την πρόσφατη απογραφή.
Πηγή: UN/ECE, Recommendations for the 2010 Censuses of Population and Housing in the ECE Region, ECE/CES/STAT/ NONE/2006/4.

Πίνακας 3.2 Βασικές και Συμπληρωματικές Μεταβλητές Απογραφής Πληθυσμού και Κατοικιών- Συστάσεις EUROSTAT.

 

3.2. Ληξιαρχικές Καταγραφές Δημογραφικών Συμβάντων

Κύρια πηγή πληροφόρησης σχετικά με τα βασικά δημογραφικά γεγονότα αποτελούν οι ληξιαρχικές καταγραφές των στοιχείων φυσικής κίνησης του πληθυσμού. Από αυτές αντλούνται πληροφορίες σχετικά με τις γεννήσεις και τους θανάτους, αλλά συμπεριλαμβάνονται και άλλα γεγονότα με δημογραφικό ενδιαφέρον, όπως οι γάμοι, τα διαζύγια και σε ορισμένες περιπτώσεις οι μετακινήσεις / μετεγκαταστάσεις.

Η ληξιαρχική καταγραφή των συμβάντων μπορεί να είναι είτε συνεχής είτε αναδρομική. Συνεχής καλείται η καταγραφή που γίνεται κατά τη στιγμή που συντελείται το συμβάν, ενώ αναδρομική καλείται η εκ των υστέρων καταγραφή του συμβάντος κατά τη διάρκεια μιας έρευνας ή μιας απογραφής. Η συνεχής καταγραφή απαιτεί ένα οργανωμένο σύστημα ληξιαρχικών καταγραφών, το οποίο στις περισσότερες χώρες λειτουργεί με την ευθύνη της δημόσιας διοίκησης. Η καταγραφή στην περίπτωση αυτή είναι άμεση, πλήρης και σαφής και παρέχει αξιόπιστα δημογραφικά δεδομένα. Αξιόπιστο σύστημα ληξιαρχικών καταγραφών διαθέτει το σύνολο των περισσότερο ανεπτυγμένων χωρών.

Αντίθετα, η απουσία ενός οργανωμένου συστήματος ληξιαρχικών καταγραφών, όπως συμβαίνει στις περισσότερες από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη, οδηγεί αναγκαστικά στην αναδρομική συλλογή σχετικών δεδομένων, είτε κατά τη διάρκεια της απογραφής είτε κατά τη διενέργεια μιας έρευνας. Η αναδρομική καταγραφή υστερεί έναντι της συνεχούς καταγραφής για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, διότι επηρεάζεται από τη μεροληπτικότητα της επιλογής, από το κατά πόσο, δηλαδή, το δείγμα πάνω στο οποίο πραγματοποιείται η έρευνα είναι αντιπροσωπευτικό του συνόλου των πληθυσμιακών υπο-ομάδων. Δεύτερον, διότι είναι ευάλωτη στις ατέλειες της μνήμης, αφού οι σχετικές με παλαιότερα γεγονότα πληροφορίες μπορεί να είναι είτε ασαφείς ως προς τη χρονική στιγμή του συμβάντος είτε ανακριβείς λόγω σκόπιμης ή μη απόκρυψης δυσάρεστων κυρίως γεγονότων. Δεν παύει ωστόσο να είναι ιδιαίτερα σημαντική η συμβολή των αναδρομικών καταγραφών στην κάλυψη χρονολογικών ή άλλων «κενών» ή ασυνεχειών που για οποιοδήποτε λόγο ενδέχεται να προέκυψαν κατά τη συνεχή καταγραφή των δημογραφικών συμβάντων.

Σύστημα ληξιαρχικών καταγραφών ισχύει στην Ελλάδα από το 1836. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, οι γάμοι, τα διαζύγια, οι γεννήσεις και οι θάνατοι, οφείλουν να δηλώνονται από τους ενδιαφερομένους σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, παρέχοντας παράλληλα κι ορισμένες επιπλέον πληροφορίες (Πίνακας 3.3). Τα στοιχεία των ληξιαρχικών καταχωρήσεων διοχετεύονται στη Ελληνική Στατιστική Αρχή, η οποία τα κωδικοποιεί, τα επεξεργάζεται και τα δημοσιοποιεί αναρτώντας τμήμα αυτών στην ιστοσελίδα της στο διαδίκτυο. 

 

ΔΕΛΤΙΟ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΔΕΛΤΙΩΝ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΔΗΛΩΣΗΣ
Δήλωση Γάμου
  • Ονοματεπώνυμα συζύγων
  • ΑΦΜ / ΑΜΚΑ
  • Ηλικία συζύγων 
  • Επίπεδο εκπαίδευσης συζύγων

  • Επάγγελμα συζύγων

  • Υπηκοότητα συζύγων
  • Τόπος κατοικίας του καθένα από τους συζύγους
  • Ημερομηνία και τόπος συμβάντος
  • Τρόπος τέλεσης
  • Βαθμός γάμου
  • Προσδιορισμός επωνύμου των τέκνων

εντός 40 ημερών από την τέλεση του

γάμου

 Σύμφωνο Συμβίωσης
  • Ονοματεπώνυμα
  • ΑΦΜ/ΑΜΚΑ
  • Ιθαγένεια
  • Θρησκεία
  • Χώρα Γέννησης
  • Ηλικία
  • Τόπος κατοικίας
 Δελτίο Γέννησης
  • Τόπος συμβάντος
  • Φύλο και βάρος νεογέννητου
  • Σειρά γέννησης
  • Είδος τοκετού, διάρκεια κύησης
  • Ηλικία μητέρας και πατέρα
  • Τόπος κατοικίας μητέρας και πατέρα
  • Νομική κατάσταση
  • Επαγγελμα μητέρας και πατέρα
  • Επίπεδο εκπαίδευσης
 εντός 10 ημερών από τη γέννηση
Πιστοποιητικό θανάτου
  • Ονοματεπώνυμο και ηλικία θανόντος
  • ΑΦΜ / ΑΜΚΑ
  • Τόπος συμβάντος
  • Αιτία θανάτου
  • Υπηκοότητα
  • Επίπεδο εκπαίδευσης
εντός 24ώρου από το θάνατο

  

 Πίνακας 3.3. Πληροφορίες που συλλέγονται κατά τη ληξιαρχική καταγραφή δημογραφικών συμβάντων.

 

 3.3. Δειγματοληπτικές Έρευνες

Πέρα από τις απογραφές και τη συνεχή ή αναδρομική καταγραφή δημογραφικών γεγονότων, σημαντικές πληροφορίες σχετικά με πληθυσμιακά θέματα παρέχουν οι ειδικές έρευνες οι οποίες αποτελούν πολύ χρήσιμο εργαλείο συγκέντρωσης βασικών στατιστικών δεδομένων σχετικά με τις δημογραφικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις. Το αντικείμενο της κάθε  έρευνας είναι συνήθως εστιασμένο σε ειδικού ενδιαφέροντος και περιορισμένου αριθμού ζητήματα. Οι δειγματοληπτικές έρευνες χρησιμοποιούνται άλλοτε για να συμπληρώσουν τυχόν κενά των απογραφικών δεδομένων ή των ληξιαρχικών καταγραφών, άλλοτε για να διερευνηθεί σε βάθος ένα ζήτημα για το οποίο δεν παρέχουν στοιχεία οι συνήθεις δημογραφικές πηγές και άλλοτε για την επαλήθευση ή επικαιροποίηση των επίσημων στατιστικών σχετικά με κάποια πληθυσμιακή παράμετρο.

Οι δειγματοληπτικές έρευνες διεξάγονται άλλοτε σε σταθερή βάση (ετήσιες, τριμηνιαίες, μηνιαίες) και άλλοτε πρόκειται για adhoc μελέτες που εμβαθύνουν σε ειδικά θέματα. Οι έρευνες αυτές είναι ιδιαίτερα χρήσιμες στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες λόγω του περιορισμένου αριθμού αξιόπιστων δημογραφικών πηγών. Παράλληλα, στις περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες θεωρούνται αναντικατάστατες για τη σε βάθος ανάλυση ορισμένων φαινομένων.

Η Μιχαλοπούλου (2004), στο ιδιαίτερα κατατοπιστικό και ενδιαφέρον βιβλίο της σχετικά με τη ιστορία της δειγματοληπτικής πρακτικής στην Ελλάδα, αναφέρει ότι οι πρώτες δειγματοληπτικές έρευνες σχεδιάστηκαν και διενεργήθηκαν μέσα στη δεκαετία του 1950, από την τότε Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος.

 

  ΕΡΕΥΝΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΤΗΤΑ  
  Έρευνα Εργατικού Δυναμικού Τριμηνιαία  
  Έρευνα Εργατικού Δυναμικού Ad hoc  
  Έρευνα Οικογενειακού Προϋπολογισμού Όχι σταθερή  
  Έρευνα Εισοδήματος & συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών (EU-SILC) Ετήσια  
  Έρευνα Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης Ετήσια  
  Ειδική Ερευνα για την Εκπαίδευση Ενηλίκων

2007 (πιλοτική)

2012

 
  Ειδική Έρευνα μετάβασης από την Εκπαίδευση στην Αγορά Εργασίας Ad hoc (2012)  
  Έρευνα Χρήσης Τεχνολογιών Πληροφόρησης & Επικοινωνίας (ICT) Ετήσια  
  Έρευνα Κατανάλωσης Ενέργειας στα Νοικοκυριά (SECH) 2012  
  Έρευνα Χρήσης Χρόνου 2013  
  Ειδική Έρευνα για τη Θέση στην Αγορά Εργασίαςτων Μεταναστών και των Άμεσων Απογόνων τους Ad hoc (2008)  
  Ειδική Έρευνα για Άτομα με Προβλήματα Υγείας ή Αναπηρία Ad hoc (2012)  
  Ειδική Έρευνα για τα Εργατικά Ατυχήματα και προβλήματα Υγείας που συνδέονται με την εργασία Ad hoc (2007)  

 

Πίνακας 3.4. Ενδεικτικές Δειγματοληπτικές Έρευνες Δημογραφικού Ενδιαφέροντος.

 

3.3.1.  Δυνατότητες και αδυναμίες δειγματοληπτικών ερευνών

Οι μεθοδολογικές εξελίξεις στη Θεωρία Πιθανοτήτων και στη Θεωρία Δειγματοληψίας έχουν καταστήσει δυνατή τη μελέτη χαρακτηριστικών ιδιοτήτων, με δεδομένη ακρίβεια χρησιμοποιώντας δείγματα, αντί της εξαντλητικής μελέτης του συνολικού πληθυσμού. Οι δειγματοληπτικές έρευνες, όταν σχεδιάζονται και διεξάγονται σωστά, παρέχουν αξιόπιστα αποτελέσματα, απαιτώντας σημαντικά χαμηλότερο κόστος και παρέχοντας μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε σχέση με την απογραφή. Λόγω του μικρότερου αριθμού ερωτηματολογίων, απαιτείται μικρότερος αριθμός ατόμων που συμμετέχουν στη συμπλήρωση/συλλογή τους. Επομένως, μπορεί να διασφαλιστεί η καλύτερη εκπαίδευσή τους, ώστε να αποφευχθούν σημαντικά σφάλματα. Το σύνολο της διαδικασίας ελέγχεται καλύτερα με αποτέλεσμα το σημαντικό περιορισμό των μη δειγματοληπτικών σφαλμάτων, σε σχέση με την απογραφή.


Η αναγκαιότητα και η χρησιμότητα των δειγματοληπτικών ερευνών καταδεικνύονται από την ακόλουθη γενική αρχή: κατά τη μελέτη και επεξεργασία ποσοτικών δεδομένων υπάρχει πάντα ένα σημείο πέρα από το οποίο το οριακό όφελος από την αύξηση της πληροφορίας από πρόσθετες παρατηρήσεις γίνεται αρνητικό λόγω σημαντικής αύξησης του κόστους.


Ο σωστός σχεδιασμός μιας έρευνας απαιτεί τη λήψη σειράς αποφάσεων σχετικά με μεθοδολογικά, οργανωτικά και τεχνικά θέματα (Μιχαλοπούλου, 1990).


Ο βαθμός αξιοπιστίας μιας δειγματοληπτικής έρευνας είναι συνάρτηση του αντικειμένου και της μεθοδολογίας που ακολουθείται. Τελικός στόχος της δειγματοληψίας είναι η εξαγωγή συμπερασμάτων που αφορούν στο συνολικό πληθυσμό. Οι κυριότερες αδυναμίες των δειγματοληπτικών ερευνών εντοπίζονται στα ακόλουθα σημεία:

  • Δειγματοληπτικό πλαίσιο: Η διαδικασία επιλογής του δείγματος αποτελεί βασική προϋπόθεση για την διατύπωση αξιόπιστων στατιστικών συμπερασμάτων που με ασφάλεια μπορούν να γενικευθούν (επαγωγικά) στο σύνολο του πληθυσμού. Η αντιπροσωπευτικότητα του επιλεγμένου δείγματος και κατά συνέπεια η επιτυχία της δειγματοληψίας, εξαρτάται από το δειγματοληπτικό πλαίσιο (ή αλλιώς τον πληθυσμό από τον οποίο λαμβάνεται το δείγμα). «Ένα δείγμα δεν είναι απλώς μια φέτα του πληθυσμού που λαμβάνεται για να εξασφαλισθεί η άνετη μελέτη του πληθυσμού, αλλά ένα υποσύνολο (μικρόκοσμος) που αναμένεται να είναι αντιπροσωπευτικό του γεννήτορα (δειγματοληπτούμενου) πληθυσμού». Η χρήση του πληθυσμού όπως προκύπτει από την απογραφή του 1991, ως δειγματοληπτικό πλαίσιο για έρευνες που διεξάγονται το 2003, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ατελούς πλαισίου, που περιορίζει σημαντικά την αξία των αποτελεσμάτων των ερευνών.
  • Αλλαγή στατιστικής μονάδας: Μια αδυναμία που συχνά παρατηρείται αφορά στην αλλαγή της στατιστικής μονάδας κατά τη διαδικασία της δειγματοληπτικής έρευνας. Σε πολλές έρευνες, για παράδειγμα, η επιλογή δείγματος γίνεται σε επίπεδο νοικοκυριού, αλλά τα παραγόμενα αποτελέσματα αφορούν σε άτομα.
  • Βαθμός ανταπόκρισης: Το μέγεθος του δείγματος είναι καθοριστικός παράγοντας για την ακριβή περιγραφή του εξεταζόμενου πληθυσμού. Οι περισσότερες δειγματοληπτικές έρευνες γίνονται με τη χρήση ερωτηματολογίου που συνήθως αποστέλλεται στις στατιστικές μονάδες (άτομα, επιχειρήσεις κλπ) που αποτελούν το δείγμα. Το ποσοστό ανταπόκρισης (response rate)- ή αλλιώς το ποσοστό συνεργασίας του δείγματος- ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά την αμεροληψία της εκτίμησης, αφού ενδέχεται να αλλοιώσει την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος. Για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των δειγματοληπτικών ερευνών είναι απαραίτητη η αναφορά στο πραγματικό μέγεθος του δείγματος (αριθμός συμπληρωμένων ερωτηματολογίων), καθώς και η εκτίμηση της διαρροής και κατά πόσο επηρεάζει τη σύνθεση του δείγματος.
  • Δειγματοληπτικά σφάλματα: Ο όρος «σφάλμα» μιας δειγματικής συνάρτησης αναφέρεται στη διαφορά μεταξύ της τιμής της δειγματικής συνάρτησης και της τιμής της αντίστοιχης πληθυσμιακής παραμέτρου. Οι αποκλίσεις αυτές οφείλονται σε συνδυασμό πολλών παραμέτρων και τα σφάλματα που προκύπτουν ταξινομούνται σε δειγματοληπτικά και μη δειγματοληπτικά σφάλματα. Τα δειγματοληπτικά σφάλματα προκύπτουν από την επιλογή των μονάδων του δείγματος. Τα σφάλματα δειγματοληψίας μετρούνται με εργαλεία όπως η επακρίβεια (precision) ή η αξιοπιστία (reliability) των δειγματικών αποτελεσμάτων και εκφράζουν το βαθμό με τον οποίο διαδοχικές δειγματικές συναρτήσεις που προκύπτουν από διαδοχικά τυχαία δείγματα ιδίου μεγέθους, διαφέρουν μεταξύ τους. Η ακρίβεια (accuracy) μιας δειγματικής εκτίμησης είναι η διαφορά μεταξύ δειγματικής και πραγματικής τιμής της παραμέτρου. Η ορθότητα της εκτίμησης δεν είναι πάντα άμεσα μετρήσιμη, ακριβώς διότι η τιμή της πληθυσμιακής παραμέτρου είναι άγνωστη. Ο έλεγχος και υπολογισμός της αξιοπιστίας των αποτελεσμάτων του δείγματος (χρησιμοποιώντας τη Θεωρία Πιθανοτήτων) είναι βασικό μέρος της δειγματοληπτικής έρευνας, διότι συμβάλλει στο να επιτευχθεί η ορθότητα της δειγματικής εκτίμησης (Μπένος, 1991α, β).

 

Βιβλιογραφικές Αναφορές

  • Borchsenius, L. (2000) “From a Conventional to a Register-based Census of Population”, Les Recensements après 2001, Séminaire Eurostat-INSEE, Paris.
  • Boyle, P. and D. Dorling (2004) Guest editorial: the 2001 UK census: remarkable resource or bygone legacy of the ‘pencil and paper era’? Area, Vol. 36 Issue 2, pp.101-110.
  • Cook, L. (2004) “The quality and qualities of population statistics, and the place of the census”, Area, Vol. 36 Issue 2, pp.111-123, June 2004.
  • Durr, J-M., J. Dumais (2001) La rénovation du recensement français, Paper presented in Recueil du Symposium 2001 de Statistique Canada.
  • Durr J-M. (2005) The New French Rolling Census, Statistical Journal of the United Nations ECE, Vol. 22, No 1, pp.3-12.
  • Griffin, T. (1999) The Census in Europe, Statistical Journal of the United Nations ECE 16, pp.223-30.
  • Gutman, R (1960) “In defense of population theory” American Sociological Review, 25(3):325-333.
  • Kelly, J. (1998) Focus on the Recommendations for the 2000 Censuses of Population and Housing in the ECE Region, Statistical Journal of the United Nations ECE 15, pp.177-8.
  • United Nations Statistical Commission and Economic Commission for Europe (UN/ECE) (2006) Recommendations for the 2010 Censuses of Population and Housing in the ECE Region, ECE/CES/STAT/NONE/2006/4
  • Κοτζαμάνης, Β. και Ανδρουλάκη, Ε. (2009) «Οι δημογραφικές εξελίξεις στη νεώτερη Ελλάδα (1830-2007)» στο Κοτζαμάνης Β. Η δημογραφική πρόκληση, γεγονότα και διακυβεύματα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας.

  • Μιχαλοπούλου, Κ. (1990) «Δειγματοληψία αντιλήψεων και συμπεριφοράς», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 75 (75):88-106.
  • Μιχαλοπούλου, Κ. (2004) Στην Αυτοκρατορία των Ενδείξεων: Η ιστορία της δειγματοληπτικής πρακτικής στην Ελλάδα, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα.
  • Μιχαλοπούλου, Κ. (2012) «Οι περιπέτειες της απόδοσης των όρων της δειγματοληπτικής θεωρίας και πρακτικής στις κοινωνικές διερευνήσεις και το ανύπαρκτο «στατιστικό σφάλμα»: ένα σχολιασμένο αγγλοελληνικό γλωσσάριο», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 137-138 Α’-Β’:3-49.
  • Μπένος, Β. (1991α) Μέθοδοι και Τεχνικές Δειγματοληψίας, Εκδόσεις Α. Σταμούλης, Πειραιάς.
  • Μπένος, Β. (1991β) Μέθοδολογία Αξιοποίησης των Αποστελεσμάτων της Δειγματοληψίας, Εκδόσεις Α. Σταμούλης, Πειραιάς.

 

            2                                                                                                                           4b  

Copyright © 2015

We have 5 guests and no members online