Ο 20ος αιώνας θα μείνει στην ιστορία του ανθρώπινου γένους, ως ο αιώνας των ραγδαίων δημογραφικών εξελίξεων και κυρίως, ως η εκαντοταετία της ταχύτερης πληθυσμιακής αύξησης. Οι χωρίς ιστορικό προηγούμενο υψηλοί ρυθμοί πληθυσμιακής αύξησης που καταγράφηκαν, κυρίως κατά το δεύτερο μισό του αιώνα, ήταν το αποτέλεσμα της θεαματικής μείωσης της θνησιμότητας. Η εντυπωσιακή βελτίωση των δεικτών θνησιμότητας ακολουθήθηκε, με μικρή χρονική υστέρηση όπως συνήθως συμβαίνει, από μια εξίσου σημαντική μείωση της γονιμότητας. Οι εξελίξεις αυτές συνέβησαν σε όλες τις περιοχές του πλανήτη, όχι όμως με την ίδια ένταση. Οι διαφορετικοί ανά γεωγραφική περιοχή ρυθμοί ανάπτυξης δημιούργησαν διαφορετικές πληθυσμιακές πιέσεις και προκάλεσαν έντονη κινητικότητα συμβάλλοντας στην αστικοποίηση του παγκόσμιου πληθυσμού και την ανάπτυξη ιδιαίτερα σημαντικών μεταναστευτικών ρευμάτων. Αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, βελτίωση του προσδόκιμου ζωής, γενικευμένη μείωση της γονιμότητας, αστικοποίηση και μεταναστευτικά ρεύματα, αποτελούν τις σημαντικότερες τάσεις που διαμόρφωσαν το δημογραφικό τοπίο στα τέλη του 20ου αιώνα.
7.1 . Πρωτόγνωρα υψηλοί ρυθμοί αύξησης του πληθυσμού
Το 1900, στο ξεκίνημα του 20ου αι., ο παγκόσμιος πληθυσμός αριθμούσε περίπου 1,6 δισεκατομμύρια άτομα. Στο τέλος του ίδιου αιώνα, ο πληθυσμός της γης είχε σχεδόν τετραπλασιαστεί και έφτανε τα 6,1 δισεκατομμύρια άτομα. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή ήταν η αύξηση που καταγράφηκε κατά το δεύτερο μισό του αιώνα και συγκεκριμένα κατά την περίοδο 1950-1975 (Διάγραμμα 7.1). Τόσο υψηλοί ρυθμοί πληθυσμιακής αύξησης δεν είχαν καταγραφεί ποτέ πριν στην ιστορία του ανθρώπου και ούτε πρόκειται, σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, να επαναληφθούν στο μέλλον.
Πηγή: U.Ν. Population Division, World Population Prospects: The 2000 Revision.
Διάγραμμα 7.1 Παγκόσμιος Πληθυσμός: Απόλυτα μεγέθη και μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης, 1900-2000.
Το δεύτερο μισό του αιώνα σηματοδοτεί την περίοδο της πλέον εντυπωσιακής αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού, τόσο σε απόλυτα μεγέθη όσο και σε ετήσιο ρυθμό μεταβολής. Το γεγονός αποδίδεται στην εξέλιξη της δημογραφικής μετάβασης στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη. Αν και η κάθε περιοχή ακολουθεί το δικό της χρονοδιάγραμμα στην πορεία μετάβασης από το δεύτερο στο τρίτο και από το τρίτο στο τέταρτο στάδιο της δημογραφικής μετάβασης, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, η περίοδος αυτή βρίσκει όλες τις πολυπληθείς περιοχές να διανύουν τα στάδια ταχείας πληθυσμιακής ανάπτυξης. Ασία και Λατινική Αμερική καταγράφουν τους υψηλότερους ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης την περίοδο 1950-75, ενώ η Αφρική όπου η διαδικασία της μετάβασης καθυστέρησε να ξεκινήσει, σημειώνει του υψηλότερους ρυθμούς αύξησης την περίοδο 1975-2000 (Πίνακας 7.1)
Πηγή: U.S. Census Bureau, International Population Data Base, accessed 2013.
Πίνακας 7.1 Μέσος Ετήσιος Ρυθμός Πληθυσμιακής Αύξησης(σε %), 1950-2000.
Πίσω από αυτή την εντυπωσιακή πληθυσμιακή εξέλιξη κρύβονται τεράστιες γεωγραφικές ανισότητες. Η άνιση κατανομή του πληθυσμού, σε συνδυασμό με τους διαφορετικούς ανά περιοχή ρυθμούς ανάπτυξης, συνέβαλαν στην περεταίρω ενίσχυση των γεωγραφικών διαφοροποιήσεων (Πίνακας 7.2).
Πηγή: U.S. Census Bureau, International Population Data Base, accessed 2013.
Πίνακας 7.2 Γεωγραφική Κατανομή Παγκόσμιου Πληθυσμού σε απόλυτα μεγέθη (σε εκατομμύρια) και σε ποσοστό, 1900-2000.
Στις αρχές του αιώνα, το 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε στις αποκαλούμενες περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη, ενώ τα 2/3 σε λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές. Στο τέλος του αιώνα, και ενώ σε απόλυτα μεγέθη ο πληθυσμός των ανεπτυγμένων χωρών υπερδιπλασιάστηκε (περνώντας από τα 540 εκατομμύρια στο 1,3 δισεκατ.), το μερίδιό του στο συνολικό πληθυσμό συρρικνώθηκε πέφτοντας χαμηλότερα από το 1/5. Στο γύρισμα του αιώνα, οι 8 στους 10 κατοίκους του πλανήτη, σχεδόν πέντε δισεκατομμύρια άτομα, ζούσαν σε λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές.
Η πιο μεγάλη πληθυσμιακή αύξηση συντελέστηκε στην Κεντρική & Νότια Αμερική και την Αφρική, περιοχές όπου ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά επτά και έξι φορές αντίστοιχα. Η Ασία παραμένει διαχρονικά η ήπειρος η οποία στεγάζει το μεγαλύτερο μέρος του ανθρώπινου πληθυσμού (περίπου 60%). Εστιάζοντας στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη, η μεγαλύτερη αύξηση σημειώνεται στην Ωκεανία, η οποία, αν και πενταπλασίασε τον πληθυσμό της, δεν ξεπερνά σε ποσοστό το 0,5% του παγκόσμιου πληθυσμού. Η Βόρεια Αμερική κατέγραψε πληθυσμιακή αύξηση λίγο υψηλότερη του παγκόσμιου μέσου όρου αυξάνοντας τον πληθυσμό της από τα 82 στα 313 εκατομμύρια διατηρώντας τη σχετική συμμετοχή της στον παγκόσμιο πληθυσμό στο 5% περίπου.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η εξέλιξη της σχετικής θέσης της Ευρώπης. Το 1900 ένας στους πέντε κατοικούσε στην Ευρώπη. Μέσα στα εκατό χρόνια που εξετάζουμε, ο πληθυσμός της γηραιάς ηπείρου σχεδόν διπλασιάστηκε περνώντας από τα 408 στα 730 εκατομμύρια κατοίκων. Στο ίδιο διάστημα η ποσοστιαία συμμετοχή των Ευρωπαίων στον παγκόσμιο πληθυσμό υποδιπλασιάστηκε, αφού το μερίδιο της Ευρώπης συρρικνώθηκε από το 24,7% το 1900 στο 12% το 2000. Αντίθετα το 1999 αποτελεί ένα νέο δημογραφικό ορόσημο. Κάτω από τη ονομασία με κωδικό Y6B (Year 6 Billion), σηματοδοτείται η χρονιά που ο παγκόσμιος πληθυσμός έσπασε το φράγμα των 6 δισεκατομμυρίων κατοίκων, με τη συμβολική γέννηση ενός αγοριού στο Σαράγεβο, τη 12η Οκτωβρίου.
Στο τέλος του 20ού αιώνα, ο παγκόσμιος πληθυσμός έτρεχε με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης περίπου 1,27%, αυξανόμενος κατά περίπου 78 εκατομμύρια άτομα ετησίως (Πίνακας 7.3).
Πηγή: UN, World Population Division.
Πίνακας 7.3 Πληθυσμός και Παράμετροι Πληθυσμιακής Μεταβολής ανά Γεωγραφική Περιοχή, 1999.
Τα νούμερα γίνονται ακόμα πιο εντυπωσιακά αν τα αναγάγει κανείς σε ημερήσια βάση (Πίνακας 7.4). Kάθε μέρα ο πληθυσμός αυξάνεται κατά 215.000 περίπου άτομα, ως αποτέλεσμα των 360.000 γεννήσεων και των 145.000 θανάτων (από τους οποίους οι 25.000 αφορούν παιδιά κάτω του 1 έτους). Η αύξηση αυτή, στο σύνολό της σχεδόν, οφείλεται στους πληθυσμούς που κατοικούν στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη. Η αναγωγή αυτών των μεγεθών σε ακόμη μικρότερα κλίμακα δηλώνει ότι κάθε λεπτό καταγράφονται 250 γεννήσεις και 100 θάνατοι, αυξάνοντας έτσι τον παγκόσμιο πληθυσμό κατά 150 άτομα. Αν ο ρυθμός πληθυσμιακής αύξησης διατηρούταν σταθερός σε αυτά, το επίπεδο θα οδηγούσε εκ νέου σε διπλασιασμό του πληθυσμού μέχρι περίπου το 2055, οπότε ο παγκόσμιος πληθυσμός θα ξεπερνούσε τα 12 δισεκατομμύρια.
Πίνακας 7.4 Παράμετροι Μεταβολής Παγκόσμιου Πληθυσμού, 2000.
7.2. Θεαματική αύξηση του προσδόκιμου ζωής
Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, η εξέλιξη της θνησιμότητας υπήρξε ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη απ’ όλες τις δημογραφικές εξελίξεις, αφού η μείωση της θνησιμότητας σε όλες τις ηλικίες έδωσε το έναυσμα σε μια σειρά εξελίξεων που διαμόρφωσαν το δημογραφικό σκηνικό. Η σταδιακή μείωση της πιθανότητας θανάτου, που στις ανεπτυγμένες χώρες είχε ξεκινήσει ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα, συνεχίστηκε επιταχυνόμενη ενώ παράλληλα επεκτάθηκε και στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη. Το 1950, παρά τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους που είχαν προηγουμένως ανακόψει την πτωτική τάση της θνησιμότητας, το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση ξεπέρασε τα 65 έτη για τους κατοίκους των ανεπτυγμένων περιοχών. Στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές, η βελτίωση της διατροφής και των συνθηκών διαβίωσης, σε συνδυασμό με την ευρεία χρήση αντιβιοτικών και εμβολίων για την αντιμετώπιση θανατηφόρων ασθενειών, συνέβαλαν στη εντυπωσιακή αύξηση του προσδόκιμου ζωής κατά τη γέννηση με αποτέλεσμα το όφελος σε διάρκεια ζωής ήταν πάνω από 2 δεκαετίες μέσα σε 50 χρόνια. Σημαντική ήταν επίσης η αύξηση του προσδόκιμου ζωής στις ελάχιστα ανεπτυγμένες περιοχές (Πίνακας 7.5).
Σημείωση: Στην κατηγορία «Λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές» δεν συμπεριλαμβάνονται οι «Ελάχιστα ανεπτυγμένες περιοχές», ώστε να φαίνεται καθαρότερα η διαφορά της θνησιμότητας ως προς το επίπεδο ανάπτυξης.
Πηγή: U.Ν. Population Division, World Population Prospects: The 2000 Revision, Volume III: Analytical Report, Chapter II: Past and Future Trends in mortality.
Πίνακας 7.5 Εξέλιξη προσδόκιμου ζωής κατά τη γέννηση ανάλογα με το φύλο και τη γεωγραφική περιοχή, 1950-2000.
Κατά το δεύτερο μισό του αιώνα μειώθηκε το χάσμα μεταξύ περισσότερο και λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών. Οι διαφορές, ωστόσο, παραμένουν σημαντικές. Στο τέλος του αιώνα, το προσδόκιμο ζωής στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές είναι οριακά υψηλότερο του επιπέδου που είχαν ήδη από το 1950 κατακτήσει οι περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες. Οι ελάχιστα ανεπτυγμένες περιοχές, παρά τη σημαντική πρόοδο που κατέγραψαν κατά την περίοδο 1950-2000, υστερούν κατά περίπου 15 χρόνια έναντι των λιγότερο ανεπτυγμένων περιοχών. Η διαφορά τους από τις ανεπτυγμένες χώρες αγγίζει τα 22 χρόνια για τους άνδρες και ξεπερνά τα 26 για τις γυναίκες (Διάγραμμα 7.2).
Διάγραμμα 7.2 Εξέλιξη προσδόκιμου ζωής κατά τη γέννηση μεταξύ των δύο φύλων ανά γεωγραφική περιοχή, 1950-2000.
Η εντυπωσιακή μείωση της θνησιμότητας ανέδειξε τη βιολογική υπεροχή των γυναικών έναντι των ανδρών. Αντίθετα ίσως προς το αναμενόμενο, η διαφορά στο προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση μεταξύ των δύο φύλων αυξήθηκε διαχρονικά σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές και μάλιστα αντιστρόφως ανάλογα με την εξέλιξη των δεικτών θνησιμότητας (Διάγραμμα 7.3).
Σημείωση: Στην κατηγορία «Λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές» δεν συμπεριλαμβάνονται οι «Ελάχιστα ανεπτυγμένες περιοχές» ώστε να φαίνεται καθαρότερα η διαφορά της θνησιμότητας ως προς το επίπεδο ανάπτυξης.
Πηγή: U.Ν. Population Division, World Population Prospects: The 2000 Revision, Volume III: Analytical Report, Chapter II: Past and Future Trends in mortality.
Διάγραμμα 7.3 Διαφορά (σε έτη) προσδόκιμου ζωής κατά τη γέννηση μεταξύ των δύο φύλων ανά γεωγραφική περιοχή, 1950-2000.
Όσο χαμηλότερα έπεφταν τα επίπεδα θνησιμότητας, τόσο μεγαλύτερη γινόταν η διαφορά μεταξύ των δύο φύλων. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η Αφρική, όπου η μείωση της θνησιμότητας των γυναικών ήταν πιο αργή από αυτήν των ανδρών και κατά συνέπεια, η μεταξύ τους διαφορά στο προσδόκιμο ζωής μειώθηκε κατά την περίοδο 1950-2000. Δεδομένης της σύνδεσής της με το επίπεδο θνησιμότητας, η διαφορά στο προσδόκιμο ζωής μεταξύ των φύλων είναι μεγαλύτερη στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές. Στο τέλος του 20ου αιώνα, στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές οι γυναίκες ζούσαν κατά μέσο όρο 7,5 χρόνια περισσότερο από τους άνδρες, στις λιγότερο ανεπτυγμένες 3,3 και στις ελάχιστα ανεπτυγμένες λιγότερο από 2 χρόνια περισσότερα από τους άνδρες. Στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές, η χαμηλή κοινωνική θέση της γυναίκας, η ανεπαρκής ιατρική περίθαλψη (ιδιαίτερα κατά τον τοκετό) και η ανεξέλεγκτη εξάπλωση του AIDS αναιρούν σε σημαντικό βαθμό το βιολογικό πλεονέκτημα των γυναικών. Διατηρούνται, έτσι, σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα το προσδόκιμο ζωής ανδρών και γυναικών, αλλά και η μεταξύ τους διαφορά.
Μια από τις βασικότερες παραμέτρους που καθορίζουν την εκτιμώμενη διάρκεια ζωής είναι η βρεφική θνησιμότητα. Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, η πιθανότητα θανάτου κατά το πρώτο έτος ζωής περιορίστηκε σημαντικά, συμβάλλοντας καθοριστικά στη θεαματική άνοδο του προσδόκιμου ζωής και των δύο φύλων, κυρίως στις περιοχές υψηλής θνησιμότητας (Πίνακας 7.6). Παρά τη μεγάλη πρόοδο που σημειώθηκε σε όλο τον πλανήτη σχετικά με τη μείωση του κινδύνου θανάτου κατά τη βρεφική ηλικία, οι έντονες γεωγραφικές διαφοροποιήσεις όχι μόνο δεν εξαλείφθηκαν, αλλά ίσως εντάθηκαν μεταξύ κάποιων περιοχών.
Σημείωση: Στην κατηγορία «Λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές» δεν συμπεριλαμβάνονται οι «Ελάχιστα ανεπτυγμένες περιοχές» ώστε να φαίνεται καθαρότερα η διαφορά της θνησιμότητας ως προς το επίπεδο ανάπτυξης.
Πηγή: U.Ν. Population Division, World Population Prospects: The 2000 Revision, Volume III: Analytical Report, Chapter II: Past and Future Trends in mortality.
Πίνακας 7.6 Εξέλιξη βρεφικής θνησιμότητας ανά γεωγραφική περιοχή, 1950-2000.
Από το 1950 μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα, η πιθανότητα θανάτου μειωνόταν χρόνο με το χρόνο και κάθε νέα γενιά είχε τη βάσιμη προσδοκία ότι θα ζήσει περισσότερο και με καλύτερη υγεία από τις προηγούμενες. Η αμφισβήτηση της παραπάνω προσδοκίας ήταν μια από τις μεγάλες δημογραφικές εκπλήξεις του προηγούμενου αιώνα. Σε κάποιες χώρες το προσδόκιμο ζωής μειώθηκε κατά την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα (Eberstadt, 2004). Οι περίπου 40 χώρες που βρέθηκαν αντιμέτωπες με την απρόσμενη και εξαιρετικά αρνητική αυτή εξέλιξη, ανήκουν στις λιγότερο και ελάχιστα ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη. Περισσότερες από τις μισές είναι χώρες της υπο-Σαχάριας Αφρικής, όπου αιτία της δραματικής αυτής οπισθοδρόμησης ήταν η εξάπλωση των κρουσμάτων HIV/AIDS σε εξαιρετικά υψηλά ποσοστά του πληθυσμού από 15 έως 49 ετών. Από αυτές, οι χώρες οι οποίες επλήγησαν περισσότερο τοποθετούνται στην Ανατολική (Ζιμπάμπουε) και Νότια Αφρική (Μποπτσουάνα, Ναμίμπια, Σουαζιλάνδη και Νότιος Αφρική), όπου το προσδόκιμο ζωής έπεσε περισσότερο από 20 χρόνια μέσα σε μια μόλις δεκαετία, ως συνέπεια της αναποτελεσματικής αντιμετώπισης της επιδημίας (Πίνακας 7.7).
Πηγή: Eberstadt 2004.
Πίνακας 7.7 Χώρες που καταγράφουν πτώση του προσδόκιμου ζωής κατά τη γέννηση, 1990-2000.
Οι τραγικότερες επιπτώσεις καταγράφηκαν στην Ζιμπάμπουε, τη Μοζαμβίκη και τη Μποτσουάνα, όπου μέσα σε μόλις μια δεκαετία, το προσδόκιμο ζωής μειώθηκε κατά το ήμισυ. Πέρα από την επιδείνωση των δεικτών θνησιμότητας, και τη συνεπακόλουθη μείωση του μεγέθους και του ρυθμού αύξησης του πληθυσμού, οι δημογραφικές επιπτώσεις τουAIDS αποτυπώνονται δραματικά στην ηλικιακή δομή του πληθυσμού: συρρίκνωση των γεννήσεων λόγω αύξησης της πιθανότητας θανάτου των γυναικών πριν την ολοκλήρωση της αναπαραγωγικής ηλικίας, παράλληλα με την απόλυτη και σχετική μείωση των νεαρών και μεσαίων ηλικιών. Οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες είναι τεράστιες.
Εκτός από τις χώρες της Αφρικής, η εξάπλωση του AIDS ήταν η αιτία της μείωσης του προσδόκιμου ζωής σε ορισμένες από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής και Καραϊβικής. Στις περιοχές αυτές, ωστόσο, η διάδοση του ιού και οι συνέπειές του στο προσδόκιμο ζωής ήταν σαφώς περιορισμένες. Για τους πληθυσμούς των χωρών των πρώην δημοκρατιών της Σοβιετικής Ένωσης που είδαν την πιθανότητα επιβίωσής τους να πέφτει κατά ένα με δύο έτη στα χρόνια που ακολούθησαν τη διάσπαση της Σοβιετικής Ένωσης, η αιτία ήταν διαφορετική. Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνει την ανθρωπιστική κρίση που επήλθε με την κατάρρευση του κοινωνικού και οικονομικού συστήματος και τη δύσκολη πολιτική μετάβαση που βίωσαν οι περισσότερες από τις χώρες αυτές. Ως αποτέλεσμα αυξήθηκε σημαντικά η βρεφική θνησιμότητα, ο δείκτης που αποτυπώνει άμεσα το επίπεδο υγειονομικής περίθαλψης μιας χώρας, καθώς και οι θάνατοι από συγκεκριμένες αιτίες, όπως καρδιακές παθήσεις, κύρωση του ήπατος, ατυχήματα και βίαιοι θάνατοι που συνδέονται με την κατάχρηση του αλκοόλ η οποία με τη σειρά της αποδίδεται στη σημαντική επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου του λαού. Η μείωση του προσδόκιμου ζωής ήταν κυρίως γένους αρσενικού, αφού οι άνδρες αποδείχθηκαν περισσότερο ευάλωτοι σε σχέση με τις γυναίκες. Η Ρωσία αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση μελέτης, αφού είναι η μοναδική ανεπτυγμένη χώρα που σε περίοδο ειρήνης είδε το προσδόκιμο ζωής των πολιτών της να μειώνεται.
Όλες οι χώρες που στο τέλος του 20ου αιώνα βρέθηκαν αντιμέτωπες με την επιδείνωση του προσδόκιμου ζωής κατά τη γέννηση, κατάφεραν να βελτιώσουν τη θέση τους μέσα στην επόμενη δεκαετία και κάποιες έχουν ήδη καλύψει το σύνολο των απωλειών, όπως θα αναπτυχθεί στο επόμενο κεφάλαιο.
7.3. Ραγδαία μείωση της γονιμότητας
Όταν η θνησιμότητα μειώνεται ως συνέπεια της οικονομικής ανάπτυξης και της τεχνολογικής προόδου, τότε κατά κανόνα ακολουθείται από τη σταδιακή και σταθερή μείωση της γονιμότητας. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο δείκτης ολικής γονιμότητας συμπιέστηκε περίπου στο μισό μέσα σε πενήντα χρόνια. Στο τέλος του αιώνα αντιστοιχούσαν 2,8 παιδιά ανά γυναίκα έναντι περισσότερων από 5 παιδιά ανά γυναίκα το 1950. Η πτωτική πορεία της γονιμότητας αποτελεί παγκόσμια τάση που αφορά - με ελάχιστες εξαιρέσεις - όλες τις γεωγραφικές περιοχές του πλανήτη, ανεξαρτήτως του επιπέδου οικονομικής ανάπτυξης (Διαγράμματα 7.4.α-β-γ-δ).
Διάγραμμα 7.4.β. | |
Διαγράμματα 7.4 Εξέλιξη και Γεωγραφικές διαφοροποιήσεις της γονιμότητας, 1950-2000.
Οι γεωγραφικές διαφοροποιήσεις σχετίζονται με το ρυθμό εξέλιξης της τάσης, δηλαδή το χρονοδιάγραμμα και την ένταση της μεταβολής της γονιμότητας. Οι λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές βίωσαν αργότερα και σε σύντομο χρονικό διάστημα, πολύ σημαντική μείωση της γονιμότητάς τους, με ρυθμούς πολύ ταχύτερους από αυτούς που είχαν προηγουμένως καταγράψει οι περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές. Στην Ασία, η γονιμότητα άρχισε την πτωτική της πορεία στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και μειώθηκε στο μισό μέσα σε τέσσερις δεκαετίες, περνώντας από τα 5,8 στα 2,5 παιδιά ανά γυναίκα. Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση της Κίνας, η οποία μέσα από την αμφιλεγόμενη και κατακριτέα από πολλούς πολιτική του ενός παιδιού μείωσε δραματικά τη γονιμότητά της από τα 6 στο 1.5 παιδιά ανά γυναίκα. Πάνω από 50% μειώθηκε η γονιμότητα στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως επίσης και στις χώρες της Βόρειας και Νότιας Αφρικής. Σ’ όλες αυτές τις περιοχές, η μείωση της γονιμότητας ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Στο τέλος της δεκαετίας του 1990, ο δείκτης γονιμότητας είναι χαμηλότερος από 2,5 παιδιά ανά γυναίκα. Αντίθετα, οι χώρες της Αφρικής που βρίσκονται νότια της Σαχάρα και βορειότερα της Νοτίου Αφρικής διατηρούν ακόμη υψηλά επίπεδα γονιμότητας, άνω των 5 παιδιών ανά γυναίκα.
Σε κάποιες από τις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές, χαμηλά επίπεδα γονιμότητας εμφανίστηκαν κατά το διάστημα του μεσοπολέμου και εντάθηκαν κατά την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης. Αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου παρατηρήθηκε το φαινόμενο του baby-boom, το οποίο όμως δε διήρκησε, παρά μια σύντομη περίοδο.Η μείωση της γονιμότητας ξεκίνησε εκ νέου μέσα στη δεκαετία του 1960 και συνεχίστηκε σ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, μειώνοντας το μέσο αριθμό παιδιών ανά γυναίκα πολύ χαμηλότερα του ορίου αναπλήρωσης των γενεών.
Παράλληλα με τη μείωση του τελικού αριθμού παιδιών ανά γυναίκα, καταγράφεται διαχρονικά μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διαφοροποίηση στην εξέλιξη της γονιμότητας κατά ηλικιακή ομάδα. Κατά τη διάρκεια των πέντε τελευταίων δεκαετιών, οι γυναίκες όχι μόνο αποκτούν λιγότερα παιδιά, αλλά επιπλέον καθυστερούν όλο και περισσότερο την απόκτηση του πρώτου παιδιού, ενώ παράλληλα παρουσιάζεται διαφοροποιημένο το χρονοδιάγραμμα των γεννήσεων (Διαγράμματα 7.5).
Διάγραμμα7.5.α | Διάγραμμα7.5.β |
Διάγραμμα7.5.γ |
Διάγραμμα 7.5.δ |
Διαγράμματα 7.5 Εξέλιξη και Γεωγραφικές διαφοροποιήσεις της κατά ηλικία γονιμότητας, 1950-2000.
Ο Πίνακας 7.8 αποτυπώνει πώς διαμορφώνεται διαχρονικά και γεωγραφικά ο αριθμός παιδιών ανά γυναίκα, ο αδρός δείκτης γεννητικότητας και η μέση ηλικία απόκτησης παιδιού των γυναικών. Οι δύο πρώτοι δείκτες βρίσκονται σε γενικευμένη πτωτική τάση, ενώ η μέση ηλικία απόκτησης παιδιού σε ορισμένες περιοχές μειώνεται, ενώ αλλού αυξάνει.
Πίνακας 7.8 Δείκτες γονιμότητας: εξέλιξη και γεωγραφικές διαφοροποιήσεις, 1950-2000.
Η γόνιμη περίοδος των γυναικών τοποθετείται, σε γενικές γραμμές, στο ηλικιακό φάσμα από 15 έως 49 ετών, με τους δείκτες γονιμότητας να παρουσιάζουν τις χαμηλότερες τιμές τους στις ακραίες ηλικίες και να κορυφώνονται στις ηλικίες μεταξύ 20 και 30 ετών. Οι διαχρονικές μεταβολές του επιπέδου γονιμότητας και του χρονοδιαγράμματος των γεννήσεων παρουσιάζουν ορισμένες ομοιότητες, αλλά και διαφορές, ανάλογα με την γεωγραφική περιοχή. Η μείωση της γονιμότητας αποτυπώνεται συνήθως με σταδιακά χαμηλότερες, αλλά και στενότερες ως προς το πλάτος καμπύλες, αφού μειώνεται ο αριθμός των γεννήσεων και μικραίνει το διάστημα μεταξύ της πρώτης και τελευταίας γέννησης. Με την πάροδο του χρόνου μεταβάλλεται, επίσης, το σημείο κορύφωσης της καμπύλης, δηλαδή η ηλικία της υψηλότερης γονιμότητας. Στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές, η μείωση της γονιμότητας συνοδεύτηκε με σημαντική καθυστέρηση της πρώτης γέννησης, γεγονός που αποτυπώνεται στη μετατόπιση της κορυφής της καμπύλης από την ηλικιακή ομάδα 20-24 ετών, στις ηλικίες κοντά στα 30 έτη ως ηλικία της μητέρας (Διάγραμμα 7.5.β), καθώς και την αύξηση της μέσης ηλικίας απόκτησης παιδιού (Πίνακας 7.8).
Αντίθετα, στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη, η μείωση της γονιμότητας δεν ακολουθήθηκε από μετατόπιση των γεννήσεων σε υψηλότερα ηλικιακά κλιμάκια. Οι γυναίκες αποκτούν λιγότερα παιδιά, χωρίς σημαντικές αλλαγές στη ηλικία απόκτησης πρώτου παιδιού ή στο χρονοδιάγραμμα μεταξύ των γεννήσεων. Έτσι, τα υψηλότερα ποσοστά γονιμότητας και κατ’επέκταση η κορυφή της καμπύλης και η μέση ηλικία απόκτησης παιδιού, μετατοπίστηκαν σε νεαρότερες ηλικίες (Διάγραμμα 7.5.γ και Πίνακας 7.8). Στις ελάχιστα ανεπτυγμένες περιοχές, οι αλλαγές στα επίπεδα γονιμότητας είναι σχετικά περιορισμένες και αφορούν κυρίως τον τελικό αριθμό γεννήσεων ανά μητέρα και όχι τόσο το χρονοδιάγραμμά τους. Διαχρονικά, οι καμπύλες της κατά ηλικία γονιμότητας εμφανίζονται χαμηλότερες διατηρώντας, ωστόσο, το σχήμα τους (Διάγραμμα 7.5.δ).
Η μείωση του μέσου αριθμού παιδιών ανά γυναίκα αποτελεί στα τέλη του 20ου αιώνα μια γενικευμένη τάση που αφορά το σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού. Η γονιμότητα μειώνεται παγκοσμίως, ανεξαρτήτως κοινωνικών, πολιτισμικών ή θρησκευτικών ιδιαιτεροτήτων. Ενδιαφέρον παράδειγμα αποτελεί ένας σημαντικός αριθμός Αραβικών και Ισλαμικών κρατών όπου η γονιμότητα είναι χαμηλότερη του ορίου αναπλήρωσης. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Eberstadt (2004), o «εκσυγχρονισμός» (modernization) των κοινωνιών και η «δυτικοποίηση» (westernization) του προτύπου διαβίωσης δεν αποτελούν πλέον προϋπόθεση για τα ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα γονιμότητας. Στα τέλη του 20ου αιώνα, η πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού κατοικούσε σε περιοχές με γονιμότητα χαμηλότερη ή ίση του ορίου αναπλήρωσης και οι διαφοροποιήσεις της γονιμότητας μεταξύ περισσότερο και λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών έχουν μετριαστεί.
7.3.1 Baby-boom: ένα μικρό διάλειμμα ανάκαμψης της γονιμότητας
Ως baby-boom περιγράφεται μια περίοδος δημογραφικής ανανέωσης, όπου η αναπαραγωγική συμπεριφορά ενός πληθυσμού παρουσιάζει μια νέα δυναμική που χαρακτηρίζεται από τη σημαντική αύξηση του αριθμού των γεννήσεων και την άνοδο των δεικτών γονιμότητας. Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την απότομη και μη αναμενόμενη αύξηση του αριθμού των γεννήσεων που σημειώθηκε αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στις περισσότερες από τις βιομηχανικές χώρες του Δυτικού κόσμου. Αν και η χρονιά έναρξης όσο και η διάρκεια αυτής της περιόδου υψηλής γονιμότητας διαφέρει από χώρα σε χώρα, baby-boomers καλούνται οι γενιές που γεννήθηκαν μετά το 1945 και μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1960. Σε κάποιες χώρες όπως οι ΗΠΑ, η γονιμότητα άρχισε να μειώνεται ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, ενώ στη Γαλλία διήρκησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και στην Ιρλανδία μια επιπλέον δεκαετία (Πίνακας 7.9).
Πίνακας 7.9 Εκτιμώμενο έτος έναρξης και λήξης της περιόδου του baby-boom σε επιλεγμένες χώρες.
Στη Γερμανία και την Πολωνία η ανάκαμψη της γεννητικότητας καθυστέρησε αρκετά χρόνια, λόγω των τεράστιων επιπτώσεων του πολέμου, ενώ αντίθετα οι χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου -Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία- δεν γνώρισαν την εμπειρία του baby-boom, λόγω εν μέρει της έντονης μεταναστευτικής εκροής που σημειώθηκε κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, αλλά και των δυσμενών πολιτικών εξελίξεων που σημειώθηκαν σε ορισμένες απ’ αυτές. Παράλληλα, αύξηση της γεννητικότητας κατέγραψαν και χώρες που δε συμμετείχαν στις εχθροπραξίες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όπως η Ελβετία και η Σουηδία, όπου η ανάκαμψη της γονιμότητας ξεκίνησε πριν το τέλος του πολέμου (Van Bavel and Reher, 2013).
Ως βασικοί ερμηνευτικοί παράγοντες προβάλλονται η βελτίωση του γενικού οικονομικού κλίματος, η αύξηση του σχετικού εισοδήματος των νοικοκυριών (Easterlin, 1976) και η γενικότερη ευφορία και αισιοδοξία που επικράτησε στον κόσμο με τη λήξη του πολέμου. Όλοι οι παραπάνω παράγοντες συνέβαλλαν στην αύξηση των γάμων και των γεννήσεων, αφ’ ενός μέσω της αναπλήρωσης, αφού δεν συνέτρεχαν πλέον λόγοι περαιτέρω αναβολής τους, και αφ’ ετέρου μέσα από τη δημιουργία μιας νέας τάσης μεταξύ των νεότερων γενεών.
Το τέλος του baby-boom υπήρξε το ίδιο απρόσμενο και δύσκολα ερμηνεύσιμο με την έναρξη του. Παρά τις δημογραφικές προβλέψεις περί διατήρησης των υψηλών επιπέδων γονιμότητας, κυρίως λόγω του ευνοϊκού οικονομικού περιβάλλοντος της δεκαετίας του 1960, ο αριθμός των γεννήσεων ξαφνικά μειώθηκε. Η περίοδος του baby-boomδεν ήταν παρά μια σύντομη δημογραφική παρένθεση της οποίας, ωστόσο, οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες είναι ακόμη αισθητές (Van Bavel and Reher, 2013). Αρχικά, το baby-boom ενίσχυσε την αγορά καταναλωτικών ειδών, έδωσε ώθηση στην αγορά ακινήτων και διαμόρφωσε νέα δεδομένα στην αγορά εργασίας. Οι baby-boomers σταδιακά απέκτησαν το δικό τους καταναλωτικό πρότυπο και τις δικές τους επιλογές ζωής. Στον απόηχο του baby-boom καταγράφεται η αύξηση των γεννήσεων, όταν οι baby-boomers έφτασαν στην αναπαραγωγική ηλικία, η ανάπτυξη της οικονομίας όταν εισήλθαν μαζικά στην αγορά εργασίας και η διόγκωση των δαπανών για συντάξεις όταν έφθασαν στη συντάξιμη ηλικία.
7.3.2 Σταθεροποίηση της γονιμότητας ορισμένων ανεπτυγμένων περιοχών σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα
Η μείωση της γονιμότητας αποτελεί μια γενικευμένη τάση που αφορά τον παγκόσμιο πληθυσμό στο σύνολό του και χαρακτηρίζει τις εξελίξεις στην γονιμότητα κατά τον 20ο αιώνα. Η πτωτική πορεία του αριθμού των γεννήσεων ανά κάτοικο, αν και ήταν αναμενόμενη βάσει της θεωρίας της δημογραφικής μετάβασης, δεν ήταν απολύτως προβλέψιμη, κυρίως ως προς την ένταση και τη διάρκειά της. Σε κάποιες περιπτώσεις, η μείωση της γονιμότητας συντελέστηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαπίστωση ότι η πτωτική πορεία συνεχίστηκε με την ίδια ταχύτητα και κάτω από το όριο αναπλήρωσης των γενεών. Σε συγκεκριμένες περιοχές της Ευρώπης, η γονιμότητα έχει πέσει σε επίπεδα εξαιρετικά χαμηλά, χαμηλότερα από κάθε προηγούμενη καταγραφή, γεγονός που έδωσε το έναυσμα για την εισαγωγή ενός νέου όρου που περιγράφει αυτό το νέο καθεστώς. Με τον όρο lowest-low fertility περιγράφεται η όχι πρόσκαιρη πτώση του δείκτη γονιμότητας σε επίπεδα ίσα ή χαμηλότερα του 1,3 παιδιά ανά γυναίκα. Η μάλλον αυθαίρετη επιλογή του συγκεκριμένου ορίου χρησιμεύει στη διαφοροποίηση των εξαιρετικά χαμηλών από τα σχετικά χαμηλά επίπεδα γονιμότητας.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, πρώτες η Ιταλία και η Ισπανία έπεσαν κάτω από το όριο του 1,3 παιδιά ανά γυναίκα. Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας, όπως αποτυπώνεται στον Πίνακα 7.10, ο αριθμός των χωρών με εξαιρετικά χαμηλή γονιμότητα ανήλθε στις 12, όλες ανήκουν γεωγραφικά στη Νότια, Κεντρική και Ανατολική Ευρώπης (Kohler, Billari and Ortega, 2002).
Πηγή: The World Bank-IBRD-IDA available at www.worldbank.org
Πίνακας 7.10 Χώρες με ελάχιστη γονιμότητα (≤1,3) και πρώτο έτος εμφάνισης αυτής.
Τα πολύ χαμηλά επίπεδα γονιμότητας αποδίδονται εν μέρει στην καθυστέρηση απόκτησης παιδιών και σχηματισμού οικογένειας από τις νεαρές γυναίκες (Sobotka, 2004). Η μεταβολή του χρονοδιαγράμματος των γεννήσεων (tempo effect) αναμένεται να έχει μια προσωρινή επίδραση στο δείκτη ολικής γονιμότητας η οποία στη συνέχεια αποκαθίσταται με τη σταδιακή σταθεροποίηση του δείκτη σε λίγο υψηλότερα επίπεδα κάτι που μάλλον δε φαίνεται να συμβαίνει, κάνοντας πλέον τους δημογράφους να μιλούν για ένα μη συγκυριακό φαινόμενο. Η σημαντική άνοδος του εκπαιδευτικού επιπέδου των γυναικών, η δυσκολία συνδυασμού της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή λόγω έλλειψης κατάλληλων υποστηρικτικών δομών, τα υψηλά ποσοστά ανδρικής ανεργίας και η γενικότερη αβεβαιότητα στο οικονομικό και εργασιακό περιβάλλον είναι κάποιοι επιπλέον λόγοι που ερμηνεύουν αφ’ ενός την καθυστέρηση απόκτησης του πρώτου παιδιού και αφ’ ετέρου τη διστακτικότητα πολλών ζευγαριών στην απόκτηση δεύτερου ή περισσότερων παιδιών (Billari, 2008). Επιπλέον, και ίσως αντίθετα από το αναμενόμενο, οι συμπεριφορικές αλλαγές απέναντι στο γάμο και τη σταθερότητα των οικογενειακών δεσμών, η αύξηση των διαζυγίων και της πιθανότητας σύναψης νέου γάμου δεν φαίνεται να έχουν επιδράσει θετικά στην ενίσχυση της γεννητικότητας.
Το ενδιαφέρον γύρω από το φαινόμενο αυτό δεν περιορίζεται μόνο στον εντοπισμό των αιτιών αυτής της τάσης, αλλά αφορά επίσης στην πρόβλεψη και εκτίμηση των συνεπειών μιας παρατεταμένης περιόδου, ιδιαίτερα χαμηλής γονιμότητας στην οικονομία, την αγορά εργασίας, την ανάπτυξη και την κοινωνική ισορροπία.
Χρόνο με το χρόνο, οι άνθρωποι σ’ όλο τον κόσμο ζουν περισσότερο, ενώ παράλληλα αποκτούν ολοένα και λιγότερα παιδιά. Ο συνδυασμός των δύο διακριτών δημογραφικών τάσεων οι οποίες αλληλεξαρτώνται, έχει ως αποτέλεσμα τη σταδιακή γήρανση του πληθυσμού. Η πληθυσμιακή γήρανση εκφράζεται με διάφορους δείκτες, που αποτυπώνουν άλλοτε την αριθμητική σχέση μεταξύ διαφορετικών ηλικιακών ομάδων (δείκτες γήρανσης, ηλικιακής εξάρτησης, ανανέωσης ενεργού πληθυσμού), άλλοτε το ποσοστό του πληθυσμού άνω των 65 ετών (άτομα τρίτης ηλικίας) ή άνω των 80 ετών (τέταρτη ηλικία) και άλλοτε την προς τα πάνω μετατόπιση του ηλικιακού κέντρου βάρους ενός πληθυσμού (ηλικιακή διάμεσος) (Πίνακας 7.11).
Πηγή: United Nations (2001)
Πίνακας 7.11 Εξέλιξη της ηλικιακής διαμέσου σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές, 1950-2000.
Αντίθετα με την κοινή πεποίθηση, η γήρανση δεν αφορά αποκλειστικά στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη (Πίνακας 7.12).
Πίνακας 7.12 Κατάταξη των χωρών με τα υψηλότερα ποσοστά των άνω των 65 ετών στο συνολικό πληθυσμό.
Το φαινόμενο της πληθυσμιακής γήρανσης εμφανίστηκε μέσα στον 20ο αιώνα, αποτελεί όμως το βασικό δημογραφικό θέμα του 21ου αιώνα, και ως τέτοιο θα μελετηθεί αναλυτικότερα στο επόμενο κεφάλαιο.
Η αστική μετάβαση (urbantransition) αποτελεί μια από τις σημαντικότερες κοινωνικές και δημογραφικές εξελίξεις του 20ου αιώνα και περιγράφει τη βαθμιαία συγκέντρωση του πληθυσμού στις πόλεις. Η αύξηση του αστικού πληθυσμού συνδέεται άμεσα με τους υψηλούς ρυθμούς αύξησης και τις επακόλουθες πληθυσμιακές πιέσεις. Το εντυπωσιακό στοιχείο της σχετικά πρόσφατης μετάβασης του πληθυσμού από τις αγροτικές στις αστικές περιοχές συνδέεται με τους ταχύτατους ρυθμούς με τους οποίους συντελέστηκε η μετάβαση (Πλαίσιο 7.1). Τα στάδια της αστικής μετάβασης παρουσιάζουν αναλογίες με αυτά της δημογραφικής μετάβασης. Στο αρχικό στάδιο, οι αστικές περιοχές είναι λίγες και συγκεντρώνουν περιορισμένο αριθμό κατοίκων, έπειτα η συγκέντρωση του πληθυσμού σ’ αυτές επιταχύνεται, στη συνέχεια ο ρυθμός αύξησης επιβραδύνεται και τελικά σταθεροποιείται.
Πλαίσιο 7.1 Σημαντικές στιγμές στην πορεία αστικοποίησης του παγκόσμιου πληθυσμού.
Στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές, ήδη από το 1950 περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους διέμεναν σε αστικές περιοχές (Πίνακας 7.13).
Πηγή: United Nations, World Urbanization Prospects: The 2007 Revision καιίδιοιυπολογισμοί.
Πίνακας 7.13 Εξέλιξη αστικού πληθυσμού, 1900-2000.
Το ποσοστό έφθασε το 76% το 2000. Στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές ο βαθμός αστικότητας αυξήθηκε από 18% το 1950 σε 40% το 2000 (Διάγραμμα 7.6).
Διάγραμμα 7.6 Ποσοστό Αστικού Πληθυσμού, Κόσμος:1950-2000.
Η αστικοποίηση (urbanization) συνδέεται με την εξέλιξη της πορείας της δημογραφικής μετάβασης. Αυτό ίσως εξηγεί και τη χρονική υστέρηση των περίπου 75 ετών με την οποία οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες ακολουθούν τις περισσότερο ανεπτυγμένες στη διαδικασία της αστικής μετάβασης. Η χρονική καθυστέρηση δεν αποτελεί τη μοναδική διαφορά στην πορεία αστικοποίησης μεταξύ περισσότερο και λιγότερο ανεπτυγμένων περιοχών. Ουσιαστικές διαφορές στους οικονομικούς, κοινωνικούς και δημογραφικούς παράγοντες διαμορφώνουν ένα διαφορετικό περιβάλλον, ως προς τις ευκαιρίες και τις συνέπειες της αστικής μετάβασης. Συγκεκριμένα, σε σχέση με τις βιομηχανικές περιοχές, η αστική μετάβαση συντελείται στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές σ’ ένα λιγότερο ευνοϊκό οικονομικό περιβάλλον, με σημαντικά χαμηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και με εντονότερες πιέσεις από το διεθνή ανταγωνισμό. Επιπλέον, λόγω των υψηλών ρυθμών πληθυσμιακής αύξησης η διαδικασία είναι ταχύτερη και αφορά πολύ περισσότερα άτομα (Brockerhoff, 2000; Kessides, 2006). Κατά συνέπεια, οι χώρες που σήμερα βρίσκονται στη διαδικασία της μετάβασης καλούνται να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες προκλήσεις ως προς τις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
7.5.1 Οι συνέπειες της αστικοποίησης
Η ιδιαίτερη σημασία της αστικοποίησης, της μετάβασης, δηλαδή του πληθυσμού από τις αγροτικές στις αστικές περιοχές, οφείλεται στον άμεσο αντίκτυποτου φαινομένου στην κοινωνική οργάνωση, την οικονομική ανάπτυξη και στη δημογραφική συμπεριφορά του αστικού πληθυσμού. Αυτό, χωρίς υπερβολή, αποτελεί μια επαναστατική μεταβολή της κοινωνικής και οικονομικής δομής σε παγκόσμια κλίμακα (Τραγάκη, 2008).
...στην οικονομία
Οι αστικές περιοχές θεωρούνται το οικονομικό και παραγωγικό κέντρο μιας χώρας, αφού σε αυτές παράγεται κατά κανόνα ένα υψηλό ποσοστό του συνολικού ΑεγχΠ. Οι κάτοικοι των πόλεων έχουν καλύτερη πρόσβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες και επωφελούνται από υποδομές υψηλών προδιαγραφών. Οι πόλεις αποτελούν, επίσης, κέντρα καινοτομίας, παραγωγής νέων ιδεών και διάδοσης της γνώσης, γέννησης και διάχυσης νέων αντιλήψεων. Σύμφωνα με τη μελέτη των Bloom and Khanna (2007), χώρες με υψηλό βαθμό αστικότητας, καταγράφουν υψηλότερο κατά κεφαλή εισόδημα, έχουν πιο ισχυρές οικονομίες, ισχυρότερους θεσμούς και είναι ανταγωνιστικότερες στη διεθνή αγορά. Η θετική αυτή συσχέτιση δεν είναι όμως το ίδιο ισχυρή σε όλες τις περιοχές του πλανήτη. Στην Ασία η διαδικασία της αστικοποίησης συνδέθηκε με υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, ενώ αντίθετα στην Αφρική, παρά τους υψηλούς ρυθμούς αύξησης του αστικού πληθυσμού, η οικονομική πρόοδος είναι αργή. Μ’ άλλα λόγια, σε αντίθεση με την εδραιωμένη θετική συσχέτιση μεταξύ αστικοποίησης και βαθμού οικονομικής ανάπτυξης, η σύνδεση των ρυθμών αστικοποίησης και οικονομικής ανάπτυξης δεν είναι δεδομένη (Chenatal, 2014).
...στην κοινωνία και την ανθρώπινη ασφάλεια
Οι αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις της αστικοποίησης αποτυπώνονται στις εικόνες των παραγκουπόλεων των λιγότερο ανεπτυγμένων περιοχών και των υποβαθμισμένων περιοχών στις ανεπτυγμένες χώρες. Εκεί συρρέουν άτομα τα οποία αναζητούν καλύτερες ευκαιρίες, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις αναγκάζονται να ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, χωρίς τα απαραίτητα για αξιοπρεπή διαβίωση. Στις μέρες μας, έννοιες όπως αυτή του κοινωνικού αποκλεισμού και της φτώχειας είναι άμεσα συνδεδεμένες με τα αστικά κέντρα, είτε αυτά βρίσκονται σε λιγότερο είτε σε περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές. Ο ρυθμός αύξησης της φτώχειας στα αστικά κέντρα (urban poverty) παγκοσμίως, είναι ταχύτερος του ρυθμού αύξησης του αστικού πληθυσμού (Bloom and Khanna2007).
...στη δημογραφία
Σε δημογραφικό επίπεδο, έχει παρατηρηθεί ότι οι περισσότεροι δείκτες διαφοροποιούνται μεταξύ αγροτικών και αστικών πληθυσμών. Στη δημογραφική έρευνα έχει δοθεί έμφαση και καλύτερη τεκμηρίωση στις διαφορές ως προς τη γονιμότητα. Ανεξάρτητα από το βαθμό οικονομικής ανάπτυξης της περιοχής, η εξέλιξη της αστικής μετάβασης συνδέεται με την άμεση μείωση το μέσου αριθμού παιδιών ανά γυναίκα. Η μείωση της γονιμότητας δεν αποδίδεται στην αστικοποίηση αυτή καθ’εαυτή, αλλά στις βασικές διαφορές του τρόπου ζωής και κοινωνικής οργάνωσης, την καλύτερη πρόσβαση των γυναικών στην εκπαίδευση και την αγορά εργασίας, τα διαφορετικά κοινωνικά πρότυπα και τις διαφοροποιημένες οικονομικές ανάγκες και προτεραιότητες που συνεπάγεται η ζωή στις αστικές περιοχές.
Αντίθετα, η σχέσημεταξύ θνησιμότητας και αστικοποίησης είναι λιγότερο σαφής. Στην αρχή της αστικής μετάβασης, η θνησιμότητα στις πόλεις ήταν μάλλον υψηλότερη, λόγω της πληθυσμιακής συγκέντρωσης που ευνοούσε τη διάδοση επιδημιών. Σταδιακά, με τη δημιουργία νοσοκομείων, κέντρων πρόληψης και αντιμετώπισης ασθενειών, οι κάτοικοι των πόλεων είχαν καλύτερη και αμεσότερη ιατρική περίθαλψη, γεγονός που αποτυπώθηκε, στο υψηλότερο σε σχέση με τους αγροτικούς πληθυσμούς, προσδόκιμο ζωής. Σήμερα, η σχέση μεταξύ αστικών και αγροτικών δεικτών θνησιμότητας επανεξετάζεται, λόγω των περιβαλλοντικών επιπτώσεων στην υγεία των κατοίκων των πόλεων.
Στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές, όπου η αύξηση του αστικού πληθυσμού οφείλεται κυρίως στην μαζική εισροή ατόμων από τις αγροτικές περιοχές, παρατηρούνται ασυμμετρίες στην πληθυσμιακή πυραμίδα, που αφορούν τόσο στο λόγο των φύλων όσο και την ηλικιακή δομή. Σε ορισμένες χώρες, οι αστικές περιοχές προσελκύουν περισσότερους άνδρες (όπως Μαλάουι, Νιγηρία, Τσαντ), ενώ σε άλλες χώρες η προσέλκυση των γυναικών είναι μεγαλύτερη (όπως Αϊτή, Βολιβία, Φιλιππίνες, Γουινέα), ανάλογα αφ΄ενός με τις ευκαιρίες απασχόλησης που παρουσιάζονται και αφ΄ετέρου με τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Κατά μέσο όρο, η αναλογία των ατόμων από 15 έως 64 ετών είναι από 5 έως 10 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερη στις πόλεις, σε σχέση με την ύπαιθρο. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις χωρών της υπο-Σαχάριας Αφρικής (όπως μεταξύ άλλων η Αιθιοπία και η Ζιμπαμπουε) όπου η διαφορά ξεπερνά τις 16 ποσοστιαίες μονάδες. Αντίστοιχα, μικρότερη είναι η αναλογία των παιδιών κάτω των 15 ετών, καθώς και των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών.
Επιπλέον, η συγκέντρωση του πληθυσμού στα αστικά κέντρα έχει σημαντικές επιπτώσεις σε θέματα ασφάλειας και περιβάλλοντος, τα οποία όμως άρχισαν να γίνονται περισσότερο αισθητά στο τέλος του 20ου αιώνα και αποτελούν κάποιες από τις βασικές προκλήσεις του 21ου αιώνα. Το θέμα αυτό θα αναπτυχθεί στο επόμενο κεφάλαιο. Ήδη γίνεται αντιληπτό ότι η διαδικασία της αστικοποίησης είναι ένα φαινόμενο πολύ βαθύτερο και πολυπλοκότερο από την απλή μετεγκατάσταση πληθυσμιακών ομάδων από αγροτικές σε αστικές περιοχές. όπως ακριβώς συμβαίνει και με τη διεθνής μετανάστευση.
7.6 Έντονα διεθνή μεταναστευτικά ρεύματα
Η ταχύτατη και γεωγραφικά άνιση πληθυσμιακή αύξηση, δημιούργησε έντονες πληθυσμιακές πιέσεις που συχνά εκδηλώνονται ως μεταναστευτικά ρεύματα. Αυξανόμενος όγκος μεταναστών μετακινείται από τις χώρες με υψηλούς ρυθμούς φυσικής αύξησης προς τις χώρες με χαμηλή ή μηδενική φυσική αύξηση. Παράλληλα με τις δημογραφικές πιέσεις, ο βαθμός οικονομικής ανάπτυξης και οι ευκαιρίες για απασχόληση, αποτελούν μια ακόμη βασική αιτία των διεθνών μεταναστευτικών ρευμάτων του περασμένου αιώνα. Έτσι, τα βασικά μεταναστευτικά ρεύματα κινούνται από το Νότο προς το Βορρά, από την Ανατολή προς τη Δύση, από τις χώρες με υψηλούς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης προς τις χώρες με μηδενικούς ή αρνητικούς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης, από τις λιγότερο προς τις περισσότερο οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες.
Μέσα στον 20ο αιώνα οι μεταναστευτικές ροές εντάθηκαν, τόσο ως προς τον αριθμό των μετακινούμενων ατόμων όσο και ως προς το πλήθος των εμπλεκόμενων κρατών.
Κατά την τελευταία δεκαετία του προηγούμενου αιώνα, ο χάρτης των μεταναστευτικών ροών επαναχαράκτηκε: χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία που αποτελούσαν για δεκαετίες παραδοσιακές χώρες αποστολής εργατικού δυναμικού μετατράπηκαν σε νέες χώρες εισροής πληθυσμών κυρίως από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, των οποίων οι μεταναστευτικές εκροές μέχρι εκείνη την εποχή ήταν απόλυτα ελεγχόμενες έως μηδενικές.
Πηγή: U.Ν. Population Division, World Population Prospects: The 2000 Revision, Volume III: Analytical Report, Chapter IV: International Migration
Πίνακας 7.14 Ρυθμός Καθαρής Μετανάστευσης (ανά 1000 κατοίκους), Μεγάλες Γεωγραφικές Περιοχές:1950-2000.
Μέσα στον 20ο αιώνα, δεν μεταβλήθηκε μόνο η ροή και η ένταση των μεταναστευτικών ρευμάτων. Άλλαξαν επίσης τα ατομικά χαρακτηριστικά των ατόμων που επιλέγουν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους. Παραδοσιακά η μετανάστευση αφορούσε κυρίως νεαρούς άνδρες στην αρχή της παραγωγικής τους ηλικίας. Το πρότυπο αυτό φαίνεται να αλλάζει: στα νέα μεταναστευτικά ρεύματα η ανδρική υπεροχή έχει περιοριστεί ή και εκλείψει (Rovolis and Tragaki, 2006; Tragaki and Rovolis, 2014) ενώ σταθερά αυξάνει η μέση ηλικία των μετακινούμενων. Επιπλέον ο τυπικός μετανάστης δεν είναι απαραίτητα άτομο χαμηλών δεξιοτήτων. Αντίθετα, το φαινόμενο του brain drain, της διαρροής ατόμων επιστημονικής κατάρτισης και υψηλών δεξιοτήτων ανακύπτει ως μια επιπλέον αρνητική διάσταση για τις χώρες εκροής.
Κατά τον αιώνα που εξετάζουμε, η επίδραση της μετανάστευσης στους ρυθμούς πληθυσμιακής μεταβολής είναι πολύ σημαντική καθορίζοντας το μέγεθος ενός πληθυσμού ανεξάρτητα της φυσικής του κίνησης. Πολλές χώρες της Ευρώπης θα κατέγραφαν μείωση του πληθυσμού τους αν απουσίαζαν οι μεταναστευτικές εισροές ενώ σε ορισμένες περιοχές της Αφρικής και της Ασίας οι ρυθμοί πληθυσμιακής αύξησης θα ήταν ακόμη υψηλότεροι. Η μετανάστευση αναδεικνύεται το σημαντικότερο από τα φλέγοντα ζητήματα παγκοσμίως και αυτό με την καθοριστικότερη επίδραση στις δημογραφικές εξελίξεις των επόμενων δεκαετιών.
- Bilari, F. (2008) “Lowest-Low Fertility in Europe: Exploring the Causes and Finding Some Surprises” The Japanese Journal of Population, Vol. 6, No. 1.
- BloomD. and T. Khanna (2007) “The Urban Revolution”, Finance and Development, September 2007, pp: 9-14
- Βrennan-Galvin, Ellen (2002) “Crime and Violence in an Urbanizing World” in Journal of International Affairs, Fall 2002, Vol.56, No1, pp. 123-145.
- Brockerhoff M. (2000) An Urbanizing World, Population Bulletin, 55(3).
- Chen M, Zhang H, Liu W, Zhang W (2014) The Global Pattern of Urbanization and Economic Growth: Evidence from the Last Three Decades. PLoS ONE 9(8): e103799. doi:10.1371/journal.pone.0103799.
- Easterlin, R. (1976) “The conflict between aspirations and resources”, Population and Development Review, 2(3/4):417-425.
- Eberstadt N. (2004) “Four Surprises in Global Demography”, Orbis, Fall 2004, pp: 673-684.
- Heinsohn, G. (2003) Söhne und Weltmacht: Terror im Aufstieg und Fall der Nationen, Orell Füssli.
- Human Security Research and Outreach Program (2006) Human Security and Cities: Challenges and Opportunities, Foreign Affairs Canada.
- Human Security Research and Outreach Program (2008) Secure Cities: Addressing the challenges of organized urban violence, Foreign Affairs Canada.
- Kessides C. (2006) The Urban Transition in Sub-Saharian Africa, The Cities Alliance, Washington D.C..
- Kohler, H-P., Billari, F. And Ortegs J.A. (2002) “The Emergence of Lowest-Low Fertility in Europe During the 1990s” Population and Development Review, Vol 28(4):641-680.
- Rovolis A & A. Tragaki (2006) Ethnic Characteristics and Geographical Distribution of Immigrants in Greece, European Urban and Regional Studies 13(2), pp. 99-111.
- Sobotka, T. (2004) “Lowest-Low Fertility in Europe”, Population and Development Review, 30(2):195-220.
- Tragaki A. and A. Rovolis (2014) Immigrant Population in Italy during the First Decade of the 21st century: Changing Demographics and Modified Settlement Patterns, European Urban and Regional Studies, Vol. 21(3):284-300.
- United Nations (2008) World Urbanization Prospects, The 2007 Revision, Department of Economic and Social Affairs, New York.
- United Nations (2006) World Population Policies 2005, Population Division Department of Economic and Social Affairs, New York.
- United Nations Population Fund (2007) State of World Population, Unleashing the Potential of Urban Growth,
- Van Bavel, J. and Reher, D.S. (2013) “The Baby Boom and its causes: What we know and what we need to know”, Population and Development Review, 39:257-288.
- World Bank (2000) Cities in Transition, World Bank Urban and Local Government Strategy, Washington D.C..
- Γεωργόπουλος, Α. (2005) Γη Ένας Μικρός και Εύθραυστος Πλανήτης, Gutenberg. Αθήνα.
- Μαλούτας, Θ. (επιμ.) (2000) Οι Πόλεις Κοινωνικός και Οικονομικός Άτλας της Ελλάδας, ΕΚΚΕ- Ecole Française d’ Athènes, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας.
- Rollet, C. (2007) Ο πληθυσμός του πλανήτη, Larousse, Εκδόσεις Κασταλία (για την ελληνική γλώσσα)
- Τραγάκη, Α. (2008) «Αστικοποίηση, Μια Εντυπωσιακή Τάση του Παγκόσμιου Πληθυσμού» στο Εισαγωγή στην Πληθυσμιακή Γεωγραφία, Κ. Τσίμπος (επιμ.), Αθήνα, Εκδόσεις Σταμούλη.